Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Παραχάραξη, Καταλογισμού ικανότητα.
Περίληψη:
Ισχυρισμοί κατηγορουμένων για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων από το άρθρο 84 παρ. 2 εδαφ. α, β, δ, ε, ΠΚ και συνδρομής καταστάσεως μειωμένου καταλογισμού από το άρθρο 36 παρ. 1 ΠΚ. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τους ισχυρισμούς περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών από τα εδάφια α, δ, ε καθόσον δεν έγινε η προ-βολή των σαφώς και ορισμένως και με έκθεση επαρκών περιστατικών που να τους θεμελιώνουν και απόρριψη λόγου αναιρέσεως για αναγνώριση ελαφρυντικού ότι τελέσθηκε η πράξη από μεγάλη ένδεια κατ' ουσία ως αβάσιμου διότι από το δικαστήριο παρατίθενται στην απόφαση που προσβάλλεται με την αναίρεση πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και το οδήγησαν στην αρνητική κρίση του. Απόρριψη ως αορίστου του ισχυρισμού περί ελαττωμένης ικανότητος προς καταλογισμό λόγω οξείας μέθης ή στερητικού συνδρόμου διότι δεν γίνεται επίκληση ότι η μέθη είναι ανυπαίτια και δεν εκτίθεται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει αυτή δεν οφείλεται σε πρόθεση η αμέλεια του υπαιτίου. Απόρριψη ως αβασίμου λόγου αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την μη αναφορά στο σκεπτικό της αποφάσεως του Δικαστηρίου της ουσίας ότι έλαβε υπόψη του και τα προσκομισθέντα από το συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου έγγραφα που αναγνώσθηκαν κατά την διαδικασία στο ακροατήριο αφού αρκούσε η γενική κατ' είδος αναφορά των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το δικαστήριο μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η μνεία όλων των εγγράφων που αναγνώσθηκαν.
Αριθμός 2219/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτήριο Σδούκο, περί αναιρέσεως της 138/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Με συγκατηγορούμενο τον Ζ και παρεμβαίνουσα - ιδιοκτήμονα την Θ, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 6.3.2009 και 4.3.2009 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 462/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση αναίρεσης του Χ1, για το κεφάλαιο της απόρριψης του μειωμένου καταλογισμού και να απορριφθεί κατά τα λοιπά και β)να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως του Χ2.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνον σε σχέση με τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά και όσον αφορά τους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς οι ισχυρισμοί εκείνοι οι οποίοι προβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 170 §2 και 333 §2 Κ.Ποιν.Δ., στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητος προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την θεμελίωσή τους κατά την οικεία διάταξη, ώστε να μπορεί ο δικαστής ύστερα από αξιολόγηση να κάνει δεκτούς ή να απορρίψει αυτούς, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους.
Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμού, αφού σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του, έχει ως συνέπεια την επιβολή μειωμένης ποινής. Κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 36 ΠΚ, αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34 δεν έχει εκλείψει εντελώς αλλά μειώθηκε σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό, που απαιτείται από το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά τα οριζόμενα δε στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, η διάταξη της προηγουμένης παραγράφου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της υπαίτιας μέθης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί ελαττωμένης ικανότητάς του προς καταλογισμό λόγω μέθης πρέπει απαραιτήτως να προβάλλεται εκτός των άλλων, και ότι η μέθη δεν είναι υπαίτια, ότι δηλαδή δεν οφείλεται σε πρόθεση ή αμέλεια του δράστη αλλά σε τυχηρό γεγονός ή ανώτερη βία και να προσδιορίζονται τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η άνω έλλειψη υπαιτιότητάς του. Ακόμη από τα άρθρα 35, 36 §2, 193 ΠΚ, προκύπτει ότι η υπαίτια μη πλήρης μέθη, ήτοι εκείνη που δεν επιφέρει το κατά το άρθρο 34 του ίδιου Κώδικα αποτέλεσμα του αποκλεισμού της προς καταλογισμό ικανότητας του δράστη, δεν ασκεί καμία επιρροή στον καταλογισμό. Επίσης η κατά τα προαναφερθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 §2 ΠΚ αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα υπό την προϋπόθεση της προβολής του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Όταν συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά μόνο, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α', β', δ' και ε', ήτοι α) το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή του προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, ... δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως για να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ήτοι απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής συμβίωσης του δράστη μετά την πράξη.
Με τις ένδικες αιτήσεις των οι αναιρεσείοντες Χ2 και Χ1 επιδιώκουν την αναίρεση της 138/2008 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων με την οποία ο Χ1 κηρύχθηκε ένοχος παραχάραξης (παραποίησης) χαρτονομισμάτων με σκοπό να τα θέσει σε κυκλοφορία ως γνήσια και καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών και χρηματική ποινή οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ και ο Χ2 κηρύχθηκε ένοχος των πράξεων της κατοχής παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων και της κατ' εξακολούθηση παράνομης κατοχής όπλων και καταδικάσθηκε σε κάθειρξη δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για την πρώτη και σε φυλάκιση τριών (3) ετών και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) για τη δεύτερη από τις άνω πράξεις και συνολικά σε κάθειρξη ένδεκα (11) ετών και σε χρηματική ποινή επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.
α) Επί της από 6-3-2009 αιτήσεων αναιρέσεων του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ο άνω αναιρεσείων, με αυτοτελείς ισχυρισμούς που κατέθεσε ο συνήγορός του εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικώς στο ακροατήριο, ζήτησε να αναγνωρισθούν στο πρόσωπό του οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 §2 εδάφ. α', β', δ' και ε' ΠΚ, και, ακόμη, ότι συνέτρεχε στο πρόσωπό του ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό, η παραδοχή δε αυτών οδηγούσε στην επιβολή μειωμένης ποινής. Ως προς τη συνδρομή των στοιχείων του εδαφίου α' της §2 του άρθρου 84 ΠΚ ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε ότι ήταν ήσσονος σημασίας και ελαφράς φύσεως τα αδικήματα που αναγράφονταν στο δελτίο Ποινικού Μητρώου του, τα οποία απέδιδε στην εξάρτησή του από το αλκοόλ καθώς και ότι από αυτά δεν προέκυπτε σημαντική διατάραξη της έννομης τάξης, επιπρόσθετα δε ότι διέμενε αυτός μονίμως στον ... εργαζόμενος είτε σε μονάδα ζωοτροφών ως εργάτης είτε εκτελώντας αγροτικές εργασίες και με τα λίγα χρήματα που ποριζόταν προσπαθούσε να συντηρήσει και τη μητέρα του μαζί με την οποία έμενε και να ενισχύσει οικονομικά τις θυγατέρες του. Δεν θεμελιωνόταν στα άνω περιστατικά ο ισχυρισμός αυτός του αναιρεσείοντος περί προτέρου εντίμου βίου του καθόσον δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί αυτή η ελαφρυντική περίσταση, ούτε η τέλεση αξιόποινων πράξεων μικρής βαρύτητας και απαξίας μέχρι να διαπράξει τα εγκλήματα για τα οποία καταδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε η απουσία άλλης αξιόποινης συμπεριφοράς του για την οποία να ελέχθηκε από τις αρμόδιες ............... και δικαστικές Αρχές. Δεν αρκεί επίσης για τη θεμελίωση του πρότερου εντίμου βίου η εκ μέρους του υπαιτίου μέχρι τότε που τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά της χειρονακτικής εργασίας του είτε σε επιχείρηση στην περιοχή όπου διέμενε είτε σε γεωργικές εργασίες προς εξασφάλιση των μέσων διαβιώσεώς του και το ενδιαφέρον του να βοηθεί ορισμένα από τα μέλη της οικογενείας του, όπως ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί δοθέντος ότι για τη στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού από το εδάφιο α' της §2 του άρθρου 84 ΠΚ απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση του εδαφ. α' της §2 του άρθρου 84 ΠΚ. Από το Εφετείο παρά την επίκληση μη επαρκών περιστατικών προς θεμελίωση του σχετικού ισχυρισμού του άνω αναιρεσείοντος απορρίφθηκε, εκ περισσού, με ειδική αιτιολογία το αίτημα συνδρομής υπέρ αυτού του άνω ελαφρυντικού από το εδάφιο α' της παραγράφου 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Κατά τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποδεικνυόταν ο πρότερος έντιμος βίος του αναιρεσείοντος, καθόσον αυτός είχε σχέσεις και συναναστρεφόταν με άτομα που ασχολούνταν με την παραχάραξη χαρτονομισμάτων μεταξύ των οποίων και κάποιος αγνώστου ταυτότητας Γερμανός και από αυτά τα άτομα προμηθεύθηκε ο αναιρεσείων τα τεχνικά μέσα και έμαθε τον τρόπο παραγωγής παραχαραγμένων νομισμάτων. Τα εκτιθέμενα προς στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περιστάσεως του εδαφίου β' της παραγράφου 2 του άρθρου 84 ΠΚ κατά το μέρος που σχετίζονται με τα παθολογικά προβλήματα σε ζωτικά όργανα του αναιρεσείοντος από την παρατεταμένη και άλογη χρήση αλκοόλ εκ μέρους του και το ότι ενεργούσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξεως που του αποδίδεται υπό καθεστώς μέθης χωρίς να μπορεί να ενεργήσει λογικά ή να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξεώς του, δεν συνιστούν περιστατικά που να εμπίπτουν στην έννοια της άνω διατάξεως αλλά αφορούν στην επίκληση υπάρξεως ψυχικής καταστάσεως από το άρθρο 36 ΠΚ προς επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέρος που επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων ότι είχε περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση και αδυνατούσε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τον ίδιο και τη μητέρα του με την οποία συμβιούσε και τις δύο θυγατέρες του και ότι δεχόταν οικονομική βοήθεια και από το φιλόπτωχο ταμείο στο χωριό όπου διέμενε, αυτά ήσαν περιστατικά για το ότι ελατήριο για την πράξη του ήταν η μεγάλη ένδεια και όχι για το ότι ωθήθηκε αυτός στην άνω αξιόποινη πράξη από μη ταπεινά αίτια περί των οποίων αορίστως γίνεται λόγος στο τέλος του κειμένου του σχετικού ισχυρισμού του, όπως καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δίκης. Επομένως το δικαστήριο της ουσίας είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την παραδοχή ή την απόρριψη του άνω ισχυρισμού μόνο ως προς τον εάν από μεγάλη ένδεια ωθήθηκε στην πράξη του ο αναιρεσείων. Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον άνω ισχυρισμό με αιτιολογία αναφερόμενη στα συγκεκριμένα περιστατικά των οποίων έγινε επίκληση από τον άνω αναιρεσείοντα και εκθέτοντας αρνητικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και ειδικότερα ως προς το ότι δεν είχε περιέλθει ο υπαίτιος σε μεγάλη ένδεια και ότι δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την παραχάραξη χαρτονομισμάτων αξίας πολλών χιλιάδων ευρώ το γεγονός ότι αντιμετώπιζε κάποιες οικονομικές δυσκολίες αυτός. Αρκούσαν τα άνω περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας για τη θεμελίωση της απορριπτικής κρίσεώς του. Ως προς τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για τη συνδρομή των στοιχείων του εδαφίου δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 84 αυτός προέβαλε "ότι από τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν προέκυπτε ότι έδειξε την ειλικρινή μετάνοιά του από το ότι συνεργάστηκε με τις αρχές και ομολόγησε ευθέως τις πράξεις του και ότι τούτο αναγνωρίζεται από την με αριθμό πρωτοκόλλου 5084/16-5-2008 βεβαίωση της δικαστικής φυλακής ... στην οποία αναφέρεται ότι από τις κατ' ιδίαν συναντήσεις δείχνει να έχει συνειδητοποιήσει την βαρύτητα της πράξης του, ανεξάρτητα από τα αίτια που τον οδήγησαν σε αυτή και την κατάσταση της ψυχικής υγείας που τέλεσε το αδίκημα και φαίνεται ότι έχει συνειδητοποιήσει τις συνέπειες του αδικήματος, αναγνωρίζει τα λάθη του και καταβάλλει καθημερινή προσπάθεια να ξεπεράσει τις δυσκολίες".
Για να αναγνωρισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως από το εδάφιο δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 84 ΠΚ, πρέπει η μετάνοια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να συνδυάζεται με περιστατικά του τόπου, χρόνου και τρόπου εκδηλώσεως αυτής και με περιστατικά που να μαρτυρούν ειλικρινή προσπάθεια άρσεως ή μειώσεως των συνεπειών της πράξεως (ως προς τους παθόντες). Δεν θεμελιώνεται στα περιστατικά που επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων ο περί συνδρομής ελαφρυντικού από την άνω διάταξη σχετικός ισχυρισμός. Δεν αρκούσε η μετά τη σύλληψή του διευκόλυνση του έργου των αστυνομικών αρχών με την ομολογία του ούτε η επανάληψη στο ακροατήριο του δικαστηρίου και στην αρμόδια υπηρεσία των φυλακών κράτησής του, σχετικών δηλώσεων ότι αναγνωρίζει το λάθος του και ότι ζητεί συγνώμη καθώς και η καλή διαγωγή του στην φυλακή. Επομένως δεν ήταν υποχρεωμένο το Δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει με την παράθεση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στον άνω ισχυρισμό προκειμένου να τον απορρίψει εκ περισσού δε διέλαβε το Εφετείο στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αιτιολογία περί του ότι δεν κρίθηκε ειλικρινής η έκφραση συγνώμης εκ μέρους του άνω κατηγορουμένου. Όσον αφορά την αναγνώριση ελαφρυντικού από το άρθρο 84 §2 εδάφ. ε' ΠΚ, επικαλέσθηκε ο άνω αναιρεσείων ότι η μετά την πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε, διαγωγή του κατά το χρόνο κράτησής του είναι άριστη όπως προέκυπτε από το από 11-11-2000 έγγραφο της δικαστικής φυλακής ... και από τα από 16-5-2008 και από 15-11-2007 έγγραφα της Δικαστικής φυλακής ... ως προς το ότι η συμπεριφορά του κατά την παραμονή του στη φυλακή ήταν υποδειγματική χωρίς να έχει υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα και ότι συμμετείχε σε δραστηριότητες από τις οποίες προέκυπταν θετικές επιπτώσεις στη συμπεριφορά και στη ζωή του, εργαζόμενος έχοντας πραγματοποιήσει 256 ημέρες ευεργετικού υπολογισμού λόγω εργασίας και επιδεικνύοντας συνέπεια, πειθαρχία και εργατικότητα, γνωρίζοντας να φροντίζει τον εαυτό του και δείχνοντας ότι έχει επιτύχει καλό επίπεδο ωριμότητας και σωφρονισμού επαναξιολογώντας τη συμπεριφορά του και τις κακές επιλογές που έκανε κατά το παρελθόν και δηλώνοντας έτοιμος να θέσει νέους στόχους για τη στήριξη της ζωής του σε νέες πιο υγιείς βάσεις και προσπαθώντας να αλλάξει τον τρόπο της ζωής του στο διάστημα που ήταν στο πιο πάνω κατάστημα κράτησης.
Η επίδειξη καλής συμπεριφοράς και η χωρίς πειθαρχικά παραπτώματα διαβίωση του κατηγορουμένου εντός των φυλακών κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του σε αυτές δεν συνιστά καθεαυτή την ελαφρυντική περίσταση της μετά την πράξη καλής συμπεριφοράς του υπαιτίου, διότι τέτοια συμπεριφορά την οποία η έννομη τάξη επιβραβεύει με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής δεν μπορεί να νοηθεί παρά εκείνη που εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας. Εξάλλου η εργασία του καταδίκου στη φυλακή κατά το διάστημα έκτισης της ποινής του συνεκτιμάται προκειμένου να χορηγηθεί από το αρμόδιο συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής απόλυση υπό όρο κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 105 ΕΠ. ΠΚ. Δεν θεμελιώνονταν στα επικληθέντα από τον άνω αναιρεσείοντα περιστατικά ο ισχυρισμός του για αναγνώριση του ελαφρυντικού της μετά την πράξη καλής συμπεριφοράς του για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Συνεπώς δεν ήταν υποχρεωμένο το Πενταμελές Εφετείο να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτόν και να αιτιολογήσει με την προσβαλλόμενη απόφασή του την επ' αυτού απορριπτική κρίση του. Το Εφετείο πλεοναστικώς διέλαβε ως αιτιολογία προς απόρριψη του άνω ισχυρισμού ότι η καλή συμπεριφορά επιδείχθηκε από τον κατηγορούμενο αυτόν όσο βρισκόταν στη φυλακή και δεν ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησής του αλλά να υπαγορεύθηκε εν όψει της δίκης και για να μην του επιβληθούν πειθαρχικές ποινές και έτσι δεν αποδεικνυόταν ότι συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Επομένως, ο σχετικός λόγος της αιτήσεως του άνω αναιρεσείοντος από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων από το άρθρο 84 §2 εδάφια α', β', δ' και ε' ΠΚ είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Όσον αφορά τον έτερο αυτοτελή ισχυρισμό του άνω αναιρεσείοντος περί ελαττωμένης ικανότητάς του για καταλογισμό, υπό τα άνω αναφερόμενα περιστατικά που επικαλέσθηκε και έχουν καταχωρηθεί στα πρακτικά της δίκης, δεν ήταν ορισμένος για να είναι υποχρεωμένο το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση να περιλάβει στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψή του. Κατά το μέρος που προβλήθηκε δια του συνηγόρου του από τον άνω αναιρεσείοντα ότι κατά το χρόνο τέλεσης της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξεως ενεργούσε όλη την ημέρα υπό καθεστώς οξείας μέθης, ήταν αόριστος ο ισχυρισμός αυτός, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλέσθηκε ότι η μέθη δεν ήταν υπαίτια ενώ κατά το μέρος που προβλήθηκε ότι ο άνω αναιρεσείων κατηγορούμενος ενεργούσε τελώντας υπό την επίδραση συνδρόμου στέρησης δεν εξετέθησαν πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει σε τι συνίστατο ακριβώς αυτό καθώς και περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι δεν οφείλεται η μέθη σε δόλο ή αμέλεια του ενώ λόγω κατηγορουμένου (Ολ. ΑΠ 1198/1990, Ολ. ΑΠ 1716/1990). Το Εφετείο απορρίπτοντας χωρίς να διαλάβει στο σκεπτικό του ουδεμία αιτιολογία τον άνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Χ1, δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. της αναιτιολόγητης απόρριψης αυτοτελούς ισχυρισμού, η παραδοχή του οποίου οδηγούσε στην επιβολή μειωμένης ποινής και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
Για την ύπαρξη της απαιτούμενης κατά το άρθρο 93 §3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από απόψεως των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη το δικαστήριο για σχηματισμό της κρίσεώς του, απαιτείται και αρκεί η γενική κατ' είδος αναφορά τούτων και δεν είναι αναγκαία η ιδιαίτερη μνεία καθενός χωριστά και του τι προέκυψε από το καθένα ούτε ειδική αξιολόγηση και συσχετισμός μεταξύ αυτών, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Εξάλλου η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως διότι αυτή ως αναγόμενη στα πράγματα ανήκει στην ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων για να καταλήξει στην κρίση του έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα μνημονευόμενα, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο. Στα έγγραφα δε που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο περιλαμβάνονταν και τα αναφερόμενα στις σελίδες 21 και 22 των πρακτικών της δίκης έγγραφα, τα οποία προσκόμισαν οι συνήγοροι των κατηγορουμένων. Από την αναφορά επομένως στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο αποδείχθηκαν, προέκυψαν από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, από όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, τα πρακτικά και την απόφαση της δίκης στον πρώτο βαθμό. Και από την απολογία των κατηγορουμένων προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και όλα τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία από τον συνήγορο του άνω αναιρεσείοντος και τα οποία αναγνώσθηκαν δημόσια και δεν ήταν αναγκαίο να γίνει διάκριση των ανωτέρω εγγράφων, που λήφθηκαν υπόψη μεταξύ εκείνων που προσκόμισαν οι κατηγορούμενοι και των λοιπών αναγνωσθέντων εγγράφων. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο τελευταίος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. με τον οποίο προβάλλεται από τον άνω αναιρεσείοντα ότι παρέλειψε το Δικαστήριο της ουσίας να αναφέρει ρητώς τα έγγραφα που προσεκόμισε ο συνήγορός του κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας στο σκεπτικό της αποφάσεώς του και τα οποία έτσι κατά τον αναιρεσείοντα, ενώ αναγνώσθηκαν, δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη προς συνεκτίμηση για τον σχηματισμό της κρίσεώς του.
Β) Επί της από 4-3-2009 αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο άνω αναιρεσείων, με αυτοτελείς ισχυρισμούς που κατέθεσε ο συνήγορός του εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικώς στο ακροατήριο, ζήτησε να αναγνωρισθούν στο πρόσωπό του οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 §2 εδάφ. α', β' και ε' ΠΚ η παραδοχή των οποίων οδηγούσε στην επιβολή μειωμένης ποινής. Ως προς τη συνδρομή των στοιχείων του εδαφίου α' της παραγράφου 2 ο άνω αναιρεσείων επικαλέσθηκε ότι από το δελτίο του Ποινικού του μητρώου προέκυπτε ότι δεν είχε επιβληθεί σ' αυτόν καμία ποινή και ότι "όποιες καταδίκες του δεν υπερέβαιναν τους έξι μήνες, ότι ήταν ουσιαστικά ο προστάτης της συζύγου του και των δύο ηλικίας 20 και 18 ετών τέκνων του καθώς και των γονέων του που αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας. Ακόμη επικαλέσθηκε ότι εργαζόταν πριν συλληφθεί, ως σερβιτόρος προκειμένου να συμβάλλει στο οικογενειακό εισόδημα και ότι η όλη διαγωγή του μέχρι τη δίκη, ήταν άριστη και ουδέποτε είχε δώσει αφορμή για δυσμενή σχόλια σε βάρος του και για συμμετοχή σε δραστηριότητες παράνομες. Δεν αρκούσαν τα περιστατικά αυτά προς θεμελίωση του ισχυρισμού του άνω αναιρεσείοντος περί προτέρου εντίμου βίου του. Το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου είτε η καταδίκη του σε μικρής διάρκειας στερητικές της ελευθερίας ποινές για προηγουμένως τελεσθέντα αδικήματα και η απουσία άλλης παραβατικής δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε καθώς και η δημιουργία οικογένειας και η άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό δεν στοιχειοθετούν παρά μόνο την συνήθη ανθρώπινη συμπεριφορά ενώ για να αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και έντιμη συμπεριφορά που να αναφέρεται σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην διάταξη του εδαφίου α' της παραγράφου 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Παρά ταύτα από το Εφετείο απερρίφθη κατ' ουσία ο εν λόγω ισχυρισμός του άνω αναιρεσείοντος με την πλεοναστικώς παρατεθείσα ειδική αιτιολογία ότι αυτός είχε συνάφεια και συναναστροφές με άτομα του κυκλώματος της παραχάραξης και της κυκλοφορίας παραχαραγμένων νομισμάτων καθώς και με άτομα που κυκλοφορούν με όπλα όπως αυτά που κατείχε ο ίδιος και έτσι δεν ήταν έντιμος ο βίος του μέχρι τότε που τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε. Όσον αφορά τη συνδρομή των στοιχείων του εδαφίου δ' της §2 του άρθρου 84 ΠΚ, ο άνω αναιρεσείων επικαλέσθηκε ότι όπως και στο πρωτόδικο δικαστήριο αναγνωρίζει το σφάλμα του που διέπραξε σε βάρος του εαυτού του, της οικογενείας του και της έννομης τάξης, αναγνωρίζοντας ότι θα παρέδιδε το πακέτο με τα πλαστά χαρτονομίσματα που του έδωσε ο συγκατηγορούμενός του στον Γερμανό που ανέφερε, αλλά ότι ενήργησε ως άνω διότι τελούσε σε απόγνωση εξαιτίας της άθλιας οικονομικής κατάστασης της οικογένειας και ήταν άνεργος εκείνη την εποχή έχοντας να αντιμετωπίσει υποχρεώσεις που αφορούσαν φροντιστηριακά μαθήματα των παιδιών του, υποχρεώσεις σε τράπεζες και προβλήματα υγείας. Ακόμη, δήλωσε ότι είχε μετανιώσει ειλικρινά για τις πράξεις του και κατέθεσε την αλήθεια επιδιώκοντας να μειώσει τις συνέπειες της πράξης, οδηγώντας και συνδράμοντας το δικαστήριο να οδηγηθεί σε ασφαλή κρίση, προσκόμισε δε προς ενίσχυση του ισχυρισμού του αυτού την 11549/14-11-2008 βεβαίωση της Κοινωνικής Υπηρεσίας της Δικαστικής Φυλακής ... στην οποία όπως εξέθεσε, αναφερόταν ότι έδειχνε να είχε συνειδητοποιήσει την βαρύτητα της πράξης του ανεξάρτητα από τα αίτια που τον οδήγησαν σ' αυτήν και από την κατάσταση της ψυχικής του υγείας όταν τέλεσε το αδίκημα και φαινόταν ακόμη να έχει συνειδητοποιήσει τις συνέπειες του αδικήματος και ότι κατέβαλε προσπάθεια να ξεπεράσει τις δυσκολίες και ότι έδειχνε να έχει επιτύχει ένα καλό επίπεδο ωριμότητας και σωφρονισμού επαναξιολογώντας τη συμπεριφορά του και τις κακές επιλογές που έκανε στο παρελθόν και ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική η προσπάθεια που είχε καταβάλει για να αλλάξει τον τρόπο ζωής του στο διάστημα που βρισκόταν στο κατάστημα εκείνης της φυλακής και γινόταν εκτίμηση για την ευαισθησία του και για το ότι θα διήγε πειθαρχημένη οικογενειακή επαγγελματική και κοινωνική συμβίωση μετά την αποφυλάκισή του. Δεν θεμελιωνόταν στα περιστατικά που επικαλέσθηκε ο άνω αναιρεσείων ο ισχυρισμός του περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν της ελαφρυντικής περιστάσεως από το άρθρο 84 §2 εδάφ. δ' ΠΚ. Δεν αρκεί για την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού η ομολογία τελέσεως των πράξεων που του αποδίδονται στο ακροατήριο του δικαστηρίου και ότι αναγνωρίζει το λάθος του και ζητεί συγνώμη και την επιείκεια του δικαστηρίου ούτε η καλή διαγωγή στη φυλακή. Για να αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό αυτό πρέπει να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο εκδήλωσης από τον υπαίτιο της ειλικρινούς μετάνοιας και της ειλικρινούς προσπάθειας άρσεως ή μειώσεως των συνεπειών της τελέσεως από αυτόν αξιοποίνου πράξεως κυρίως έναντι των παθόντων.
Επομένως δεν ήταν υποχρεωμένο το Δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει με την παράθεση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στον άνω ισχυρισμό προκειμένου να τον απορρίψει, εκ περισσού δε διέλαβε το Εφετείο στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αιτιολογία ότι δεν κρίθηκε ειλικρινής η έκφραση συγνώμης εκ μέρους του άνω κατηγορουμένου.
Όσον αφορά την αναγνώριση ελαφρυντικού από το άρθρο 84 §2 εδάφ.ε' ΠΚ επικαλέσθηκε ο άνω αναιρεσείων ότι η διαγωγή του ήταν αόριστη κατά τη διάρκεια που εκρατείτο στο κ.κ. ..., ότι η συμπεριφορά του ως κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή ... μέχρι 14-11-2008 ήταν υποδειγματική και ότι ήταν συνεργάσιμος και φιλικός προς τα στελέχη της υπηρεσίας και τους συγκρατούμενούς του, συνεργαζόμενος σταθερά με την κοινωνική και την ψυχολογική υπηρεσία του καταστήματος επιδεικνύοντας πειθαρχία και εργατικότητα και έχοντας πραγματοποιήσει 511 ημερομίσθια στο κατάστημα κράτησής του σε σιδηρουργικές εργασίες, συμβάλλοντας με τις γνώσεις στην κατασκευή κιγκλιδώματος της φυλακής και αναφέρθηκε εκ νέου σε όσα διαλαμβάνονταν στην 11549/14-11-2008 βεβαίωση της Κοινωνικής Υπηρεσίας της Δικαστικής Φυλακής ... και σε όσα για εκτιμήσεις σχετικά με βελτίωση της συμπεριφοράς του εξετίθεντο σ' αυτήν, που είχε επικαλεσθεί και προκειμένου να του χορηγηθεί το ελαφρυντικό ειλικρινούς μεταμέλειας κατά τα προαναφερθέντα, καθώς και σε όσα αναφέρονταν στην αναγνωσθείσα επίσης με αριθμό πρωτ. 11782/24-11-2008 βεβαίωση του κ.κ. .... Δεν θεμελιώνονταν στα επικληθέντα από τον άνω αναιρεσείοντα περιστατικά ο ισχυρισμός του για αναγνώριση του ελαφρυντικού από το άρθρο 84 §2 εδάφ. ε' ΠΚ, διότι δεν αφορούν σε συμπεριφορά του υπαιτίου που να εκδηλώθηκε υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας. Η εργασία του καταδικασθέντος κατηγορούμενου κατά το διάστημα έκτισης της ποινής του στο κατάστημα κράτησής του, συνεκτιμάται προκειμένου να χορηγηθεί από το αρμόδιο συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, απόλυση υπό όρο κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 105 επ. του ΠΚ. Κατ' ακολουθίαν, το Πενταμελές Εφετείο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον άνω ισχυρισμό και να αιτιολογήσει ειδικώς με την προσβαλλόμενη απόφασή του την επ' αυτού απορριπτική κρίση του, εκ περισσού δε διέλαβε στο σκεπτικό της αποφάσεως ως αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι μετά την πράξη του συμπεριφέρθηκε ο κατηγορούμενος αυτός καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού βρισκόταν στη φυλακή και η καλή διαγωγή που επέδειξε δεν ήταν προϊόν ελεύθερης απόφασής του αλλά υπαγορεύθηκε από σκοπιμότητα εν όψει της δίκης του και του φόβου του για την επιβολή πειθαρχικών κλπ ποινών. Επομένως, ο σχετικός λόγος της αιτήσεως του άνω αναιρεσείοντος από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ., που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του για αναγνώριση υπέρ αυτού ελαφρυντικών περιστάσεων από το άρθρο 84 §2 εδάφ. α' δ' και ε' ΠΚ , είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Με τον τελευταίο λόγο της αιτήσεως ο άνω αναιρεσείων παραπονείται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη και συγκεκριμένα τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν από το συνήγορό του από τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του προκύπτει από την απόφαση ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο. Και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους που κρίθηκε απορριπτέος ο ταυτοσήμου περιεχομένου λόγος της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Χ1 με τα ταύτα ελλείψει ετέρου λόγου πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολό τους και να καταδικασθεί καθένας των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-3-2009 αίτηση του Χ1 και την από 4-3-2009 αίτηση του Χ2 για αναίρεση της 138/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Και
Καταδικάζει καθένα των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Νοεμβρίου 2009.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ