Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική, Ποινής αναστολή, Τραπεζική επιταγή.
Περίληψη:
Αιτιολογημένη καταδίκη αναιρεσείοντος για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμών περί μη εμπροθέσμου υποβολής έγκλησης, περί μη υπάρξεως εντολής για κατάθεση της έγκλησης και περί υπάρξεως δεδικασμένου. Υπέρβαση εξουσίας διότι το δικαστήριο προέβη σε μετατροπή της ποινής, χωρίς να αποφασίσει επί της αναστολής. Δεκτή εν μέρει αναίρεση ως προς τη σχετική με τη μετατροπή διάταξη της απόφασης. Παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1449/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Τίγγα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα-Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιουλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεόντιο Ασλανίδη περί αναιρέσεως της 9839/2010 αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "WILCKENS FARBEN GMBH" που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Ιουνίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 778/10.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Η κρινόμενη από 7-6-2010 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της 9839/2010 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω.
2.- Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 α του Ν.2408/4-6-1996 ή ποινική δίωξη για την ποινικώς κολάσιμη αδικοπραγία, που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 79 παρ.1 του Ν.5960/1933, ήτοι της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, ασκείται μόνον ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε, ενώ κατά το άρθρο 117 παρ.1 ΠΚ "όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της". Η τρίμηνη προθεσμία για την υποβολή της εγκλήσεως είναι ανεξάρτητη από την κατά το άρθρο 111 ΠΚ παραγραφή των εγκλημάτων και, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 243 εδ. β' ΑΚ και 145 παρ.2 ΚΠολΔ, οι οποίες έχουν εφαρμογή και εν προκειμένω, για την ενότητα της έννομης τάξης, λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μήνα, που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε, δηλαδή με την ημέρα κατά την οποία ο δικαιούμενος σε υποβολή εγκλήσεως έλαβε γνώση της τελέσεως της πράξεως και του προσώπου που την τέλεσε ή κάποιου από τους συμμέτοχους. Έτσι από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι επί του εγκλήματος της ακάλυπτης επιταγής η τρίμηνη προθεσμία της εγκλήσεως για την άσκηση της ποινικής διώξεως εναντίον του υπαιτίου, αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία ο κομιστής της εν λόγω επιταγής, γνωρίζοντας τον εκδότη της, ο οποίος προκύπτει από το κείμενο του τίτλου, έλαβε γνώση της ελλείψεως αντικρίσματος προς πληρωμή της και τούτο συμβαίνει όταν, μολονότι εμφάνισε εμπροθέσμως την επιταγή προς πληρωμή, η τελευταία δεν πληρώνεται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Τέτοια δικαιοδοσία ασκεί το δικαστήριο και όταν καταδικάζει για έγκλημα για το οποίο δεν υπεβλήθη η απαιτουμένη έγκληση εμπροθέσμως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, ενεργώντας ατομικά και ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "CASCO Marine Paints & Coatings S.A.", με πρόθεση, εξέδωσε κατά τις κατωτέρω ημεροχρονολογίες τις κατωτέρω αναφερόμενες επιταγές, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στους λογαριασμούς του ιδίου και της ως άνω εταιρείας κατά το χρόνο έκδοσης και πληρωμής εκάστης και συγκεκριμένα εξέδωσε τις ακόλουθες επιταγές, συρόμενες εκ του υπ'αριθ....λογαριασμού του ιδίου τηρουμένου στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και του υπ'αριθ.... λογαριασμού της ανωτέρω εταιρείας τηρουμένου στην τράπεζα "The Royal Bank of Scotland pic":1) με αριθμό ... με ημεροχρονολογία εκδόσεως τις 18-8-2002 ποσού 13.000.000 δραχμών και ήδη 38.151,13 ευρώ, συρόμενη εκ του ανωτέρω τηρουμένου στην Εθνική Τράπεζα λογαριασμού, 2) με αριθμό ... με ημεροχρονολογία εκδόσεως τις 28-8-2002 ποσού 13.250.000 δραχμές και ήδη 38.884,81 ευρώ, συρόμενη εκ του ανωτέρω τηρουμένου στην Εθνική Τράπεζα λογαριασμού, και 3) με αριθμό ... με ημεροχρονολογία εκδόσεως τις 20-6-2002 ποσού 80.000 DM, συρόμενη εκ του ανωτέρω τηρουμένου στην τράπεζα "The Royal Bank of Scotland pic" λογαριασμού, πληρωτέες οι δύο πρώτες από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και η τρίτη από την τράπεζα "The Royal Bank of Scotland pic" σε διαταγή της εταιρείας με την επωνυμία "CASCO Marine Coatings S.A." οι υπό στοιχεία 1 και 2 επιταγές και σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία "WILCKENS FARBEN GMBH" η υπό στοιχείο 3 επιταγή, οι οποίες όταν εμφανίστηκαν προς πληρωμή από την νόμιμη κομίστρια αυτών (εξ οπισθογραφήσεως για τις υπό στοιχεία 1 και 2 επιταγές) εγκαλούσα εταιρεία στις 23-8-2002, στις 3-9-2002 και στις 25-6-2002, αντίστοιχα, δεν πληρώθηκαν από τις ανωτέρω πληρώτριες τράπεζες γιατί δεν υπήρχε αντίκρισμα, λόγω έλλειψης διαθεσίμων αντιστοίχων κεφαλαίων". Περαιτέρω το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών δέχθηκε ότι η δίωξη για το πιο πάνω έγκλημα της έκδοσης των τριών (3) επίδικων ακάλυπτων επιταγών ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών δυνάμει της από 2-9-2002 εγκλήσεως της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία "WILCKENS FARBEN GMBH" (A.B.M.-A02/2213), η οποία υποβλήθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών στις 4-9-2002 και όχι δυνάμει της από 4-4-2006 μεταγενέστερης έγκλησης της ίδιας εγκαλούσας, όπως ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε. Με βάση την παραδοχή αυτή και ενόψει του ως άνω χρόνου εμφανίσεως των επίδικων επιταγών προς πληρωμή δέχθηκε ότι η έγκληση ήταν εμπρόθεσμη και απέρριψε το σχετικό (αυτοτελή) ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί εξαλείψεως του αξιοποίνου λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης.
Εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των ως άνω εγκλήσεων (από 2-9-2002 και 4-4-2006), που υπάρχουν στη δικογραφία, η πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία "WILCKENS FARBEN GMBH" με την πρώτη από αυτές εγκαλεί τον κατηγορούμενο για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης και της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κατά συρροή. Στην εν λόγω έγκληση αναφέρονται, εκτός των άλλων επιταγών, και οι ως άνω τρεις (3) επίδικες. Στις 4-4-2006 η ίδια εγκαλούσα υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και την από 4- 4- 2006 έγκλησή της την οποία τιτλοφορεί "συμπληρωματική έγκληση". Με τη συμπληρωματική αυτή έγκληση αναφέρεται στην προηγούμενη (από 2-9-2002) έγκληση και κάνει πάλι μνεία για το έγκλημα της έκδοσης των τριών επίδικων ακάλυπτων επιταγών.
Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, ορθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, ότι για την αξιόποινη πράξη της εκδόσεως των επίδικων ακάλυπτων επιταγών υφίστατο εμπρόθεσμη έγκληση, δηλαδή η πρώτη από 2-9-2002, η οποία υποβλήθηκε στις 4-9-2002, δηλαδή εντός της προαναφερόμενης τρίμηνης προθεσμίας από την ημέρα που η δικαιούχος εγκλήσεως εταιρεία έλαβε γνώση των πράξεων που τελέστηκαν σε βάρος της και του υπαιτίου αυτών και απέρριψε το σχετικό αντίθετο ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Για την έγκυρη δε υποβολή της ως άνω έγκλησης δεν ήταν απαραίτητο να προσκομιστεί αντίγραφο της οπίσθιας όψης των επιταγών, στην οποία υπήρχε η βεβαίωση μη πληρωμής της, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, καθόσον το ζήτημα αυτό δεν άπτεται της τυπικής εγκυρότητας της έγκλησης, αλλά της ουσιαστικής βασιμότητας των όσων με αυτή καταγγέλονται. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, διότι καταδικάστηκε για έγκλημα για το οποίο δεν είχε υποβληθεί εμπρόθεσμη έγκληση. 3.- Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 παρ. 1 και 2 εδ. α' του ΚΠΔ, κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητά στον ποινικό κώδικα ή σε άλλους νόμους, η ποινική δίωξη γίνεται με έγκληση του παθόντος αλλά αφότου υποβληθεί η έγκληση, η ποινική δίωξη προχωρεί όπως και στα εγκλήματα που διώκονται αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στην παραπάνω περίπτωση, η υποβολή της εγκλήσεως από τον παθόντα που θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, γίνεται απευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους είτε από τον ίδιο είτε από ειδικό πληρεξούσιο, οπότε το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως. Με την πληρεξουσιότητα πρέπει να παρέχεται η ειδική εντολή όπως ο πληρεξούσιος υποβάλλει έγκληση για ορισμένο έγκλημα το οποίο πρέπει να εξατομικεύεται κατά τρόπο που να μη καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα της πράξης και τη βούληση του εντολέα για τη δίωξη του εγκλήματος που τελέσθηκε σε βάρος του και δεν αρκεί η γενική και αόριστη εντολή να καταθέσει μήνυση. Εξάλλου, η από το Σύνταγμα και το νόμο επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή, αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς είναι απαράδεκτοι οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος περί απαραδέκτου της ασκηθείσης ποινικής δίωξης λόγω μη νομότυπης υποβολής της απαιτούμενης έγκλησης. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση με αυτήν έγινε δεκτό ότι η υποβληθείσα στις 4-9-2002, από τον δυνάμει ειδικού πληρεξουσίου εξουσιοδοτηθέντα προς τούτο Ρ, έγκληση της εταιρείας με την επωνυμία "WILCKENS FARBEN GMBH" (πολιτικώς ενάγουσας) υπεβλήθη νομοτύπως, για το λόγο ότι στο από 7-6-2002 πρακτικό συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της, επίσημη μετάφραση του οποίου προσαρτήθηκε στην έκθεση κατάθεσης της έγκλησης, με το οποίο δόθηκε εγγράφως πληρεξουσιότητα στον Ρ να υποβάλει έγκληση κατά του κατηγορουμένου, περιλαμβανόταν εντολή για υποβολή έγκλησης και για την τέλεση σε βάρος της εγκαλούσας του εγκλήματος των (επίδικων) ακάλυπτων επιταγών (αναφερόμενο κατά την νομική ορολογία του), τις οποίες ανέφερε συγκεκριμένα στο εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο. Με βάση την παραδοχή αυτή απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου υποβολής της από 4-9-2002 εγκλήσεως λόγω ελλείψεως ειδικής εντολής και πληρεξουσιότητας προς υποβολή της για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών. Έτσι, που αποφάνθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, στις οποίες στηρίχθηκε το άνω Δικαστήριο για να οδηγηθεί στην προεκτεθείσα κρίση του για απόρριψη του άνω περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Η αιτίαση του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος ότι το δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει την ύπαρξη ή μη εξουσιοδότησης για την υποβολή της από 4-9-2002 εγκλήσεως, δεν έλαβε υπόψη του και δεν αξιολόγησε την προσκομισθείσα από αυτόν (αναιρεσείοντα) υπ' αριθμ. ...-επίσημη μετάφραση του από 7-6-2002 πρακτικού συνεδριάσεως της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας WILKENS FARBEN G.M.B.H είναι αβάσιμη, γιατί από την επισκόπηση των πρακτικών δεν προκύπτει ότι αυτός (δια του συνηγόρου του που τον εκπροσωπούσε), ζήτησε την ανάγνωση του πιο πάνω εγγράφου και το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματος του αυτού ή αρνήθηκε να το αναγνώσει, οπότε θα θεμελιωνόταν στην περίπτωση αυτή ο αναιρετικός λόγος της έλλειψης ακρόασης. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης, με τον οποίον ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού του. 4.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, αν, κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Στ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει, να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προσκλήθηκε από αυτή. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, η από το Σύνταγμα και το νόμο επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος περί υπάρξεως δεδικασμένου που προβλέπεται από το άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την εκτίμηση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης με αυτήν έγιναν δεκτά, εκτός των ανωτέρω, και τα ακόλουθα κρίσιμα περιστατικά: Δυνάμει της από 2-9-2002 εγκλήσεως της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία "WILCKENS FARBEN GMBH" (A.B.M.-A02/2213) ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις της κακουργηματικής απάτης και της πλημμεληματικής έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κατά συρροή. Στην ανωτέρω έγκληση περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων επιταγών εκδόσεως του κατηγορουμένου, και οι επίδικες τρεις (3) και συγκεκριμένα: 1) η με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως 18-8-2002 ποσού 13.000.000 δραχμών και ήδη 38.151,13 ευρώ, 2) η με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως 28-8-2002 ποσού 13.250.000 δραχμών και ήδη 38.884,81 ευρώ και 3) η με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως 20-6-2002 ποσού 80.000 DM. Μετά τη διενέργεια κύριας ανάκρισης εκδόθηκε το υπ'αριθ.3722/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για την αξιόποινη πράξη της απάτης, ενώ για το πλημμέλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγών κατά συρροή έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη, λόγω εκπροθέσμου υποβολής εγκλήσεως. Με το βούλευμα αυτό έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη όχι για τις ανωτέρω τρεις (3) επιταγές, αλλά για άλλες επιταγές εκδόσεως του κατηγορουμένου, που περιλαμβάνονταν και αυτές στην ανωτέρω έγκληση και συγκεκριμένα τις με αριθμούς: .... Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω βουλεύματος εξεδόθη το υπ'αριθ.732/2005 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο εξαφάνισε το πρωτοβάθμιο βούλευμα και απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου για το έγκλημα της κακουργηματικής απάτης. Σχετικά με τις επίδικες τρεις επιταγές ήτοι τις προαναφερόμενες υπ' αριθ. ..., ... και ... δεν περιελήφθη, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, διάταξη στο υπ' αριθ.3722/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο κατέστη αμετάκλητο, διότι το συμβούλιο απεφάνθη μόνο επί των συρρεουσών πράξεων ακάλυπτων επιταγών, οι οποίες είχαν εισαχθεί σ' αυτό με πρόταση του εισαγγελέα (στην οποία δεν συμπεριλαμβάνονταν οι επίδικες). Ως εκ τούτου, όπως στη συνέχεια δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της έκδοσης των επίδικων τριών (3) ακάλυπτων επιταγών δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο που παράγεται από το ανωτέρω βούλευμα, αφού η υπόθεση ως προς τις επιταγές αυτές δεν έχει περαιωθεί είτε με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου είτε με απόφαση του δικαστηρίου και ορθώς ο κατηγορούμενος ως προς αυτές παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών απέρριψε την ένσταση δεδικασμένου που ο κατηγορούμενος πρόβαλε ενώπιόν του, ζητώντας να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατ' αυτού ποινική δίωξη για το λόγο αυτόν. Έτσι, που αποφάνθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, στις οποίες στηρίχθηκε το άνω Δικαστήριο για να οδηγηθεί στην προεκτεθείσα κρίση του για απόρριψη του άνω περί απαραδέκτου λόγω δεδικασμένου της ποινικής δίωξης ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού του. Επίσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί και ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' ΚΠοινΔ, με τον οποίο, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Δικαστήριο της ουσίας την αιτίαση, ότι υπερέβη την εξουσία του, αφού δεν κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη, δεδομένου η υπόθεση, αναφορικά με τις επίδικες επιταγές μόνο με επανεισαγωγή της στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μπορούσε να γίνει. Τούτο διότι, εφόσον το ως άνω βούλευμα κατέστη αμετάκλητο και η υπόθεση ως προς το έγκλημα της έκδοσης των επίδικων ακάλυπτων επιταγών, όπως προεκτέθηκε, δεν έχει περαιωθεί είτε με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου είτε με απόφαση του δικαστηρίου, ορθώς αυτή εισήχθη, λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για εκδίκαση με απ' ευθείας κλήση, με βάση την ασκηθείσα δίωξη δυνάμει της από 4-9-2002 νομότυπης και εμπρόθεσμης (σύμφωνα με τα παραπάνω) εγκλήσεως. 5.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2479/1997, "αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι μηνών με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, οι ποινές των οποίων δεν υπερβαίνουν συνολικά το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82, είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια, ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να αποφασίσει σχετικά και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος για το ζήτημα της αναστολής, αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του και ότι αν προχωρήσει στη μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει επί της αναστολής αυτής, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και υποπίπτει στην ελεγχόμενη αναιρετικά πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, εκ της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το ανωτέρω δικαστήριο, αφού επέβαλε στον αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, μετέτρεψε αυτή σε χρηματική ποινή προς 10 ευρώ την ημέρα, χωρίς προηγουμένως να ερευνήσει τις προϋποθέσεις αναστολής της ποινής, όπως όφειλε, ανεξάρτητα της μη υποβολής σχετικού αιτήματος από τον παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, και χωρίς καμία αιτιολογία που να δικαιολογεί τη μη αναστολή της ποινής. Έτσι, όμως, το δικαστήριο με το να μην ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της άνω ποινής, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ., που προβάλλεται με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Συνεπώς, κατά μερική παραδοχή της αιτήσεως, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί εν μέρει και μόνο κατά τη διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στον κατηγορούμενο ποινής φυλακίσεως των 12 μηνών, παραπεμφθεί δε κατά τούτο και μόνο η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 9839/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και μόνο κατά τη διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στον κατηγορούμενο Χ κατοίκου ... ποινής φυλακίσεως των δώδεκα (12) μηνών. Και
Παραπέμπει κατά το πιο πάνω αναιρούμενο μέρος, την υπόθεση αυτή για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιουλίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ