Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 456 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Αναίρεση μερική, Τραπεζική επιταγή.




Περίληψη:
Βούλευμα. Παραπέμπει για απάτη σε βαθμό κακουργήματος. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία καταδικαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει κατά το μέρος αυτό την αίτηση. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, αφού κατά το χρόνο αποφάσεως του Συμβουλίου, είχε παραγραφεί η πλημμεληματική αυτή παράβαση. Δεν απεφάνθη περί αυτής το Συμβούλιο καθ' υπέρβαση (αρνητική) εξουσίας. Εξέταση αυτεπαγγέλτως αυτού του λόγου που γίνεται κατ' ουσία δεκτός. Αναιρεί για την πράξη αυτή. Παύει οριστικά το Συμβούλιο αυτό την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για την άνω πλημμεληματική πράξη.




Αριθμός 456/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 62/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ... ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαρτίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 763/2009.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 253/27.07.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 6 Μαρτίου 2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ' αριθμ. 62/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, νομοτύπως εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη κατ' ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 735/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Κακουργημάτων), διά να δικασθή α) δι' απάτη εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ και β) δι' η έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση. Προβάλλει δε, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 386§§1,3 ΠΚ., όποιος με σκοπό να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθώς ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ (ή των 5.000.000 δρχ.) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (ή των 25.000.000 δρχ.) Ως γεγονότα δε, κατά την στο ανωτέρω άρθρο έννοια, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνδέονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναφερομένων στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τρόπον, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς καταστάσεως, από τον δράστη ο οποίος έχει ειλημμένη την πρόθεση να μη εκπληρώση την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 51/2007). Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρ. 79§1 Ν.5960/1933, ως αντικ. δι' άρθρ.1Ν.1325/1972, ο εκδίδων επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτού στον οποίο δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, δηλαδή εις βαθμό πλημμελήματος, υποκειμένου στην υπό του αρθρ. 111§3 ΠΚ προβλεπομένη πενταετή παραγραφή. Οι πράξεις της απάτης και της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής προσβάλλουν διαφορετικά έννομα αγαθά που προστατεύονται από διαφορετικούς νόμους. Πρόκειται για ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολαζόμενες πράξεις που συγκροτούν την έννοια διαφορετικών εγκλημάτων τα οποία συρρέουν αληθώς (βλ. ΑΠ 178/2006).
Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ.484§1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όχι μόνο όταν το συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη ότι προέκυψαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθιστάται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004 ΑΠ 418/1999, εις ΠΧ/Ν'/41). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκη περί πραγμάτων κρίση του, αναφερόμενο συμπληρωματικώς και στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα εκτιθέμενα αποδεικτικά μέσα, κατ' είδος προσδιοριζόμενα, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά: Ο εκκκαλών κατηγορούμενος Χ ήταν διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", με τον διακριτικό τίτλο "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ GENERAL BUILD ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", που εδρεύει στον Δήμο ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Με το από 13-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό ετήσιας διάρκειας, η εταιρία που εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος συνήψε εμπορική συνεργασία με την πολιτικώς ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία "ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ... ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΡΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", που εδρεύει στον ... επί της οδού ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Σύμφωνα με αυτό η προαναφερόμενη εταιρία θα κατασκεύαζε σιγαρέτα τύπου TEKEL 2000, με τις περιγραφόμενες προδιαγραφές, τα οποία θα παρέδιδε στον κατηγορούμενο ή στους από τον τελευταίο υποδεικνυόμενους αγοραστές μετά από έγγραφη παραγγελία του και με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται σ' αυτό. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε ότι, για τις παραγγελίες σιγαρέτων στις οποίες προέβαινε η εταιρία που εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος, θα προκατέβαλε ποσοστό 30% της αξίας, η δε εξόφληση του εμπορεύματος θα γινόταν με την φόρτωση ή αποστολή της παραγγελίας. Στην πράξη η εξόφληση γινόταν πάντα με μεταχρονολογημένες επιταγές εκδόσεως της ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ, τις οποίες υπέγραφε ο κατηγορούμενος. Στα πλαίσια των προαναφερόμενων παραγγελιών, ο κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας, εξέδωσε και οπισθογράφησε προς την πολιτικώς ενάγουσα, μεταξύ των άλλων, τις παρακάτω επιταγές, πληρωτέες στον τηρούμενο με αριθμό ...λογαριασμό στην τράπεζα Πειραιώς της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας: α) Την πρώτη, με αριθμό ... και ημερομηνία έκδοσης ... (μεταχρονολογημένη), ποσού 47.030 ευρώ, την οποία παρέδωσε στην πολιτικώς ενάγουσα στις 11-12-2003 και αυτή εξέδωσε το με αριθμό ... δελτίο παραλαβής παρακρατηθέντων εμβασμάτων από κατάθεση, β) Τη δεύτερη, με αριθμό ...και ημερομηνία έκδοσης 13-3-2004 (μεταχρονολογημένη), ποσού 127.000 ευρώ, την οποία παρέδωσε στην πολιτικώς ενάγουσα στις 18-11-2003 και αυτή εξέδωσε το με αριθμό ... δελτίο παραλαβής παρακρατηθέντων εμβασμάτων από κατάθεση. Τις επιταγές αυτές, η πολιτικώς ενάγουσα κατέθεσε στην τράπεζα Κύπρου για την κάλυψη του πιστοδοτικού της ορίου (πλαφόν πίστωσης). Οι επιταγές δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους. Σε αντικατάσταση. αυτών των επιταγών ο κατηγορούμενος, ως εκπρόσωπος της εταιρίας ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ, εξέδωσε σε διαταγή της πολιτικώς ενάγουσας ισόποσης αξίας επιταγές και συγκεκριμένα στις 2-3-2004 παρέδωσε στην εταιρία τη με αριθμό ... και ημερομηνία έκδοσης 20-3-2004, ποσού 47.030 ευρώ και τη με αριθμό ..., με ημερομηνία έκδοσης 10-4-2004, ποσού 127.000 ευρώ. Η τράπεζα Κύπρου δεν δέχθηκε την αντικατάσταση των πρώτων επιταγών με τις δεύτερες και έτσι θα εδημιουργείτο πρόβλημα χρηματοδότησης της πολιτικώς ενάγουσας. Παράλληλα, ο κατηγορούμενος έπεισε τους εκπροσώπους της πολιτικώς ενάγουσας και συγκεκριμένα το συμβούλιο εξαγωγών της, το οποίο αποτελείτο από τον οικονομικό διευθυντή Β1, τον διευθυντή εργοστασίου Β2, τον εμπορικό διευθυντή κ.Θ1, τον γενικό διευθυντή Θ2 και την διευθύνουσα σύμβουλο Θ3, να καταθέσουν στο λογαριασμό της εταιρίας ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ, που τηρούσε στην τράπεζα Πειραιώς, το ποσό των πιο πάνω επιταγών και για να μην σφραγιστούν αυτές και ζημιωθεί η εταιρία του και για να μην δημιουργηθεί πρόβλημα στη χρηματοδότηση της πολιτικώς ενάγουσας. Για να πείσει τους εκπροσώπους της πολιτικώς ενάγουσας ότι οι δύο επιταγές που εξέδωσε σε αντικατάσταση των δύο προηγούμενων που δεν πληρώθηκαν, θα πληρωθούν οπωσδήποτε κατά τη λήξη τους, παρέδωσε στην πολιτικώς ενάγουσα στις 15-3-2004, άλλες έξι επιταγές της εταιρίας ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ σε διαταγή της πολιτικώς ενάγουσας, συνολικού ποσού 300.000 ευρώ (6 Χ 50.000), ως προκαταβολή για την αγορά και άλλων εμπορευμάτων (τσιγάρων). Πεισθέντες οι εκπρόσωποι της πολιτικώς ενάγουσας στις διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου ότι οι επίδικες επιταγές αυτές θα πληρωθούν κατέθεσαν στο λογαριασμό της εταιρίας ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ που τηρούσε στην Τράπεζα Πειραιώς σταδιακά ποσό (98.602,67) ευρώ στις 15-3-2004, ποσό (29.000) ευρώ στις 16-3-2004, ποσό (40.000) ευρώ στις 17-3-2004 και ποσά (10.000) και (7.000) ευρώ) στις 19-3-2004 και συνολικά το χρηματικό ποσό των (184.602,67) ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνετο επιπλέον το χρηματικό ποσό των (10.000) ευρώ, το οποίο κατατέθηκε εξαιτίας λογιστικού λάθους. Στις 20-3-2004 δεν πληρώθηκε η επιταγή των 47.030 ευρώ και στις 10-4-2004 δεν πληρώθηκε η επιταγή των 127.000 ευρώ και αυτές σφραγίστηκαν. Επί πλέον δε το συνολικό ποσό των 184.602,67 ευρώ, που είχε καταθέσει η πολιτικώς ενάγουσα στο λογαριασμό της ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ στην τράπεζα Πειραιώς, για να πληρωθούν οι δύο πιο πάνω επιταγές ο κατηγορούμενος είτε ο ίδιος είτε άλλος για λογαριασμό του ή κατ' εξουσιοδότηση του το εισέπραξε με συνέπεια η πολιτικώς ενάγουσα να ζημιωθεί και κατά το ποσό αυτό. Περαιτέρω, το εν λόγω Συμβούλιο Εφετών δέχεται, ότι ο κατηγορούμενος, και μετά την αποχώρησή του από την εταιρία, συναλλασσόταν με την πολιτικώς ενάγουσα και εμφανιζόταν ως εάν να μη είχε αποχωρήσει από την ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε. Καταλήγει δε, δεχόμενο ότι ο κατηγορούμενος, καλυπτόμενος από μία επίφαση επαγγελματισμού, σοβαρότητας και συνέπειας, την έλλειψη των οποίων δεν μπορούσε να διαγνώσει κανείς, εκμεταλλευόμενος την απόλυτη εμπιστοσύνη που είχε εμπνεύσει στους αρμόδιους υπαλλήλους της πολιτικώς ενάγουσας, παρέπεισε αυτούς να καταθέσουν στον τηρούμενο από την εταιρία του λογαριασμό το ποσό των 184.602,67 ευρώ, στο οποίο αν προστεθεί το ποσό των 127.000 ευρώ που αντιστοιχεί στο αναγραφόμενο στην υπ' αρ. ... επιταγή και το ποσό των 47.030 ευρώ που αντιστοιχεί στο αναγραφόμενο στην υπ' αριθμ. ... επιταγή, η τελευταία υπέστη περιουσιακή βλάβη ύψους 358.632,67 ευρώ, με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος του κατηγορουμένου.
Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών εδέχθη ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις κατά του κατηγορουμένου διά τις ως άνω αξιόποινες πράξεις και απέρριψε κατ ουσίαν την έφεση αυτού κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος.
Όμως, με τις ως άνω παραδοχές, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς δεν διευκρινίζει, ποια συγκεκριμένα ψευδή "γεγονότα", δηλαδή πραγματικά περιστατικά αναγόμενα στο παρόν ή στο παρελθόν και μη αποτελούντα απλές υποσχέσεις, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παρέστησε εν γνώσει ψευδώς στους εκπροσώπους της πολιτικώς εναγούσης και παρεπλάνησε αυτούς. Εκ της ως άνω δε ασαφείας, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της υπό των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της διατάξεως του άρθρ.386§1 ΠΚ, η οποία παρεβιάσθη εκ πλαγίου, στερουμένου έτσι του βουλεύματος και νομίμου βάσεως. Επομένως, είναι βάσιμοι οι προβαλλόμενοι, εκ του άρθρ. 484§1 στοιχ.β' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως.
Εξ άλλου, από τα έγγραφα της δικογραφίας, παραδεκτώς εξεταζόμενα προς έλεγχο της βασιμότητος αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι, σύμφωνα με το πρωτόδικο βούλευμα, η αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής κατ' εξακολούθηση φέρεται τελεσθείσα τον Δεκέμβριο του έτους 2003. Αλλά, δια του προσβαλλομένου βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, χωρίς να ερευνήση, κατ' άρθρ. 481§1 και 318 εν συνδ. προς 317, 309 και 310 ΚΠΔ, το ζήτημα της παραγραφής του ανωτέρω πλημμελήματος, αν και είχε παρέλθει πενταετία από του ως άνω χρόνου τελέσεώς του, με αποτέλεσμα να υποπέση στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, που ιδρύει τον κατ' άρθρ.484§1 στοιχ. στ' ΚΠΔ λόγω αναιρέσεως, ερευνώμενο αυτεπαγγέλτως, κατ άρθρ. 484§2 ΚΠΔ, αφού η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή (βλ. ΑΠ 1120/1999, εις ΠΧ/Ν'/541, ΑΠ 1357/2000, εις ΠΧ/ΝΑ'/517).
Τέλος, καθ' ό μέρος πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του Συμβουλίου περί τα πράγματα, οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες.
Κατ' ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρα 485§1 και 519 ΚΠΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ - ΠΡΟΤΕΙΝΩ

Να αναιρεθή το υπ' αριθμ. 62/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
Να παραπεμφθή η υπόθεση, προς νέα κρίση, στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Αθήνα 7 Ιουλίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς συζήτηση η από 6 Μαρτίου 2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ' αριθμ. 62/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με το οποίο απερρίφθη κατ' ουσίαν η έφεσή του (αναιρεσείοντος) κατά του υπ' αριθμ. 735/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, δια του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Κακουργημάτων), δια να δικασθή: α) για απάτη από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ και β) για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση. Από τη διάταξη του άρθρου 386 §§ 1, 3 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ.- Εξ άλλου, κατά την διάταξη του αρθρ. 79 § 1 Ν. 5960/1933, ως αντικ. δι' αρθρ. 1 Ν. 1325/1972, ο εκδίδων επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτού στον οποίο δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, δηλαδή εις βαθμό πλημμελήματος, υποκειμένου στην υπό του αρθρ. 111§3 ΠΚ προβλεπομένη πενταετή παραγραφή. Οι πράξεις της απάτης και της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής προσβάλλουν διαφορετικά έννομα αγαθά που προστατεύονται από διαφορετικούς νόμους. Πρόκειται για ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολαζόμενες πράξεις που συγκροτούν την έννοια διαφορετικών εγκλημάτων τα οποία συρρέουν αληθώς. Περαιτέρω ελλείψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με δικές τους σκέψεις, και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων - ανωμοτί και ένορκη απολογία κατηγορουμένου και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό του βουλεύματος, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ ήταν διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", με τον διακριτικό τίτλο "ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ GENERAL BUILD ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", που εδρεύει στον Δήμο ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Η εταιρία συστάθηκε δυνάμει του υπ' αριθμ.... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ιφιγένειας Λιμπόνα και εγκρίθηκε με την με αριθμ.... απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης και δόθηκε άδεια σύστασης. Καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης με αριθμό ... και δημοσιεύθηκε στο με αριθμό 3158/30.4.2002 Φ.Ε.Κ. - Τεύχος Α.Ε. και ΕΠΕ. Με το υπ' αριθμ. 1/20.4.2002 Πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης στις 27-5-2002 και δημοσιεύθηκε στο υπ' αριθμ. 3949/31.5.2002 Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., ο κατηγορούμενος ορίσθηκε διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας, την οποία εκπροσωπούσε και δέσμευε με την υπογραφή του. Με το από 13-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό ετήσιας διάρκειας, η εταιρία που εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος συνήψε εμπορική συνεργασία με την πολιτικώς ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία "ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ... ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Σύμφωνα με αυτό η προαναφερόμενη εταιρία θα κατασκεύαζε σιγαρέτα τύπου TEKEL 2000, με τις περιγραφόμενες προδιαγραφές, τα οποία θα παρέδιδε στον κατηγορούμενο ή στους από τον τελευταίο υποδεικνυόμενους αγοραστές μετά από έγγραφη παραγγελία του και με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται σ' αυτό. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε ότι, για τις παραγγελίες σιγαρέτων στις οποίες προέβαινε η εταιρία που εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος, θα προκατέβαλε ποσοστό 30% της αξίας, η δε εξόφληση του εμπορεύματος θα γινόταν με την φόρτωση ή αποστολή της παραγγελίας. Στην πράξη η εξόφληση γινόταν πάντα με μεταχρονολογημένες επιταγές εκδόσεως της ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ, τις οποίες υπέγραφε ο κατηγορούμενος. Στα πλαίσια των προαναφερόμενων παραγγελιών, ο κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας, εξέδωσε και οπισθογράφησε προς την πολιτικώς ενάγουσα, μεταξύ των άλλων, τις παρακάτω επιταγές, πληρωτέες στον τηρούμενο με αριθμό ... λογαριασμό στην τράπεζα Πειραιώς της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας: α) Την πρώτη, με αριθμό ... και ημερομηνία έκδοσης 28-2-2004 (μεταχρονολογημένη), ποσού 47.030 ευρώ, την οποία παρέδωσε στην πολιτικώς ενάγουσα στις 11-12-2003 και αυτή εξέδωσε το με αριθμό ... δελτίο παραλαβής παρακρατηθέντων εμβασμάτων από κατάθεση, β) Τη δεύτερη, με αριθμό ... και ημερομηνία έκδοσης 13-3-2004 (μεταχρονολογημένη), ποσού 127.000 ευρώ, την οποία παρέδωσε στην πολιτικώς ενάγουσα στις 18-11-2003 και αυτή εξέδωσε το με αριθμό... δελτίο παραλαβής παρακρατηθέντων εμβασμάτων από κατάθεση. Τις επιταγές αυτές, η πολιτικώς ενάγουσα κατέθεσε στην τράπεζα Κύπρου για την κάλυψη του πιστοδοτικού της ορίου (πλαφόν πίστωσης). Οι επιταγές δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους. Σε αντικατάσταση αυτών των επιταγών ο κατηγορούμενος, ως εκπρόσωπος της εταιρίας ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ, εξέδωσε σε διαταγή της πολιτικώς ενάγουσας ισόποσης αξίας επιταγές και συγκεκριμένα στις 2-3-2004 παρέδωσε στην εταιρία τη με αριθμό ... και ημερομηνία έκδοσης 20-3-2004, ποσού 47.030 ευρώ και τη με αριθμό ..., με ημερομηνία έκδοσης 10-4-2004, ποσού 127.000 ευρώ. Η τράπεζα Κύπρου δεν δέχθηκε την αντικατάσταση των πρώτων επιταγών με τις δεύτερες και έτσι θα εδημιουργείτο πρόβλημα χρηματοδότησης της πολιτικώς ενάγουσας. Παράλληλα, ο κατηγορούμενος έπεισε τους εκπροσώπους της πολιτικώς ενάγουσας και συγκεκριμένα το συμβούλιο εξαγωγών της, το οποίο αποτελείτο από τον οικονομικό διευθυντή Β1, τον διευθυντή εργοστασίου Β2, τον εμπορικό διευθυντή κ. Θ1, τον γενικό διευθυντή Θ2 και την διευθύνουσα σύμβουλο Θ3, να καταθέσουν στο λογαριασμό της εταιρίας ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ, που τηρούσε στην τράπεζα Πειραιώς, το ποσό των πιο πάνω επιταγών και για να μην σφραγιστούν αυτές και ζημιωθεί η εταιρία του και για να μην δημιουργηθεί πρόβλημα στη χρηματοδότηση της πολιτικώς ενάγουσας. Για να πείσει τους εκπροσώπους της πολιτικώς ενάγουσας ότι οι δύο επιταγές που εξέδωσε σε αντικατάσταση των δύο προηγούμενων που δεν πληρώθηκαν, θα πληρωθούν οπωσδήποτε κατά τη λήξη τους, παρέδωσε στην πολιτικώς ενάγουσα στις 15-3-2004, άλλες έξι επιταγές της εταιρίας ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ σε διαταγή της πολιτικώς ενάγουσας, συνολικού ποσού 300.000 ευρώ (6 Χ 50.000), ως προκαταβολή για την αγορά και άλλων εμπορευμάτων (τσιγάρων). Πεισθέντες οι εκπρόσωποι της πολιτικώς ενάγουσας στις διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου ότι οι επίδικες επιταγές αυτές θα πληρωθούν κατέθεσαν στο λογαριασμό της εταιρίας ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ που τηρούσε στην Τράπεζα Πειραιώς σταδιακά ποσό (98.602,67) ευρώ στις 15-3-2004, ποσό (29.000) ευρώ στις 16-3-2004, ποσό (40.000) ευρώ στις 17-3-2004 και ποσά (10.000) και (7.000) ευρώ) στις 19-3-2004 και συνολικά το χρηματικό ποσό των (184.602,67) ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνετο επιπλέον το χρηματικό ποσό των (10.000) ευρώ, το οποίο κατατέθηκε εξαιτίας λογιστικού λάθους. Στις 20-3-2004 δεν πληρώθηκε η επιταγή των 47.030 ευρώ και στις 10-4-2004 δεν πληρώθηκε η επιταγή των 127.000 ευρώ και αυτές σφραγίστηκαν. Επί πλέον δε το συνολικό ποσό των 184.602,67 ευρώ, που είχε καταθέσει η πολιτικώς ενάγουσα στο λογαριασμό της ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ στην τράπεζα Πειραιώς, για να πληρωθούν οι δύο πιο πάνω επιταγές ο κατηγορούμενος είτε ο ίδιος είτε άλλος για λογαριασμό του ή κατ' εξουσιοδότησή του το εισέπραξε με συνέπεια η πολιτικώς ενάγουσα να ζημιωθεί και κατά το ποσό αυτό. Ο κατηγορούμενος αρνείται τις αποδιδόμενες σε αυτόν κατηγορίες και ισχυρίζεται ότι η συμμετοχή του στην εταιρία ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ έληξε στις 19-12-2003, οπότε και με το ίδιας ημεροχρονολογίας ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης ανώνυμων μετοχών πώλησε στον Ζ και του μεταβίβασε κατά πλήρες και αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας, νομής και κατοχής το σύνολο των μετοχών του και ότι παραιτήθηκε από την θέση που κατείχε ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος στο Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο συγκροτήθηκε σε σώμα με πενταετή θητεία με διευθύνοντα σύμβουλο τον Ζ. 'Οτι το από 24-12-2003 Πρακτικό του νέου Διοικητικού Συμβουλίου της εν λόγω εταιρίας καταχωρήθηκε στις ... στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης και δημοσιεύθηκε στο υπ' αρ. 600/27.1.2004 Φ.Ε.Κ.-Τεύχος Α.Ε. Αρνείται ότι εξέδωσε και παρέδωσε στην πολιτικώς ενάγουσα τις επίδικες επιταγές και ισχυρίζεται ότι ουδέποτε συνήψε συμφωνία μαζί της και κατ' επέκταση ότι προέβη σε οποιαδήποτε πράξη πειθούς ή παραπλάνησης προς οιονδήποτε εργαζόμενο, εκπρόσωπο ή υπάλληλό της με σκοπό να τον πείσει να καταθέσει σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρίας ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ, το ποσό για το οποίο κατηγορείται, και ότι μετά την αποχώρηση του από την προαναφερόμενη εταιρία που έλαβε χώρα στις 19-12-2003, δεν είχε καμία δυνατότητα ανάληψης. Το γεγονός της αποχώρησης του κατηγορουμένου από την εταιρεία ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε.", προκύπτει πράγματι από το προσκομιζόμενο υπ'αριθμ. 600/27-1-2004 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αλυσιτελείς, καθώς από το προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι μετά από την τυπική αποχώρηση του κατηγορουμένου από την εταιρία εξακολούθησε να συναλλάσσεται και να έχει δοσοληψίες με την πολιτικώς ενάγουσα. Αυτό προκύπτει από τα με αριθμούς ... και ... δελτία δήλωσης εισαγομένων μετρητών, στα οποία, σε ανύποπτο χρόνο, μετά την τυπική αποχώρηση του από την εταιρία, δήλωσε στο Γραφείο Συναλλάγματος στο Αστυνομικό Τμήμα Κήπων Έβρου, ότι στις αντίστοιχες ημερομηνίες, εισήγαγε από την Τουρκία για λογαριασμό της ... ΑΒΕΕ, δηλαδή της πολιτικώς ενάγουσας, τα ποσά των 75.000 και 80.000 ευρώ αντιστοίχως. Επίσης, όλοι οι εξετασθέντες μάρτυρες καταθέτουν για την συνέχιση της δραστηριότητας του κατηγορουμένου και τους πρώτους μήνες του 2004. Σαφής είναι η από 23-1-2008 ένορκη κατάθεση της Μ, από την οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος μετά την αποχώρησή του από την εταιρία που εκπροσωπούσε, επικοινωνούσε πολύ συχνά με τους υπαλλήλους της πολιτικώς ενάγουσας, με την οποία συνέχιζε να διατηρεί συναλλακτική σχέση. Η προαναφερόμενη μάρτυρας καταθέτει χαρακτηριστικά τα παρακάτω: "Στη συνέχεια και ενώ η συνεργασία μας συνεχιζόταν, ο Χς επισκεπτόταν την εταιρία μας για να κάνει παραγγελίες και να ελέγχει το εμπόρευμα, μέχρι την 12-3-2004. Μάλιστα έφερνε μαζί του και τους υποδεικνυόμενους ως αγοραστές, σύμφωνα με το άρθρο 1 του συμφωνητικού μας, καθώς και μία μεταφράστρια. Μπορώ να σας πω τις ημερομηνίες που μας επισκέφτηκε ο Χ, διότι, λόγω της τελωνειακής αποθήκης που διατηρούμε στην καπνοβιομηχανία, καταγράφεται η ημερομηνία και η ώρα εισόδου καθώς και η ώρα εξόδου των επισκεπτών και ελέγχονται στα στοιχεία τους. Αυτές οι ημερομηνίες είναι: 5-1-2004, 9-1-2004, 22-1-2004, 28-1-2004, 29-1-2004, 4-2-2004," 16-2-2004, 25-2-2004, 27-2-2004, 12-3-2004. Σε κάθε μία από αυτές τις επισκέψεις ο Χ μας δήλωνε και μας επιβεβαίωνε την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της Τζένεραλ Μπιλντ, χωρίς ποτέ να μας δηλώσει ή υπονοήσει με οποιοδήποτε τρόπο ότι από την 27-1-2004 που δημοσιεύτηκε το υπ' αριθμ. 600 ΦΕΚ (τ. ΑΕ και ΕΠΕ) και με το οποίο δημοσιεύτηκε η αποχώρησή του από το ΔΣ της παραπάνω εταιρίας και η αντικατάστασή του από τον Ζ, ότι αυτός αποχώρησε από την εταιρία". Προκύπτει επομένως ότι και μετά την αποχώρησή του από την εταιρία ο κατηγορούμενος συναλλασσόταν με την πολιτικώς ενάγουσα και εμφανιζόταν ως εάν να μην είχε αποχωρήσει από την ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε. Ο εκκαλών κατηγορούμενος για να ενισχύσει τον ισχυρισμό του ότι δεν υπέγραψε αυτός τις επίδικες επιταγές προσκομίζει την από Σεπτεμβρίου 2008 Έκθεση Γραφολογικής Γνωμάτευσης του ειδικού Γραφολόγου .... Σύμφωνα με το πόρισμα αυτής, οι επίδικες επιταγές "κατά υψηλή πιθανολόγηση" δεν τέθηκαν από τον κατηγορούμενο, αλλά από άλλο πρόσωπο. Το πόρισμα αυτό όμως αποδυναμώνεται, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο της προδικασίας, καθώς έρχεται σε αντίθεση με όλο το εμμάρτυρο αποδεικτικό υλικός και κυρίως από το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, οι επιταγές σε αντικατάσταση των οποίων είχαν εκδοθεί οι επίδικες, είχαν δοθεί στην πολιτικώς ενάγουσα στις 11-12-2003 και 18-11-2003, όταν ήταν ο κατηγορούμενος και τυπικά νόμιμος εκπρόσωπος της ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ Α.Ε. και αυτός εξέδιδε τις επιταγές. Επομένως αυτός είχε ενδιαφέρον και μετά την τυπική αποχώρησή του από την εταιρία για την πληρωμή τους και αυτός διαπραγματεύτηκε για την αντικατάστασή τους, όπως κατέθεσαν όλοι οι μάρτυρες. Περαιτέρω, για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του ο κατηγορούμενος ότι δεν ανέλαβε αυτός το κατατεθέν από την πολιτικώς ενάγουσα ποσό από την τράπεζα Πειραιώς, προσκομίζει την από 1-9-2008 αίτησή του προς την τράπεζα για να του χορηγηθούν αντίγραφα των παραστατικών των αναλήψεων του άνω ποσού, υποστηρίζοντας ότι έτσι θα διακριβωθεί ότι δεν ανέλαβε αυτός το εν λόγω ποσό. Ωστόσο, η ενέργεια αυτή είναι καθυστερημένη, καθώς μέχρι και σήμερα δεν έχει λάβει απάντηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση ν' αποδείξει από την αρχή τον βασικό αυτό ισχυρισμό με προσκόμιση του αντιγράφου του βιβλιαρίου ή αντιγράφου του λογαριασμού. Επίσης, ο έτερος ισχυρισμός, με τον οποίο θέτει τον προβληματισμό, για το πώς μια σοβαρή εταιρία όπως η πολιτικώς ενάγουσα δέχθηκε να καταθέσει στο λογαριασμό της ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ το ποσό των επίδικων επιταγών χωρίς κάποια διασφάλιση, είναι απορριπτέος. Και τούτο γιατί, αφενός υπήρχε μεταξύ του κατηγορουμένου και των εκπροσώπων της πολιτικώς ενάγουσας σχέση εμπιστοσύνης, κυρίως όμως επειδή κατά το χρόνο της διαπραγμάτευσης είχε παραδώσει έξι άλλες επιταγές της εταιρίας ΤΖΕΝΕΡΑΛ ΜΠΙΛΝΤ, συνολικού ποσού 3.000.000 ευρώ, οι οποίες αποτελούσαν συγχρόνως προκαταβολή για την αγορά άλλων προϊόντων. Η πολιτικώς ενάγουσα επομένως αποβλέπουσα στην εν λόγω πώληση των εμπορευμάτων της, πείστηκε στις διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου και κατέθεσε το ποσό των επίδικων επιταγών στον λογαριασμό της εταιρίας στην τράπεζα Πειραιώς. Είναι λοιπόν προφανές και προκύπτει από τον συνδυασμό των μαρτυρικών καταθέσεων και των προσκομιζόμενων εγγράφων ότι ο κατηγορούμενος, καλυπτόμενος από μία επίφαση επαγγελματισμού, σοβαρότητας και συνέπειας, την έλλειψη των οποίων δεν μπορούσε να διαγνώσει κανείς, εκμεταλλευόμενος την απόλυτη εμπιστοσύνη που είχε εμπνεύσει στους αρμόδιους υπαλλήλους της πολιτικώς ενάγουσας, παρέπεισε αυτούς να καταθέσουν στον τηρούμενο από την εταιρία του λογαριασμό το ποσό των 184.602,67 ευρώ, στο οποίο αν προστεθεί το ποσό των 127.000 ευρώ που αντιστοιχεί στο αναγραφόμενο στην υπ' αρ..... επιταγή και το ποσό των 47.030 ευρώ που αντιστοιχεί στο αναγραφόμενο στην υπ' αριθμ.... επιταγή, η τελευταία υπέστη περιουσιακή βλάβη ύψους 358.632,67 ευρώ, ΜΕ αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος του κατηγορουμένου.
Περαιτέρω: Α) Ως προς την πράξη της απάτης: Ενόψει αυτών, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, και 386 παρ. 1-3α' (όπως ισχύει) Π.Κ. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, και παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για την άνω κακουργηματική απάτη, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς την παραπομπή του κατηγορουμένου άνω διάταξή του, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ενεργώντας με την προαναφερόμενη ιδιότητά του, είχε σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι εν γνώσει του παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθινά στην εγκαλούσα, παρασιωπώντας αληθινά γεγονότα και ότι με τις παραπλανητικές αυτές ενέργειες του, όπως παραπάνω στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται, επέφερε βλάβη στην περιουσία της εγκαλούσας εταιρίας που ανέρχεται στο ποσό των 358.632,87 ΕΥΡΩ, δηλαδή, υπερβαίνουσα το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ. Εξάλλου, υπάρχει ειδική αιτιολογία, για την κακουργηματική τέλεση από τον κατηγορούμενο, σε βάρος της εγκαλούσας, της εν λόγω αξιόποινης πράξεως της απάτης. Επίσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης, κατά την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση αυτής και δεν επιχειρείται να στηριχθεί σε επινόηση της μηνύτριας. Ότι η ζημία της εγκαλούσας εταιρίας επήλθε κατά τον αναφερόμενο στο βούλευμα χρόνο και με τον τρόπο που περιγράφεται. Ότι δεν υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος ως προς τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της απάτης και ως προς τον πορισμό περιουσιακού οφέλους, διότι περιέχονται με σαφήνεια και πληρότητα στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση καθώς επίσης διότι δεν περιέχονται ασάφειες και αντιφατικές διατάξεις ως προς τον πορισμό του οφέλους, αφού προσδιορίζονται στο βούλευμα με πληρότητα, τόσο τα περιστατικά της απάτης και μάλιστα, της κακουργηματικής κατά την έννοια της ΠΚ 386 §§1-3α τελέσεως αυτής, όσο και ως προς τον πορισμό του οφέλους, που επήλθε από αυτή. Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων. Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει ο αναιρεσείων ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεση του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει, για την προεκτεθείσα πράξη της απάτης, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Β) Ως προς την αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών, κατ' εξακολούθηση: Από τα έγγραφα της δικογραφίας, παραδεκτώς εξεταζόμενα προς έλεγχο της βασιμότητος αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι, σύμφωνα με το πρωτόδικο βούλευμα, η αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτη επιταγής κατ' εξακολούθηση φέρεται τελεσθείσα τον Δεκέμβριο του έτους 2003. Αλλά, δια του προσβαλλόμενου βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, χωρίς να ερευνήση, κατ' αρθρ. 481 §1 και 318 εν συνδ. προς 317, 309 και 310 ΚΠΔ, το ζήτημα της παραγραφής του ανωτέρω πλημμελήματος, αν και είχε παρέλθει πενταετία από του ως άνω χρόνου τελέσεώς του, με αποτέλεσμα να υποπέσει στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, που ιδρύει τον κατ' άρθρ. 484§1 στοιχ. στ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, ερευνώμενο αυτεπαγγέλτως, κατ' αρθρ. 484 § 2 ΚΠΔ, αφού η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή. Κατόπιν αυτών, κατ' εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και, ειδικότερα, αυτών των άρθρων 318 εδ. α' ΚΠΔ και 309 § 1 περ. β' του αυτού Κώδικα (της τελευταίας διατάξεως εφαρμοζομένης και στη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου - βλ. ΑΠ 1068/2003), εφόσον η πλημμεληματική πράξη της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών τελέστηκε κατά μήνα Δεκέμβριο έτους 2003 και, μέχρι το μήνα Φεβρουάριο έτους 2009, οπότε αποφάσισε για την κατηγορία αυτή το Συμβούλιο Εφετών, η άνω πράξη είχε υποπέσει στην κατά τα άνω παραγραφή, το εν λόγω Συμβούλιο, που δεν ερεύνησε το θέμα της παραγραφής για την πράξη αυτή, υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, που ιδρύει τον κατ' άρθρο 484 § 1 στοιχ. στ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως κατά τη διάταξη ΚΠΔ § 2 του αυτού άρθρου, αφού η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι εμπρόθεσμη και νομότυπη.
Συνεπώς, κατά το μέρος του αυτό, το προσβαλλόμενο βούλευμα πρέπει να αναιρεθεί και, το Δικαστήριο αυτό, σε Συμβούλιο, να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για την άνω πλημ/κή πράξη, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Α) Απορρίπτει την από 6 Μαρτίου 2009 και με αριθμό καταθέσεως 2/2009 ενώπιον του γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Πειραιώς, αίτηση του Χ κατά το μέρος της που αφορά την αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, για αναίρεση του με αριθμό 62/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, ως προς την άνω πράξη.
Β) Αναιρεί το προαναφερόμενο βούλευμα ως προς την αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση.- Και
Γ) Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, για την αναφερόμενη στο σκεπτικό πλημ/κή πράξη.-
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Δεκεμβρίου 2009. Και,

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή