Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση. Οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως και για τις τρεις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε, απορρίπτεται ως αβάσιμος, διότι το δικαστήριο παραθέτει ποια ήταν τα αληθή σε αντίθεση με τα ψευδή που περιέλαβε στην έγκληση της και αιτιολογεί με σαφήνεια και τον άμεσο δόλο της. Απορρίπτεται ως αβάσιμος και ο πρώτος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, κατά τον οποίο το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το προσκομισθέν βούλευμα, διότι από τα πρακτικά προκύπτει ότι το έλαβε υπόψη του. Επίσης ο δεύτερος λόγος των πρόσθετων λόγων, κατά τον οποίο το δικαστήριο κακώς την καταδίκασε για την ψευδορκία, αφού με τα προσαχθέντα έγγραφα απέδειξε ότι δεν τέλεσε την πράξη, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, διότι δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.
Αριθμός 863/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Κούκλη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά - Εισηγήτρια και Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, το γένος ..., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Βουργίδη, περί αναιρέσεως της 8715/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που παρέστη αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2.12.2009 αίτησή της αναιρέσεως και στο από 11.12.2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1697/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας και την αυτοπροσώπως παραστάσα πολιτικώς ενάγουσα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, να συνάγεται όμως από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα ελήφθησαν υπόψη και εκτιμήθηκαν. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης της απόφασης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη 8715/2009 απόφασή του, με την οποία καταδίκασε την αναιρεσείουσα σε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών για ψευδή καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδορκία μάρτυρα, κατ' εξακολούθηση, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που κατ' είδος μνημονεύει, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης, που αλληλοσυμπληρώνονται, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη έχει τελέσει τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδορκίας μάρτυρα, για τις οποίες κατηγορείται. Ειδικότερα, από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη την 16/5/2002 υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών μήνυση εναντίον της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία βεβαίωσε ενόρκως και της οποίας η εγκαλούσα έλαβε γνώση στις 12/3/2003 όταν για πρώτη φορά κλήθηκε από την 6η Πταισματοδίκη Αθηνών προκειμένου να απολογηθεί, με την οποία ζητούσε να ασκηθεί σε βάρος της ποινική δίωξη για τα αδικήματα της εξύβρισης και συκοφαντικής δυσφήμησης. Στην εν λόγω μήνυση, η κατηγορουμένη αναφέρει, μεταξύ άλλων, και εν γνώσει της αναληθείας τους ότι, η νυν εγκαλούσα, εκπροσωπώντας την εταιρία με την επωνυμία "ΚΑ-ΣΤΕΛ ΕΒΑΕ" στην δικαστική διαμάχη της με την κατηγορουμένη, συνέταξε και κατέθεσε στο Εφετείο Αθηνών τις από 18.2.2002 έγγραφες προτάσεις της εταιρίας, στις οποίες διέλαβε δήθεν ψεύδη για την μηνύτρια εν γνώσει της αναληθείας τους, με σκοπό να πλήξει την τιμή και την υπόληψή της καθώς και την επαγγελματική της επάρκεια και εντιμότητα. Της απέδωσε δηλαδή η κατηγορουμένη δόλο εξύβρισης και συκοφαντικής δυσφήμησης και γνώση της υποτιθέμενης αναληθείας των περιεχομένων στις επίδικες προτάσεις ισχυρισμών, αν και γνώριζε καλά, αφού είχε την ιδιότητα της Διευθύνουσας Συμβούλου της εταιρίας "ΚΑ-ΣΤΕΛ ΕΒΑΕ" έως τις 16-11-2000, ότι ουδεμία σχέση είχε η εγκαλούσα με την ίδια την τότε μηνύτρια και νυν κατηγορουμένη ή με την εταιρία "ΚΑ-ΣΤΕΛ ΕΒΑΕ" έως τον χειρισμό της επίμαχης υπόθεσης, τους δε εν λόγω ισχυρισμούς η πολιτικώς ενάγουσα διέλαβε στις προτάσεις καθ' υπόδειξη και κατ' εντολή της εταιρίας "ΚΑ-ΣΤΕΛ ΕΒΑΕ" σε εκτέλεση της ανατεθείσας σ' αυτήν εντολής ως δικηγόρου. Περαιτέρω, καταθέτοντας ενόρκως ενώπιον της 6ης Πταισματοδίκου Αθηνών στις 13-6-2002 (σε συμπληρωματική κατάθεσή της) η κατηγορουμένη, προς απόδειξη της μήνυσής της εναντίον της εγκαλούσας, κατέθεσε ψευδώς και εν γνώσει της αναληθείας ότι "οι δύο δικηγόροι είναι οι δύο δικηγόροι που αποκρούουν όλες τις εργατικές δίκες του προσωπικού της εταιρίας και του νομικού σύμβουλου της εταιρίας", σε άλλο δε σημείο της ίδιας κατάθεσής της δήλωσε ότι "ο κ. Ζς και η κ. Ψ παρίστανται σε όλες τις δίκες του προσωπικού και άλλων χρεωστών της εταιρίας, για τις οποίες μπορώ να προσκομίσω και έγγραφα". Το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 1681/2004 αμετάκλητο βούλευμά του έκρινε ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια κατηγορία κατά των δύο πληρεξούσιων δικηγόρων, ήτοι του Ζ και της νυν εγκαλούσας Ψ, με το σκεπτικό ότι, κατά το άρθρο 39 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων, έργο του Δικηγόρου είναι να αντιπροσωπεύει και να υπερασπίζεται τον εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και κάθε αρχής, ενεργώντας ελεύθερα και ανεμπόδιστα κάθε αναγκαία πράξη γι' αυτό, κατά δε το άρθρο 48 του ιδίου Κώδικα, υποχρεούται να τηρεί την προσήκουσα ευπρέπεια και μετριότητα εκφράσεων κατά τις προφορικές και έγγραφες αυτού εκθέσεις. Περαιτέρω δε και κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 367 παρ.1 εδ.γ ΠΚ, αίρεται το άδικο της συκοφαντικής δυσφήμησης όταν γίνεται από δικηγόρο σε κατατεθέντα και υπογραφέντα από αυτόν έγγραφα κατ' εντολή του εντολέα του, όταν αυτός αποβλέπει στην προστασία των συμφερόντων του πελάτη, που κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις έχει καθήκον να προστατεύει, χωρίς να υπερβαίνει την προσήκουσα ευπρέπεια και μετριότητα κατά τη σύνταξη των δικογράφων και χωρίς να προκύπτει σκοπός εξύβρισης εκ μέρους του (ΑΠ 2127/2002 ΠοινΧρ ΝΓ.753). Με βάση τα παραπάνω και τα αποδεικτικά στοιχεία που του τέθηκαν υπόψη, το Συμβούλιο έκρινε ότι η εγκαλούσα ενήργησε κατ' εντολή των εντολέων της, συγκατηγορουμένων της εκπροσώπων της εταιρίας "ΚΑΣΤΕΛ ΕΒΑΕ" χωρίς, κατά τη σύνταξη των προτάσεων, να υπερβεί τα όρια που θέτουν τα προεκτεθέντα άρθρα του Κώδικα Δικηγόρων, ενώ δεν διέγνωσε ότι υπήρξε σκοπός εξύβρισης της νυν κατηγορουμένης και γι' αυτό αποφάνθηκε να μη γίνει κατ' αυτής (και κατά του έτερου δικηγόρου Α. Ζ) κατηγορία. Παρέπεμψε όμως στο ακροατήριο τους λοιπούς κατηγορούμενους για συκοφαντική δυσφήμηση, με βάση τα όσα αναφέρονται στις από 18-2-2002 προτάσεις της εταιρίας "ΚΑ-ΣΤΕΛ ΕΒΑΕ" ενώπιον του Εφετείου Αθηνών επί της από 5-12-2001 εφέσεώς της κατά της νυν κατηγορουμένης και κατά της υπ' αριθμ. 2637/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η νυν εγκαλούσα στις 4-12-2001 κλήθηκε από τον συνάδελφό της Ζ προκειμένου να ενημερωθεί για τη διαφορά μεταξύ της εταιρίας "ΚΑ-ΣΤΕΛ ΕΒΑΕ" και της κατηγορουμένης, η οποία υπήρξε διευθύνουσα σύμβουλος αυτής έως την 16-11-2000 και συγκεκριμένα να συντάξει έφεση κατά της υπ' αριθμ. 2637/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η άνω εταιρία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην κατηγορουμένη το ποσό των 44.171.166 δραχμών νομιμοτόκως για δεδουλευμένες αποδοχές και αποζημίωση απόλυσης. Κατά τους ισχυρισμούς δε της άνω εταιρίας, η τότε ενάγουσα και νυν κατηγορουμένη είχε αποκρύψει από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την ιδιότητά της ως διευθύνουσας συμβούλου της εταιρίας και λόγω της ερημοδικίας της δεν κατέστη δυνατό να προβάλει τον ισχυρισμό της ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της κατηγορουμένης ήταν ανυπόστατη, με συνέπεια να καταδικασθεί στην καταβολή του συνόλου του αιτουμένου ποσού. Τους ισχυρισμούς αυτούς περιέλαβε η εγκαλούσα κατ' εντολή των εντολέων της, στις προτάσεις της. Η κατηγορουμένη γνώριζε το γεγονός ότι η εγκαλούσα έως τον χειρισμό της υπόθεσης αυτής τον Δεκέμβριο του 2001 ουδέποτε είχε χειριστεί υπόθεση της εταιρίας "ΚΑ-ΣΤΕΛ ΕΒΑΕ", με συνέπεια ο ισχυρισμός της ότι ως πληρεξούσια δικηγόρος απέκρουσε όλες τις δίκες του προσωπικού και άλλων χρεωστών της εταιρίας, να είναι ψευδής. Η εγκαλούσα δεν υπήρξε νομική σύμβουλος της εταιρίας κατά το παρελθόν, δεν παρέστη σε συνεδρίαση του ΔΣ, ούτε γνώριζε κανένα από τα μέλη του ΔΣ της εταιρίας, γεγονός που αποδεικνύεται ιδίως από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Η κατηγορουμένη δε, ως απελθούσα διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρίας, γνώριζε ότι η εγκαλούσα δεν είχε καμία σχέση με την εταιρία κατά το παρελθόν και λόγω της θέσεως και της μορφώσεώς της γνώριζε ότι όσα διέλαβε η εγκαλούσα στις προτάσεις της δεν ήταν προϊόν δικών της γνώσεων αλλά κατέγραψε τους ισχυρισμούς των μελών του ΔΣ της εταιρίας που εκπροσωπούσε στη συγκεκριμένη δίκη χωρίς να υπερβεί τα όρια της ευπρέπειας κατά τη διατύπωση αυτών και χωρίς να έχει σκοπό εξύβρισης, όπως δέχθηκε το παραπάνω βούλευμα. Παρά ταύτα, η κατηγορουμένη προσπάθησε να ποινικοποιήσει τον υπό της εγκαλούσης χειρισμό της υπόθεσης και να την κάνει, ανεπίτρεπτα, μέρος της αντιδικίας της με την εταιρία "ΚΑ-ΣΤΕΛ ΕΒΑΕ". Τα όσα διέδωσε δε γι' αυτήν πλήττουν την τιμή και την υπόληψή της, αφού λόγω της θέσεώς της στην επιστημονική κοινότητα και τη συστηματική ενασχόλησή της με το Εργατικό Δίκαιο, λόγω του ότι είναι κάτοχος διπλώματος μεταπτυχιακών σπουδών σ' αυτό (DEA DROIT SOCIAL-PARIS I SORBONNE), μέλος του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρίας Δικαίου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Εργατολόγων, είναι γνωστή σε ευρύτατο κύκλο προσώπων, οι δε ισχυρισμοί της κατηγορουμένης για το πρόσωπό της λόγω της έντονης απαξίας, που εμπεριέχουν, θέτουν σε αμφιβολία την επαγγελματική της ακεραιότητα και δημιουργούν υπόνοιες για τον τρόπο που ασκεί το επάγγελμά της. Απολογούμενη δε, η κατηγορουμένη ισχυρίστηκε ότι ο δικηγόρος ... την συμβούλευσε να αμυνθεί κατά των ισχυρισμών των μελών ΔΣ και ότι αυτός συνέταξε την άνω μήνυση κατ' αυτών και των δικηγόρων. Όμως, ανεξάρτητα αν για τα όσα ισχυρίστηκαν τα μέλη του ΔΣ της άνω εταιρίας σε βάρος της κατηγορουμένης καταδικάστηκαν αμετάκλητα για συκοφαντική δυσφήμηση, το γεγονός ότι συμπεριέλαβε και την νυν εγκαλούσα στη διαμάχη της με τα μέλη του ΔΣ, ενώ γνώριζε ότι ως πληρεξούσια δικηγόρος, που για πρώτη φορά ανέλαβε υπόθεση της εταιρίας, δεν ήταν σε θέση και δεν μπορούσε να διατυπώσει ίδιες σκέψεις και ισχυρισμούς σε δικόγραφο, παρά μόνον να διατυπώσει τους ισχυρισμούς των εντολέων της, και ότι προσωποποίησε τους ισχυρισμούς των μελών του ΔΣ και στο πρόσωπό της, αποδεικνύει τον δόλο της κατηγορουμένης αναφορικά με όσα ψευδή και συκοφαντικά και εν γνώσει του ψεύδους τους διέδωσε σε βάρος της εγκαλούσας. Με βάση δε τα παραπάνω, η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, όμως πρέπει να της αναγνωριστεί το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας μετά την τέλεση της πράξης, καθόσον ζήτησε συγγνώμη από την εγκαλούσα.
Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο σκεπτικό της εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, βάσει των οποίων έκανε την υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 224 παρ.2, 229 παρ.1, 362 και 363 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα στο σκεπτικό της αποφάσεως και το διατακτικό της που επιτρεπτά το συμπληρώνει, το δικαστήριο παραθέτει ποια ήταν τα αληθή σε αντίθεση με τα ψευδή που περιέλαβε η αναιρεσείουσα στην από 16/5/2002 έγκλησή της, και αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο της και για τις τρεις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες την καταδίκασε. Αιτιολογεί δηλαδή την γνώση αυτής ότι ήταν ψευδής η από 16/5/2002 έγκληση που υπέβαλε κατά της δικηγόρου Ψ, το περιεχόμενο της οποίας επιβεβαίωσε εξεταζόμενη ενόρκως την ίδια ημέρα ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, και ότι την υπέβαλε με σκοπό να επιτύχει την ποινική καταδίωξη της ως άνω δικηγόρου, αφού γνώριζε πολύ καλά ότι η δικηγόρος αυτή κατά την σύνταξη των προτάσεων που υπέβαλε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την 18/2/2002, εκπροσωπούσα την εταιρία ΚΑ-ΣΤΕΛ ΕΒΑΕ επί της από 5/12/2001 έφεσης της τελευταίας κατά της υπ' αριθμ. 2637/2001 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατά της ήδη αναιρεσείουσας, ενήργησε εντός των πλαισίων της δοθείσας σ' αυτήν εντολής των μελών του Δ.Σ. της ως άνω εταιρίας και των πλαισίων των άρθρων 39 παρ.1 και 48 του Κώδικα περί Δικηγόρων, δεν υπερέβη δε κατά την σύνταξη αυτών τα όρια που θέτουν οι διατάξεις αυτές, καθώς και εκείνη του άρθρου 367 του ΠΚ, και επομένως δεν είχε τελέσει σε βάρος της αναιρεσείουσας τις άδικες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης και εξύβρισης, όπως την κατήγγειλε αυτή με την από 16/5/2002 έγκλησή της, το περιεχόμενο της οποίας βεβαίωσε ενόρκως στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που την εγχείρησε, διαδίδοντας ταυτόχρονα εν γνώσει της ψευδώς ότι η εγκαλούμενη δικηγόρος είχε τελέσει τις άδικες αυτές πράξεις σε βάρος της, με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψή της, εμφανίζοντάς την ως άτομο το οποίο κατά την ενάσκηση του επαγγέλματός της δεν δίσταζε να διαπράττει και άδικες ακόμη πράξεις προκειμένου να υπερασπίσει τα συμφέροντα των εντολέων της, παραθέτει δε η προσβαλλομένη τα περιστατικά που δικαιολογούν την γνώση της αυτή. Κατά συνέπεια, οι προβαλλόμενοι από την αναιρεσείουσα λόγοι αναιρέσεως, με το κύριο δικόγραφο και τους προσθέτους λόγους, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως (άρθρο 510 παρ. 1 Δ του Π.Κ.) πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, και ο δεύτερος λόγος του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε να αξιολογήσει τα προσκομισθέντα από την αναιρεσείουσα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και το υπ' αριθμ. 321/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο ανεστάλη, κατ' άρθρο 59 του ΚΠΔ, άλλη ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί σε βάρος της, με αφορμή άλλη έγκληση παρόμοιου περιεχομένου που είχε υποβάλει κατ' αυτής ο δικηγόρος Ζ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από τα οικεία πρακτικά της προσβαλλομένης (σελίδα 9), το δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα προσαχθέντα από τους διαδίκους έγγραφα, καθώς και το με αύξοντα αριθμό 27 των αναγνωστέων εγγράφων υπ' αριθμ. 321/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας που προβάλλονται με τον τρίτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων, σύμφωνα με τις οποίες αναιτιολόγητα το δικαστήριο την καταδίκασε για το έγκλημα της ψευδορκίας που φερόταν ότι είχε τελέσει κατά την ενώπιον της Πταισματοδίκου Αθηνών από 13/6/2002 ένορκη εξέταση της, καθόσον η ίδια με τα προσαχθέντα έγγραφα απέδειξε ότι δεν είχε τελέσει την πράξη αυτή, απαραδέκτως προβάλλονται και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επιχειρείται να πληγεί η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας αναφορικά με την εκτίμηση των αποδείξεων.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, απορριπτομένων των λόγων της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2/12/2009 αίτηση και τους από 11/12/2009 πρόσθετους λόγους για αναίρεση της υπ' αριθμ. 8715/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι(220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 25 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Απριλίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ