Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Αίτηση αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως για συκοφαντική δυσφήμηση και απόρριψη του λόγου αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία και αναιτιολόγητη απόρριψη από το δικαστήριο της ουσίας των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, ότι η πράξη που αυτός τέλεσε είναι απλή και όχι συκοφαντική δυσφήμηση και τελέστηκε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Απορρίπτει.
Αριθμός 1258/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Πατεράκη, περί αναιρέσεως της 3950/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους 1. ψ1 και 2. ψ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Δαούτη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1284/07.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά, με αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Με τον κρινόμενο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσον αφορά την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση της επί της αποδιδόμενης σε βάρος του αξιόποινης πράξεως. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα κατ' είδος λεπτομερώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, ως αιτών ισχυρίσθηκε ότι ήταν πλαστογραφημένο από τους αντιδίκους του ήδη εγκαλούντες ένα έγγραφο που επικαλούνταν και έφερε την υπογραφή του ίδιου και αφορούσε σε εξουσιοδότηση. Τα ανωτέρω περιλαμβάνονταν σε έγγραφο σημείωμα με ημερομηνία 22.6.1999, το οποίο κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, επί της από 4.6.99 αιτήσεως του κατά των εγκαλούντων, η οποία συζητήθηκε στις 17 Ιουνίου 1999. Παρόμοιο ισχυρισμό προέβαλε και κατά τη συζήτηση της εν λόγω αίτησης του. Με τους ισχυρισμούς του αυτούς κατηγορούσε τους εγκαλούντες ότι είχαν πλαστογραφήσει ως προς το περιεχόμενο και ως προς την υπογραφή του κατηγορουμένου την από 5.1.1998 εξουσιοδότηση, το κείμενο της οποίας ήταν όχι χειρόγραφο αλλά εκτυπωμένο από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Με εκείνο το έγγραφο, ο κατηγορούμενος, κάτοχος του δελτίου ταυτότητας ......... εξουσιοδοτούσε τον πρώτο των εγκαλούντων ψ2, όπως μεριμνήσει για την πώληση 50.000 κοινών ονομαστικών μετοχών και 235.570 προνομιούχων ονομαστικών μετοχών της εταιρείας ΑΕΓΕΚ που του ανήκαν, και ενδεικτικά και όχι περιοριστικά να οπισθογραφήσει τις πιο πάνω μετοχές, να διαπραγματευθεί εν λευκώ και κατά την κρίση του την τιμή πωλήσεως, να εισπράξει για λογαριασμό του κατηγορουμένου το αντίτιμο της πωλήσεως και γενικώς να πράξει παν ό,τι είναι αναγκαίο για την πώληση των ως άνω μετοχών, Αθήνα 5.1.1998 Ο εξουσιοδοτών χ1. Υπογραφή χειρόγραφη του κατηγορουμένου υπήρχε στην άνω εξουσιοδότηση, πάνω από το ονοματεπώνυμο του όπως ήταν γραμμένο στο τέλος του εγγράφου. Σε αντίγραφο φωτοτυπημένο από το πρωτότυπο της άνω εξουσιοδότησης που είναι στη δικογραφία, πέραν αυτού που υπογράφεται από τον δικηγόρο Σάββα Σφανδό, φαίνεται ότι έχει βεβαιωθεί το ιδιόχειρο της υπογραφής του κατηγορουμένου κατόχου του ΑΔΤ ....... του Η' Π.Α. Αθηνών υπό ημερομηνία ..... από την Υπαστυνόμο Β' ...... του Αστυνομικού Τμήματος Χολαργού. Από τα στοιχεία που είναι στη δικογραφία και παρά τα όσα στην απολογία του στο πρωτοβάθμιο Θ' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών (τα πρακτικά και 15954/6.3.2007 απόφαση του οποίου αναγνώσθηκαν) ο κατηγορούμενος υποστήριξε για το ότι η άνω εξουσιοδότηση είναι πλαστή έχει αποδειχθεί πλήρως ότι την πιο πάνω από 5.1.1998 εξουσιοδότηση είχε υπογράψει ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Έχει γίνει γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, κατόπιν διάταξης ..... της 9ης Τακτικής Ανακρίτριας Πρωτοδικείου Αθηνών από τις διορισθείσες ως πραγματογνώμονες ..... και ........ Αυτές συνέταξαν τις από ...... εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με τις οποίες από την έρευνα, έλεγχο, σύγκριση και αντιπαραβολή των εγγράφων που τέθηκαν υπόψη τους και με τη βοήθεια των τεχνικών μέσων και επιστημονικών οργάνων και γνώσεων τους κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή στην από 1.1.1998 εξουσιοδότηση που βρίσκεται κάτω από την ένδειξη ο εξουσιοδοτών αποτελεί γνήσια υπογραφή του χ1(κατηγορουμένου) και δεν εντοπίστηκαν κατά τον διενεργηθέντα έλεγχο γραφολογικά στοιχεία του υπογραφικού χαρακτήρα και του γραφικού εθισμού των εγκαλούντων ψ2 και ψ1. Στο ίδιο συμπέρασμα, ότι η υπογραφή στην από 5.1.1998 εξουσιοδότηση ήταν του κατηγορουμένου χ1 κατέληξαν και οι διορισθέντες εκ μέρους των ήδη εγκαλούντων υπό την ιδιότητα τους ως κατηγορουμένων τεχνικοί σύμβουλοι των ειδικοί γραφολόγοι .... και ...... με έκθεση των από 10.6.2004. Με το 1936/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που εκδόθηκε επί της ποινικής υποθέσεως κατά των ήδη εγκαλούντων ψ2 και ψ1, κατά των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατά συναυτουργία με σκοπό πορισμού περιουσιακού οφέλους με βλάβη τρίτου, εκ της οποίας το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, που φέρεται ότι τέλεσαν στην Αθήνα την 5.1.1998 σε βάρος του ήδη κατηγορουμένου χ1, από τον οποίο υπεβλήθη εναντίον τους η από 29.8.2003 έγκληση του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, γίνεται λόγος για τις άνω εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης σε σχέση με την παραπάνω από 5.1.1998 εξουσιοδότηση που έφερε την γνήσια υπογραφή του χ1. Στο ίδιο βούλευμα αναφέρεται ότι δεν προέκυψαν άλλα αποδεικτικά στοιχεία που να αναιρούν το πόρισμα των εκθέσεων γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Επίσης γίνεται λόγος στο ίδιο βούλευμα ότι ο ήδη κατηγορούμενος και τότε μηνυτής με την αναγνωσθείσα κατά την αποδεικτική διαδικασία και στο παρόν δικαστήριο από .... επιστολή του προς τους ήδη εγκαλούντες αναγνώριζε ότι η παραπάνω εξουσιοδότηση του ότι είχε υπογραφεί από τον ίδιο και ότι η θεώρηση του ιδιοχείρου της υπογραφής του στο αστυνομικό Τμήμα Χολαργού είχε γίνει και ήταν αληθής, οι δε οποιεσδήποτε αμφισβητήσεις του σχετικά με τα ανωτέρω οφείλονταν σε παρανόηση και δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια. Είχε δεχθεί ο κατηγορούμενος την πώληση πακέτου μετοχών του (κοινών και προνομιούχων της εταιρείας ΑΕΓΕΚ ΑΕ, που τελούσαν υπό κοινή διαχείριση. Πώληση αυτών των μετοχών ενήργησε ο εγκαλών ψ2 ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της άνω ανώνυμης εταιρείας, μέσω της χρηματιστηριακής εταιρείας με την επωνυμία "........" σε κυπριακή εταιρεία με τιμή ανώτερη των κατώτατων ορίων που είχαν τεθεί στη συμφωνία που είχε καταρτισθεί μεταξύ των εγκαλούντων και του κατηγορουμένου αρχικά την 24.12.1997 και επαναλήφθηκε την 5.1.1998. Ο κατηγορούμενος περαιτέρω ενέκρινε ανεπιφύλακτα τη λογοδοσία και τη διαχείριση που έγινε από τον πρώτο κατηγορούμενο και ήδη εγκαλούντα ψ2 και όσον αφορά την εκτέλεση από εκείνον της εντολής που είχε δώσει ο ήδη κατηγορούμενος χ1 αναφορικά με την πώληση των αναφερομένων άνω μετοχών, την είσπραξη του καταλοίπου και δήλωσε ο κατηγορούμενος ότι δεν έχει καμία απαίτηση κατά του ψ2. Από το ότι δεν προέκυπταν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν κατηγορία σε βάρος των ψ2 και ψ1 για την αποδιδόμενη σ' αυτούς πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατά συναυτουργία αποφάνθηκε το άνω Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών να μη γίνει κατηγορία εναντίον τους με το προαναφερθέν βούλευμα. Τα αυτά δέχθηκε και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 3303/2006 βούλευμα του που είναι στη δικογραφία και αναγνώσθηκε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία για να στηριχθεί δημόσια κατηγορία σε βάρος των ψ2 και ψ1 για την αξιόποινη πράξη που τους αποδίδονταν με βάση τα όσα είχε ισχυρισθεί ο ήδη κατηγορούμενος ως μηνυτής ότι οι ανωτέρω ενεργώντας από κοινού πώλησαν και μεταβίβασαν τις άνω αναφερόμενες μετοχές που είχε αυτός στην τεχνική ανώνυμη εταιρεία ΑΕΓΕΚ, χωρίς να έχουν νόμιμη εξουσιοδότηση από τον ίδιο και ότι ήταν άκυρη η πώληση των. Με το άνω βούλευμα του Συμβουλίου του Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η από 28.6.2006 έφεση που είχε ασκήσει ο ήδη κατηγορούμενος ως πολιτικώς ενάγων κατά του υπ' αριθμόν 1936/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Δεν ασκήθηκε αναίρεση κατά του άνω βουλεύματος ούτε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Οι ψευδείς ισχυρισμοί που διέλαβε ο κατηγορούμενος για πλαστογράφηση από τους εγκαλούντες της υπογραφής του στην από 5.1.1998 εξουσιοδότηση στο από 22.6.1999 έγγραφο σημείωμα του και είχε υποστηρίξει και στη δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 17.6.1999 διατυπώθηκαν για να ευδοκιμήσει η άνω αίτηση του ασφαλιστικών μέτρων. Με εκείνη ζητούσε να υποχρεωθούν οι καθ' ων σε επαναγορά των 50.000 κοινών και 275.870 προνομιούχων μετοχών της ΑΕΓΕΚ. Επίσης ζήτησε να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ' ων, είτε εις χείρας των είτε εις χείρας τρίτων μέχρι του ποσού των δρχ. 1.600.000.000 κατά το 1/4 για τον καθένα, προς εξασφάλιση της αναφερόμενης απαίτησης του προς αποζημίωση από παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά των εκδιδομένης και προσωρινής διαταγής απαγόρευσης κάθε πραγματικής και νομικής μεταβολής της υφιστάμενης περιουσιακής κατάστασης των καθ' ων η αίτηση, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της εν λόγω αίτησης του. Δεν κρίθηκαν πειστικοί ούτε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου (βλ. 22189/1999 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που απέρριψε την άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του κατηγορουμένου ως αιτούντος κατά των εγκαλούντων ως καθ' ων η αίτηση). Ο κατηγορούμενος κατήγγειλε τους αντιδίκους του ως πλαστογράφους της άνω εξουσιοδότησης που είχε υπογράψει ο ίδιος, όπως αμετάκλητα έχει γίνει δεκτό από το προαναφερθέν βούλευμα, αποσκοπώντας στην απόσπαση από τους ήδη εγκαλούντες χρημάτων, πέραν του αντιτίμου των προαναφερθεισών μετοχών της ΑΕΓΕΚ που του ανήκαν και είχε συμφωνήσει με εκείνους να πωληθούν, μετ' αφαίρεση των εξόδων. Κατετέθη από την μάρτυρα ......, που ήταν νομική σύμβουλος στην εταιρεία ΑΕΓΕΚ ότι πίεζε ο κατηγορούμενος τους άλλους μετόχους (εγκαλούντες) για να αγοράζουν τις μετοχές του, επικαλούμενος μεγάλες οικονομικές του ανάγκες και ότι δεν εξαναγκάσθηκε ο κατηγορούμενος σε μεταβίβαση των μετοχών του από τους εγκαλούντες, αλλά ο ίδιος ζήτησε να μεταβιβασθούν αυτές. Ήταν ανακόλουθη η συμπεριφορά του κατηγορουμένου, που ενεργούσε στη συνέχεια αντίθετα με τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει από τα από ...., ...., ....., .... και ..... ιδιωτικά συμφωνητικά που είχαν υπογραφεί μεταξύ αυτού και των εγκαλούντων σε σχέση με την πώληση των άνω μετοχών και την είσπραξη του καθαρού υπολοίπου. Εντάσσεται σ' αυτή την αντιφατική συμπεριφορά του κατηγορουμένου και η προβολή των άνω ψευδών ισχυρισμών του σχετικά με την πλαστογράφηση της εξουσιοδότησης. Όπως επισημάνθηκε και από τον πολιτικώς ενάγοντα ψ2, στην κατάθεση του στο ακροατήριο, και από τον εξετασθέντα ως μάρτυρα δικηγόρο ....... αυτοί ανέφεραν ότι πέτυχε ο κατηγορούμενος και έλαβε στο τέλος τον Αύγουστο του έτους 1999, ύστερα από συμφωνητικά που υπεγράφησαν παρουσία δικηγόρων τουλάχιστον περί τα 400.000.000 δραχμές εν όψει του ότι μετά το έτος 1998 υπήρξε άνοδος της τιμής των ΑΕΓΕΚ στο χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και ήθελε να επωφεληθεί ο κατηγορούμενος από την άνοδο αυτή από το ότι με μικρότερη τιμή εντός του έτους 1998 είχε συμφωνήσει στην πώληση των πακέτων των μετοχών της ΑΕΓΕΚ των οποίων ήταν κάτοχος. Δέχθηκαν οι εγκαλούντες και έγινε ρύθμιση του ζητήματος που είχε προκύψει από τη διαφοροποίηση της τιμής της μετοχής της ΑΕΓΕΚ ΑΕ. Κατά τη διαπραγμάτευση της, το πρώτο εξάμηνο του έτους 1999 στο Χρηματιστήριο Αθηνών, μετά την εντολή που είχε δώσει ο κατηγορούμενος για πώληση των μετοχών του και την υλοποίηση της σχετικής εξουσιοδοτήσεως που είχε δώσει από τον πρώτο εγκαλούντα μέχρι τον πρώτο μήνα του έτους 1999. Κατά την αναζήτηση από τον κατηγορούμενο να του δοθεί μέρος της ωφέλειας από την εκ των υστέρων σημειωθείσα άνοδο της τιμής της για την οποία έκανε λόγο στην κατάθεση του και ο εγκαλών ψ1, που μίλησε για τη δημιουργία προβλημάτων σε βάρος του εκ μέρους του κατηγορουμένου και την μη τήρηση από το τελευταίο όσων είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των εγκαλούντων και του ίδιου του κατηγορουμένου, δεν υπήρχαν στοιχεία που να οδηγούσαν τον κατηγορούμενο στο συμπέρασμα ότι πριν ρυθμισθούν οι διαφορές των και του καταβληθεί το άνω επιπρόσθετο ποσό, είχαν τελέσει οι εγκαλούντες την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως ως προς την εξουσιοδότηση για πώληση των μετοχών του που είχε υπογράψει ο ίδιος προς τον πρώτο εγκαλούντα προηγουμένως, από 5.1.98. Η βεβαίωση της ιδιόχειρης υπογραφής του κατηγορουμένου επ' αυτής ως εξουσιοδοτούντος ενώπιον αστυνομικού του Α/Τ Χολαργού στις ..... δεν αποκλειόταν από το ότι ο κατηγορούμενος είχε την ημέρα αυτή της θεωρήσεως την ονομαστική του εορτή και διατείνεται ότι βρισκόταν στη......., αφού μπορούσε και μετά την υπογραφή επί της άνω εξουσιοδότησης και ειδικότερα σε αντίτυπο της που εκτυπώθηκε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της νομικής συμβούλου της εταιρείας, όπου ήταν αποθηκευμένη, ενώπιον της αρμόδιας αστυνομικού στο άνω αστυνομικό τμήμα να αναχωρήσει και να μεταβεί στη ....... αυτός. Εάν ο κατηγορούμενος είχε την άποψη ότι υπήρξε σφετερισμός περιουσιακών του στοιχείων σε συσχετισμό με την αύξηση των εσόδων της εταιρείας ΑΕΓΕΚ που θα δικαιολογούσαν την επαναγορά των 50.000 κοινών μετοχών και 275.870 προνομιούχων μετοχών, ως παρανόμως πωληθεισών, έπρεπε να επιδιώξει νομίμως την ακύρωση των σχετικών δικαιοπραξιών, εξωδίκως ή μέσω της δικαστικής οδού, επικαλούμενος και αποδεικνύοντας τα περιστατικά που αφορούσαν την ελαττωματική βούληση και τη διάσταση της σχετικής δήλωσης βούλησης του έναντι της πραγματικής, καθώς και την τυχόν απατηλή ή αντίθετη στα χρηστά ήθη και ενδεχομένως καταπλεονεκτική συμπεριφορά των εγκαλούντων ως αντισυμβαλλομένων ή εντολοδόχων. Δεν ασκήθηκε τέτοια αγωγή από τον κατηγορούμενο για ακυρότητα ή ακύρωση των συμφωνιών με τους εγκαλούντες ως προς την πώληση των άνω μετοχών του με εντολές που θα δίδονταν στη χρηματιστηριακή εταιρεία, που θα προέβαινε στην κύρια χρηματιστηριακή συναλλαγή από τον πρώτο εγκαλούντα. Δεν υπήρχε εν όψει της προαναφερθείσης συμπεριφοράς του υπόβαθρο να θεωρεί ο κατηγορούμενος ότι ήταν αληθές το άνω περιστατικό που ισχυρίσθηκε για τους εγκαλούντες ότι είχαν πλαστογραφήσει την υπογραφή του στην από 5.1.1998 εξουσιοδότηση για την πώληση των ανηκουσών στον ίδιο (τον κατηγορούμενο) αναφερομένων σ' αυτή μετοχών της ΑΕΓΕΚ ΑΕ. Εφόσον είχε υπογράψει ο ίδιος ο κατηγορούμενος την άνω εξουσιοδότηση, κατόπιν των συμφωνιών του με τους εγκαλούντες για την πώληση των άνω υπό κοινή διαχείριση μετοχών δεν είχε ουδεμία αμφιβολία για την αναλήθεια του περί πλαστογραφήσεως της εξουσιοδοτήσεως ισχυρισμού του. Δεν δικαιολογούνται αμφιβολίες από το ότι καταχωρήθηκαν στην άνω εξουσιοδότηση όλοι οι όροι υπό τους οποίους δεχόταν ο κατηγορούμενος να γίνει η πώληση των μετοχών της ΑΕΓΕΚ, κατά τα αναφερόμενα στα άλλα συμφωνητικά, που πριν από την υπογραφή της εξουσιοδότησης αυτής είχαν καταρτισθεί μεταξύ των εγκαλούντων και του κατηγορουμένου. Έγινε αντιληπτό από τα όσα ανέφεραν κατά την εξέταση των προαναφερθέντων μαρτύρων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ότι η επίμαχη εξουσιοδότηση θα περιερχόταν και θα γινόταν γνωστό το περιεχόμενο της σε τρίτους και για λόγους που αφορούσαν τους εγκαλούντες και τον κατηγορούμενο δεν έπρεπε να καταστούν γνωστές στους τρίτους οι ειδικότερες συμφωνίες των, όσον αφορά την πώληση ολοκλήρου του πακέτου των μετοχών της ΑΕΓΕΚ που κατείχαν οι εγκαλούντες και ο κατηγορούμενος και τελούσε υπό κοινή διαχείριση. Περιέχεται δήλωση του κατηγορουμένου στηναναγνωσθείσα....... πράξη καταθέσεως εγγράφων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βικτορίας συζύγου Θωμά Παπαευαγγέλου σε σχέση με τα μνημονευόμενα έγγραφα που έχουν δηλώσεις του και ιδιωτικά συμφωνητικά φερόμενα ως μέλλοντα να υπογραφούν από τον ίδιο και τους εγκαλούντες. Κατά τη δήλωση του, αυτά που γράφονταν στα κατατιθέμενα έγγραφα ήταν προϊόντα κατασκευής των αντισυμβαλλομένων του εγκαλούντων, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική βούλησή του και στην αλήθεια, αλλά ότι τις θεωρεί τις δηλώσεις και τις συμφωνίες που θα υπογραφούν, παράνομες και άκυρες για πολλούς λόγους και ιδίως διότι είναι προϊόντα συμπεριφοράς των αντισυμβαλλομένων του έναντι αυτού απατηλής, καταναγκασμού της πραγματικής βούλησής του, αντίθετες στο έπακρο στα χρηστά ήθη, δεσμευτικές κατά τρόπο υπερβολικό της ελευθερίας του προσώπου του και αισχροκερδείς σε βάρος του σε μέγιστο βαθμό, που επιφυλάσσεται να αποδείξει στο μέλλον και ότι η αληθινή βούλησή του είναι ότι οι πιο πάνω απαιτήσεις του κατά των εγκαλούντων είναι καθ' ολοκληρίαν βάσιμες και υπαρκτές και το ποσό που συμφωνείται να λάβει κατόπιν των αναφερομένων συμφωνιών, που διαλαμβάνονται στα κατατεθειμένα έγγραφα, αποτελεί ασήμαντο μέρος αυτών των απαιτήσεων του και σαν τέτοιο θα το εισπράξει για κάλυψη ανελαστικών, επιτακτικών και ανεπίδεκτων αναβολής αναφερομένων οικονομικών υποχρεώσεων του και ότι διατηρεί στο ακέραιο τα δικαιώματα του να αξιώσει από τους εγκαλούντες το υπόλοιπο μέγιστο μέρος του όλου ποσού αυτών για τις αιτίες που έχει επικαλεσθεί έως τώρα και για όσες άλλες δεν έχει επικαλεσθεί ή θα λάβει γνώση εκ των υστέρων. Δεν δικαιολογείται καθόλου από αυτή τη μεταγενέστερη δήλωση του κατηγορουμένου ότι εκείνος δεν εγνώριζε την αναλήθεια ή ότι είχε αμφιβολίες για την αλήθεια σε σχέση με όσα ισχυρίσθηκε στη δίκη επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και με το έγγραφο σημείωμα για τους εγκαλούντες ότι είχαν πλαστογραφήσει την άνω από 5.1.1998 εξουσιοδότηση που είχε υπογράψει για προώθηση από τον πρώτο εγκαλούντα της πώλησης των αναφερομένων σ' αυτή μετοχών. Η εκ των προτέρων στις 30.8.1999 αμφισβήτηση από τον κατηγορούμενο και της δηλώσεως του, την οποία θα υπέγραφε υπό ημερομηνία 31.8.1999 και με την οποία επιβεβαίωνε ότι είχε υπογραφεί από τον ίδιο η από 7.1.98 εξουσιοδότηση του προς τον πρώτο εγκαλούντα για την πώληση δεσμευμένων μετοχών της ΑΕΓΕΚ και ότι ήταν γνήσια και αληθής η θεώρηση της γνησιότητας της υπογραφής του αυτής από το Αστυνομικό Τμήμα Χολαργού και ότι οι αμφισβητήσεις του σχετικά με την ημερομηνία της θεώρησης της υπογραφής του, καθώς και ότι η αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής του στην άνω εξουσιοδότηση με το υποβληθέν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών σημείωμα του επί της από 4.9.1999 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων οφείλονταν σε παρανόηση και δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα είναι ενδεικτική της μεθοδεύσεως του κατηγορουμένου να μπορέσει να εισπράξει το επί πλέον ποσό που δέχθηκαν οι εγκαλούντες να του καταβληθεί επί πλέον όσων είχε λάβει μετά την πώληση των άνω μετοχών του και πλήρη γνώση του ως προς το αναληθές του άνω ισχυρισμού που είχε διατυπώσει εναντίον των εγκαλούντων στην προαναφερθείσα δίκη ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών για το ότι είχαν πλαστογραφήσει αυτοί την προαναφερθείσα εξουσιοδότηση. Αποδεικνύεται από τα παραπάνω ότι ο κατηγορούμενος ως μέσο επιδίωξης για την είσπραξη μεγαλύτερων ποσών από τους εγκαλούντες, πέραν των όσων του είχαν δοθεί από αυτήν την πώληση των άνω μετοχών του, δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει και καταγγελίες για αξιόποινες πράξεις που ισχυριζόταν ότι είχε διαπράξει σε βάρος του οι εγκαλούντες παρά το ότι εγνώριζε ότι τα περιστατικά γι' αυτές δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και ότι ο κατηγορούμενος είχε γνώση της αναληθείας των ψευδών γεγονότων σε σχέση με τα όσα ισχυρίσθηκε για την πλαστογράφηση της άνω εξουσιοδοτήσεως εκ μέρους των εγκαλούντων, καθ' όσον συνδεόταν αναπόσπαστα με το πρόσωπο του ιδίου, που ήταν αυτός που είχε υπογράψει την εξουσιοδότηση προς τον πρώτο εγκαλούντα για να ενεργήσει για να πωληθούν οι άνω μετοχές της ΑΕΓΕΚ ΑΕ. Τα πιο πάνω αναληθή περιστατικά που υποστήριξε στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων και διέλαβε στο κατατεθέν έγγραφο σημείωμα του υπό τις άνω περιστάσεις διατυπώσεως αυτών σε βάρος των εγκαλούντων, ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος θέλοντας να τα θέσει υπόψη τρίτων εν γνώσει της αναληθείας των και ειδικότερα ενώπιον του δικάσαντος δικαστή, από τον οποίο είχε συγκροτηθεί το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και των δικηγόρων των διαδίκων στη δίκη εκείνη, που έλαβαν γνώση αυτών. Ήταν δε τα άνω ψευδή γεγονότα ικανά να βλάψουν την τιμή και τη υπόληψη των εγκαλούντων που τους εμφάνιζε ως δράστες εγκλήματος περί τα υπομνήματα από κοινού. Συνέτρεχαν επομένως όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης που τέλεσε ο κατηγορούμενος με την άνω συμπεριφορά του και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτός της αποδιδόμενης πράξεως. Αντίθετα πρέπει να απορριφθούν από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου προβλήθηκαν ότι η άνω συμπεριφορά του συνιστούσε μόνον απλή δυσφήμηση, καθώς και του ότι είχε εφαρμογή το άρθρο 367 παρ. 1 περ. γ' Π.Κ. και αιρόταν το άδικο της πράξης του από το ότι από δικαιολογημένο ενδιαφέρον τα υποστήριξε τα ανωτέρω, λόγω του ότι επλήττοντο οικονομικά του συμφέροντα από τη χρήση της άνω εξουσιοδοτήσεως. Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα -κατηγορούμενο ένοχο για συκοφαντική δυσφήμηση και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών (φυλάκιση 8 μηνών για την συκοφαντική δυσφήμηση κάθε παθόντος), την οποία ανέστειλε επί μία τριετία. Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος για το οποία καταδικάστηκε, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 363 - 362 του Ποινικού Κώδικα, που εφάρμοσε. Ακόμη, προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, αρκεί ότι τα εξετίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, η ως άνω απαιτούμενη αιτιολογία εκτείνεται και στην απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, με τους οποίους αυτός διατείνεται ότι η πράξη του έχει τον χαρακτήρα της απλής δυσφημήσεως και ότι στην πράξη του αυτή οδηγήθηκε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 3 ΚΠοινΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παρασταντων νομίμως ως πολιτικώς εναγόντων (αρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5 Ιουνίου 2007 αίτηση του χ1, για αναίρεση της 3950/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών Πλημμελημάτων. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παρασταντων νομίμως ως πολιτικώς εναγόντων ψ2 και ψ1, την οποία προσδιορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Μαΐου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ