Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1630 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Αναβολής αίτημα.




Περίληψη:
1) Υπεξαίρεση στην Υπηρεσία. 2) Ψευδής καταμήνυση κατ’ αγνώστου. Απορρίπτει αναίρεση για παραβάσεις του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ. Τι πρέπει να περιέχει η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως. Έγγραφα κατ’ άρθ. 364 ΚΠΔ θεωρούνται εκείνα που αναφέρονται στην ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου. Η έφεση του κατηγορουμένου ή του Εισαγγελέα είναι διαδικαστικό έγγραφο, η μη ανάγνωση της οποίας δεν δημιουργεί ακυρότητα της διαδικασίας. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 59 ΚΠΔ. Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1630/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Χρυσίνη, περί αναιρέσεως της 517/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 543/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου επειδή δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 517/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος ήταν πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού ..., επομένως υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 263Α περίπτωση δ ΠΚ. Ο εν λόγω συνεταιρισμός διέθετε τραπεζικό λογαριασμό στην ΑΤΕ. Δικαίωμα για την ανάληψη οιουδήποτε ποσού εξ' αυτού του λογαριασμού, με βάση το καταστατικό του συνεταιρισμού, είχε μόνον ο ταμίας του συνεταιρισμού, μετά από παροχή σχετικής εξουσιοδοτήσεως από τον εκάστοτε πρόεδρο. (βλ. το άρθρο 28 περίπτωση α του καταστατικού). Στις 25-5-2000, χωρίς να έχει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση από το διοικητικό συμβούλιο του συνεταιρισμού ή να έχει ενημερώσει τα όργανα του συνεταιρισμού ή να συνοδεύεται από τον ταμία, μετέβη στο υποκ/μα της ΑΤΕ στην ... και έκανε ανάληψη από τον λογαριασμό που τηρούσε εκεί ο συνεταιρισμός το ποσό των 8.000.000 Δρχ. ή 23.478 Ευρώ. Στις 12-6-2000, κατέθεσε μήνυση ενώπιον του Ανθ/μου του Α.Τ. ... ....., με την οποία ισχυρίστηκε ότι άγνωστοι σ' αυτόν δράστες έκλεψαν το εν λόγω αναληφθέν ποσό των 8.000.000 δρχ. από την αποθήκη της οικίας του, όπου το εφύλασσε και το ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Η εν λόγω κατ' αγνώστων μήνυση του κατ/νου είναι ψευδής, καθόσον το εν λόγω χρηματικό ποσό δεν το αφαίρεσαν άγνωστοι, αλλά το παρακράτησε ο ίδιος και το ιδιοποιήθηκε παράνομα, με αντίστοιχη ζημία του συνεταιρισμού, υπέβαλε δε αυτή (μήνυση) προκειμένου, αφενός μεν, να δικαιολογηθεί προς τα μέλη και τα όργανα του συνεταιρισμού για την απώλεια του ποσού αυτού και να μην αναζητηθούν απ' αυτόν ευθύνες, αφετέρου δε, να στρέψει τις έρευνες των αστυνομικών αρχών κατ' αγνώστων δραστών. Το ότι δεν έγινε διάρρηξη της αποθήκης του προκύπτει από το ότι η αστυνομία, που επελήφθη, δεν διεπίστωσε ίχνη παραβίασης της αποθήκης του, ούτε αναστάτωση στο χώρο αυτής. Περαιτέρω απεδείχθη ότι μόλις οι εξηγήσεις του δεν έγιναν πιστευτές από τα όργανα και τα μέλη του συνεταιρισμού, επέστρεψε το ποσό των 8.000.000 δρχ. ισχυριζόμενος ότι προέρχεται εξ ιδίων χρημάτων. Όπως όταν εκλήθη να αποδείξει την προέλευση των χρημάτων αυτών ως προερχομένων εκ της ιδίας του περιουσίας, π.χ. καταθέσεων σε τράπεζες, πώληση περιουσιακού του στοιχείου, δάνειο από τρίτους κ.λ.π., εδήλωσε αδυναμία να δηλώσει πόθεν κατείχε το ποσό αυτό και βεβαίως δεν προσεκόμισε κάποιο στοιχείο. Τέλος δεν έδωσε κάποια πειστική εξήγηση, γιατί έκανε κρυφά ανάληψη του ποσού αυτού από την τράπεζα και κυρίως γιατί το κρατούσε, όπως ο ίδιος υποστηρίζει τόσες ημέρες στην αποθήκη του". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και της ψευδής καταμήνυσης. Για τις πράξεις του δε αυτές, οι οποίες, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ. 1, 230, 258 περ. β και 263 Α Π.Κ., καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα εννέα (19) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Με τις πιο πάνω παραδοχές, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Αβασίμως υποστηρίζεται ότι παρανόμως δεν εφαρμόσθηκαν οι περί πλάνης και έμπρακτης μετάνοιας διατάξεις, καθόσον, σχετικοί, περί αυτών, ισχυρισμοί, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν υπεβλήθησαν. Ο περαιτέρω ισχυρισμός, ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έπρεπε να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 379 Π.Κ., ενόψει το ότι ήδη ο αναιρεσείων επέστρεψε το ποσό των 8.000.000 δραχμών στο Συνεταιρισμό ..., είναι αβάσιμος, διότι, το ως άνω άρθρο 379 Π.Κ. εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις των άρθρων 372 επ. και 375 επ. Π.Κ., όχι δε και στην περίπτωση του άρθ. 258 Π.Κ., δηλαδή στην υπεξαίρεση στην υπηρεσία, όπως εν προκειμένω.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε Κ.Π.Δ. πρώτοι και δεύτεροι λόγοι της ένδικης αναίρεσης, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
ΙΙ. Επειδή, από τις διατάξεις των αρ. 474, 476 παρ. 1 και 498 του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης πρέπει κατ' αρχήν να περιέχει ορισμένο λόγο, όπως η κακή εκτίμηση τω αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. "η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (αρ. 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από τη διατύπωση αυτή, προκύπτει ότι η αξιούμενη αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου αυτού μέσου και αξιώνει από τον Εισαγγελέα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων της έφεσης, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στη προσβαλλόμενη απόφαση. Αν δε η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και, παρά ταύτα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την κρίνει παραδεκτή και, εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης, καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρ. 510 παρ. 1 στ. Η' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη, ως άνω, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου και τα πρακτικά της δίκης, το εν λόγω Δικαστήριο δέχθηκε τυπικά τη με αριθμό 226/2.12.2005 έφεση του Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κορίνθου "διότι η εκκαλουμένη απόφαση κατά κακή εκτίμηση του εν γένει αποδεικτικού υλικού και κατ' εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου ήχθη σε απαλλακτική για τον κατηγορούμενο κρίση, ενώ έπρεπε να κηρύξει αυτόν ένοχο, καθ' όσον, εκ της ακροαματικής διαδικασίας, προέκυψε ότι ο κατ/νος στα ..., στις 12 Ιουνίου 2000, με την ιδιότητά του ως πρόεδρος του αγροτικού συνεταιρισμού ... παρανόμως και άνευ ουδεμιάς εξουσιοδοτήσεως εκ μέρους του Δ.Σ του συνεταιρισμού ούτε καν ενημερώσεως αυτού, προέβη στην ανάληψη του ποσού των 8.000.000 δραχμών από το λογαριασμό του συνεταιρισμού που τηρείτο στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, το οποίο άνευ εμφανούς αιτίας μετέφερε στην οικία του, και κατά τον τρόπο αυτό το ιδιοποιήθηκε παρανόμως, ήτοι το ενσωμάτωσε στην περιουσία του, άνευ νομίμου λόγου. Εν συνεχεία και προκειμένου να καλύψει την πράξη του αυτή, την 12 Ιουνίου 2000, ειδοποίησε το αστυνομικό τμήμα ... και παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς προς τους αρμόδιους αστυνομικούς υπαλλήλους, ότι το ανωτέρω ποσό που τάχα φύλαττε στην οικία του και συγκεκριμένα στην αποθήκη αυτής είχε κλαπεί από αγνώστους. Κατά την απολογία του, ο κατ/νος ισχυρίστηκε, ότι προέβη στην ανάληψη του ανωτέρω ποσού, προκειμένου να μην πληρωθεί δια των χρημάτων αυτών, εκδοθείσα υπό του συνεταιρισμού επιταγή εις διαταγήν εταιρίας από την οποία είχε αγοράσει ο συνεταιρισμός μηχανήματα ελαιοτριβείου, τούτο δε διότι, η εν λόγω εταιρία δεν είχε πληρώσει, όπως είχε συμφωνηθεί το ΦΠΑ, σχετικά με πωληθέντα προς αυτή παλαιά μηχανήματα. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός, που υποστηρίχθηκε μόνο από τον κατ/νο, ουδένα έρεισμα βρήκε επ' ακροατηρίω, έτι δε περαιτέρω, οι εκπρόσωποι της εταιρίας, κατά την διεξαχθείσα στο στάδιο της προδικασίας κυρία ανάκριση, δήλωσαν άγνοια ως προς τους ισχυρισμούς του κατ/νου. Κατά τον αυτό τρόπο, απορριπτέοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί αυτού περί κλοπής του ανωτέρω ποσού, καταγγελία καθαρά προσχηματική, προκειμένου να ευρεθεί δικαιολογία για την απώλεια του ποσού αυτού και να καλυφθεί η ιδιοποίησή του, το πόρισμα δε αυτό ουδόλως κλονίστηκε από την προσαγόμενη και επικαλούμενη από τον κατ/νο μήνυση, στην οποία υποδεικνύεται κάποιο άτομο ως υπαίτιο της κλοπής, η οποία κατατέθηκε τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, ήτοι σημαντικό χρονικό διάστημα μετά από την "καταγγελθείσα" από τον κατ/νο κλοπή, έτι δε περαιτέρω, μέχρι της στιγμής της δίκης, δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον ουδενός για την κατηγορία αυτή. Κατ' ακολουθία αυτών, το δικαστήριο, κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των στοιχείων της υποθέσεως προέβη στην αθώωση του κατ/νου, ο οποίος έπρεπε να κριθεί ένοχος των πράξεων που κατηγορείτο, της πρώτης δε εξ αυτών, με την αναγνώριση του ελαφρυντικού των μη ταπεινών αιτίων".
Η έφεση αυτή του Εισαγγελέα, όπως έχει, κατά τα ανωτέρω, περιέχει την απαιτούμενη, κατά τα προεκτεθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτεί ο νόμος, αφού εκτίθενται σ' αυτήν οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της αθωωτικής απόφασης, περί την εκτίμηση των αποδείξεων.
Συνεπώς, ο, κατά τα άνω, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στ Η Κ.Π.Δ., τρίτος λόγος αναίρεσης, με το οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν και τα ακόλουθα: Από προφανή παραδρομή, η οποία δεν πλήττει κανένα δικαίωμα του κατηγορουμένου, γίνεται αναφορά στα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση "για έφεση του κατηγορουμένου" αντί του "Εισαγγελέως" και αυτό ενισχύεται από τη διατύπωση του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης, όπου γίνεται ρητή αναφορά στην υπ' αρ. 226/2005 έφεση του Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κορίνθου, η οποία έγινε τυπικά δεκτή.

ΙΙΙ. Επειδή, κατά το άρθρο 364 Κ.Π.Δ., έγγραφα, τα οποία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, αν προηγουμένως δεν αναγνωσθούν στο ακροατήριο, με ποινή απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, η οποία συνεπάγεται την αναίρεση της απόφασης (αρ. 17) παρ. 1δ και 510 παρ. 1 Α Κ.Π.Δ.), θεωρούνται μόνον εκείνα, που αναφέρονται στην ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου, η μη ανάγνωση δε της έκθεσης έφεσης του κατηγορουμένου ή του εισαγγελέως, δεν δημιουργεί ακυρότητα, διότι πρόκειται περί διαδικαστικών εγγράφων, τα οποία δεν αναφέρονται στην ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου.
Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της ένδικης αναίρεσης, ο εκ του άρ. 510 παρ. 1 Α Κ.Π.Δ. με τον οποίο προβάλλεται ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της μη αναγνώσεως της έφεσης του Εισαγγελέως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, σημειουμένου και του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η υπ' αριθ. 226/2.12.2005 έφεση του Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κορίνθου, αναπτύχθηκε προφορικά στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη, από την Αντεισαγγελέα Εφετών, που συμμετείχε στην σύνθεση του ως άνω Δικαστηρίου.
ΙV. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 59 Κ.Π.Δ., όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση, για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, η πρώτη αναβάλλεται ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη. Από αυτήν, σαφώς προκύπτει ότι για να τύχει εφαρμογής η περί αναβολής της δίκης διάταξη του ως άνω άρθρου, απαιτούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Υπαρξη δύο ποινικών δικών, ήτοι αυτής που αφορά το προδικαστικό ζήτημα και αυτής που αφορά την κυρία δίκη, β) εκκρεμότητα των δικών αυτών. Εκκρεμότητα δεν δημιουργεί μόνη η υποβολή εγκλήσεως, αλλά απαιτείται και η άσκηση ποινικής δίωξης και γ) εξάρτηση μεταξύ αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της ένδικης αναίρεσης, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι είχε υποβάλει μήνυση κατά του A, για κλοπή του ποσού των 8.000.000 δραχμών, που αυτός (αναιρεσείων) φέρεται ότι ο ίδιος υπεξαίρεσε από τον Αγροτικό Συνεταιρισμό ... και ότι σχηματίσθηκε ποινική δικογραφία με αριθμό ΑΒΜ Α05/99 88α, επί της οποίας διενεργείται προκαταρκτική εξέταση και επομένως το Εφετείο Ναυπλίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη, θα έπρεπε κατ' άρθρον 59 του Κ.Π.Δ., να αναβάλει την εκδίκαση της σε βάρος του κατηγορίας, έως ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της εκ μέρους του υποβληθείσας, κατά του ανωτέρω, μήνυσης και έτσι κατέστησε την απόφασή του αναιρετέα, κατ' άρθρον 510 παρ. 1 στ. Β και Η Κ.Π.Δ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, επί της μηνύσεώς του διενεργείτο προκαταρκτική εξέταση, χωρίς θα έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και, ως εκ τούτου, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου δεν είχε υποχρέωση, συνεπεία της ως άνω ελλείψεως, να αναβάλει την εκδίκαση της σε βάρος του κατηγορίας, σημειουμένου και του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, δεν υποβλήθηκε και σχετικό αίτημα αναβολής από την πλευρά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, προκειμένου να αποφανθεί επ' αυτού το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντα ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. 6/2007 αίτηση του X, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αρ. 517/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή