Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Παράβαση καθήκοντος.
Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος Δ.Υ. Άρθρα 46 §1 και 259 ΠΚ. Έννοια ηθικής αυτουργίας. Απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, διότι στο αιτιολογικό αιτιολογείται πλήρως η ενοχή για την παράβαση καθήκοντος και αναφέρονται τα μέσα και ο τρόπος με τον οποίον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία, παρακίνησε και προκάλεσε την απόφαση τελέσεως του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, εκ μέρους της συγκατηγορούμενης του φυσικού αυτουργού δημοσίας υπαλλήλου (ΑΠ 908/2008, 2294, 2372/2007). Απορρίπτει.
Αριθμός 1230/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμμου Λεκκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπαδάκη, περί αναιρέσεως της 327/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με συγκατηγορουμένη την Ζ.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 396/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ "Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, δράστης του οποίου είναι υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α του ιδίου Κώδικα, απαιτούνται:α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται με νόμο ή με διοικητική πράξη ή με ιδιαίτερες οδηγίες της προϊστάμενης αρχής, ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, β) πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος που περιέχει τη θέληση παράβασης του καθήκοντος της υπηρεσίας και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο τον δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον. Το έννομο αγαθό που προστατεύει η διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ και προσβάλλεται από την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται από αυτή είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Έτσι, αξιόποινη είναι η ελεγχόμενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνον αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βούλησης και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και όχι απλώς η παράβαση υποχρεώσεων, που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ. Ως υπάλληλος κατά το άρθρο 13α του ΠΚ νοείται κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημοσίου δικαίου. Ο δόλος του δράστη συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παράβασης των υπηρεσιακών του καθηκόντων (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος). Σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης συντρέχει όταν ο δράστης επιδιώκει με την παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων να επιφέρει την παράνομη ωφέλεια ή τη βλάβη και συγχρόνως όταν η υπηρεσιακή παράβαση είναι αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει στην ωφέλεια ή τη βλάβη με τον συγκεκριμένο τρόπο που σχεδιάστηκε και τελέστηκε από το δράστη, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει την εν λόγω προσφορότητα. Τέτοια προσφορότητα υπάρχει όταν η ωφέλεια ή η βλάβη που επιδιώκει ο δράστης μπορεί να πραγματωθεί μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος ή και με την παράβαση αυτού. Για την ολοκλήρωση του εγκλήματος του άρθρου 259 του ΠΚ δεν απαιτείται να πραγματοποιηθεί η επιδιωκομένη παράνομη ωφέλεια ή βλάβη. Ενώ αν η παράβαση καθήκοντος έγινε για άλλο σκοπό ή με κανένα σκοπό ή η ωφέλεια ή η βλάβη επέρχεται ως συμπτωματική συνέπεια της παράβασης, τότε το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος δεν στοιχειοθετείται. Τέτοιο παράνομο όφελος κατά την έννοια του άρθρου 259 του ΠΚ είναι κάθε όφελος, το οποίο επιδιώκεται με την παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος".
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, δεν αρκεί δε ενδεχόμενος, αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού.
Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους(μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας(Ολ ΑΠ 1/2005). Ειδικότερα, στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σε αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Πατρών, που την εξέδωσε, δέχτηκε στο αιτιολογικό του, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Με το υπ' αριθ.πρωτ. 1020/31/278 έγγραφο του Αστυνομικού Τμήματος Ευπαλίου της Αστυνομικής Διεύθυνσης Φωκίδας προς το Υπουργείο Μεταφορών Επικοινωνιών καταγγέλθηκε η παράνομη κυκλοφορία του Φ.Δ.Χ. ... (μπετονιέρα)ιδιοκτησίας .... Το έγγραφο αυτό κοινοποιήθηκε συγχρόνως και στα σώμα επιθεωρητών ελεγκτών του ως άνω Υπουργείου, στο οποίο υπηρετεί ως επιθεωρητής Ελεγκτής ο εξετασθείς μάρτυρας .... Ο τελευταίος είναι και ο συντάκτης της αναγνωσθείσας στο ακροατήριο με ημερομηνία 16 Οκτωβρίου 2003 έκθεσης προς τον Γενικό Επιθεωρητή του Σώματος Επιθεωρητών ελεγκτών του Υπουργείου Μεταφορών Επικοινωνιών (ΣΕΕΥΜΕ). Με το 254/473/03 έγγραφο του Σώματος ελεγκτών προς τη Διεύθυνση Οργάνωσης και Πληροφορικής του ΥΜΕ ζητήθηκαν οι σχετικές κινήσεις που υπάρχουν στο μηχανογραφικό Αρχείο του ΥΜΕ σχετικά με το όχημα ..., καθώς και τα στοιχεία του χειριστή (ο κωδικός). Με έγγραφο της η Διεύθυνση Οργάνωσης και Πληροφορικής εγνωστοποίησε στο Σώμα ελεγκτών ότι τις κινήσεις του συγκεκριμένου οχήματος τις είχε διενεργήσει η πρώτη κατηγορούμενη, υπάλληλος του τμήματος Μεταφορών και Επικοινωνιών Αγρινίου, η οποία είχε κωδικό .... Επειδή ο εξετασθείς μάρτυρας ... υπέθεσε ευλόγως ότι η ως άνω πράξη, που αφορούσε το ... όχημα δεν μπορούσε να είναι μεμονωμένη, ζητήθηκε στη συνέχεια από την ίδια υπηρεσία (Διεύθυνσης Οργάνωσης και Πληροφορικής του ΥΜΕ) πληροφορία αν στο μηχανογραφικό αρχείο υπάρχουν ανάλογες κινήσεις με αυτές του ... οχήματος μπετονιέρας. Η υπηρεσία αυτή απάντησε θετικά σχετικά και με το όχημα ΦΔΧ ... ρυμουλκό μετά ρυμουλκούμενου (βυτιοφόρο υγρών καυσίμων) ιδιοκτησίας του δεύτερου κατηγορούμενου Χ (ή της εταιρίας που αυτός εκπροσωπεί). Και για το όχημα αυτό ο υπάλληλος που διενέργησε τις πράξεις στο μηχανογραφικό αρχείο του ΥΜΕ ήταν η πρώτη κατηγορούμενη με κωδικό .... Ο σχετικός φάκελος διαβιβάστηκε στη συνέχεια από το τμήμα Μεταφορών και Επικοινωνιών Αγρινίου στο Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών και συγκεκριμένα στον εξετασθέντα μάρτυρα ..., ο οποίος, όπως προκύπτει από την έκθεσή του, διαπίστωσε ότι η πρώτη κατηγορούμενη είχε εκδώσει άδεια φορτηγού δημοσίας χρήσεως για το συγκεκριμένο όχημα (...), κάνοντας χρήση ανυπάρκτου δικαιώματος. Συγκεκριμένα, η πρώτη κατηγορούμενη, υπάλληλος του τμήματος μεταφορών Αγρινίου κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό της παρούσης χρόνο παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας της από πρόθεση, διότι, ενώ εγνώριζε ότι απαγορεύεται η χορήγηση άδειας οχήματος δημοσίας χρήσεως σε οχήματα που δεν έχουν αποχαρακτηρισθεί ως δημοσίας χρήσεως και δεν υφίσταται πράξη αποχαρακτηρισμού σύμφωνα με το ΠΔ 57/1989, αυτή προέβη στην έκδοση άδειας κυκλοφορίας για το ως άνω όχημα επ' ονόματι του 2ου κατηγορουμένου, ο οποίος δεν μπορούσε να λάβει τέτοια άδεια, αφού το εν λόγω όχημα με αρχικό αριθμό κυκλοφορίας ... ήταν ιδιωτικής χρήσης και δεν υπήρχε πράξη αποχαρακτηρισμού του οχήματος ως δημοσίας χρήσεως. Το ως άνω υπηρεσιακό της καθήκον για μη έκδοση της σχετικής άδειας η κατηγορουμένη υπάλληλος το παρέβη εν γνώσει της και με σκοπό να ωφελήσει τον δεύτερο κατηγορούμενο, ο οποίος και την παρεκίνησε να τελέσει την ως άνω άδικη πράξη, προκαλώντας σ' αυτήν τη σχετική απόφαση. Επομένως, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (η πρώτη για παράβαση καθήκοντος και ο δεύτερος για ηθική αυτουργία στην πράξη".
Στη συνέχεια το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ενόχους, τη φυσικό αυτουργό υπάλληλο του Γραφείου Συγκοινωνιών Νομαρχίας Αγρινίου για παράβαση καθήκοντος και τον αναιρεσείοντα για ηθική αυτουργία στην πράξη της παραβάσεως καθήκοντος της συγκατηγορουμένης του υπαλλήλου και ειδικότερα του ότι : "Στους παρακάτω τόπους και χρόνους τέλεσαν τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις: Α) Η πρώτη κατηγορούμενη, Ζ, στις 26-11-1999, υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, με πρόθεση παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας της, με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον παράνομο όφελος. Συγκεκριμένα, αν και γνώριζε ως υπάλληλος του Γραφείου Συγκοινωνιών Αγρινίου, ότι απαγορεύεται η χορήγηση αδείας οχήματος Δημοσίας Χρήσεως σε οχήματα που δεν έχουν αποχαρακτηρισθεί ως Δημοσίας χρήσεως και δεν υφίσταται πράξη αποχαρακτηρισμού σύμφωνα με το Π.Δ. 57/1989 προέβη στην χορήγηση στον άνω τόπο και χρόνο και στην έκδοση αδείας κυκλοφορίας του με αριθμό κυκλοφορίας ... Δ.Χ. φορτηγού αυτοκινήτου (βυτιοφόρου υγρών καυσίμων) επ'ονόματι του β' κατηγορουμένου καίτοι δεν υφίστατο πράξη αποχαρακτηρισμού του εν λόγω οχήματος ως Δημοσίας Χρήσεως, και ο β' κατηγορούμενος δεν δικαιούτο να λάβει τέτοια άδεια κυκλοφορίας αφού το λόγω όχημα με αρχικό αριθμό κυκλοφορίας ... ήταν ιδιωτικής χρήσεως. Τα παραπάνω δεν έπραξε προκειμένου και με σκοπό να προσπορίσει στον Χ παράνομο όφελος ήτοι να λάβει ο τελευταίος άδεια κυκλοφορίας Δ.Χ. οχήματος καίτοι δεν δικαιούτο, όπως προαναφέρθηκε. Β) Ο δεύτερος κατηγορούμενος, Χ , στο ..., στις 26-11-99, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που^διέπραξε. Συγκεκριμένα, ενεργώντας με πρόθεση, προκάλεσε στην πρώτη κατηγορουμένη, την απόφαση τέλεσης της παραπάνω με στοιχείο Α περιγραφείσης άδικης πράξης της παράβασης καθήκοντος που αυτή διέπραξε με το να την πείσει με πειθώ και φορτικές παραινέσεις και προκλήσεις να την διαπράξει ως ανωτέρω περιγράφεται".
Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, (άρθρα 26 παρ.1, 27 παρ.2, 46 παρ.1, 259 του ΠΚ), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, στην αρχή του σκεπτικού της αποφάσεως αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα που το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά σε σχέση με κάθε περιστατικό που δέχεται, ενώ με πληρότητα αναφέρεται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων προκάλεσε στη συγκατηγορούμενή του υπάλληλο του Γραφείου Συγκοινωνιών Νομαρχίας Αγρινίου , την απόφαση να τελέσει την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, ήτοι να εκδώσει στο όνομά του και να του χορηγήσει άδεια κυκλοφορίας του με αριθμό κυκλοφορίας ... ΔΧΦ βυτιοφόρου αυτοκινήτου, σε αντικατάσταση αδείας, χωρίς ο αναιρεσείων κατηγορούμενος να είναι δικαιούχος, αφού δεν υφίστατο προηγούμενη πράξη αποχαρακτηρισμού αυτοκινήτου ως δημοσίας χρήσεως, σύμφωνα με το ισχύον τότε (1999) ΠΔ 57/1989 και το όχημά του, με αρχικό αριθμό κυκλοφορίας ..., ήταν ιδιωτικής και όχι δημοσίας χρήσεως. Αναφέρεται ακόμη, ο τρόπος και τα μέσα που ο αναιρεσείων προκάλεσε στη συγκατηγορούμενή του υπάλληλο την άνω απόφαση για παράβαση καθήκοντος, δεχόμενο ότι αυτός " την παρακίνησε να τελέσει την εν λόγω άδικη πράξη, με το να την πείσει με πειθώ και φορτικές παραινέσεις και προκλήσεις να την διαπράξει ως ανωτέρω περιγράφεται", χωρίς να είναι αναγκαία στην προκείμενη περίπτωση η συνδρομή και άλλων προσθέτων στοιχείων για τη θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας. Περαιτέρω, η ύπαρξη του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού το στοιχείο του δόλου, ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του ως άνω αδικήματος, αναφέρεται ότι σκοπός της συγκατηγορουμένης υπαλλήλου ήταν να ωφελήσει τον αναιρεσείοντα να εφοδιασθεί με άδεια δημοσίας χρήσεως βυτιοφόρου μεταφοράς υγρών καυσίμων αυτοκινήτου, την οποία άδεια δεν εδικαιούτο κατά νόμο, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του και διαλαμβάνεται περί του στοιχείου αυτού, αιτιολογία στην κύρια ως ανωτέρω περί της ενοχής της συγκατηγορουμένης του αναιρεσείοντος κρίση του και από τα περιστατικά που αναφέρονται σε αυτή.
Επομένως, οι μοναδικοί λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις, με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η από το Δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-2- 2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση της με αριθμό 327/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ