Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2368 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναρμοδιότητα.




Περίληψη:
Αίτηση αναίρεσης κατά αποφάσεως Εφετείου, που απέρριψε έφεση κατά αποφάσεως πλημμελειοδικείου περί αναρμοδιότητας. Σε περίπτωση που η αρμοδιότητα εξετάζεται πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αρκεί ως αιτιολογία για την κήρυξη της αναρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και την παραπομπή της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο Τριμελές Εφετείο το ότι στο κλητήριο θέσπισμα, αναφέρονται περιστατικά που θεμελιώνουν τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως, ήτοι ότι ο κατηγορούμενος φέρεται ότι διενήργησε την παράνομη ιδιοποίηση χρηματικού ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, καθ' όν χρόνο ήταν κάτοχος αυτού κατ' εντολή του εγκαλούντος. Το Εφετείο, απορρίπτοντας την έφεση, δεν έχει υποχρέωση να επαναλάβει την περί παραπομπής διάταξη του Πλημμελειοδικείου, που μετά την απόρριψη της έφεσης ανακτά την ισχύ της, ως επικυρωθείσα. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 2368/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της
αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ζορμπά, για αναίρεση της 1432/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης. Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 22/2009.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 119 παρ.1 και 120 παρ.1 και 2 ΚΠοινΔ, το ποινικό δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 109 ως 115 ΚΠοινΔ, οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ' ύλην αρμοδιότητα αυτού, η οποία προσδιορίζεται από το χαρακτηρισμό της πράξεως ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος (ΠΚ 18), με βάση αφ' ενός τους ορισμούς της εφαρμοζόμενης διάταξης του ποινικού νόμου και αφ' ετέρου τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του εισαγγελέα (ανάλογα με την προηγηθείσα προδικασία εισαγωγής της υποθέσεως στο ακροατήριο). Κατά συνέπεια, το δικαστήριο, προκειμένου να διακρίνει την καθ' ύλην αρμοδιότητα και είτε να κρατήσει και να δικάσει αυτό το ίδιο την υπόθεση είτε να κηρυχθεί αναρμόδιο και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο (ή στον αρμόδιο εισαγγελέα, στις περιπτώσεις του άρθρου 120 παρ.3 ΚΠοινΔ), οφείλει να επισκοπήσει την περιγραφή της πράξεως, όπως αυτή γίνεται στο οικείο κατηγορητήριο. Το εάν η περιγραφή αυτή είναι βάσιμη ή όχι, αποτελεί ζήτημα το οποίο μέλλει να κριθεί κατά την ουσιαστική διερεύνηση της κατηγορίας, αλλά δεν μπορεί να επηρεάσει προκαταβολικά τον καθορισμό της αρμοδιότητας. Κατ' επέκταση, το δικαστήριο που αποφαίνεται για την αρμοδιότητα πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, προκειμένου να αιτιολογήσει την απόφασή του, πρέπει και αρκεί να αναφερθεί στην εφαρμοζόμενη διάταξη του ποινικού νόμου και στην περιγραφή της πράξεως κατά το κατηγορητήριο, χωρίς να υποχρεούται να λάβει θέση ως προς την αλήθεια των περιστατικών που αναφέρονται στην περιγραφή αυτή.
Εν προκειμένω, το Τριμελές Εφετείο [Πλημμελημάτων] Λαρίσης, με την αναιρεσιβαλλόμενη 1432/6-11-2008 απόφαση, έκρινε τυπικώς παραδεκτή (ΚΠοινΔ 487), αλλά απέρριψε κατ' ουσία την έφεση της [τότε] εκκαλούσας - κατηγορουμένης [και ήδη αναιρεσείουσας], κατά της 862/27-6-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, με την οποία το πλημμελειοδικείο, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, κηρύχθηκε καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο εφετείο κακουργημάτων. Το Εφετείο, κρίνοντας κατ' ουσίαν την έφεση κατά της παραπεμπτικής αποφάσεως και με αναφορά στο περιεχόμενο του κλητήριου θεσπίσματος (το οποίο είχε καταχωρηθεί αυτούσιο στο διατακτικό της εκκαλουμένης), δέχθηκε ότι η κατηγορουμένη είχε εισαχθεί ενώπιον του τριμελούς πλημμελειοδικείου προκειμένου να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (δηλαδή για πράξη, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πλημμέλημα, κατ' άρθρο 375 παρ.1 εδ. α' ΠΚ, εάν στο κλητήριο θέσπισμα δεν ακολουθούσε η προσθήκη ετέρων περιστατικών). Δέχθηκε, όμως, ακόμη ότι, σύμφωνα με την περιγραφή που υπάρχει στο κλητήριο θέσπισμα, η κατηγορουμένη, κατά την τέλεση της αποδιδόμενης πράξης, φέρεται να ενεργούσε κατ' εντολή, στο όνομα και για λογαριασμό της εγκαλούσας και φερόμενης ως παθούσας εταιρίας (δηλαδή υπό περιστάσεις, που προσδίδουν στην πράξη χαρακτήρα κακουργήματος, κατ' άρθρο 375 παρ.2 εδ.α' ΠΚ). Κατόπιν αυτών δέχθηκε ότι δικαστήριο αρμόδιο για την εκδίκαση της πράξεως είναι το πρωτοβάθμιο εφετείο κακουργημάτων και, όπως προαναφέρθηκε, απέρριψε την έφεση. Με τον τρόπο αυτό, το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν είχε την υποχρέωση να επεκταθεί στο αν η κατηγορουμένη είχε ή δεν είχε την ιδιότητα του εντολοδόχου της εγκαλούσας, που της αποδίδεται με το κατηγορητήριο και που, αμφισβητούμενη από την ίδια, πρόκειται να αποτελέσει αντικείμενο της κατ' ουσίαν έρευνας της κατηγορίας. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ', είναι αβάσιμος.
2.Από τις διατάξεις των άρθρων 120 παρ. 2, 319 παρ.3 και 481 παρ.1 ΚΠοινΔ συνάγονται τα εξής : Όταν το δικαστήριο, που κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ενεργεί ό,τι και το συμβούλιο των πλημμελειοδικών, όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή, εάν ασκηθεί έφεση και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε σωστή η διάγνωση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου περί της αρμοδιότητος, απορρίπτεται η έφεση, επικυρώνεται η απόφαση περί παραπομπής και συνεχίζεται η ποινική διαδικασία.
Εν προκειμένω, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στο Εφετείο ως πλημμέλεια το ότι δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση διάταξη περί παραπομπής της υποθέσεως στο αρμόδιο δικαστήριο. Τέτοια υποχρέωση, όμως, το Εφετείο δεν είχε, αφού με το να δεχθεί τον καθορισμό της αρμοδιότητας, όπως περί αυτού είχε αποφανθεί το Πλημμελειοδικείο και με το να απορρίψει την έφεση, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και τη ρητή διάταξη αυτής περί καθορισμού ως αρμοδίου δικαστηρίου του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Λαρίσης και περί παραπομπής της κατηγορουμένης ενώπιον αυτού. Επομένως, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας (ΚΠοινΔ 510 παρ.1 στοιχ.Η') και ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, είναι αβάσιμος.
3.Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στο Εφετείο ως πλημμέλεια το ότι ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου 375 παρ.1 και 2 ΠΚ, με το να υπαγάγει σ' αυτές τα πραγματικά περιστατικά που τέθηκαν υπό την κρίση του, δεδομένου του ότι, σύμφωνα με τους ενώπιον εκείνου ισχυρισμούς της κατηγορουμένης, αυτή ούτε εντολοδόχος της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας υπήρξε ούτε σε παράνομη ιδιοποίηση των εις χείρας αυτής περιελθόντων χρημάτων, εκ της εισπράξεως ασφαλίστρων, προήλθε. Η αιτίαση αυτή ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι το Εφετείο, κατά την εκφορά της κρίσεώς του, δεν προέβη σε ουσιαστική έρευνα της κατηγορίας, αλλά αρκέσθηκε, ως όφειλε, στο να διακρίνει αν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο κλητήριο θέσπισμα, αληθή υποτιθέμενα, είναι ικανά να οδηγήσουν στο χαρακτηρισμό της πράξεως ως κακουργήματος και να δικαιολογήσουν την παραπομπή της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου τριμελούς εφετείου. Επομένως, το δικάσαν Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (ΚΠοινΔ 510 παρ.1 στοιχ.Ε') και ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, είναι αβάσιμος.
4.Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη. Η αναιρεσείουσα πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 18-12-2008 αίτηση της Χ, κατοίκου Καρδίτσας, περί αναιρέσεως της 1432/6-11-2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου [Πλημμελημάτων] Λαρίσης.- Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 4η Νοεμβρίου 2009.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Δεκεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή