Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Πολιτική αγωγή, Παράβαση καθήκοντος, Ψευδής βεβαίωση.
Περίληψη:
Ψευδής βεβαίωση και παράβαση καθήκοντος από συμβολαιογράφο. Προϋποθέσεις κύρους της δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής στην προδικασία. Επαρκής αιτιολογία. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1392/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Χριστόφορο Κοσμίδη - Εισηγητή και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 18η Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελεύς) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως της 12/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθανασίου Αναγνωστόπουλου (ΑΜ ΔΣΑ 8252). Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφαση, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή. Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12-2-2010 δήλωση αναιρέσεως και στο από 28-4-2010 πρόσθετο δικόγραφο, που καταχωρήθηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 322/2010.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη δήλωση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' ΚΠοινΔ "Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου". Κατά το άρθρο 515 παρ.2 εδ.α' ΚΠοινΔ, "Εάν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήσαν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίσθηκε". Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επιδόσεως με ημερομηνία 23-3-2010, του ..., επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ο πολιτικώς ενάγων Ψ κλητεύθηκε από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, ο πολιτικώς ενάγων εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αλλά δήλωσε ότι δεν έχει διορίσει πληρεξούσιο δικηγόρο και, ως εκ τούτου, δεν παραστάθηκε με νόμιμο τρόπο (513 παρ.3 εδ.α' ΚΠοινΔ). Κατά συνέπεια, η συζήτηση θα διεξαχθεί όπως αν και αυτός ήταν παρών.
2. Η κρινόμενη δήλωση αναιρέσεως, που επιδόθηκε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 12-2-2010, υποβάλλεται από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά της 12/2010 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠοινΔ την 28-1-2010. Επομένως, έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως (ΚΠοινΔ 465 παρ.1, 473 παρ.2 και 3, 474, 505 παρ.1, 509 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής. Παραλλήλως, πρέπει να ερευνηθεί ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης, που περιλαμβάνεται στο από 28-4-2010 δικόγραφο.
3. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63, 64, 82, 83 παρ. 1 και 84 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτή η άσκηση της πολιτικής αγωγής πρέπει η σχετική δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος ή η έγκλησή του, στην οποία περιλαμβάνεται η δήλωση αυτή, να περιέχει, πρωτίστως, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως και τα στοιχεία της νομιμοποιήσεώς του, δηλαδή τους γενεσιουργούς λόγους του δικαιώματός του να αξιώσει, κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, την επιδίκαση αποζημιώσεως για την περιουσιακή ζημία ή χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη ή την ψυχική οδύνη, που υπέστη από την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο. Επιπλέον, η δήλωση αυτή πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή, βέβαιο και ανεπιφύλακτο, να μην τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία και να μην αναφέρεται στο μέλλον, αλλά στο παρόν. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι απαράδεκτη και δεν προσδίδει στον δηλούντα την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος. Δεν είναι κατά νόμο απαραίτητη η χρήση συγκεκριμένου τρόπου εκφράσεως, αλλά αρκεί, από το όλο περιεχόμενο της δηλώσεως ή της εγκλήσεως που την περιέχει, να μη δημιουργείται αμφιβολία για τη νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος και να προκύπτει ότι το νόημα της δηλώσεως είναι η άμεση παράσταση αυτού κατά την προδικασία με σκοπό την απόκτηση των δικαιωμάτων που παρέχει ο νόμος στον πολιτικώς ενάγοντα (ΟλΑΠ 7/2006).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της από 1-8-2002 εγκλήσεως του Ψ, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, η οποία στρέφεται "κατά παντός υπέχοντος ποινική ευθύνη", ο εγκαλών εκθέτει σ' αυτήν το ιστορικό της σύνταξης των ... και .../2002 συμβολαίων του [τότε] συμβολαιογράφου Μαραθώνος Χ [ήδη αναιρεσείοντος], διατυπώνει την πεποίθηση ότι αυτοί που τα συνέταξαν και τα υπέγραψαν ενήργησαν κατά παράβαση του νόμου, του .../1977 εργολαβικού συμβολαίου ανέγερσης πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής, που αποτέλεσε τη βάση των επίμαχων δικαιοπραξιών και της 24/2001 διαιτητικής αποφάσεως, που είχε εκδοθεί προς επίλυση διενέξεως σχετικά με την εκτέλεση της εργολαβίας και, τέλος, ζητεί την ποινική δίωξη αυτών, για τους οποίους θα προκύψει η διάπραξη αξιοποίνων πράξεων. Παράλληλα, επικαλείται την ιδιότητά του ως ειδικού διαδόχου του ενός εκ των κληρονόμων του οικοπεδούχου (επί ποσοστού του εργολαβικού ανταλλάγματος, μέρος του οποίου, κατά τους ισχυρισμούς του, μεταβιβάσθηκε σε τρίτο, αγοραστή, άνευ δικαιώματος, βλ. περισσότερα παρακάτω, αρ.4) και δηλώνει ότι για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία προκάλεσε σ' αυτόν η σύνταξη των επίμαχων συμβολαίων, "θα παραστεί ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση ποσού 44 ευρώ, με επιφύλαξη". Ακόμη, διορίζει ως αντίκλητο τον Παντελή Καφετζόπουλο, κάτοικο ..., οδός ... και επισυνάπτει στην έγκληση το 004184 γραμμάτιο παραβόλου πολιτικής αγωγής, περί της καταθέσεως του οποίου γίνεται ειδική μνεία από το γραμματέα που παρέλαβε την έγκληση, στο άνω μέρος της πρώτης σελίδας αυτής. Υπό τις περιστάσεις αυτές δεν παραμένει καμιά αμφιβολία για την σαφή και άμεση πρόθεση του εγκαλούντος να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, ασκών ήδη από την προδικασία τα δικαιώματα που του προσδίδει η ιδιότητα αυτή. Το γεγονός ότι η έγκληση στρέφεται κατά παντός υπέχοντος ποινική ευθύνη και όχι ονομαστικώς κατά του αναιρεσείοντος, δεν δημιουργεί ασάφεια ως προς την παθητική νομιμοποίηση αυτού, αφού και ο αναιρεσείων κατονομάζεται μεταξύ των προσώπων συνέπραξαν στην κατάρτιση των επίμαχων συμβολαίων (ήταν ο συμβολαιογράφος) και, εφ' όσον από την ανακριτική έρευνα ήθελε προκύψει ποινική ευθύνη και γι' αυτόν, το δεδομένο αυτό θα είχε ως επακόλουθο και την αστική του ευθύνη. Ως εκ τούτου, η από 1-8-2002 δήλωση παραστάσεως του εγκαλούντος ως πολιτικώς ενάγοντος υπήρξε ισχυρή και υποβλήθηκε πριν περάσουν έξι μήνες από την ημέρα κατάρτισης (και πολύ περισσότερο από την ημέρα γνώσεως του πολιτικώς ενάγοντος περί αυτής, βλ. ΟλΑΠ 20/2000, ΑΠ 400/2001) των επίμαχων, από 26-2-2002 συμβολαίων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται το πρώτον ότι η εν λόγω δήλωση ήταν ατελής και δεν επήγαγε έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, όταν επαναλήφθηκε εγκύρως κατά την εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος ενώπιον του ανακριτή, την 23-6-2004, να επιχειρηθεί απαραδέκτως, λόγω παρόδου της εξάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 73 παρ.5 του ΕισΝΚΠολΔ, που προβλέπεται για την άσκηση των αγωγών κακοδικίας κατά συμβολαιογράφων κλπ και με περαιτέρω συνέπεια τη δημιουργία απόλυτης ακυρότητας λόγω παράνομης παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο (ΚΠοινΔ 171 παρ.2, 510 παρ.1 στοιχ. Α'), είναι αβάσιμος.
4. Από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ συνάγεται ότι, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά α) τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, β) τα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα εν λόγω περιστατικά και γ) οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, που για το σκοπό αυτό θεωρείται ότι αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Εν προκειμένω, από την επισκόπηση του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος για ψευδή βεβαίωση και παράβαση καθήκοντος (ΠΚ 242 παρ.1 και 259) και την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού αυτού περί συγγνωστής νομικής πλάνης (ΠΚ 31 παρ.2), δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι με το .../1977 προσύμφωνο μεταβιβάσεως ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό συμβόλαιο του [τότε] συμβολαιογράφου Αθηνών Ανδρέα Καλλιτεράκη, ο ΑΑ (παππούς του πολιτικώς ενάγοντος) ανέθεσε στον υιό του και εργολάβο οικοδομών ΒΒ την κατασκευή πολυώροφης οικοδομής επί οικοπέδου ιδιοκτησίας του, με το σύστημα της αντιπαροχής. Ότι, σύμφωνα με το εν λόγω προσύμφωνο, ο οικοπεδούχος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον εργολάβο ή τρίτους αγοραστές, ως αμοιβή για την κατασκευή της οικοδομής, ποσοστό 800,38 χιλιοστών επί του οικοπέδου, που αντιστοιχούσε σε διαιρετούς χώρους της νέας οικοδομής, ενώ θα παρακρατούσε για τον εαυτό του το εναπομένον ποσοστό 199,62 χιλιοστών, που αντιστοιχούσε, επίσης, σε διαιρετό χώρο αυτής. Ότι η εκ μέρους του οικοπεδούχου μεταβίβαση των 800,38 χιλιοστών προς τον εργολάβο θα γινόταν σταδιακά, ανάλογα προς την πρόοδο των οικοδομικών εργασιών, όπως ειδικότερα καθορίσθηκε στο προσύμφωνο. Ότι για τη μεταβίβαση αυτή ο οικοπεδούχος παρέσχε στον εργολάβο σχετική εντολή και πληρεξουσιότητα, η οποία θα ίσχυε και μετά το θάνατο του οικοπεδούχου, να ενεργήσει και με αυτοσύμβαση, υπογράφοντας αφ' ενός για τον εαυτό του και αφ' ετέρου ως αντιπρόσωπος του οικοπεδούχου, υπό την αίρεση της ανάλογης προόδου των οικοδομικών εργασιών και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση του οικοπεδούχου και σύνταξη της οικείας πράξεως μη εμφανίσεως αυτού. Ότι με το προσύμφωνο δεν είχε δοθεί στον εργολάβο δικαίωμα να υποκαταστήσει άλλον στην πληρεξουσιότητα που είχε αποκτήσει εκ μέρους του οικοπεδούχου. Ότι στη συνέχεια, μετά τη νομότυπη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας στην υπό ανέγερση οικοδομή, ο οικοπεδούχος μεταβίβασε λόγω δωρεάς στον πολιτικώς ενάγοντα (εγγονό του) την ψιλή κυριότητα του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, στο οποίο αντιστοιχούσε το παρακρατηθέν ποσοστό των 199,62 χιλιοστών επί του οικοπέδου, ενώ ο ίδιος διατήρησε την επικαρπία. Ότι ο οικοπεδούχος αποβίωσε το έτος 1985 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα δύο τέκνα του, το ΒΒ (εργολάβο) και τον ΓΓ (πατέρα του πολιτικώς ενάγοντος). Ότι με τη διαδοχή αυτή, στους κληρονόμους περιήλθαν κατ' ισομοιρία τα 800,38 χιλιοστά του οικοπέδου και η ενοχική υποχρέωση να τα μεταβιβάσουν προς τον εργολάβο ή τους τρίτους αγοραστές, ανάλογα προς την πρόοδο των οικοδομικών εργασιών. Ότι ο εργολάβος, με τα ... και .../1994 προσύμφωνα της συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής Φωτοπούλου, υποσχέθηκε να πωλήσει και μεταβιβάσει προς τον αγοραστή ΔΔ (ήδη αποβιώσαντα) ποσοστό 523,92 χιλιοστών επί του οικοπέδου, που αντιστοιχούσε σε διαιρετούς χώρους της οικοδομής. Ότι για την οριστική εκτέλεση των προσυμφώνων αυτών, ο εργολάβος παραχώρησε στον αγοραστή εντολή και πληρεξουσιότητα να προβεί στη μεταβίβαση της κυριότητας με αυτοσύμβαση, ενεργώντας τόσο για τον εαυτό του όσο και για λογαριασμό του εργολάβου. Ότι, κατά το έτος 1996, ο εργολάβος, ισχυριζόμενος ότι είχε εκπληρώσει τις εκ του προσυμφώνου υποχρεώσεις του, απαίτησε δικαστικώς εκ μέρους του αδελφού του την προς αυτόν ή τους τρίτους αγοραστές μεταβίβαση των 400,19 χιλιοστών του εργολαβικού ανταλλάγματος, που αντιστοιχούσε στην κληρονομική του μερίδα (για το ποσοστό που αντιστοιχούσε στη δική του κληρονομική μερίδα, είχε επέλθει ταύτιση της ιδιότητας του δικαιούχου και του υποχρέου στο πρόσωπο του ΒΒ). Ότι σχετικώς εκδόθηκε η 24/2001 διαιτητική απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι ο εργολάβος είχε εκτελέσει έργο, το οποίο υποχρέωνε τους κληρονόμους του οικοπεδούχου σε μεταβίβαση μόνο 350,38 χιλιοστών επί του οικοπέδου, εκ των οποίων στη μερίδα του ΓΓ αντιστοιχούσε το ήμισυ, ήτοι 175,19 χιλιοστά. Ότι ο ΓΓ, με γονική παροχή που έγινε κατά το έτος 2000 και διορθώθηκε κατά το έτος 2002 (μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης), μεταβίβασε προς τον υιό του (πολιτικώς ενάγοντα) το εναπομείναν στην κυριότητά του ποσοστό της κληρονομικής του μερίδας (ήτοι 225 χιλιοστά). Ότι στο διάστημα αυτό ο ΒΒ αποβίωσε και κληρονομήθηκε από τη θυγατέρα του, ΕΕ. Ότι, κατόπιν, ο αγοραστής ΔΔ, προκειμένου να επιτύχει την προς τον εαυτό του οριστική πώληση και μεταβίβαση των διαιρετών χώρων που είχε προσυμφωνήσει να αγοράσει, εμφανίσθηκε στον αναιρεσείοντα, που τότε ήταν συμβολαιογράφος στο Μαραθώνα, και ζήτησε την κατάρτιση των ... και .../2002 συμβολαίων, στα οποία ενήργησε αφ' ενός για τον εαυτό του, ως εκ προσυμφώνου αγοραστής και αφ' ετέρου ως εντολοδόχος και πληρεξούσιος όχι μόνο του εργολάβου, που πράγματι ήταν, αλλά και του αποβιώσαντος οικοπεδούχου, που δεν ήταν. Ότι για τη μεταβίβαση των 350,38 χιλιοστών, τα οποία, σύμφωνα με τη διαιτητική απόφαση, είχε δικαίωμα να λάβει ο εργολάβος και, μάλιστα, για το 1/2 αυτών (ήτοι 175,19 χιλιοστά) που είχε υποχρεωθεί να μεταβιβάσει στον εργολάβο ο ΓΓ, δεν χρειαζόταν πληρεξουσιότητα του οικοπεδούχου, αφού ίσχυε η διαιτητική απόφαση. Ότι από το υπόλοιπο ποσοστό, που αντιστοιχούσε στους διαιρετούς χώρους που είχε προσυμφωνήσει να αγοράσει ο ΔΔ, ήτοι (523,92 μείον 350,38 =) 173,54 χιλιοστά, στη μερίδα του ΓΓ και, στη συνέχεια, του εκ γονικής παροχής δικαιούχου πολιτικώς ενάγοντος, αναλογούσε ποσοστό (173,54 δια 2 =) 86,77 χιλιοστών. Ότι το ποσοστό αυτό ούτε ο οικοπεδούχος ούτε οι δικαιοδόχοι του είχαν υποχρέωση να μεταβιβάσουν προς τον εργολάβο ή τον αγοραστή (διότι δεν είχε εκτελεσθεί το ανάλογο τμήμα του έργου), ούτε κανένας από αυτούς είχε δώσει στον αγοραστή πληρεξουσιότητα να ενεργήσει για λογαριασμό του με αυτοσύμβαση. Ότι, παρά ταύτα, ο αναιρεσείων, ως υπάλληλος στον οποίο ήταν ανατεθειμένη η σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων, κατάρτισε τα ως άνω συμβόλαια, στα οποία βεβαίωσε αναληθώς και κατά παράβαση του καθήκοντος που επέβαλε σ' αυτόν την αποχή από την επιχείρηση μη νομίμων πράξεων, ότι ο εμφανισθείς ΔΔ, κατά τη σύμπραξή του σ' αυτά, είχε εντολή και πληρεξουσιότητα [όχι μόνο του αποβιώσαντος εργολάβου, αλλά και] του οικοπεδούχου ΑΑ. Ότι με τον τρόπο αυτό, ο ΔΔ επέτυχε την προς τον εαυτό του μεταβίβαση και του επί πλέον ποσοστού των 86,77 χιλιοστών, το οποίο ο οικοπεδούχος και οι δικαιοδόχοι αυτού δεν είχαν εισέτι υποχρέωση να μεταβιβάσουν. Ότι ο αναιρεσείων γνώριζε την έλλειψη πληρεξουσιότητας εκ μέρους του ΑΑ προς τον ΔΔ, διότι αυτό προέκυπτε χωρίς αμφιβολία από το περιεχόμενο του εργολαβικού συμβολαίου, των πωλητηρίων προσυμφώνων του εργολάβου προς τον αγοραστή και της διαιτητικής αποφάσεως, τα οποία, ως έγγραφα θεμελιωτικά των δικαιοπραξιών που αυτός κατάρτισε, είχαν τεθεί υπ' όψη του και επισυναφθεί στα επίμαχα συμβόλαια. Ότι το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών ήταν σαφές και δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας ή αμφισβητήσεων ως προς το ζήτημα της μεταπληρεξουσιότητας, διότι το δικαίωμα του πληρεξουσίου να υποκαταστήσει τρίτο στην εξουσία που χορηγήθηκε σ' αυτόν από τον αντιπροσωπευόμενο αποκλείεται κατά κανόνα και γίνεται αποδεκτό μόνο κατ' εξαίρεση, υπό προϋποθέσεις, οι οποίες δεν συνέτρεχαν στην προκείμενη περίπτωση. Ότι, ειδικότερα, ο οικοπεδούχος δεν είχε δώσει τέτοιο δικαίωμα στον εργολάβο, η πληρεξουσιότητα που είχε δοθεί δεν απέβλεπε αποκλειστικά στο συμφέρον του εργολάβου, αλλά και στο συμφέρον του οικοπεδούχου (να μεταβιβάζει τα ποσοστά ανάλογα προς την πρόοδο των οικοδομικών εργασιών, γι' αυτό και είχε προβλεφθεί η προηγούμενη κλήτευση του οικοπεδούχου και η σύνταξη πράξεως μη εμφανίσεως αυτού, πριν επιχειρηθεί αυτοσύμβαση εκ μέρους του εργολάβου) και, σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν συνήθης στις συναλλαγές αυτού του είδους η χορήγηση δικαιώματος μεταπληρεξουσιότητας. Ότι υπό τις συνθήκες αυτές, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, περί συγγνωστής νομικής πλάνης αυτού, ήταν αβάσιμος. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές (και όλες τις λοιπές κατά νόμο, οι οποίες δεν αμφισβητούνται από τον αναιρεσείοντα), το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις πράξεις που αναφέρθηκαν, με το ελαφρυντικό της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης 22 μηνών με τριετή αναστολή. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο α) έλαβε υπ' όψη και εκτίμησε προσηκόντως, χωρίς να παρερμηνεύσει το περιεχόμενό της, την 24/2001 διαιτητική απόφαση, β) απάντησε αιτιολογημένα στον περί συγγνωστής νομικής πλάνης αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και γ) δεν υπέπεσε σε αντίφαση ως προς τον προσδιορισμό του ποσοστού επί του οικοπέδου, το οποίο σύμφωνα με τη διαιτητική απόφαση έπρεπε να μεταβιβασθεί στον εργολάβο και του ποσοστού, το οποίο επί πλέον αυτού επέτυχε να μεταβιβάσει ο αγοραστής προς τον εαυτό του, με τις επίμαχες αυτοσυμβάσεις, καίτοι ο οικοπεδούχος και οι διάδοχοί του δεν είχαν εισέτι υποχρέωση να μεταβιβάσουν, λόγω του ότι ο εργολάβος δεν είχε αποπερατώσει την οικοδομή. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της δηλώσεως αναιρέσεως, ως προς αμφότερα τα σκέλη αυτού, καθώς και ο μοναδικός λόγος του προσθέτου δικογράφου, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
5. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η κρινόμενη δήλωση και ο πρόσθετος λόγος και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠοινΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12-2-2010 δήλωση περί αναιρέσεως της 12/2010 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και τον από 28-4-2010 πρόσθετο λόγο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ....- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 23η Ιουνίου 2010. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα την 9η Ιουλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ