Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινή, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αμέλεια, Αναίρεση μερική, Παραγραφή υφ' όρο.
Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Έννοια αμέλειας. Όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος τότε, για τη θεμελίωση του εγκλήματος από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ. Αναγκαία προϋπόθεση η ύπαρξη ιδιαίτερης ειδικής και όχι γενικής υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υποχρέου ή από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην αιτιολογία πρέπει να αναφέρεται η συνδρομή της υποχρέωσης αυτής και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει. Αναιρεί εν μέρει. Απαλείφει ως προς τη διάταξη επιβολής ποινής. Απορρίπτει αίτηση κατά τα λοιπά.
Αριθμός 1728/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Κωνσταντίνο Φράγκο και Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιουλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Χατζηχαραλάμπους, για αναίρεση της με αριθμό 422/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης.
Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαΐου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 933/2009.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του αρθρ. 302 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Κατά δε τη διάταξη του αρθρ. 28 του ιδίου Κώδικα, από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται η διαπίστωση αφ' ενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποίαν οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφ' ετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του, τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 1568/ 1985, ο εργοδότης οφείλει να συντηρεί τους τόπους εργασίας και να μεριμνά για την κατά το δυνατό άμεση αποκατάσταση των ελλείψεων που έχουν σχέση με την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων. Αν από τις ελλείψεις αυτές προκαλείται άμεσος και σοβαρός κίνδυνος για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων πρέπει να διακόπτεται αμέσως η εργασία στο σημείο που εμφανίζονται οι ελλείψεις, μέχρι την αποκατάσταση τους. Κατά δε το άρθρο 32 παρ.1 και 3 του ίδιου νόμου, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι... από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα και να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφαλείας της εργασίας. Εξάλλου δε κατά το άρθρο 25 παρ.1 του ν.2224/ 1994 κάθε εργοδότης...που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της νομοθεσίας για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας...τιμωρείται...Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων από αμέλεια, οι παραπάνω δράστες τιμωρούνται... Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Εξάλλου, είναι παραδεχτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαίωση δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 422/2009 απόφασης, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος προσδιορίζονται σε αυτήν δέχθηκε ανελέγκτως ότι "και οι δύο κατηγορούμενοι από αμέλειά τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν δεν πρόβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη τους, με αποτέλεσμα να επιφέρουν το θάνατο άλλου. Ειδικότερα.....ενώ εκτελούντο από την εταιρεία "ΚΛΙΜΑΤΕΚ Α.Ε." εργασίες τοποθέτησης κλιματιστικών μηχανημάτων στην οροφή του δευτέρου ορόφου του κτιρίου του ως άνω μουσείου, όπου στεγάζεται η λαογραφική συλλογή......αν και προηγουμένως το μέλος του συνεργείου της παραπάνω εταιρείας Θ1, στην προσπάθειά του να ανέλθει στο δώμα του κτιρίου είχε υποστεί ελαφρά ηλεκτροπληξία (τίναγμα) από διαρροή ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά παρά ταύτα ειδοποίησε το συνεργείο της εταιρείας ότι μπορούν να συνεχιστούν οι εργασίες, ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1, μηχανολόγος μηχανικός, ως υπεύθυνος εκτέλεσης των παραπάνω εργασιών της ως άνω εταιρείας "ΚΛΙΜΑΤΕΚ Α.Ε." αν και έλαβε γνώση του περιστατικού της ηλεκτροπληξίας του Θ1 και της ειδοποίησης του πρώτου κατηγορουμένου για συνέχιση των εργασιών, από αμέλειά του δεν έλαβε κανένα μέτρο ώστε να εξασφαλισθούν οι εργαζόμενοι στο συνεργείο του από τον ορατό κίνδυνο ηλεκτροπληξίας, που μπορούσε να απειλήσει την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα, ούτε επέβλεψε την ορθή εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας τους, ειδικότερα δε, δεν πρόστρεξε στο χώρο εκτέλεσης των εργασιών προκειμένου να επελήφθη ο ίδιος του προβλήματος δίδοντας εντολή για έλεγχο σε ειδικό προς τούτο πρόσωπο έχον τα απαραίτητα προσόντα, συγκεκριμένα δε σε αδειούχο ηλεκτρολόγο εγκαταστάτη, ούτε απέστειλε αδειούχο ψυκτικό εγκαταστάτη, που δεν υπήρχε στο συνεργείο, για να επιληφθεί με το ανωτέρω ειδικό πρόσωπο του παραπάνω προβλήματος, ενόψει του ως άνω ορατού κινδύνου ηλεκτροπληξίας του προσωπικού του συνεργείου, αλλά αρκέσθηκε στην ειδοποίηση του πρώτου κατηγορουμένου Χ2 για συνέχιση των εργασιών χωρίς να ελέγξει αν αυτός ήταν σε θέση να διαβεβαιώσει ότι δεν υπήρχε κίνδυνος ηλεκτροπληξίας και έδωσε εντολή στο συνεργείο του για συνέχιση των εργασιών. Αποτέλεσμα της εκτεθείσας ως άνω αμελούς συμπεριφοράς των κατηγορουμένων ήταν να υποστεί ηλεκτροπληξία και να καταλήξει εξ' αιτίας της μόνης γενεσιουργού αυτής αιτίας το μέλος του ως άνω συνεργείου Σ1, ετών 20, όταν αυτός ανέβηκε στο δώμα του κτιρίου του μουσείου για να τοποθετήσει μόνωση σε σωλήνες κλιματισμού, το οποίο δώμα, καλυμμένο από φύλλο μονωτικού αλουμινίου, ήταν υπό τάση ηλεκτρικού ρεύματος 215 VOLT, λόγω διαρροής σ' αυτό ηλεκτρικού ρεύματος εξ' αιτίας τραυματισμένου από το συνεργείο (με βίδα ή σίδερο) καλωδίου (ΝΥΜ 3X1,5 Τ.Χ.) και συγκεκριμένα του αγωγού φάσεως στο χώρο της λαογραφικής συλλογής, στο δεύτερο όροφο του κτιρίου. Το αξιόποινο δε αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη τους δεν πρόβλεψαν οι κατηγορούμενοι. Β) Ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1 υπό την ως άνω εκτεθείσα ιδιότητα του, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, με την ανωτέρω υπό στοιχείο Α' εκτεθείσα συμπεριφορά του: α) δεν μερίμνησε για την αποκατάσταση των ελλείψεων που έχουν σχέση με την υγιεινή και την ασφαλή συνέχιση των εργασιών του συνεργείου και β) δεν έλαβε τα μέτρα που απαιτούντο ώστε να εξασφαλισθούν οι εργαζόμενοι στο συνεργείο από κάθε κίνδυνο που μπορούσε να απειλήσει την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα, επιπλέον δεν επέβλεψε την ορθή εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας στο ως άνω συνεργείο. Για τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα ως προς τα μέτρα ασφαλείας που έπρεπε να έχουν ληφθεί και δεν ελήφθησαν είναι σαφής η από 31-8-2001 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ..., που διορίσθηκε κατά το στάδιο της προανακρίσεως. Στην έκθεση αυτή γίνεται λόγος και καθόσον αφορά τα αίτια που προκάλεσαν τη θανατηφόρο ηλεκτροπληξία, ότι θα έπρεπε το κύκλωμα φωτισμού, εφόσον εκτελούντο εργασίες του είδους που εγένεντο, να είναι αποσυνδεδεμένο από την ασφάλεια του πίνακα και έτσι να μην υπάρχει οποιαδήποτε δυνατότητα να ρευματοδοτηθεί το κύκλωμα, ότι δεν υπήρχε διακόπτες διαφορικός (Δ.Δ.Ε) ο οποίος χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις αυτές για λόγους πρόσθετης προστασίας και τέλος διότι υπήρχε αλλοιωμένη γείωση του κτιρίου. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις του πραγματογνώμονα σε συνδυασμό και με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο στοιχειοθετούν ευθέως την αμελή συμπεριφορά των κατηγορουμένων........και ο δεύτερος που ήταν υπεύθυνος εκτέλεσης των πιο πάνω εργασιών από την εταιρεία "ΚΛΙΜΑΤΕΚ Α.Ε" , ο οποίος αν και έλαβε γνώση του περιστατικού της ηλεκτροπληξίας του Θ1, δεν έλαβε κανένα μέτρο ώστε να προστατευθούν οι εργαζόμενοι από τον κίνδυνο ηλεκτροπληξίας, δεν προσέτρεξε αμέσως εκεί να επιληφθεί του προβλήματος, να δώσει εντολή για έλεγχο σε ειδικό προς τούτο πρόσωπο (διπλωματούχο ηλεκτρολόγο εγκαταστάτη) και να διακοπεί η παροχή ρεύματος, αλλά αντίθετα έδωσε εντολή να συνεχισθούν οι εργασίες". Ακολούθως, το άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των αξιοποίνων πράξεων της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της παράβασης των άρθρων 19 παρ. 1,2, 3, 32 παρ. 1, 3 του ν. 1568/1985 και 25 παρ. 1β του ν.2224/1994 και του επέβαλε για την ανθρωποκτονία φυλάκιση δέκα πέντε (15) μηνών και για την παράβαση των άνω άρθρων φυλάκιση δύο (2) μηνών και συνολικά φυλάκιση δέκα έξι (16) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρία αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων αυτών. Ειδικότερα, αναφέρεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το είδος της αμέλειας του αναιρεσείοντος (μη συνειδητής), η οποία έλαβε χώρα δια διαδοχικών παραλείψεων του. Περαιτέρω, διαλαμβάνεται ο τρόπος τελέσεως των άνω εγκλημάτων και συγκεκριμένα τα περιστατικά τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων αυτών. Ειδικότερα, διαλαμβάνεται με πληρότητα και σαφήνεια ότι ο αναιρεσείων, με την ιδιότητα του, ως υπεύθυνος εκτέλεσης των διαλαμβανομένων στο σκεπτικό εργασιών, στις οποίες μετείχε ο Σ1 αν και έλαβε γνώση προηγουμένου περιστατικού ηλεκτροπληξίας άλλου (Θ1) δεν έλαβε κανένα μέτρο ώστε να εξασφαλιστεί η υγεία των εργαζομένων από ορατό πλέον κίνδυνο ηλεκτροπληξίας, που μπορούσε να απειλήσει τη ζωή των εργαζομένων, ούτε επέβλεψε την ορθή εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας αλλά και ούτε προσέτρεξε στο χώρο των εργασιών προκειμένου να επιληφθεί ο ίδιος του προβλήματος με το να δώσει εντολή για έλεγχο σε πρόσωπο που διάθετε τα σχετικά προσόντα και συγκεκριμένα σε ηλεκτρολόγο εγκαταστάτη, ούτε σε αδειούχο ψυκτικό εγκαταστάτη, που δεν διέθετε άλλωστε το συνεργείο αλλά αρκέστηκε στην ενημέρωση του από τον Χ2 ότι μπορούσαν να συνεχιστούν οι εργασίες χωρίς να ελέγξει αν ο τελευταίος ήταν σε θέση να διαβεβαιώσει ότι δεν υπήρχε κίνδυνος ηλεκτροπληξίας και παρ' όλα αυτά ο αναιρεσείων έδωσε εντολή στο συνεργείο να συνεχίσει τις εργασίες τοποθέτησης των κλιματιστικών στο αναφερόμενο μουσείο. Αποτέλεσμα της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος ήταν να υποστεί ηλεκτροπληξία από την οποία, ως μόνη ενεργό αιτία, απεβίωσε ο εργαζόμενος στο συνεργείο αυτό Σ1, ετών 20, όταν αυτός ανέβηκε στο δώμα του κτηρίου του μουσείου για να τοποθετήσει μόνωση σε σωλήνες κλιματισμού, στους οποίους υπήρχε διαρροή ηλεκτρικού ρεύματος εξαιτίας τραυματισμένου από το συνεργείο καλωδίου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι από αμέλεια του ο αναιρεσείων δεν μερίμνησε για την αποκατάσταση των άνω ελλείψεων που έχουν σχέση με την ασφαλή συνέχιση των εργασιών του συνεργείου, ούτε έλαβε μέτρα που απαιτούντο για την εξασφάλιση των εργαζομένων στο συνεργείο από κάθε κίνδυνο που μπορούσε να απειλήσει τη σωματική ακεραιότητα και την υγεία των εργαζομένων ουδέ επέβλεψε την ορθή εφαρμογή των μέτρων ασφάλειας στο συνεργείο τούτο. Υπό τα δεδομένα αυτά, υπήρχε πράγματι ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος προς αποτροπή του αποτελέσματος του θανάτου του Σ1, η οποία θεμελιώνεται στις άνω διατάξεις, ήτοι των άρθρων 19 παρ.1 2, 3, 32 παρ. 1, 3 του ν. 1568/1985 και 25 παρ. 1β του ν.2224/1994, οι οποίες επέβαλαν στο αναιρεσείοντα τον επιτακτικό κανόνα προς αποτροπή του αποτελέσματος τούτου, τον οποίο δια των άνω διαδοχικών παραλείψεων του ο αναιρεσείων παρεβίασε. Πρέπει να λεχθεί ότι δεν είναι αναγκαία η ειδική μνεία της διατάξεως του άρθρου 15 του ΠΚ (ΑΠ 1220/ 2008), αφού υπό τα ανωτέρω περιστατικά προκύπτει από την αιτιολογία η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος προς αποτροπή του θανατηφόρου αποτελέσματος. Περαιτέρω, κατά την αιτιολογία, το επελθόν αποτέλεσμα του θανάτου του Σ1 οφείλεται και σε συγκλίνουσα πράξη του αναιρεσείοντος, αφού το Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε ότι, αν και έλαβε γνώση προηγούμενης ηλεκτροπληξίας άλλου ατόμου (Θ1) στον ίδιο χρόνο και τόπο, έδωσε (ο αναιρεσείων) εντολή για συνέχιση των εργασιών κατά τις οποίες στη συνέχεια έπαθε ηλεκτροπληξία και από αυτή απεβίωσε ο Σ1, αποτέλεσμα το οποίο είναι αξιόποινο και άνευ της συνδρομής ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως προς αποτροπή τούτου (ΑΠ 871/2006).
Συνεπώς οι περί του αντιθέτου εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι της αίτησης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων είναι απαράδεκτες διότι πλήττουν την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Από τις διατάξεις των άρθρων 333 και 369 ΚΠΔ προκύπτει ότι μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας δίνεται υποχρεωτικώς ο λόγος στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του περί της ενοχής και μετά την απαγγελία της περί ενοχής αποφάσεως δίνεται στον ίδιο ή το συνήγορο του ο λόγος σε σχέση με την ποινή. Η παράβαση της διάταξης αυτής, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ΚΠΔ, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων, που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία παράβαση ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, ο οποίος κατά το άρθρο 511 του ιδίου Κώδικα, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο του αναιρεσείοντος για την ποινή μετά την απαγγελία της απόφασης και κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α'του ΚΠΔ λόγος της αίτησης είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 του ν. 3346/2005 επιβληθείσες ποινές με αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου (17-06-2005) διαρκείας μέχρι έξι (6) μηνών, εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν οπωσδήποτε εκτιθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσει μέσα σε δέκα οκτώ (18) μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού σε νέα από δόλο προερχόμενη αξιόποινη πράξη.... Στην προκειμένη περίπτωση με την πρωτόδικη με αριθ. 2285/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών για την παράβαση των άνω άρθρων 19, 32 ν. 1568/1985 και 25 του ν.2224/1994. Η προσβαλλόμενη όμως απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατ' έφεση δεν εφάρμοσε την ανωτέρω διάταξη κατά την οποία η ποινή των δύο (2) μηνών παραγράφηκε υφ' όρον, αλλά εχώρησε και πάλι σε καταδίκη του αναιρεσείοντος και σε επιβολή ποινής για την πράξη αυτή φυλάκισης δύο (2) μηνών. Έτσι όμως υπερέβη την εξουσία του το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και ιδρύθηκε ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης, ο οποίος είναι βάσιμος. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά τη διάταξη της περί επιβολής στον αναιρεσείοντα της ποινής των δύο μηνών και συνακολούθως η διάταξη αυτή της προσβαλλόμενης πρέπει να απαλειφθεί και να παραμείνει πλέον μόνο η επιβληθείσα για την ανθρωποκτονία εξ αμελείας ποινή των δέκα πέντε (15) μηνών. Επομένως, πρέπει κατά τα λοιπά η αναίρεση να απορριφθεί ως αβάσιμη και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την προσβαλλόμενη 422/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης.
Απαλείφει τη διάταξη αυτής περί επιβολής στον αναιρεσείοντα της ποινής των δύο (2) μηνών.
Απορρίπτει την αναίρεση κατά τα λοιπά. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 28 Ιουλίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ