Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1818 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ηθική αυτουργία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα. Ηθική αυτουργία στην ως άνω πράξη. Δεκτή η αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για έλλειψη αιτιολογίας. Στο σκεπτικό υπάρχουν ασάφειες εάν τα εκτεθέντα από τη μάρτυρα είναι αληθή ή ψευδή και δεν υπάρχουν πραγματικά περιστατικά για τους ηθικούς αυτουργούς.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1818/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 1933/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ιωαννίνων. Με κατηγορούμενους τους: 1. Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κορνήλιο Καραμιτσάκη, 2. Χ2 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Κώνστα και 3. Χ3, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Αναγνώστου. Το Τριμελές Πλημ/κείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 68/21.12.07 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 15/2008.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού Δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 57/74), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, είτε όταν δεν αιτιολογεί το Δικαστήριο γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη υπ' αρ. 1933/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων, που δίκασε ως Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η Χ1 κηρύχθηκε αθώα για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και οι Χ3 και Χ2 αθώοι ηθικής αυτουργίας στην ως άνω πράξη. Ως αιτιολογία δε της απαλλακτικής του κρίσης το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε τα εξής:
"Η πρώτη των κατηγορουμένων, κατά τον χρόνο και στον τόπο που αναφέρεται στο διατακτικό, κατά την ένορκη εξέτασή της ως μάρτυρας στο σύμ/φο Ιωαννίνων Παύλο Κίτνη, βεβαίωση ένορκης προς υποστήριξη αγωγών των δευτέρου και τρίτης των κατηγορουμένων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις οποίες ζητούσαν την ακύρωση της υπ' αρ. ...... Δημόσιας Διαθήκης και της από .... ιδιόγραφης διαθήκης της Ψ, ότι α) η τελευταία από το έτος 1992 είχε αρχίζει να εμφανίζει συμπτώματα άνοιας τύπου Alzheimer και ότι από το έτος 1995 και μετά δεν μπορούσε να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της και β) ότι ο Γ1 και η οικιακή βοηθός (Γ2 κ.λ.π.) προσπαθούσαν να απομονώσουν την Ψ από τα ξαδέλφια της Χ3 και Χ2 και αυτό το έκαναν για να την εκμεταλλεύονται οικονομικά. Η αλήθεια για τη διανοητική κατάσταση της Ψ ήταν η εξής: Όπως προκύπτει από τα από ...., .... και ... πιστοποιητικά νοσηλείας του Νοσοκομείου Αθήνας ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ήδη από το έτος 1990 η Ψ παρουσίαζε αρτηριοσκληρυντική εγκεφαλοπάθεια με διαταραχές πρόσφατες μνήμης και εκλεκτική αμνησία, εξετασθείσα δε από τον ψυχιατρικό τμήμα του Νοσοκομείου αυτού το έτος 1997 διαγνώσθηκε ότι έπασχε από αγγειακού τύπου άνοια (ανοϊκή συνδρομή), με συμπτώματα τις διαταραχές πρόσφατης μνήμης, που είχαν παρουσιαστεί από έτους τουλάχιστον, η δε αξονική τομογραφία παρουσίασε ατροφία και αγγειακά έμφρακτα εγκεφάλου. Η παραπάνω κατάσταση αμνησίας της Ψ ήταν εμφανής στον καθένα και την είχε αντιληφθεί όλος οι κοινωνικός της περίγυρος, όπως κατέθεσε η μάρτυρας ....., η οποία είχε προσωπική επαφή μαζί της τα έτη 1995-1996 και 1997 και άμεση αντίληψη για το γεγονός αυτό, καθώς και για το ότι δεν μπορούσε να συμμετάσχει στη συνεδριάσεως συμβουλίου του οποίου ήταν μέλος. Την διανοητική αυτή κατάσταση της Ψ είχε αντιληφθεί και η α' κατηγορουμένη, η οποία, έστω και αν ιατρικά δεν αποτελούσε τη νόσο του Alzheimer, την χαρακτήρισε με αυτόν τον όρο, όπως συνηθίζεται άλλωστε να αποδίδεται σε παρόμοιες καταστάσεις από τον μέσο άνθρωπο. Σημειωτέον ότι στην υπ' αρ. ..... ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιαρχείου Αθηνάς, αναφέρεται ως αιτία θανάτου της Ψ (με βεβαίωση του ιατρού ......), καρδιακή ανακοπή, νόσος Alzheimer, εγκεφ. Ανεπάρκεια. Επομένως, βεβαιώνοντας ενόρκως η α' κατηγορουμένης ότι η Ψ έπασχε από Alzheimer και ότι από το έτος 1995 και μετά δεν μπορούσε να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της, πίστευε ότι βεβαίωνε αληθή γεγονότα, γι' αυτό και πρέπει να κηρυχθεί αθώα. Επίσης αθώα πρέπει να κηρυχθεί η εν λόγω κατηγορουμένη και για το β' σκέλος της κατηγορίας, καθόσον στο δικαστήριο απέμεναν αμφιβολίες για το δόλο της, αφού, όπως κατέθεσε και ο συγκατηγορούμενός της Χ3, απολογούμενος στο Δικαστήριο, οι Γ1 και Γ2 προσπαθούσαν να εμποδίζουν την επαφή της Ψ με συγγενείς της, το γεγονός δε αυτό μάθαινε η α' κατηγορουμένη από τον περίγυρο αυτής, που αποτελούνταν από κοινούς γνωστούς, ενόψει δε του γεγονότα αυτού και του ότι και η ίδια γνώριζε ότι ο Γ1 ήταν διαχειριστής της περιουσίας της Ψ και η Γ2 οικιακή βοηθός της, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κατά το θάνατο της Ψ δεν βρέθηκαν τα χρήματα που λογικά θα έπρεπε να υπάρχουν αφού ο Γ1 έκανε πωλήσεις ακινήτων της, καθώς και τα χρυσαφικά, που κατά την απολογία του β' κατηγορουμένου, της είχε δανείσει αυτός, θεωρούσε ότι τα ως άνω πρόσωπα προσπαθούσαν να την απομονώσουν από τους συγγενείς της για να την εκμεταλλεύονται οικονομικά. Κατόπιν των παραπάνω, αλλά και διότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι β' και γ' των κατηγορουμένων με πρόθεση προκάλεσαν στην α' κατηγορουμένη την απόφαση να καταθέσει τα παραπάνω παραπείθοντας με πειθώ και φορτικότητα να καταθέσει αυτά, πρέπει να κηρυχθούν αθώοι της πράξης που τους αποδίδεται".
Με τις παραδοχές, όμως, αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της, κατά τα άνω, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον, οι ως άνω παραδοχές, είναι ελλιπείς, ασαφείς και αντιφατικές και τούτο διότι: α) Ενώ δέχεται ότι τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε η πρώτη κατηγορουμένη Χ1 ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Παύλου Κίτνη, αναφορικά με τη διανοητική κατάσταση της Ψ και προς υποστήριξη των αγωγών που ο δεύτερος και η τρίτη των κατηγορουμένων είχαν εγείρει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για ακύρωση, τόσο της υπ' αρ. ... δημόσιας διαθήκης, όσο και της από ..... ιδιόγραφης διαθήκης της αναφερόμενης, ήταν αυτά (πραγματικά περιστατικά) αληθή, στηρίζοντας την κρίση του σε τρία πιστοποιητικά νοσηλείας του Νοσοκομείου ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ, τα οποία (πιστοποιητικά), σημειωτέον δεν αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης ως αναγνωσθέντα έγγραφα και από τα οποία όμως, προκύπτει ότι η Ψ, από το έτος 1990, παρουσίαζε αρτηριοσκληρυντική εγκεφαλοπάθεια, με διαταραχές μνήμης, και όχι ότι έπασχε από τη νόσο του Alzheimer, όπως διατείνονταν η κατηγορουμένη αυτή στην ένορκη βεβαίωσή της, στη συνέχεια καταλήγει ότι αυτή (κατηγορουμένη) πίστευε ότι βεβαίωνε αληθή γεγονότα... και πρέπει ως εκ τούτου να κηρυχθεί αθώα. Ετσι, όμως, δέχεται αντιφατικά, αφενός μεν ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά η πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, διότι τα κατατεθέντα πραγματικά περιστατικά ήταν αληθή, αφετέρου δε ότι δεν στοιχειοθετείται και υποκειμενικά η πράξη αυτή, διότι η πρώτη κατηγορούμενη, τα αναφερόμενα στη διανοητική κατάσταση της Ψ, τα εξέλαβε ως αληθή, ενώ ήταν ψευδή και επομένως, ελλείψει δόλου, η αθώωσή της έγινε λόγω αμφιβολιών. β) Επίσης υπάρχει ασάφεια ως προς τις παραδοχές της απόφασης, αναφορικά με την απαλλαγή των β' και γ' κατηγορουμένων, ήτοι του Χ3 και της Χ2, για ηθική αυτουργία στην ψευδορκία της πρώτης κατηγορουμένης, διότι, ενώ δέχεται ότι η αυτουργός της ψευδορκίας Χ1 απαλλάσσεται, καθόσον τα υπ' αυτής κατατεθέντα ήταν αληθή, ακολούθως, οι αναφερόμενοι ηθικοί αυτουργοί, κηρύσσονται αθώοι, καθόσον, από κανένα στοιχείο, χωρίς και να παρατίθενται πραγματικά περιστατικά περί τούτου, δεν αποδείχθηκε ότι αυτός, με πειθώ και φορτικότητα προκάλεσαν στην αυτουργό την απόφαση να καταθέσει τα όσα αναφέρονται στην ένορκη βεβαίωσή της, πράγμα που σημαίνει, ότι τα όσα ανέφερε η αυτουργός ήταν ψευδή, πλην, όμως, αυτοί, δεν της προκάλεσαν την απόφαση να τα καταθέσει. Οι αιτιάσεις, α) ότι δεν λήφθηκε υπόψη η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, είναι αβάσιμη, διότι ο πολιτικώς ενάγων Ψ1, ο οποίος, παρά τις επιταγές του άρθρου 221 περ. δ' Κ.Π.Δ., εξετάσθηκε ενόρκως, περιλαμβάνεται στην αναφορά του αιτιολογικού, ότι ελήφθησαν υπόψη οι ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, β) ότι δεν λήφθηκε υπόψη η υπ' αριθ. 5557/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, είναι επίσης αβάσιμη, διότι, τόσον από τα πρακτικά της δίκης, στα οποία σημειώνεται ότι, μεταξύ των άλλων εγγράφων, αναγνώσθηκε και η ως άνω απόφαση, όσο και από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης, στο οποίο γίνεται αναφορά ότι συνεκτιμήθηκαν και τα αναγνωστέα έγγραφα, προκύπτει αναμφίβολα ότι λήφθηκε υπόψη.
Με τα δεδομένα αυτά, ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., είναι βάσιμος και πρέπει να δεκτός, να αναιρεθεί στη συνέχεια η υπ' αρ. 1933/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, διότι είναι εφικτή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (αρ. 519 Κ.Π.Δ.).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αρ. 1933/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαϊου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουλίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή