Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 288 / 2015    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ψευδής ιατρική πιστοποίηση.




Περίληψη:
Ψευδής ιατρική πιστοποίηση. Στοιχεία 369 ΚΠΔ-Όχι ακυρότητα διαδ. αν δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορ., για αιτηθείσα συμβολική χρημ. ικανοποίηση, ελλείψη εννόμου συμφέροντος.




Αριθμός 288/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Μαρία Γαλάνη Λεοναρδοπούλου, (σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 41/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Β. Σ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αλετρά, για αναίρεση της υπ'αριθ. 353/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας, με πολιτικώς ενάγουσα την Α. Π. του Βασιλείου, κατοίκου Κάτω Στενής Ευβοίας, που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Ευβοίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Νοεμβρίου 2014 αίτηση αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1209/2014.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, γιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι και μαίες, που εν γνώσει τους εκδίδουν ψευδείς πιστοποιήσεις, οι οποίες προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε ασφαλιστική επιχείρηση ή που μπορούν να ζημιώσουν έννομα και ουσιώδη συμφέροντα^ άλλου προσώπου, τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και χρηματική ποινή. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως, που αποτελεί είδος διανοητικής πλαστογραφίας και ιδιαίτερο έγκλημα, απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από το γιατρό, υπό την επαγγελματική του ιδιότητα μέσα στον κύκλο των έργων του ως γιατρού έγγραφης πιστοποιήσεως και παράδοση αυτής σε τρίτον, η οποία είναι ψευδής κατά το περιεχόμενο της σε οποιοδήποτε σημείο αυτής, ως και όταν πιστοποιεί ότι εξήτασε τον ασθενή ενώ δεν τον έχει εξετάσει, ήτοι δηλαδή και όχι μόνο κατά το μέρος που αφορά την υγεία του τρίτου ή την υγιεινή του κατάσταση και προορίζεται να παράσχει πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή κ.λ.π., υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση με την έννοια της βεβαιότητος (εντελούς γνώσεως - επιγνώσεως), σχετικώς με την αναλήθεια του περιεχόμενου της πιστοποιήσεως αφετέρου δε τη θέληση εκδόσεως και παραδόσεως στον τρίτο της τοιαύτης ψευδούς πιστοποιήσεως, αρκούντος του ενδεχόμενου δόλου, μόνον σε ό,τι αφορά τον προορισμό της έγγραφης πιστοποιήσεως να παράσχει πίστη στις αρχές κ.λ.π. Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή, δεν αποτελεί δε λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδείξεων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως της επιβαλλόμενης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Για την ύπαρξη της προαναφερόμενης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στη προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Ευβοίας, [που δίκασε σε δεύτερο βαθμό], με την προσβαλλόμενη με αριθμό 353/2014 απόφαση του, από τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Η κατηγορούμενη είναι ιατρός γυναικολόγος και διατηρεί ιατρείο στη Χαλκίδα επί σειρά ετών. Η πολιτικώς ενάγουσα ήταν πελάτισσα της από το έτος 2000 περίπου και μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί σχέση εμπιστοσύνης όπως αυτή που διέπει συνήθως τις σχέσεις ιατρού και ασθενούς. Περί τις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2007 η πολιτικώς ενάγουσα επισκέφθηκε το ιατρείο της κατηγορουμένης προκειμένου να υποβληθεί σε τεστ Παπανικολάου και τότε η κατηγορουμένη ιατρός διαπίστωσε ότι βρισκόταν στο 2ο μήνα κυήσεως καθώς και ότι εμφάνιζε έναν πολύποδα. Η πολιτικώς ενάγουσα που δεν επιθυμούσε άλλη εγκυμοσύνη καθώς ήταν ήδη μητέρα τριών παιδιών εξέφρασε την επιθυμία της να προβεί σε διακοπή της κυήσεως και γι' αυτό η κατηγορουμένη με τη συναίνεση της προέβη σε επέμβαση για διακοπή της κύησης και αφαίρεση του πολύποδα γεγονός που έγινε στο μαιευτήριο ΜΗΤΕΡΑ και για τις ιατρικές της υπηρεσίες η κατηγορουμένη έλαβε ως αμοιβή από το σύζυγο της πολιτικώς ενάγουσας το ποσόν των 800 ευρώ. Η πολιτικώς ενάγουσα ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε εγκυμοσύνη και ότι η κατηγορουμένη την εξαπάτησε για να εισπράξει την αμοιβή της πλην όμως όπως δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη την εξαπάτησε αφού όπως προέκυψε σε μεταγενέστερη εξέταση είχε αφαιρεθεί πολύποδας από την πολιτικώς ενάγουσα κι άλλωστε και ο ίδιος ο σύζυγος της δεν δύναται με βεβαιότητα να αποκλείσει την ύπαρξη εγκυμοσύνης. Πρέπει, συνεπώς να κηρυχθεί αθώα για την πράξη της απάτης που φέρεται ότι τελέσθηκε το Φεβρουάριο του έτους 2007. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά την πάροδο εξαμήνου περί τα τέλη Αυγούστου 2007 επισκέφθηκε εκ νέου το ιατρείο της κατηγορουμένης η οποία αφού την εξέτασε της ανακοίνωσε ότι ήταν και πάλι έγκυος και γι' αυτό έκανε και υπερηχογράφημα. Η πολιτικώς ενάγουσα εξέφρασε την απορία της αφού είχε αδιαθετήσει στις 8.8.2007 και είχε λάβει και όλες τις προφυλάξεις για να αποφύγει μια πιθανή ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Εντούτοις η κατηγορουμένη τη διαβεβαίωσε περί της εγκυμοσύνης και της επέδειξε το υπερηχογράφημα για να της το διαβεβαιώσει. Κατόπιν προγραμμάτισε διακοπή της εγκυμοσύνης στο μαιευτήριο ΜΗΤΕΡΑ το κόστος της οποίας προσδιόρισε στο ποσόν των 750 ευρώ. Ο σύζυγος της πολιτικώς ενάγουσας της πρότεινε να επισκεφθούν και άλλο γυναικολόγο για να πάρουν μια δεύτερη γνώμη. Πράγματι επισκέφθηκαν τον ιατρό Κ. Κ. στο μαιευτήριο ΙΑΣΩ ο οποίος αφού εξέτασε την πολιτικώς ενάγουσα διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε εγκυμοσύνη συγκεκριμένα στις 3.9.2007 υποβλήθηκε σε υπερηχογράφημα ελάσσονος πυέλου όπου διαπιστώθηκε μήτρα κενή σάκου κυήσεως και κατόπιν έγινε έλεγχος της ορμόνης β' χοριακής γοναδοτροπίνης η οποία αναπτύσσεται στο γυναικείο οργανισμό μόλις υπάρξει γονιμοποίηση του ωαρίου και τα αποτελέσματα ήταν μηδενικά. Μετά από αυτά η πολιτικώς ενάγουσα επισκέφθηκε το ιατρείο της κατηγορουμένης και της ζήτησε να συντάξει έγγραφο περί της εγκυμοσύνης της για να το χρησιμοποιήσει για την απουσία της από την εργασία της ενώ παράλληλα της είπε ότι ήθελαν μαζί με το σύζυγο της να της παραδώσουν την αμοιβή της των 750 ευρώ. Η κατηγορουμένη πράγματι εξέδωσε βεβαίωση που ανέφερε ότι " Η κ. Κ. Α. λόγω κολπικής αιμόρροιας από τριημέρου έχει ανάγκη ν' απέχει από την εργασία της για δυο ημέρες ήτοι από 13.9.2007 έως 14.9.2007". Το περιεχόμενο της ως άνω βεβαίωσης ήταν ψευδές γεγονός που γνώριζε η κατηγορουμένη Η τελευταία λοιπόν όπως προέκυψε παρέστησε ψευδώς στην πολιτικώς ενάγουσα ότι είχε καταστεί έγκυος γνωρίζοντας ότι δεν επιθυμούσε μια εγκυμοσύνη και θα προέβαινε σε διακοπή αυτής προκειμένου να εισπράξει την αμοιβή της για την επέμβαση τεχνητής διακοπής εγκυμοσύνης πλην όμως η πράξη της δεν ολοκληρώθηκε από λόγους που δεν αφορούν την ίδια και συγκεκριμένα από την επέμβαση της Αστυνομίας που προέβη στη σύλληψη της . Πρέπει, συνεπώς να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη της απόπειρας απάτης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη εξέδωσε πιστοποιητικό περί ύπαρξη κύησης της πολιτικώς ενάγουσα παρότι όπως είχε επιστημονικώς διαπιστωθεί ότι δεν κυοφορούσε όπως βεβαίωσαν οι ιατροί στο ιατρικό κέντρο ΙΑΣΩ . Πρέπει, συνεπώς να κηρυχθεί ένοχη και για την πράξη της έκδοσης ψευδούς ιατρικής βεβαίωσης. (αρθρ. 42 σε συνδ. με αρ. 386 Π.Κ). Ακολούθως, κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη του ότι, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος άλλοτε τετελεσμένου κι άλλοτε σε απόπειρα, και με σκοπό να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και ειδικότερα: Α) Στην Χαλκίδα, την 31-08-2007 με την ιδιότητα της ως χειρούργος γυναικολόγος και έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το αδίκημα της απάτης, επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, πλην όμως το ως άνω αδίκημα δεν ολοκληρώθηκε από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς της, και ειδικότερα: Στον άνω τόπο και χρόνο έχοντας σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος συνιστάμενο στο ισόποσο της αμοιβής της εκ ποσού 750 ευρώ για τη χειρουργική επέμβαση στην οποία επρόκειτο να υποβάλει την εγκαλούσα, Α. Π., για να διακόψει την υποτιθέμενη εγκυμοσύνη της, της οποίας προηγουμένως την ύπαρξη ψευδώς της είχε ανακοινώσει, με αποτέλεσμα και εκμεταλλευόμενη ταυτόχρονα το γεγονός ότι εκείνη της είχε ανακοινώσει ότι δεν επιθυμούσε να κυοφορήσει και άλλο τέκνο, πέραν των υπαρχόντων ήδη τριών τέκνων της, να την πείσει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την τεχνητή διακοπή της κυήσεως της, πλην όμως τη στιγμή που η εγκαλούσα είχε συμφωνήσει με την κατηγορουμένη να της παραδώσει το ανωτέρω χρηματικό ποσό της αμοιβής της, που αυτή παρανόμως της απαίτησε, συνελήφθη από τα όργανα του Α.Τ. Χαλκίδας, με συνέπεια να μην ολοκληρωθεί για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως της ο εν λόγω παράνομος σκοπός της και να μην ολοκληρωθεί η αντίστοιχη ισόποση περιουσιακή βλάβη της παθούσας. Β) Στην Χαλκίδα, την 12-09-2007 με την ιδιότητα της ως ιατρού -γυναικολόγου, εν γνώσει της εξέδωσε ψευδή πιστοποίηση, που μπορούσε να ζημιώσει έννομα και ουσιώδη συμφέροντα κάποιου άλλου προσώπου. Ειδικότερα, κατά τον άνω τόπο και χρόνο, και με την ανωτέρω ιδιότητα της, η κατηγορουμένη εξέδωσε εν γνώσει της ιατρική πιστοποίηση, στην οποία ψευδώς ανέγραψε ότι η εγκαλούσα Α. Π.: "λόγω κολπικής αιμόρροιας από τριημέρου (κύηση ΑΎριμήνου) έχει ανάγκη να απέχει από την εργασία της για δύο ημέρες. Ήτοι από 13-09-2007 έως και 14-09-2007. εδόθει αγωγή", υπογράφοντας την άνω πιστοποίηση με την ιδιότητα της αυτή και παραδίδοντας την στην εγκαλούσα, προκειμένου νομίμως να τη χρησιμοποιήσει, ενώ στην πραγματικότητα, πράγμα που το γνώριζε ως εκ της ιδιότητας της και ταυτόχρονα από τα ευρήματα των εξετάσεων, στην οποία προηγουμένως την υπέβαλε ότι η τελευταία δεν είχε αιμόρροια και ότι δεν εγκυμονούσα, γεγονός που διαπιστώθηκε κατόπιν υποβολής της εγκαλούσας στις ενδεδειγμένες ιατρικές εξετάσεις στα ιατρεία του μαιευτηρίου ΙΑΣΩ.
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Ευβοίας, διέλαβε στην απόφαση του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορία εξειδικεύει, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε η ήδη αναιρεσείουσα, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 42, 221 παρ. 1 εδ. α' και β',386 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, δεν ήταν αναγκαίο για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 221 του ΠΚ, να συναρτάται το ψευδές περιεχόμενο των ιατρικών πιστοποιήσεων με την κατάσταση της υγείας ή άλλου σχετικού με την υγιεινή κατάσταση περιστατικού, αρκούντος του γεγονότος, ότι η κατηγορούμενη, ως γιατρός, βεβαίωσε ψευδώς στην αναφερόμενη ιατρική πιστοποίηση ότι προέβη στην εξέταση της εγκαλούσας και διέγνωσε αιμόρροια. Αναφέρεται, επίσης [στο σκεπτικό]ότι η πιστοποίηση αυτή προοριζόταν να δοθεί στον εργοδότη της εγκαλούσας και εύλογα θα είχε ως επακόλουθο [δυνατότητα] να ζημιωθεί ο τελευταίος, λόγω της [αποχής] μη παροχής εργασίας από την εγκαλούσα, κατά το διήμερο που όριζε η ως άνω ιατρική πιστοποίηση. Εξ άλλου, επαρκώς αιτιολογείται ο άμεσος δόλος της κατηγορουμένης, αφού οι παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως συνδέουν άμεσα την τελευταία με τα γεγονότα, τα οποία υπέπεσαν στην άμεση αντίληψη της και ειδικότερα ότι το βεβαιούμενη γεγονός, ότι διέγνωσε κολπική αιμόρροια, στηρίζεται στην άμεση προσωπική αντίληψη της και έτσι δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων γεγονότων σχετικών με την γνώση, αφού η ίδια γνώριζε ότι το πιστοποιούμενο ήταν ψευδές. Περαιτέρω, αναφορικά με τον προορισμό της ιατρικής τούτης πιστοποιήσεως, δεν ήταν απαραίτητο να αιτιολογηθεί ειδικώς ο δόλος της κατηγορουμένης, αφού, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, ως προς το στοιχείο αυτό αρκούσε και ο ενδεχόμενος δόλος, που ενυπάρχει αφού, κατά τις παραδοχές, τέλεσε την πράξη.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ. λόγος της αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ.1 του ΚΠοινΔ, "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή τους εισαγγελείς ,έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δε μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο", ενώ, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου "ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά, στο δε κατηγορούμενο ή στον συνήγορο του, στο τέλος και αν τούτο δε ζητηθεί. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠοινΔ, γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία (παράβαση) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της ως άνω προσβαλλόμενης αποφάσεως και συγκεκριμένα της 22ας σελίδας αυτών προκύπτει ότι "η Εισαγγελεύς, αφού έλαβε το λόγο, πρότεινε να επιδικασθεί στην πολιτικώς ενάγουσα το ποσό των σαράντα [40] Ευρώ, με επιφύλαξη προς ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο της είχε επιδικασθεί και πρωτόδικα. Ο συνήγορος της πολιτικής αγωγής στον οποίο δόθηκε στη συνέχεια ο λόγος ζήτησε να επιδικασθεί στην πολιτικώς ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το αιτηθές ποσό. Το δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε μυστικά στην έδρα του, με παρούσα και την γραμματέα κατάρτισε και δημοσίευσε την απόφαση του:". Από τα ως άνω προκύπτει ότι πράγματι το δικαστήριο αποφάνθηκε επί του αιτήματος επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως της πολιτικώς ενάγουσας, χωρίς να δώσει τον λόγο και στην κατηγορουμένη, πλην όμως κρίνεται ότι, στη προκείμενη περίπτωση δεν επήλθε ακυρότητα εκ του λόγου αυτού, ούτε προσβλήθηκαν τα από το άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠοινΔ. υπερασπιστικά δικαιώματα της κατηγορουμένης, διότι το επιδικασθέν ως άνω κατώτερο ποσό των 40 Ευρώ [που αιτήθηκε συμβολικά για παράσταση πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο, με επιφύλαξη ασκήσεως αγωγής στα πολιτικά δικαστήρια] είναι το ίδιο που επιβλήθηκε και πρωτοδίκως, ως εκ τούτου δε [αν δινόταν ο λόγος και στην κατηγορουμένη] δεν θα διαφοροποιείτο η ως άνω απόφαση και συνεπώς η κατηγορουμένη δεν έχει έννομο συμφέρον [κατ'άρθρο 463 ΚΠοινΔ] να παραπονείται για την παράβαση αυτή.
Κατ'ακολουθία, ο σχετικός, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ. λόγος της αιτήσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ως ουσιαστικά αβάσιμη, στη συνέχεια δε να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-11-2014 αίτηση της Β. Σ. του Α., για αναίρεση της με αριθμό 353/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Μαρτίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2015 .

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή