Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Αναίρεση κατά βουλεύματος που παραπέμπει την κατηγορουμένη για κακουργηματική πλαστογραφία, με τη μορφή της νόθευσης. Επάρκεια αιτιολογίας ως προς την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Παραδεκτή η καθολική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αριθμός 1611/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ορισθέντα με τη με αριθμό 57/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1775/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Οκτωβρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1937/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 175/10.4.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ, την υπ'αριθμ. 234/29-10-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1775/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 2331/2005 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1, καθώς και τους μη ασκήσαντες αναίρεση Χ2 και Χ3, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι: α) Η αναιρεσείουσα Χ1, της πράξεως της πλαστογραφίας με την μορφή της νοθεύσεως, με σκοπό προσπορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα, το δε συνολικό επιδιωχθέν όφελος υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, β) ο Χ2, της ηθικής αυτουργίας στην εν λόγω πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας και γ) Η Χ3, της άμεσης συνέργειας στην ανωτέρω πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας. Κατά του παραπάνω βουλεύματος άσκησαν εφέσεις η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, καθώς και η Χ3. Οι εφέσεις αυτές απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμες με το υπ'αριθμ. 1775/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του εν λόγω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται πλέον η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 με την κρινόμενη αίτησή της, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη με θυροκόλληση την 10-10-2007, επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 155 Κ.Π.Δ. Στη συνέχεια επιδόθηκε την 19-10-2007 και στον διορισθέντα αντίκλητό της δικηγόρο Αθηνών Ανδρέα Μαρκόπουλο, η δε αίτηση ασκήθηκε την 29-10-2007, ημέρα Δευτέρα, ενώπιον του Γραμματέα Εφετών Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθμ. 234/29-10-2007 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και περαιτέρω να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ. όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και της ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και, περαιτέρω, σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως, αδιαφόρου όντος αν ο σκοπός επιτεύχθηκε (ΑΠ 1230/2007, ΑΠ 649/2007). Ειδικά νόθευση του εγγράφου αποτελεί η αλλοίωση της έννοιάς του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή αντικατάσταση λέξεων, αριθμών ή άλλων στοιχείων του. Υπό την μορφή αυτή της νοθεύσεως η πλαστογραφία διαπράττεται και από τον ίδιο τον εκδότη του γνήσιου εγγράφου, όταν αυτός μεταβάλει το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα, σε χρόνο κατά τον οποίο το έγγραφο έλαβε, σύμφωνα με τον προορισμό του, θέση σε κάποια έννομη σχέση ή άλλος απέκτησε δικαίωμα στη διατήρηση του αρχικού του κειμένου, υπό την προϋπόθεση όμως πάντοτε ότι η νόθευση του εγγράφου έγινε με σκοπό την παραπλάνηση άλλου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες (ΑΠ 156/2007, ΑΠ 722/1996). Η πλαστογραφία, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου 216 Π.Κ., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 α' Ν.2408/1996 και, στη συνέχεια, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 Ν.2721/1999, προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εάν, ως άμεσο αποτέλεσμα της πράξεώς του, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ ή διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, έστω και αν δεν επιτεύχθηκε τελικώς ο σκοπός του οφέλους ή της βλάβης του τρίτου. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' Π.Κ., που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν.2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και στην περίπτωση διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, δεν είναι δε απαραίτητο να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη. Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 970/2007, ΑΠ 937/2007, ΑΠ 1074/2006). 3. To παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005, ΑΠ 114/2004). β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006, ΑΠ 345/2006). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή η συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005, ΑΠ 1364/2006). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτην διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε με δικές του αποκλειστικά σκέψεις, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων, απολογίες και απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η μηνύτρια εταιρεία με την επωνυμία "ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΙ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΙ ΑΘΗΝΩΝ - ΠΕΙΡΑΙΩΣ -ΗΣΑΠ ΑΕ" Δημόσια Επιχείρηση Κοινής Ωφέλειας, εκμεταλλεύεται τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο Πειραιά-Αθήνα-Κηφισιά και ορισμένες λεωφορειακές γραμμές (πράσινα λεωφορεία). Για την εκτέλεση των έργων της μηνύτριας που συνδέονται με το έδαφος, εφαρμόζεται ο Ν. 1418/1984 και τα προς εφαρμογή αυτού Προεδρικά Διατάγματα, διότι η μηνύτρια υπάγεται στα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 2190/1994. Για τη διενέργεια των διαγωνισμών ανάδειξης μειοδότη και για την ανάθεση σ' αυτόν της εκτέλεσης των διενεργουμένων κάθε χρόνο από τη μηνύτρια δημοσίων έργων, η Διοίκηση της διορίζει στην αρχή κάθε έτους Τριμελή Επιτροπή από υπαλλήλους της. Για το έτος 1999 ο Διευθύνων Σύμβουλος της μηνύτριας εταιρείας με την υπ' αριθμ. .... απόφαση του συγκρότησε την Επιτροπή Διενέργειας του Διαγωνισμού και την Επιτροπή Εισήγησης για Ανάθεση, στους, υπαλλήλους της: 1) Γ1, 2) Γ2 και 3) Χ3 (εκκαλούσα-κατηγορουμένη). Στις 14.7.1999 η μηνύτρια διενήργησε με την ως άνω Τριμελή Επιτροπή τον διαγωνισμό με αριθμό 870/1999, προϋπολογισμού 37.000.000 δραχμών, για την ανάδειξη αναδόχου για το έργο "Επέκταση των λάκκων στο χώρο της νέας συντήρησης στον Πειραιά". Στο διαγωνισμό αυτό αναδείχθηκε μειοδότης ο κατηγορούμενος, Χ2 (μη ασκήσας έφεση), εργολήπτης δημοσίων έργων και σύζυγος της εκκαλούσας-κατηγορουμένης Χ1 εναντίον του οποίου όμως υποβλήθηκε ένσταση από τον συμμετέχοντα στο διαγωνισμό, Γ3, ο οποίος με την από 27.7.1999 ένσταση του, κατήγγειλε, μεταξύ άλλων ότι "υπάρχουν τόσο στο τιμολόγιο προσφοράς του (αναδειχθέντος μειοδότη), όσο και στον προϋπολογισμό δύο διορθώσεις και συγκεκριμένα στο άρθρο 12 η τιμή από 35.248 δρχ. έχει σβηστεί το τριάντα και έγινε 25.248 δρχ. και στο άρθρο 16 η τιμή από 27.446 δρχ. έγινε 24.446 δρχ." Η ένσταση έγινε δεκτή κατ' ουσίαν από την Επιτροπή και το έργο ανατέθηκε σε άλλον εργολάβο ο οποίος αναδείχθηκε μειοδότης, ακυρώνοντας την προσφορά του κατηγορουμένου, Χ2. Στις 25.8.1999 διενεργήθηκε από την ίδια Επιτροπή ο διαγωνισμός με αριθμό ..... για την ανάδειξη αναδόχου για το έργο "ΑΤΤΙΚΗ - Χώρος παραμονής ηλεκτροδηγών" προϋπολογισμού 90.000.000 δραχμών. Στο διαγωνισμό αυτό συμμετείχαν 38 εργολάβοι (άτομα ή εταιρείες), μεταξύ των οποίων και η Κοινοπραξία "............", στην οποία μετείχε ο κατηγορούμενος Χ2. Επειδή όμως είχε προηγηθεί και αποδειχθεί βάσιμη η πιο πάνω ένσταση, ο Διευθύνων Σύμβουλος της μηνύτριας εταιρείας έδωσε εντολή στον Προϊστάμενο του Τμήματος Προμηθειών, Δ1 να ελέγξει την προσφορά της ως άνω Κοινοπραξίας. Πράγματι, την επόμενη ημέρα της διενέργειας του διαγωνισμού, δηλαδή στις 26.8.1999 και περί ώρα 07.00 ο Δ1 διαπίστωσε ότι στην προσφορά αυτή υπήρχαν κενά στο κείμενο της και ασυμφωνίες αριθμητικώς και ολογράφως σε διάφορα σημεία και φωτοτύπησε αυτή για να μπορεί να εντοπιστεί τυχόν επέμβαση στο πρωτότυπο. Την 1.9.1999, έγινε επανέλεγχος της εν λόγω προσφοράς στο πρωτότυπο και στη φωτοτυπία που είχε εξαχθεί, όπου και διαπιστώθηκε ότι είχαν γίνει διορθώσεις σε τριάντα (30) περίπου σημεία της προσφοράς αυτής που αναλυτικά αναφέρονται στο κατηγορητήριο και ότι κάποιος από την Υπηρεσία είχε δώσει τη δυνατότητα στον συντάξαντα την προσφορά να την διορθώσει. Σύμφωνα δε με τις καταθέσεις των μαρτύρων που δόθηκαν στα πλαίσια της διεξαχθείσας έρευνας, τις προαναφερόμενες διορθώσεις -επεμβάσεις έκανε η εκκαλούσα - κατηγορουμένη, Χ1. Ζήτημα όμως ανέκυψε ως προς τον εντοπισμό του προσώπου (συνεργού), που, από πλευράς της μηνύτριας εταιρείας, βοήθησε στη διόρθωση της πιο πάνω προσφοράς, αφού προηγουμένως αποκλείστηκαν από τον κύκλο των υπόπτων οι υπάλληλοι οι οποίοι εκείνο το χρονικό διάστημα είχαν κανονική άδεια και απουσίαζαν από την Υπηρεσία, καθώς και ο υπάλληλος Γ4, ο οποίος συνεργάστηκε με τον ελεγκτή, Δ1 κατά την έρευνα αυτή και ήταν εκείνος που είχε συμπράξει στη φωτοτύπηση του πρωτοτύπου της προσφοράς. Σύμφωνα δε με τον ελεγκτή, Δ1, το πρόσωπο που συνεργάστηκε με την εκκαλούσα-κατηγορουμένη, Χ1 η οποία σημειωτέον ομολόγησε ότι με το δικό της γραφικό χαρακτήρα είχαν γραφεί η προσφορά και οι διορθώσεις (βλ. από 17.10.1999 και 20.10.2000 ανακριτικές καταθέσεις αυτού) πρέπει να γνώριζε καλά τη διαδικασία ανάληψης των δημοσίων έργων και πρέπει να ήταν, είτε κάποιος από την Τριμελή Επιτροπή Διενέργειας του Διαγωνισμού, είτε κάποιος υπάλληλος από τα γραφεία του 4ου ορόφου που είναι η Υπηρεσία Προμηθειών και η Διεύθυνση Γραμμής -Έργων. Για την περαιτέρω δε διαλεύκανση της υπόθεσης αυτής με την υπ' αριθμ. ...... απόφαση του Δ.Σ. της μηνύτριας εταιρείας συγκροτήθηκε Ειδική Επιτροπή η οποία, πλην των άλλων ενεργειών της, ανέθεσε στον ειδικό γραφολόγο Κ1, την εξέταση των κρίσιμων εγγράφων, προκειμένου να αποφανθεί αν έγιναν επεμβάσεις στην εν λόγω προσφορά και σε καταφατική περίπτωση, από ποιόν έγιναν αυτές. Ο πιο πάνω γραφολόγος πιστοποίησε αναλυτικά τις επίμαχες προσθήκες - αλλοιώσεις - αποσβέσεις στην προσφορά της Κοινοπραξίας "........" εξειδίκευσε δε αυτές στα από 7.9.1999 και 13.9.1999 ενημερωτικά σημειώματα του προς τη μηνύτρια εταιρεία, καθώς και στο συμπέρασμα της από ..... έκθεσης γραφολογικής γνωμοδότησης αυτού. Σύμφωνα με τα παραπάνω έγγραφα οι αλλοιώσεις επεμβάσεις συνίστανται στα εξής: α) Σε δύο σελίδες του προϋπολογισμού της προσφοράς και στις στήλες "τιμή μονάδος", "μερική", "ολική" και "ηλεκτρολογικά" οι αρχικές συμπληρώσεις στο πρωτότυπο της προσφοράς, συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες συμπληρώσεις στη φωτοτυπία της, διαπιστώνεται ότι έχουν υποστεί αλλοιώσεις με δώδεκα (12) προσθήκες νέων αριθμών, επτά (7) αλλοιώσεις και μία (1) απόσβεση υπαρχόντων αριθμών και β) Σε επτά σελίδες του τιμολογίου της προσφοράς έχουν γίνει αλλοιώσεις αρχικών ενδείξεων με προσθήκες στα τιμολόγια με αριθμό 19, 24, 31, 40, 41, 42, 48, 49, 51 και 52, ενώ είχε γίνει και αλλοίωση του αριθμού του ποσού στο άρθρο 1 των ηλεκτρομαγνητικών" όπως ειδικότερα αναφέρεται και στο κατηγορητήριο. Επίσης, σύμφωνα με το συμπέρασμα της ως άνω γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης η χάραξη των εν λόγω προσθηκών -αλλοιώσεων έχει γίνει από το ίδιο πρόσωπο που έγραψε τις αρχικές συμπληρώσεις στη προσφορά αυτή, ενώ οι χειρόγραφες συμπληρώσεις της με αριθμό 34 προσφοράς της Κοινοπραξίας "......" έχουν χαραχθεί από το ίδιο πρόσωπο, το οποίο έγραψε και τις χειρόγραφες συμπληρώσεις στις προσφορές τριών ακόμη εταιρειών που υπέβαλαν προσφορές στη διακήρυξη ... ήτοι: 1) της προσφοράς με αριθμό 29 της εταιρείας "ΓΕΝΕΣΙΣ Α.Ε." 2) της προσφοράς με αριθμό 37 της Κοινοπραξίας "......." και 3) της προσφοράς με αριθμό 38 της Κοινοπραξίας "........". Οι χειρόγραφες συμπληρώσεις στις παραπάνω προσφορές (με αριθμούς, 34, 29, 37, 38) έχουν χαραχθεί με στυλογράφο σφαιριδίου ειδικής μελάνης η οποία έχει τη δυνατότητα απόσβεσης με χρήση κοινού σβηστήρα. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τη νόθευση της επίμαχης προσφοράς της Κοινοπραξίας "..........'' πραγματοποίησε η εκκαλούσα- κατηγορουμένη Χ1, με σκοπό το περιουσιακό όφελος του συγκατηγορουμένου και συζύγου της Χ2 (να αναδειχθεί μειοδότης) με αντίστοιχη ζημία της μηνύτριας εταιρείας. Βεβαίως, η προαναφερθείσα Επιτροπή που διενήργησε για λογαριασμό της μηνύτριας εταιρείας την έρευνα για την υπόθεση αυτή, στο από .... πόρισμα της, δεν κατόρθωσε να εντοπίσει ποιος ή ποιοι υπάλληλοι της, συνεργάστηκαν με την εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ1 (αυτουργό) προκειμένου να γίνουν οι αλλοιώσεις αυτές (νόθευση της προσφοράς). 'Ομως, από το υλικό που συγκέντρωσε η πιο πάνω Επιτροπή προκύπτουν τα εξής αξιολογητέα προς την κατεύθυνση αυτή στοιχεία: Ενώ στις 30 και 31 Αυγούστου 1999 η εκκαλούσα -κατηγορουμένη, Χ3, άνοιξε την ντουλάπα όπου φυλάσσονταν οι προσφορές, προκειμένου να τις επεξεργαστεί, ερωτηθείσα τηλεφωνικά την επόμενη ημέρα (1.9.1999) λόγω της απουσίας της από την Υπηρεσία από τον ελεγκτή, Δ1 περί του "αν κοίταξαν τις προσφορές", απάντησε αρνητικά. Μετά την ως άνω αρνητική απάντηση, ο αυτός ελεγκτής, όταν πήγε να ανοίξει την ντουλάπα όπου φυλάσσονταν οι προσφορές, παρατήρησε ότι αυτή (ντουλάπα) ήταν σε άλλη θέση τοποθετημένη και το σπουδαιότερο διαπίστωσε ότι στο γραφείο της εκκαλούσας- κατηγορουμένης, Χ3, υπήρχαν κάποιες από τις προσφορές, πράγμα που αποδεικνύει ότι η εν λόγω υπάλληλος είχε επεξεργαστεί, αν όχι όλες, μερικές από τις προσφορές αυτές, γεγονός που απέκρυψε από τον ως άνω ελεγκτή (βλ. σελίδα 3 πρακτικού Επιτροπής της υπ' αριθμ. .... απόφασης). Επίσης, η ως άνω εκκαλούσα - κατηγορουμένη εξετάστηκε από την Επιτροπή σχετικά με το θέμα αυτό και σε σχετική ερώτηση μέλους της Επιτροπής περί του "αν έκανε έλεγχο των προσφορών όταν τις παρέλαβε" απάντησε ότι έκανε έλεγχο μαζί με τον Πρόεδρο της Επιτροπής Γ1 και ότι εντόπισαν κατά τον έλεγχο κάποια κενά στην προσφορά του Χ2 (βλ. σελίδες 19 και 20 του ως άνω πρακτικού). 'Ομως ο Γ1, σε αντίθεση με τα παραπάνω και ουσιαστικά διαψεύδοντας αυτά, εξεταζόμενος από την αυτή ως άνω Επιτροπή, κατέθεσε ότι ο ίδιος ουδέποτε έκανε έλεγχο των προσφορών, αλλά ότι "Το μεσημέρι της Παρασκευής, 27.8.1999, η Χ3 μου είπε ότι ρίχνοντας μία πρώτη ματιά στις προσφορές, βρήκε μερικές διορθώσεις, σβησίματα κλπ, τα οποία θα τα ερευνήσει η Επιτροπή του Διαγωνισμού αργότερα και μάλιστα ότι σε κάποια από τις προσφορές δεν είχε γραφεί ολογράφως το ποσό..." (βλ. σελίδα 15 του αυτού ως άνω πρακτικού). Πέραν των ως άνω αναφερομένων αντιφάσεων, πρέπει εδώ να σημειωθεί ως κρίσιμο στοιχείο το γεγονός ότι η εκκαλούσα -κατηγορουμένη Χ3, ενώ ήταν σε κανονική άδεια από 26.7.1999 μέχρι 8.8.1999, διέκοψε την άδεια της στις 29 και 30 Ιουλίου 1999, προκειμένου να λάβει μέρος στην Επιτροπή Διενέργειας Διαγωνισμού, αν και υπήρχε αναπληρωματικό μέλος της και δη ο Γ5, Τμηματάρχης Α' της ΗΣΑΠ Α.Ε. (βλ. σελίδες 9 και 20 του πρακτικού της ως άνω Επιτροπής), γεγονός που σαφώς εκφεύγει της τηρούμενης στις περιπτώσεις αυτές υπηρεσιακής πρακτικής. Άλλωστε, νόμιμη άδεια τακτικού μέλους της Επιτροπής Διαγωνισμού, σημαίνει νόμιμο λόγο απουσίας αυτού από την Υπηρεσία του και κατ' επέκταση νόμιμο λόγο αναπλήρωσης αυτού στα καθήκοντα του ως μέλους της Επιτροπής από τον αναπληρωτή του, ο οποίος για το λόγο αυτό ορίζεται από την αρχή μαζί με τα τακτικά μέλη της Επιτροπής. Το γεγονός αυτό (διακοπή άδειας της εκκαλούσας κατηγορουμένης Χ3), αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης απασχόλησης και της Επιτροπής της υπ' αριθμ. ... απόφασης της μηνύτριας ΗΣΑΠ ΑΕ, γεγονός το οποίο δεν θα συνέβαινε, όπως είναι φυσικό, αν η συγκεκριμένη ενέργεια αυτής, εκινείτο μέσα στα συνήθη πλαίσια της τηρούμενης υπηρεσιακής πρακτικής (βλ. σελίδες 9 και 20 του ως άνω πρακτικού). Ο ισχυρισμός της τελευταίας ότι διέκοψε την άδεια της διότι δεν ήταν εκτός Αθηνών και επιπλέον ότι έλειπε και ο Πρόεδρος της Επιτροπής,Γ1, δεν κρίνεται πειστική, λαμβανομένου υπόψη ότι σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Επιτροπής η εκκαλούσα-κατηγορουμένη, Χ3 ήταν "η κατ' εξοχήν αρμόδια υπάλληλος" ως προς τη διαπιστωθείσα αλλοίωση της προσφοράς, έπαιρνε δε το κλειδί της ντουλάπας των προσφορών "με πολύ μεγαλύτερη άνεση" από οποιονδήποτε τρίτον (βλ. σελίδα 19 του ως άνω πρακτικού). Τούτο παραδέχθηκε και η ίδια η Χ3, η οποία, εξεταζόμενη ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής, κατέθεσε ότι, αφού παραλαμβάνονταν οι προσφορές των συμμετεχόντων στο διαγωνισμό, συνήθως την επεξεργασία τους την έκανε η ίδια, με την ιδιότητα της υπαλλήλου της Υπηρεσίας Προμηθειών και του μέλους της Επιτροπής Αξιολόγησης (βλ. σελίδες 22 και 23 του ως άνω πρακτικού). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο εν λόγω διαγωνισμός, συνεπεία της κατά τα άνω νόθευσης της προσφοράς της Κοινοπραξίας ".......", ακυρώθηκε με απόφαση του Δ.Σ. της μηνύτριας εταιρείας και επαναλήφθηκε στη συνέχεια, αφού αποκλείστηκε η πιο πάνω Κοινοπραξία, τελικά δε το συγκεκριμένο έργο ολοκληρώθηκε την Άνοιξη του 2000 από άλλον μειοδότη. 'Οπως δε καταθέτουν οι μάρτυρες Ζ1 και Ζ2, από τους οποίους, ο μεν πρώτος είναι νόμιμος εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας από το έτος 2002, ο δε δεύτερος υπάλληλος αυτής και πολιτικός μηχανικός, στις από 31.3.2004 καταθέσεις τους, λόγω των ως άνω αλλοιώσεων η προσφορά της Κοινοπραξίας "......." περιείχε έκπτωση 40% επί του προϋπολογισμού του έργου, ύψους 90.000.000 δρχ. (90.000.000 Χ 40%= 36.000.000 δρχ.), δηλαδή σύμφωνα με την προσφορά (αλλοιωμένη) της ως άνω Κοινοπραξίας, η δαπάνη της μηνύτριας εταιρείας για την εκτέλεση του έργου ήταν ύψους (90.000.000 - 36.000.000) 54.000.000 δρχ. και ότι η ως άνω νόθευση είχε ως άμεση και απότοκη συνέπεια την επανάληψη του διαγωνισμού και την εκτέλεση του έργου από άλλον μειοδότη, ο οποίο είχε υποβάλλει προσφορά με έκπτωση 31% επί του ίδιου προϋπολογισμού μελέτης (90.000.000 Χ 31% =27.900.000 δρχ.), σύμφωνα με την οποία η δαπάνη εκτέλεσης του συγκεκριμένου έργου για τη μηνύτρια ανήλθε στο ποσό των (90.000.000 - 27.900.000) 62.100.000 δρχ. Με την επανάληψη δηλαδή του διαγωνισμού λόγω της ως άνω νόθευσης, η μηνύτρια εταιρεία ζημιώθηκε το ποσό των (62.100.000-54.000.000) 8.100.000 δρχ. ήτοι ποσοστό 9% (διαφορά μεταξύ των δύο εκπτώσεων) επί του προϋπολογισμού του έργου. Τα ανωτέρω προκύπτουν ευθέως και από το με ημερομηνία .... έγγραφο του Προϊσταμένου της Νομικής Υπηρεσίας της μηνύτριας εταιρείας προς τον 1° Ειδικό Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών στα πλαίσια της διενεργηθείσας περαιτέρω κυρίας ανάκρισης, σύμφωνα με το οποίο, δεν προχώρησε και δεν ολοκληρώθηκε η σχετική διαγωνιστική διαδικασία, μεταξύ των υπολοίπων προσφορών, ούτε εφαρμόστηκε ο μαθηματικός τύπος "λόγω της ανακάλυψης της αλλοίωσης της προσφοράς της Κοινοπραξίας ".......". Κατά συνέπεια, είναι πρόδηλη η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πλαστογραφίας (νόθευσης) της επίμαχης προσφοράς αφενός και της ακύρωσης - επανάληψης του διαγωνισμού αφετέρου. Με δεδομένο δε το ανωτέρω ζημιογόνο για τη μηνύτρια εταιρεία αποτέλεσμα της επαναληπτικής, μετά την ακύρωση, διαγωνιστικής διαδικασίας, είναι συνακόλουθα πρόδηλη και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της νόθευσης της προσφοράς της συγκεκριμένης Κοινοπραξίας και της ζημίας που επήλθε στην περιουσία της μηνύτριας εταιρείας, ύψους 8.100.000 δρχ., (ή 23.771,93 €) τουλάχιστον, αφού όπως προαναφέρθηκε, η δαπάνη για το έργο του ακυρωθέντος διαγωνισμού βάσει των δεδομένων που ίσχυαν κατά το χρόνο διεξαγωγής του ήταν 54.000.000 δραχμές, ενώ η δαπάνη εκτέλεσης του ίδιου ακριβώς έργου του επαναληφθέντος διαγωνισμού ήταν 62.1000.000 δρχ. Το τελευταίο προκύπτει, υπό την έννοια της πραγματικής μειοδοτικής δυνατότητας πέραν της προσφοράς της Κοινοπραξίας που προέκυψε με τη διωκόμενη υπόθεση και με τα ποσοστά εκπτώσεων επί του προϋπολογισμού του έργου που θα παρείχαν οι εταιρείες των αμέσως επομένων της Κοινοπραξίας προσφορών και δη οι εταιρείες "......." και ".....". Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το προαναφερόμενο από .... έγγραφο της μηνύτριας προς τον 1° Ειδικό Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, τα ποσοστά εκπτώσεων, υπολογιζόμενα βάσει μαθηματικών υπολογισμών, ανέρχονται σε 0,43 61617 ("......") 0,435439 ("........") ΚΑΙ ΣΕ 0,4361624 (Κοινοπραξία "......"). Συνακόλουθα με βάση το ποσοστό αυτό έκπτωσης επί του προϋπολογισμού του συγκεκριμένου έργου της πιο πάνω Κοινοπραξίας πριν από την αναφερομένη νόθευση της προσφοράς της, η δαπάνη κατασκευής ανερχόταν σε 50.745.384 δρχ. (90.000.000 Χ 0,4361624=39.254.616 η έκπτωση), ενώ η δαπάνη κατασκευής βάσει των εκπτώσεων που θα παρείχαν οι επόμενες της Κοινοπραξίας εταιρείες, είναι 50.745.447 και 50.810.490 δρχ. με αναδόχους αντίστοιχα την "....." και "......". (90.000.000 Χ 0,435439=3.918.510 δρχ η έκπτωση για την ".......". Και 90.000.000 Χ 0,4361617=39.254.553 δρχ. για την "......"). Η διαφορά δηλαδή δαπάνης μεταξύ των ακυρωθέντος και επαναληπτικού διαγωνισμού με βάση το ποσοστό έκπτωσης της Κοινοπραξίας πριν από τη νόθευση ήταν 11.354.616 (62.100.000-50.745.384) δρχ., ενώ με βάση το ποσοστό έκπτωσης που θα παρείχαν οι δύο επόμενες της Κοινοπραξίας εταιρείες που προαναφέρθηκαν, ήταν 11.354.553 και 11.289.510 δρχ. αντίστοιχα (62.100.000 - 50.745.447 = 11.354.553 για την "....." και 62.100.000- 50.810.490=11.289.510 για την "....."). Η διαφορά της δαπάνης ύψους 8.100.000 δρχ. μεταξύ των δύο διαγωνισμών υπολογίζεται με βάση το ποσοστό έκπτωσης 40% επί του προϋπολογισμού του έργου που εμφανίζει η επίμαχη προσφορά της Κοινοπραξίας "......" συνεπεία της κατά τα άνω νόθευσης σε κάθε όμως περίπτωση συνιστά το ελάχιστο ποσό της διαφοράς αυτής και αντίστοιχα την ελάχιστη ζημία της μηνύτριας εταιρείας. Τη χρηματική αυτή διαφορά στη δαπάνη κατασκευής του συγκεκριμένου έργου υποχρεώθηκε να καταβάλει η μηνύτρια εταιρεία σε βάρος της περιουσίας της και συνιστά (η διαφορά αυτή) τη ζημία, η οποία επήλθε πράγματι από την κατά τα άνω πλαστογραφία (νόθευση) με τη συνοδεύουσα αυτή συμμετοχική δράση της ηθικής αυτουργίας του κατηγορουμένου Χ2 (μη ασκήσαντος έφεση) και της άμεσης συνέργειας σ' αυτήν της εκκαλούσας κατηγορουμένης Χ3, σε βάρος της περιουσίας της μηνυτρίας συνεπεία της ακύρωσης και επανάληψης του διαγωνισμού και αντίστοιχα το επιδιωχθέν από τους κατηγορουμένους περιουσιακό όφελος. Περαιτέρω, καθόσον αφορά τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τέλεσης των πράξεων, προέκυψε ότι οι εκκαλούσες κατηγορούμενες ενήργησαν όχι ευκαιριακά, αλλά βάσει οργανωμένου σχεδίου, με σκοπό πορισμού παρανόμου εισοδήματος, για την επίτευξη του οποίου είχαν δημιουργήσει την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή (ήτοι ανάπτυξη συνεργασίας και διασύνδεσης μεταξύ τους και μάλιστα μετά την κατάθεση της προσφοράς, παράδοση της προσφοράς στην αυτουργό προκειμένου να την αλλοιώσει (νοθεύσει) και να παραπλανηθούν έτσι ως προς τη γνησιότητα της τα όργανα της μηνύτριας εταιρείας, χρησιμοποίηση ειδικού στυλογράφου με σφαιρίδιο και ειδική μελάνη (erasable ink) για τις αλλοιώσεις, η οποία (ειδική μελάνη) είχε τη δυνατότητα απόσβεσης με απλό σβηστήρα). Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, προκύπτουν και κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, επαρκείς ενδείξεις ενοχής των εκκαλουσών κατηγορουμένων ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος τους για τις ως άνω διωκόμενες πράξεις της πλαστογραφίας (νόθευσης) κατ' επάγγελμα με σκοπόμενο περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, όσον αφορά την εκκαλούσα κατηγορουμένη Χ1 και της άμεσης συνέργειας στην κακουργηματική αυτή πλαστογραφία όσον αφορά την εκκαλούσα κατηγορουμένη Χ3, η οποία ομοίως ενεργούσε κατ' επάγγελμα, πράξεις που φέρονται ότι τελέστηκαν απ' αυτές στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 26.8.1999 μέχρι 31.8.1999. Επομένως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμα του παρέπεμψε τις εκκαλούσες κατηγορούμενες στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (άρθρα 309 παρ.1ε, 313, 111 παρ.1, 119 παρ.1, 122 ΚΠΔ) για να δικαστούν για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, ορθά εκτίμησε και αξιολόγησε τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα προκύπτοντα από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, πραγματικά περιστατικά. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτια της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθ. 2331/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέα, τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ', 14, 26, 27 και 216 παρ. 1 και 3 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας αυτής δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσείουσας: α) Στο προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για την πράξη, για την οποία κρίθηκε παραπεμπτέα, β) Είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι το σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος αποτελεί αντιγραφή του κατηγορητηρίου, αλλά και του σκεπτικού του πρωτοδίκου υπ' αριθ. 2331/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Πράγματι, όπως προκύπτει από την ανάγνωση του προσβαλλομένου βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκανε δικές του σκέψεις για να στηρίξει την παραπεμπτική κρίση του. Το γεγονός ότι ορισμένα σημεία του αιτιολογικού είναι ταυτόσημα με το σκεπτικό και το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος δεν καθιστά την αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος ανεπαρκή, αφού το σκεπτικό, αλλά και το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος είναι στην προκειμένη περίπτωση εκτεταμένο και λεπτομερές (ΑΠ 380/2006, ΑΠ 286/2006), εκτίθενται δηλαδή σ'αυτό αναλυτικά και με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, γ) Από την αναφορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, για να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του, έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων και "τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν και είναι συνημμένα στη δικογραφία" (βλ. πρώτη σελίδα του 16ου φύλλου του προσβαλλομένου βουλεύματος), προκύπτει χωρίς καμία αμφιβολία ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα που αναφέρονται στην έφεση του αναιρεσείοντα, αλλά και αυτά που μνημονεύονται στο απολογητικό του υπόμνημα και δ) Αναφορικά, τέλος, με τη συνδρομή στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ'επάγγελμα τελέσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας, το Συμβούλιο Εφετών με σαφή και πλήρη αιτιολογία στήριξε τη σχετική κρίση του, παραθέτοντας συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα ενήργησε όχι ευκαιριακά, αλλά, βάσει οργανωμένου σχεδίου, με σκοπό πορισμού παρανόμου εισοδήματος, για την επίτευξη του οποίου είχε δημιουργήσει την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή, τα περιστατικά δε αυτά, σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, είναι η ανάπτυξη συνεργασίας και διασυνδέσεως με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους της και μάλιστα μετά την κατάθεση της προσφοράς, η παράδοση της προσφοράς στην αναιρεσείουσα, προκειμένου να την αλλοιώσει (νοθεύσει) και να παραπλανηθούν έτσι, ως προς την γνησιότητά της, τα όργανα της μηνύτριας εταιρείας, καθώς και η χρησιμοποίηση ειδικού στυλογράφου με σφαιρίδιο και ειδική μελάνη δια τις αλλοιώσεις, η οποία (ειδική μελάνη) είχε τη δυνατότητα αποσβέσεως με απλό σβηστήρα. Αξίζει τέλος να σημειωθούν και τα εξής: Σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος η κατάρτιση της ένδικης προσφοράς έγινε από την ίδια την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, η οποία στη συνέχεια προέβη και στη νόθευσή της. Το γεγονός όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η ένδικη συμπεριφορά της δεν είναι αξιόποινη. Πράγματι η προσφορά αυτή, μετά την κατάρτισή της από την αναιρεσείουσα, χρησιμοποιήθηκε κατά τον διενεργηθέντα ως άνω μειοδοτικό διαγωνισμό και προσκομίσθηκε στην οικεία επιτροπή διενέργειας του εν λόγω διαγωνισμού. Επομένως όταν εκ των υστέρων έλαβε χώρα η νόθευσή της από την αναιρεσείουσα, η προσφορά αυτή έχει ήδη λάβει, σύμφωνα με τον προορισμό της, θέση στην δημιουργηθείσα με τον διαγωνισμό έννομη σχέση, ενώ άλλοι (οι λοιποί συμμετέχοντας στον διαγωνισμό, αλλά και η μηνύτρια εταιρεία) απέκτησαν δικαίωμα στη διατήρηση του αρχικού κειμένου της προσφοράς. Για τον λόγο αυτό η αναιρεσείουσα, μολονότι ήταν η συντάκτρια της προσφοράς, έχασε πλέον το δικαίωμα να μεταβάλει το περιεχόμενό της και συνεπώς με την επακολουθήσασα νόθευσή της κατέστη ενεργητικό υποκείμενο του ανωτέρω εγκλήματος. 5. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος, που να δικαιολογεί την αναίρεση του προσβαλλομένου βουλεύματος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 234/29-10-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1775/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Β) Να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 7 Ιανουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 234 από 29 Οκτωβρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως, της Χ1, κατά του υπ' αριθμό 1775/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία, οι εφέσεις, τόσο της ήδη αναιρεσείουσας, όσο και των μη διαδίκων την παρούσα δίκη, Χ2 και Χ3, κατά του υπ' αριθμό 2331/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν, η μεν αναιρεσείουσα, για την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, με σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος και με ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, ο Χ2 για την πράξη της ηθικής αυτουργίας, στην πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, και η Χ3, για την πράξη της άμεσης συνέργειας στην πράξη της πρώτης. Η αναίρεση, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, ( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474,482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α του Ν. 2408/1996 και διαμορφώθηκε εκ νέου με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος των πιο πάνω πράξεων, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ο τρίτος, με βλάβη του οποίου επιδιώκεται το περιουσιακό όφελος, όσο και ο άλλος, τον οποίο σκόπευε να βλάψει ο δράστης (που μπορεί να είναι πρόσωπο φυσικό ή νομικό ή το Δημόσιο), καθώς, και η βλάβη του τρίτου, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας τους, να μνημονεύονται ειδικώς στο παραπεμπτικό βούλευμα ή την καταδικαστική απόφαση, ή να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία σαφώς να συνάγεται τούτο. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία, από μόνη της, αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές. Ζημιούμενος αμέσως από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο, του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Εξ' άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 περ. στ' του Π.Κ. "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος". Από τις εν λόγω διατάξεις, σε συνδυασμό προς αυτή του άρθρου 216 του Π.Κ., προκύπτει ότι για την "κατ' επάγγελμα" τέλεση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν είτε επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, είτε πρώτη φορά τέλεση της πράξεως, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά με διαμορφωμένη οργανωτική υποδομή για επανάληψη του εγκλήματος στο μέλλον, υποκειμενικά δε απαιτείται σκοπός του υπαιτίου να ποριστεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση πράξεων πλαστογραφίας. Τέλος, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι, κατ' επιλογή, μερικά εξ αυτών. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, και, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: Η μηνύτρια εταιρεία με την επωνυμία " ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΙ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΙ ΑΘΗΝΩΝ-ΠΕΙΡΑΙΩΣ- ΗΣΑΠ ΑΕ", Δημόσια Επιχείρηση Κοινής Ωφέλειας, εκμεταλλεύεται τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο Πειραιά-Αθήνα-Κηφισιά και ορισμένες λεωφορειακές γραμμές(πράσινα λεωφορεία). Για την εκτέλεση των έργων της μηνύτριας που συνδέονταιμε το έδαφος, εφαρμόζεται ο Ν.1418/1984 και τα προς εφαρμογή αυτού Προεδρικά Διατάγματα, διότι η μηνύτρια υπάγεται στα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ.1 του Ν.2190/1994. Για τη διενέργεια των διαγωνισμών ανάδειξης μειοδότη και για την ανάθεση σ' αυτόν της εκτέλεσης των διενεργουμένων κάθε χρόνο από τη μηνύτρια δημοσίων έργων, η Διοίκηση της διορίζει στην αρχή κάθε έτους Τριμελή Επιτροπή από υπαλλήλους της. Για το έτος 1999 ο Διευθύνων Σύμβουλος της μηνύτριας εταιρείας με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του συγκρότησε την Επιτροπή Διενέργειας του Διαγωνισμού και την Επιτροπή Εισήγησης για Ανάθεση, στους υπαλλήλους της:1) Γ1, 2) Γ2 και 3)Χ3 (εκκαλούσα-κατηγορουμένη). Στις14.7.1999 η μηνύτρια διενήργησε με την ως άνω ΤριμελήΕπιτροπή τον διαγωνισμό με αριθμό ....,προϋπολογισμού 37.000.000 δραχμών, για την ανάδειξηαναδόχου για το έργο "Επέκταση των λάκκων στο χώροτης νέας συντήρησης στον Πειραιά". Στο διαγωνισμόαυτό
αναδείχθηκε μειοδότης ο κατηγορούμενος, Χ2 (μη ασκήσας έφεση), εργολήπτης δημοσίων έργων και σύζυγος της εκκαλούσας-κατηγορουμένης Χ1, εναντίον του οποίου όμως υποβλήθηκε ένσταση από τον συμμετέχοντα στο διαγωνισμό, Γ3, ο οποίος με την από 27.7.1999 ένσταση του, κατήγγειλε, μεταξύ άλλων ότι "υπάρχουν τόσο στο τιμολόγιο προσφοράς του (αναδειχθέντος μειοδότη), όσο και στον προϋπολογισμό δύο διορθώσεις και συγκεκριμένα στο άρθρο 12 η τιμή από 35.248 δρχ. έχει σβηστεί το τριάντα και έγινε 25.248 δρχ. και στο άρθρο 16 η τιμή από 27.446 δρχ. έγινε 24.446 δρχ." Η ένσταση έγινε δεκτή κατ' ουσίαν από την Επιτροπή και το έργο ανατέθηκε σε άλλον εργολάβο ο οποίος αναδείχθηκε μειοδότης, ακυρώνοντας την προσφορά του κατηγορουμένου, Χ2. Στις 25.8.1999 διενεργήθηκε από την ίδια Επιτροπή ο διαγωνισμός με αριθμό ... για την ανάδειξη αναδόχου για το έργο "ΑΤΤΙΚΗ - Χώρος παραμονής ηλεκτροδηγών" προϋπολογισμού 90.000.000 δραχμών. Στο διαγωνισμό αυτό συμμετείχαν 38 εργολάβοι (άτομα ή εταιρείες), μεταξύ των οποίων και η Κοινοπραξία "......", στην οποία μετείχε ο κατηγορούμενος Χ2. Επειδή όμως είχε προηγηθεί και αποδειχθεί βάσιμη η πιο πάνω ένσταση, ο Διευθύνων Σύμβουλος της μηνύτριας εταιρείας έδωσε εντολή στον Προϊστάμενο του Τμήματος Προμηθειών, Δ1 να ελέγξει την προσφορά της ως άνω Κοινοπραξίας. Πράγματι, την επόμενη ημέρα της διενέργειας του διαγωνισμού, δηλαδή στις 26.8.1999 και περί ώρα 07.00 ο Δ1 διαπίστωσε ότι στην προσφορά αυτή υπήρχαν κενά στο κείμενο της και ασυμφωνίες αριθμητικώς και ολογράφως σε διάφορα σημεία και φωτοτύπησε αυτή για να μπορεί να εντοπιστεί τυχόν επέμβαση στο πρωτότυπο. Την 1.9.1999, έγινε επανέλεγχος της εν λόγω προσφοράς στο πρωτότυπο και στη φωτοτυπία που είχε εξαχθεί, όπου και διαπιστώθηκε ότι είχαν γίνει διορθώσεις σε τριάντα (30) περίπου σημεία της προσφοράς αυτής που αναλυτικά αναφέρονται στο κατηγορητήριο και ότι κάποιος από την Υπηρεσία είχε δώσει τη δυνατότητα στον συντάξαντα την προσφορά να την διορθώσει. Σύμφωνα δε με τις καταθέσεις των μαρτύρων που δόθηκαν στα πλαίσια της διεξαχθείσας έρευνας, τις προαναφερόμενες διορθώσεις - επεμβάσεις έκανε η εκκαλούσα - κατηγορουμένη, Χ1. Ζήτημα όμως ανέκυψε ως προς τον εντοπισμό του προσώπου (συνεργού), που, από πλευράς της μηνύτριας εταιρείας, βοήθησε στη διόρθωση της πιο πάνω προσφοράς, αφού προηγουμένως αποκλείστηκαν από τον κύκλο των υπόπτων οι υπάλληλοι οι οποίοι εκείνο το χρονικό διάστημα είχαν κανονική άδεια και απουσίαζαν από την Υπηρεσία, καθώς και ο υπάλληλος Γ4, ο οποίος συνεργάστηκε με τον ελεγκτή, Δ1 κατά την έρευνα αυτή και ήταν εκείνος που είχε συμπράξει στη φωτοτύπηση του πρωτοτύπου της προσφοράς. Σύμφωνα δε με τον ελεγκτή, Δ1, το πρόσωπο που συνεργάστηκε με την εκκαλούσα-κατηγορουμένη, Χ1 η οποία σημειωτέον ομολόγησε ότι με το δικό της γραφικό χαρακτήρα είχαν γραφεί η προσφορά και οι διορθώσεις (βλ. από 17.10.1999 και 20.10.2000 ανακριτικές καταθέσεις αυτού) πρέπει να γνώριζε καλά τη διαδικασία ανάληψης των δημοσίων έργων και πρέπει να ήταν, είτε κάποιος από την Τριμελή Επιτροπή Διενέργειας του Διαγωνισμού, είτε κάποιος υπάλληλος από τα γραφεία του 4ου ορόφου που είναι η Υπηρεσία Προμηθειών και η Διεύθυνση Γραμμής -Έργων. Για την περαιτέρω δε διαλεύκανση της υπόθεσης αυτής με την υπ' αριθμ. ..... απόφαση του Δ.Σ. της μηνύτριας εταιρείας συγκροτήθηκε Ειδική Επιτροπή η οποία, πλην των άλλων ενεργειών της, ανέθεσε στον ειδικό γραφολόγο Κ1, την εξέταση των κρίσιμων εγγράφων, προκειμένου να αποφανθεί αν έγιναν επεμβάσεις στην εν λόγω προσφορά και σε καταφατική περίπτωση, από ποιόν έγιναν αυτές. Ο πιο πάνω γραφολόγος πιστοποίησε αναλυτικά τις επίμαχες προσθήκες - αλλοιώσεις - αποσβέσεις στην προσφορά της Κοινοπραξίας "......." εξειδίκευσε δε αυτές στα από 7.9.1999 και 13.9.1999 ενημερωτικά σημειώματα του προς τη μηνύτρια εταιρεία, καθώς και στο συμπέρασμα της από ..... έκθεσης γραφολογικής γνωμοδότησης αυτού. Σύμφωνα με τα παραπάνω έγγραφα οι αλλοιώσεις επεμβάσεις συνίστανται στα εξής: α) Σε δύο σελίδες του προϋπολογισμού της προσφοράς και στις στήλες "τιμή μονάδος", "μερική", "ολική" και "ηλεκτρολογικά" οι αρχικές συμπληρώσεις στο πρωτότυπο της προσφοράς, συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες συμπληρώσεις στη φωτοτυπία της, διαπιστώνεται ότι έχουν υποστεί αλλοιώσεις με δώδεκα (12) προσθήκες νέων αριθμών, επτά (7) αλλοιώσεις και μία (1) απόσβεση υπαρχόντων αριθμών και β) Σε επτά σελίδες του τιμολογίου της προσφοράς έχουν γίνει αλλοιώσεις αρχικών ενδείξεων με προσθήκες στα τιμολόγια με αριθμό 19, 24, 31, 40, 41, 42, 48, 49, 51 και 52, ενώ είχε γίνει και αλλοίωση του αριθμού του ποσού στο άρθρο 1 των ηλεκτρομαγνητικών" όπως ειδικότερα αναφέρεται και στο κατηγορητήριο. Επίσης, σύμφωνα με το συμπέρασμα της ως άνω γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης η χάραξη των εν λόγω προσθηκών -αλλοιώσεων έχει γίνει από το ίδιο πρόσωπο που έγραψε τις αρχικές συμπληρώσεις στη προσφορά αυτή, ενώ οι χειρόγραφες συμπληρώσεις της με αριθμό 34 προσφοράς της Κοινοπραξίας "......." έχουν χαραχθεί από το ίδιο πρόσωπο, το οποίο έγραψε και τις χειρόγραφες συμπληρώσεις στις προσφορές τριών ακόμη εταιρειών που υπέβαλαν προσφορές στη διακήρυξη ... ήτοι: 1) της προσφοράς με αριθμό 29 της εταιρείας "ΓΕΝΕΣΙΣ Α.Ε." 2) της προσφοράς με αριθμό 37 της Κοινοπραξίας "......" και 3) της προσφοράς με αριθμό 38 της Κοινοπραξίας "......". Οι χειρόγραφες συμπληρώσεις στις παραπάνω προσφορές (με αριθμούς, 34, 29, 37, 38) έχουν χαραχθεί με στυλογράφο σφαιριδίου ειδικής μελάνης η οποία έχει τη δυνατότητα απόσβεσης με χρήση κοινού σβηστήρα. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τη νόθευση της επίμαχης προσφοράς της Κοινοπραξίας "....." πραγματοποίησε η εκκαλούσα- κατηγορουμένη Χ1, με σκοπό το περιουσιακό όφελος του συγκατηγορουμένου και συζύγου της Χ2 (να αναδειχθεί μειοδότης) με αντίστοιχη ζημία της μηνύτριας εταιρείας. Βεβαίως, η προαναφερθείσα Επιτροπή που διενήργησε για λογαριασμό της μηνύτριας εταιρείας την έρευνα για την υπόθεση αυτή, στο από ..... πόρισμα της, δεν κατόρθωσε να εντοπίσει ποιος ή ποιοι υπάλληλοι της, συνεργάστηκαν με την εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ1 (αυτουργό) προκειμένου να γίνουν οι αλλοιώσεις αυτές (νόθευση της προσφοράς). Όμως, από το υλικό που συγκέντρωσε η πιο πάνω Επιτροπή προκύπτουν τα εξής αξιολογητέα προς την κατεύθυνση αυτή στοιχεία: Ενώ στις 30 και 31 Αυγούστου 1999 η εκκαλούσα -κατηγορουμένη, Χ3, άνοιξε την ντουλάπα όπου φυλάσσονταν οι προσφορές, προκειμένου να τις επεξεργαστεί, ερωτηθείσα τηλεφωνικά την επόμενη ημέρα (1.9.1999) λόγω της απουσίας της από την Υπηρεσία από τον ελεγκτή, Δ1 περί του "αν κοίταξαν τις προσφορές",απάντησε αρνητικά. Μετά την ως άνω αρνητικήαπάντηση, ο αυτός ελεγκτής, όταν πήγε να ανοίξει τηνντουλάπα όπου φυλάσσονταν οι προσφορές, παρατήρησεότι αυτή (ντουλάπα) ήταν σε άλλη θέση τοποθετημένη καιτο σπουδαιότερο διαπίστωσε ότι στο γραφείο τηςεκκαλούσας- κατηγορουμένης, Χ3,υπήρχαν κάποιες από τις προσφορές, πράγμα πουαποδεικνύει ότι η εν λόγω υπάλληλος είχε επεξεργαστεί,αν όχι όλες, μερικές από τις προσφορές αυτές, γεγονόςπου απέκρυψε από τον ως άνω ελεγκτή (βλ. σελίδα 3πρακτικού Επιτροπής της υπ' αριθμ. 201/2.9.1999απόφασης). Επίσης, η ως άνω εκκαλούσακατηγορουμένη εξετάστηκε από την Επιτροπή σχετικά μετο θέμα αυτό και σε σχετική ερώτηση μέλους τηςΕπιτροπής περί του "αν έκανε έλεγχο των προσφορώνόταν τις παρέλαβε" απάντησε ότι έκανε έλεγχο μαζί μετον Πρόεδρο της Επιτροπής Γ1 και ότιεντόπισαν κατά τον έλεγχο
κάποια κενά στην προσφορά του Χ2 (βλ. σελίδες 19 και 20 του ως άνω πρακτικού). Όμως ο Γ1, σε αντίθεση με τα παραπάνω και ουσιαστικά διαψεύδοντας αυτά, εξεταζόμενος από την αυτή ως άνω Επιτροπή, κατέθεσε ότι ο ίδιος ουδέποτε έκανε έλεγχο των προσφορών, αλλά ότι "Το μεσημέρι της Παρασκευής, 27.8.1999, η Χ3 μου είπε ότι ρίχνοντας μία πρώτη ματιά στις προσφορές, βρήκε μερικές διορθώσεις, σβησίματα κλπ, τα οποία θα τα ερευνήσει η Επιτροπή του Διαγωνισμού αργότερα και μάλιστα ότι σε κάποια από τις προσφορές δεν είχε γραφεί ολογράφως το ποσό..." (βλ. σελίδα 15 του αυτού ως άνω πρακτικού). Πέραν των ως άνω αναφερομένων αντιφάσεων, πρέπει εδώ να σημειωθεί ως κρίσιμο στοιχείο το γεγονός ότι η εκκαλούσα -κατηγορουμένη Χ3, ενώ ήταν σε κανονική άδεια από 26.7.1999 μέχρι 8.8.1999, διέκοψε την άδεια της στις 29 και 30 Ιουλίου 1999, προκειμένου να λάβει μέρος στην Επιτροπή Διενέργειας Διαγωνισμού, αν και υπήρχε αναπληρωματικό μέλος της και δη ο Γ5, Τμηματάρχης Α' της ΗΣΑΠ Α.Ε. (βλ. σελίδες 9 και 20 του πρακτικού της ως άνω Επιτροπής), γεγονός που σαφώς εκφεύγει της τηρούμενης στις περιπτώσεις αυτές υπηρεσιακής πρακτικής. Άλλωστε, νόμιμη άδεια τακτικού μέλους της Επιτροπής Διαγωνισμού, σημαίνει νόμιμο λόγο απουσίας αυτού από την Υπηρεσία του και κατ' επέκταση νόμιμο λόγο αναπλήρωσης αυτού στα καθήκοντα του ως μέλους της Επιτροπής από τον αναπληρωτή του, ο οποίος για το λόγο αυτό ορίζεται από την αρχή μαζί με τα τακτικά μέλη της Επιτροπής. Το γεγονός αυτό (διακοπή άδειας της εκκαλούσας κατηγορουμένης Χ3), αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης απασχόλησης και της Επιτροπής της υπ' αριθμ. ..... απόφασης της μηνύτριας ΗΣΑΠ ΑΕ, γεγονός το οποίο δεν θα συνέβαινε, όπως είναι φυσικό, αν η συγκεκριμένη ενέργεια αυτής, εκινείτο μέσα στα συνήθη πλαίσια της τηρούμενης υπηρεσιακής πρακτικής (βλ. σελίδες 9 και 20 του ως άνω πρακτικού). Ο ισχυρισμός της τελευταίας ότι διέκοψε την άδεια της διότι δεν ήταν εκτός Αθηνών και επιπλέον ότι έλειπε και ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Γ1, δεν κρίνεται πειστική, λαμβανομένου υπόψη ότι σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Επιτροπής η εκκαλούσα-κατηγορουμένη, Χ3 ήταν "η κατ' εξοχήν αρμόδια υπάλληλος" ως προς τηδιαπιστωθείσα αλλοίωση της προσφοράς, έπαιρνε δε τοκλειδί της ντουλάπας των προσφορών "με πολύμεγαλύτερη άνεση" από οποιονδήποτε τρίτον (βλ. σελίδα19 του ως άνω πρακτικού). Τούτο παραδέχθηκε και η ίδιαη Χ3, η οποία, εξεταζόμενη ενώπιον τηςαρμόδιας
Επιτροπής,
κατέθεσε
ότι, αφού παραλαμβάνο-νταν οι προσφορές των συμμετεχόντων στο διαγωνισμό, συνήθως την επεξεργασία τους την έκανε η ίδια, με την ιδιότητα της υπαλλήλου της Υπηρεσίας Προμηθειών και του μέλους της Επιτροπής Αξιολόγησης (βλ. σελίδες 22 και 23 του ως άνω πρακτικού). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο εν λόγω διαγωνισμός, συνεπεία της κατά τα άνω νόθευσης της προσφοράς της Κοινοπραξίας "......", ακυρώθηκε με απόφαση του Δ.Σ. της μηνύτριας εταιρείας και επαναλήφθηκε στη συνέχεια, αφού αποκλείστηκε η πιο πάνω Κοινοπραξία, τελικά δε το συγκεκριμένο έργο ολοκληρώθηκε την Άνοιξη του 2000 από άλλον μειοδότη. Όπως δε καταθέτουν οι μάρτυρες Ζ1 και Ζ2, από τους οποίους, ο μεν πρώτος είναι νόμιμος εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας από το έτος 2002, ο δε δεύτερος υπάλληλος αυτής και πολιτικός μηχανικός, στις από 31.3.2004 καταθέσεις τους, λόγω των ως άνω αλλοιώσεων η προσφορά της Κοινοπραξίας "......" περιείχε έκπτωση 40% επί του προϋπολογισμού του έργου, ύψους 90.000.000 δρχ. (90.000.000 Χ 40%= 36.000.000 δρχ.), δηλαδή σύμφωνα με την προσφορά (αλλοιωμένη) της ως άνω Κοινοπραξίας, η δαπάνη της μηνύτριας εταιρείας για την εκτέλεση του έργου ήταν ύψους (90.000.000 -36.000.000) 54.000.000 δρχ. και ότι η ως άνω νόθευση είχε ως άμεση και απότοκη συνέπεια την επανάληψη του διαγωνισμού και την εκτέλεση του έργου από άλλον μειοδότη, ο οποίο είχε υποβάλλει προσφορά με έκπτωση 31% επί του ίδιου προϋπολογισμού μελέτης (90.000.000 Χ 31% =27.900.000 δρχ.), σύμφωνα με την οποία η δαπάνη εκτέλεσης του συγκεκριμένου έργου για τη μηνύτρια ανήλθε στο ποσό των (90.000.000 27.900.000) 62.100.000 δρχ. Με την επανάληψη δηλαδή του διαγωνισμού λόγω της ως άνω νόθευσης, η μηνύτρια εταιρεία ζημιώθηκε το ποσό των (62.100.000-54.000.000) 8.100.000 δρχ. ήτοι ποσοστό 9% (διαφορά μεταξύ των δύο εκπτώσεων) επί του προϋπολογισμού του έργου. Τα ανωτέρω προκύπτουν ευθέως και από το με ημερομηνία ..... έγγραφο του Προϊσταμένου της Νομικής Υπηρεσίας της μηνύτριας εταιρείας προς τον 1° Ειδικό Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών στα πλαίσια της διενεργηθείσας περαιτέρω κυρίας ανάκρισης, σύμφωνα με το οποίο, δεν προχώρησε και δεν ολοκληρώθηκε η σχετική διαγωνιστική διαδικασία, μεταξύ των υπολοίπων προσφορών, ούτε εφαρμόστηκε ο μαθηματικός τύπος "λόγω της ανακάλυψης της αλλοίωσης της προσφοράς της Κοινοπραξίας " ......". Κατά συνέπεια, είναι πρόδηλη η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πλαστογραφίας (νόθευσης) της επίμαχης προσφοράς αφενός και της ακύρωσης - επανάληψης του διαγωνισμού αφετέρου. Με δεδομένο δε το ανωτέρω ζημιογόνο για τη μηνύτρια εταιρεία αποτέλεσμα της επαναληπτικής, μετά την ακύρωση, διαγωνιστικής διαδικασίας, είναι συνακόλουθα πρόδηλη και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της νόθευσης της προσφοράς της συγκεκριμένης Κοινοπραξίας και της ζημίας που επήλθε στην περιουσία της μηνύτριας εταιρείας, ύψους 8.100.000 δρχ., (ή 23.771,93 €) τουλάχιστον, αφού όπως προαναφέρθηκε, η δαπάνη για το έργο του ακυρωθέντος διαγωνισμού βάσει των δεδομένων που ίσχυαν κατά το χρόνο διεξαγωγής του ήταν 54.000.000 δραχμές, ενώ η δαπάνη εκτέλεσης του ίδιου ακριβώς έργου του επαναληφθέντος διαγωνισμού ήταν 62.1000.000 δρχ. Το τελευταίο προκύπτει, υπό την έννοια της πραγματικής μειοδοτικής δυνατότητας πέραν της προσφοράς της Κοινοπραξίας που προέκυψε με τη διωκόμενη υπόθεση και με τα ποσοστά εκπτώσεων επί του προϋπολογισμού του έργου που θα παρείχαν οι εταιρείες των αμέσως επομένων της Κοινοπραξίας προσφορών και δη οι εταιρείες "....." και ".....". Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το προαναφερόμενο από 27.7.2006 έγγραφο της μηνύτριας προς τον 1° Ειδικό Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, τα ποσοστά εκπτώσεων, υπολογιζόμενα βάσει μαθηματικών υπολογισμών, ανέρχονται σε 0,43 61617 ("......") 0,435439 (".......") ΚΑΙ ΣΕ 0,4361624 (Κοινοπραξία "....."). Συνακόλουθα με βάση το ποσοστό αυτό έκπτωσης επί του προϋπολογισμού του συγκεκριμένου έργου της πιο πάνω Κοινοπραξίας πριν από την αναφερομένη νόθευση της προσφοράς της, η δαπάνη κατασκευής ανερχόταν σε 50.745.384 δρχ. (90.000.000 Χ 0,4361624 = 39.254.616 η έκπτωση), ενώ η δαπάνη κατασκευής βάσει των εκπτώσεων που θα παρείχαν οι επόμενες της Κοινοπραξίας εταιρείες, είναι 50.745.447 και 50.810.490δρχ. με αναδόχους αντίστοιχα την "....." και "......." (90.000.000 Χ 0,435439 = 3.918.510 δρχ. η έκπτωση για την "....."
και
90.000.000 Χ 0,4361617 = 39.254.553 δρχ. για την "....."). Η διαφορά δηλαδή δαπάνης μεταξύ τωνακυρωθέντος και επαναληπτικού διαγωνισμού με βάση τοποσοστό έκπτωσης της Κοινοπραξίας πριν από τηνόθευση ήταν 11.354.616 (62.100.000-50.745.384) δρχ.,ενώ με βάση το ποσοστό έκπτωσης που θα παρείχαν οιδύο επόμενες της Κοινοπραξίας εταιρείες πουπροαναφέρθηκαν, ήταν 11.354.553 και 11.289.510 δρχ.
αντίστοιχα (62.100.000 - 50.745.447 = 11.354.553 γιατην "....." και 62.100.000-50.810.490=11.289.510 για την "......"). Η διαφορά της δαπάνης ύψους 8.100.000 δρχ. μεταξύ των δύο διαγωνισμών υπολογίζεται με βάση το ποσοστό έκπτωσης 40% επί του προϋπολογισμού του έργου που εμφανίζει η επίμαχη προσφορά της Κοινοπραξίας "....." συνεπεία της κατά τα άνω νόθευσης σε κάθε όμως περίπτωση συνιστά το ελάχιστο ποσό της διαφοράς αυτής και αντίστοιχα την ελάχιστη ζημία της μηνύτριας εταιρείας. Τη χρηματική αυτή διαφορά στη δαπάνη κατασκευής του συγκεκριμένου έργου υποχρεώθηκε να καταβάλει η μηνύτρια εταιρεία σε βάρος της περιουσίας της και συνιστά (η διαφορά αυτή) τη ζημία, η οποία επήλθε πράγματι από την κατά τα άνωπλαστογραφία (νόθευση) με τη συνοδεύουσα αυτήσυμμετοχική δράση
της ηθικής αυτουργίας του κατηγορουμένου Χ2 (μη ασκήσαντος έφεση) και της άμεσης · συνέργειας σ' αυτήν της εκκαλούσας κατηγορουμένης Χ3, σε βάρος της περιουσίας της μηνυτρίας συνεπεία της ακύρωσης και επανάληψης του διαγωνισμού και αντίστοιχα το επιδιωχθέν από τους κατηγορουμένους περιουσιακό όφελος. Περαιτέρω, καθόσον αφορά τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τέλεσης των πράξεων, προέκυψε ότι οι εκκαλούσες κατηγορούμενες ενήργησαν όχι ευκαιριακά, αλλά βάσει οργανωμένου σχεδίου, με σκοπό πορισμού παρανόμου εισοδήματος, για την επίτευξη του οποίου είχαν δημιουργήσει την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή (ήτοι ανάπτυξη συνεργασίας και διασύνδεσης μεταξύ τους και μάλιστα μετά την κατάθεση της προσφοράς, παράδοση της προσφοράς στην αυτουργό προκειμένου να την αλλοιώσει (νοθεύσει) και να παραπλανηθούν έτσι ως προς τη γνησιότητα της τα όργανα της μηνυτρίας εταιρείας, χρησιμοποίηση ειδικού στυλογράφου με σφαιρίδιο και ειδική μελάνη (erasable iηκ) για τις αλλοιώσεις, η οποία (ειδική μελάνη) είχε τη δυνατότητα απόσβεσης με απλό σβηστήρα). Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, προκύπτουν και κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, επαρκείς ενδείξεις ενοχής των εκκαλουσών κατηγορουμένων ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος τους για τις ως άνω διωκόμενες πράξεις της πλαστογραφίας (νόθευσης) κατ' επάγγελμα με σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, όσον αφορά την εκκαλούσα κατηγορουμένη Χ1 και της άμεσης συνέργειας στην κακουργηματική αυτή πλαστογραφία όσον αφορά την εκκαλούσα κατηγορουμένη Χ3, η οποία ομοίως ενεργούσε κατ' επάγγελμα, πράξεις που φέρονται ότι τελέστηκαν απ' αυτές στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 26.8.1999 μέχρι 31.8.1999. Επομένως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμα του παρέπεμψε τις εκκαλούσες κατηγορούμενες στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (άρθρα 309 παρ.1ε, 313, 111 παρ.1, 119 παρ.1, 122 ΚΠΔ) για να δικαστούν για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, ορθά εκτίμησε και αξιολόγησε τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα προκύπτοντα από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, πραγματικά περιστατικά".
Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος της αναιρεσείουσας- κατηγορούμενης και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή της, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτια πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδίωξε και αντίστοιχα η συνολική περιουσιακή ζημία που προξένησε, υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία αυτή παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 216 παρ.1 και 3α του ΠΚ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, (άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, ότι το Συμβούλιο Εφετών, εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά με ποιο τρόπο η αναιρεσείουσα, ενήργησε όχι ευκαιριακά, αλλά βάσει οργανωμένου σχεδίου, αποβλέποντας να προσπορίσει στον εαυτό της ή σε τρίτο, παράνομο περιουσιακό όφελος. Προς τούτο, είχε δημιουργήσει την κατάλληλη υποδομή, τόσο με την ανάπτυξη συνεργασίας και διασύνδεσης με τους συγκατηγορούμενούς της, όσο και, με την εκ νέου από μέρους της, υποβολή της ήδη κατατεθείσας προσφοράς, αφού πέτυχε να αναλάβει αυτή, κατά μη σύννομο τρόπο και να τη νοθεύσει, αλλοιώνοντας, με κατάλληλα μέσα, που η ίδια χρησιμοποίησε, τα αναφερόμενα λεπτομερώς στο προσβαλλόμενο βούλευμα αριθμητικά στοιχεία. Αιτιολογείται, επίσης, ο δόλος της αναιρεσείουσας, η οποία, με την αξιόποινη συμπεριφορά της, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της, αλλά και στην κοινοπραξία ".......", παράνομο περιουσιακό όφελος, προς βλάβη τρίτων, αφού με την αλλοίωση των αναφερομένων αριθμητικών δεδομένων, στην προσφορά που η ίδια είχε συντάξει, και είχε καταθέσει στην αρμόδια επιτροπή, προφανώς θα αναδεικνυόταν η ως άνω κοινοπραξία, ως μειοδότης του διαγωνισμού, για την εκτέλεση του έργου, που είχε εξαγγείλει η μηνύτρια εταιρεία με την επωνυμία " ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΙ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΙ ΑΘΗΝΩΝ - ΠΕΙΡΑΙΩΣ- ΗΣΑΠ ΑΕ.". Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτησή στο σύνολό της. Οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, με τις οποίες, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η, επί της ουσίας, αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, στα δικαστικά έξοδα(άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 234/29-10-2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1775/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ