Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Μητροπολίτης.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Υπάλληλος είναι και ο Μητροπολίτης. Παθών νομικό πρόσωπο Μονής στο οποίο ανήκαν τα υπεξαιρεθέντα de facto άσκηση πράξεων διοίκησης της Μητρόπολης από μη ενθρονισθέντα ακόμη Μητροπολίτη. Θεωρείται ότι είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου της Μητρόπολης. Απόλυτη ακυρότητα, λόγω παράστασης πολιτικής αγωγής, υπέρβαση εξουσίας, ακυρότητα από λήψη υπόψη εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την απόρριψη αυτοτελών αιτημάτων του κατηγορουμένου. Απόρριψη όλων των λόγων της αναίρεσης.
Αριθμός 778/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..... και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, για αναίρεση της με αριθμό 477Α,1099,1656Α,1771/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Αγίου Εφραίμ Όρους Αμμώμων Αττικής, που εκπροσωπείται νόμιμα και εδρεύει στη Νέα Μάκρη Αττικής και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεμιστοκλή Σοφό.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 24 Ιουνίου 2008 και 6 Οκτωβρίου 2008, δύο (2) τον αριθμό, αιτήσεις του, καθώς και στο από 30 Δεκεμβρίου 2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1709/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι από 24-6-2008 και 6-10-2008 (συμπληρωματική της πρώτης) δύο αιτήσεις, για αναίρεση της με αριθμό 477Α, 1099, 1656Α, 1771/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και οι από 30-12-2008 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ των συνάφειας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠΔ, ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της κατά το άρθρο 68 ΚΠΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 63 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, η πολιτική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό Δικαστήριο από τα πρόσωπο που έχουν το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, κατά δε το άρθρο 68 παρ. 2 ΚΠΔ, εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης, μπορεί να υποβάλλει την απαίτησή του στο ποινικό Δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Έτσι, το δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν και το Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστησαν από την άδικη πράξη που τελέστηκε εις βάρος τους και η οποία ηθική βλάβη έχει αντίκτυπο στην πίστη, στο κύρος και στη φήμη τους έναντι των τρίτων. Ειδικότερα, από το έγκλημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 258 ΠΚ, άμεσα ζημιούμενος από την παραπάνω πράξη και δικαιούμενος να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, είναι ο κύριος του υπεξαιρεθέντος πράγματος. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.ΑΚ προκύπτει, ότι ο υπαγόμενος στις διατάξεις των άρθρων αυτών δημόσιος υπάλληλος και ο υπάλληλος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις του, που προήλθαν από δόλο ή βαρεία αμέλεια του και έγιναν κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ' αυτόν δημοσίας εξουσίας, αλλ' υπέχει ευθύνη μόνο έναντι του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου για την αποζημίωση, την οποία κατά το άρθρο 105 εδ. α' του Εισ.Ν.Α.Κ. κατέβαλε ή υποχρεούται να καταβάλει το τελευταίο στον αμέσως από το αδίκημα παθόντα για αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας ή για χρηματική του ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Εξάλλου, με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 64 του ΚΠΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 3 § 1 του ν. 2145/1993, ορίζεται ότι, με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 89 § 1, όταν από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο, ο, κατά το άρθρο 63, νομιμοποιούμενος σε άσκηση πολιτικής αγωγής μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο. Η σχετική δήλωση μπορεί να γίνει τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 84, πρέπει δε να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως, δηλαδή, αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Στη δήλωση του εκπροσώπου του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, όταν το τελευταίο παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον ανωτέρω αντίκτυπο. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Η δήλωση δε παραστάσεως πολιτικής αγωγής, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Τέλος, οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη που αναφέρεται στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την με αριθμό 2104/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και τα ενσωματωμένα σ' αυτήν πρακτικά, η Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Αγίου Εφραίμ, που βρίσκεται επί του Όρους Αμμώμων Αττικής, η οποία είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (άρθρο 1 παρ.4 του ν. 590/1977) δήλωσε προφορικώς, δια της ηγουμένης Μοναχής Ψ1 ως εκπροσώπου αυτής, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για χρηματική ικανοποίηση ποσού πέντε (5) ευρώ, λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας του αδικήματος της υπεξαίρεσης του χρηματικού ποσού ανήκοντος στην κυριότητα της Μονής, που υπεξαίρεσε ο κατηγορούμενος με αποτέλεσμα να υποστεί μείωση η φήμη, η πίστη και το κύρος της Μονής. Κατά της παραστάσεως αυτής ο κατηγορούμενος πρόβαλλε αντιρρήσεις και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την παράσταση της πολιτικής αγωγής μόνο για την υποστήριξη της κατηγορίας, απέρριψε δε, κατά τα λοιπά, τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπου ήχθη κατόπιν εφέσεως του κατηγορουμένου, αλλά και της πολιτικώς ενάγουσας, κατά το μέρος της απόφασης με το οποίο απορρίφθηκε το αίτημα της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ' αυτή πρακτικά, εμφανίσθηκαν οι δικηγόροι Διονύσιος Πελέκης και Θεμιστοκλής Σοφός και δήλωσαν ότι ενεργούν ως ειδικοί πληρεξούσιοι της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Αγίου Εφραίμ Νέας Μάκρης, νομίμως εκπροσωπουμένης από την Καθηγουμένη Ψ1 δυνάμει της από 24-5-2007 εξουσιοδότησης, νομίμως εξουσιοδοτημένης προς τούτο δυνάμει του υπ' αριθμ. 13/2-6-2004 πρακτικού του Ηγουμενοσυμβουλίου και ακόμη ότι η ανωτέρω Μονή παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα κατά του κατηγορουμένου και ζητεί από αυτόν χρηματική ικανοποίηση πέντε (5) ευρώ, λόγω ηθικής βλάβης που της προκάλεσε η κρινόμενη πράξη. Ο κατηγορούμενος ζήτησε την απόρριψη της έφεσης της πολιτικώς ενάγουσας και την αποβολή της πολιτικής αγωγής από τη διαδικασία, γιατί, όπως ισχυρίστηκε, η άσκηση της τελευταίας δεν επιτρέπεται στην προκειμένη περίπτωση. Το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, απέρριψε την έφεση της εκκαλούσας και δέχθηκε την παράσταση της για την υποστήριξη και μόνο της κατηγορίας, με την ειδικότερη αιτιολογία, ότι η Ιερά Μονή του Οσίου Εφραίμ νομιμοποιείται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο, με την επίκληση, ότι ζημιώθηκε αμέσως από την εκ δόλου τελεσθείσα πράξη του κατηγορουμένου (υπεξαίρεση χρημάτων), κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως δημοσίου υπαλλήλου (Μητροπολίτη Αττικής). Η δήλωση αυτή του παθόντος ΝΠΔΔ είναι νόμιμη, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη. Ο αναιρεσείων με το μοναδικό λόγο του κυρίου δικογράφου της από 24-6-2008 αιτήσεως αναιρέσεως και τον πρώτο των προσθέτων λόγων προβάλλει την αιτίαση, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, από την παράσταση της πολιτικής αγωγής, γιατί την πράξη της υπεξαιρέσεως που του αποδίδεται τέλεσε ως Εκκλησιαστική Αρχή της Επαρχίας του και συνεπώς για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη η ενάγουσα, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 105 και 106 Εισ. Ν. ΑΚ., σύμφωνα με τις οποίες, παραλλήλως με την ευθύνη του νομικού προσώπου της Ιεράς Μητροπόλεως αυτού, ευθύνεται εις ολόκληρον και ο υπαίτιος Μητροπολίτης, με αποτέλεσμα η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημιάς ή της ηθικής βλάβης να μην περιορίζεται αποκλειστικά στον αστικώς υπεύθυνο, οπότε δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 64 ΚΠΔ και η παράσταση της πολιτικής αγωγής για την υποστήριξη και μόνο της κατηγορίας να μην είναι νόμιμη. Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, και τούτο γιατί, εφόσον ισχύουν όσα επικαλείται ο αναιρεσείων, στην περίπτωση αυτή η πολιτικώς ενάγουσα μπορεί να παρασταθεί στο δικαστήριο και να ζητήσει από τον κατηγορούμενο και την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, αφού αυτός ευθύνεται εις ολόκληρον με την Μητρόπολη, κατ' ακολουθίαν δε και για την υποστήριξη και μόνο της κατηγορίας. Αλλά και η αιτίαση, ότι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, από το γεγονός ότι η πολιτική αγωγή ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν εκπροσωπούσε νομίμως την Ιερά Μονή, αφού η απόφαση του Ηγουμενοσυμβουλίου με βάση την οποία τούτο διορίσθηκε και με την οποία αποφασίστηκε η άσκησή της δεν λήφθηκε νομίμως, για τους λόγους που λεπτομερώς εκθέτει ο αναιρεσείων, είναι απαράδεκτη, αφού η επικαλούμενη πλημμέλεια δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως της πολιτικής αγωγής και τούτο γιατί αναφέρεται στην ενώπιον του παραπάνω δικαστηρίου, 1) παράσταση και εκπροσώπηση της πολιτικώς ενάγουσας η οποία δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα και 2) στην άσκηση της πολιτικής αγωγής, δίχως την τήρηση της επικαλουμένης προδικασίας, η οποία είναι αναγκαία, πάντοτε, όταν ασκείται αγωγή ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων, ενώπιον δε των ποινικών μόνον όταν έχει αίτημα την αποκατάσταση της θετικής ή αποθετικής ζημίας. Αντίθετα, όταν η πολιτική αγωγή ασκείται ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου και αφορά μόνο τη χρηματική ικανοποίηση, η έλλειψη της τήρησης της προδικασίας αυτής ή η τυχόν ακυρότητα της δεν επάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος. Επομένως, οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ παραπάνω λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Οι διατάξεις των αρθ.93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά το άρθ.2 παρ.5 του Ν.2408/1996, επιβάλλουν την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε όλες χωρίς εξαίρεση τις δικαστικές αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Επομένως η αιτιολογία αυτή η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στ. Δ' του ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, απαιτείται και στην παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία το δικαστήριο απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για την κλήτευση και στο ακροατήριο εξέταση μάρτυρα και την αποβολή της πολιτικής αγωγής, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι τα αιτήματα αυτά υποβλήθηκαν παραδεκτά. Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από αυτή προκύπτει, απέρριψε το αίτημα του κατηγορουμένου που υποβλήθηκε δια των συνηγόρων του για την αποβολή της πολιτικής αγωγής και την αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης, προκειμένου 1) να κλητευθεί και προσέλθει στο ακροατήριο ο μάρτυρας Μ1 ο οποίος, αν και κλητεύθηκε για να εξετασθεί ως μάρτυρας, όμως δεν εμφανίστηκε και 2) να αρθεί το τραπεζικό απόρρητο των Μοναχών της Μονής Εφραίμ, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή μη τραπεζικών καταθέσεων των προσώπων αυτών και να ζητηθεί από την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών έγγραφο από το οποίο να προκύπτει αν η Μονή τηρούσε και άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς. Για την απόρριψη όμως των αιτημάτων αυτών το Εφετείο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δίχως να περιέχονται σ' αυτή ασάφειες και αντιφάσεις. Ο αναιρεσείων με ειδική αιτίαση την οποία προβάλλει επικαλείται ότι το Δικαστήριο υπέπεσε στην παραπάνω πλημμέλεια του άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, αφού, 1) ως προς την αποβολή της πολιτικής αγωγής, δεν προκύπτει ότι έλαβε υπόψη του την 46/24-5-2007 εξουσιοδότηση και την 24/4-6-2007 πράξη της Ιεράς Μονής και 2) ως προς το αίτημα της αναβολής δεν αναφέρονται στην απόφαση τα αποδεικτικά μέσα στα οποία στήριξε την κρίση του. Η αιτίαση όμως αυτή είναι αβάσιμη διότι 1) όπως προαναφέρθηκε, οι ελλείψεις που αφορούν την εκπροσώπηση της πολιτικώς ενάγουσας και την τυχόν ακυρότητα του πρακτικού, ως πράξεως προδικασίας για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, δεν έχουν ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της διαδικασίας, για το λόγο δε αυτό το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει, ειδικότερα, την κρίση του αυτή και να συνεκτιμήσει το περιεχόμενο των παραπάνω εγγράφων και 2)στην απόφαση αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του (από 22-1-2008 επιστολή του μάρτυρος, η ένορκη κατάθεσή του, η οποία αναφέρει και την ηλικία του, άγοντος το 86ο έτος, η οποία λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε για την απόρριψη του σχετικού αιτήματος), δεν επικαλείται δε ο αναιρεσείων ότι εκτός από τα παραπάνω υπήρχαν και άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, για τη διαμόρφωση της κρίσης του και ως προς τα δύο αιτήματα της αναβολής. Επομένως, απορρίπτοντας τα παραπάνω αιτήματα και εκδικάζοντας στην ουσία της την υπόθεση, το Δικαστήριο δεν υπέπεσε στις από το άρθρο 510 παρ.1 στ. Δ' και Η' του ΚΠΔ πλημμέλειες (έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπέρβασης εξουσίας) και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. H ακυρότητα αυτή δεν επέρχεται αν το περιεχόμενο του εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, ή από άλλα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου κλπ) και το παραπάνω έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο δεν ήταν αναγκαίο για τη διαμόρφωση της κρίσης του και αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της απόφασης, χωρίς να έχει ληφθεί αμέσως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, σε σχέση με τη συνδρομή περιστατικών που συγκροτούν το αίτημα που απορρίφθηκε ή την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ., πρώτο με στοιχείο δ' και τρίτο (ΙΙΙ) λόγους του δικογράφου των προσθέτων, επικαλείται πλημμέλεια 1) της παρεμπίπτουσας απόφασης, που αναφέρεται στην απόρριψη του αιτήματος του για την αποβολή της πολιτικής αγωγής, συνισταμένη στο ότι, προκειμένου να καταλήξει στην απόρριψή του, έλαβε υπόψη του, δίχως προηγουμένως να αναγνωσθούν και να προκύπτει το περιεχόμενο τους από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία νομίμως λήφθηκαν υπόψη, δέκα έγγραφα, τα οποία προσδιορίζει ειδικότερα, με αποτέλεσμα να προκληθεί η παραπάνω απόλυτη ακυρότητα και 2)της περί ενοχής απόφασης, συνισταμένης στο ότι προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του έλαβε υπόψη του α) το από 19-10-1995 έγγραφο του προς το ηγουμενοσυμβούλιο και β) το από 23-11-1995 έγγραφο του προς την Μονή του οσίου Εφραίμ, δίχως αυτά να αναγνωσθούν. Οι αιτιάσεις όμως αυτές είναι αβάσιμες διότι: Κατά το μέρος που αναφέρονται 1) στην παρεμπίπτουσα απόφαση, όπως προαναφέρθηκε, οι ελλείψεις που επικαλείται ο αναιρεσείων και εξαιτίας των οποίων ζήτησε την αποβολή της πολιτικής αγωγής(έλλειψη εξουσίας εκπροσωπήσεως και άσκηση πολιτικής αγωγής δίχως την προηγούμενη νόμιμη απόφαση του Ηγουμενοσυμβουλίου), δεν είχαν ως αποτέλεσμα την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει, ειδικά, την παρεμπίπτουσα απόφαση του και ως προς αυτές, εκ περισσού δε το έπραξε και για το λόγο αυτό, με τη συνεκτίμηση του περιεχομένου των ως άνω εγγράφων, δεν προκλήθηκε ακυρότητα, 2) στην καταδικαστική απόφαση, όπως προκύπτει από το σύνολο του σκεπτικού της απόφασης, τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στα έγγραφα αυτά και που δέχθηκε το Δικαστήριο από τη συνεκτίμηση των παραπάνω εγγράφων και ειδικότερα ότι "Μέχρι του διορισμού του κατηγορουμένου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τη διοίκηση της Μητρόπολης Αττικής ασκούσε ο ορισθείς τοποτηρητής (Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ) όμως de facto και παράλληλα με τον τοποτηρητή ασκούσε τα ως άνω καθήκοντα και ο κατηγορούμενος" προκύπτουν αναμφισβήτητα και από άλλα στοιχεία, που παραδεκτά, και μετά από συνεκτίμησή τους έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, (μάρτυρες που εξετάστηκαν και έγγραφα που αναγνώστηκαν μεταξύ των οποίων και το παρακάτω με στοιχ. β' έγγραφο), αφού, όπως προκύπτει από το ίδιο σκεπτικό, στη συνέχεια της παραδοχής αυτής, διαλαμβάνεται η φράση "όπως αυτό προκύπτει από τα, ενδεικτικώς, παρακάτω αναφερόμενα έγγραφα, α) το από 19/10/1995 έγγραφο του προς το ηγουμενοσυμβούλιο με το οποίο το τελευταίο εντέλλεται να συντάσσει και να υποβάλλει για κάθε έργο μελέτη β)το με αριθμ. πρωτ. .... έγγραφο του προς το ηγουμενοσυμβούλιο, με το οποίο εντέλλεται την εγκατάσταση του εργολάβου ...., στο έργο της λιθεπένδυσης του κωδωνοστασίου της Μονής και γ)το από 23-11-1995 έγγραφο του προς τη Μονή του οσίου Εφραίμ με το οποίο ζητεί να παρασχεθούν διευκολύνσεις σε τηλεοπτικό συνεργείο προκειμένου να γίνει κινηματογράφηση ντοκυμαντέρ". Επομένως, οι προαναφερόμενοι λόγοι της αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Kατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ' και ήδη, μετά το άρθρο 50 παρ. 4 του Ν. 3160/2003, στοιχ. Η' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της καταδικαστικής απόφασης δημιουργεί και η υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους του εκδόσαντος αυτήν δικαστηρίου, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο άσκησε εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόμο, αυτό δε συμβαίνει και όταν το επί της έφεσης του καταδικασθέντος δικάσαν δικαστήριο χειροτέρευσε, παρά την απαγόρευση του άρθρου 470 του ΚΠΔ, τη θέση του καταδικασθέντος. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πρώτο της από 6.10.2008 αιτήσεως λόγο της αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, προβάλλει τις παρακάτω αιτιάσεις κατά τις οποίες το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υπέπεσε στην παραπάνω πλημμέλεια και ειδικότερα ότι: 1) αν και με την πρωτόδικη απόφαση κηρύχθηκε ένοχος του ότι κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι το Φεβρουάριο 1996 παρέλαβε, μέσω του απ' αυτόν εντεταλμένου πρωτοπρεσβυτέρου Π1, το ποσό των 500.000 δρχ. ανά εικοσαήμερο δηλαδή, συνολικά, το ποσό των 9.000.000 δρχ., το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι το έτος 1995 παρέλαβε μέσω του παραπάνω προσώπου το ποσό των 500.000 δρχ. ανά δεκαπενθήμερο και τον κήρυξε ένοχο για το ποσό των 12.000.000 δρχ, 2) αν και πρωτοδίκως είχε καταδικασθεί για το ότι είχε λάβει στην κατοχή του, δια του Π1, ανά εικοσαήμερο, 500.000 δρχ. για το διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και το Φεβρουάριο 1996, το Εφετείο δεν αποφάνθηκε αν για το διάστημα Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 1996 ελάμβανε ή όχι χρήματα δια του παραπάνω προσώπου και 3) αν και πρωτοδίκως καταδικάστηκε για το ότι δια του Π1 ελάμβανε χρήματα και για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 1996 και ότι έλαβε, συνολικά, δια του προσώπου αυτού το ποσό των 15.500.000 δρχ. το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών τον κήρυξε ένοχο του ότι έλαβε, δια του προσώπου αυτού, το ποσό των 17.000.000 δρχ., με αποτέλεσμα να καταστήσει τη θέση του χειρότερη και να υπερβεί την εξουσία του θετικά και αρνητικά. Από την επισκόπηση της απόφασης του πρωτοβάθμιου και του εκδόσαντος την προσβαλλομένη απόφαση Δικαστηρίου προκύπτει, ότι με την πρώτη ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος του ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998, ιδιοποιήθηκε παράνομα, συνολικά, το ποσό των 66.500.000 και ειδικότερα το ποσό των 51.000.000 δραχμών το οποίο παρέλαβε ο ίδιος από την ηγουμένη Η1 και το ποσό των 15.500.000 δρχ το οποίο παρέλαβε, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Ιανουαρίου 1995 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 1996, "μέσω του απ' αυτόν εντεταλμένου πρωτοπρεσβύτερου Π1... και δή το ποσό των 500.000 δρχ. ανά εικοσαήμερο και το ποσό των 5.000.000 δρχ. σε άγνωστη ακριβή ημερομηνία, πάντως μέσα στο θέρος του έτους 1995" και με τη δεύτερη κηρύχθηκε αθώος για ποσό 10.500.000 δρχ., που έλαβε από την ηγουμένη το έτος 1995 και ένοχος του ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998 ιδιοποιήθηκε παράνομα, το ποσό των 56.000.000 δρχ. συνολικά, στο οποίο, να σημειωθεί, δεν περιλαμβάνεται εκείνο για το οποίο αθωώθηκε και ειδικότερα το ποσό των 39.000.000 δρχ. που έλαβε ο ίδιος από την ηγουμένη Η1 και το ποσό των 17.000.000 δρχ. το οποίο παρέλαβε το έτος 1995 από την ίδια Ηγουμένη, "μέσω του απ' αυτόν εντεταλμένου πρωτοπρεσβύτερου Π1 και δη το ποσό των 500.000 δρχ. ανά δεκαπενθήμερο και το ποσό των 5.000.000 δρχ. σε μη επακριβώς προκύψασα ημερομηνία, πάντως μέσα στο θέρος του έτους 1995". Σύμφωνα με τα ανωτέρω, με την προσβαλλομένη απόφαση ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για υπεξαίρεση που τέλεσε σε βάρος της Μονής ποσού μικρότερου κατά 10.500.000 δρχ. εκείνου για το οποίο καταδικάστηκε πρωτοδίκως και το οποίο αφορά όλο το χρονικό διάστημα στο οποίο, κατ' εξακολούθηση, τελέστηκε η πράξη της υπεξαιρέσεως και συνεπώς δεν επήλθε χειροτέρευση της θέσης του. Επομένως το Εφετείο, με το να καθορίσει, ειδικότερα, κατά ένα μέρος, τον τρόπο και το χρόνο, κατά τον οποίο ο αναιρεσείων έλαβε στην κατοχή του τα επί μέρους ποσά και να δεχθεί ότι, κατά το έτος 1995, το συνολικό ποσό που έλαβε στην κατοχή του υπερβαίνει το αντίστοιχο που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και αναφέρεται στο χρονικό διάστημα από 1-1-1995 μέχρι και Φεβρουάριο του 1996, κατά 1.500.000 (12μην.χ 2δεκαπενθ.χ500.000= 12.000.000 + 5.000.000= 17.000.000- 15.500.000 δρχ. στο οποίο για το ίδιο χρονικό διάστημα το προσδιόρισε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο), δεν υπερέβη την εξουσία του θετικά ή αρνητικά, ενόψει και του ότι, 1) όπως προαναφέρθηκε, ο κατηγορούμενος με την προσβαλλομένη απόφαση αθωώθηκε για το παραπάνω επί πλέον ποσό, που έλαβε ο ίδιος από την ίδια την ηγουμένη για λογαριασμό της Μονής, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και 2) ο διαφορετικός προσδιορισμός των επί μέρους ποσών, που δόθηκαν όλα για λογαριασμό της Μονής, ο χρόνος και ο τρόπος(από την ίδια την Ηγουμένη ή δια του παραπάνω προσώπου) παραδόσεως των στον αναιρεσείοντα δεν επιδρούν στη συγκεκριμένη περίπτωση στο χαρακτηρισμό της συγκεκριμένης πράξεως ή την παραγραφή της. Επομένως ο προαναφερόμενος λόγος της αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 περ. α' ΠΚ, υπάλληλος, ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον, έξι μηνών. Από την εν λόγω διάταξη, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 υπεξαίρεσης με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α' του ίδιου Κώδικα, την οποία έχει και ο Μητροπολίτης, αφού αυτός υπηρετεί στη Μητρόπολη η οποία είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν.590/1977 "περί καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος", γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι' αυτό. Ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και η θέληση του να τα ιδιοποιηθεί παράνομα δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 § 1 του Ν. 1608/1950, περί αυξήσεως των προβλεπομένων για τους καταχραστές του Δημοσίου ποινών, όπως ισχύει(μετά την αντικ. του από το άρθρο 36 παρ. 1 του ν.2172/1993 και το εις αυτό αναφερόμενο ποσό αυξήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 3 του ν.2408/1996), στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και το 258, για την υπεξαίρεση στην υπηρεσία, "εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263α ΠΚ και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης, ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα παραπάνω νομικά πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως και αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως". Κατά δε το άρθρο 16 § 2 του ν.δ. 2576/1953 "οσάκις εις τας περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθησιν δια πολλών μερικοτέρων πράξεων, δια τον κατά το αυτό άρθρον προσδιορισμόν του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, ως επίσης δια τον προσδιορισμόν του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπ' όψιν το όλον περιεχόμενον των μερικοτέρων πράξεων". Οι Ορθόδοξες Ιερές Μονές της Ελλάδος είναι αυτοδιοικούμενα και αυτοδιαχειριζόμενα Καθιδρύματα και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου(άρθρο 1 παρ. 4 του ν 590/1977 και άρθρο 2 παρ.β' του Κανονισμού 39/1972 περί Ιερών Μονών), ο επιχώριος δε Μητροπολίτης ασκεί πνευματική εποπτεία κα έχει τη μέριμνα για τη σύμφωνη με τους Ιερούς Κανόνες λειτουργία της μονής και τον έλεγχο της νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης αυτής(άρθρο 39 παρ. 2και 6 του ν.590/1977). Κατά το άρθρο 98 ΠΚ, αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 § 1, να επιβάλει μία μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, το οποίο απαρτίζεται από περισσότερες, χρονικώς διακεκριμένες μεταξύ τους, μερικότερες πράξεις, οι οποίες έχουν τελεσθεί από το ίδιο πρόσωπο στον ίδιο ή διαφόρους τόπους, προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό, κάθε μία απ' αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται μεταξύ τους με την ταυτότητα της, προς τέλεσή τους, αποφάσεως και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Στην περίπτωση του εξακολουθούντος εγκλήματος, ειδικότερα, υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όταν δεν εξειδικεύονται οι μερικότερες πράξεις και δεν αναφέρεται ο χρόνος τελέσεως κάθε μιάς απ' αυτές ή το χρονικό διάστημα εντός του οποίου έλαβαν χώρα. Τέλος, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια, από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, στη διάταξη την οποία εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίασή της γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 447Α, 1099, 1656Α, 1771/2008 απόφαση του το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, δέχθηκε ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων τα οποία κατ' είδος μνημονεύει, ότι ως προς την πράξη της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, αποδείχθηκαν, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Η Ιερά Μονή Ευαγγελισμούτης Θεοτόκου και Οσίου Εφραίμ, που βρίσκεται επί του όρους των Αμώμων της Νέας Μάκρης Αττικής, ιδρύθηκε στις 27/2/1954 από την ηγουμένη Η1 η οποία εκοιμήθη στις 23/4/1999 και σ'αυτή εγκαταβιούσαν έξι (6) μεγαλόσχημες μοναχές, οι οποίες κατά το διάστημα των ετών 1995-23/4/1999 ήσαν, κατά το μοναχολόγιο της μονής, εκτός από την ηγουμένη, οι μοναχές Ψ1 (κατά κόσμο .....), Ψ2, Ψ3, Ψ4 και Ψ5. Εκτός των ως άνω μεγαλόσχημων μοναχών στην ως άνω μονή ήσαν και τρεις δόκιμες μοναχές στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ν1, η οποία εκάρη μοναχή στις 29/1/-2003 και ονομάσθηκε Ν1. Η ηγουμένη Η1 κατάφερε να αναστηλώσει και να ανοικοδομήσει την ως άνω μονή, συνεπικουρούμενη από τις λοιπές μοναχές, αν και η μονή δεν είχε οικονομικούς πόρους και τα έσοδα της ήταν πενιχρά. Η αφοσίωση στην θρησκευτική τους αποστολή και η εργώδης προσπάθεια κυρίως της ηγουμένης Η1 για τη διάδοση των θαυμάτων του οσίου Εφραίμ, σε συνδυασμό με την προβολή της μονής από τα Μ.Μ.Ε., κατέστησαν τη μονή του οσίου Εφραίμ από τις πλέον γνωστές στην Ελλάδα και από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισε να αυξάνεται ο αριθμός των πιστών που επισκέπτονταν τη μονή για να προσκυνήσουν, με αποτέλεσμα τη σταδιακή (από το έτος 1995 κι εντεύθεν) βελτίωση των οικονομικών της, κυρίως από την κηροπωλησία. Η έλευση, λοιπόν, του κατηγορουμένου Χ1 ως επιχώριου Μητροπολίτη (Αττικής, στην Μητρόπολη της οποίας υπάγεται και η μονή του οσίου Εφραίμ), ο οποίος εξελέγη με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της 24/5/1994 (με μετάθεση από τη Μητρόπολη Ζακύνθου), ενθρονίσθηκε στις 6/7/1995, αλλά ο διορισμός του δημοσιεύθηκε στις 11/7/1996 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 114), λόγω ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά της εκλογής του εκ μέρους του πρώην Μητροπολίτη Αττικής ....., η οποία και απορρίφθηκε, συνέπεσε με την άνθηση των οικονομικών της ως άνω μονής. Μέχρι τη δημοσίευση του διορισμού του κατηγορουμένου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τη διοίκηση της Μητρόπολης Αττικής ασκούσε ο ορισθείς τοποτηρητής (ο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ), όμως de facto και παράλληλα με τον τοποτηρητή ασκούσε τα ως άνω καθήκοντα και ο κατηγορούμενος, όπως αυτό προκύπτει από τα, ενδεικτικώς, παρακάτω αναφερόμενα έγγραφα, α) το από 19/10/1995 έγγραφο του προς το ηγουμενοσυμβούλιο με το οποίο το τελευταίο εντέλλεται να συντάσσει και να υποβάλλει για κάθε έργο μελέτη, β) το με αριθμ. πρωτ. 1996/25/6/1996 έγγραφο του προς το ηγουμενοσυμβούλιο, με το οποίο το τελευταίο εντέλλεται την εγκατάσταση του εργολάβου ..., στο έργο της λιθεπένδυσης του κωδωνοστασίου της μονής και γ) το από 23/11/1995 έγγραφό του προς τη μονή του οσίου Εφραίμ με το οποίο ζητεί να παρασχεθούν διευκολύνσεις σε τηλεοπτικό συνεργείο προκειμένου να γίνει κινηματογράφηση ντοκιμαντέρ. Η ηγουμένη Η1 είχε ως σκοπό ζωής την Αγιοκατάταξη του οσίου Εφραίμ, για την οποία απαιτείτο θετική εισήγηση του κατηγορουμένου στην Ιερά Σύνοδο, ως επιχώριου Μητροπολίτη, απόφαση της Ιεράς Συνόδου και επικύρωση αυτής της απόφασης από τον Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος τη σφοδρή επιθυμία της ηγουμένης για Αγιοκατάταξη του οσίου Εφραίμ, τη δύναμη επιβολής που λόγω θρησκευτικού αξιώματος αλλά και προσωπικότητας είχε έναντι των σχεδόν αγράμματων και ηλικιωμένων μοναχών [ η ηγουμένη Η1 και οι μοναχές Ψ2 και Ψ1 το έτος 1995 διήνυαν το 83°, 83° και 77° έτος της ηλικίας τους αντίστοιχα, ενώ όλες οι μοναχές είχαν γνώσεις Δημοτικού και μόνον η δόκιμη μοναχή Ν1 είχε γνώσεις πανεπιστημιακού επιπέδου], καθώς και την από τους θρησκευτικούς κανόνες οφειλόμενη (και επιδεικνυόμενη από τις μοναχές) υπακοή προς τον επιχώριο Μητροπολίτη, άρχισε να ζητεί από την ηγουμένη διάφορα χρηματικά ποσά, επικαλούμενος, είτε τις ανάγκες της Μητρόπολης Αττικής, είτε την προώθηση του ζητήματος της Αγιοκατάταξης του οσίου Εφραίμ, είτε το ποιμαντικό έργο της Μητρόπολης, τα οποία και ελάμβανε, χωρίς νόμιμο δικαίωμα και χωρίς την τήρηση των νόμιμων διαδικασιών εκ μέρους των οργάνων διοίκησης της μονής του οσίου Εφραίμ. Συγκεκριμένα, οι διαθέσεις του κατηγορουμένου έναντι της ως άνω μονής άρχισαν να διαφαίνονται από τις αρχές της ανάληψης (de facto) των καθηκόντων του, όταν ζήτησε και έλαβε από την ηγουμένη της άνω μονής το ποσό των 1.500.000 δραχμών, προς κάλυψη των αναγκών επίπλωσης της Μητρόπολης και των δικαστικών εξόδων της δικαστικής διαμάχης με τον πρώην Αττικής ....., αν και η ανωτέρω Μητρόπολη, είχε την οικονομική δυνατότητα για την κάλυψη των ως άνω δαπανών και ο ίδιος είχε περιουσία υπερβαίνουσα το ποσό των 1.000.000.000 δρχ. από την οποία μπορούσε να δαπανήσει ένα μικρό ποσό για την κάλυψη των αναγκών αυτών, που είχαν κυρίως προσωπικό χαρακτήρα Η καταβολή του ποσού των 1.500.000 δρχ. από την ηγουμένη συνομολογείται από τον κατηγορούμενο, και σ' αυτή αναφέρεται ρητά και ο ιερέας Π1 (εφημέριος του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου Κηφισιάς και γραμματέας του ιδιαίτερου γραφείου του κατηγορουμένου) στην από 20/10/1998 επιστολή του προς εκείνον (κατηγορούμενο). Σ' αυτή αναγράφεται, εκτός των άλλων ότι, "... η Ηγουμένη της Ιεράς Μονής χωρίς ουδεμίαν πίεσιν, αναγνωρίζουσα το εμπερίστατον Υμών και της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, ενεχείρησε εις εμέ κατά καιρούς συνολικόν ποσόν μη υπερβαίνον το 1.500.000 δραχμές, το οποίον εχρησιμοποιήθη δια τον εξοπλισμόν και τη επίπλωσιν του κτιρίου εις το οποίον εφιλοξενούντο το Γραφείον της Ιεράς Μητροπόλεως και το ιδικόν Σας..., καθώς και την κάλυψιν μέρους των δικαστικών εξόδων των προσφυγών εις το Συμβούλιον της Επικρατείας...". Επιπλέον του ποσού των δρχ. 1.500.000 η Μητρόπολη Αττικής έλαβε το έτος 1997 και το ποσό των 1.700.000 δρχ., όπως τούτο προκύπτει από τα σχετικά γραμμάτια είσπραξης [1/11/2/1997 ποσού δρχ. 500.000, 66/15/5/1997 δρχ. 500.000 και 97/1/10/1997 δρχ. 700.000], "για τα ιεραποστολικά έργα της Ι. Μητροπόλεως", όπως αναφέρεται σ' αυτά. Αποδείχθηκε, περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος, εκτός από τα παραπάνω ποσά, έλαβε από την ηγουμένη της μονής του οσίου Εφραίμ, κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/1995 μέχρι και 2/1/1998 το συνολικό ποσό των 56.000.000 δρχ., χωρίς να χορηγεί αποδείξεις, είτε προσωπικά ο ίδιος, είτε δια του ιερέως Π1 εφημέριου ναού της Μητρόπολης Αττικής, στον οποίο είχε αναθέσει την τέλεση του εσπερινού της Κυριακής στο ναό της ως άνω μονής, και ο οποίος ελάμβανε από την ηγουμένη, στο όνομα και για λογαριασμό του κατηγορουμένου διάφορα χρηματικά ποσά όχι μικρότερα των 500.000 δρχ. κάθε φορά. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος ζήτησε και έλαβε από την ηγουμένη Η1 επικαλούμενος κυρίως τις ανάγκες της Μητρόπολης (Αττικής) και την προώθηση της Αγιοκατάταξης του οσίου Εφραίμ, χωρίς να χορηγήσει αποδείξεις κατά την καταβολή αλλ' ούτε και σε μεταγενέστερο χρόνο, τα παρακάτω χρηματικά ποσά : 1) 500.000 δρχ. ανά δεκαπενθήμερο, κατά το διάστημα από 1/1/1995 μέχρι 31/12/1997, ήτοι 12.000.000 δρχ. κατ' έτος και συνολικά 36.000.000 δρχ. [500.000 Χ 2 φορές το μήνα = 1.000.000 δρχ. Χ 36 μήνες = 36.000.000 δρχ.] . Απ' αυτό (το ποσό των 36.000.000 δρχ.) δρχ. 12.000.000 δρχ. έλαβε από την ηγουμένη, κατά το έτος 1995 ο ιερέας Π1, ο οποίος ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό του κατηγορουμένου, και το υπόλοιπο ποσό των 24.000.000 δρχ. το έλαβε ιδιοχείρως ο κατηγορούμενος από την ηγουμένη, κατά τις ανά δεκαπενθήμερο μεταβάσεις του στη μονή του οσίου Εφραίμ, κατά τα έτη 1996 και 1997. 2) Ο ιερέας Π1, έλαβε από την ηγουμένη στο όνομα και για λογαριασμό του κατηγορουμένου, το καλοκαίρι του 1995, σε μη επακριβώς προκύψασα ημερομηνία, και το ποσό των 5.000.000 δρχ. Δηλαδή ο Π1, κατά το έτος 1995, έλαβε στο όνομα και για λογαριασμό του κατηγορουμένου, από την ηγουμένη Η1 το συνολικό ποσό των 17.000.000 δρχ. (12.000.000 + 5.000.000), το οποίο και παρέδωσε στον κατηγορούμενο. 3) Το ποσό των 500.000 δρχ. τρεις φορές κατ' έτος, κατά τα έτη 1995, 1996 και 1997, επιπλέον των ανά δεκαπενθήμερο καταβολών, και ειδικότερα, 500.000 δρχ κατά την Ακολουθία του Μεγάλου Απόδειπνου (τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή), 500.000 δρχ. κατά την Ακολουθία του Νυμφίου (τη Μεγάλη Εβδομάδα) και 500.000 δρχ. κατά το Μεγάλο Ευχέλαιο (τη Μεγάλη Τετάρτη) και συνολικά το ποσό των 4.500.000 δρχ. (500.000 Χ 3 =1.500.000 Χ 3 = 4.500.000). 4) Το ποσό των 1.500.000 δρχ. δύο φορές κατ' έτος, στις 3 Ιανουαρίου και στις 5 Μαΐου κάθε έτους, κατά τα έτη 1995, 1996 και 1997, ημερομηνίες ανεύρεσης των ιερών λειψάνων και της εορτής του οσίου Εφραίμ αντίστοιχα και συνολικά το ποσό των 9.000.000 δρχ. (1.500.000 Χ 2= 3.000.000 Χ 3 έτη = 9.000.000 δρχ.) και 5) το ποσό των 1.500.000 δρχ. στις 2/1/1998, μία ημέρα πριν από το κλείδωμα του παγκαρίου κηροπωλησίας του ναού του οσίου Εφραίμ. Έτσι ο κατηγορούμενος, με τις ως άνω μερικότερες πράξεις του, που εντάσσονται στον ενιαίο δόλο του παρέλαβε από την ηγουμένη, ο ίδιος ή δια του ιερέα Π1, που ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό του πρώτου το συνολικό ποσό των 56.000.000 δρχ. [36.000.000 + 5.000.000 + 9.000.000+ 4.500.000 + 1.500.000], το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία του. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος αρνείται ότι έλαβε το ως άνω ποσό από τη ηγουμένη Η1 δεν το διέθεσε για τις ανάγκες της Μητρόπολης Αττικής, ούτε για την προώθηση του ζητήματος της Αγιοκατάταξης του οσίου Εφραίμ, ούτε για το ποιμαντικό - ιεραποστολικό έργο αυτής, ούτε άλλωστε ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, όπως επίσης δεν ισχυρίζεται ότι το επέστρεψε στην ως άνω μονή ή ότι ο Π1 δεν του παρέδιδε τα ως άνω χρηματικά ποσά που ελάμβανε ο τελευταίος από την ηγουμένη κατά το έτος 1995, στο όνομα και για λογαριασμό του. Ως προς το τελευταίο πρέπει να επισημανθεί, ότι πριν από κάθε μετάβαση του ιερέα Π1 στη μονή του οσίου Εφραίμ, ο κατηγορούμενος τηλεφωνούσε στην ηγουμένη και της έλεγε να "ετοιμάσει" το χρηματικό ποσό που θα ενεχείριζε στον Π1, για λογαριασμό και στο όνομα του κατηγορουμένου, το γεγονός δε αυτό αποκλείει το ενδεχόμενο είτε να μην του παραδόθηκε κάποια φορά από τον Π1, το ακριβές ποσό που είχε λάβει από την ηγουμένη, είτε ο Π1 να ενήργησε, μία ή περισσότερες φορές για δικό του λογαριασμό. Η παράδοση από την ηγουμένη Η1 προς τον κατηγορούμενο του ως άνω ποσού (των 56.000.000 δρχ.) έγινε όχι κατά κυριότητα αλλά κατά κατοχή, λόγω της ιδιότητάς του ως επιχώριου Μητροπολίτη και για την ικανοποίηση των ως άνω αναγκών, πλην όμως αυτός ουδέν ποσόν δαπάνησε για τις ως άνω ανάγκες αλλά ολόκληρο το ενθυλάκωσε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Η ηγουμένη Η1 ουδέποτε εκδήλωσε βούληση να μεταβιβάσει κατά κυριότητα στον κατηγορούμενο το ποσό αυτό και δυσφορούσε όποτε αυτός της ζητούσε να του "ετοιμάσει" πακέτο με χρήματα, όπως δυσφορούσαν και οι λοιπές μοναχές που ελάμβαναν γνώση, με την προετοιμασία συγκέντρωσης των χρημάτων που επρόκειτο κάθε φορά να δώσουν στον κατηγορούμενο, με προεξάρχουσα την μοναχή Ψ3, αλλά υπάκουε (η Η1 ) στον επιχώριο Μητροπολίτη και του κατέβαλε τα χρηματικά ποσά που ζητούσε. Πρέπει να σημειωθεί ότι από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται η υποχρέωση καταβολής οιουδήποτε χρηματικού ποσού από τις μονές προς τις επιχώριες Μητροπόλεις. Ειδικότερα οι μοναστηριακοί ναοί δεν υπάγονται στις διατάξεις του 8/-1978 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, "περί Ιερών Ναών και Ενοριών", και ως εκ τούτου οι επιχώριες Μητροπόλεις δεν δικαιούνται να εισπράττουν οιαδήποτε εισφορά από τους μοναστηριακούς ναούς, σύμφωνα με τον Οργανισμό Διοικήσεως και Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας, όπως αυτό προκύπτει από το 4701/310/31//1/1986 έγγραφο του Οργανισμού αυτού προς το Υπουργείο Οικονομικών. Ο κατηγορούμενος, λοιπόν, δεν είχε δικαίωμα να ζητεί για οποιοδήποτε λόγο χρήματα από τη μονή, ορεγόμενος όμως των εσόδων αυτής και θεωρώντας ότι οι μοναχές της μονής του οσίου Εφραίμ, λόγω της οφειλόμενης υπακοής δεν θα αντιδράσουν στις επιδιώξεις του ζητούσε από την ηγουμένη διάφορα χρηματικά ποσά, προφασιζόμένος ανάγκες της Μητρόπολης Αττικής, προώθηση του ζητήματος της Αγιοκατάταξης κ.α. Αυτονόητη προϋπόθεση για την ευόδωση των επιδιώξεων του κατηγορουμένου ήταν η μη τήρηση της νομιμότητας (μη εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ 496/1974 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ., του Κανονισμού 39/1972 και του ν. 590/1977) για τα χρήματα που ζητούσε και ελάμβανε από την μονή, δια της ηγουμένης. Τη μη τήρηση της νομιμότητας ο κατηγορούμενος την επέβαλε και στη μονή του οσίου Εφραίμ, ως προς τα χρηματικά ποσά που ζητούσε και ελάμβανε, αφού η ηγουμένη Η1 δεν αποτολμούσε να του ζητήσει αποδείξεις, με εντεύθεν συνέπεια τα χρήματα αυτά να μην καταχωρούνται στα βιβλία της μονής ως έσοδα, να μην λαμβάνονται αποφάσεις του ηγουμενοσυμβουλίου, να μην εκδίδονται χρηματικά εντάλματα για την εκταμίευση από τη μονή και βέβαια να μην εκδίδονται γραμμάτια είσπραξης από την Μητρόπολη Αττικής, αφού πρόθεση του κατηγορουμένου ήταν να ιδιοποιηθεί παράνομα τα χρήματα που ζητούσε και περιέρχονταν στην κατοχή του και όχι να τα δαπανήσει για τους λόγους που επεκαλείτο ότι τα λαμβάνει. Όπως προαναφέρθηκε, η τελευταία καταβολή από την ηγουμένη Η1 προς τον κατηγορούμενο έγινε στις 2/1/1998, γιατί ο τελευταίος επέβαλε, τη σφράγιση των παγκαριών κηροπωλησίας του ναού της μονής στις 3/1/1998, το άνοιγμα και την καταμέτρηση του συλλεγέντος, κάθε εβδομάδα, στα παγκάρια χρηματικού ποσού παρουσία και δύο (2) ιερέων, εντεταλμένων του κατηγορουμένου, οι οποίοι μάλιστα ελάμβαναν, χωρίς αποδείξεις, από την ως άνω μονή το ποσό των 10.000 δρχ. ο καθένας για κάθε καταμέτρηση χρημάτων. Η μη σύννομη ως άνω ενέργεια του κατηγορουμένου, να τοποθετήσει κλειδαριά στα παγκάρια κηροπωλησίας, που αποτελούσε τη μεγαλύτερη πηγή εσόδων της μονής και να γίνεται καταμέτρηση, κάθε εβδομάδα (συνήθως κάθε Δευτέρα) του περιεχομένου των παγκαριών με τη συμμετοχή εξωμοναστηριακών, έγινε προκειμένου να ελέγχονται πλήρως τα έσοδα της μονής από τον ίδιο. Η ενέργεια αυτή του κατηγορουμένου επιβάρυνε επιπλέον το βαρύ κλίμα των σχέσεων του με τις μοναχές της μονής του οσίου Εφραίμ, η ηγουμένη της οποίας έπαυσε πλέον να του καταβάλλει χρήματα, η δε σφράγιση των παγκαριών από τον κατηγορούμενο και η προαναφερθείσα διαδικασία (άνοιγμα των παγκαριών και καταμέτρηση των χρημάτων παρουσία εντεταλμένων από τον κατηγορούμενο ιερέων) διήρκεσε μέχρι το καλοκαίρι του 1998, οπότε η μονή θεωρώντας την όλη διαδικασία ταπεινωτική και προσβάλλουσα το αυτοδιοίκητο αυτής αλλά και τις ίδιες τις μοναχές, σφράγισε (στην κυριολεξία αχρήστευσε) τα παγκάρια κηροπωλησίας του ναού της μονής κι' έκτοτε χορηγούσε δωρεάν το κερί, ενώ προέτρεπε τους προσκυνητές να ρίχνουν τον οβολό τους (αντίτιμο των κεριών) στο παγκάρι υπέρ της αγιογράφησης. Η κρίση αυτού του δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος υπεξαίρεσε το ποσό των 56.000.000 δρχ. από τη μονή του οσίου Έφραίμ της Νέας Μάκρης Αττικής στηρίζεται στα ως άνω αποδεικτικά μέσα και ιδιαίτερα στις καταθέσεις των εχόντων ιδία γνώση και αντίληψη, για τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της δικαζόμενης υπόθεσης, οι οποίες κρίνονται πειστικές, παρακάτω αναφερομένων μαρτύρων : 1) Της ηγουμένης της μονής Ψ1 (.....), η οποία κατέθεσε ότι: "... Ερχονταν κάθε εβδομάδα ο Π1 παπάς στην Κηφισιά για λογαριασμό του Μητροπολίτη στο Μοναστήρι, μας έκανε παράκληση και του δίναμε πότε 500.000 δραχμές και πότε 1.500.000 δραχμές για το Μητροπολίτη. Αυτό ξεκίνησε στις αρχές του 1995....Μετράγαμε εμείς τα χρήματα κάθε εβδομάδα ανελλιπώς, τέσσαρες φορές το μήνα έρχονταν ο Π1 και τα έπαιρνε. Η γερόντισσα έκανε κουμάντο στο ταμείο. Ο Δεσπότης μας τηλεφωνούσε το μεσημέρι ότι θα έρχονταν το βράδυ για να πάρει τα χρήματα...Το 1995 ο Π1 πήρε 5.000.000 δρχ. μαζεμένα ...Ο Δεσπότης ερχόταν βραδάκι, μία φορά την εβδομάδα και έμενε ένα τέταρτο με μισή ώρα. Πήγαινε στο ηγουμενείο και έπαιρνε τα χρήματα. Τον είχε δει και ο κύριος Κ1 και άλλος κόσμος. Τον είχαμε δει και εμείς ότι έπαιρνε χρήματα, εγώ τον είχα δει τουλάχιστον είκοσι φορές... Τα ζητούσε ο ίδιος και έπαιρνε τα χρήματα. Δεν χρωστούσαμε τίποτε στην Μητρόπολη, ποτέ δεν μας είχε πει ότι χρωστούσαμε χρήματα. Τον χρόνο έπαιρνε τουλάχιστον 30.000.000 δρχ. Με την Ψ3 και την Ψ2 μετρούσαμε τα χρήματα...Αρχές του 1998 έκλεισε τα παγκάρια, έβαλε παπά κάθε Δευτέρα να μετρά τα χρήματα, τον πατέρα Σ1, μαζί με άλλον παπά και τρεις μοναχές. Αυτά τα γράφαμε στα βιβλία. Το 1998 πήρε μία δόση και μετά δεν ξαναπήρε χρήματα... Μετά μας έκανε Δικαστήρια, ελέγχους και ανακρίσεις, μας ταλαιπώρησε πολύ, ενώ δεν έκανε χειροτονίες. Ήθελε το Μοναστήρι να το κάνει προσκύνημα, να μην έχει μοναχές...Αν υπήρχαν λιγότερες από πέντε μοναχές θα γίνονταν προσκύνημα. Εμάς θα μας έστελνε εξορία... Η σχέση μας με την Ψ3 ήταν καλές. Μετά πήγαινε στη Μητρόπολη, εκεί της είπε ο Δεσπότης ότι θα την κάνει ηγουμένη και άλλαξε η στάση απέναντι μας... Αυτά που γνώριζα εγώ μέσα στη Μονή τα γνώριζαν και όλες οι άλλες μοναχές... Τα χρήματα που έπαιρνε ο Π1 τα έπαιρνε για τη Μητρόπολη, δεν βλέπαμε όμως που τα έδινε. Τηλεφωνούσε πιο μπροστά όμως ο Δεσπότης και ζητούσε χρήματα. Τα χρήματα που έπαιρνε ο Δεσπότης δεν γνωρίζω αν τα έδινε στη Μητρόπολη. Όταν έπαιρνε τα χρήματα δεν ήμουν μπροστά, μας το είπε η ηγουμένη. Δεν ζητούσαμε απόδειξη, νομίζαμε ότι θα μας έδιναν ...Όταν σταμάτησε να έρχεται ο Π1 ερχόταν ο Δεσπότης κάθε εβδομάδα, αυτό γίνονταν μέχρι το τέλος του 1997...". 2) Του μάρτυρα ....., ο οποίος εργαζόταν στη Μονή (κυρίως ως οδηγός) ο οποίος κατέθεσε ότι : "...Είχαμε πάει στην ενθρόνιση του Δεσπότη το 1994. Από τότε τέθηκε θέμα αγιοκατάταξης. Ξεκίνησαν οι επισκέψεις του Δεσπότη και απ' ότι μαθαίναμε ζητούσε κάποια χρήματα. Αυτό το έμαθα δύο με τρεις μήνες μετά την ενθρόνιση του ...Η ηγουμένη με έβλεπε καθημερινά γιατί μου ανέθετε διάφορες δουλειές . Μέσα στο κελί μου είπε ότι είναι στεναχωρημένη, γιατί ο Δεσπότης της ζητάει χρήματα κι' αυτή δεν έχει να του δώσει. Τότε τα οικονομικά της Μονής δεν ήταν πολύ καλά δεν έρχονταν αρκετός κόσμος. Ο Δεσπότης ζητούσε από 500.000 δραχμές μέχρι 1.500.000 δρχ. Μία φορά, δεν θυμάμαι χρονολογία, στον Εσπερινό, είχα δει παράδοση χρημάτων. Μου είπε η γερόντισσα ότι πρέπει να πάει στο κελί να ετοιμάσει να τα χρήματα για τον Δεσπότη, γιατί δεν μπορούσε να του τα δώσει μπροστά στον κόσμο. Πήγε επάνω τα ετοίμασε και του έδωσε το πακέτο στο Ιερό στα χέρια του. Μέσα στο πακέτο είχε χαρτονομίσματα και ήταν τυλιγμένα σε χαρτί αφής. Εγώ ήμουν πιο δεξιά μέσα στο Ιερό και το είδα...Απ' ότι έμαθα από την Ψ1, την γερόντισσα, την Ψ3 και την μοναχή Ψ2 πήγαινε στο κελί της γερόντισσας και έπαιρνε χρήματα...Απ' ότι γνωρίζω τα χρήματα τα απαιτούσε ο Μητροπολίτης, στην αρχή για τις ανάγκες της Μητρόπολης, μετά τα απαιτούσε κυρίως για την Αγιονυμία. Ήταν ένας λόγος για να παίρνει χρήματα... Χρήματα έδιναν το 1995, το 1996 και το 1997. Το ποσό που πήρε απ' ότι άκουσα ήταν γύρω στα ενενήντα με ενενήντα πέντε εκατομμύρια δραχμές...Και ο Π1 έπαιρνε χρήματα για τη Μητρόπολη, αφού πρώτα είχε προηγηθεί τηλέφωνο του Δεσπότη... Η αδελφή Ψ3 έλεγε ότι θα μας σκάσει ο Δεσπότης, υπήρχε ένα κλίμα δυσφορίας. Ο Δεσπότης την έλεγε "εισπραξία" και ότι ήταν ο κακός δαίμονας της Μονής...Ότι μου έλεγαν οι μοναχές θεωρώ ότι ήταν αξιόπιστα, υπήρχε εμπιστοσύνη. Η γερόντισσα ήταν άνθρωπος που ενέπνεε εμπιστοσύνη... Δεν υπήρχε περίπτωση να πει ψέματα για τον Μητροπολίτη...Εγώ έμαθα, ότι ο Δεσπότης ήθελε να κάνει το Μοναστήρι προσκύνημα, από τις μοναχές ...". 3) Της ...... (συχνής προσκυνήτριας και διαμένουσας κατά διαστήματα στη Μονή του οσίου Εφραίμ), η οποία κατέθεσε ότι: "... Στην αρχή δεν έρχονταν πολύς κόσμος το 1993 και το 1994. Από το 1995 άρχισε να αυξάνεται ο κόσμος σταδιακά .. .Όταν σταμάτησε να έρχεται ο πατήρ Π1 άρχισε να έρχεται ο Μητροπολίτης. Το 1995 ο Π1 έρχονταν συνήθως κάθε Κυριακή απόγευμα, τελείωνε τον Εσπερινό και μετά ανέβαινε στο κελί της γερόντισσας. Εγώ ήμουν στην έκθεση, η οποία ήταν κοντά στο Ηγουμενείο και τον έβλεπα.. Εγώ στην έκθεση έμαθα από την αδελφή Ψ3, ότι μέσα στο 1995 έρχονταν ο πατήρ Π1, απεσταλμένος του Μητροπολίτη και παίρνει χρήματα Αυτό το άκουσα και από τις άλλες μοναχές, την αδελφή Ν1, την Ψ1, την Ψ2 σε άλλους χώρους... Τα χρήματα τα έδιναν γιατί έκαναν υπακοή. Ο Μητροπολίτης έλεγε στην γερόντισσα ότι χρειάζονταν χρήματα για κάποιους σκοπούς της Μητρόπολης... Πήγαινε και στο κελί της ηγουμένης, εγώ τον είχα δει μια φορά..., είχε μεσολαβήσει η δική μου επίσκεψη στην ηγουμένη το φθινόπωρο του 1997, περίμενε τον Δεσπότη και συσκεύαζε κάποια χρήματα . Πολλές φορές την είχα δει να συσκευάζει χρήματα ... Την είδα να συσκευάζει πεντοχίλιαρα, χιλιάρικα και πεντακοσάρικα. Για το ύψος του ποσού δεν γνωρίζω... Μου έλεγε "άσε παιδάκι μου είμαι στεναχωρημένη γιατί έρχεται ο Μητροπολίτης, πρώτη φορά έρχεται τέτοιος Μητροπολίτης και ζητάει χρήματα" ... Ήρθε ο Μητροπολίτης και είδα την γερόντισσα να του δίνει το πακέτο που είχε συσκευάσει προηγουμένως η ηγουμένη και αυτός της είπε " ευχαριστώ γερόντισσα " ... Δήλωνε ο ίδιος ανοικτά ότι ήθελε να κάνει το Μοναστήρι Προσκύνημα. Αυτό γίνονταν όταν οι μοναχές είναι λιγότερες από πέντε ... Η αδελφή Ψ3 καταφέρονταν εναντίον του Μητροπολίτη, καθημερινά έλεγε ότι έρχονταν και παίρνει χρήματα. Αυτά τα έλεγε τόσο στον κόσμο όσο και σ' εμάς. Τα παγκάρια σφραγίστηκαν το 1998, γιατί ο Μητροπολίτης έλεγε ότι υπήρχε κακή διαχείριση και ήθελε και ο ίδιος να έχει γνώση των οικονομικών. Ήταν ένα προστάδιο πριν να γίνει η Μονή Προσκύνημα... Το θέμα της αγιοποίησης ήταν ο πόθος της ηγουμένης. Δεν μπορεί να λένε ψέματα οι μοναχές, αυτά τα ζούσα και εγώ μέσα στο μοναστήρι, είχαν ακέραιο χαρακτήρα... Αυτές μου έλεγαν ότι ο Μητροπολίτης έπαιρνε από 500.000 έως 1.500.000 και μέχρι 5.000.000 δραχμές...". 4) Του ..... (συχνού προσκυνητή της μονής) ο οποίος κατέθεσε ότι: "Εγώ πήγαινα στο Μοναστήρι από το 1992 ως προσκυνητής, μέχρι και δύο φορές την εβδομάδα....Περισσότερο γνώριζα την αδελφή Ψ3, ήμουν ο υποτακτικός της, προσέφερα τη βοήθεια μου όπου μπορούσα. Τακτοποιούσα τα βιβλία, ενώ βοηθούσα και οικονομικά όποτε χρειαζόταν...Τον Μητροπολίτη τον είχα δει πολλές φορές που έρχονταν μαζί με τον οδηγό του. Επισκεπτόμουν και την Η1. Μετά τη λειτουργία, συνήθως όταν έφευγα, πήγαινα στο κελί της Η1 και έπαιρνα την ευχή της, αφού προηγουμένως έπαιρνε άδεια η Ψ3 από την ηγουμένη... Η Η1 μου είχε πει ότι ο Δεσπότης της ζητούσε χρήματα και είχε πρόβλημα. Μου είχε εμπιστοσύνη και μου τα έλεγε. Αυτό μου το είπε προς το τέλος του 1995. Αυτά μου τα είπε και η αδελφή Ψ3 πιο μπροστά. Μου έλεγε ότι έρχονταν ο Δεσπότης και παίρνει χρήματα ή έστελνε τον πατέρα Π1 και τα έπαιρνε. Τον Π1 εγώ τον έχω δει τρεις φορές απογεύματα, ανέβαινε τις σκάλες και συναντούσε την γερόντισσα...Η Η1 όταν μου είπε ότι ήταν στενοχωρημένη, μου είπε ότι φοβάται μήπως ο Δεσπότης την στείλει εξορία, μήπως την αποσχηματίσει και δεν προχωρήσει στην Αγιοκατάταξη του οσίου Εφραίμ... Η γερόντισσα αν τα έδινε από ευχαρίστηση της, δεν θα στεναχωριόταν και όπως μου έλεγε τα έδινε κατόπιν πιέσεως του Μητροπολίτη για τις ανάγκες και τις φιλανθρωπίες της Μητρόπολης... Ένα απόγευμα, την άνοιξη του 1996 πλησίαζε να κλείσει το μοναστήρι, ήμουν στο κελί της γερόντισσας, αυτή κάθονταν μπροστά σε ένα μικρό γραφειάκι. Μπροστά στο γραφείο είχε τρεις φακέλους, οι δύο κλειστοί και ο ένας ανοικτός. Είδα ότι μέσα είχε χρήματα, της είπα ότι ο ένας φάκελος ήταν ανοικτός και να προσέχει. Μου είπε ότι περίμενε την αδελφή να φέρει 50.000 δρχ., υποθέτω από την έκθεση, για να κλείσει τον φάκελο. Μου είπε ότι αυτά είναι χρήματα που θα έπαιρνε ο Σεβασμιότατος. Προθυμοποιήθηκα να της δώσω το ποσό, δέχθηκε και έτσι έκλεισε και ο άλλος φάκελος. Κάποια στιγμή ανέβηκε η Ν1 και είπε ότι έρχονταν ο Δεσπότης... Επάνω και οι τρεις φάκελοι έγραφαν τον αριθμό πεντακόσια. Μετά μου έκανε νεύμα η γερόντισσα και πήγα σε ένα εκκλησάκι που ήταν δίπλα από το κελί της γερόντισσας. Έκλεισα την πόρτα και είδα το Δεσπότη μέσα από το τζάμι της πόρτας να έρχεται. Ο Δεσπότης δεν μπορούσε να με δει γιατί πίσω από το τζάμι είχε χειροποίητη κουρτίνα. Η γερόντισσα σηκώθηκε πήρε την ευχή του και είδα τον Δεσπότη να παίρνει τους τρεις φακέλους, να ευχαριστεί την γερόντισσα και να τους βάζει μέσα στο ράσο του. Ήταν πολύ σύντομη η επίσκεψη του, λέγοντας, "και εσείς κουρασμένη είστε και εγώ έχω δουλειά"...Μία φορά που ήμουν στην έκθεση με την αδελφή Ψ3, μεταξύ 1996 με 1997, ήρθε η αδελφή Ψ2 και της ζήτησε με άγχος 100.000 δραχμές, προκειμένου να συμπληρώσει η γερόντισσα το ποσό και να δώσει 500.000 δραχμές στον Δεσπότη. Μία άλλη περίπτωση που θυμάμαι ήταν σε γιορτή του Αγίου όπου συνήθιζε η γερόντισσα να κατεβαίνει στο Ιερό και να περιμένει το Δεσπότη. Λόγω του ότι είχε πολύ κόσμο της ζήτησα την άδεια να την συνοδεύσω να περάσει μέσα από τον κόσμο και να πάει στην εκκλησία. Ήμασταν στο κελί της όταν μου έδωσε μία τσάντα πλαστική και μου είπε να προσέχω γιατί μέσα ήταν τα χρήματα που θα έδινε στον Δεσπότη. Η τσάντα ήταν ανοικτή, μέσα είδα τρεις δεσμίδες που τις συγκρατούσε ένα λάστιχο... Κατεβήκαμε κάτω, πήγαμε στο Ιερό και της έδωσα την τσάντα που μέσα είχε 1.500.000 δραχμές και κάθισε στην καρέκλα. Η ίδια μου είπε ότι η τσάντα είχε μέσα 1.500.000 δραχμές, την ώρα που βρισκόμασταν στο κελί της. Μου είπε όταν τελειώσει ο Εσπερινός να πήγαινα να την πάρω. Πήγα εγώ λίγο πριν τελειώσει ο Εσπερινός, ήμουν έξω από την πόρτα, είδα τον Δεσπότη να κάθεται μπροστά από την γερόντισσα και να δίνει η γερόντισσα την τσάντα στον Δεσπότη. Μετά από λίγο ήρθε έξω η γερόντισσα και με πόνο ψυχής μου είπε "Ευτυχώς που δεν θα έρθει και αύριο γιατί δεν έχω να του δώσω άλλα χρήματα"... Όταν τα έδινε η γερόντισσα δυσανασχετούσε. Μου έλεγε ότι ο Δεσπότης της ζητούσε χρήματα και ότι δεν της έδινε αποδείξεις. Η Ψ3 συνέχεια διαμαρτύρονταν, επί μονίμου βάσεως, για τα χρήματα που παίρνει ο Δεσπότης, χωρίς να δίνει αποδείξεις...". 5) Της μοναχής Ν1 (.....), η οποία κατέθεσε ότι: "Είμαι στη μονή από το 1984 ως δόκιμη μοναχή...Το φθινόπωρο του 1994 ήρθε ο Μητροπολίτης στη μονή με τον Π1. Τους υποδέχθηκε η γερόντισσα και τους πήγε στο Ηγουμενείο. Κάλεσε όλες τις μοναχές και το πρώτο που είπε ο Δεσπότης είναι ότι δεν έχει που την κεφαλή κλίναι και είπε ότι ο Τ1 δεν άφησε χρήματα στο ταμείο της Μητρόπολης ...Το 1994 δεν είχα δει τον Δεσπότη να παίρνει χρήματα. Μου έκανε εντύπωση προς το τέλος του 1994 που έρχονταν η Ψ3 και ήταν νευριασμένη με τον Μητροπολίτη και έλεγε, "πάλι ήρθε για χρήματα;" Συνήθως οι Μητροπολίτες δεν κάνουν τόσες επισκέψεις ... Το 1995 έρχονταν ο Π1 κάθε Κυριακή απόγευμα, έκανε εσπερινό, μετά ανέβαινε επάνω στο κελί στην γερόντισσα και έπαιρνε χρήματα. Αυτά μου τα είπε η γερόντισσα και οι αδελφές. Έχω και γω ιδία αντίληψη, γιατί προτού έρθει ο Π1 πάντα εμείς πηγαίναμε και διπλώναμε χρήματα για να τα πάρει. Τα διπλώναμε σε λευκό χαρτί, πάντα βάζαμε 500.000 δραχμές στο πακέτο. Εγώ δεν είδα να δίνει χρήματα η γερόντισσα στον Π1 Απλά μία φορά άκουσα από το τηλέφωνο ότι ζήτησε από την γερόντισσα 5.000.000 δραχμές. Η γερόντισσα του είπε "δεν έχω που να τα βρω" και αυτός συνέχισε να επιμένει. Αυτό ίσως έγινε το φθινόπωρο του 1995. Μετά η γερόντισσα μου είπε να φωνάξω τις αδελφές για να μαζέψουμε τα χρήματα. Μετά ήρθε ο Π1 αυθημερόν και τα πήρε. Τα χρήματα τα έφεραν η Ψ2, η Ψ1, ενώ η Ψ3 έφερε ότι είχε από την έκθεση .Τα πιο πολλά χρήματα τα τύλιγα εγώ, ενώ το κάθε πακέτο συνήθως έγραφε επάνω 500.000 δραχμές. Η γερόντισσα έδινε χρήματα γιατί της είχαν πει ότι είχε ανάγκη η Μητρόπολη. Είχε πει στον Π1 να δίνει αποδείξεις, αλλά αυτός απαντούσε ότι δεν θέλει ο Δεσπότης. Προτού έρθει ο Π1 πάντα τηλεφωνούσε ο Μητροπολίτης. Η γερόντισσα ήταν πεπεισμένη ότι τα έδινε για τις ανάγκες της Μητρόπολης και τα ιδρύματα. Κάποια στιγμή ήλπιζε η γερόντισσα ότι αυτό θα σταματούσε. Ο Π1 μέσα στο 1995 πρέπει να πήρε τουλάχιστον 20.000.000 δραχμές, συν τα 5.000.000 δρχ, που ζήτησε μαζεμένα. Ο Χ1 στην αρχή δεν είχε αντίρρηση για την Αγιοκατάταξη. Όταν σταμάτησε να παίρνει χρήματα παρακώλυσε την Αγιοκατάταξη στο Πατριαρχείο...Το 1996 έρχονταν μόνος του ο Μητροπολίτης, έρχονταν στο μεγάλο απόδειπνο, στο μεγάλο ευχέλαιο και σε άλλες γιορτές. Έρχονταν τις καθημερινές, μία φορά την εβδομάδα το απόγευμα και έπαιρνε από την γερόντισσα 500.000 έως 1.500.000 δρχ. Ήμουν παρούσα όταν τα έπαιρνε, εμένα με εμπιστεύονταν. Συνήθως προηγούνταν τηλεφώνημα, έρχονταν πριν κλείσει το Μοναστήρι, τον ανεβάζαμε επάνω. Όταν έρχονταν ο Δεσπότης πήγαινε η Ψ3 για να πάρει την ευχή του και αυτός της έλεγε, "τα λεφτά, τα λεφτά". Αυτό μετά το σχολίαζε η Ψ3. Εγώ το 1996 ήμουν δέκα φορές παρούσα που πήρε χρήματα ο Μητροπολίτης. Εγώ είχα δει να παίρνει 1.500.000 δραχμές όλες αυτές τις φορές και τα έβαζε μέσα από το ράσο... Το 1997 κύλησε όπως και το 1997. Τα συνήθη πακέτα που κάναμε ήταν των 500.000 δρχ. Η γερόντισσα δεν τολμούσε να του μιλήσει και να του πεί που πηγαίνουν αυτά τα χρήματα... Το 1996 και 1997 έρχονταν με ένα σωφέρ τον ....., ενώ καμιά φορά οδηγούσε και μόνος του, ενώ έρχονταν και με άλλα δικά του άτομα... Η γερόντισσα πιεζόταν από τον Δεσπότη να του δώσει τη μονή για να την διαχειρίζεται ο ίδιος, γιατί αυτή ήταν μεγάλη. Το έλεγε και σε άλλους ότι θα το έκανε προσκύνημα. Νομική δυνατότητα είχε για να το κάνει αυτό. Αυτό είχε γίνει στη μονή Κλειστών όταν μπήκε ο Χ1 στην Μητρόπολη Αττικής...Τότε είχε παντοδυναμία στη Σύνοδο, θα έδιωχνε τις μοναχές, θα τις εξόριζε. Επίσης έλεγε στην γερόντισσα να περιοριστούν στα κελιά για να ξεκουραστούν και τα άλλα να τα αφήσουν σ' αυτόν. Η γερόντισσα δεν το ήθελε, μετά προσπάθησε να διώξει την Ψ3. Το 1997 η γερόντισσα παρακάλεσε τον Ε1, επίσκοπο της Καρδίτσας να έρθει να μας εξομολογήσει. Αυτά τα είπε στον Ε1 και μας είπε ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να του δίνουμε χρήματα και αν του δίνουμε να ζητάμε αποδείξεις. Εμείς για να καλύψουμε τον προϋπολογισμό του 1997, δώσαμε 1.700.000 δραχμές με αποδείξεις για τις ανάγκες της Μητρόπολης. Ο Δεσπότης της είπε ότι αυτά είναι άλλα....Από το 1997 απροκάλυπτα ο Δεσπότης έλεγε στην γερόντισσα ότι θα κάνει το μονή προσκύνημα...Η γερόντισσα είπε να κλείσουμε τα παγκάρια μήπως μας άφηνε ήσυχους, γιατί εμείς δεν είχαμε να κρύψουμε κάτι. Τότε ήρθε ο Σ1 και ο Σ6 και έκλεισαν τα παγκάρια. Για τελευταία φορά ο Δεσπότης πήρε χρήματα στις 2 Ιανουαρίου 1998. Μετά ζήταγε αλλά η γερόντισσα δεν του έδινε, γιατί είχε την δικαιολογία ότι έκλεισαν τα παγκάρια και δεν μπορούσε να του δίνει χρήματα... Μετά είπε η γερόντισσα να βάλουμε τα κεριά δωρεάν, κλείσαμε και τις τρύπες και αντέδρασε ο Μητροπολίτης. Μετά ήρθε ο Σ1 και ο Σ4 [ιερέας της μονής ο πρώτος και ιερέας της Μητρόπολης Αττικής ο δεύτερος] μαζί με δύο αστυνομικούς. Ο Σ4 έβγαλε ένα σκαρπέλο και άρχισε να κτυπάει τις τρύπες των παγκαριών για να ανοίξουν, για να πέφτει μέσα χρήμα. Εγώ έβαλα επάνω το χέρι μου και τότε σταμάτησε. Μας είπε ότι είχε εντολή από το Δεσπότη και ότι τα χρήματα τα ήθελε ο Δεσπότης και η Μητρόπολη...". 6) Του Κ2 (συχνού προσκυνητή και ιατρού της ηγουμένης Η1), ο οποίος κατέθεσε ότι: " Από το τέλος του 1996 πηγαίνω στην μονή, γνωρίσθηκα με την Η1 ... Τρεις με τέσσαρες φορές το μήνα πήγαινα και την εξέταζα. Από το τέλος του 1997 την έβλεπα στενοχωρημένη και της είπα τι έχει. Αυτό μου το έλεγε και η αδελφή Ψ3 το 1998 ότι η γερόντισσα είναι στενοχωρημένη γιατί ήρθε ο Δεσπότης. Στην αρχή η Ψ3 ήταν εναντίον του Δεσπότη, αλλά μετά άλλαξε. Η γερόντισσα μέσα στο 1998, σε σχετική ερώτηση μου, μου είπε ότι ο Δεσπότης της ζητάει συχνά χρήματα, συχνά και πολλά, χωρίς αποδείξεις και δεν ξέρω τι να κάνω... Αυτά μου τα είπε μέσα στο κελί της όταν την εξέταζα. Κάποια στιγμή όταν βγήκα έξω είπα της Ψ3 τι εννοούσε όταν έλεγε ότι ήρθε ο Δεσπότης. Τότε μου είπε ότι πήρε πολλά χρήματα, γύρω στα 95.000.000 δραχμές. Όταν το είπα στην ηγουμένη, μου είπε ότι όλα αυτά που λέει η Ψ3 ήταν σωστά... Μέχρι το τέλος της ζωής της η γερόντισσα είχε πλήρη διαύγεια....". 7) Του ...... (προσκυνητή της μονής), ο οποίος κατέθεσε ότι: "Γνωρίζω τη μονή από το 1954... μου είπε η γερόντισσα ότι έδινε χρήματα για τις ανάγκες της Μητρόπολης. ..πέταγαν κουβέντες, η γερόντισσα και κυρίως η Ψ3, ότι παίρνει χρήματα... Μου είπε η Ψ3 ότι πηγαίνει ο Δεσπότης μία φορά κάθε εβδομάδα και παίρνει 500.000 δραχμές. Εγώ δεν είχα δει τον Δεσπότη να παίρνει χρήματα...Ο Δεσπότης με τις μοναχές αλληλοκατηγορούντο, έλεγε την Ψ3 "εισπραξία" και η Ψ3 τον έλεγε δαιμονισμένο. Ακόμη ήθελε να διώξει τις αδελφές και να κάνει τη μονή προσκύνημα..." και 8) Του Κ1 (προσκυνητή της μονής), ο οποίος κατέθεσε ότι: "... είμαι δημοσιογράφος και ένας εκ των προσκυνητών. Επισκέπτομαι τη μονή οικογενειακώς για πάνω από δέκα πέντε χρόνια...Στις αφηγήσεις της η γερόντισσα μου έλεγε ότι ο Δεσπότης της ζήταγε συχνά χρήματα για την Μητρόπολη και αυτή τα έδινε... Περί το τέλος του 1998 μου είπε η γερόντισσα ότι ο Δεσπότης πήρε γύρω στα 100.000.000 δραχμές. Δεν είδα τον Δεσπότη να παίρνει χρήματα, απλά αυτά μου τα έλεγε η γερόντισσα. Ήταν η γερόντισσα μια φωτισμένη προσωπικότητα... είχε υψηλό μοναχικό φρόνημα γι' αυτό έκανε υπακοή... Το μοναστήρι είχε πει στον Δεσπότη ότι θα του έδινε χρήματα με αποδείξεις. Κάποια στιγμή μεσολάβησε ο Μητροπολίτης Ξάνθης και έκανε τη πρόταση να δίνονται 15.000.000 δραχμές στην Μητρόπολη με απόδειξη, αλλά ο Δεσπότης απ' ότι πληροφορήθηκα από τις μοναχές, δεν ήθελε να δίνει αποδείξεις. Όταν έμπαινα στο μοναστήρι για να πάω να προσκυνήσω στον Άγιο, μου έλεγε η Ψ3, "τι θα γίνει κύριε ...., πως θα απαλλαγούμε από αυτόν". Η στάση της άλλαξε όταν την έκανε ηγουμένη ο Δεσπότης... Όλες οι μοναχές το έλεγαν ότι ο Δεσπότης έπαιρνε χρήματα ... Η γερόντισσα είχε άριστη πνευματική διαύγεια μέχρι την ώρα που πέθανε...". Οι καταθέσεις των παραπάνω μαρτύρων δεν αντικρούονται βάσιμα από τις καταθέσεις των μαρτύρων οι οποίοι κατέθεσαν ότι ο κατηγορούμενος δεν ζητούσε ούτε ελάμβανε χρήματα από τη μονή του οσίου Εφραίμ, κυρίως γιατί δεν έχουν ιδία αντίληψη για το γεγονός αυτό, πλην της μοναχής Ψ3. Η μοναχή Ψ3 όμως είναι αναξιόπιστη μάρτυρας, καθόσον ενώ αρχικά πρωτοστατούσε στις επικρίσεις κατά του κατηγορουμένου με συγκεκριμένες ενέργειες και με κοινολόγηση των κατ' αυτού κατηγοριών για αφαίμαξη των οικονομικών της μονής του οσίου Εφραίμ, μόλις ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε διαγνώσει τις φιλοδοξίες της, τον Σεπτέμβριο του 1999, τη διόρισε παρανόμως ηγουμένη της μονής, "μετέγνωσε", άλλαξε στάση και από σφοδρός πολέμιος του κατηγορουμένου έγινε θερμός υποστηρικτής του, με την κάλυψη δε του τελευταίου αυθαιρετούσε, ισχυριζόμενη ότι είναι αυτή η ηγουμένη, [αν και η 637/1/9/1999 πράξη του κατηγορουμένου, ως Μητροπολίτη Αττικής με την οποία διορίσθηκε ηγουμένη της ως άνω μονής ακυρώθηκε με την 1952/2000 απόφαση του ΣτΕ] καταλαμβάνοντας χώρο της μονής, διαχειριζόμενη παράνομα, με τη βοήθεια του μάρτυρα Σ2 (μαρμαρογλύπτη το επάγγελμα και όψιμου υποστηρικτή του κατηγορουμένου) και των δύο αδελφών της τα οικονομικά της έκθεσης της μονής, αποκομμένη από τη λοιπή μοναχική αδελφότητα της ως άνω μονής, απαιτήθηκε δε η έκδοση δικαστικών αποφάσεων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (περί νομής) για την απομάκρυνση τους από τη μονή του οσίου Εφραίμ [με την 3741/2000 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών η Ψ3 και οι αδελφές της .... και ...... και με την 1625/2000 το ζεύγος Σ2 (στη μοναχή Ψ3 απαγορεύθηκε η διατάραξη της νομής της μονής και στους λοιπούς απαγορεύθηκε να παραμένουν εντός της μονής)]. Συγκεκριμένα, εκτός από τις καταθέσεις των παραπάνω μαρτύρων, οι οποίοι καταθέτουν ότι η μοναχή Ψ3 πρωτοστατούσε στις κατά του κατηγορουμένου διαμαρτυρίες για το γεγονός ότι ο τελευταίος ζητούσε και ελάμβανε από την ηγουμένη Η1 διάφορα χρηματικά ποσά και η ίδια με έγγραφα που συνυπέγραφε ανέφερε ρητά ότι ο κατηγορούμενος ζητούσε και ελάμβανε από τη μονή μεγάλα χρηματικά ποσά, όπως, 1) στο με αριθμ. πρωτ. 66/1/10/1998 έγγραφο το ποίο απευθύνεται προς την Ιερά Σύνοδο, το οποίο υπογράφουν η ηγουμένη Η1 και τα μέλη του ηγουμενοσυμβουλίου, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η μοναχή Ψ3 (και οι μοναχές Ψ1, Ψ2) που αναφέρεται, εκτός των άλλων ότι, "...Ο Σεβασμιότατος, από της μεταθέσεώς του εις Αττικήν εζήτει και ελάμβανε παρά της Ηγουμένης διάφορα χρηματικά ποσά, χρησιμοποιήσας κατ' αρχάς προς τούτο τον ιερέα Π1, ο οποίος παρέλαβεν κατά καιρούς από την γερόντισσα χωρίς αποδείξεις δια λογαριασμό του Μητροπολίτη πολλά εκατομμύρια δραχμές καθώς και την κατά καιρούς αλληλογραφίαν του μοναστηριού και το περιεχόμενον στις επιστολές συνάλλαγμα ευλαβών χριστιανών της αλλοδαπής ...Αργότερα ο ίδιος ο Μητροπολίτης παρελάμβανε από το μοναστήρι τα ποσά, τα οποία ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια, χωρίς αποδείξεις και πάλι... οσάκις ο Σεβασμιότατος προσήρχετο εις εσπερινόν ή άλλην ακολουθίαν, ελάμβανε δε κάθε φοράν υπερβολικά ποσά πολλών χιλιάδων δρχ. Το ολιγότερον που ελάμβανε σε απλή επίσκεψη ήτο το ποσό των 500.000 δρχ...Μετά την τοποθέτησιν των κλείθρων ο Σεβασμιότατος ηρνήθη να μας εγκρίνει οιοδήποτε έργον, συγκεντρώνων τα χρήματα στην Τράπεζα και αποβλέπων εις το να διορίσει, καθ' υπόδειξιν του κ. Μ1 επιτροπήν διαχειρίσεως τούτων, ώστε πάντα ταύτα να περιέλθουν εις την διαχείρισην της Μητροπόλεως ή ανθρώπων της εκλογής του. Ας σημειωθεί ότι μετά το κλείδωμα των παγκαριών ούτε καμμίαν διακήρυξην δημοπρασίας έργων μας ενέκρινεν, ούτε τον Κανονισμόν λειτουργίας της Ιεράς Μονής ενέκρινεν..." και 2) στο από 10/-11/1998 σημείωμα προς τον 15° πταισματοδίκη Αθηνών, ο οποίος διενεργούσε προκαταρκτική εξέταση κατά των μοναχών, μετά από μηνυτήρια αναφορά του κατηγορουμένου, το οποίο συνυπογράφουν οι μοναχές Ψ2, Ψ3, Ψ1 και η δόκιμη μοναχή Ν1 και στο οποίο εκτός των άλλων αναφέρεται ότι, "... Ο νυν Μητροπολίτης Αττικής ... άμα τη εγκαταστάσει του επιδιώκει να κατάλυση την αυτονομίαν και αυτοδιαχείρισιν της Ιεράς Μονής και να την μεταβάλη εις προσκύνημα, ελεγχόμενον υπ' αυτού, και δια διαφόρων τρόπων έχει λάβει από την Γερόντισσαν Ηγουμένην Η1 πολλά εκατομμύρια δραχμές, άνευ αποδείξεων... Δια να πιέση την Ιεράν Μονήν και να εξασφάλιση τον έλεγχον των εσόδων αυτής, παρά τους νόμους και τους κανόνες, απέστειλεν προς έλεγχον τον συνταξιούχον Πρόεδρον του Ελεγκτικού Συνεδρίου Μ1, υπάλληλον της Μητροπόλεως του, ίνα ενεργήση έλεγχον.". Όσα, λοιπόν, κατέθεσε η μοναχή Ψ3, τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου όσο και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, ότι όλες οι μοναχές ήθελαν να φύγει από το μοναστήρι ο κατηγορούμενος γιατί τους το έλεγαν οι κοσμικοί, τα ονόματα των οποίων δεν θέλει να αποκαλύψει γιατί φοβάται ότι θα της κάνουν δικαστήρια, ότι υπέγραψε κάποια χαρτιά που ανέφεραν ότι έπαιρνε χρήματα ο Μητροπολίτης γιατί ήθελε να φύγει από το μοναστήρι ο κατηγορούμενος, ότι εν γνώσει της είπε ψέματα - πως ο κατηγορούμενος ζητούσε και έπαιρνε χρήματα από τη μονή - για να τον διώξουν, ότι η ηγουμένη Η1 έδινε δύο φορές την εβδομάδα στον Ζ1 το λιγότερο 500.000 δρχ. κάθε φορά (το τελευταίο το κατέθεσε για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου και όταν ρωτήθηκε σχετικώς απάντησε ότι το γεγονός αυτό δεν το είπε γιατί δεν ήθελε να το πει) και ότι "το 1998 η γερόντισσα κάπου-κάπου είχε διαλείψεις ..." είναι αναξιόπιστα. Και μόνο το γεγονός ότι αν και φέρει το μοναχικό σχήμα με μεγάλη ευκολία μεταπηδά από την αλήθεια στο ψέμα, δηλώνοντας χωρίς ενδοιασμό ότι αρχικά (από το 1995 μέχρι τις αρχές Ιουνίου του 1999) έλεγε ψέματα γιατί της το υποδείκνυαν οι κοσμικοί και τώρα (μετά τον παράνομο και αυθαίρετο διορισμό της από τον κατηγορούμενο ως ηγουμένης της μονής) καταθέτει την αλήθεια, την καθιστά, πέρα από τις αντιφάσεις και τις ανακρίβειες των όσων έχει καταθέσει, αναξιόπιστη μάρτυρα. Στην προσπάθεια της δε να γίνει όψιμη υπέρμαχος των θέσεων του κατηγορουμένου δεν διστάζει να αφήσει αιχμές κατά της αποβιώσασας ηγουμένης Η1 τόσο για αδιαφανή διαχείριση των οικονομικών της μονής, αναφέροντας ότι η τελευταία της είχε πει να μη καταμετρά τις εισπράξεις της έκθεσης της μονής στην οποία ήταν υπεύθυνη πριν από την παράδοση της σ' εκείνη (Η1 ) κι' έτσι δεν γνώριζε τι χρήματα της έδινε, ότι η γερόντισσα φύλαγε ή ίδια τα χρήματα της μονής και τα έδινε στον ως άνω Ζ1 και σε άλλους κοσμικούς, όσο και για την πνευματική της υγεία. Ως προς το τελευταίο πρέπει να σημειωθεί ότι εκτός από το μάρτυρα Κ2 (θεράποντα ιατρό της Η1 όσο αυτή βρίσκονταν στη μονή), ο οποίος κατέθεσε ότι η γερόντισσα Η1 είχε πλήρη διαύγεια και στο από 5/7/1999 ιατρικό σημείωμα του "Ιατρικού Αθηνών" ο θεράπων ιατρός της στο ως άνω νοσοκομείο ..... αναφέρει για την ηγουμένη Η1"...ότι μέχρι την τελευτή της είχε σώας τας φρένας". Στην προσπάθεια της να υπερασπιστεί οψίμως τις θέσεις του κατηγορουμένου, (αυτοβούλως ή καθ' υπόδειξη) η μοναχή Ψ3, δεν διστάζει να συκοφαντεί άτομα τα οποία ουδένα λόγο είχαν να ταχθούν, με τη μία ή την άλλη πλευρά και τα οποία απλώς εκτέλεσαν τα καθήκοντα που τους είχαν ανατεθεί νομίμως, όπως την Ο1(έχει αποβιώσει), Οικονομική Επιθεωρήτρια του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία διενήργησε διαχειριστικό και οικονομικό έλεγχο στην μονή του οσίου Εφραίμ, κατόπιν της 1032226/856/535-Α/7/4/1999 εντολής της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Δ.Δ.Ν.Π. και ΔΕΚΟ Τμήμα Δ.Δ. και Ν.Π.Δ.Δ. Με την από 30/5/2002 δήλωση της, το γνήσιο της υπογραφής της οποίας θεωρήθηκε από το AT ...., δηλώνει ότι: "..δηλώνω ότι η διενεργούσα τον διαχειριστικό έλεγχο στη Μονή, ύστερα από αναφορά του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτου Αττικής κ. Χ1 προς την Εισαγγελίαν Αθηνών, Οικονομική Επιθεωρητής κ. Ο1, όταν με εκάλεσε για να λάβη από εμένα κατάθεση σχετικά με την οικονομική διαχείριση της Μονής άσκησε σε μένα ψυχολογική βία, άλλοτε με ύφος απειλητικό και άλλοτε για να δώσω σ' αυτήν πληροφορίες εναντίον του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτου Αττικής κ.. Χ1 τις οποίες η ίδια μου υπηγόρευε και οι οποίες δεν ήταν αληθείς. Στην άρνηση μου για λόγους συνειδησιακούς να υπακούσω στην επιθυμία της έδειχνε οργή και αγανάκτηση. Επίσης δηλώνω ότι όσα είπα στην πρώτη κατάθεση μου στην Ο1 τα κατέθεσα κάτω από συναισθηματική φόρτιση, στηριζόμενη σε πληροφορίες που κατόπιν διαπίστωσα ότι ήταν ψευδείς και συκοφαντικές και ακόμη κάτω από πιέσεις και απειλές προσώπων της Μονής που έφθασαν ακόμη και να απειλήσουν την ζωή μου. Επίσης δηλώνω ότι η κ. Ο1 σε όλη την διάρκεια του ελέγχου διατηρούσε φιλικές σχέσεις με πρόσωπα της Μονής και μάλιστα έφθασε στο σημείο κατά τις ημέρες της πανηγύρεως της Μονής την 6ην και 7ην Μαΐου 2002 να εμφανισθή στην έκθεση της Μονής και να πουλάει στους προσκυνητές μαζί με άλλες μοναχές και κοσμικές διάφορα βιβλία, εικόνες, θρησκευτικά αντικείμενα και άλλα αναμνηστικά...". Από το ύφος και το όλο περιεχόμενο της ως άνω δήλωσης προκύπτει ότι αυτή συντάχθηκε καθ' υπόδειξη του κατηγορουμένου προκειμένου να αμαυρωθεί η εικόνα της ήδη αποβιώσασας οικονομικής επιθεωρήτριας Ο1 και κατ' επέκταση να μειωθεί η αξιοπιστία της και το περιεχόμενο της έκθεσης της, η οποία, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, δεν είναι ευνοϊκή για τις θέσεις του κατηγορουμένου. Για την ακεραιότητα και την εντιμότητα της Ο1 κατέθεσε ο μάρτυρας Λ1, υπάλληλος του ΣΔΟΕ, ο οποίος ανέφερε ότι, "... Η Ο1 ήταν εισηγήτρια σε ένα σεμινάριο που έκανα. Είχα μάθει και είχα δει ένα άτομο σκληρό, αλλά έντιμο και ακέραιο. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων της". Αναξιόπιστοι, κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου είναι και οι μάρτυρες Σ2, Σ3, Σ4, Σ5, Σ6, Σ1, καθόσον, αφενός μεν γιατί δεν έχουν ιδία γνώση και αντίληψη για το αν ο κατηγορούμενος ζητούσε και ελάμβανε από τη μονή του οσίου Εφραίμ χρήματα, αφετέρου δε γιατί, πλην του Σ2 ανήκουν στον κύκλο των προσώπων που συνεργάζονταν με τον κατηγορούμενο, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, 1) ο Σ2, μαρμαρογλύπτης το επάγγελμα, ο οποίος ανέλαβε και εκτέλεσε κάποιες εργασίες στη μονή του οσίου Εφραίμ, είναι αναξιόπιστος, καθόσον η συμπεριφορά που επέδειξε έναντι του κατηγορουμένου ήταν παρόμοια με αυτή της μοναχής Ψ3 και ενώ αρχικά συνέπλεε με όλες τις μοναχές, γεγονός που είχε περιέλθει σε γνώση του κατηγορουμένου, ο οποίος τον χαρακτήριζε "παράσιτο", στη συνέχεια (μετά το διορισμό της Ψ3 ως ηγουμένης) έγινε ένθερμος υποστηρικτής του. Μάλιστα ο ανωτέρω μάρτυρας είχε υποβάλει μήνυση κατά του κατηγορουμένου για συκοφαντική δυσφήμηση, ακολούθως όμως, όπως κατέθεσε ο ίδιος, του ζήτησε συγγνώμη ο κατηγορούμενος και εκείνος με τη σειρά του έκρινε ότι πρέπει να ανακαλέσει τη μήνυση και να ζητήσει και ο ίδιος συγγνώμη από τον κατηγορούμενο [με την από 1/11/1999 επιστολή του ο ως άνω μάρτυρας ανέφερε τα εξής: " Σεβασμιώτατε Δια της παρούσης θέλω να σας πληροφορήσω ότι εκ πλάνης και παρασυρθείς από άλλα πρόσωπα κατέθεσα αγωγή εναντίον σας, για την οποία εκφράζω την λύπη μου, ζητώ συγγνώμη και την ανακαλώ".] Ο εν λόγω μάρτυρας κατά τη διάρκεια της παράνομης θητείας της μοναχής Ψ3 ως ηγουμένης της μονής, με τις "ευλογίες" του κατηγορουμένου είχε εγκατασταθεί στη μονή (με τη σύζυγο του) και από μαρμαρογλύπτης έγινε "λογιστής" της παράνομης διαχείρισης της μοναχής Ψ3, έχοντας μάλιστα στην κατοχή του τα βιβλία και στοιχεία της παραδιαχείρισης, τα οποία και δεν είχε αποδώσει στη νομίμως εκλεγμένη ηγουμένη Ψ1 ακόμη και μετά την έκδοση της ως άνω 1625/31/5/2000 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία απαγορεύθηκε η είσοδος και παραμονή του εν λόγω μάρτυρα στη μονή του οσίου Εφραίμ. Το ότι ο κατηγορούμενος ενέκρινε την παραμονή του ως άνω μάρτυρα στη μονή του οσίου Εφραίμ προκύπτει και από το με αριθμ. πρωτ. 395/21/3/2000 έγγραφο το οποίο απέστειλε (ο κατηγορούμενος) προς το Ειρηνοδικείο Αθηνών, με αφορμή τη συζήτηση των αιτήσεων λήψης ασφαλιστικών μέτρων κατά της μοναχής Ψ3, των αδελφών της και κατά του ζεύγους Σ2 (για τις οποίες εκδόθηκαν οι παραπάνω αποφάσεις) και στο οποίο αναφέρει "Εξ αφορμής αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων εκ μέρους της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Νέας Μάκρης γνωρίζομεν υμίν ότι αι αιτούσαι μοναχαί δεν εκπροσωπούν νομίμως την Ιεράν Μονήν και δεν αναγνωρίζονται υφ' ημών υπό την ιδιότητα ταύτην. Επίσης γνωρίζομεν υμίν ότι ο κ. Σ2 και η σύζυγος του ...., με βούλησιν της Ηγουμένης της Ιεράς Μονής και έγκρισιν ημών προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις την Μονήν και θεωρούμεν απαραίτητον την παρουσίαν των άχρι καιρού δια την εύρρυθμον λειτουργίαν της Μονής". Όσα, λοιπόν, καταθέτει ο ανωτέρω, ότι "Δεν είχα δει το Μητροπολίτη να πηγαίνει στο κελί της ηγουμένης. Από την ώρα που έρχονταν ο Δεσπότης μέχρι την ώρα που έφευγε βρισκόμασταν μαζί... Μέσα στη μονή υπήρχε κακοδιαχείριση από τις μοναχές από το διάστημα 1999 και πέρα ..." κρίνονται αναξιόπιστα και αντίκεινται στην κοινή λογική, αφού δεν είναι δυνατόν κατά το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος τον αποκαλούσε "παράσιτο", όπως ο ίδιος ο μάρτυρας καταθέτει (από το 1995 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1999) να του επιτρέπει ταυτόχρονα να βρίσκεται μαζί του, ("από την ώρα που έρχονταν μέχρι την ώρα που έφευγε" από τη μονή) κατά τις επισκέψεις του στη μονή του οσίου Εφραίμ. Αλλά και η ιδιότητα του ως μαρμαρογλύπτη, που είχε εκτελέσει κάποιες εργασίες στη μονή δεν ήταν τέτοια που να του επιτρέπει να βρίσκεται συνεχώς με τον κατηγορούμενο, με τον οποίο, τότε, δεν διατηρούσε καλές σχέσεις. Επιπλέον η προαναφερθείσα επαγγελματική του ιδιότητα και σχέση του με τη μονή δεν του επέτρεπε να έχει γνώση αν υπήρχε ή όχι κακοδιαχείριση στη μονή από το έτος 1999 κι' εντεύθεν από τις μοναχές (ενν. τις λοιπές πλην της Ψ3). 2) ο Σ3 ήταν δικηγόρος του κατηγορουμένου και νομικός σύμβουλος της Μητρόπολης Αττικής και της Εκκλησίας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γνωρίζει αν ο κατηγορούμενος ζητούσε και ελάμβανε χρήματα από τη μονή του οσίου Εφραίμ. Οσα καταθέτει ότι, "... είναι βέβαιος ότι ο Μητροπολίτης δεν πήρε χρήματα χωρίς απόδειξη ...Αν έπαιρνε χρήματα χωρίς απόδειξη θα το γνώριζα και θα το έλεγα. Γνωρίζοντας το συγκεκριμένο άτομο το αποκλείω.. Αυτά που λένε οι μοναχές είναι ψέματα...", δεν στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά αλλά υποκειμενικές κρίσεις και εκτιμήσεις του εν λόγω μάρτυρα για τον κατηγορούμενο και δεν κρίνονται αξιόπιστα, αφού ο μάρτυρας αυτός δεν συνόδευε τον κατηγορούμενο, κατά τις μεταβάσεις του στη μονή και ως εκ τούτου δεν γνωρίζει τι συνέβαινε εκεί. Πως και γιατί θα γνώριζε αν ο κατηγορούμενος ελάμβανε χρήματα χωρίς αποδείξεις από τη μονή; Θα κοινολογούσε (ο κατηγορούμενος) την παρανομία στο νομικό σύμβουλο της Μητρόπολης Αττικής και της Εκκλησίας; Εξάλλου ο κατηγορηματικός τρόπος που αναφέρεται στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ("... γνωρίζοντας το συγκεκριμένο άτομο το αποκλείω..." (ενν. να ελάμβανε χρήματα από τη μονή χωρίς αποδείξεις) δεν αρκεί, αφού δεν αναφέρει (ο εν λόγω μάρτυρας) συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν θα ζητούσε και δεν θα ελάμβανε χρήματα από τη μονή του οσίου Εφραίμ χωρίς αποδείξεις. Το μόνο γεγονός που καταθέτει ο παραπάνω μάρτυρας είναι ότι ο κατηγορούμενος έχει οικονομίες σε μετρητά 1.000.000.000 δραχμές για τα γηρατειά του (όπως πληροφορήθηκε από δημοσιεύματα), το οποίο δεν αμφισβήτησε ο κατηγορούμενος και για την απόκτηση των οποίων ουδέν γνωρίζει (π.χ. αν αποκτήθηκαν από εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, από μισθούς, τυχηρά κ.ά. και αν για τα χρήματα αυτά έχει νόμιμα παραστατικά), το οποίο σημαίνει, ότι ο μάρτυρας αυτός δεν μπορεί να γνωρίζει αν ο κατηγορούμενος ελάμβανε χρήματα χωρίς αποδείξεις από τη μονή του οσίου Εφραίμ και ότι ο κατηγορούμενος δεν ενημέρωνε τον ως άνω μάρτυρα για θέματα που αφορούσαν την περιουσία του. Όμως ο παραπάνω μάρτυρας αν και παραδέχεται ότι η ανάμιξη του κατηγορουμένου στα του κλεισίματος των παγκαριών και στα της καταμέτρησης του περιεχομένου αυτών παρουσία εντεταλμένων από αυτόν προσώπων ήταν παράνομη, καταθέτοντας ότι, " ...Δεν επιτρέπεται να πει ο επιχώριος Μητροπολίτης ότι θα έχει εκπρόσωπο στην καταμέτρηση των εσόδων...Το ηγουμενοσυμβούλιο είναι όργανο διοικήσεως και αυτό παίρνει αποφάσεις, απλά ο Δεσπότης συμβουλευτικά παρεμβαίνει... Το πρώτο διάστημα έβαλαν λουκέτο και κλειδιά. Αυτό προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Μονής, είχαν ανεχθεί το μέτρο.." στη συνέχεια "νομιμοποιεί" τις ως άνω ενέργειες του κατηγορουμένου, αναφέροντας ότι (ο κατηγορούμενος) "...είχε υψώσει τη σημαία της διαφάνειας και της νομιμότητας ..." με τον έλεγχο που διέταξε και διενεργήθηκε από τον Μ1, ο οποίος "... βρήκε αταξίες..." και "...Έκανε την πρόταση των διπλών κλειδιών ..." και 3) οι Σ4, Σ5 και Σ1 ήσαν ιερείς της Μητρόπολης Αττικής και στενοί συνεργάτες του κατηγορουμένου κατά το επίμαχο διάστημα ο δε Σ6 ήταν οδηγός του και η μαρτυρία τους δεν κρίνεται αξιόπιστη. Ειδικότερα οι ιερείς Σ4 και Σ1 ήσαν οι δύο ιερείς που παρευρίσκονταν στο άνοιγμα και την καταμέτρηση των χρημάτων των παγκαριών της μονής του οσίου Εφραίμ ως εκπρόσωποι του κατηγορουμένου, ελάμβαναν 10.000 δρχ. ο καθένας κάθε εβδομάδα και όταν οι μοναχές αντέδρασαν στην παράνομη ως άνω ενέργεια του κατηγορουμένου, σφράγισαν τα παγκάρια και διένειμαν δωρεάν το κερί στους προσκυνητές, μετέβησαν, κατ' εντολή του κατηγορουμένου στη μονή (στις 17/7/1998), συνοδεία αστυνομικών, τη συνδρομή των οποίων είχαν ζητήσει, και, επιδεικνύοντας υπερβάλλοντα ζήλο, επιχείρησαν να ανοίξουν με τη βία τα παγκάρια, ο πρώτος μάλιστα απ' αυτούς χρησιμοποίησε "σκαρπέλο" για να τα ανοίξει, πράγμα το οποίο δεν κατάφερε καθόσον η δόκιμη μοναχή Ν1 τοποθέτησε τα χέρια της στα παγκάρια. Οι δύο ως άνω ιερείς αν και γνώριζαν ότι η παρουσία τους στο άνοιγμα και την καταμέτρηση του περιεχομένου των παγκαριών είναι παράνομη εν τούτοις, εμφανίζονταν κάθε εβδομάδα στη μονή, ως εκπρόσωποι του κατηγορουμένου, άνοιγαν τα παγκάρια, προέβαιναν σε καταμέτρηση, παρουσία και 2-3 μοναχών, ελάμβαναν 10.000 δρχ. ο καθένας για κάθε καταμέτρηση, δεν χορηγούσαν αποδείξεις για τα χρήματα που ελάμβαναν και στη συνέχεια, στις 17/7/1998, προέβησαν στις ως άνω απαράδεκτες, για φέροντες το σχήμα του ιερέα, ενέργειες μέσα στη μονή, αλλά και μετά, με τη μαρτυρική τους κατάθεση σε βάρος των μοναχών Ψ1, Ψ2, Ψ3 και της δόκιμης μοναχής Ν1, στο ακροατήριο του αυτόφωρου Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, στο οποίο οι ανωτέρω είχαν παραπεμφθεί για απείθεια, πράξη για την οποία αθωώθηκαν με την 108701/2001 απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου που κατέστη αμετάκλητη. Ο ιερέας Σ5, γνωρίζει από πολλών ετών τον κατηγορούμενο, ο οποίος τον είχε χειροτονήσει ιερέα στη Ζάκυνθο (όταν ήταν Μητροπολίτης Ζακύνθου) με την έλευση του κατηγορουμένου στη Μητρόπολη Αττικής μετατέθηκε και ο εν λόγω ιερέας στην Μητρόπολη Αττικής, ήταν και εξακολουθεί να είναι άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του, γι' αυτό τοποθετήθηκε διευθυντής του ιδιαίτερου γραφείου του κατηγορουμένου, όταν ήταν Μητροπολίτης Αττικής και από το έτος 2002 ήταν και διοικητικός επίτροπος της εν λόγω Μητρόπολης. Η κατάθεση, λοιπόν, του ανωτέρω μάρτυρα, ο οποίος αναφέρει ότι ο "...Μητροπολίτης δεν ζήτησε χρήματα από το μοναστήρι αυτό και ούτε από κανένα άλλο. Από τον έλεγχο που έκανε στενοχωρήθηκαν οι μοναχές, γιατί φοβήθηκαν ότι θα τους βάλει κυρώσεις, γι' αυτό στράφηκαν εναντίον του Μητροπολίτη..." δεν κρίνεται πειστική, όπως, επίσης, δεν κρίνεται πειστική και η κατάθεση του οδηγού του κατηγορουμένου Σ6, ο οποίος αναφερόμενος στις μεταβάσεις του κατηγορουμένου στη μονή του οσίου Εφραίμ κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος μετέβαινε "... πέντε φορές το πολύ το χρόνο..." και ότι "...ποτέ δεν πήγε μόνος, πάντα πηγαίναμε μαζί. Πάντα τον πήγαινα με το αμάξι." Ο κατηγορούμενος, όπως προαναφέρθηκε, συνομολογεί, ότι έλαβε (η Μητρόπολη Αττικής) το ποσό των 1.500.000 δρχ. δια χειρός Π1 στην αρχή της θητείας του, για την επίπλωση των γραφείων της Μητρόπολης και για τα δικαστικά έξοδα που αφορούσαν την αίτηση ακύρωσης της εκλογής του και το ποσό των 1.700.000 δρχ. το έτος 1997 για τους ποιμαντικούς - ιεραποστολικούς σκοπούς της Μητρόπολης, ενώ αρνείται ότι έλαβε από τη μονή του οσίου Εφραίμ οποιαδήποτε άλλο χρηματικό ποσό, κατά την περίοδο 1995-1998 για οποιαδήποτε αιτία, και διατείνεται ότι οι εναντίον του κατηγορίες χαλκεύθηκαν από τις μοναχές της ως άνω μονής με τη συνδρομή λαϊκών και ιδιαίτερα των μελών του σωματείου Αλληλεγγύης της Μονής που ιδρύθηκε το έτος 1999. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι οι εναντίον του κατηγορίες για υπεξαίρεση χρημάτων της μονής αποτελούν αντιπερισπασμό των μοναχών, για τις κατ' αυτών καταγγελίες του για αδιαφανείς διαδικασίες και κακοδιαχείριση των εσόδων της μονής, περί των οποίων διαλαμβάνει η από 8/9/1997 έκθεση του πρώην Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Μ1 ο οποίος διενήργησε έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης της μονής. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν προκύπτουν από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, η δε έκθεση Μ1 που αποτέλεσε το εφαλτήριο του κατηγορουμένου για την επιβολή συνδιαχείρισης των οικονομικών της μονής του οσίου Εφραίμ [κλείδωμα των παγκαριών, άνοιγμα και καταμέτρηση του προϊόντος αυτών, παρουσία εξωμοναστηριακών (δύο ιερέων) εντεταλμένων του κατηγορουμένου] κρίθηκε αβάσιμη ως προς τις διαπιστώσεις και παρατηρήσεις της, τόσο από τους ελεγκτές του ΣΔΟΕ, Λ2, ..... και Λ1, (οι δύο τελευταίοι κατέθεσαν και ως μάρτυρες), που διενήργησαν έλεγχο στα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία της ως άνω μονής και συνέταξαν την από 17/9/1998 έκθεση τους, όσο και από την Ο1 οικονομική επιθεωρήτρια της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών, που συνέταξε την με αριθμ. πρωτ. 2680/8/4/2002 έκθεση διαχειριστικού και οικονομικού ελέγχου της ως άνω μονής. Αντίθετα, είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί και οι αιτιάσεις των μοναχών της μονής του οσίου Εφραίμ, ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος αντιλήφθηκε, τόσο κατά τις συχνές επισκέψεις του στη μονή, όσο και από πληροφορίες των κληρικών της Μητρόπολης Αττικής, ότι τα έσοδα της μονής έχουν ανοδική πορεία, λόγω της συνεχώς αυξανόμενης προσέλευσης προσκυνητών, επεδίωξε, αρχικά, να επιβάλλει συνδιαχείριση των οικονομικών της μονής και στη συνέχεια [όταν η προσπάθεια για συνδιαχείριση απέτυχε λόγω της αντίδρασης των μοναχών που σφράγισαν τα παγκάρια κηροπωλησίας και διένειμαν δωρεάν το κερί στους πιστούς], (επεδίωξε) με την αποδυνάμωση της, την άρνηση της κουράς των δοκίμων μοναχών και τη μη αναγνώριση όλων των μεγαλόσχημων μοναχών που εγκαταβιούσαν σ' αυτή, τη μετατροπή της μονής σε προσκύνημα (εφόσον ο αριθμός των μεγαλόσχημων μοναχών θα περιορίζονταν σε τρεις) και τη συνακόλουθη, κατά νόμο, ανάληψη της οικονομικής διαχείρισης της από την επιχώρια Μητρόπολη (Αττικής). Αναφορικά με τα αμέσως παραπάνω αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά στατικά: Ο κατηγορούμενος, το θέρος του 1997, έδωσε προφορική εντολή στον Μ1 (συνταξιούχο, επίτιμο Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου), με τον οποίο συνδέετο με προσωπική φιλία (και άτυπο σύμβουλο της Μητρόπολης Αττικής κατά τον κατηγορούμενο) να διενεργήσει έλεγχο στα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία της μονής του οσίου Εφραίμ. Ανεξάρτητα από το μη σύννομο του "σύντομου" και κατόπιν προφορικής εντολής διενεργηθέντος ελέγχου [η διενέργεια διαχειριστικού - οικονομικού ελέγχου σε Ν.Π.Δ.Δ. όπως είναι η μονή του οσίου Εφραίμ ανήκει στην αρμοδιότητα, της Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών, που επιλαμβάνεται κατόπιν εγγράφου αιτήματος, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 2343/1995 ή της Υπηρεσίας Οικονομικής Επιθεώρησης της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος] ο Μ1 στην από 8/9/1997 έκθεση του, στο εισαγωγικό της οποίας γίνεται μνεία ότι ο έλεγχος ήταν σύντομος και όχι λεπτομερειακός, αναφέρει, ως προς τα καίρια ζητήματα, τα ακόλουθα: 1) Ότι οι πηγές των εσόδων της μονής είναι, α) το κυτίο του παγκαρίου, β) οι πωλήσεις διαφόρων αντικειμένων της έκθεσης και γ) οι δωρεές και σημειώνει ότι το κλειδί των δύο παγκαριών, ένα και μοναδικό το κρατεί η ηγουμένη και το κουτί το ανοίγουν κάθε εβδομάδα. 2) Ότι οι εισπράξεις και οι πληρωμές από το έτος 1985 μέχρι και το χρόνο του ελέγχου εμφανίζουν ανοδική πορεία (αναφέρονται οι εισπράξεις, οι πληρωμές και το υπόλοιπο Ταμείου της μονής από το έτος 1985 έως και 29/8/1997) και 3) Ότι από την καταμέτρηση της είσπραξης της 2/9/1997 (από τα παγκάρια κηροπωλησίας) προέκυψε το ποσόν των 141.000 δρχ. Ακολούθως, απευθυνόμενος προς τον κατηγορούμενο αναφέρει, ότι: " Η Μονή του Αγίου Εφραίμ μπορεί να αποτελέσει μία τεράστια πηγή εσόδων. Πριν από όλα όμως πρέπει να υπάρξη κάποιο στιβαρό χέρι για να διοίκηση. Η σημερινή Ηγουμένη Η1 έχει προσφέρει, όπως διαπιστώσαμε, ανεκτίμητες υπηρεσίες για τη δημιουργία και την προκοπή της Μονής. Είναι όμως ήδη υπέργηρη (86 ετών). Οι σωματικές και διανοητικές δυνάμεις της την έχουν εγκαταλείψει. Δεν έχει σχεδόν καμμία επαφή με το περιβάλλον της, καμμία συναίσθηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της. Είναι ένα άβουλο άτομο, με το οποίο καμμία συζήτηση δεν μπορεί να γίνη στα θέματα που αφορούν την Μονή. Θα πρέπει λοιπόν να παραμερισθή, με όλες τις ανήκουσες σ' αυτήν δικαιωματικά τιμές, και να αντικατασταθή από άλλη μοναχή. Που θα είναι σε θέση να υπηρέτηση αποτελεσματικά την Μονήν. Να ορισθή με δική σας πράξη Επιτροπή στην οποία, εκτός των μοναχών, να συμμετέχει εκπρόσωπος της Μητροπόλεως, ενδεχομένως δε και ιδιώτης που θα συγκεντρώνη τα απαραίτητα προσόντα. Θα υπάρχουν δύο ή τρία κλειδιά με το οποίο θα ανοίγεται το κουτί του παγκαρίου σε τακτά χρονικά διαστήματα .Το προϊόν αυτό της εισπράξεως, καθώς και τα έσοδα πωλήσεως των αντικειμένων της εκθέσεως και των διαφόρων δωρεών θα κατατίθενται υποχρεωτικά στην Τράπεζα. Στα χέρια της Ηγουμένης θα υπάρχουν μόνο τα χρήματα που απαιτούνται για τις τρέχουσες ανάγκες της Μονής. Ο Διευθυντής του υποκαταστήματος της Τραπέζης Πίστεως στη Νέα Μάκρη, τον οποίο επισκεφθήκαμε στο γραφείο του, κατηγορηματικά μας εδήλωσε ότι είναι διατεθειμένος να συμβάλλει αποφασιστικά στην εξομάλυνση της ανωμάλου αυτής καταστάσεως και να βοηθήση την Μονή στην περαιτέρω πορεία της..." .Στη συνέχεια της έκθεσης του ο Μ1 αναφερόμενος στις αντιδράσεις των μοναχών για το διενεργούμενο έλεγχο μνημονεύει στην έκθεση του, ότι σκοπός του ελέγχου που διέταξε ο Σεβασμιώτατος δεν ήταν να προβεί στη λήψη δυσμενών σε βάρος τους μέτρων, αλλά η διευκόλυνση του έργου τους και η λεπτομερειακή καταγραφή των εισπράξεων, που "...κατά πληροφορίες που κυκλοφορούν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα ανέρχονται ετησίως σε 200 - 250 εκατομμύρια..." (ενν. δραχμές), ότι οι μοναχές του αντέτειναν ότι δεν θα δεχθούν στην καταμέτρηση των παγκαριών καμία ανάμιξη κληρικού ή λαϊκού, γιατί οι Κανονισμοί της μονής δεν επιτρέπουν την ανάμιξη τρίτων και ότι αυτά δεν γίνονται σε κανένα μοναστήρι και ότι τελικώς, μετά τη διαβεβαίωση ότι ο επιχώριος Μητροπολίτης τις περιβάλλει με εμπιστοσύνη, κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις τους και δέχθηκαν όπως η καταμέτρηση των εισπράξεων γίνεται ανά διήμερο από τρεις μοναχές, να καταγράφονται τα ποσά σε θεωρημένο από το Μητροπολίτη τετράδιο και να κατατίθενται, τουλάχιστον ανά διήμερο στην τράπεζα, αλλ' απέρριψαν τη συμμετοχή κληρικού ή λαϊκού στη διαδικασία καταμέτρησης. Οι περιεχόμενες στην ως άνω έκθεση εκτιμήσεις, παρατηρήσεις και υποδείξεις εκφεύγουν των ορίων της νομιμότητητας και τυχόν εφαρμογή τους θα συνιστούσε ευθεία παρέμβαση του επιχώριου Μητροπολίτη στη διοίκηση και διαχείριση των οικονομικών της μονής, όπως, π.χ. οι υποδείξεις, α) για "παραμερισμό" της ηγουμένης Η1 και αντικατάστασή της από άλλη μοναχή, αν και αυτό απαγορεύεται, γιατί ο ηγούμενος (ή η ηγουμένη) είναι ισόβιος (άρθρο 39 παρ. 5 του ν. 590/1977) και δεν νοείται "αντικατάστασή" του, β) για "ορισμό Επιτροπής στην οποία εκτός των μοναχών να συμμετέχει εκπρόσωπος της Μητροπόλεως, ενδεχομένως και ιδιώτης", γ) να "υπάρχουν δύο ή τρία κλειδιά με τα οποία θα ανοίγεται το κουτί του παγκαρίου...και το προϊόν αυτό θα κατατίθεται υποχρεωτικά στην Τράπεζα", δ) για τα πόσα χρήματα πρέπει να έχει η ηγουμένη ("στα χέρια της Ηγουμένης θα υπάρχουν μόνο τα χρήματα που απαιτούνται για τις τρέχουσες ανάγκες της Μονής") και ε) για καταγραφή "σ' ένα τετράδιο θεωρημένο από τη Μητρόπολη" των εισπράξεων της μονής και η εν συνεχεία μεταφορά τους στο Βιβλίο Ταμείου. Επίσης, η εκτίμηση ότι τα εισπραττόμενα από τους προσκυνητές ποσά, "... κατά πληροφορίες που κυκλοφορούν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα ανέρχονται ετησίως σε 200 - 250 εκατομμύρια... " είναι έωλη, αφού δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία του ελέγχου που διενήργησε. Εύλογα ερωτηματικά δημιουργεί εξάλλου η πρωτοβουλία του Μ1 να επισκεφθεί, όπως αναφέρει στην ως άνω έκθεση του, στο γραφείο του τον διευθυντή του υποκαταστήματος της Τράπεζας Πίστεως της Νέας Μάκρης, χωρίς να έχει προς τούτο σχετική εξουσιοδότηση της μονής (του διοικούντος αυτή ηγουμενοσυμβουλίου), ο οποίος μάλιστα του δήλωσε (κατά τα διαλαμβανόμενα στην έκθεση) "...ότι είναι διατεθειμένος να συμβάλλει αποφασιστικά στην εξομάλυνση της ανωμάλου αυτής καταστάσεως και να βοηθήσει την Μονή ...". Έχοντας, λοιπόν, ως εφαλτήριο την έκθεση του Μ1 ο κατηγορούμενος επέβαλε (αρχικά) στην ως άνω μονή συνδιαχείριση, με το διορισμό εξωμοναστηριακής επιτροπής για τον έλεγχο και την καταμέτρηση των παγκαριών, ενώ το μόνο αρμόδιο όργανο για την καταμέτρηση του προϊόντος του παγκαρίου είναι το ηγουμενοσυμβούλιο (άρθο 39 παρ. 4 του ν. 590/1977, παρ. 4 του Κανονισμού 39/1972, άρθρο 7 του Β.Δ. 7/15/9/1858, τμήμα Α'). Βέβαια ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι η ηγουμένη αποδέχθηκε την εξωμοναστηριακή επιτροπή, πλην όμως η αποδοχή αυτή δεν ήταν προϊόν της ελεύθερης βούλησης της ηγουμένης, η οποία δεν ήταν και αρμόδια να αποφασίσει επ' αυτού, αλλά των πιέσεων που άσκησε ο κατηγορούμενος επ' αυτής. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος μόλις έλαβε στα χέρια του την έκθεση Μ1 με το από 15/10/1997 έγγραφο του (με αριθμ. πρωτ. 738) προς το ηγουμενοσυμβούλιο της ως άνω μονής, διαβίβασε αντίγραφο της έκθεσης αυτής και ζήτησε γραπτώς εξηγήσεις για τις "διαπιστωθείσες αταξίες, παραλείψεις και παρατυπίες στη διαχείριση" της μονής, προκειμένου να ενεργήσει τα δέοντα, σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες και την κείμενη νομοθεσία προς διασφάλιση της διαφάνειας, της τάξης και της νομιμότητας στη διαχείριση της μονής, "η οποία συν τη παρόδω του χρόνου εξελίσσεται εις σημαντικόν προσκύνημα πανελληνίου εμβελείας". Στην ως άνω επιστολή ο κατηγορούμενος επισημαίνει ότι υπάρχει δυνατότητα "εκ του νόμου επεμβάσεως του Εισαγγελέως" και ότι είναι υποχρεωμένος να επιβάλλει την τάξη και τη νομιμότητα στη διαχείριση της μονής. Η ηγουμένη απάντησε με την από 12/11/1997 επιστολή της (με αριθμ. πρωτ. 21) προς τον κατηγορούμενο, με την οποία αφού παρέχει τις απαιτούμενες εξηγήσεις αποδέχεται την υπόδειξη του, όπως το παγκάρι"... ανοίγει παρουσία και ιερέως της Μητροπόλεως και παρουσία τούτου να γίνεται η καταμέτρηση χρημάτων...". Το ότι η αποδοχή της ως άνω υπόδειξης του κατηγορουμένου, δεν ήταν προϊόν της ελεύθερης βούλησης της ηγουμένης, αλλά αποτέλεσμα των πιέσεων που άσκησε ο κατηγορούμενος, στηριζόμενος στην έκθεση του Μ1 προκύπτει και από το γεγονός ότι, το ηγουμενοσυμβούλιο, το μόνο αρμόδιο όργανο να αποφασίσει σχετικώς, με την 24/30/1/1998 πράξη του αποφάσισε ομόφωνα να ανακαλέσει την με αριθμ. πρωτ. 21/12/11/1997 επιστολή της ηγουμένης, κατά το ως άνω σημείο και να τοποθετήσει νέες κλειδαριές στο παγκάρι της μονής και τα κλειδιά να φυλάσσονται από τις μοναχές, οι οποίες με ευθύνη τους θα ανοίγουν το παγκάρι, θα καταμετρούν τα χρήματα, τα οποία και θα καταθέτουν σε πιστωτικό ίδρυμα της επιλογής της ηγουμένης. Την απόφαση αυτή, εκτός από τα μέλη του ηγουμενοσυμβουλίου (αποτελούμενο από την ηγουμένη Η1 και τις μοναχές Ψ1 και Ψ2) αποδέχθηκαν και συνυπέγραψαν και οι λοιπές μοναχές Ψ3, Ψ4 και Ψ5, καθώς και η δόκιμη μοναχή Ν2. Την ως άνω έκθεση (Μ1 ) ο κατηγορούμενος την απέστειλε τόσο προς το ΣΔΟΕ (με το έγγραφο 251/4/5/1998) όσο και προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών (με το έγγραφο 494/19/7/1998). Στο έγγραφο προς τον ως άνω Εισαγγελέα ο κατηγορούμενος εκτός των άλλων αναφέρει ότι, "... εκ του διενεργηθέντος διαχειριστικού ελέγχου διεπιστώθη έλλειψις διαφάνειας εις τας εισπράξεις και εις την διαχείρισιν εν γένει της Μονής και η διαρροή σημαντικών χρηματικών ποσών. Κατόπιν τούτου εδώσαμεν εντολήν να ασφαλισθούν τα παγκάρια κηροπωλησίας της Μονής και η καταμέτρησις να γίνεται με την παρουσία εκπροσώπου της Ιεράς Μητροπόλεως...Το Ηγουμενοσυμβούλιοντης Μονής ενώ αρχικώς εδέχθη την εντολή μας και επειθάρχησεν εις αυτήν, αιφνιδίως και άνευ της ημετέρας εγκρίσεως, ... ενήργησεν ώστε να εμποδίζεται η τοποθέτησις των εισφορών των πιστών εκ της κηροπωλησίας εντός των ησφαλισμένων και ελεγχομένων με πλήρη διαφάνειαν και νομιμότητα παγκαριών, προφασιζόμενον ότι το κερί θα προσφέρεται δωρεάν" [αναφέρεται στην 36/14/7/1998 απόφαση του ηγουμενοσυμβουλίου για δωρεάν διανομή του κεριού στους προσκυνητές, που γνωστοποιήθηκε στον κατηγορούμενο με το έγγραφο 41/14/7/1998], "εις την πραγματικότητα όμως δια να ρίπτωνται τα χρήματα των πιστών εις έτερον εντός του Ναού παγκάριον ..." και ζητεί όπως ο Εισαγγελέας ενεργήσει τα δέοντα για την "απρόσκοπτην εφαρμογήν της εντολής" του (δηλ. να κλειδώσουν τα παγκάρια κηροπωλησίας και το άνοιγμα και η καταμέτρηση του προϊόντος αυτών να γίνεται παρουσία των εντεταλμένων από αυτόν ιερέων) και " την επιβολήν της τάξεως και της διαφάνειας εις την οικονομικήν διαχείρισιν της ως είρηται Ιεράς Μονής". Προηγουμένως, με το 429/30/-6/1998 έγραφό του προς την ηγουμένην της ως άνω μονής ο κατηγορούμενος αφού αναφέρεται στις προσπάθειες για αγιονυμία του οσίου Εφραίμ και στον έλεγχο που διενήργησε ο Μ1 και τα ευρήματα αυτού, καταφέρεται κατά της μοναχής Ψ3 με τη μνεία ότι ο παραπάνω έλεγχος ενόχλησε τις μοναχές και κυρίως τη μοναχή Ψ3, η οποία συμπεριεφέρθη απρεπώς προς τον Μ1 ότι από τη στιγμή που διέταξε τα δέοντα (κλείδωμα των παγκαριών κ.λ.π.) άρχισε ανοίκειος και απρεπής πόλεμος εναντίον του " .., πρωτοστατούσης της Μοναχής Ψ3..." και ότι για λόγους "...παιδαγωγίας και φρονηματισμού είναι αναγκασμένος να απαγγείλει κατηγορία κατά της μοναχής Ψ3 "... δι' αντιμοναχικήν συμπεριφοράν και άλλας αντικανονικάς πράξεις..." και να κινήσει τη διαδικασία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Στο αμέσως παραπάνω έγγραφο απάντησε η ηγουμένη με το 34/6/7/1998 έγγραφο της, με το οποίο αφού αντικρούει τις αιτιάσεις του κατηγορουμένου για φιλοχρηματία τονίζει ότι θα διακοπεί η κηροπωλησία και ότι το κερί θα διανέμεται δωρεάν μετά από απόφαση του ηγουμενοσυμβουλίου. Σε απάντηση ο κατηγορούμενος με έγγραφα προς το ηγουμενοσυμβούλιο, 1) επιμένει στην ανάμιξη του στη διαχείριση των οικονομικών της μονής [στο 468/8/7/1998 έγγραφο αναφέρει ότι "... συμφώνως προς το εκκλησιαστικόν δίκαιον και την έκπαλαι κρατούσαν κανονικήν τάξιν ουδεμία απόφασις Ηγουμενοσυμβουλίου ισχύει άνευ εγκρίσεως αυτής υπό του οικείου Μητροπολίτου. Επομένως ως προς την διαχείρισιν της Μονής τα πράγματα θα παραμείνουν ως έχουν..." και 2) προαναγγέλλει δίωξη των μοναχών της ως άνω μονής και εντέλλεται την επαναφορά του ισχύσαντος για έξι περίπου μήνες καθεστώτος κηροπωλησίας, θεωρώντας ότι αποτελεί σατανικό τέχνασμα για την αποφυγή ελέγχου, τη διακοπή κηροπωλησίας και τη δωρεάν διανομή του κεριού στους πιστούς [στο 495/20/7/1998 έγγραφο αναφέρει ότι "...ετοιμαζόμεθα να κινήσωμεν καθ' υμών την διαδικασίαν του Ν.5383/1932 (ΦΕΚΑ' 110) περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, απαγγέλοντες καθ' υμών κα-τηγορίαν δι' απείθειαν, καταφρόνησιν του οικείου Επισκόπου, φατρίαν, φιλοχρηματίαν και άλλα κανονικά παραπτώματα, δια να υποστήτε δικαίως τας υπό των Ιερών Εκκλησιαστικών Κανόνων προβλεπομένας κυρώσεις ..., Πατρικώς εντελλόμεθα : α) όπως αποκαταστήσητε τα παγκάρια της κηροπωλησίας εις την προτέραν κατάστασιν...ίνα ανοίγωνται με την παρουσίαν εκπροσώπου της Ιεράς Μητροπόλεως κληρικού... αποτελεί σατανικόν τέχνασμα δια να αποφύγετε τον έλεγχο υπό της Ιεράς Μητροπόλεως των εκ της κηροπωλησίας εισπράξεων ότι θα διακόψετε την κηροπωλησίαν και θα παρέχετε δωρεάν το κερί στους προσκυνητές...] και χαρακτηρίζει τη μοναχή Ψ3 ως "κακό δαίμονα" της μονής που "συνομοτεί" με το ζεύγος Σ2 κατ' αυτού. Η μοναχή Η1 απάντησε στον κατηγορούμενο με το 44/22/7/1998 έγγραφο στο οποίο εκτός των άλλων αναφέρει ότι, η μονή έχει έξι μεγαλόσχημες και τρεις δόκιμες μοναχές "διορθώνοντας" το μήνυμα της Μητρόπολης Αττικής στο διαδίκτυο ότι η ως άνω μονή έχει τέσσερις μεγαλόσχημες και τέσσερις δόκιμες μοναχές, ότι η διακοπή της κηροπωλησίας και η δωρεάν διανομή του κεριού ανάγεται στη σκοπιμότητα των ενεργειών της μονής και δεν άπτεται της νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης της μονής, την οποία και μόνο δικαιούται να ελέγχει ο επιχώριος Μητροπολίτης και ότι από το Νοέμβριο του 1997 η μονή αδυνατεί να πράξει οτιδήποτε, για το λόγο ότι (ο κατηγορούμενος) δεν εγκρίνει τις δημοπρασίες και αφήνει τα έσοδα να συσσωρεύονται στην Τράπεζα. Σε παρόμοιο ύφος συνεχίζεται η ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ του κατηγορουμένου και της ως άνω μονής και κατά το επόμενο χρονικό διάστημα, ο πρώτος μάλιστα με το 564/10/8/1998 έγγραφο του, απευθυνόμενο προς την Ιερά Σύνοδο, αναφέρει εκτός των άλλων, ότι η εν λόγω μονή "...εξελίσσεται ραγδαίως εις πανελληνίου, αν μη και πανορθοδόξου, εμβελείας Προσκύνημα...." και ότι "...η ιδαιτερότης της Μονής επιβάλλει ουσιαστικήν παρουσίαν του οικείου Επισκόπου εις την διοίκησιν και διαχείρισιν αυτής και τον διαρκή έλεγχο αυτού προς διασφάλισιν της χρηστής διαχειρίσεως...". Από τα προεκτεθέντα έγγραφα προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος επέβαλε παρανόμως την εξωμοναστηριακή επιτροπή των δύο ιερέων στο άνοιγμα και την καταμέτρηση του προϊόντος των παγκαριών κηρο-πωλησίας και όταν οι μοναχές αντέδρασαν όχι μόνο δεν περιορίστηκε στα καθήκοντα ελέγχου της νομιμότητας των ενεργειών των οργάνων της μονής, αλλά με σειρά εγγράφων (και προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών) ζήτησε να επανέλθει το παράνομο ως άνω καθεστώς, με απειλές κατά των μοναχών για διώξεις, με αμφισβήτηση του αριθμού των μεγαλόσχημων μοναχών και με χαρακτηρισμό της μονής ως "Προσκυνήματος πανελλήνιας εμβέλειας", φράση που αποτελεί προανάκρουσμα για το μελλοντικό χαρακτηρισμό της μονής ως Προσκυνήματος, (σε συνδυασμό με τον περιορισμό του αριθμού των μεγαλόσχημων μοναχών σε τρεις) γεγονός που θα είχε ως συνέπεια την περιέλευση της οικονομικής του διαχείρισης στην επιχώρια Μητρόπολη. Ο κατηγορούμενος διατείνεται ότι το κλείδωμα των παγκαριών κηροπωλησίας, το άνοιγμα και η καταμέτρηση παρουσία δύο εκπροσώπων του κατέδειξε ότι τα έσοδα της μονής ήσαν περισσότερα απ' όσα τα εμφάνιζαν οι μοναχές στα βιβλία και στοιχεία της μονής και συνακόλουθα την κακοδιαχείριση, γεγονότα που συνδυαζόμενα με την κακή επιρροή τρίτων (λαϊκών) επί των μοναχών οδήγησε στην σε βάρος του κατηγορία. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον ναι μεν τα έσοδα της μονής ήσαν αυξημένα το έτος 1998 έναντι του 1997, τούτο όμως οφείλεται στην συνεχώς, κατ' έτος, βελτιούμενη κατάσταση των εσόδων της μονής, γεγονός που επισημαίνει και ο Μ1 στην έκθεση του, και όχι στις ως άνω παράνομες ενέργειες του κατηγορουμένου να παρέμβει στη διαχείριση των οικονομικών της μονής. Το έτος 1998 δεν παρουσιάζεται αύξηση μόνο στα έσοδα των παγκαριών κηροπωλησίας που ελέγχονται από τον κατηγορούμενο αλλά και στα έσοδα της έκθεσης και της αγιογραφίας, τα οποία δεν ελέγχονταν από τον κατηγορούμενο. Συγκεκριμένα, ενώ το έτος 1997 τα έσοδα των τριών ως άνω πηγών (παγκάρια κηροπωλησίας, έκθεσης και αγιογραφίας) ανέρχονταν σε 51.466.800, 16.667.600 και 2.450.000 δρχ. αντίστοιχα, κατά το έτος 1998 τα έσοδα αυτά αυξήθηκαν σε 63.043.000, 36.636.000 και 21.408.500 δρχ. αντίστοιχα. Επίσης δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για κακοδιαχείριση εκ μέρους των μοναχών της ως άνω μονής, ο οποίος στηρίζεται στην έκθεση Μ1, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, οι διαπιστώσεις της έκθεσης αυτής κρίθηκαν αβάσιμοι και καταρρίφθηκαν από τις εκθέσεις των νομίμως διορισθέντων ελεγκτών του ΣΔΟΕ και της Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών. Σε εκτέλεση της Γ98/1690α/30/4/1998 εισαγγελικής παραγγελίας οι Λ2 , Λ3 και Λ1 διενήργησαν φορολογικό και λογιστικό έλεγχο στη μονή του οσίου Εφραίμ και συντάχθηκε η από 17/9/1998 πορισματική έκθεση, με την οποία, ως προς το βασικό ζήτημα των εσόδων της μονής αναφέρεται ότι " ...από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τα έσοδα της μονής ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων (200) έως διακοσίων πενήντα (250) εκατομμυρίων ετησίως. Όπως αναφέρει στην έκθεση του ο κύριος Μ1 στις 2/9/1997 πραγματοποίησε καταμέτρηση των εισπράξεων από το παγκάρι της Ιεράς Μονής από την οποία προέκυψε το ποσόν των 141.000 δρχ. Το ποσό αυτό πολλαπλασιαζόμενο επί 365 (δηλαδή τις ημέρες του έτους) μας δίνει συνολικά 51.465.000 δρχ. Κατά συνέπεια η άποψη ότι τα έσοδα της Ιεράς Μονής ανέρχονται σε ετήσια βάση στο ποσό των διακοσίων (200) έως διακοσίων πενήντα (250) εκατομμυρίων δραχμών τυγχάνει αναπόδεικτη...". Αλλά και για άλλες επιμέρους διαπιστώσεις της έκθεσης Μ1 όπως π.χ. έλλειψη παραστατικών για ορισμένες δαπάνες στην έκθεση των ελεγκτών του ΣΔΟΕ αναφέρεται ότι υπήρχαν παραστατικά τα οποία και αναγράφονται για κάθε μία (αμφισβητούμενη) δαπάνη. Τέλος το υπόλοιπο ταμείου της μονής, κατά το χρόνο του ελέγχου από τους ελεγκτές του ΣΔΟΕ (14/5/1998) ανέρχονταν στο ποσό των 1.414.095 δρχ στο ποσό δε αυτό ανήλθε και το καταμετρηθέν ποσό και ως εκ τούτου ουδέν έλλειμμα διαπιστώθηκε. Το γεγονός ότι ο αμέσως παραπάνω έλεγχος δεν επιβεβαίωσε όσα ανέφερε η έκθεση Μ1 αλλ' αντίθετα κατέδειξε ότι η ως άνω μονή εξέδιδε φορολογικά στοιχεία, επιβεβαιώνεται και από τις μαρτυρικές καταθέσεις των Λ1 και Λ3, ο πρώτος από τους οποίους αναφέρει εκτός των άλλων ότι, " ...Πήραμε ένα ένα τα ερωτήματα βρήκαμε τα αποδεικτικά στοιχεία. Ο Μ1 έλεγε ότι δεν υπήρχαν παραστατικά, ενώ εμείς βρήκαμε παραστατικά..." και ο δεύτερος ότι "...Από τον έλεγχο δεν προέκυψε τίποτε σε βάρος της Ιεράς Μονής. Απ' ότι φαίνεται ο Μ1 έκανε σύντομο έλεγχο και όχι λεπτομερειακό...". Αλλά και η οικονομική επιθεωρήτρια του Υπουργείου Οικονομικών Ο1 η οποία διενήργησε διαχειριστικό και οικονομικό έλεγχο, μετά νόμιμη εντολή [1032226/-856/535-Α/7/4/1999 της Δ/νσης Επιθ/σης Δ.Δ.Ν.Π. και ΔΕΚΟ - Τμήμα Δ.Δ. και Ν.Π.Δ.Δ.] στα συμπεράσματα της από 8/4/2002 (με αριθμ. πρωτ. 2680) έκθεσης της αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι : 1) Η διαχείριση της μονής λειτουργεί με την πρέπουσα τάξη, όσον αφορά τη λογιστική παρακολούθηση των μεγεθών της. Σε γενικές γραμμές τηρούνται τα προβλεπόμενα βιβλία και στοιχεία. 2) Παρατηρούνται ελλείψεις και παραλείψεις οι οποίες δεν αλλοιώνουν τη θετική εικόνα της διαχείρισης. Διαπιστώθηκε ότι ο λογαριασμός 149/766338-27 που ήταν κατατεθειμένα τα διαθέσιμα της μονής στην Εθνική Τράπεζα Νέας Μάκρης ετηρείτο στα ονόματα των μελών του Ηγουμενοσυμβουλίου της μονής (της ηγουμένης Η1 της μοναχής Ψ1 και της μοναχής Ψ3) και ότι αυτό είναι αντικανονικό γιατί θα έπρεπε να τηρείται στο όνομα του Ν.Π.Δ.Δ. της Ιεράς Μονής. Για το ζήτημα αυτό της δηλώθηκε από τις μοναχές ότι η τακτική αυτή επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων, "...λόγω της παρανόμου πρακτικής που επέβαλε, συνεργούσης και της ΕΤΕ, να αρνείται η ΕΤΕ στην Ιερά Μονή την όποια ανάληψη χρημάτων εκ του λογαριασμού της, χωρίς την εγκριτική πράξη του οικείου Μητροπολίτου να εγκρίνει τις αναλήψεις, με αποτέλεσμα η άρνηση του Μητροπολίτου να εγκρίνει τις αναλήψεις να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην λειτουργία της Μονής και στην επιβίωση της Αδελφότητας...". 3) Η μονή στερείται κανονισμού λειτουργίας, παρ' ότι τούτο προβλέπεται και επιβάλλεται από τα άρθρα 39 παρ. 4 του ν. 590/1977, το άρθρο 2 παρ. β. του Καν. 39/1972 και το άρθρο 8 του ίδιου Κανονισμού. Η μονή συνέταξε και ψήφισε κανονισμό λειτουργίας της πλην όμως " ...αντικανονικώς επεστράφη με την αόριστη παρατήρηση του Επισκόπου ότι δι' αυτού φαλκιδεύονται οι κανονικές του αρμοδιότητες...". 4) Η μονή συντάσσει προϋπολογισμούς και απολογισμούς κατ' έτος. Μέχρι το έτος 1998 υποβάλλονταν στον οικείο Επίσκοπο χωρίς να συνοδεύονται οι απολογισμοί με αντίστοιχα παραστατικά, πράγμα το οποίο είναι αντικανονικό και ανεπίτρεπτο, και χωρίς έγκριση από τον οικείο Μητροπολίτη, ο οποίος ενέκρινε μόνο τον προϋπολογισμό και απολογισμό του έτους 1997. 5)
Απορρίπτει σχεδόν στο σύνολο της την έκθεση Μ1 " ... διότι η τακτική που ακολουθήθηκε, οι μέθοδοι που εφαρμόστηκαν και οι εισηγήσεις που προτείνει είναι αβάσιμες και αστήρικτες... αγνόησε τα ισχύοντα και τη δεοντολογία και ασχολήθηκε με θέματα που μπορούν να θεωρηθούν "ύποπτα", όπως οι προτάσεις για το παγκάρι της μονής, "με πλήρη περιφρόνηση στην αυτοδιοίκηση του Ν.Π.Δ.Δ. και τα ισχύοντα περί Μονών " και 6) "Δεν συμφωνεί ο έλεγχος με τις πληροφορίες και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των 200 έως 250 εκατομμυρίων ετησίως, ως εσόδων της μονής..." . Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος, διαβλέποντας ότι ο διαχειριστικός έλεγχος της Ο1 δεν ευνοεί τις θέσεις του, με επιστολές του προς τον τότε υφυπουργό Οικονομικών Γ. Δρυ (με αριθμ. πρωτ. 819/2/11/1999) και προς τον Δ./ντή Οικονομικής Επιθεώρησης ....(με αριθμ. πρωτ. 820/2/-11/1999) ζήτησε την αντικατάσταση της από άλλο επιθεωρητή, γιατί δεν ήταν αντικειμενική και αμερόληπτη και "...προσπαθεί να καλύψει την κακοδιαχείρισιν της μονής...", την οποία όμως (αντικατάσταση) δεν πέτυχε, αφού η ανωτέρω συνέχισε και ολοκλήρωσε τον προαναφερθέντα έλεγχο στην ως άνω μονή. Η κρίση αυτού του δικαστηρίου για το αβάσιμο των ως άνω ισχυρισμών του κατηγορουμένου και το βάσιμο των αιτιάσεων των μοναχών κατ' εκείνου ενισχύεται και από το ότι: 1)Στις 11/6/1998, δηλαδή διαρκούντος του ελέγχου από το ΣΔΟΕ στη μονή, όταν οι ελεγκτές μετέβησαν στα γραφεία της Μητρόπολης Αττικής, μετά από πρόσκληση του κατηγορουμένου, τους είπε ότι "...είχε σκοπό να κάνει το Μοναστήρι προσκύνημα..." και "...προς Θεού μη μου βγάλετε το Μοναστήρι καθαρό..." (βλ. κατάθεση Λ1). 2) Ο Μητροπολίτης Ξάνθης......., ο οποίος με εντολή της Ιεράς Συνόδου είχε μεσολαβήσει για την εξεύρεση λύσης στη διένεξη κατηγορουμένου - μοναχών, στην με αριθμ. πρωτ. 769/23/11/1998 έκθεση του προς την Ιερά Σύνοδο, αναφέρεται στη διαβεβαίωση που του παρέσχε το ηγουμενοσυμβούλιο της μονής του οσίου Εφραίμ ότι στον προϋπολογισμό χρήσεως 1999 "...θα προβλεφθή κονδύλιον 15.000.000 δρχ. ως συμβολή της Μονής εις το ποιμαντικόν έργον της Ιεράς Μητροπόλεως...", το οποίο σημαίνει ότι αντικείμενο των "διαπραγματεύσεων" μεταξύ των δύο πλευρών αποτέλεσε και η αξίωση του κατηγορουμένου να του καταβάλλει η μονή κάθε χρόνο ορισμένο χρηματικό ποσό για το ποιμαντικό έργο της Μητρόπολης, αν και ουδεμία νομική υποχρέωση είχε προς τούτο. 3) Μετά το θάνατο της ηγουμένης Η1 (23/4/1999) και τη διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη νέου ηγουμενοσυμβουλίου (στις 16/5/1999), ο κατηγορούμενος με το 36772775/1999 έγγραφο του αρνήθηκε να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα, διατεινόμενος ότι δύο από τις μεγαλόσχημες μοναχές δεν έχουν υποστεί κανονική κουρά και ότι σε βάρος της μοναχής Ψ3 εκκρεμεί πειθαρχική δίωξη, ενώ με την 404/14/6/1999 επιστολή του προς την αδελφότητα της ως άνω μονής, αμφισβήτησε την ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων για την κανονικότητα της κουράς των μοναχών Ψ4 και Ψ5 (έλλειψη έγκρισης του οικείου Μητροπολίτη) και ότι κατόπιν τούτου επεφύλασσε "... εις εαυτόν το δικαίωμα του διορισμού Ηγουμένης και Ηγουμενοσυμβουλίου...". Στις 20/6/1999 εκδηλώνεται η μεταστροφή και η μετάνοια της μοναχής Ψ3 προς τον κατηγορούμενο, στις 25/6/1999 παρέχεται από τον τελευταίο συγχώρηση προς τη μοναχή Ψ3, την ίδια ημέρα η μονή με το 80/25/6/1999 έγγραφο της προς τον κατηγορούμενο αναφέρει ότι στη μονή εγκαταβιούν πέντε (5) μεγαλόσχημες μοναχές και ότι οι εκλογικές διαδικασίες θα επαναληφθούν στις 11/7/1999, απαντώντας ο κατηγορούμενος με το 458/-29/6/1999 έγγραφο του ορίζει επιτροπή για την τρέχουσα διαχείριση της μονής με πρόεδρο την μοναχή Ψ3 και με την 637/2/9/1999 πράξη του διορίζει προσωρινώς και μέχρι νεωτέρας εντολής του ως ηγουμένη της μονής τη μοναχή Ψ3 και ως ηγουμενοσυμβούλους τις μοναχές Ψ1 και Ψ2. Η 637/1999 πράξη του κατηγορουμένου ακυρώθηκε μετά από αίτηση των μοναχών της μονής του οσίου Εφραίμ, με την προαναφερθείσα 1952/2000 απόφαση του ΣτΕ, η οποία δέχθηκε ότι, όπως προκύπτει "... από τα φωτοαντίγραφα των σχετικών σελίδων του Μοναχολογίου της Ιεράς Μονής..., (οι σελίδες αυτές προσκομίσθηκαν ενώπιον και του παρόντος δικαστηρίου και αναγνώσθηκαν) την κουρά των μοναχών Ψ4 και Ψ5 ετέλεσε στις 8/6/1982 και 2/1/1987 αντίστοιχα, ο ίδιος ο προκάτοχος του καθ' ού η αίτηση Μητροπολίτη, Μητροπολίτης Αττικής Τ1, ο οποίος και την ενέκρινε..." . Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, με έγγραφα του προς την ΕΤΕ και την αρμόδια ΔΟΥ ..... (από 30/9/1999) ανέφερε ότι εφεξής τη μονή θα εκπροσωπεί η ηγουμένη Ψ3, και αρνήθηκε να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των εκλογών της 5/9/1999 κατά τις οποίες εξελέγη ως ηγουμένη η μοναχή Ψ1 και ως μέλη του ηγουμενοσυμβουλίου (εκτός από την ηγουμένη) και οι μοναχές Ψ2 και Ψ5, επιστρέφοντας, με το 649/7/9/1999 έγγραφο του προς τη μονή, ως απαράδεκτο το 114/5/9/1999 έγγραφο της μονής, με το οποίο η μοναχική αδελφότητα ζητούσε την έγκριση του για την ως άνω εκλογή της ηγουμένης και του ηγουμενοσυμβουλίου, θεωρώντας ως αντικανονικές και παράνομες τις γενόμενες Πράξεις και 4) Με σειρά ενεργειών του (ο κατηγορούμενος) κατέδειξε την επιμονή του να επιβληθεί επί των μοναχών της μονής του οσίου Εφραίμ, όπως, π.χ., α) με την άρνηση του (με το 211/10/3/1999 έγγραφο) να προωθήσει προς την Ιερά Σύνοδο τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της μονής, ο οποίος είχε καταρτισθεί, εγκριθεί από το ηγουμενοσυμβούλιο (με την 42/1998 πράξη) και υποβληθεί προς αυτόν (με το 105/17/12/1998 έγγραφο), επικαλούμενος "...τάσεις αυτονομήσεως και φαλκιδεύσεως των κανονικών δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων του οικείου Επισκόπου...", β) με την άρνησή του να εγκρίνει την εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό που τηρούσε το Ν.Π.Δ.Δ. της μονής στην ΕΤΕ, γ) με τη διακοπή που επιβλήθηκε κατόπιν ενεργειών του, των τηλεφωνικών συνδέσεων της μονής, πλην αυτής της "ηγουμένης" Ψ3, για το από 9/3//2000 έως 2/4/2001 χρονικό διάστημα, δ) με την άρνηση του να αποδεχθεί, σε λογαριασμό που είχε ανοίγει από τη Μητρόπολη Αττικής, την κατάθεση του ποσού των 5.000.000 δρχ. στην οποία είχε προβεί η μονή για τους σεισμοπαθείς (με το 784/18/10 1999 έγγραφο), ε) με την άρνηση του να προβεί, ως επιχώριος Μητροπολίτης στην κουρά των τριών δοκίμων μοναχών της μονής [Ν1, Ν2 και ......, την πρώτη των οποίων αποκαλούσε "δεσποινίδα" και με το 459/29/6/1999 έγγραφο της ζητούσε να απομακρυνθεί από τη μονή μέσα σε πέντε ημέρες] η οποία, κατόπιν προσφυγής στην Ιερά Σύνοδο, έγινε από το Μητροπολίτη Ιερισσού, Αγίου Ορους και Αρδαμερίου..... στις 7/2/2003 (βλ. 400/29/1/2003 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου προς τον ως άνω Μητροπολίτη και 190/11/2/2003 έγγραφο του τελευταίου προς την ηγουμένη Ψ1), και στ) Επιχειρήθηκε η ηθική εξόντωση των μοναχών Ψ1, Ψ2 και Ψ5 και η απομάκρυνση τους από τη μονή του οσίου Εφραίμ (εξορία τους στην Κέρκυρα) καθόσον με την 3/2001 απόφαση του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Μητρόπολης Αττικής (ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε προαναγγείλει, ως άνω, την κατά των μοναχών δίωξη, στη συνέχεια αυτοεξαιρέθηκε και του Επισκοπικού Δικαστηρίου προήδρευσε ο Αρχιμανδρίτης ......), που ακυρώθηκε από το ΣτΕ, οι ως άνω μοναχές κρίθηκαν ένοχες (κατά πλειοψηφία) " επί, 1ον) φατρία και τυρεία εναντίον του οικείου Επισκόπου, 2ον) κακολογία, κατασυκοφαντήσει και εξυβρίσει του οικείου Επισκόπου και διασπορά ψευδών και προσβλητικών ειδήσεων εναντίον Αυτού, 3ον) προκλήσει εχθροπαθείας κατά του οικείου Ποιμενάρχου, 4ον) απείθεια και καταφρονήσει του οικείου αυτών Επισκόπου, 5ον) αποκρύψει πραγματικών εσόδων και νοσφίσει χρημάτων της Ιεράς Μονής και 6ον) εγκλήσει κατά του οικείου αυτών Επισκόπου και προσφυγή εις την κοσμικήν Δικαιοσύνην..." και τους επιβλήθηκε αθροιστικώς, Α) η ποινή του σωματικού περιορισμού σε καθεμία, στη μονή Αγίας Ευφημίας της Κέρκυρας επί τριετία και Β) η ποινή της έκπτωσης από το αξίωμα της ηγουμένης για τη Ψ1 και από το αξίωμα των ηγουμενοσυμβούλων για τις Ψ2 και Ψ5.
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος το έτος 1995, έλαβε ιδιοχείρως από την ηγουμένη Η1 εκτός από το προαναφερθέν συνολικό ποσόν των 4.500.000 δρχ. [500.000 δρχ. κατά την Ακολουθία του Μεγάλου Απόδειπνου, 500.000 δρχ. κατά την Ακολουθία του Νυμφίου, 500.000 δρχ. κατά το Μεγάλο Ευχέλαιο, 1.500.000 δρχ. στις 3/1/1995 και 1.500.000 δρχ. στις 5/5/1995 ] και το ποσό των δρχ. 10.500.000 .Το έτος 1995, τα χρήματα που ζητούσε ο κατηγορούμενος από την ηγουμένη Η1 τα ελάμβανε ανά δεκαπενθήμερο για λογαριασμό του ο ιερέας Π1 (500.000 Χ 2 φορές το μήνα Χ 12 = 12.000.000 δρχ.), ο οποίος έλαβε επίσης, για λογαριασμό του κατηγορουμένου, το καλοκαίρι του 1995 εφάπαξ, και το ποσό των 5.000.000 δρχ., ποσά τα οποία παρέδινε στον κατηγορούμενο. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν έλαβε ιδιοχείρως από την ηγουμένη Η1 επιπλέον του συνολικού ποσού των 4.500.000 δρχ. άλλο χρηματικό ποσό και συγκεκριμένα δεν έλαβε το ποσό των 10.500.000 δρχ. Αυτό προκύπτει από τις καταθέσεις των εχόντων ιδίαν αντίληψη μαρτύρων, οι οποίοι αναφέρουν ότι, κατά το έτος 1995 τα χρήματα που ζητούσε ο κατηγορούμενος, ανά δεκαπενθήμερο (500.000 δρχ.) η ηγουμένη τα ενεχείριζε, κατ' απαίτηση του στον Π1, ο οποίος μετέβαινε για το σκοπό αυτό στην ως άνω μονή.
Με τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετείται σε βάρος του κατηγορουμένου, ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, το οποίο τελέστηκε σε βάρος του ως άνω νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο της μονής του οσίου Εφραίμ, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, ανερχόμενο στο ποσό των 56.000.000 δραχμών (άρθρο 98, 258 παρ. 1 α ' και β', 375 παρ. 1 Π.Κ. και 1 παρ. 1 του νόμου 1608/1950). Η υπεξαίρεση στην υπηρεσία στην κρινόμενη περίπτωση στοιχειοθετείται, αφού ο κατηγορούμενος έλαβε στην κατοχή του τα χρήματα, κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, με την ιδιότητα του υπαλλήλου, αν και δεν είχε δικαίωμα ελέγχου της σκοπιμότητας, αλλά μόνο της νομιμότητας, της οικονομικής διαχείρισης της μονής του οσίου Εφραίμ. Τούτο δε γιατί το έγκλημα του άρθρου 258 του Π.Κ. στοιχειοθετείται και όταν ο υπάλληλος είναι αναρμόδιος. Αλλά και με την εκδοχή ότι δεν συντρέχει η ιδιότητα του υπαλλήλου στο πρόσωπο του κατηγορουμένου για το διάστημα μέχρι τη δημοσίευση στο ΦΕΚ του διορισμού του και πάλι στοιχειοθετείται το έγκλημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση σε βάρος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου της μονής του οσίου Εφραίμ (άρθρα 98, 375 παρ. 1 Π.Κ. και 1 παρ.1 του νόμου 1608/1950), καθόσον είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας για τις μερικότερες αυτές πράξεις από υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε κοινή υπεξαίρεση και το ύψος του επιτευχθέντος από το δράστη οφέλους και η αντίστοιχη ζημία που προξενήθηκε στη μονή, στοιχεία που σύμφωνα με την ειδική διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν. 2576/1953, κρίνονται, επί εγκλήματος του νόμου 1608/1950 που διαπράχθηκε κατ' εξακολούθηση από το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μερικές από τις οποίες μπορεί να αποτελούν το βασικό έγκλημα και άλλες διακεκριμένη μορφή του (βλ. Ανδρουλάκη, Ποιν. Δίκαιο, τεύχος Η' 1978, παρ. 33 δελ. 715 σημ. 23, Λ. Μαργαρίτη, Το κατ' εξακολούθηση έγκλημα σελ. 21), όπως διακεκριμένη μορφή της κοινής υπεξαίρεσης του άρθρου 375 παρ. 1 του Π.Κ. αποτελεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 258 Π.Κ. υπεξαίρεση στην υπηρεσία (Ανδρουλάκη, Ποιν . Δίκαιο Γ' 235, Ειδ. Μέρος Α' σημ. 13, Α.Π. 110/1998, Α.Π. 82/1997), υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ανέρχονται στο ποσό των 56.000.000 δρχ. Μετά απ' αυτά θα πρέπει αφού απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου [ότι η πράξη του κατηγορουμένου, βάσει του αποδεικτικού υλικού δεν είναι αυτή της υπεξαίρεσης, όπως κατηγορείται, αλλά της εκβίασης, αδίκημα το οποίο δεν υπάγεται στις διατάξεις του νόμου 1608/1950 και ως εκ τούτου πρέπει να παύσει οριστικά η κατ' αυτού ποινική δίωξη λόγω παραγραφής και σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της πράξης να παύσει οριστικά η κατ' αυτού ποινική δίωξη λόγω παραγραφή, γιατί το ύψος του οφέλους και της αντίστοιχης ζημίας είναι κατώτερα των 50.000.000 δρχ.] να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση που τελέστηκε σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το ύψος της προσγενόμενης σε αυτό ζημίας και του επιτευχθέντος οφέλους του δράστη ανέρχεται σε 56.000.000 δρχ. Ο κατηγορούμενος μέχρι την τέλεση του ως άνω εγκλήματος έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, γι' αυτό θα πρέπει (όπως και πρωτοδίκως) να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α του Π.Κ. Αντίθετα θα πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος των μερικότερων πράξεων της υπεξαίρεσης που τελέστηκαν το έτος 1995 και αφορούν χρηματικό ποσό 10.500.000 δρχ., το οποίο φέρεται ότι έλαβε ιδιοχείρως από τη μοναχή Ν1, κατά τις ανά τακτά χρονικά διαστήματα μεταβάσεις του στη μονή (επιπλέον του συνολικού ποσού των 4.500.000 δρχ. που έλαβε τις ως άνω γιορτές)".
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αφού κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, για το επί μέρος ποσό των 10.500.000 δραχμών, στη συνέχεια τον κήρυξε ένοχο κατά τα λοιπά, δηλαδή υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, η οποία τελέσθηκε σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το όφελος δε που απ' αυτήν πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο, υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Ακολούθως, το Εφετείο, αφού αναγνώρισε στον αναιρεσείοντα την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου (άρθρο 84 § 2 περ. α' ΠΚ), επέβαλε σ' αυτόν, για την εν λόγω πράξη, ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1 του Ν. 1608/1950, 13α και 258 ΠΚ, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η Μητρόπολη Αττικής, (της οποίας Μητροπολίτης και συνεπώς υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, ήταν ο αναιρεσείων) και η Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Οσίου Εφραίμ, (σε βάρος της οποίας τελέσθηκε η πράξη της υπεξαιρέσεως) είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, το δε όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Επίσης, με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13α, 98, 258 του ΠΚ και 1 παρ. 1 του νόμου 1608/1950, που εφάρμοσε τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογείται με την απόφαση, η ιδιότητά του κατηγορουμένου ως υπαλλήλου, τόσο κατά τους χρόνους κατοχής των μερικότερων χρηματικών ποσών, όσο και κατά τους αντίστοιχους της ιδιοποίησής των, προσέτι δε ότι τα ως άνω χρηματικά ποσά, τα έλαβε και τα κατείχε λόγω της παραπάνω ιδιότητάς του, ως υπαλλήλου, Μητροπολίτη Αττικής. Ακόμη, αιτιολογείται ότι τα ποσά αυτά αν και τα είχε λάβει από την Μονή στην κατοχή του, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει για το συγκεκριμένο σκοπό, που στο σκεπτικό της απόφασης αυτής αναφέρεται, τα ενσωμάτωσε παράνομα στην ατομική του περιουσία, αν και γνώριζε ότι είχε την υποχρέωση να τα διαθέσει για τον παραπάνω σκοπό.
Ο αναιρεσείων, με τους δεύτερο και τρίτο λόγους του δικογράφου της από 6-10-2008 αιτήσεως αναιρέσεως και το δεύτερο των προσθέτων λόγων, προβάλλει αιτιάσεις από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, κατά τις οποίες, η προσβαλλομένη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψης νόμιμης βάσης και ακόμη με αυτήν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 258 του ΠΚ, διότι 1) από το περιεχόμενο της δεν προκύπτει, αναμφίβολα, ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην περί ενοχής κρίση του, συνεκτίμησε α) το σύνολο της απολογίας του και ειδικότερα τις απαντήσεις που έδωσε σε ερωτήσεις των διαδίκων και των συνηγόρων τους, αφού τέτοιες απαντήσεις δεν καταχωρήθηκαν στο αντίστοιχο τμήμα των πρακτικών και β) την κατάθεση της μάρτυρα υπερασπίσεως Υ1, η οποία ήταν ουσιώδης, 2)ενώ δέχεται ότι ένα μέρος των χρημάτων εδίδοντο για την προώθηση της αγιοκατάταξης του Οσίου Εφραίμ, δεν προσδιορίζει τα αντίστοιχα ποσά, τον τελικό δικαιούχο, το λόγο για τον οποίο δικαιούχος δεν ήταν ο ίδιος, το σκοπό για τον οποίο ο τελευταίος θα τα ελάμβανε, τις ενέργειες στις οποίες θα έπρεπε να προβεί, αν αυτές έγιναν, και τέλος, το λόγο της παρακράτησης της κυριότητας των χρημάτων από τη Μονή και της διαφοροποίησης των επί μέρους ποσών, που, κατά διαστήματα, δέχεται ότι έλαβε, 3) αν και το Δικαστήριο δέχεται ότι η εκλογή του ως Μητροπολίτη έγινε την 24-5-1994 και ο διορισμός του δημοσιεύθηκε την 11-7-1996, όμως δίχως αιτιολογία και αντιφατικά, τον κήρυξε ένοχο υπεξαίρεσης στην υπηρεσία ποσού 17.000.000 για επί μέρους πράξεις που τελέστηκαν το έτος 1995 και για άλλες που αναφέρονται στο χρονικό διάστημα από αρχές του έτους 1995 μέχρι την 2-1-1998, συνολικού ποσού 39.000.000 δρχ., δίχως ειδικότερο προσδιορισμό των επί μέρους ποσών, 4) αν και δέχεται ότι ασκούσε, de facto, διοίκηση από της ενθρονίσεως του στις 6-7-1995 δεν αφαιρεί τα πριν από την ημερομηνία αυτή χρηματικά ποσά, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 11.000.000 δρχ., 5) δεν εκθέτει στην απόφαση του πραγματικά περιστατικά, τα οποία να θεμελιώνουν την παραδοχή, ότι παράλληλα με το νόμιμο τοποτηρητή της Μητρόπολης ασκούσε και ο ίδιος τη διοίκηση της, 6) δεν προκύπτει από την απόφαση η συγκεκριμένη πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος (παράβασης του άρθρου 375 ή του άρθρου 258 του ΠΚ), η ιδιότητα με την οποία υπεξαίρεσε τα χρήματα και το νομικό πρόσωπο στην κυριότητα του οποίου ανήκαν, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αμφιβολία, ως προς την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε, τη νόμιμη παράσταση της πολιτικώς ενάγουσας Ιεράς Μονής και το νομικό πρόσωπο σε βάρος του οποίου τελέσθηκε η πράξη 7) εσφαλμένα το Δικαστήριο, προκειμένου να προσδιορίσει το ύψος του συνολικού οφέλους και ζημίας, συνυπολόγισε τα ποσά τα οποία αφορούν την πράξη του άρθρου 375 ΠΚ και αυτά που αφορούν εκείνη του άρθρου 258 του ίδιου κώδικα 8) αν και κηρύχθηκε αθώος ως προς την κατηγορία κατά την οποία ο ίδιος έλαβε χρήματα κατά το έτος 1995 δεν αφαίρεσε και το ποσό των 1.500.000 δρχ, επί πλέον εκείνου των 10.500.000 δρχ, που από το συνολικό ποσό αφαίρεσε και 9) εφόσον γίνεται δεκτό ότι το παθόν πρόσωπο είναι διάφορο της υπηρεσίας της οποίας ήταν υπάλληλος δεν θεμελιώνεται η πράξη για την οποία καταδικάσθηκε. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, για τους παρακάτω, αντίστοιχα, λόγους: 1)Το Δικαστήριο α) δεν είχε υποχρέωση να καταχωρίσει σε διαφορετικό, από εκείνο που καταχώρισε το κύριο μέρος της απολογίας του, τμήμα των πρακτικών τις απαντήσεις του κατηγορουμένου, που δόθηκαν σε ερωτήσεις των διαδίκων ή των συνηγόρων τους, εφόσον δε, από το σκεπτικό της απόφασης προκύπτει ότι τούτο έλαβε υπόψη του, ως αυτοτελές αποδεικτικό μέσο και την απολογία του κατηγορουμένου, όπως συνομολογεί και ο αναιρεσείων, προκύπτει, αναμφίβολα, ότι έλαβε υπόψη του αυτήν στο σύνολο της, δηλαδή και κατά το τμήμα της, που αναφέρεται στις απαντήσεις εκείνες, τις οποίες, να σημειωθεί, αν και ο αναιρεσείων επικαλείται ότι δεν έλαβε υπόψη του, γιατί παρέλειψε να τις καταχωρίσει στα πρακτικά του, όμως δεν προσδιορίζει, ειδικότερα και β) στο σκεπτικό της απόφασης του βεβαιώνει ότι, προκειμένου να καταλήξει στην περί ενοχής κρίση του, έλαβε υπόψη του "τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου..." και συνεπώς, αν και το περιεχόμενο της κατάθεσης της μάρτυρα υπεράσπισης Υ1 δεν εξαίρεται ιδιαίτερα, όπως έγινε με τις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, όμως δίχως αμφιβολία, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, μεταξύ των άλλων και την κατάθεση αυτή, δοθέντος ότι άλλος μάρτυρας υπεράσπισης δεν εξετάστηκε στο ακροατήριο του, 2)Με την απόφαση γίνεται δεκτό και επαρκώς αιτιολογείται, ότι ένα μέρος των χρημάτων δόθηκαν στον αναιρεσείοντα για την προώθηση της αγιοκατάταξης του οσίου Εφραίμ και το υπόλοιπο για να καλυφθούν ανάγκες του ποιμαντικού έργου της Μητρόπολης, ότι τα χρήματα παραδόθηκαν σ' αυτόν με την ιδιότητα του ως Μητροπολίτη της Μητρόπολης Αττικής, που ασκούσε τη διοίκηση της, προκειμένου ως κάτοχος των να τα διαχειρίζεται και να τα διαθέσει για τον παραπάνω σκοπό, ότι την κυριότητα των, μέχρι να διατεθούν για το σκοπό που παραδόθηκαν, παρακράτησε η Μονή και ότι ο αναιρεσείων δεν τα διέθεσε αλλά τα παρακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε, δεν ήταν δε αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να προσδιορίζονται, ειδικότερα, ο σκοπός για τον οποίο δόθηκε κάθε επί μέρους ποσό, οι συγκεκριμένες ενέργειες στις οποία έπρεπε κάθε φορά να προβεί ο κατηγορούμενος, ποιες από τις ενέργειες αυτές δεν έγιναν και τέλος ο λόγος για τον οποίο η Μονή παρακράτησε την κυριότητα των χρημάτων, 3) το Δικαστήριο με την απόφαση του αιτιολογεί, ειδικότερα, την καταδίκη του για τις επί μέρους πράξεις που τελέσθηκαν το έτος 1995, ποσού 17.000.000 δρχ. και εκείνες που αναφέρονται από τις αρχές του έτους 1995 έως 2-1-1998, συνολικού ποσού 39.000.000 δρχ. και προσδιορίζει τα επί μέρους ποσά, 4) Η μη αφαίρεση του ποσού των 11.000.000 δρχ. οφείλεται στο ότι, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, το Δικαστήριο κατά τρόπο σαφή δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων άσκησε de facto τη διοίκηση της Μητρόπολης Αττικής τουλάχιστον από τις αρχές του έτους 1995 και όχι από της ενθρονίσεως του(6-7-1995), όπως ο ίδιος, αβάσιμα, ισχυρίζεται και συνεπώς και κατά το διάστημα αυτό, τέλεσε τις αντίστοιχες πράξεις, αντικείμενο των οποίων είναι το παραπάνω ποσό, 5) Στην απόφαση εκτίθενται πραγματικά περιστατικά(όπως η κατ' εντολή του αναιρεσείοντος, επανειλημμένη μετάβαση, κατά το έτος 1995, του ιερέα Π1 στη Μονή, προκειμένου να παραλάβει τα υπεξαιρεθέντα ποσά, τα οποία προορίζονταν για την κάλυψη των αναγκών της Μητρόπολης, υποβολή εγγράφων προς το ηγουμενοσυμβούλιο, με τα οποία έδιδε σ' αυτό εντολές ως προς την εκτέλεση έργων της μονής και την παροχή διευκολύνσεων σε τηλεοπτικό συνεργείο, προώθηση του ζητήματος της αγιοκατάταξης του οσίου Εφραίμ κλπ.), τα οποία θεμελιώνουν την επαρκώς αιτιολογημένη παραδοχή, ότι, παράλληλα με το νόμιμο τοποτηρητή της Μητρόπολης, (προφανώς δίχως την αντίρρηση του) άσκησε και ο ίδιος, προσωρινά, de facτο, τη διοίκηση της, κατά το χρονικό διάστημα για το οποίο καταδικάστηκε, 6) Από την απόφαση προκύπτει σαφώς, α) ότι η πράξη για την οποία καταδικάσθηκε είναι εκείνη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, την οποία τέλεσε με την ιδιότητα του ως Μητροπολίτη της Μητρόπολης Αττικής, δηλαδή του υπαλλήλου αυτής, ιδιότητα την οποία τυπικά μεν απέκτησε με την ενθρόνηση του, για το προηγούμενο δε αυτής διάστημα με την προσωρινή, de facto, διοίκηση απ' αυτόν της Μητρόπολης και β) ότι τα χρήματα που υπεξαίρεσε ανήκαν στην κυριότητα της Ιεράς Μονής, σε βάρος της οποίας και τελέστηκε η πράξη και συνεπώς σαφώς προκύπτει ότι παραδεκτά η τελευταία δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής, 7) Ορθώς το Δικαστήριο, προκειμένου να προσδιορίσει το ύψος του συνολικού οφέλους και της αντίστοιχης ζημίας, συνυπολόγισε όλα τα ποσά, αφού δέχθηκε, με αιτιολογία η οποία αυτοτελώς στηρίζει την παραδοχή αυτή, ότι όλα τα χρήματα είναι αντικείμενο της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, δίχως αυτή η παραδοχή να αναιρείται από την επικουρική αιτιολογία της απόφασης, αφού αυτή δεν ήταν αναγκαία για τη στήριξη της.8)Από την απόφαση προκύπτει ότι το ποσό των 1.500.000 δρχ. περιλαμβάνεται στο ποσό των 10.500.000 δρχ. για το οποίο αν και είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως, με την προσβαλλομένη απόφαση, κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος, αφού το δεύτερο είναι κατά πολύ μεγαλύτερο του πρώτου, 9) Η πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία θεμελιώνεται και όταν ο παθών είναι νομικό πρόσωπο, διάφορο του νομικού προσώπου στην υπηρεσία του οποίου τελεί ο υπάλληλος που διαπράττει αυτήν.
Συνεπώς, οι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, δεύτερος και τρίτος του από 6-10-2008 κυρίου δικογράφου και δεύτερος των προσθέτων λόγων λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος, παραδεκτός, λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), περιοριζομένη, όπως στο διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, όπως ισχύει.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 24-6-2008 και 6-10-2008 αιτήσεις και τους από 30-12-2008 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως του Χ1 για αναίρεση της με αριθμό 477Α, 1099, 1656Α, 1771/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Οσίου Εφραίμ Όρους Αμμώμων Αττικής, την οποία προσδιορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ