Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση κακουργηματική, 375 §§ 1 & 2, από εντολοδόχο και διαχειριστή. Στοιχεία αυτής. Ασφαλιστικός πράκτορας είναι εντολοδόχος και διαχειριστής η ασφαλιστική επιχείρηση από πρακτοριακή σύμβαση είναι εντολέας (713, 719 ΑΚ). Ο διαχειριστής ξένης περιουσίας που ενεργεί ολικές και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως του οποίου έλκει από τον νόμο, ή τη σύμβαση ή από τα πράγματα άρθρο 3 § 1 ΠΔ 298/1986. Τα ασφάλιστρα που κατέχει ο πράκτωρ θεωρούνται παρακαταθήκη. Τούτο δεν αναιρεί την ιδιότητα του εντολοδόχου. Μικτή σύμβαση η συνδέουσα τον πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση. Αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος. Το δικαστήριο ή το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη του και άκυρα έγγραφα. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 282/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποιν. Τμήμα
ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης X, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 97/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "Ζ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "Ζ ΑΕ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΙΣ", που εδρεύει στη Λάρισα και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαΐου 2009, αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 892/2009. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Ψάνης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη, με αριθμό 303/23-9-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι. Eισάγω στο Συμβούλιό Σας , σύμφωνα με το ά. 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., την 2/18-5-2009 αίτηση αναιρέσεως της X κατοίκου ... κατά του 97/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, εκθέτω τα ακόλουθα:
ΙΙ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Τρικάλων με το 442/2008 βούλευμά του παρέπεμψε την ήδη αναιρεσείουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας Αθηνών για να δικαστεί για υπεξαίρεση από εντολοδόχο αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ύψους 14.804,46 ευρώ. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με το προσβαλλόμενο βούλευμά του απέρριψε την έφεση αυτής κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ως αβάσιμη στην ουσία της. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε : α) στην κατηγορούμενη στις 8-5-2009, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό του αρχ/κα... του Α.Τ. ... και β) στον αντίκλητο δικηγόρο της την 1-6-2009 όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό του επιμελητή ... της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Τρικάλων, και αυτή στις 18-5-2009, δηλ. εντός της προβλεπόμενης δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση (α. 473 παρ. 1 του ΚΠΔ ) , άσκησε την παραπάνω αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Τρικάλων. Η κατηγορούμενη με την παραπάνω αίτηση αναιρέσεώς της στρέφεται κατά του τελεσιδίκου αυτού βουλεύματος, που την παραπέμπει για κακούργημα (α.482 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ ) και ζητά την εξαφάνισή του για : α) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και β) για απόλυτη ακυρότητα ( α. 484 παρ. 1 στοιχ. α' και β' του ΚΠΔ ). Επειδή η αίτηση αυτή αναιρέσεως είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στην ουσία της.
ΙΙΙ. Επειδή κατά το άρθρο 375 παρ.1 ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (εν όλω ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιείται αυτό παράνομα κατά το χρόνο που βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 του ν. 2408/1996, "αν πρόκειται για αντικείμενο (της υπεξαιρέσεως) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από την τελευταία αυτή διάταξη, όπως ισχύει μετά το ν. 2408/96, προκύπτει ότι η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μια από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι και εκείνη του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Την εξουσία αυτή μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από σύμβαση. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο απ' αυτόν παρανόμως πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητάς του αυτής. Κακουργηματική υπεξαίρεση διαπράττει και ο ασφαλιστικός πράκτορας, ο οποίος κατακρατεί και ιδιοποιείται τα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ασφάλιστρα, τα οποία εισπράττει για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρείας με την οποία έχει καταρτίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1569/85 και του Π.Δ. 298/1986, σύμβαση πρακτορείας, δυνάμει της οποίας ανέλαβε, έναντι προμηθείας να μεσολαβεί στην σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ τρίτων και της εταιρείας και να εισπράττει για λογαριασμό αυτής τα ασφάλιστρα, διότι, με βάση την προαναφερθείσα σύμβαση και τις διατάξεις των άρθρων 90 επ. του Εμπ. Νόμου, 713 επ. Α.Κ και 3 Εισ. Ν.Α.Κ., ο ασφαλιστικός πράκτορας καθίσταται εντολοδόχος της ασφαλιστικής εταιρείας και διαχειριστής της περιουσίας της, καθόσον ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως, ήτοι νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης. Βέβαια, στο άρθρο 3 παρ.1 του Π.Δ. 298/1986,που ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων, ορίζεται ότι τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Όμως η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει το χαρακτήρα μικτής σύμβασης , η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, αφού η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κύριας (πρακτορικής) σύμβασης. Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι η ιδιότητα όχι του θεματοφύλακα, αλλά του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτοριακής σύμβασης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού και ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του Εμπ. Νόμου και 713 επ. Α.Κ. (ΑΠ 493/2007 Ποιν.Λ' 2007.354 , ΑΠ 1120/2004 ΠΧ' 2007.419 , ΑΠ 1600/2004 ΠΧ' 2005.646). Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. 'Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1560/2002 ΠΧ' 2003.536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ' 2001.244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 2253/2002 ΠΧ' 2003.7 ). Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει , ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/2002 ΠΧ' 2002 .689, ΑΠ 510/2002 ΠΧ' 2003 . 24, ΑΠ 1335/95 ΠΧ' 1996 . 358).
ΙV. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και τα υπόλοιπα έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα ουσιώδη και κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ζ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "Ζ Α.Ε. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΙΣ" που εδρεύει στη Λάρισα και εκπροσωπείται νομίμως ασχολείται με την εκτέλεση ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει συμβάσεως και έναντι προμήθειας στο όνομα και για λογαριασμό διάφορων ασφαλιστικών επιχειρήσεων της χώρας μεταξύ των οποίων και των ασφαλιστικών εταιρειών "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ", 'ΕΓΝΑΤΙΑ", GENERAL UNION, EOS και ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ. Στα πλαίσια της ανωτέρω επαγγελματικής δραστηριότητας ο νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας συνήψε στις αρχές Ιανουαρίου του 2004 σύμβαση συνεργασίας με την εγκαλούσα - κατηγορουμένη X, η οποία ήταν ασφαλιστικός σύμβουλος και διατηρούσε γραφείο ασφαλειών στην πόλη των ..., με βάση την οποία (σύμβαση) η εκκαλούσα ανέλαβε την υποχρέωση διαμεσολάβησης για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, δηλαδή ανέλαβε το έργο της παρουσίασης, πρότασης και προπαρασκευής ασφαλιστικών συμβάσεων, οι οποίες θα συνάπτονταν στο όνομα και για λογαριασμό των εταιριών τις οποίες εκπροσωπούσε η εγκαλούσα. Παράλληλα με σχετικό προσάρτημα της ανωτέρω σύμβασης ανέλαβε την υποχρέωση, αφενός μεν να ενημερώνει έγκαιρα την εγκαλούσα για την καθυστέρηση των εισπρακτέων ασφαλίστρων, αφετέρου δε να καταθέτει στην εγκαλούσα απ' ευθείας ή διά μέσου τραπέζης τα ασφάλιστρα που θα εισέπραττε με οποιοδήποτε τρόπο, εντός χρονικού διαστήματος δύο μηνών από την είσπραξη, μετά την αφαίρεση των αναλογούντων προμηθειών και διαφόρων εξόδων. Στα πλαίσια της ανωτέρω συμφωνίας και συνεργασίας η εκκαλούσα μεσολάβησε για την κατάρτιση διαφόρων ασφαλιστικών συμβολαίων για λογαριασμό της εγκαλούσας και των υπ' αυτής εκπροσωπουμένων, ως άνω ασφαλιστικών εταιριών, παράλληλα δε κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου του έτους 2005, εισέπραξε από ασφαλισμένους έναντι σχετικών ασφαλίστρων το συνολικό ποσό των 17.504, 46 ευρώ κατ' εντολή και για λογαριασμό της εγκαλούσας το οποίο όμως δεν απέδωσε στην τελευταία εντός του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος, με βάσει τη μεταξύ τους συμφωνία. Σε επανειλημμένες οχλήσεις της εγκαλούσας η κατηγορουμένη υποσχόταν την καταβολή του ποσού αυτού, χωρίς όμως να εκπληρώνει τις υποσχέσεις της, τελικώς δε συμφωνήθηκε και αποδέχτηκε η κατηγορουμένη τέσσερες συναλλαγματικές, συνολικού ποσού 16.982,46 ευρώ, σε διαταγή του εκπροσώπου της εγκαλούσας. Με βάση τη συμφωνία αυτή και έναντι του οφειλομένου ποσού η εκκαλούσα κατέβαλε διαδοχικά κατά τους μήνες Μάιο, Ιούνιο και Σεπτέμβριο του 2005 το συνολικό ποσό των 2.700 ευρώ, αρνούμενη να εξοφλήσει την υπόλοιπη οφειλή της και για το λόγο αυτό εκδόθηκε με βάση τις ανωτέρω συναλλαγματικές η υπ' αριθμ. ... διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχει καταστεί δυνατή η είσπραξη του υπολοίπου οφειλομένου ποσού των 14.804,46 ευρώ το οποίο τελικά ιδιοποιήθηκε παρανόμως η κατηγορουμένη με την ιδιότητα ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, είναι δε αυτό ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Απολογουμένη η κατηγορουμένη αρνήθηκε την κατηγορία που της αποδίδεται και ισχυρίσθηκε αφενός μεν ότι η κύρια απασχόλησή της και η συνεργασία της με την εγκαλούσα ήταν με την ιδιότητα της ασφαλιστικής συμβούλου, αφετέρου δε ότι δεν εισέπραξε από ασφαλισμένους τα ανωτέρω ποσά που αξιώνει η εγκαλούσα, δεδομένου ότι τα αντίστοιχα ασφαλιστήρια συμβόλαια εδόθηκαν με πίστωση του αντίστοιχου ασφαλίστρου και κατόπιν οδηγιών της εγκαλούσης. Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι η κατηγορουμένη δεν προσκόμισε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ποια είναι τα επί μέρους ασφαλιστήρια συμβόλαια, τα οποία καταρτίστηκαν με πίστωση του ασφαλίστρου αυτών, καθώς επίσης ποίοι είναι οι ασφαλισμένοι οι οποίοι αρνούνται ή καθυστερούν την καταβολή εν όλω ή εν μέρει του τυχόν πιστωθέντος τιμήματος ασφαλίστρου. Αντίθετα ο εκπρόσωπος της εγκαλούσας κατέθεσε ότι με βάση τα έγγραφα της εταιρείας και τις προφορικές διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης, το ανωτέρω ποσό το εισέπραξε η κατηγορουμένη για λογαριασμό της εγκαλούσας. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το γεγονός ότι η κατηγορουμένη αποδέχθηκε χωρίς καμιά διαμαρτυρία ή επιφύλαξη τις προαναφερθείσες τέσσερις συναλλαγματικές επιβεβαιώνει χωρίς αμφιβολία τους ισχυρισμούς της εγκαλούσας και φανερώνει ότι η ενέργεια αυτή σχετίζονταν άμεσα με την οφειλή του υπολοίπου ποσού των εισπραχθέντων ασφαλίστρων. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η κατηγορουμένη δεν άσκησε κάποια ανακοπή κατά της προαναφερθείσης διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε με βάση τις ως άνω συναλλαγματικές, επιπλέον δε δεν προσκόμισε ούτε επικαλέσθηκε κάποιο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η αποδοχή των τεσσάρων συναλλαγματικών αναφερόταν ενδεχομένως σε άλλη αιτία. Εν όψει λοιπόν όλων αυτών, θεωρούμε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος της κατηγορουμένης για την πράξη για την οποία κατηγορείται και συνεπώς ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφερόμεθα αποφάνθηκε για την παραπομπή αυτής ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, προκειμένου να δικασθεί για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος. Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων, έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επειδή : α) εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος β) αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 του Π.Κ., γ) ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη αυτή , χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα ρητώς εκθέτει ότι η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη: α) ανέλαβε με βάση τη σύμβαση που υπέγραψε να καταρτίζει ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, να κατακρατεί την προμήθειά της και τα υπόλοιπα ασφάλιστρα που εισέπραττε και περιήρχοντο στην κατοχή της να τα αποδίδει σ' αυτή (ασφαλιστική εταιρεία ) β) απέκτησε έτσι την ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή της ασφαλιστικής εταιρείας από την οποία επιλέχθηκε γ) αναγνώρισε ότι έχει κατακρατήσει χρήματα που εισέπραξε και δεν τα είχε αποδώσει δ) αρνήθηκε την καταβολή των οφειλομένων παρά τις σχετικές οχλήσεις και ε) ηθελημένα ενσωμάτωσε τα οφειλόμενα ποσά, που είναι στο σύνολό τους ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, στην περιουσία της χωρίς κανένα σχετικό δικαίωμα. Η κρίση του δικαστικού συμβουλίου ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση μεταξύ του αναιρεσείουσας και της παραπάνω ασφαλιστικής υπήρχε μόνο σύμβαση εντολής με την μορφή που αυτό αναφέρεται δεν ελέγχεται αναιρετικά επειδή αφορά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του. Έτσι ο σχετικός λόγος αναιρέσεως για την θέση αυτή με την μορφή της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής των διατάξεων του α. 16 του Ν. 1569/85 όπως αντ. από το α. 24 του Ν. 2496/1997 (α. 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ ) είναι απαράδεκτος όταν μάλιστα οι διατάξεις αυτές αφορούν τον ασφαλιστικό σύμβουλο και όχι τον ασφαλιστικό πράκτορα (ΑΠ 1071/2005, ΑΠ 915/78 ΠΧ' 1979.63 ). Η αναιρεσείουσα επικαλείται απόλυτη ακυρότητα επειδή ελήφθη υπόψη από το Δικαστικό Συμβούλιο η "Αναλυτική κίνηση λογαριασμού" που προσκόμισε η εγκαλούσα από το αρχείο της χωρίς αυτή να έχει την απαραίτητη υπογραφή. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί επειδή το Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί να λάβει υπόψη του ακόμα και άκυρα έγγραφα αρκεί αυτά να μην προσβληθούν ως πλαστά, πράγμα που δεν έχει γίνει από την αναιρεσείουσα ( ΑΠ 1722/99 ΠοινΛ' 2000.144, ΑΠ 1173/93 ΠΧ' 1993.872 ). Τέλος ο λόγος της απόλυτης ακυρότητας που επικαλείται η αναιρεσείουσα (μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπισή της και την παράσταση της πολιτικώς ενάγουσας στην προδικασία) πρέπει να απορριφθεί γιατί αυτή δεν καθορίζει στην έκθεση αναιρέσεως της αναλυτικά τις συγκεκριμένες παραβιάσεις που συνέβησαν. Με βάση τα δεδομένα αυτά η αίτηση αυτή αναιρέσεως της κατηγορουμένης είναι αβάσιμη και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ' αυτήν τα δικαστικά έξοδα (α. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η 2/18-5-2009 αίτηση αναιρέσεως της X κατοίκου ... κατά του 97/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και Β) Να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 16 Σεπτεμβρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατ' άρθρον 375 §§ 1 και 2 εδ. α' ΠΚ όπως η § 1 συνεπληρώθη με το άρθρο 14 § 3α του Ν. 2721/1999 και η § 2 αυτού αντικατεστάθη με το άρθρο 1 § 9 του Ν. 2408/1996 "Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ..." και "Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου ....ή διαχειριστού ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών ....". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς α)το υλικό αντικείμενο αυτής, που είναι κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα να είναι ολικά ή εν μέρει "ξένο", υπό την έννοια ότι βρίσκεται σε ξένη εν αναφορά με τον δράστη, κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο β)το ξένο πράγμα να περιήλθε με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστου και να ήτο κατά τον χρόνο της πράξεως στην κατοχή του γ)να έγινε παράνομη ιδιοποίηση αυτού από τον δράστη, δηλαδή να έγινε χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν ως τοιαύτη. Ως ιδιοποίηση θεωρείται κάθε πράξη εκδηλωτική της εκ μέρους του κατέχοντος το πράγμα προθέσεως να το ενσωματώσει στη δική του περιουσία, χωρίς να αρκεί δηλαδή, πρόθεση ιδιοποιήσεως, έστω και αν αυτή ανεκοινώθη εις τρίτον, αλλ' απαιτείται έμπρακτη δήλωση εξωτερικής συμπεριφοράς, που να μπορεί να αναγνωρισθεί αντικειμενικώς ως πραγμάτωση της θελήσεως για ιδιοποίηση ε)το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον, να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο άνω άρθρο (§ 2) διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστού ξένης περιουσίας. Υποκειμενικώς απαιτείται δολία προαίρεση του υπαιτίου που εμφανίζεται, ως προανεφέρθη με την θέλησή του να ενσωματώσει ο δράστης το ξένο πράγμα στη δική του περιουσία χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Περαιτέρω κατά το άρθρο 2 § 1 του Ν. 1969/1985, όπως αντικατεστάθη με το άρθρο 11 § 2 του Ν. 2170/1993, ο ασφαλιστικός πράκτορας, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμηθείας ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιάς ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει ή συνάπτει ο ίδιος ή δια μέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως ασφαλιστικές συμβάσεις, κατά δε το άρθρο 4 § 1 εδ. α' του ιδίου Νόμου, όπου η ασφαλιστική επιχείρηση χαρακτηρίζεται στην πρακτοριακή σύμβαση ως εντολέας, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση μεταξύ του ασφαλιστικού πράκτορος και της ασφαλιστικής επιχειρήσεως που προτίθεται να πρακτορεύει. Μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση αυτή μπορεί να είναι και η είσπραξη ή μη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου αποδόσεως των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και την απόδοση αυτών σ' αυτή, κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχειρήσεως, η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου. Ούτως υπαίτιος υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος καθίσταται (και) ο εντολοδόχος, ο οποίος κατά το άρθρο 713 ΑΚ, έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής φύσεως, η οποία του ανετέθη από τον εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κινητό πράγμα που αυτός του ενεπιστεύθη (άρθρ. 719 ΑΚ) ως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως, δηλαδή για λογαριασμόν του, την οποίαν, εξουσία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο, είτε από την σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από την δημιουργία απλώς μιάς πραγματικής καταστάσεως. Με την έννοια αυτή εάν η πράξη, ετελέσθη από εντολοδόχο ή διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσεως, στην εντολή εμπεριέχεται και η διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Βέβαια κατά το άρθρο 3 § 1 του ΠΔ 298/1986, που ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων, τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας, πλην όμως η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορος κατά τον χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τοιαύτη υποχρέωση ως θεματοφύλακος μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κυρίας υποχρεώσεως του εντολοδόχου. Η σχέση, ήτοι, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής συμβάσεως, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, αφού η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας (πρακτοριακής) συμβάσεως. Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορος κρίσιμη είναι όχι η ιδιότητα του θεματοφύλακος, αλλά η ιδιότης του εντολοδόχου και διαχειριστού ξένης περιουσίας, την οποίαν έχει αποκτήσει βάσει της κυρίας πρακτοριακής συμβάσεως και στην οποίαν έχουν εφαρμογή, αφού ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του Εμπορ. Νόμου και 713 επ. ΑΚ.
Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ή έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. ε' του ιδίου κώδικος λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες εκρίθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται τι προέκυψεν εξ ενός εκάστου αυτών, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Η επιβαλλομένη από τις άνω διατάξεις αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αυτή αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν και εφ' όσον αυτή είναι σαφής και πλήρης και με αυτήν συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήτο άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το τελευταίο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών ενώ η εισαγγελική πρόταση μπορεί να αναφέρεται και εις τις αιτιολογίες του πρωτοδίκου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του. Περαιτέρω κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (στο βούλευμα). Και εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διάφορο εκείνης που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το συμβούλιο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ότι προέκυψαν από την ανάκριση, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, διότι στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 97/2009 βούλευμά του, με αναφορά στην ενσωματωμένη πρόταση του παρ' αυτώ Εισαγγελέως και δι' αυτής εις το πρωτόδικο βούλευμα εδέχθη με αναφορά κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων τα εξής: "Η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ζ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "Ζ Α.Ε. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΙΣ" που εδρεύει στη Λάρισα και εκπροσωπείται νομίμως ασχολείται με την εκτέλεση ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει συμβάσεως και έναντι προμήθειας στο όνομα και για λογαριασμό διάφορων ασφαλιστικών επιχειρήσεων της χώρας μεταξύ των οποίων και των ασφαλιστικών εταιρειών "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ", ΕΓΝΑΤΙΑ", GENERAL UNION, EOS και ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ. Στα πλαίσια της ανωτέρω επαγγελματικής δραστηριότητας ο νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας συνήψε στις αρχές Ιανουαρίου του 2004 σύμβαση συνεργασίας με την εκκαλούσα - κατηγορουμένη X, η οποία ήταν ασφαλιστικός σύμβουλος και διατηρούσε γραφείο ασφαλειών στην πόλη των ..., με βάση την οποία (σύμβαση) η εκκαλούσα ανέλαβε την υποχρέωση διαμεσολάβησης για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, δηλαδή ανέλαβε το έργο της παρουσίασης, πρότασης και προπαρασκευής ασφαλιστικών συμβάσεων, οι οποίες θα συνάπτονταν στο όνομα και για λογαριασμό των εταιριών τις οποίες εκπροσωπούσε η εγκαλούσα. Παράλληλα με σχετικό προσάρτημα της ανωτέρω σύμβασης ανέλαβε την υποχρέωση, αφενός μεν να ενημερώνει έγκαιρα την εγκαλούσα για την καθυστέρηση των εισπρακτέων ασφαλίστρων, αφετέρου δε να καταθέτει στην εγκαλούσα απ' ευθείας ή διά μέσου τραπέζης τα ασφάλιστρα που θα εισέπραττε με οποιοδήποτε τρόπο, εντός χρονικού διαστήματος δύο μηνών από την είσπραξη, μετά την αφαίρεση των αναλογούντων προμηθειών και διαφόρων εξόδων. Στα πλαίσια της ανωτέρω συμφωνίας και συνεργασίας η εκκαλούσα μεσολάβησε για την κατάρτιση διαφόρων ασφαλιστικών συμβολαίων για λογαριασμό της εγκαλούσας και των υπ' αυτής εκπροσωπουμένων, ως άνω ασφαλιστικών εταιριών, παράλληλα δε κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου του έτους 2005, εισέπραξε από ασφαλισμένους έναντι σχετικών ασφαλίστρων το συνολικό ποσό των 17.504,46 ευρώ κατ' εντολή και για λογαριασμό της εγκαλούσας το οποίο όμως δεν απέδωσε στην τελευταία εντός του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος, με βάσει τη μεταξύ τους συμφωνία. Σε επανειλημμένες οχλήσεις της εγκαλούσας η κατηγορουμένη υποσχόταν την καταβολή του ποσού αυτού, χωρίς όμως να εκπληρώνει τις υποσχέσεις της, τελικώς δε συμφωνήθηκε και αποδέχτηκε η κατηγορουμένη τέσσερες συναλλαγματικές, συνολικού ποσού 16.982,46 ευρώ, σε διαταγή του εκπροσώπου της εγκαλούσας. Με βάση τη συμφωνία αυτή και έναντι του οφειλομένου ποσού η εκκαλούσα κατέβαλε διαδοχικά κατά τους μήνες Μάιο, Ιούνιο και Σεπτέμβριο του 2005 το συνολικό ποσό των 2.700 ευρώ, αρνούμενη να εξοφλήσει την υπόλοιπη οφειλή της και για το λόγο αυτό εκδόθηκε με βάση τις ανωτέρω συναλλαγματικές η υπ' αριθμ. 188/05 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχει καταστεί δυνατή η είσπραξη του υπολοίπου οφειλομένου ποσού των 14.804,46 ευρώ το οποίο τελικά ιδιοποιήθηκε παρανόμως η κατηγορουμένη με την ιδιότητα ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, είναι δε αυτό ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Απολογουμένη η κατηγορουμένη αρνήθηκε την κατηγορία που της αποδίδεται και ισχυρίσθηκε αφενός μεν ότι η κύρια απασχόλησή της και η συνεργασία της με την εγκαλούσα ήταν με την ιδιότητα της ασφαλιστικής συμβούλου, αφετέρου δε ότι δεν εισέπραξε από ασφαλισμένους τα ανωτέρω ποσά που αξιώνει η εγκαλούσα, δεδομένου ότι τα αντίστοιχα ασφαλιστήρια συμβόλαια εκδόθηκαν με πίστωση του αντίστοιχου ασφαλίστρου και κατόπιν οδηγιών της εγκαλούσης. Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι η κατηγορουμένη δεν προσκόμισε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ποια είναι τα επί μέρους ασφαλιστήρια συμβόλαια, τα οποία καταρτίστηκαν με πίστωση του ασφαλίστρου αυτών, καθώς επίσης ποίοι είναι οι ασφαλισμένοι οι οποίοι αρνούνται ή καθυστερούν την καταβολή εν όλω ή εν μέρει του τυχόν πιστωθέντος τιμήματος ασφαλίστρου. Αντίθετα ο εκπρόσωπος της εγκαλούσας κατέθεσε ότι με βάση τα έγγραφα της εταιρείας και τις προφορικές διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης, το ανωτέρω ποσό το εισέπραξε η κατηγορουμένη για λογαριασμό της εγκαλούσας. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το γεγονός ότι η κατηγορουμένη αποδέχθηκε χωρίς καμιά διαμαρτυρία ή επιφύλαξη τις προαναφερθείσες τέσσερις συναλλαγματικές επιβεβαιώνει χωρίς αμφιβολία τους ισχυρισμούς της εγκαλούσας και φανερώνει ότι η ενέργεια αυτή σχετίζονταν άμεσα με την οφειλή του υπολοίπου ποσού των εισπραχθέντων ασφαλίστρων. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η κατηγορουμένη δεν άσκησε κάποια ανακοπή κατά της προαναφερθείσης διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε με βάση τις ως άνω συναλλαγματικές, επιπλέον δε δεν προσκόμισε ούτε επικαλέσθηκε κάποιο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η αποδοχή των τεσσάρων συναλλαγματικών αναφερόταν ενδεχομένως σε άλλη αιτία. Εν όψει λοιπόν όλων αυτών, θεωρούμε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος της κατηγορουμένης για την πράξη για την οποία κατηγορείται και συνεπώς ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφερόμεθα, αποφάνθηκε για την παραπομπή αυτή ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου".
Μετά ταύτα απέρριψε την έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επεκύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα, το οποίο παραπέμπει τον κατηγορούμενο για υπεξαίρεση ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από το οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 §§ 1 και 2 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παρεβίασεν ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρει και δέχεται το βούλευμα, ότι η κατηγορουμένη ως ασφαλιστικός πράκτορας παρουσίαζε, πρότεινε και κατήρτιζε ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό της εγκαλούσης ασφαλιστικής εταιρίας, εισέπραττε για λογαριασμό της τελευταίας τα ασφάλιστρα και ότι είχε την ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστού ξένης περιουσίας εφ' όσον είχε την υποχρέωση να τα αποδώσει στην εγκαλούσα εντός χρονικού διαστήματος από την είσπραξη, βάσει ακριβώς της κυρίας πρακτοριακής συμβάσεως και από τα όσα εισέπραξε δεν απέδωσε τα άνω ποσά, με τις ανωτέρω πάντοτε ιδιότητές της, αλλά τα ιδιοποιήθη παρανόμως' το ότι εκθέτει το βούλευμα εν αρχή του σκεπτικού ότι η νυν αναιρεσείουσα ήτο ασφαλιστική σύμβουλος, αναφέρεται στην γενική επαγγελματική της ενασχόληση ως διατηρούσα γραφείο ασφαλειών, εξ αυτού δε του λόγου και ανέλαβε με σύμβαση συνεργασίας με την εγκαλούσα εταιρία, την σύναψη δια λογαριασμό της τελευταίας αυτής ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτα πρόσωπα, με υποχρέωση αποδόσεως στην εντολέα της αυτή των εισπραττομένων εκάστοτε ποσών, ώστε και μετά ταύτα, είναι σαφής και χωρίς αντιφάσεις η ιδιότης της κατηγορουμένης - αναιρεσειούσης ως εντολοδόχου και διαχειριστού ξένης περιουσίας. Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' και β' ΚΠΔ είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι λοιπές αιτιάσεις υπό την επίκληση των άνω λόγων, πλήττουν την ουσίαν της υποθέσεως εν εκτάσει και επιχειρείται δι' αυτών διάφορος εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων' δι' ό και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επίσης και το γεγονός ότι αναφέρει το βούλευμα για την έκδοση διαταγής πληρωμής και την μη άσκηση κατ' αυτής ανακοπής, απλώς και μόνο διηγηματικώς κατά την ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, κατ' ουδέν σημαίνει ότι το συμβούλιο απεφάνθη για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα και συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως περί υπερβάσεως εξουσίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Η αναιρεσείουσα με έτερο λόγο αναιρέσεως παραπονείται ότι ελήφθη υπ' όψη από το Συμβούλιο "Αναλυτική κίνηση λογαριασμού" εξηγμένη από το αρχείο της εγκαλούσης χωρίς όμως αυτή να έχει την απαραίτητη υπογραφή και συνεπώς αποδεικτική δύναμη, υπαρχούσης εντεύθεν, απολύτου ακυρότητος. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να λάβει υπ' όψη του ακόμη και άκυρα έγγραφα, αρκεί αυτά να μη προσβληθούν επί πλαστότητι, πράγμα όπερ ουδόλως εκθέτει η αναιρεσείουσα. Τέλος και ο έτερος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίον υπάρχει (επίσης) απόλυτος ακυρότης, διότι δεν ετηρήθησαν οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την παράσταση της πολιτικώς εναγούσης είναι αόριστος και απορριπτέος, διότι ουδόλως καθορίζονται οι συγκεκριμένες παραβιάσεις εις τι συνίστανται. Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου αναιρέσεως η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, καταδικασθεί δε η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 2/18-5-2009 αίτηση της X για αναίρεση του υπ' αριθμ. 97/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ