Θέμα
Γαίες, Δημόσια κτήματα, Ερημοδικία , Κλήτευση .
Περίληψη:
Ερημοδικία αναιρεσιβλήτου. Δικάζεται ωσεί παρών αν ο επισπεύδων αναιρεσείων έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο της αναίρεσης με κλήση προς συζήτηση. Αναιρετικός λόγος για μη κήρυξη ακυρότητας (αριθμ. 14 αρθρ. 559 Κ.Πολ.Δ.). Έννοια ακυρότητας. Δικονομική βλάβη. Δημόσιες γαίες κατά τον Οθωμανικό Νόμο περί Γαιών. Πώς οι αγροί (και μόνον) περιέρχονταν στους ιδιώτες με δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεταρτούφ) και εντεύθεν στην κυριότητα τους μετά την Απελευθέρωση. Σχετικές διατάξεις. Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1, 8, 11 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι. Έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Δεν ελέγχεται κατά το άρθρο 559 αρ. 20 για παραμόρφωση του περιεχομένου της. Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου κατ΄ άρθρον 561 § 1 Κ.Πολ.Δ. (Επικυρώνει Εφ.Θεσσ. 2828/2009).
Αριθμός 1027/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Κ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βάννα Τσιορβά.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., και 2) Ι. Μ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 13/12/1996 αγωγή και από 4/5/2001 κύρια παρέμβαση της ήδη 2ης αναιρεσίβλητης και τις από 5/2/2001 αγωγή και από 5/3/2001 κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Επί της αρχικής αγωγής εκδόθηκε η 33675/1997 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου και στη συνέχεια εκδόθηκαν οι παρακάτω αποφάσεις με τις οποίες συνεκδικάστηκαν οι ως άνω αγωγές και κύριες παρεμβάσεις: 8945/2002, 20189/2007 μη οριστικές, 20467/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2828/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17/11/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 11/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική του δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568§4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, η δεύτερη αναιρεσίβλητη δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η οποία είχε οριστεί μετά από αναβολή εκ του πινακίου από τη δικάσιμο της 29-11-2013 επίσης ορισθείσα μετά από αναβολή εκ του πινακίου από την αρχική δικάσιμο της 20-3-2013 που είχε ορισθεί, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. 9564/8-2-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..., την οποία ο αναιρεσείων προσκομίζει και επικαλείται, ο τελευταίος επέδωσε στην αναιρεσίβλητη, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος της 20-3-2013 προς συζήτησή της, και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού δε η αναβολή εκ του πινακίου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 575, 226 παρ.4 εδ.γ' και δ' ΚΠολΔ), το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία της κλητευθείσης, ως ανωτέρω, αναιρεσίβλητης.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αρ.14 του ΚΠολΔ δημιουργείται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, κατά δε το άρθρο 159 του ίδιου ΚΠολΔ η παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα την οποία απαγγέλλει το δικαστήριο 1)αν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, 2)αν για την παράβαση αυτή επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφηση, και 3)σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στον διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Ως βλάβη κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης θεωρείται η δικονομική, εκείνη δηλαδή που αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων του διαδίκου που προβλέπονται από τον ΚΠολΔ, και δημιουργείται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως μόνο αν το δικαστήριο της ουσίας ενώ δέχεται ότι επήλθε τέτοια βλάβη, εν τούτοις δεν κήρυξε ακυρότητα, ή αν ενώ δέχεται ότι δεν υπάρχει τέτοια βλάβη κηρύσσει την ακυρότητα.
Εν προκειμένω από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα: Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης εισήχθησαν και συνεκδικάστηκαν ως συναφείς α) η από 5-2-2001 αναγνωριστική αγωγή του αναιρεσείοντος Α. Κ. κατά του πρώτου αναιρεσιβλήτου Ελληνικού δημοσίου, που αφορούσε ένα ακίνητο, εμβαδού 6757 τ.μ., βρισκόμενο στο ... του Δήμου Χορτιάτη Ν. Θεσσαλονίκης, β) η από 13-12-1996 αναγνωριστική αγωγή της δεύτερης αναιρεσίβλητης Ι. Μ. κατά του πρώτου αναιρεσιβλήτου (Ελληνικού Δημοσίου), που αφορούσε μέρος του ως άνω ακινήτου, εμβαδού 2010 τ.μ., γ)η από 5-3-2001 κύρια παρέμβαση του αναιρεσείοντος και δ)η από 4-5-2001 κύρια παρέμβαση της δεύτερης αναιρεσίβλητης, κατά των αρχικών διαδίκων, αντίστοιχα, στη δίκη που ανοίχθηκε με τις ως άνω αγωγές και οι οποίες (κύριες παρεμβάσεις) αφορούσαν τα ίδια επίδικα ακίνητα. Επί των ανωτέρω αγωγών και παρεμβάσεων εκδόθηκε εν τέλει η υπ' αριθμ.20467/2008 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία και αφού ανακλήθηκε εν μέρει η αρχική υπ' αριθμ.8945/2002 παρεμπίπτουσα απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία είχαν κριθεί νόμιμες οι αγωγές και οι παρεμβάσεις και είχαν ταχθεί αποδείξεις, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η παρέμβαση της δεύτερης αναιρεσίβλητης Ι. Μ. επειδή δεν είχε ιδιαίτερο αίτημα παροχής έννομης προστασίας, ανεστάλη η εκδίκαση της παρέμβασης του αναιρεσείοντος Α. Κ. λόγω εκκρεμοδικίας, που προέκυπτε από την ιδίου περιεχομένου εκκρεμούσα αγωγή του, και έγιναν εν μέρει δεκτές οι ένδικες αγωγές του αναιρεσείοντος και της δεύτερης αναιρεσίβλητης κατά του Ελληνικού δημοσίου. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, από το άρθρο 559 αρ.14 του ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν κήρυξε άκυρη εν μέρει την υπ' αριθμ. 27620/2002 έκθεση εξετάσεως μαρτύρων, ως πράξη της αποδεικτικής διαδικασίας, και ειδικότερα ως προς τη συμμετοχή σ' αυτήν της δεύτερης αναιρεσίβλητης Ι.Μ., της οποίας και όπως προαναφέρθηκε η παρέμβαση στη δίκη μεταξύ του αναιρεσείοντος - ενάγοντος και του αναιρεσιβλήτου - εναγομένου Ελλ. Δημοσίου είχε αρχικά, με την υπ' αριθμ.8945/2002 μη οριστική, περί αποδείξεων, απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κριθεί παραδεκτή, εν συνεχεία δε, με την υπ' αριθμ. 20467/2008 οριστική απόφαση του ίδιου (πρωτοβάθμιου) δικαστηρίου, καθώς και με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, γεγονός που, κατά τον αναιρεσείοντα, καθιστά άκυρη τη συμμετοχή της αναιρεσίβλητης, ως παρεμβαίνουσας, στην ως άνω αποδεικτική διαδικασία. Ο προβαλλόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού το Εφετείο δεν δέχεται, ούτε άλλωστε ο αναιρεσείων επικαλείται, ότι η κατά τα ανωτέρω συμμετοχή της αναιρεσίβλητης στην αποδεικτική διαδικασία προκάλεσε στον αναιρεσείοντα βλάβη που δεν μπορεί άλλως να αποκατασταθεί παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, όπως απαιτεί η προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 159 περ.3 του ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή εν προκειμένω, ώστε από την μη κήρυξη της ακυρότητας αυτής να δημιουργείται ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" τις 7 Ραμαζάν 1274, του οποίου οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα δικαιώματα ιδιωτικής φύσεως διατηρήθηκαν σε ισχύ στις Νέες χώρες με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 147/1914, η κυριότητα των αγρών ανήκει στο δημόσιο, η παραχώρησή τους δε στους ιδιώτες γίνεται με τη χορήγηση τίτλου (ταπίου), με το οποίο παρέχεται σε αυτούς δικαίωμα όχι κυριότητας, αλλά διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Από δε το άρθρο 78 του ίδιου νόμου "περί γαιών", σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 των οδηγιών "περί εγγράφων ταπίων" της 7 Σαμπάν 1276, συνάγεται ότι για την κτήση του δικαιώματος εξουσιάσεως αρκεί μόνη η πραγματική κατάσταση της κατοχής και καλλιέργειας του αγρού από εκείνον που εξουσιάζει αυτόν για χρονικό διάστημα δέκα ετών, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση και χωρίς να απαιτείται και η έκδοση, επ' ονόματι αυτού, τίτλου (ταπίου), ο οποίος είναι απλώς αποδεικτικό μέσο και όχι συστατικό στοιχείο. Την κτήση αυτή του δικαιώματος, εξουσιάσεως με δεκαετή κατοχή του αγρού αναγνώρισε και το υπ' αριθ. 2468 διάταγμα της προσωρινής κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης (άρθρο 2), το οποίο κυρώθηκε με το ν.1072/1917 και ο ν.2052/1920 (άρθρο 50), εφόσον η 10ετία έχει συμπληρωθεί μέχρι 20 Μαΐου 1917. Από τις προεκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 8, 9, 24, 30, 61 και 71 του αυτού ως άνω νόμου "περί γαιών" προκύπτει ότι το προμνησθέν άρθρο 78 έχει εφαρμογή μόνο επί καλλιεργησίμων γαιών και όχι επί βοσκοτόπων και δασών, τα οποία εξουσιάζονται μόνον με ταπί. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 49 παρ.1 του ν.2052/1920 σ' αυτούς που είχαν το παραπάνω δικαίωμα συνεχούς εξουσιάσεως παραχωρήθηκε κατά τα 4/5 εξ αδιαιρέτου το δικαίωμα κυριότητας που ανήκε εξ ολοκλήρου στο δημόσιο και μάλιστα από 20-5-1917 αυτοδικαίως αποκτήθηκε το δικαίωμα αυτό, στη συνέχεια δε με τα άρθρα 101-114 του Δ/τος της 11/12-11-1929, που εκδόθηκε μετά από εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 4226/1929, παραχωρήθηκε σ' αυτούς και το υπόλοιπο 1/5 εξ αδιαιρέτου και έτσι αυτοί που είχαν αποκτήσει δικαίωμα συνεχούς εξουσιάσεως από μία δεκαετία μέχρι 20-5-1917 χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, έγιναν καθ' ολοκληρίαν κύριοι του ακινήτου (ΑΠ 523/2000). Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ.1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο, εξετάζοντας την υπόθεση κατ' ουσίαν, εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή δεν εφαρμόζει κανόνα του οποίου δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αρ.19 του ίδιου άρθρου 559 δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα: "Τα ακίνητα των οποίων οι ενάγοντες [αναιρεσείων και δεύτερη αναιρεσίβλητη] ζητούν να αναγνωριστούν κύριοι κείνται στην περιοχή "Μεσελίκ", που σημαίνει μικρός Δρυότοπος, της κτηματικής περιοχής του Δημοτικού Διαμερίσματος ... του Δήμου Χορτιάτη Ν.Θεσσαλονίκης. Η περιοχή αυτή είναι ορεινή με έντονο ανάγλυφο, το οποίο αυλακώνεται από βαθειά ρέματα και αποτελεί τμήμα της ορεινής λεκάνης απορροής του χειμάρρου Ξηροποτάμου. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν δασικές εκτάσεις, υπήρχαν όμως και αγροτικές εκτάσεις που καταλάμβαναν τα πιο εύφορα και ισόπεδα εδάφη αυτής, τα οποία οι κάτοικοι του χωριού ... καλλιεργούσαν ανέκαθεν. Το ακίνητο, εμβαδού 2.010 τ.μ. που η ενάγουσα Ι. Μ. ζητεί να αναγνωρισθεί κυρία εμπίπτει -ταυτίζεται εν μέρει- στο ακίνητο του οποίου ο ενάγων Α. Κ. ζητεί να αναγνωρισθεί κύριος με τη συνεκδικαζόμενη αγωγή του. Τα επίδικα έχουν υψόμετρο 400-430 μ., έκθεση βόρεια με κλίση 15-20%, ενώ προς το τμήμα του ρέματος η κλίση αυτή φθάνει έως και 60-70%. Το έδαφος των επιδίκων είναι ως επί το πλείστον αβαθές, εν μέρει με περιορισμένο βάθος, ενώ σε κάποια σημεία φαίνεται το μητρικό του πέτρωμα. Τα επίδικα βρίσκονται σε απόσταση 200 μ. περίπου από τα όρια του προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού του ... του οποίου οι κάτοικοι είναι γηγενείς. Το ακίνητο 6.757 τ.μ. [στο οποίο εμπίπτει και το ακίνητο της β' αγωγής] συνορεύει βόρεια και ανατολικά με δημόσια δασική έκταση, νότια και δυτικά με μη δασικού χαρακτήρα έκταση. Τα επίδικα ακίνητα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας αλλά και μετέπειτα λόγω της ορεινής τους μορφής ήταν ακάλυπτα εν μέρει και εν μέρει καλύπτονταν από πολύ αραιή θαμνώδη βλάστηση πρίνου με ελάχιστα άτομα δρυός προς τη μεριά του ρέματος. Την ίδια κατάσταση είχαν και κατά το χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις Νέες Χώρες. Λόγω της συστάσεως του εδάφους και της κλίσης τους, τα επίδικα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας δεν καλλιεργούνταν. Αλλά και μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας και κατά το χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις "Νέες Χώρες", στις οποίες ανήκει ο Ν. Θεσσαλονίκης, και εφεξής, ομοίως δεν καλλιεργήθηκαν αυτά. Ειδικότερα, μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο της κατοχής λόγω του ότι ήταν κοντά στο χωριό ... οι κάτοικοι αυτού την ελάχιστη θαμνώδη βλάστηση την ξύλευσαν για τις οικιακές ανάγκες. Σε αεροφωτογραφία του έτους 1945 τα επίδικα εμφανίζονται γυμνά, χωρίς ίχνος πρόσφατης ή παλαιότερης καλλιέργειας και χωρίς ύπαρξη φυσικών ή τεχνικών ορίων. Στη συνέχεια, σε αεροφωτογραφία των ετών 1960 και 1988 εμφανίζονται άτομα πρίνου σε ποσοστό 15-25% χωρίς ίχνη καλλιέργειας πρόσφατης ή παλαιότερης, χωρίς φυσικά ή τεχνητά όρια που να της προσδίδουν εικόνα καλλιεργημένου αγρού. Τα επίδικα ακίνητα που ανήκαν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών, ενόψει της θέσης και του άγονου εδάφους, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι 20-5-1917 δεν εξουσιάζονταν από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων ή τρίτους. Ουδέποτε κατά το διάστημα αυτό ή μεταγενέστερα καλλιεργήθηκαν από αυτούς. Ουδέποτε παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες από το Τουρκικό Δημόσιο με δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως [τεσσαρούφ] ούτε είχαν ποτέ καλλιεργηθεί. Τα επίδικα αποτελούσαν ανέκαθεν δημόσιες γαίες και ανήκαν κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου "περί γαιών" της 7 Ραμαζάν 1274 στο Τουρκικό Δημόσιο και ως τέτοιες [Δημόσιες γαίες] περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου βάσει του άρθρου 60 παρ.1 της δια του από 25-8-1923 ν. δ. κυρωθείσας συνθήκης της Λωζάννης ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου και κατέστησαν έκτοτε ανεπίδεκτα χρησικτησίας. Οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων δεν απέκτησαν στα επίδικα ακίνητα δικαίωμα εξουσιάσεως, το οποίο στη συνέχεια βάσει του αριθμ. 2468/20-5-1917 Διατάγματος της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης και του ν. 2052/1920 μετατράπηκε σε δικαίωμα πλήρους και αμετάκλητης κυριότητας.
Α. Η κρίση αυτή περί ανυπαρξίας δικαιώματος εξουσιάσεως των απωτάτων δικαιοπαρόχων των εναγόντων δεν αναιρείται από την εγγραφή του Τουρκικού Προχείρου Φορολογικού Βιβλίου του χωριού ... του έτους 1323 [καθ' ημάς 1907], με αύξον. αριθμ. ..., αριθμ. μετώπ. 55, είδος ακινήτου αμπελότοπος, ποιότης γ' , με έκταση 1 στρέμμα και ένα αυλάκι και σύνορα Χ. Γ., Δ., Α. και Α. και όνομα εξουσιαστού Α. γιος Α. Τ.. Η εγγραφή αυτή, που δεν αποτελεί τίτλο ιδιοκτησίας, δεν προκύπτει ότι αφορά το επίδικο, αφού χωρίς διαστάσεις, εξάρτηση από δίκτυο αναφοράς, τοπογραφικά διαγράμματα ή επώνυμα ομόρων ιδιοκτητών είναι αδύνατο να εφαρμοσθεί στο έδαφος, ως προς το σχήμα και ως προς την ακριβή θέση του ακινήτου που αφορά, αλλά μια τέτοια εγγραφή μπορεί να εφαρμοσθεί και σε άλλα ακίνητα. Το ίδιο δέχεται και ο διορισθείς πραγματογνώμονας Ν. Ι., ο οποίος, ενώ αναγράφει στην έκθεσή του ότι δεν είναι δυνατόν από την περιγραφή της φορολογικής εγγραφής να προσδιορισθεί το σχήμα, η μορφή που είχε το επίδικο και η ακριβής θέση νιου, παρόλα αυτά, συλλέγοντας μαρτυρία τρίτου προσώπου ονόματι Θ. Χ., τον οποίο εξέτασε, χωρίς να του έχει επιτραπεί από το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της κρίσης του η χρήση μαρτυριών τρίτων προσώπων, και επιπλέον δεχόμενος ότι με το αναγραφόμενο όνομα συνορίτη "Δ." της εγγραφής υπολαμβάνεται ο πατέρας του Δ., ο Σ. Π., ήτοι προφανώς κατ' αυτόν πρόκειται για λάθος του υπαλλήλου του Τουρκικού Κράτους η αναγραφή του "Δ." αντί Σ., καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εγγραφή αυτή αφορά το επίδικο [αριθμ. έκθ. κατ. 45032/1006], το οποίο ήταν αμπελότοπος και συνεπώς καλλιεργείτο κατά την Τουρκοκρατία. Τα παραπάνω όμως καθιστούν το συμπέρασμά του αυτό επισφαλές. Ούτε οι προταθέντες από την ενάγουσα Ι. Μ. μάρτυρες μπορούν να στηρίξουν αντίθετη κρίση. Οι καταθέσεις των μαρτύρων αυτών, εκ των οποίων μάλιστα ο Α. Λ. ή Μ. διεκδικεί και ο ίδιος από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δέκα ακίνητα που βρίσκονται στην αυτή με το επίδικο περιοχή, που αναφέρουν πράξεις εξουσιάσεως [καλλιέργειας] του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας επί του επιδίκου αναγόμενες στη δεκαετία πριν από την 20η Μαΐου 1917 τουλάχιστον, ελέγχονται ως μειωμένης αξιοπιστίας, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη το πρόσθετο γεγονός ότι αυτοί γεννήθηκαν το έτος 1931, ώστε δεν ομιλούν εξ ιδίας αντιλήψεως. Αλλά και οι πράξεις καλλιέργειας που καταθέτουν για το μετέπειτα διάστημα καταρρίπτονται από το ζεύγος αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960 και 1988 όπου το ακίνητο φαίνεται γυμνό οιασδήποτε καλλιέργειας. Επίσης η ενάγουσα, ενώ επικαλείται ότι η δικαιοπάροχός της Α. χήρ. Γ. Β. είχε στην κυριότητά της το επίδικο ακίνητο βάσει της αριθμ. .../1943 δημόσιας διαθήκης, δεν την προσκομίζει έτσι ώστε να διαπιστωθεί αν αυτό περιέχεται στα κληρονομιαία ακίνητα και έτσι έστω και εμμέσως να συναχθεί εξουσίαση σε παρελθόντα χρόνο. Απεναντίας, στην αριθμ. .../11-4-1983 δημόσια διαθήκη της Α. χηρ. Β. με την οποία καταλείπεται στην ενάγουσα το επίδικο και ένα οικόπεδο, ενώ δηλώνεται για το τελευταίο [οικόπεδο] ως τρόπος περιέλευσης η αριθμ. .../12-12-194-3 δημόσια διαθήκη, για το επίδικο δεν αναγράφεται κάτι τέτοιο, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι αυτό δεν περιέχονταν στη διαθήκη αυτή. Κατά τις επικρατούσες τότε μακροχρόνιες συνήθειες στα χωριά ο διαθέτης όταν συνέτασσε διαθήκη περιλάμβανε όλα τα ακίνητά του. Επίσης, δεν συμβιβάζονταν με τα κρατούντα τότε συναλλακτικά ήθη ο σύζυγος να δωρίζει άτυπα στη σύζυγό του, με την οποία εξακολουθεί να συμβιώνει, ακίνητο, όπως εδώ επικαλείται η ενάγουσα ότι ο Α. Τ., εξουσιάζοντας το ακίνητο από το 1902, το έτος 1917 το δώρησε ατύπως στη σύζυγό του Ε. Τ.. Απ' όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι στο επίδικο ακίνητο ουδεμία πράξη εξουσιάσεως έλαβε χώρα κατά τα έτη 1902-1917, αλλά και μεταγενέστερα δεν μεσολάβησε οποιαδήποτε πράξη νομής από τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας. Για πρώτη φορά το ακίνητο αυτό εμφαίνεται στην αριθμ. .../11-4-1983 δημόσια διαθήκη όταν πλέον τα ακίνητα της περιοχής είχαν αρχίσει να αποκτούν οικονομική αξία.
Β. Περαιτέρω, αντίθετη κρίση δεν μπορεί να στηριχθεί στις εγγραφές του Τουρκικού Πρόχειρου Φορολογικού Βιβλίου που επικαλείται ο ενάγων Α. Κ. [αριθμ. έκθ. κατάθ. αγωγ. 5351/2001]. Οι εγγραφές αυτές με αύξοντα αριθμ. 1025 και 1026 εκτάσεως 3 και ενός στρεμμάτων [=3.672 τ.μ.] που δεν αποτελούν τίτλους ιδιοκτησίας, δεν προκύπτει σε βαθμό δικανικής πεποιθήσεως ότι αφορούν το επίδικο ακίνητο εμβαδού 6.757 τ.μ., αφού η εφαρμογή τους στο έδαφος είναι αδύνατη ώστε να προσδιορισθεί το σχήμα και η ακριβής θέση αυτού. Τέτοιες εγγραφές μπορούν με τον τρόπο εφαρμογής που επικαλούνται οι πραγματογνώμονες να εφαρμοσθούν και σε άλλα ακίνητα της ευρύτερης περιοχής. Οι διορισθέντες με την αριθμ. 8945/2002 προδικαστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στους οποίους απαγορεύθηκε από το Δικαστήριο να χρησιμοποιήσουν πληροφορίες διαδίκων και τρίτων, ενώ τονίζουν στην έκθεση που συνέταξαν ότι από τις εγγραφές αυτές δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί το σχήμα του ακινήτου και η ακριβής θέση του, παρόλα αυτά, χρησιμοποιώντας και αυτοί ανεπίτρεπτα και συλλέγοντας μαρτυρία τρίτου προσώπου ονόματι Θ. Χ., καταλήγουν ότι η έκταση [6.757 τ.μ.] που διεκδικεί ο ενάγων προέρχεται [αυτολεξεί πραγματογνωμοσύνης] "α]Από τη συνένωση δύο κτημάτων του Α. γιου Σ. Τ. με αύξ. αριθμ. 1025 και 1026, έκτασης 3.672 τ.μ. το σχήμα των κτημάτων αυτών ... δεν μπορεί δυστυχώς να προσδιορισθεί, β]από τη συνένωση του κτήματος με αύξ. αριθμ. ... ... γ] από τη συνένωση του κτήματος του Σ. γιου Δ. Π. με αυξ. 1027 ... 918 τ. μ. καθώς και κτήμα από το κτήμα του Π. ...", χωρίς να απαντούν και με τη συμπληρωματική τους πραγματογνωμοσύνη στο ερώτημα ποιο τελικά είναι το τμήμα του επιδίκου που αφορούν οι εγγραφές αυτές και πού εντοπίζεται αυτό, παρατηρήσεις που καθιστούν επισφαλή τη γνωμοδότησή τους. Οι καταθέσεις των μαρτύρων που με επιμέλεια του ενάγοντος Α. Κ. εξετάσθηκαν και οι οποίοι αναφέρουν πράξεις εξουσιάσεως [καλλιέργειας] των δικαιοπαρόχων του επί του επιδίκου, αναγόμενες στη δεκαετία πριν από την 20η Μαΐου 1917 τουλάχιστον, ελέγχονται ως μειωμένης αξιοπιστίας, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι γεννήθηκαν κατά τα έτη 1922 και 1929, ώστε δεν ομιλούν εξ ιδίας αντιλήψεως αλλ' επικαλούνται αμφίβολης ακρίβειας διηγήσεις παλαιότερων προσώπων. Επίσης, είναι απορίας άξιο η σύζυγος, η θυγατέρα και ο υιός [ενάγων], ενώ αποδέχονται με την αριθμ. .../26-8-1966 πράξη του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Βαβατσιούλα τα κληρονομιαία ακίνητα του αποβιώσαντος στις 25-10-1965 συζύγου και πατέρα τους, παραλείπουν να συμπεριλάβουν το επίδικο που έχει τόση μεγάλη έκταση στα κληρονομιαία ακίνητα, για το οποίο προβαίνουν σε συμπληρωματική δήλωση αποδοχής μόλις το έτος 1982. Ενισχυτικά όλων των παραπάνω, ήτοι της έλλειψης δικαιώματος εξουσιάσεως έως 20-5-1917 και νομής αργότερα επί του επιδίκου είναι και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέδειξε στο 6° συνεργείο Δασικού Κτηματολογίου ακίνητο του οποίου η έκταση ανέρχεται σε 5.927,17 τ.μ, ενώ στον τοπογράφο μηχανικό Χ. Μ. και στον Α. Ν. υπέδειξε όρια ακινήτου με έκταση 6.757 τ.μ. και επικαλείται φορολογικές εγγραφές που αφορούν δύο ακίνητα συνολικού εμβαδού 3.674 τ. μ. Όλα τα παραπάνω ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι στο επίδικο ακίνητο ουδεμία πράξη εξουσιάσεως έλαβε χώρα κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ή τουλάχιστον για μία δεκαετία έως 20-5-1917, αλλά και μεταγενέστερα δεν μεσολάβησε οποιαδήποτε πράξη νομής από τους δικαιοπαρόχους του και τον ίδιο. Για πρώτη φορά το ακίνητο αυτό εμφανίζεται στις αριθμ. ... και .../1982 συμπληρωματικές δηλώσεις αποδοχής, όταν πλέον τα ακίνητα της περιοχής έχουν αρχίσει να αποκτούν αξία. Μετά τις σκέψεις αυτές, οι συνεκδικαζόμενες αριθμ. έκθ. κατάθεσης 45032/16-12-1996 και 5351/2001 αγωγές είναι απορριπτέες ως ουσία αβάσιμες γιατί αποδείχθηκε ότι τα ακίνητα υπήρξαν ανέκαθεν δημόσιες γαίες και επί Τουρκοκρατίας ως ανήκοντα στην κατηγορία των δημοσίων γαιών, ουδέποτε παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες από το Τουρκικό Δημόσιο με δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης ούτε είχαν ποτέ καλλιεργηθεί επί δεκαετία τουλάχιστον πριν από 20-5-1917 και συνεπώς η κυριότητά τους περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου Ελληνικού δημοσίου κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 20467/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε δεχθεί τα αντίθετα, και απέρριψε κατ' ουσίαν την ένδικη αναγνωριστική αγωγή του αναιρεσείοντος Α. Κ. (και εκείνην της δεύτερης αναιρεσίβλητης Ι. Π.) κατά του ελληνικού δημοσίου, η οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή πρωτοδίκως (ανωτ. υπό ΙΙ). Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ότι δηλαδή το επίδικο ακίνητο κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, αλλά και μετέπειτα, κατά τον χρόνο εισαγωγής της ελληνικής νομοθεσίας στις Νέες Χώρες, λόγω της περιγραφόμενης ορεινής του μορφής ήταν ακάλυπτο εν μέρει και εν μέρει καλύπτονταν από πολύ αραιή θαμνώδη βλάστηση πρίνου, με ελάχιστα άτομα δρυός προς το μέρος του ρέματος, ότι λόγω της επίσης περιγραφόμενης συστάσεως του εδάφους και της κλίσης του το επίδικο ουδέποτε κατά τους ανωτέρω χρόνους καλλιεργήθηκε, ούτε παραχωρήθηκε σε ιδιώτες (δικαιοπαρόχους των εναγόντων ή τρίτους) από το Τουρκικό δημόσιο με δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), ανήκοντας ανέκαθεν, ως δημόσια γαία, στο Τουρκικό κράτος κατά το άρθρο 3 του Οθωμ.ΝπΓ της 7 Ραμαζάν 1274 και ως τέτοια (δημόσια γαία) περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου βάσει του άρθρου 60 παρ.1 της Συνθήκης της Λωζάννης, που κυρώθηκε με το από 25-8-1923 ν.δ., ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου, και κατέστη έκτοτε ανεπίδεκτο χρησικτησίας, και ότι επομένως οι δικαιοπάροχοι του αναιρεσείοντος και ο τελευταίος δεν έγιναν κύριοι του επιδίκου, όπως ισχυρίζονταν με την αγωγή του, δεν παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις ανωτέρω και τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσης παραγράφου ουσιαστικές διατάξεις, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς ή (και) αντιφατικές αιτιολογίες, αφού υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες τόσον ως προς τη μορφή του επιδίκου όσον και ως προς την μη περιέλευσή του στους δικαιοπαρόχους του αναιρεσείοντος και στον τελευταίο, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής, ως ανωτέρω, εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους δεύτερον και έκτο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς του, είναι αβάσιμα.
IV. Ο αναιρετικός λόγος από τον αρ.11 περ.β' και γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αποδείξεις που προσκομίστηκαν, αποδεικτικά δηλαδή μέσα που οι διάδικοι προσκόμισαν και επικαλέστηκαν.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τις ρητώς μνημονευόμενες αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1960 και 1988 που αφορούσαν το επίδικο και τις οποίες είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι (την πρώτη μάλιστα από αυτές και ο ίδιος ο αναιρεσείων, όπως αναφέρει στο αναιρετήριο), καθώς και τα υπ' αριθμ. 47/1997 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο αναιρεσείων, και τις από 4-12-2006, αρχική, και 5-2-2008, συμπληρωματική, εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που είχε διαταχθεί πρωτοδίκως και τις οποίες (εκθέσεις) είχαν επίσης προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους τρίτον, τέταρτο και πέμπτο λόγους του αναιρετηρίου, από τον αρ.11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ότι δηλαδή το Εφετείο έλαβε υπόψη τις προρρηθείσες αεροφωτογραφίες χωρίς να τις έχει προσκομίσει και επικαλεστεί κανένας διάδικος, ενώ δεν έλαβε υπόψη τα λοιπά ως άνω αποδεικτικά μέσα (πρακτικό ειρηνοδικείου και εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης) που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο αναιρεσείων, είναι αβάσιμα. Κατά τα λοιπά ο ίδιος πέμπτος λόγος, καθόσον προσάπτεται με αυτόν η αναιρετική πλημμέλεια του αρ.20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της ανωτέρω συμπληρωματικής εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, στο αποδεικτικό της μέρος, είναι απαράδεκτος, αφού η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ως ίδιον αποδεικτικό μέσον, υποκείμενο στην εκτίμηση του δικαστηρίου, δεν αποτελεί έγγραφο κατά την έννοια του ειρημένου άρθρου 559 αρ.20 του ΚΠολΔ, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικώς για παραμόρφωση του περιεχομένου του, όπως απαράδεκτος κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ είναι ο ίδιος λόγος αναιρέσεως καθόσον πλήττεται με αυτόν η από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και δη των ανωτέρω εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης. Για τον ίδιο δε λόγο, ότι δηλ. πλήττεται με αυτόν η ουσιαστική και μόνον κρίση του Εφετείου, είναι απαράδεκτος και ο έβδομος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο και υπό την επίκληση των αριθμών 8 και 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι επί Τουρκοκρατίας κατά την κρατούσα πρακτική οι καλλιεργητές δήλωναν στο Πρόχειρο Τουρκικό Φορολογικό Βιβλίο μικρότερη επιφάνεια καλλιεργούμενης έκτασης ώστε να πληρώνουν αντιστοίχως μικρότερο φόρο, ισχυρισμός άλλωστε που δεν είναι ουσιώδης, και επομένως "πράγμα" κατά την έννοια του αρ.8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, και ότι ο ίδιος (αναιρεσείων) είχε προβάλει τον ισχυρισμό ότι στο επίδικο ανευρίσκονται μέχρι σήμερα υπολείμματα "ξερολιθιάς", τον οποίο, αποδεικνυόμενο, δεν έλαβε υπόψη το Εφετείο.
V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να μην επιδικασθεί όμως δικαστική δαπάνη εις βάρος του αναιρεσείοντος, ελλείψει σχετικού αιτήματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-11-2011 αίτηση του Α. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2828/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 7η Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ