Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1735 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Χρόνος τέλεσης πράξης, Πλαστογραφία, Συρροή εγκλημάτων.




Περίληψη:
Κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση και κακουργηματική απάτη στο δικαστήριο με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Στοιχεία των ανωτέρω εγκλημάτων, τα οποία συρρέουν αληθινά. Αιτιολογημένη παραπομπή των κατηγορουμένων, οι οποίοι κατάρτησαν πλαστές αποδείξεις πληρωμής και νόθευσαν δύο φύλλα ημερολογίου συναλλαγών της παθούσης εταιρίας και στη συνέχεια προσκόμισαν με επίκληση τα έγγραφα αυτά στο πολιτικό δικαστήριο και πέτυχαν με τον τρόπο αυτό να απορριφθεί η αγωγή της παθούσης εταιρίας εναντίον τους για ποσό 15.360 ευρώ και να γίνει αντιστοίχως δεκτή αγωγή της δικής τους εταιρίας για ποσό 64.848 ευρώ με αντίστοιχη ζημία της παθούσης. Αποτελεί επαρκή προσδιορισμό του χρόνου τελέσεως της πλαστογραφίας η παραδοχή ότι η πράξη αυτή έλαβε χώρα σε χρόνο μη δυνάμενο να προσδιοριστεί επακριβώς, πάντως εντός του αμέσως προηγούμενου χρονικού διαστήματος από την 21-9-2004 (που είναι ο χρόνος τελέσεως της απάτης στο δικαστήριο). Απορρίπτονται οι αιτήσεις αναιρέσεως.




Αριθμός 1735/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ4, κατοίκων ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 255/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων. Με συγκατηγορούμενο τον Χ5 και με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία με την επωνυμία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.", που εδρεύει στις ... και εκπροσωπείται νόμιμα.

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 11 Δεκεμβρίου 2008 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 66/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή με αριθμό 47/28.01.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "1- Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, τις αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων: 1) 11/11-12-08 του Χ3, 2) 9/11-12-08 του Χ1, 3) 10/11-12-08 του Χ2 και 4) 12/11-12-08 του Χ4, κατοίκων ..., κατά του 255/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Ιωαννίνων, το οποίο τους παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων για διακεκριμένη πλαστογραφία, κατ' εξακολούθηση, και διακεκριμένη απάτη, κατά συναυτουργία και συρροή, με σκοπούμενο από το καθένα όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.00 € [άρθρα 13 περ.γ,στ,60,94 παρ.1,98, ως αντικατ. με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν.2721/99, 216 παρ.1,3β, ως η παρ.1β αντικατ. με το άρθρο 14 παρ.2β του Ν.2721/99, και 386 παρ.1,3α,ως η παρ. 3α αντικατ. με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν.2721/99 του ΠΚ], και εκθέτω σχετικά με τον τυπικό και ουσιαστικό έλεγχο τα ακόλουθα.
2- Τυπικός έλεγχος.
Οι αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν δικαιωματικά από τους κατηγορουμένους, αφού ο νόμος του δίνει το σχετικό δικαίωμα, όταν το προσβαλλόμενο βούλευμα τους παραπέμπει για κακούργημα, με αυτοπρόσωπη δήλωση ενώπιον της γραμματέως του Συμβουλίου Πλημμ/κών Ιωαννίνων, που το εξέδωσε, μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία από την τελεσιδικία του, δηλ. από την εκπνοή της δεκαήμερης προθεσμίας για την άσκηση κατ' αυτού εφέσεως, η οποία αφετηριάσθηκε από την επίδοσή του στους κατηγορούμενους, που έγινε με παράδοση στα χέρια των ενήλικων συνοίκων τους στις 21-11-08, ως προκύπτει από τα ισάριθμα επιδοτήρια του αστυφ. ..., ήτοι από τις 2-12-08 [Α.Π. 1140/04 ΠΧΡ. ΝΕ/517, Α.Π. 235/03 ΠΡ. ΛΟΓ. 03/25]. Οι οικείες εκθέσεις συντάχθηκαν από την αρμόδια γραμματέα Τσιακτσίρα με την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται από τα άρθρα 150 και 474 ΚΠΔ και με τη συμπερίληψη σ' αυτές των λόγων για τους οποίους ασκούνται, οι οποίοι έγκεινται στην έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας και στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που εφάρμοσε,[άρθρα 139 και 484 παρ.1 περ. β και δ ΚΠΔ].
Συνεπώς, είναι νομότυπες, εμπρόθεσμες και δικαιωματικά ασκηθείσες, οπότε πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν ως προς τη βασιμότητά τους.
3-Ουσιαστικό έλεγχος Α-Νομική βάση.
α- Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά [Α.Π. 19/01 ΟΛΟΜ-Π ΔΙΚ. 01/1225, Π. ΧΡ. 02/402, Π.ΛΟΓ. 01/1693].
β- Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
γ- Συναυτουργία. Κατά το άρθρο 45 ΠΚ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται κοινός δόλος των προσώπων που συμπράττουν και αυτοπρόσωπη και άμεση σύμπραξή τους, η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονη ή διαδοχική κατά την ενέργεια από τον καθένα των επί μέρους πράξεων, οι οποίες άμεσα συντελούν στην ολοκλήρωση του εγκληματικού αποτελέσματος (Α.Π. 818/89 ΠΧΡ.Μ/180). Συνίσταται δε ο κοινός δόλος στη συναπόφαση που έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους είτε κατά την τέλεσή της, ώστε ο καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την τέλεσή της και να γνωρίζει ότι ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσής της και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση του άλλου (Α.Π. 1085/89 ΠΧΡ. Μ/399, 1334/89 ΠΧΡ Μ/586). Προς ύπαρξη δηλ της συναυτουργίας απαιτούνται δύο βασικοί όροι, αντικειμενικώς μεν σύμπραξη στη συγκεκριμένη κύρια πράξη, υποκειμενικώς δε κοινός δόλος εκείνων που συμπράττουν (Χωραφάς Π. Δικ. Α/106, Σακελλαρίου ΠΧΡ. Ι/585).
δ- Κατά το άρθρο 98 του ΠΚ, αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρηση της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Στη διάταξη αυτή με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/3-6-1999 προστέθηκε και δεύτερη παράγραφος, που ορίζει ότι η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
ε- Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστο τριών μηνών. Η χρήση απ' αυτόν του εγγράφου θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ.1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 € [25.000.000 δρχ.]. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 € [5.000.000 ΔΡΧ]. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την ποινική υπόσταση της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν είτε η κατάρτιση εγγράφου, κατά την έννοια του άρθρο 13 γ του ΠΚ από την αρχή στο όνομα άλλου, σαν να είχε γίνει από άλλο, εκτός από το ενεργητικό υποκείμενο, πρόσωπο, είτε νόθευση, δηλ. αλλοίωση της έννοιας του με μεταβολή του περιεχομένου του, που γίνεται με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των απαρτιζόντων την πράξη περιστατικών και το σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή του νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης (Χωραφάς Α/157, Μπουρόπουλος Β/229, Α.Π. 37/98 Π. ΧΡ. ΜΗ/730, Α.Π. 329/98 ΠΧΡ. ΜΗ/905). Οι έννομες συνέπειες μπορούν να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο και είναι αδιάφορο αν η εξαπάτηση επιτεύχθηκε, η δε παραπέρα χρήση του εγγράφου αυτού από τον πλαστογράφο δεν αποτελεί στοιχείο της πλαστογραφίας, αλλά λαμβάνεται υπόψη μόνο ως επιβαρυντική περίσταση κατά την επιμέτρηση της ποινής, (Α.Π. 540/89 ΠΧΡ Μ/29). Προστατευόμενο έννομο αγαθό των διατάξεων του δέκατου κεφαλαίου του ΠΚ. κατά την κρατούσα άποψη θεωρείται η ασφάλεια των εγγράφων συναλλαγών και αποδείξεων [Κ. Ανδρουλάκης. Περί συρροής εγκλημάτων 1968 Β/74, Γάφος Ειδικό Μέρος 1959 Β/46,Δέδες Εγκλήματα περί τα υπομνήματα 1977 σελ.17, Α.Π.742α].
στ- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. 3.Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών:α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 € [5.000.000 ΔΡΧ]. β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 € [25.000.000 δρχ]. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι: α) Σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, ανεξαρτήτως της πραγμάτωσης ή μη του οφέλους αυτού, β) Η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος. και γ) βλάβη ξένης περιουσίας που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη.
ζ- Συρροή πλαστογραφίας και απάτης. Από τις διατάξεις των άρθρων 216 και 386 ΠΚ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 94, 42 και 43 του ΠΚ, συνάγεται ότι οι πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος και η απάτη (ή απάτη στο δικαστήριο), συρρέουν αληθώς και ουδεμία απορροφά την άλλη, διότι κάθε μία είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από διαφορετικά περιστατικά, αφού ειδικότερα η επίτευξη της παραπλάνησης και της βλάβης στην περιουσία του παραπλανώμενου ή του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως της απάτης, δεν αποτελούν αντίστοιχα και στοιχεία της υποστάσεως, ή επιβαρυντική περίπτωση, ή αναγκαίο μέσο διαπράξεως της πλαστογραφίας. Η απόπειρα όμως της απάτης και η χρήση πλαστού (ή νοθευμένου) εγγράφου, με τον σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους (216 παρ. 3), όταν τα για την απάτη παρασταθέντα σαν αληθινά ψευδή γεγονότα, ταυτίζονται προς αυτά που συνιστούν τη χρήση του πλαστού εγγράφου, δεν είναι αυτοτελή εγκλήματα και η απόπειρα απάτης απορροφάται από τη χρήση του πλαστού, πράγμα που δεν συμβαίνει εάν επί της απόπειρας απάτης συντρέχουν και άλλες διαφορετικές των προηγουμένων ψευδείς παραστάσεις. [Α.Π. 238/00 Π.ΧΡ. 00/694]. Β-Παραδοχές και σκέψεις του βουλεύματος
Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Πλημμ/κών Ιωαννίνων με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεων μαρτύρων, γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, εγγράφων και απολογιών) προέκυψαν τα εξής, κατ' εκτίμηση, ουσιώδη περιστατικά: Η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ", που εδρεύει στο συνοικισμό ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ΑΑ, διατηρεί στον παραπάνω οικισμό κτηνοτροφική μονάδα εκτροφής αρνιών, τα οποία τα εισάγει από το εξωτερικό και τα μεταπωλεί σε τρίτους. Το Φεβρουάριο του 1999 συνήψε με την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Αφοί ... και ΣΙΑ ΟΕ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τους κατηγορουμένους Χ3, [ΓΓ, για τον οποίο η δίωξη κρίθηκε ως μη γενομένη λόγω της προαποβιώσεώς του], Χ1, Χ2, Χ4 και Χ5, και διατηρεί κρεοπωλείο στον οικισμό της ..., συμφωνία για εμπορική συνεργασία, που αφορούσε στην πώληση στην τελευταία ζώντων αρνιών και κρεάτων με πίστωση του τιμήματος. Για την εξυπηρέτηση της ανωτέρω συμβάσεως συμφωνήθηκε να τηρείται ένας ενιαίος αλληλόχρεος λογαριασμός υπό τύπο πιστοχρεωστικών κονδυλίων, στον οποίο συμφωνήθηκε να υπαγάγουν τις προκύπτουσες από τις συναλλαγές τους εκατέρωθεν απαιτήσεις. Ο λογαριασμός αυτός κινήθηκε από τις 13-02-1999 μέχρι και τις 28-07-1999, οπότε και έκλεισε επειδή η εταιρεία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" διέκοψε την ως άνω συνεργασία τους. Στη συνέχεια, επειδή υπήρξαν αμφισβητήσεις ως προς το πραγματικό πιστωτικό υπόλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού, καθώς και ως προς τον αληθή δικαιούχο αυτού, η εταιρεία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας την 388/2003 αγωγή της κατά της εταιρείας "Αφοί ... και ΣΙΑ ΟΕ", της οποίας νόμιμοι εκπρόσωποι εξακολουθούσαν να είναι οι κατηγορούμενοι, με την οποία αγωγή ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει σ' αυτήν ως δικαιούχο το χρηματικό ποσόν των 15.360 ευρώ, ως πιστωτικό υπέρ αυτής υπόλοιπο του αλληλοχρέου λογαριασμού. Αλλά και η εταιρεία "Αφοί ... και ΣΙΑ ΟΕ" ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας την 353/03 αγωγή της κατά της εταιρείας "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ", με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει σ' αυτήν ως δικαιούχο το χρηματικό ποσόν των 64.848 ευρώ, ως πιστωτικό υπέρ αυτής υπόλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού. Στα πλαίσια της υποστήριξης των αγωγικών τους ισχυρισμών οι κατηγορούμενοι (πλην του δευτέρου που, πως προαναφέρθηκε, είχε αποβιώσει στο μεταξύ), με την προαναφερθείσα ιδιότητά τους, αλλά και προς αντίκρουση των αγωγικών ισχυρισμών της εταιρείας "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ", προσκόμισαν και επικαλέστηκαν με τις προτάσεις τους το από 02-08-1999 χειρόγραφο έγγραφο (δύο φύλλα ημερολογίου), που είχε αποστείλει στις 03-08-1999 με FAX η εταιρεία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" στην εταιρεία τους, από το οποίο προέκυπτε ότι υπήρχε υπόλοιπο οφειλής προς την εταιρεία τους ύψους 18.483.353 δραχμών. Επίσης, προσκόμισαν και επικαλέστηκαν τις ..., ... και ... αποδείξεις πληρωμής μετρητών, στις οποίες αναγραφόταν ότι η εταιρεία τους κατέβαλε στην εταιρεία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" και συγκεκριμένα στο ΒΒ, πατέρα του ΑΑ, έναντι οφειλών 7.500.000 δρχ., 3.000.000 δρχ. και 1.280.934 δρχ. αντίστοιχα. Το ανωτέρω Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη -μεταξύ άλλων- τις παραπάνω αποδείξεις και το έγγραφο εξέδωσε την 195/04 απόφασή του, η οποία ήταν ευνοϊκή για την εταιρεία των κατηγορουμένων, αφού έκανε δεκτή την αγωγή της εταιρείας τους και απέρριπτε την αγωγή της εταιρείας "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ". Πλην όμως, η εταιρεία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" διά της υπό κρίση εγκλήσεώς της, αμφισβητεί τη γνησιότητα των προαναφερθέντων εγγράφων και ισχυρίζεται ότι το χειρόγραφο έγγραφο (δύο φύλλα ημερολογίου) που είχε αποστείλει με FAX στην εταιρεία των κατηγορουμένων απεικόνιζε στην πραγματικότητα υπόλοιπο οφειλής της εταιρείας αυτών προς την εγκαλούσα ύψους 5.516.647 δρχ. καθώς και συμπεριλάμβανε ένα τιμολόγιο ύψους 24.000.000 δρχ., που αφορούσε κρέατα που είχαν αποσταλεί στην "Αφοί ... και ΣΙΑ ΟΕ" με τιμολόγιο εκδόσεως του τότε συνεργάτη της εγκαλούσας ΔΔ, κατοίκου ... . Επίσης, ισχυρίζεται ότι οι παραπάνω αποδείξεις πληρωμής είναι εξ ολοκληρου '"πλαστές" καθόσον ουδέποτε ο ΒΒ έλαβε τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, που απεικονίζονται σ' αυτές, ούτε βέβαια τις υπέγραψε, γεγονός που ο τελευταίος επιβεβαιώνει στην ένορκη κατάθεσή του. Από την πραγματογνωμοσύνη που διενήργησε ο ειδικός γραφολόγος ... προέκυψε ότι πράγματι τα δύο φύλλα του ημερολογίου έφεραν τις αλλοιώσεις που αναφέρει η εγκαλούσα στην έγκλησή της, ότι, δηλαδή, είχαν πλαστογραφηθεί. Εξάλλου, από απλή και μόνο επισκόπηση των υπό κρίση αποδείξεων προκύπτει ότι η υπογραφή κάθε φορά είναι πολύ διαφορετική, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ΒΒ δε θα μπορούσε να τις είχε υπογράψει αυτός αφού, αν πράγματι είχε συμβεί αυτό, όλες οι υπογραφές θα ήταν όμοιες.
Συνεπώς, προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού ενεργούντες αφενός μεν νόθευσαν τα ως άνω τα φύλλα του ημερολογίου της εταιρίας ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ και κατάρτισαν εξ υπαρχής τις τρεις αποδείξεις πληρωμής της, θέτοντας χωρίς κανένα δικαίωμα σ' αυτές την υπογραφή του ΒΒ, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους το Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας ότι κατέβαλαν στην εταιρία ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ τα αναγραφόμενα στα έγγραφα αυτά χρηματικά ποσά, αφετέρου δε παρέστησαν εν γνώσει ψευδώς στο ανωτέρω δικαστήριο, προσκομίζοντας προς επίρρωση τα πλαστά τούτα έγγραφα, ότι κατέβαλαν στην εταιρία ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ τα αναγραφόμενα σ' αυτά χρηματικά ποσά, παραπλανώντας έτσι το δικαστήριο να απορρίψει της αγωγή της ανωτέρω εταιρίας για το ποσό των 15.360 € και να δεχθεί ως αληθινή την αγωγή της δικής τους εταιρίας για το ποσό των 64.848 € καταδικάζοντας την εναγομένη εταιρία να καταβάλει στη δική τους το χρηματικό τούτο ποσό ζημιώνοντας την περιουσία της. Οι αντίθετοι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων, καθώς και ο ισχυρισμός τους ότι την ουσιαστική διαχείριση της εταιρείας την ασκούσαν μόνον ο πρώτος εξ αυτών (Χ3) και ο αποβιώσας ΓΓ είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Σύμφωνα με τα παραπάνω το Συμβούλιο Πλημμ/κών Ιωαννίνων αποφάνθηκε ότι προέκυψαν από την ανάκριση επαρκείς ενδείξεις σε βάρος των κατηγορουμένων για τα εγκλήματα της πλαστογραφίας με χρήση των πλαστών, κατ' εξακολούθηση, που τέλεσαν με περισσότερες πράξεις στα ... κατά το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα της 21-9-04,και της απάτης, που τέλεσαν στην ... στις 21-9-04,με σκοπούμενο συνολικό όφελος ή συνολική ζημία από το καθένα απ' αυτά το συνολικό ποσό των 80.848 €, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 73.000 € [άρθρα 94 παρ.1, 98, 216 παρ.1, 3 και 386 παρ.1, 3 ΠΚ], ήτοι σε βαθμό κακουργήματος, και τους παρέπεμψε στο αρμόδιο κατά τόπο και καθ' ύλη Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, κατά τα άρθρα 309 παρ.1 και 313 ΚΠΔ.
Γ)-Κριτική αξιολόγηση
Με τις παραδοχές του αυτές το Συμβούλιο Πλημμ/κών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της πλαστογραφίας, κατ' εξακολούθηση, και της απάτης, με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης ότι το σκοπούμενο από το καθένα συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία το ποσό των 80.208 € [64.848 +15.360], το οποίο υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 73.000 €, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45, 94, 98, 216 παρ.1, 3α και 386 παρ.1,3β ΠΚΜ τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα όπως αναφέρει το βούλευμα και προκύπτει από τις παραδοχές του το Συμβούλιο Πλημμ/κών Ιωαννίνων έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία είχε στη διάθεσή του, τα οποία κατ' είδος τα κατονομάζει, χωρίς να προβεί σε επιλεκτική εκτίμηση ορισμένων μόνο απ' αυτά ή να παραλείψει την εκτίμηση ορισμένων, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες και δη ότι παρέλειψε δήθεν να εκτιμήσει τις αγωγές της μηνύτριας εταιρίας ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ που άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείου Καβάλας, τις αποφάσεις 162/02 και 195/04 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας και την 716/07 του Εφετείου Θράκης, τα γραμμάτια εισπράξεως της Εμπορικής Τραπέζης που προσκόμισαν στα ανωτέρω πολιτικά δικαστήρια και τη μήνυση της εταιρίας ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ που υπέβαλε εναντίον τους. Η αιτίασή τους ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία διότι αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρόταση του εισαγγελέα είναι αβάσιμη, διότι η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 του Συντάγματος και του άρθρου 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Πλημμ/κών ή Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του [ΑΠ. 205/05].
Η αιτίαση ότι τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της απάτης δεν συρρέουν μεταξύ τους με αληθινή πραγματική συρροή είναι αβάσιμη, αφού τα εγκλήματα αυτά είναι αυτοτελή, στοιχειοθετούνται από ιδιαίτερα περιστατικά και κανένα δεν αποτελεί στοιχείο ή επιβαρυντική περίσταση του άλλου, ούτε αναγκαίο μέσο για την επιτέλεσή του [ΑΠ.1855/02 ΠΧΡ.02/697, ΑΠ.164/01 ΠΧΡ.01/905]. Ούτε η απάτη απορροφάται από τη χρήση του πλαστού, αφού συντρέχουν και άλλες ψευδείς περιστάσεις πλην του ότι τα έγγραφα αυτά ήσαν πλαστά [Α.Π. 238/00 ΠΧΡ. 00/695, Α.Π. 405/96 ΠΧΡ.ΜΖ/250].
Ο μη ακριβής καθορισμός του χρόνου τέλεσης της κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας,[στο αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα από τις 21-9-04] δεν καθιστά την αιτιολογία ασαφή, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, αφού δεν ανακύπτει περίπτωση παραγραφής των μερικότερων πράξεων των συρρεουσών πλαστογραφιών. [Α.Π. 1264/95 ΠΧΡ.ΜΣΤ/381].
Οι λοιπές αιτιάσεις ότι το Συμβούλιο εκτίμησε εσφαλμένα τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και πείσθηκε ότι τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας και της απάτης, υπό την κακουργηματική τους μάλιστα μορφή, για τις οποίες παραπέμπονται στο αρμόδιο δικαστήριο, είναι απαράδεκτες διότι βάλλουν κατά της ανέλεγκτα αναιρετικά ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας.
4-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε συμβούλιο επιβάλλεται το μεν να απορρίψει ως αβάσιμες τις αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων, το δε να καταδικάσει αυτούς στα δικαστικά έξοδα των 220 € [άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ].
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α-Να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων: 1) 11/11-12-08 του Χ3, 2) 9/11-12-08 του Χ1, 3) 10/11-12-08 του Χ2 και 4) 12/11-12-08 του Χ4, κατοίκων ..., κατά του 255/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Ιωαννίνων, Και
Β-Να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 210 €.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής".

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες υπ' αριθ. 9/2008, 10/2008, 11/2008 και 12/2008 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4 αντίστοιχα, οι οποίες στρέφονται κατά του υπ'αριθ. 255/2008 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων και ασκήθηκαν παραδεκτώς μετά τη λήξη της προθεσμίας της εφέσεως (άρ. 473 παρ. 1 του ΚΠΔ), έχουν δε όμοιο περιεχόμενο και γι' αυτό, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους, πρέπει να συνεξεταστούν.
Κατά το άρθρο 216 παρ.1 και 3 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστο τριών μηνών. Η χρήση απ' αυτόν του εγγράφου θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ.1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 € (25.000.000 δρχ.). Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 €. (5.000.000 δρχ.). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την ποινική υπόσταση της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν είτε η κατάρτιση εγγράφου, κατά την έννοια του άρθρο 13 γ του ΠΚ από την αρχή στο όνομα άλλου, σαν να είχε γίνει από άλλο, εκτός από το ενεργητικό υποκείμενο, πρόσωπο, είτε νόθευση, δηλ. αλλοίωση της έννοιας του με μεταβολή του περιεχομένου του, που γίνεται με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των απαρτιζόντων την πράξη περιστατικών και το σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή του νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. 3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 € (5.000.000 δρχ.). β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 € (25.000.000 δρχ.). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι: α) Σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, ανεξαρτήτως της πραγμάτωσης ή μη του οφέλους αυτού, β) Η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Επειδή κατά τα άνω δεν ταυτίζεται αναγκαίως το πρόσωπο του απατηθέντος και του υποστάντος τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με παραπλάνηση του δικαστή, ο οποίος δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ'αυτόν ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος δια της εν γνώσει προσαγωγής και επικλήσεως πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή και γνησίων μεν, αλλά με ανακριβές κατ' ουσίαν περιεχόμενο. Θεωρείται ότι η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν ο δικαστής παραπλανώμενος από τον διάδικο με τον ανωτέρω τρόπο εκδίδει απόφαση δυσμενή για τον αντίδικό του, ενώ υπάρχει απόπειρα απάτης όταν ο δικαστής δεν πείστηκε και απέρριψε τον ψευδή ισχυρισμό. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 94, 216 και 386 του ΠΚ, συνάγεται ότι οι πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος και η απάτη (ή η απάτη στο δικαστήριο) συρρέουν αληθινά και καμμία δεν απορροφά την άλλη, γιατί κάθε μία είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από διαφορετικά περιστατικά, αφού ειδικότερα η επίτευξη της παραπλάνησης και της βλάβης στην περιουσία του παραπλανώμενου ή του τρίτου που αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως της απάτης, δεν αποτελούν αντίστοιχα και στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο διαπράξεως της πλαστογραφίας. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 454 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το αποδιδόμενο σε αυτόν έγκλημα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να μνημονεύονται αυτά γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, απαιτείται όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι κατ' επιλογή μερικά από αυτά. Εξάλλου λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος από το άρθρο 484 παρ Α στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής η μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 255/2008 βούλευμά του δέχτηκε τα εξής: "Από την κύρια ανάκριση που διενεργήθηκε και περατώθηκε νόμιμα και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν, όπως αυτές εκτιμώνται καθεαυτές αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, από τις απολογίες των κατηγορουμένων και από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η από 9/7/2007 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού γραφολόγου ... που ορίστηκε με την υπ' αριθ. 8/2007 διάταξη του Ανακριτή Ιωαννίνων, η με αριθμό 195/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας και τα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου καθώς και η υπ' αριθ. 162/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, τα αντίγραφα των με αριθμούς κατάθεσης 353/2003 και 388/2003 αγωγών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας και των από 21/9/2004 και 24/1/2003 προτάσεων της εταιρίας "ΑΦΟΙ ... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.", ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας), προέκυψαν τα παρακάτω περιστατικά (αναφερόμενο περαιτέρω εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση): Η ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.", που εδρεύει στο συνοικισμό ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ΑΑ, διατηρεί στον παραπάνω οικισμό κτηνοτροφική μονάδα εκτροφής αρνιών, τα οποία εισάγει από το εξωτερικό και μεταπωλεί σε τρίτους. Το Φεβρουάριο του 1999 συνήψε με την ομόρρυθμη εταιρία "ΑΦΟΙ ... και ΣΙΑ Ο.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τους κατηγορουμένους Χ3, (ΓΓ, για τον οποίο η δίωξη κρίθηκε ως μη γενομένη λόγω της προαποβιώσεώς του), Χ1, Χ2, Χ4 και Χ5, και διατηρεί κρεοπωλείο στον οικισμό της ..., συμφωνία για εμπορική συνεργασία, που αφορούσε στην πώληση στην τελευταία ζώντων αρνιών και κρεάτων με πίστωση του τιμήματος. Για την εξυπηρέτηση της ανωτέρω συμβάσεως συμφωνήθηκε να τηρείται ένας ενιαίος αλληλόχρεος λογαριασμός υπό τύπο πιστοχρεωστικών κονδυλίων, στον οποίο συμφωνήθηκε να υπαγάγουν τις προκύπτουσες από τις συναλλαγές τους εκατέρωθεν απαιτήσεις. Ο λογαριασμός αυτός κινήθηκε από τις 13-02-1999 μέχρι και τις 28-07-1999, οπότε και έκλεισε επειδή η εταιρεία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" διέκοψε την ως άνω συνεργασία τους. Στη συνέχεια, επειδή υπήρξαν αμφισβητήσεις ως προς το πραγματικό πιστωτικό υπόλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού, καθώς και ως προς τον αληθή δικαιούχο αυτού, η εταιρεία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας την 388/2003 αγωγή της κατά της εταιρείας "Αφοί ... και ΣΙΑ ΟΕ", της οποίας νόμιμοι εκπρόσωποι εξακολουθούσαν να είναι οι κατηγορούμενοι, με την οποία αγωγή ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει σ' αυτήν ως δικαιούχο το χρηματικό ποσόν των 15.360 Ευρώ, ως πιστωτικό υπέρ αυτής υπόλοιπο του αλληλοχρέου λογαριασμού. Αλλά και η εταιρεία "Αφοί ... και ΣΙΑ ΟΕ" ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας την 353/03 αγωγή της κατά της εταιρείας "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ", με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει σ' αυτήν ως δικαιούχο το χρηματικό ποσόν των 64.848 Ευρώ, ως πιστωτικό υπέρ αυτής υπόλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού. Στα πλαίσια της υποστήριξης των αγωγικών τους ισχυρισμών οι κατηγορούμενοι (πλην του δευτέρου που, πως προαναφέρθηκε, είχε αποβιώσει στο μεταξύ), με την προαναφερθείσα ιδιότητά τους, αλλά και προς αντίκρουση των αγωγικών ισχυρισμών της εταιρείας "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ", προσκόμισαν και επικαλέστηκαν με τις προτάσεις τους το από 02-08-1999 χειρόγραφο έγγραφο (δύο φύλλα ημερολογίου), που είχε αποστείλει στις 03-08-1999 με FAX η εταιρεία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" στην εταιρεία τους, από το οποίο προέκυπτε ότι υπήρχε υπόλοιπο οφειλής προς την εταιρεία τους ύψους 18.483.353 δραχμών. Επίσης, προσκόμισαν και επικαλέστηκαν τις 8/13-07-1999, 11/28-07-1999 και 5/29-07-1999 αποδείξεις πληρωμής μετρητών, στις οποίες αναγραφόταν ότι η εταιρεία τους κατέβαλε στην εταιρεία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" και συγκεκριμένα στο ΒΒ, πατέρα του ΑΑ, έναντι οφειλών 7.500.000 δρχ., 3.000.000 δρχ. και 1.280.934 δρχ. αντίστοιχα. Το ανωτέρω Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη -μεταξύ άλλων- τις παραπάνω αποδείξεις και το έγγραφο εξέδωσε την 195/04 απόφασή του, η οποία ήταν ευνοϊκή για την εταιρεία των κατηγορουμένων, αφού έκανε δεκτή την αγωγή της εταιρείας τους και απέρριπτε την αγωγή της εταιρείας "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ". Πλην όμως, η εταιρεία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" διά της υπό κρίση εγκλήσεώς της, αμφισβητεί τη γνησιότητα των προαναφερθέντων εγγράφων και ισχυρίζεται ότι το χειρόγραφο έγγραφο (δύο φύλλα ημερολογίου) που είχε αποστείλει με FAX στην εταιρεία των κατηγορουμένων απεικόνιζε στην πραγματικότητα υπόλοιπο οφειλής της εταιρείας αυτών προς την εγκαλούσα ύψους 5.516.647 δρχ. καθώς και συμπεριλάμβανε ένα τιμολόγιο ύψους 24.000.000 δρχ., που αφορούσε κρέατα που είχαν αποσταλεί στην "Αφοί ... και ΣΙΑ ΟΕ" με τιμολόγιο εκδόσεως του τότε συνεργάτη της εγκαλούσας ΔΔ, κατοίκου ... . Επίσης, ισχυρίζεται ότι οι παραπάνω αποδείξεις πληρωμής είναι εξ ολοκλήρου "πλαστές" καθόσον ουδέποτε ο ΒΒ έλαβε τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, που απεικονίζονται σ' αυτές, ούτε βέβαια τις υπέγραψε, γεγονός που ο τελευταίος επιβεβαιώνει στην ένορκη κατάθεσή του. Από την πραγματογνωμοσύνη που διενήργησε ο ειδικός γραφολόγος ... προέκυψε ότι πράγματι τα δύο φύλλα του ημερολογίου έφεραν τις αλλοιώσεις που αναφέρει η εγκαλούσα στην έγκλησή της, ότι, δηλαδή, είχαν πλαστογραφηθεί. Εξάλλου, από απλή και μόνο επισκόπηση των υπό κρίση αποδείξεων προκύπτει ότι η υπογραφή κάθε φορά είναι πολύ διαφορετική, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ΒΒ δε θα μπορούσε να τις είχε υπογράψει αυτός αφού, αν πράγματι είχε συμβεί αυτό, όλες οι υπογραφές θα ήταν όμοιες.
Συνεπώς, προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού ενεργούντες αφενός μεν νόθευσαν τα ως άνω τα φύλλα του ημερολογίου της εταιρίας ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ και κατάρτισαν εξ υπαρχής τις τρεις αποδείξεις πληρωμής της, θέτοντας χωρίς κανένα δικαίωμα σ' αυτές την υπογραφή του ΒΒ, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους το Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας ότι κατέβαλαν στην εταιρία "ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ" τα αναγραφόμενα στα έγγραφα αυτά χρηματικά ποσά, αφετέρου δε παρέστησαν εν γνώσει ψευδώς στο ανωτέρω δικαστήριο, προσκομίζοντας προς επίρρωση τα πλαστά τούτα έγγραφα, ότι κατέβαλαν στην εταιρία ΑΑ ΚΑΙ ΣΙΑ τα αναγραφόμενα σ' αυτά χρηματικά ποσά, παραπλανώντας έτσι το δικαστήριο να απορρίψει της αγωγή της ανωτέρω εταιρίας για το ποσό των 15.360 €. και να δεχθεί ως αληθινή την αγωγή της δικής τους εταιρίας για το ποσό των 64.848 €. καταδικάζοντας την εναγομένη εταιρία να καταβάλει στη δική τους το χρηματικό τούτο ποσό ζημιώνοντας την περιουσία της. Οι αντίθετοι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων, καθώς και ο ισχυρισμός τους ότι την ουσιαστική διαχείριση της εταιρείας την ασκούσαν μόνον ο πρώτος εξ αυτών (Χ3) και ο αποβιώσας ΓΓ είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι". Μετά από τα παραπάνω το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων αποφάνθηκε ότι προέκυψαν από την ανάκριση επαρκείς ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων για τα εγκλήματα της πλαστογραφίας με χρήση των πλαστών, κατ' εξακολούθηση, που τέλεσαν με περισσότερες πράξεις στα ... κατά το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα της 21-9-04, και της απάτης (στο δικαστήριο), που τέλεσαν στην ... στις 21-9-04, με σκοπούμενο συνολικό όφελος ή συνολική ζημία από το καθένα απ' αυτά το συνολικό ποσό των 80.848 €, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €. (άρθρα 94 παρ.1, 98, 216 παρ.1, 3 και 386 παρ.1, 3 ΠΚ), ήτοι σε βαθμό κακουργήματος, και τους παρέπεμψε στο αρμόδιο κατά τόπο και καθ' ύλη Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων. Με αυτά που δέχτηκε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής των κατηγορουμένων για τα αποδιδόμενα σ'αυτούς εγκλήματα, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 και 386 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρει ότι έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και το γεγονός ότι μνημονεύει ειδικώς μερικά από αυτά δεν σημαίνει ότι αγνόησε τα άλλα. Επίσης αιτιολογεί την προέλευση και το ύψος του επιτευχθέντος οφέλους των κατηγορουμένων και της αντίστοιχης ζημίας της μηνύτριας ανερχόμενα σε 80.208 Ευρώ, δηλαδή σε 15.360 Ευρώ που αφορούσαν στην απαίτηση της μηνύτριας η οποία με τις πράξεις των κατηγορουμένων δεν έγινε δεκτή και απορρίφθηκε η σχετική αγωγή και σε 64.848 Ευρώ που αφορούσαν στην επικαλούμενη απαίτηση της εταιρίας των κατηγορουμένων, η οποία με τις πράξεις τους έγινε δεκτή από το πολιτικό δικαστήριο. Τέλος προσδιορίζει επαρκώς τον χρόνο τελέσεως της πλαστογραφίας, αναφέροντας ότι αυτή έλαβε χώρα σε χρόνο μη δυνάμενο να προσδιοριστεί επακριβώς, πάντως εντός του αμέσως προηγούμενου χρονικού διαστήματος από την 21-9-2004 (που διαπράχθηκε η απάτη στο δικαστήριο). Επομένως ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 δ του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Επίσης είναι αντιστοίχως αβάσιμες και οι συναφείς αιτιάσεις των κατηγορουμένων περί του ότι: α) δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Συμβούλιο εκτίμησε όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και ειδικώς την υπ' αριθ. 716/2007 απόφαση του (Πολιτικού) Εφετείου Θράκης και γραμμάτια εισπράξεως της Εμπορικής Τράπεζας, β) δεν αιτιολογήθηκε η παραδοχή ότι οι πράξεις φέρουν κακουργηματικό χαρακτήρα, ενώ αυτές φέρουν χαρακτήρα πλημμελήματος και γ) δεν αναφέρεται ο ακριβής χρόνος τελέσεως της πλαστογραφίας και υπάρχει ασάφεια ως προς αυτόν. Τέλος επειδή όπως προαναφέρθηκε, η απάτη στο δικαστήριο και η πλαστογραφία με χρήση συρρέουν αληθώς, είναι αβάσιμος ο σχετικός δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1β του ΚΠΔ, που υποστηρίζει ότι η απάτη απορροφάται από την πλαστογραφία και ότι υπάρχει εν προκειμένω εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Μετά από αυτά οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις υπ' αριθ. 9/11-12-2008, 10/11-12-2008, 11/11-12-2008 και 12/11-12-2008 αιτήσεις των Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4 αντίστοιχα, για αναίρεση του υπ' αριθ. 255/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων.

Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιουλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή