Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Ανώνυμη εταιρία.
Περίληψη:
Παράβαση ΑΝ 86/1967. Για την πληρότητα της καταδικαστικής αποφάσεως απαιτείται να αναφέρεται σ’ αυτήν μεταξύ άλλων ή ιδιότης του αναιρεσείοντος ως εργοδότου που απασχόλησε τους μισθωτούς, εάν δε πρόκειται για εταιρική επιχείρηση, ποία η νομική μορφή της τελευταίας και ποία η θέση του κατηγορούμενου εις αυτήν, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για παρακράτηση και απόδοση εισφορών. Προκειμένου για ανώνυμη εταιρία, που εκπροσωπείται κατά νόμο από το διοικητικό της συμβούλιο πρέπει να αναφέρεται η σχέση του αναιρεσείοντος με αυτό ή αν εκπροσωπεί την εταιρεία αντί του ΔΣ. Αναιρεί για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι επί ανωνύμου εταιρείας αναφέρει απλώς εργοδότης.
Αριθμός 277/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Λαζανά, περί αναιρέσεως της 11948/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25.7.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1462/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 με τις εις την διάταξη αυτή οριζόμενες αθροιστικώς ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών) ασχέτως ποσού, προς τους υπαγομένους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους οργανισμούς αυτούς εντός ενός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου τιμωρείται για υπεξαίρεση με τις εις την εν λόγω διάταξη προβλεπόμενες αθροιστικώς ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων εις αυτόν (εργατικές), με σκοπό αποδόσεώς των στους ανωτέρω κατά την παράγραφο 1 Οργανισμούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφ' ότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παράγραφοι 1, 5 του Α.Ν. 1846/1951, ως ετροποποιήθη και ισχύει, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις άνω διατάξεις και κατά το άρθρο 8 παράγραφος 5 του ιδίου Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρεσχέθη η εργασία ή η υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παράγραφος 3 του Α.Ν. 1846/1951, ως χρόνος υπολογισμού των εισφορών ορίζεται ο ημερολογιακός μήνας εντός του οποίου παρεσχέθη η εργασία ή η υπηρεσία ... . Ο υπόχρεος οφείλει να καταβάλλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επομένου μηνός από τον ανωτέρω οριζόμενο χρόνο. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Κατ' ακολουθίαν αυτών, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1, 2 Α.Ν. 86/1967 εγκλημάτων τα οποία είναι γνήσια παραλείψεως, συντελούμενα με την παράλειψη από τον εργοδότη της εμπροθέσμου καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μηνός που παρεσχέθη εργασία, πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν τα κρίσιμα περιστατικά για την θεμελίωση των δύο ως άνω αξιοποίνων πράξεων, τα οποία είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ασφαλισμένου στους ως άνω Οργανισμούς προσωπικού και τα χρηματικά ποσά τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ολ. ΑΠ 1/1996) και αναφορά, επί φυσικού προσώπου φερομένου ως εργοδότη εκ της ασκήσεως επιχειρήσεως, των πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή, καθώς και αν πρόκειται για προσωπική ή εταιρική επιχείρηση και ποία η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουμένου σ' αυτήν, ώστε να ανακύπτει υποχρέωσή του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών, μη αρκούντος του χαρακτηρισμού του ως εργοδότου ή ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχειρήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης, υπ' αριθ. 11948/2008 αποφάσεως, που παραδεκτώς συμπληρώνεται με το διατακτικό της, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, δικάζον ως Εφετείο, εδέχθη, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, τα εξής περιστατικά: "Στην Αθήνα την 8.3.2001, ο κατηγορούμενος ως εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία "..... ΑΒΕΕ Μεταξοτυπικών Εφαρμογών", είδος επιχείρησης Εφαρμογές μεταξοτυπίας, και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 1.1.2000 έως 31.1.2001 στην επιχείρηση του αυτή προσωπικό με σχέσηεξαρτημένης με αμοιβή εργασίας που ασφαλιζόταν στο ΙΚΑ και όφειλε για την ασφάλιση του προσωπικού να καταβάλει στο ΙΚΑ εισφορές ποσού 89.000 ευρώ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα μέσα στον οποίο είχε παρασχεθεί η εργασία, υπέπεσε στις εξής αξιόποινες πράξεις, 1) έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών) ποσού 60.000 ευρώ, με πρόθεση δεν τις κατέβαλε στον ως άνω οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές και 2) έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρησή του (εργατικές) ποσού 29.000 ευρώ, με σκοπό να τις αποδώσει στον ως άνω οργανισμό, με πρόθεση δεν τις κατέβαλε μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές και έτσι κατέστη τιμωρητέος για υπεξαίρεση, για δε τη μη καταβολή των εισφορών, συντάχθηκε η με αριθμό 38473 Π.Ε.Ε., στην οποία αναγράφονται 29 μισθωτοί με ύψος αποδοχών 89.000 ευρώ. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.1.2001, ενώ για το χρονικό διάστημα 12/1999 - ΔΧ/1999 (εισφορές ποσού 16.465 ευρώ) πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, γιατί έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας και συνεπώς η πράξη έχει παραγραφεί". Με βάση τις παραδοχές αυτές το ως άνω Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αφού έπαυσε την ποινική δίωξη για το εις την απόφαση διάστημα (12ο του 1999) και δώρο Χριστουγέννων 1999), εκήρυξεν ένοχο τον κατηγορούμενο της παραβάσεως των παραγράφων 1 και 2 άρθρου 1 Α.Ν. 86/1967 και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και έξ (6) μηνών και συνολική χρηματική ποινή επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με αυτά που εδέχθη το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, δεν διέλαβε την απαιτουμένη, στην απόφασή του, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δη ως προβλέπεται από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ. Ειδικότερα, μολονότι πρόκειται για εταιρική και όχι ατομική επιχείρηση, και μάλιστα για ανώνυμη εταιρεία, δεν εκτίθενται ούτε στο σκεπτικό, ούτε στο διατακτικό της αποφάσεως πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότης και η θέση του αναιρεσείοντος στην ανώνυμη εταιρεία, η οποία κατά νόμον εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο, ώστε να ανακύπτει νομική υποχρέωσή του, να παρακρατεί τις εισφορές των εργαζομένων και να αποδίδει αυτές μαζί με τις αντίστοιχες εργοδοτικές της επιχειρήσεως στο ΙΚΑ, αλλ' απλώς αναφέρεται η ιδιότης του ως εργοδότου, η οποία, όπως ανεφέρθη, δεν αρκεί.
Συνεπώς, ο συναφής εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον προβάλλεται η άνω πλημμέλεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης της ερεύνης των άλλων λόγων της αναιρέσεως. Μετά ταύτα, πρέπει η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί εν μέρει η απόφαση και δη μόνο κατά το μέρος που κατεδίκασε τον αναιρεσείοντα, και επέβαλε τη συνολική ποινή, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστάς, εκτός εκείνων, οι οποίοι εδίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 11948/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά τις καταδικαστικές της διατάξεις. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά το άνω μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ