Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Συνέργεια, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών για αυτουργία σε υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας (ο Α αναιρεσείων) και άμεση συνεργεία σ' αυτή (ο Β αναιρεσείων). Αναιρείται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και διότι δεν αναφέρεται αν η ιδιότητα του διαχειριστή υπάρχει και στο πρόσωπο του άμεσου συνεργού.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1824/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (κωλυομένου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Φωτοπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 17η Σεπτεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Μ. Β. του Γ., και 2. Δ. Ξ., αμφοτέρων κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2600/2009 βουλεύματος του Εφετείου Αθηνών. Το Εφετείο Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 12 Μαρτίου 2010 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 389/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιο Μπόμπολης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη με αριθμό 175/12-5-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι. Eισάγω στο Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με το ά. 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., : α) την αίτηση αναιρέσεως της Μ. Γ. Β. κατοίκου ..., που ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα Εφετών Αθηνών από την δικηγόρο Αθηνών Δημ. Τσεκρέκου που προσκόμισε την από 11-3-2010 νομότυπη εξουσιοδότησή της, κατά του 2600/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και β) την αίτηση αναιρέσεως του Δ. Σ. Ξ., κατοίκου ..., που ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα Εφετών Αθηνών από την δικηγόρο Αθηνών Δημ. Τσεκρέκου που προσκόμισε την από 11-3-2010 νομότυπη εξουσιοδότησή του, κατά του ίδιου 2600/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και εκθέτω τα ακόλουθα:
ΙΙ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 435/2009 βούλευμά του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία : α) σε βάρος της πρώτης αναιρεσείουσας για υπεξαίρεση από διαχειριστή ξένης περιουσίας αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης των 73.000 ευρώ και β) σε βάρος του δευτέρου αναιρεσείοντα για άμεση συνέργεια στην παραπάνω πράξη , τις οποίες αυτοί φέρονται ότι τέλεσαν στην … από τον Ιανουάριο του 1999 μέχρι τον Νοέμβριο του 2005 σε βάρος της Ε.Π.Ε "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ". Η φερομένη ως παθούσα και πολιτικώς ενάγουσα παραπάνω ΕΠΕ άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού την 75/2009 έφεσή της η οποία έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο 2600/2009 βούλευμά του με το οποίο αυτοί παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για τις παραπάνω πράξεις . Συγκεκριμένα με αυτό με αυτό (ακριβής αντιγραφή) : Α) στην πρώτη αναιρεσείουσα Μ. Β. αποδίδεται ότι στον ..., σε μη επακριβώς προσδιορισμένο χρόνο, οπωσδήποτε όμως μέσα στο χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 1999 μέχρι το Νοέμβριο του έτους 2005, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή της λόγω της ιδιότητας της ως διαχειρίστριας ξένης περιουσίας. Συγκεκριμένα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο με την ιδιότητα του υπευθύνου προσώπου που ήταν επιφορτισμένο με την εν γένει διαχείριση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και το διακριτικό τίτλο "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ Ε. Π. Ε" [μηνύτρια εταιρεία], με βάση ειδικό όρο στο καταστατικό της τελευταίας, στα καθήκοντα της οποίας αναγόταν μεταξύ άλλων [α] η είσπραξη ασφαλίστρων για λογαριασμό της ως άνω μηνύτριας εταιρείας από πελάτες σε εκτέλεση ασφαλιστήριων συμβολαίων και η απόδοση αυτών στη συνέχεια στη μόνη δικαιούχο μηνύτρια εταιρεία, [β] η καταβολή ασφαλιστικών αποζημιώσεων προς τους πελάτες της εταιρείας από την πραγμάτωση ασφαλιστικών κινδύνων και πάλι για λογαριασμό της μηνύτριας εταιρείας, [γ] η είσπραξη αποζημιώσεων από τρίτους για λογαριασμό της εταιρείας, ήτοι η διαχείριση ξένης περιουσίας, ιδιοποιήθηκε με το να ενσωματώνει στη δική της ατομική περιουσία ξένα ολικά σε αυτήν κινητά πράγματα και συγκεκριμένα το ποσό των διακοσίων εξήντα επτά χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα τεσσάρων [267.694] Ευρώ [€], που είχαν περιέλθει στην κατοχή της από καταβληθέντα ασφάλιστρα από πελάτες-ασφαλιζόμενους στην παραπάνω εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, στα πλαίσια των υποχρεώσεων τους από ενεργά ασφαλιστήρια συμβόλαια, ιδιοποιούμενη αυτά, με το να παρέχει στους συγκεκριμένους ασφαλισμένους τον προσωπικό κωδικό τον οποίο είχε ως ασφαλίστρια στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "INTERAMEPICAN Α.Ε", παρά την ανειλημμένη συμβατικά υποχρέωση της να απενεργοποιήσει το συγκεκριμένο λογαριασμό της, καθώς και τον προσωπικό λογαριασμό χαρτοφυλακίου του συζύγου της Δ. Ξ. στην ανώνυμη εταιρεία με τη επωνυμία "ΣΙΔΗΚΑ Α.Ε.",, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η διακρίβωση του αριθμού των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, που είχαν συναφθεί με τη δική της διαμεσολάβηση για λογαριασμό της μηνύτριας εταιρείας, εκδηλώνοντας κατ' αυτό τον τρόπο βούληση ιδιοποίησης, χωρίς τη συνδρομή, μάλιστα, οποιου-δήποτε νομίμου λόγου ή αιτίας προς τούτο, δηλαδή, παράνομη και Β) στον δεύτερο κατηγορούμενο Δ. Ξ. αποδίδεται ότι στον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο παρείχε συνδρομή σε άλλον ειδικότερα στην παραπάνω συγκατηγορουμένη του Μ. Ξ.-Β., κατά τρόπο άμεσο στην εκτέλεση της κακουργηματικής πράξης της υπεξαίρεσης και κατά τη διάρκεια αυτής. Συγκεκριμένα, ών ο ίδιος πωλητής, παρείχε άμεση συνδρομή στην παραπάνω συγκατηγορουμένη-σύζυγό του προκειμένου η τελευταία να ιδιοποιηθεί παράνομα ξένα ολικά σε αυτήν κινητά πράγματα, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή της λόγω της ιδιότητας της ως διαχειρίστριας ξένης περιουσίας, καθώς είχε την ιδιότητα του υπεύθυνου προσώπου που ήταν επιφορτισμένη με την εν γένει διαχείριση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και το διακριτικό τίτλο "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ Ε.Π.Ε" [μηνύτρια εταιρεία], στα καθήκοντα της οποίας αναγόταν μεταξύ άλλων [α] η είσπραξη ασφαλίστρων για λογαριασμό της ως άνω μηνύτριας εταιρείας από πελάτες σε εκτέλεση ασφαλιστηρίων συμβολαίων και η απόδοση αυτών στη συνέχεια στη μόνη δικαιούχο μηνύτρια εταιρεία, [β] η καταβολή ασφαλιστικών αποζημιώσεων προς τους πελάτες της εταιρείας από την πραγμάτωση ασφαλιστικών κινδύνων και πάλι για λογαριασμό της μηνύτριας εταιρείας, [γ] η είσπραξη αποζημιώσεων από τρίτους για λογαριασμό της εταιρείας, ήτοι η διαχείριση ξένης περιουσίας, όντας και αυτός ο ίδιος πωλητής αυτοκινήτων στην παραπάνω ανώνυμη εταιρεία [ΣΙΔΗΚΑ Α.Ε.], και ως εκ τούτου έχοντας προσωπικό λογαριασμό χαρτοφυλακίου, με το να παράσχει και επιτρέψει σε αυτήν τη χρήση του προσωπικού του αυτού λογαριασμού μέσω του οποίου κατατίθεντο τα ασφάλιστρα και έτσι αυτή να μπορέσει να ιδιοποιηθεί, ενσωματώνοντας στη δική της ατομική περιουσία, ξένα ολικά σε αυτήν κινητά πράγματα και συγκεκριμένα το ποσό των διακοσίων εξήντα επτά χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα τεσσάρων [267.694] €, που είχαν περιέλθει στην κατοχή της από καταβληθέντα ασφάλιστρα από πελάτες-ασφαλιζόμενους στην παραπάνω εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, στα πλαίσια των υποχρεώσεων τους από ενεργά ασφαλιστήρια συμβόλαια, ιδιοποιούμενη αυτά. Δηλαδή, η συνδρομή του σε αυτήν στο να μη γίνει αντιληπτός από τους εταίρους της μηνύτριας εταιρείας ο αριθμός των ενεργών συμβολαίων τα οποία είχαν συναφθεί στο όνομα και για λογαριασμό της μηνύτριας εταιρείας και κατ' επέκταση των ασφαλίστρων που η μηνύτρια εταιρεία είχε το δικαίωμα να εισπράξει, συνίστατο στο να διαθέσει τον προσωπικό του λογαριασμό στη συγκατηγορούμενη του, προκειμένου αυτή να τον γνωστοποιεί στους υπόχρεους ασφαλισμένους [πελάτες της] για να καταθέτουν σε αυτόν τα ασφάλιστρα, με βάση τα ασφαλιστήρια συμβόλαια τους και να είναι περισσότερο ευχερής η είσπραξη τους, χωρίς να υποπέσει στην αντίληψη των εταίρων της μηνύτριας εταιρείας κάτι τέτοιο.
Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε : α) στην πρώτη αναιρεσείουσα στις 5-5-2010, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό του επιμελητή της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Μ. Μελέτιου και β) στον δεύτερο αναιρεσείοντα την ίδια ημέρα από τον ίδιο επιμελητή , και αυτοί στις 12-5-2010 , δηλ. εμπρόθεσμα εντός της προβλεπόμενης δεκαημέρου προθεσμίας (α. 473 παρ. 1 του ΚΠΔ) , άσκησαν τις παραπάνω αιτήσεις αναιρέσεως. Οι κατηγορούμενοι με τις παραπάνω αιτήσεις αναιρέσεώς της στρέφονται κατά του τελεσιδίκου αυτού βουλεύματος, που τους παραπέμπει για κακούργημα (α. 482 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ) και ζητούν την εξαφάνισή του για έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας (α. 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ). Επειδή οι αιτήσεις αυτές αναιρέσεως είναι νομότυπες, εμπρόθεσμες και παραδεκτές πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν στην ουσία τους .
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 375 παρ.1 ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (εν όλω ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιείται αυτό παράνομα κατά το χρόνο που βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 του ν. 2408/1996, "αν πρόκειται για αντικείμενο (της υπεξαιρέσεως) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από την τελευταία αυτή διάταξη, όπως ισχύει μετά το ν. 2408/96, προκύπτει ότι η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μια από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι και εκείνη του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Την εξουσία αυτή μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από σύμβαση. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο απ' αυτόν παρανόμως πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητάς του αυτής (ΑΠ 1474/2007, ΑΠ 1120/2006, ΑΠ 685/2004). Τέλος επιβαρυντική περίσταση υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος αποτελεί, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. του α.375 του ΠΚ όπως αυτό προστέθηκε με το α. 14 παρ. 3β του Ν. 2721/1999, η παράνομη ιδιοποίηση αντικειμένου αξίας άνω των 73.000 ευρώ. Έχει κριθεί ότι το έγκλημα αυτό τελεί και ο διαχειριστής εταιρείας που εισπράττει χρήματα για λογαριασμό της και αντί να τα εισφέρει στο ταμείο της εταιρείας τα κατακρατεί και τα ιδιοποιείται (ΑΠ 114/2004, ΑΠ 300/2001, ΑΠ 1674/1987, ΑΠ 1748/1989). Τέλος ο συμμέτοχος στο έγκλημα αυτό ευθύνεται σε βαθμό κακουργήματος αν, σύμφωνα με το α.49 του Π.Κ., οι παραπάνω ιδιαίτερες σχέσεις και ιδιότητες (διαχειριστής κ.τ.λ.) συντρέχουν και στο πρόσωπό του (ΑΠ 1474/2007, ΑΠ 542/2004, ΑΠ 804/1996, ΑΠ 899/1999, Μυλωνόπουλος Τα εγκλήματα κατά της περιουσίας και ιδιοκτησίας σελ. 208). Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1560/2002 ΠΧ' 2003.536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ' 2001.244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1165/2003, ΑΠ 90/2000, ΑΠ 43/1999).
ΙV. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπόλοιπα έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα ουσιώδη και κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Με το υπ' αριθμ. .../19.11.1998 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστείδου Δράγκου, στο οποίο συμπεριλήφθηκε το καταστατικό της, ακριβές αντίγραφο του οποίου καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών και περίληψη του οποίου δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 9087/ 26.11.1998 (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) μεταξύ των αρχικών εταίρων Δ. Κ. και Ι. Δ. συστάθηκε η εγκαλούσα και ήδη εκκαλούσα ως πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΙΣ ΕΠΕ" και διακριτικό τίτλο "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΕΙΟΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΙΣ ΕΠΕ" και ήδη "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕ" με καταστατικό σκοπό την ανάληψη αντί προμηθείας ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικών εταιρειών (πρακτορεία ασφαλειών). Κύρια δραστηριότητα της εταιρείας ήταν η πρακτορεία των συμβάσεων ασφαλιστικής κάλυψης, οι οποίες καταρτίζονταν για τα αυτοκίνητα, που πωλούσαν οι εταιρείας (του ιδίου ομίλου) "ΣΙΔΗΚΑ ΑΕ" και "ΣΙΔΗΚΑ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΑΕ" σε συνεργασία προς τούτο με την ασφαλιστική εταιρεία "Interamerican", από την οποία και θα ελάμβανε τις σχετικές προμήθειες. Διαχειρίστρια της εγκαλούσας ήδη εκκαλούσας εταιρείας ορίσθηκε με το καταστατικό η πρώτη κατηγορουμένη Μ. Β. η οποία όταν ανέλαβε τα καθήκοντα της τον Ιανουάριο του έτους 1999 έπαυσε να εργάζεται ατομικά ως ασφαλιστική εταιρεία "INTERAMEPICAN" όπως ήταν μέχρι τότε και γι' αυτό διαγράφηκε από τα μητρώα μελών του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών (βλ. την υπ' αριθ. 5862/11.5.2006 βεβαίωση του ανωτέρω Επιμελητηρίου). Μάλιστα με ρητό όρο του καταστατικού της εγκαλούσας εταιρείας απαγορεύθηκε στην πρώτη κατηγορουμένη να ενεργεί για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πράξεις που ανάγονταν στο σκοπό της εγκαλούσας. Στις αρμοδιότητες της πρώτης κατηγορουμένης ανάγονταν μεταξύ άλλων: α) η είσπραξη των ασφαλίστρων από τους πελάτες για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας, σε εκτέλεση ασφαλιστηρίων συμβολαίων και η απόδοση αυτών στη συνέχεια στη μόνη δικαιούχο εγκαλούσα εταιρεία, β) η καταβολή ασφαλιστικών αποζημιώσεων προς τους πελάτες της εγκαλούσας από την πραγμάτωση ασφαλιστικών κινδύνων και πάλι για λογαριασμό της εγκαλούσας και γ) η είσπραξη αποζημιώσεων από τρίτους για λογαριασμό της εγκαλούσας. Τον Ιανουάριο του έτους 1999 η πρώτη κατηγορουμένη έπεισε τους εταίρους της εγκαλούσας να προσλάβουν το δεύτερο κατηγορούμενο Δ. Ξ., σύζυγο της, ως πωλητή στην εταιρεία "ΣΙΔΗΚΑ Εμπορία Αυτοκινήτων Α.Ε.". Η εγκαλούσα εταιρεία λειτούργησε μέχρι το έτος 2003 χωρίς να αποδίδει κέρδη. Αυτό προκάλεσε ανησυχία στους εταίρους της, οι οποίοι κατά το έτος 2003 συγκάλεσαν στα γραφεία της, στον ..., σύσκεψη, στην οποία παρέστησαν ο Δ. Π., διευθυντής του καταστήματος ... της εταιρείας "INTERAMEPICAN" και οι κατηγορούμενοι. Εκεί, μετά από πρόταση της πρώτης κατηγορουμένης συμφωνήθηκε να προσληφθεί νέο πρόσωπο της εμπιστοσύνης της και συγκεκριμένα ο Γ. Τ., ασφαλιστής, για να την βοηθά στις εργασίες της. Όμως και μετά από αυτά η εταιρεία συνέχισε να μην αποδίδει κέρδη. Τέλος κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 2005, μετά από προσπάθειες των εταίρων της εγκαλούσας και σχετικούς ελέγχους, διαπιστώθηκε ότι η πρώτη κατηγορουμένη, καθ' όλο το πιο πάνω χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε τη διαχείριση της εγκαλούσας, ήτοι από τον Ιανουάριο του έτους 1999 μέχρι το Νοέμβριο του έτους 2005, παρά τη σχετική της δέσμευση με το καταστατικό της εγκαλούσας, διατήρησε το λογαριασμό χαρτοφυλακίου της στην εταιρεία "INTERAMEPICAN" και ταυτόχρονα τηρούσε και άλλο λογαριασμό χαρτοφυλακίου στην ίδια ασφαλιστική εταιρεία στο όνομα του δευτέρου κατηγορουμένου συζύγου της. Στη συνέχεια γνωστοποιούσε στους υπόχρεους σε καταβολή ασφαλίστρων πελάτες της εγκαλούσας τους αριθμούς των λογαριασμών αυτών (της ιδίας και του συζύγου της) για να καταθέτουν, σε αυτούς τα ασφάλιστρα, με αποτέλεσμα να καταχωρούνται στους λογαριασμούς αυτούς και να εισπράττονται από την ίδια οι προμήθειες από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια των αυτοκινήτων τα οποία πωλούσαν οι εταιρείες "ΣΙΔΗΚΑ Α.Ε." και "ΣΙΔΗΚΑ ΚΥΚΛΑΔΩΝ Α.Ε." και των οποίων η εγκαλούσα εταιρεία "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ Ε.Π.Ε." παρείχε την ασφαλιστική κάλυψη. Ειδικότερα κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα οι εταιρείες "ΣΙΔΗΚΑ Α.Ε." και "ΣΙΔΗΚΑ ΚΥΚΛΑΔΩΝ Α.Ε." πώλησαν σε διάφορους αγοραστές 11.438 καινούργια και μεταχειρισμένα αυτοκίνητα. Από αυτά ποσοστό 25% ασφαλιζόταν στην εταιρεία "INTERAMERICAN" και για κάθε ασφαλιστήριο συμβόλαιο η τελευταία λάμβανε 210 ευρώ, η δε εγκαλούσα δικαιούνταν ως προμήθεια ποσοστό 18%. Έτσι η πρώτη κατηγορουμένη, με την καταχώρηση των σχετικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων στους λογαριασμούς χαρτοφυλακίου της ιδίας και του συζύγου της, ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 108.000 ευρώ (11.438 Χ 25% Χ 210 Χ 18%). Επί πλέον από τους ήδη (προ της ενάρξεως της λειτουργίας της εγκαλούσας) υπάρχοντες 20.000 πελάτες της εταιρείας "ΣΙΔΗΚΑ Α.Ε.", ποσοστό 10% ασφαλιζόταν στην εταιρεία "INTERAMERICAN" και για κάθε ασφαλιστήριο συμβόλαιο η τελευταία λάμβανε 210 ευρώ, η δε εγκαλούσα δικαιούνταν ως προμήθεια ποσοστό 18%. Έτσι η πρώτη κατηγορουμένη, με την καταχώρηση των σχετικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων στους λογαριασμούς χαρτοφυλακίου της ιδίας και του συζύγου της, ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 75.600 ευρώ (20.000 Χ 10% Χ 210 Χ 18%). Εξάλλου η πρώτη κατηγορουμένη, έχοντας από το καταστατικό της εγκαλούσας την εξουσία να εκδίδει τραπεζικές επιταγές στο όνομα της τελευταίας, πλήρωνε τα ασφάλιστρα των πελατών στην ασφαλιστική εταιρεία "INTERAMEPICAN" με επιταγές της εγκαλούσας, παρακρατώντας παράλληλα τα χρήματα που της κατέβαλαν για το σκοπό αυτό οι ασφαλιζόμενοι. Σε έλεγχο που έκανε η εγκαλούσα το Νοέμβριο του έτους 2005 διαπιστώθηκε ότι, από 521 ασφαλιστήρια συμβόλαια που έκανε η πρώτη κατηγορουμένη με την πιο πάνω ιδιότητα της, τα 204 είχαν περάσει στους προσωπικούς λογαριασμούς των κατηγορουμένων και είχαν πληρωθεί στην εταιρεία "INTERAMERICAN" με επιταγές της εγκαλούσας που είχε υπογράψει η πρώτη κατηγορουμένη, η οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα τα καταβληθέντα από τους ασφαλισμένους ασφάλιστρα ανερχόμενα συνολικά στο ποσό των 42.840 ευρώ (210 Χ 204). Περαιτέρω, εκτός των πωλήσεων αυτοκινήτων σε φυσικά πρόσωπα, οι εταιρείες "ΣΙΔΗΚΑ Α.Ε." και "ΣΙΔΗΚΑ ΚΥΚΛΑΔΩΝ Α.Ε." είχαν πωλήσει αυτοκίνητα και σε νομικά πρόσωπα (εταιρείες), των οποίων η πρώτη κατηγορουμένη, με την πιο πάνω ιδιότητα της, αναλάμβανε τις ασφαλιστικές καλύψεις. Όμως δεν απέδωσε τις ασφαλιστικές εισφορές τους, συνολικού ύψους 31.294 ευρώ, στο ταμείο της εγκαλούσας αλλά τις ιδιοποιήθηκε παράνομα. Τέλος η πρώτη κατηγορουμένη έφερνε τους συγγενείς της ιδίας και του δευτέρου κατηγορουμένου συζύγου της να επισκευάσουν τα αυτοκίνητα τους στα συνεργεία της εγκαλούσας μη αποδίδοντας στην τελευταία τις οφειλόμενες αμοιβές για τις επισκευές, που ανέρχονταν συνολικά στο ποσό των 9.960€, το οποίο ιδιοποιήθηκε παράνομα. Στην εκτέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξης της πρώτης κατηγορουμένης και κατά τη διάρκεια αυτής παρείχε άμεση συνδρομή ο δεύτερος κατηγορούμενος σύζυγος της, ο οποίος επέτρεψε σ' αυτήν τη χρήση του προσωπικού του λογαριασμού όπου κατατίθεντο τα ασφάλιστρα, τα οποία στη συνέχεια αυτή ιδιοποιούνταν, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει αντιληπτός από τους εταίρους της εγκαλούσας ο αριθμός των ενεργών συμβολαίων που είχαν πράγματι συναφθεί στο όνομα και για λογαριασμό της τελευταίας και κατ' επέκταση των ασφαλίστρων και προμηθειών που η εγκαλούσα είχε δικαίωμα να εισπράξει. Οι κατηγορούμενοι με τις απολογίες τους αρνούνται την κατηγορία και ισχυρίζονται ότι η μήνυση υποβλήθηκε για λόγους αντιπερισπασμού διότι αυτοί έχουν αξιώσεις κατά της εγκαλούσας ποσών 5.000 ευρώ από "δεδουλευμένες εισφορές" (προδήλως εννοούν οφειλόμενες αποδοχές) και 30.000 ευρώ από δάνειο προς τον εταίρο της εγκαλούσας Ι. Δ.. Οι ισχυρισμοί τους αυτοί δεν κρίνονται πειστικοί, δεδομένου ότι από τους μάρτυρες οι οποίοι τους επιβεβαιώνουν, οι μεν Π. Σ. και Δ. Π. καταθέτουν με βάση διηγήσεις των ίδιων των κατηγορουμένων, οι δε Γ. Τ. και Σ. Β. δεν αναφέρουν την πηγή της γνώσεως τους. Αντίθετα οι μάρτυρες Β. Δ. και Μ. Ρ. που επιβεβαιώνουν την κατηγορία καταθέτουν με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα και από ιδία αντίληψη, μάλιστα δε η τελευταία καταθέτει ότι η πρώτη κατηγορουμένη, μετά την αποκάλυψη των πιο πάνω παράνομων πράξεων της και την απομάκρυνση της από την εγκαλούσα, έστελνε επιστολές σε πελάτες της εγκαλούσας, ισχυριζόμενη με αυτές ψευδώς ότι η εγκαλούσα έπαυσε να συνεργάζεται με την "INTERAMERICAN" και ότι η ασφάλιση τους συνεχιζόταν μέσω της ιδίας. Ενόψει όλων των ανωτέρω προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για να επιστηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία εναντίον των ως άνω κατηγορουμένων για τις πράξεις της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ης ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας το δε συνολικό αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 73.000€ και της άμεσης συνέργειας στην παραπάνω πράξη.
Συνεπώς το εκκαλούμενο βούλευμα που έκρινε ότι τέτοιες ενδείξεις δεν υπήρξαν έσφαλε και για τον λόγο αυτό πρέπει να εξαφανισθεί, αφού η έφεση γίνει δεκτή και κατ' ουσίαν. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ.1 εδ.ε και 313 Κ.Π.Δ., πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών που είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα: 1ε, 8 παρ. 1ε, 8 παρ.1γ (όπως αντικ.με αρθρ. 14 Ν.1649/86), 111 παβ4., 122 παρ.1, 128, 129α Κ.Π.Δ. για να δικαστούν για τις παραπάνω πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων: 1, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 46 παρ.1β και 375 παρ.2 εδ.α-β-1 Π.Κ. ".
Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών παρέπεμψε την πρώτη κατηγορουμένη ως αυτουργό και τον δεύτερο ως άμεσο συνεργό για να δικαστούν για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος για τα εξής κεφάλαια: α) για ιδιοποίηση 108.000 ευρώ από προμήθειες που δεν αποδόθηκαν στο ταμείο της εγκαλούσας από την ασφάλιση 2.859 αυτοκινήτων που πουλήθηκαν μέσω άλλων μητρικών της εταιρειών β) για ιδιοποίηση 75.000 ευρώ από προμήθειες που δεν αποδόθηκαν στο ταμείο της εγκαλούσας από τη συνέχιση ασφάλισης 2.000 αυτοκινήτων που είχαν πωληθεί μέσω άλλων μητρικών της εταιρειών γ) για ιδιοποίηση 42.840 ευρώ που αφορούσαν ασφάλιστρα τα οποία κατέβαλαν ιδιοκτήτες 204 αυτοκινήτων αλλά καταβλήθηκαν με επιταγές της εγκαλούσας χωρίς να εισέλθουν στο ταμείο της δ) για ιδιοποίηση 31.294 ευρώ που αφορούσαν ασφάλιστρα αυτοκινήτων που κατέβαλαν διάφορα νομικά πρόσωπα τα οποία ενώ έλαβαν δεν φρόντισαν να εισέλθουν στο ταμείο της και ε) για ιδιοποίηση 9.960 ευρώ που αφορούσαν επισκευές αυτοκινήτων συγγενών τους στα συνεργεία των μητρικών εταιρειών της εγκαλούσας. Με το περιεχόμενο αυτό το βούλευμα αυτό δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα αυτό : α) δεν καθορίζει την ταυτότητα όλων των αυτοκινήτων και των ιδιοκτητών τους (φυσικών και νομικών προσώπων) που κατέβαλαν τα ασφάλιστρα καθώς και το διάστημα της ασφάλισης που κάλυπταν αυτά, στοιχεία που μπορούσαν εύκολα να αναζητηθούν από τη INTERAMERICAN με βάση τους κωδικούς των κατηγορουμένων και της εγκαλούσας για όλο το διάστημα του χρόνου τελέσεως β) δεν καθορίζει αν η προμήθεια της εγκαλούσας αφαιρείτο από τα ασφάλιστρα και έπρεπε να εισέλθει στο ταμείο της εγκαλούσας απευθείας ή επιστρεφόταν από την ασφαλιστική εταιρεία γ) δεν καθορίζει την ταυτότητα των επιταγών της εγκαλούσας που δόθηκαν στην ασφαλιστική εταιρεία για ασφάλιστρα αυτοκινήτων ύψους 42.840 ευρώ που εισπράχτηκαν από τους ιδιοκτήτες τους δ) δεν καθορίζει αν το ποσό των 9.960 ευρώ καταβλήθηκε από τους συγγενείς των κατηγορουμένων για την επισκευή των αυτοκινήτων τους ώστε να μπορεί να είναι αντικείμενο υπεξαίρεσης και δ) δεν αναφέρει αν η ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας υπάρχει και στο πρόσωπο του άμεσου συνεργού , δηλ. του δευτέρου κατηγορουμένου , όταν αυτό δέχεται ότι μέσω του κωδικού του ασφαλίστηκαν μόνο 204 αυτοκίνητα και παρά ταύτα τον παραπέμπει αναιτιολόγητα για ασφάλιση μέσω του ίδιου κωδικού για ασφάλιση τουλάχιστον 4.859 αυτοκινήτων. Με βάση τα δεδομένα αυτά το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (α. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ) γι' αυτό πρέπει η παραπάνω αίτηση αναιρέσεως να γίνει δεκτή στην ουσία της, να αναιρεθεί αυτό και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που συμμετείχαν στην έκδοσή του (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να γίνουν τυπικά και ουσιαστικά δεκτές : α) η 36 /12-3-2010 αίτηση αναιρέσεως της Μ. Γ. Β., κατοίκου ... (...) και β) την 35/12-3-2010 αίτηση αναιρέσεως του Δ. Σ. Ξ., κατοίκου ... (...), κατά του 653/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Β) Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που είχαν κρίνει προηγουμένως. Αθήνα 11-5-2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου οι από 12.3.2010 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Μ. Β. και 2) Δ. Ξ., στρεφόμενες κατά του υπ' αριθμ. 2600/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών και πρέπει να συνεκδικασθούν.
Το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 435/2009 βούλευμά του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία: α) κατά της πρώτης αναιρεσείουσας Μ. Β. για υπεξαίρεση από διαχειριστή ξένης περιουσίας, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ανώτερης των 73.000 ευρώ, και β) κατά του δεύτερου αναιρεσείοντα Δ. Ξ. για άμεση συνέργεια στην παραπάνω πράξη, πράξεις τις οποίες αυτοί φέρονται ότι τέλεσαν στην … από τον Ιανουάριο του 1999 μέχρι τον Νοέμβριο του 2005 σε βάρος της ΕΠΕ με την επωνυμία "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ". Η φερόμενη ως παθούσα και πολιτικώς ενάγουσα ως άνω εταιρία άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού την αριθμ. 75/2009 έφεσή της, η οποία έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 2600/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο αυτοί παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς εφετείου Αθηνών για να δικασθούν για τις παραπάνω πράξεις. Σύμφωνα με το άρθρο 375 παρ.1 ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (εν όλω ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιείται αυτό παράνομα κατά το χρόνο που βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 του ν. 2408/1996, "αν πρόκειται για αντικείμενο (της υπεξαιρέσεως) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από την τελευταία αυτή διάταξη, όπως ισχύει μετά το ν. 2408/96, προκύπτει ότι η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μια από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι και εκείνη του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Την εξουσία αυτή μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από σύμβαση. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο απ' αυτόν παρανόμως πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητας του αυτής. Τέλος επιβαρυντική περίσταση της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος αποτελεί, σύμφωνα σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. του α.375 του ΠΚ όπως αυτό προστέθηκε με το α. 14 παρ. 3β του Ν. 2721/1999, η παράνομη ιδιοποίηση αντικειμένου αξίας άνω των 73.000 ευρώ. Έχει κριθεί ότι το έγκλημα αυτό τελεί και ο διαχειριστής εταιρείας που εισπράττει χρήματα για λογαριασμό της και αντί να τα εισφέρει στο ταμείο της εταιρείας τα κατακρατεί και τα ιδιοποιείται. Τέλος ο συμμέτοχος στο έγκλημα αυτό ευθύνεται σε βαθμό κακουργήματος αν, σύμφωνα με το α. 49 του Π.Κ., οι παραπάνω ιδιαίτερες σχέσεις και ιδιότητες (διαχειριστής κ.τ.λ.) συντρέχουν και στο πρόσωπό του.
Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 3 στοιχ. ε του ΚΠΔ του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικά ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η κατ' είδος αναφορά τούτων, χωρίς αναλυτική παράθεση των και τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο για το σχηματισμό της κρίσεως του έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά.
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 2600/2009 βούλευμα του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγο-ρουμένων και τα έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το υπ' αριθμ. .../19.11.1998 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστείδου Δράγκου, στο οποίο συμπεριλήφθηκε το καταστατικό της, ακριβές αντίγραφο του οποίου καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών και περίληψη του οποίου δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 9087/26.11.1998 (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) μεταξύ των αρχικών εταίρων Δ. Κ. και Ι. Δ. συστάθηκε η εγκαλούσα και ήδη εκκαλούσα ως πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΙΣ ΕΠΕ" και διακριτικό τίτλο "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΕΙΟΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΙΣ ΕΠΕ" και ήδη "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕ" με καταστατικό σκοπό την ανάληψη αντί προμηθείας ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικών εταιρειών (πρακτορεία ασφαλειών). Κύρια δραστηριότητα της εταιρείας ήταν η πρακτορεία των συμβάσεων ασφαλιστικής κάλυψης, οι οποίες καταρτίζονταν για τα αυτοκίνητα, που πωλούσαν οι εταιρείας (του ιδίου ομίλου) "ΣΙΔΗΚΑ ΑΕ" και "ΣΙΔΗΚΑ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΑΕ" σε συνεργασία προς τούτο με την ασφαλιστική εταιρεία "Interamerican", από την οποία και θα ελάμβανε τις σχετικές προμήθειες. Διαχειρίστρια της εγκαλούσας ήδη εκκαλούσας εταιρείας ορίσθηκε με το καταστατικό η πρώτη κατηγορουμένη Μ. Β. η οποία όταν ανέλαβε τα καθήκοντα της τον Ιανουάριο του έτους 1999 έπαυσε να εργάζεται ατομικά ως ασφαλιστική εταιρεία "ΙΝΤΕRΑΜΕRΙCΑΝ" όπως ήταν μέχρι τότε και γι' αυτό διαγράφηκε από τα μητρώα μελών του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών (βλ. την υπ' αριθ. 5862/11.5.2006 βεβαίωση του ανωτέρω Επιμελητηρίου). Μάλιστα με ρητό όρο του καταστατικού της εγκαλούσας εταιρείας απαγορεύθηκε στην πρώτη κατηγορουμένη να ενεργεί για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πράξεις που ανάγονταν στο σκοπό της εγκαλούσας. Στις αρμοδιότητες της πρώτης κατηγορουμένης ανάγονταν μεταξύ άλλων: α) η είσπραξη των ασφαλίστρων από τους πελάτες για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας, σε εκτέλεση ασφαλιστηρίων συμβολαίων και η απόδοση αυτών στη συνέχεια στη μόνη δικαιούχο εγκαλούσα εταιρεία, β) η καταβολή ασφαλιστικών αποζημιώσεων προς τους πελάτες της εγκαλούσας από την πραγμάτωση ασφαλιστικών κινδύνων και πάλι για λογαριασμό της εγκαλούσας και γ) η είσπραξη αποζημιώσεων από τρίτους για λογαριασμό της εγκαλούσας. Τον Ιανουάριο του έτους 1999 η πρώτη κατηγορουμένη έπεισε τους εταίρους της εγκαλούσας να προσλάβουν το δεύτερο κατηγορούμενο Δ. Ξ., σύζυγο της, ως πωλητή στην εταιρεία "ΣΙΔΗΚΑ Εμπορία Αυτοκινήτων Α.Ε.". Η εγκαλούσα εταιρεία λειτούργησε μέχρι το έτος 2003 χωρίς να αποδίδει κέρδη. Αυτό προκάλεσε ανησυχία στους εταίρους της, οι οποίοι κατά το έτος 2003 συγκάλεσαν στα γραφεία της, στον ..., σύσκεψη, στην οποία παρέστησαν ο Δ. Π., διευθυντής του καταστή-ματος ... της εταιρείας "ΙΝΤΕRΑΜΕRΙCΑΝ" και οι κατηγορούμενοι. Εκεί, μετά από πρόταση της πρώτης κατηγορουμένης συμφωνήθηκε να προσληφθεί νέο πρόσωπο της εμπιστοσύνης της και συγκεκριμένα ο Γ. Τ., ασφαλιστής, για να την βοηθά στις εργασίες της. Όμως και μετά από αυτά η εταιρεία συνέχισε να μην αποδίδει κέρδη. Τέλος κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 2005, μετά από προσπάθειες των εταίρων της εγκαλούσας και σχετικούς ελέγχους, διαπιστώθηκε ότι η πρώτη κατηγορουμένη, καθ' όλο το πιο πάνω χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε τη διαχείριση της εγκαλούσας, ήτοι από τον Ιανουάριο του έτους 1999 μέχρι το Νοέμβριο του έτους 2005, παρά τη σχετική της δέσμευση με το καταστατικό της εγκαλούσας, διατήρησε το λογαριασμό χαρτοφυλακίου της στην εταιρεία "ΙΝΤΕRΑΜΕRΙCΑΝ" και ταυτόχρονα τηρούσε και άλλο λογαριασμό χαρτοφυλακίου στην ίδια ασφαλιστική εταιρεία στο όνομα του δευτέρου κατηγορουμένου συζύγου της. Στη συνέχεια γνωστοποιούσε στους υπόχρεους σε καταβολή ασφαλίστρων πελάτες της εγκαλούσας τους αριθμούς των λογαριασμών αυτών (της ιδίας και του συζύγου της) για να καταθέτουν, σε αυτούς τα ασφάλιστρα, με αποτέλεσμα να καταχωρούνται στους λογαριασμούς αυτούς και να εισπράττονται από την ίδια οι προμήθειες από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια των αυτοκινήτων τα οποία πωλούσαν οι εταιρείες "ΣΙΔΗΚΑ Α.Ε." και "ΣΙΔΗΚΑ ΚΥΚΛΑΔΩΝ Α.Ε." και των οποίων η εγκαλούσα εταιρεία "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ Ε.Π.Ε." παρείχε την ασφαλιστική κάλυψη. Ειδικότερα κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα οι εταιρείες "ΣΙΔΗΚΑ Α.Ε." και "ΣΙΔΗΚΑ ΚΥΚΛΑΔΩΝ Α.Ε." πώλησαν σε διάφορους αγοραστές 11.438 καινούργια και μεταχειρισμένα αυτοκίνητα. Από αυτά ποσοστό 25% ασφαλιζόταν στην εταιρεία "ΙΝΤΕRΑΜΕRΙCΑΝ" και για κάθε ασφαλιστήριο συμβόλαιο η τελευταία λάμβανε 210 ευρώ, η δε εγκαλούσα δικαιούνταν ως προμήθεια ποσοστό 18%. Έτσι η πρώτη κατηγορουμένη, με την καταχώρηση των σχετικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων στους λογαριασμούς χαρτοφυλακίου της ιδίας και του συζύγου της, ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 108.000 ευρώ (11.438 Χ 25% Χ 210 Χ 18%). Επί πλέον από τους ήδη (προ της ενάρξεως της λειτουργίας της εγκαλούσας) υπάρχοντες 20.000 πελάτες της εταιρείας "ΣΙΔΗΚΑ Α.Ε.", ποσοστό 10% ασφαλιζόταν στην εταιρεία "ΙΝΤΕRΑΜΕRΙCΑΝ" και για κάθε ασφαλιστήριο συμβόλαιο η τελευταία λάμβανε 210 ευρώ, η δε εγκαλούσα δικαιούνταν ως προμήθεια ποσοστό 18%. Έτσι η πρώτη κατηγορουμένη, με την καταχώρηση των σχετικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων στους λογαριασμούς χαρτοφυλακίου της ιδίας και του συζύγου της, ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 75.600 ευρώ (20.000 Χ 10% Χ 210 Χ 18%). Εξάλλου η πρώτη κατηγορουμένη, έχοντας από το καταστατικό της εγκαλούσας την εξουσία να εκδίδει τραπεζικές επιταγές στο όνομα της τελευταίας, πλήρωνε τα ασφάλιστρα των πελατών στην ασφαλιστική εταιρεία "ΙΝΤΕRΑΜΕRΙCΑΝ" με επιταγές της εγκαλούσας, παρακρατώντας παράλληλα τα χρήματα που της κατέβαλαν για το σκοπό αυτό οι ασφαλιζόμενοι. Σε έλεγχο που έκανε η εγκαλούσα το Νοέμβριο του έτους 2005 διαπιστώθηκε ότι, από 521 ασφαλιστήρια συμβόλαια που έκανε η πρώτη κατηγορουμένη με την πιο πάνω ιδιότητα της, τα 204 είχαν περάσει στους προσωπικούς λογαριασμούς των κατηγορουμένων και είχαν πληρωθεί στην εταιρεία "ΙΝΤΕRΑΜΕRΙCΑΝ" με επιταγές της εγκαλούσας που είχε υπογράψει η πρώτη κατηγορουμένη, η οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα τα καταβληθέντα από τους ασφαλισμένους ασφάλιστρα ανερχόμενα συνολικά στο ποσό των 42.840 ευρώ (210 Χ 204). Περαιτέρω, εκτός των πωλήσεων αυτοκινήτων σε φυσικά πρόσωπα, οι εταιρείες "ΣΙΔΗΚΑ Α.Ε." και "ΣΙΔΗΚΑ ΚΥΚΛΑΔΩΝ Α.Ε." είχαν πωλήσει αυτοκίνητα και σε νομικά πρόσωπα (εταιρείες), των οποίων η πρώτη κατηγορουμένη, με την πιο πάνω ιδιότητά της, αναλάμβανε τις ασφαλιστικές καλύψεις. Όμως δεν απέδωσε τις ασφαλιστικές εισφορές τους, συνολικού ύψους 31.294 ευρώ, στο ταμείο της εγκαλούσας αλλά τις ιδιοποιήθηκε παράνομα. Τέλος η πρώτη κατηγορουμένη έφερνε τους συγγενείς της ιδίας και του δευτέρου κατηγορουμένου συζύγου της να επισκευάσουν τα αυτοκίνητά τους στα συνεργεία της εγκαλούσας μη αποδίδοντας στην τελευταία τις οφειλόμενες αμοιβές για τις επισκευές, που ανέρχονταν συνολικά στο ποσό των 9.960 €, το οποίο ιδιοποιήθηκε παράνομα. Στην εκτέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξης της πρώτης κατηγορουμένης και κατά τη διάρκεια αυτής παρείχε άμεση συνδρομή ο δεύτερος κατηγορούμενος σύζυγός της, ο οποίος επέτρεψε σ' αυτήν τη χρήση του προσωπικού του λογαριασμού όπου κατατίθεντο τα ασφάλιστρα, τα οποία στη συνέχεια αυτή ιδιοποιούνταν, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει αντιληπτός από τους εταίρους της εγκαλούσας ο αριθμός των ενεργών συμβολαίων που είχαν πράγματι συναφθεί στο όνομα και για λογαριασμό της τελευταίας και κατ' επέκταση των ασφαλίστρων και προμηθειών που η εγκαλούσα είχε δικαίωμα να εισπράξει. Οι κατηγορούμενοι με τις απολογίες τους αρνούνται την κατηγορία και ισχυρίζονται ότι η μήνυση υποβλήθηκε για λόγους αντιπερισπασμού διότι αυτοί έχουν αξιώσεις κατά της εγκαλούσας ποσών 5.000 ευρώ από "δεδουλευμένες εισφορές" (προδήλως εννοούν οφειλόμενες αποδοχές) και 30.000 ευρώ από δάνειο προς τον εταίρο της εγκαλούσας Ι. Δ.. Οι ισχυρισμοί τους αυτοί δεν κρίνονται πειστικοί, δεδομένου ότι από τους μάρτυρες οι οποίοι τους επιβεβαιώνουν, οι μεν Π. Σ. και Δ. Π. καταθέτουν με βάση διηγήσεις των ίδιων των κατηγορουμένων, οι δε Γ. Τ. και Σ. Β. δεν αναφέρουν την πηγή της γνώσεως τους. Αντίθετα οι μάρτυρες Β. Δ. και Μ. Ρ. που επιβεβαιώνουν την κατηγορία καταθέτουν με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα και από ιδία αντίληψη, μάλιστα δε η τελευταία καταθέτει ότι η πρώτη κατηγορουμένη, μετά την αποκάλυψη των πιο πάνω παράνομων πράξεων της και την απομάκρυνση της από την εγκαλούσα, έστελνε επιστολές σε πελάτες της εγκαλούσας, ισχυριζόμενη με αυτές ψευδώς ότι η εγκαλούσα έπαυσε να συνεργάζεται με την "ΙΝΤΕRΑΜΕRΙCΑΝ" και ότι η ασφάλιση τους συνεχιζόταν μέσω της ιδίας. Ενόψει όλων των ανωτέρω προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για να επιστηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία εναντίον των ως άνω κατηγορουμένων για τις πράξεις της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ης ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας το δε συνολικό αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και της άμεσης συνέργειας στην παραπάνω πράξη.
Συνεπώς, το εκκαλούμενο βούλευμα που έκρινε ότι τέτοιες ενδείξεις δεν υπήρξαν έσφαλε και για τον λόγο αυτό πρέπει να εξαφανισθεί, αφού η έφεση γίνει δεκτή και κατ' ουσία. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1 εδ. ε και 313 του ΚΠΔ, πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών που είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα Γ', 8 παρ. Γ', 8 παρ. 1γ (όπως αντικ. με άρθρο 14 Ν. 1649/1986), 111 παρ. 1, 122 παρ. 1, 128, 129 α του ΚΠΔ για να δικασθούν για τις παραπάνω πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 26 παρ. Γ', 27 παρ. 1, 46 παρ. 1β και 375 παρ. 2 εδ. α-β-1 του ΠΚ". Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, οι οποίες δικαιολογούν την παραπομπή της πρώτης κατηγορουμένης για υπεξαίρεση, από διαχειριστή ξένης περιουσίας, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας τις 73.000 ευρώ, και του δεύτερου κατηγορουμένου για άμεση συνεργεία στην παραπάνω πράξη. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα παρέπεμψε τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθούν ως υπαίτιοι του ότι: Α) Η πρώτη κατηγορουμένη Μ. Β. του Γ., στον ..., σε μη επακριβώς προσδιορισμένο χρόνο, οπωσδήποτε όμως μέσα στο χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 1999 μέχρι τον Νοέμβριο του έτους 2005, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή της, λόγω της ιδιότητας της ως διαχειρίστριας ξένης περιουσίας. Συγκεκριμένα, στον παραπάνω τόπο και χρόνο με την ιδιότητα του υπευθύνου προσώπου που ήταν επιφορτισμένο με την εν γένει διαχείριση της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", και το διακριτικό τίτλο "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ Ε. Π. Ε" [μηνύτρια εταιρεία], με βάση ειδικό όρο στο καταστατικό της τελευταίας, στα καθήκοντα της οποίας αναγόταν μεταξύ άλλων [α] η είσπραξη ασφαλίστρων για λογαριασμό της ως άνω μηνύτριας εταιρείας από πελάτες σε εκτέλεση ασφαλιστήριων συμβολαίων και η απόδοση αυτών στη συνέχεια στη μόνη δικαιούχο μηνύτρια εταιρεία, [β] η καταβολή ασφαλιστικών αποζημιώσεων προς τους πελάτες της εταιρείας από την πραγμάτωση ασφαλιστικών κινδύνων και πάλι για λογαριασμό της μηνύτριας εταιρείας, [γ] η είσπραξη αποζημιώσεων από τρίτους για λογαριασμό της εταιρείας, ήτοι η διαχείριση ξένης περιουσίας, ιδιοποιήθηκε με το να ενσωματώνει στη δική της ατομική περιουσία ξένα ολικά σε αυτήν κινητά πράγματα και συγκεκριμένα το ποσό των διακοσίων εξήντα επτά χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα τεσσάρων [267.694] Ευρώ [€], που είχαν περιέλθει στην κατοχή της από καταβληθέντα ασφάλιστρα από πελάτες-ασφαλιζόμενους στην παραπάνω εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, στα πλαίσια των υποχρεώσεων τους από ενεργά ασφαλιστήρια συμβόλαια, ιδιοποιούμενη αυτά, με το να παρέχει στους συγκεκριμένους ασφαλισμένους τον προσωπικό κωδικό τον οποίο είχε ως ασφαλίστρια στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΙΝΤΕRΑΜΕRΙCΑΝ Α.Ε", παρά την ανειλημμένη συμβατικά υποχρέωση της να απενεργοποιήσει το συγκε-κριμένο λογαριασμό της, καθώς και τον προσωπικό λογαριασμό χαρτοφυλακίου του συζύγου της Δ. Ξ. στην ανώνυμη εταιρεία με τη επωνυμία "ΣΙΔΗΚΑ Α.Ε.", έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η διακρίβωση του αριθμού των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, που είχαν συναφθεί με τη δική της διαμεσολάβηση για λογαριασμό της μηνύτριας εταιρείας, εκδηλώνοντας κατ' αυτό τον τρόπο βούληση ιδιοποίησης, χωρίς τη συνδρομή, μάλιστα, οποιουδήποτε νομίμου λόγου ή αιτίας προς τούτο, δηλαδή, παράνομη.
Β) Ο δεύτερος κατηγορούμενος Δ. Ξ. του Σ., στον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο παρείχε συνδρομή σε άλλον ειδικότερα στην παραπάνω συγκατηγορουμένη του Μ. Ξ.-Β., κατά τρόπο άμεσο στην εκτέλεση της κακουργηματικής πράξης της υπεξαίρεσης και κατά τη διάρκεια αυτής. Συγκεκριμένα, ων ο ίδιος πωλητής, παρείχε άμεση συνδρομή στην παραπάνω συγκατηγορουμένη-σύζυγό του προκειμένου η τελευταία να ιδιοποιηθεί παράνομα ξένα ολικά σε αυτήν κινητά πράγματα, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή της λόγω της ιδιότητας της ως διαχειρίστριας ξένης περιουσίας, καθώς είχε την ιδιότητα του υπεύθυνου προσώπου που ήταν επιφορτισμένη με την εν γένει διαχείριση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και το διακριτικό τίτλο "ΣΙΔΗΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ Ε.Π.Ε" [μηνύτρια εταιρεία], στα καθήκοντα της οποίας αναγόταν μεταξύ άλλων [α] η είσπραξη ασφαλίστρων για λογαριασμό της ως άνω μηνύτριας εταιρείας από πελάτες σε εκτέλεση ασφαλιστηρίων συμβολαίων και η απόδοση αυτών στη συνέχεια στη μόνη δικαιούχο μηνύτρια εταιρεία, [β] η καταβολή ασφαλιστικών αποζημιώσεων προς τους πελάτες της εταιρείας από την πραγμάτωση ασφαλιστικών κινδύνων και πάλι για λογαριασμό της μηνύτριας εταιρείας, [γ] η είσπραξη αποζημιώσεων από τρίτους για λογαριασμό της εταιρείας, ήτοι η διαχείριση ξένης περιουσίας , όντας και αυτός ο ίδιος πωλητής αυτοκινήτων στην παραπάνω ανώνυμη εταιρεία [ΣΙΔΗΚΑ Α.Ε.], και ως εκ τούτου έχοντας προσωπικό λογαριασμό χαρτοφυλακίου, με το να παράσχει και επιτρέψει σε αυτήν τη χρήση του προσωπικού του αυτού λογαριασμού μέσω του οποίου κατατίθεντο τα ασφάλιστρα και έτσι αυτή να μπορέσει να ιδιοποιηθεί, ενσωματώνοντας στη δική της ατομική περιουσία, ξένα ολικά σε αυτήν κινητά πράγματα και συγκεκριμένα το ποσό των διακοσίων εξήντα επτά χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα τεσσάρων [267.694] [€], που είχαν περιέλθει στην κατοχή της από καταβληθέντα ασφάλιστρα από πελάτες-ασφαλιζόμενους στην παραπάνω εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, στα πλαίσια των υποχρεώσεων τους από ενεργά ασφαλιστήρια συμβόλαια, ιδιοποιούμενη αυτά. Δηλαδή, η συνδρομή του σε αυτήν στο να μη γίνει αντιληπτός από τους εταίρους της μηνύτριας εταιρείας ο αριθμός των ενεργών συμβολαίων τα οποία είχαν συναφθεί στο όνομα και για λογαριασμό της μηνύτριας εταιρείας και κατ' επέκταση των ασφαλίστρων που η μηνύτρια εταιρεία είχε το δικαίωμα να εισπράξει, συνίστατο στο να διαθέτει τον προσωπικό του λογαριασμό στη συγκατηγορουμένη του, προκειμένου αυτή να τον γνωστοποιεί στους υπόχρεους ασφαλισμένους (πελάτες της) για να καταθέτουν σ' αυτόν τα ασφάλιστρα, με βάση τα ασφαλιστήρια συμβόλαια τους και να είναι περισσότερο ευχερής η είσπραξη τους, χωρίς να υποπέσει στην αντίληψη των εταίρων της μηνύτριας εταιρείας κάτι τέτοιο. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών στέρησε το βούλευμα του της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον:1) δεν καθορίζει την ταυτότητα όλων των αυτοκίνητων (αριθμούς κυκλοφορίας τους και λοιπά χαρακτηριστικά) και των ιδιοκτητών τους (ονοματεπώνυμα φυσικών και νομικών προσώπων) που κατέβαλαν τα ασφάλιστρα, καθώς και το διάστημα της ασφάλισης που κάλυπταν αυτά, τα στοιχεία δε αυτά μπορούσαν εύκολα να αναζητηθούν από την ασφαλιστική εταιρεία ΙΝΤΕRΑΜERΙCΑΝ με βάση τους κωδικούς των κατηγορουμένων και της εγκαλούσας για όλο το διάστημα του χρόνου τελέσεως, 2) δεν καθορίζει αν η προμήθεια της εγκαλούσας εταιρείας (η οποία είχε συμφωνηθεί σε ποσοστό 18%) αφαιρείτο από τα ασφάλιστρα και έπρεπε να εισέλθει στο ταμείο της εγκαλούσας απευθείας ή επιστρεφόταν από την ασφαλιστική εταιρεία ΙΝΤERΑΜΕRΙCΑΝ στην τελευταία, 3) δεν καθορίζει την ταυτότητα των επιταγών της εγκαλούσας εταιρείας που εξέδωσε η πρώτη κατηγορουμένη σε διαταγή της ασφαλιστικής εταιρείας ΙΝΤΕRΑΜΕRΙCΑΝ για ασφάλιστρα 204 (συγκεκριμένων) αυτοκινήτων, ύψους 42.840 ευρώ, που εισπράχτηκαν από την εν λόγω κατηγορουμένη και δεν αποδόθηκαν στην μηνύτρια εταιρεία, αλλά παρακρατήθηκαν από αυτή, 4) δεν καθορίζει αν το ποσόν των 9960 ευρώ καταβλήθηκε από τους συγγενείς των κατηγορουμένων για την επισκευή των αυτοκινήτων τους, και δεν αποδόθηκε από την πρώτη κατηγορουμένη στην μηνύτρια εταιρεία, ώστε να μπορεί να είναι αντικείμενο υπεξαίρεσης, αλλά παρακρατήθηκε, και 5) επιπροσθέτως για τον δεύτερο των αναιρεσειόντων δεν αναφέρει αν η ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας υπάρχει και στο πρόσωπο αυτού ως άμεσου συνεργού, αφού το βούλευμα δέχεται ότι μέσω του κωδικού του ασφαλίστηκαν τα 4.859 αυτοκίνητα (2859+2000). Επομένως, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β του ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο προσάπτεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και κατ' ουσία και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές πλην εκείνων που το εξέδωσαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμ. 2600/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή των δικαστών που είχαν επιληφθεί προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2007. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ