Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 671 / 2014    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Επίδομα αλλοδαπής.




Περίληψη:
Επίδομα Υπηρεσίας στην Αλλοδαπή, προσαύξηση για δαπάνες στέγασης. Η διαφοροποίηση μεταξύ υπαλλήλων διπλωματικής υπηρεσίας (20%) και λοιπών διοικητικών ή άλλων κατηγοριών υπαλλήλων του ΥΠΕΞ (10%), δεν έγινε καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης για τον καθορισμό της ούτε βρίσκεται σε αντίθεση προς την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου. Προϋπόθεση για τη λήψη της αυξημένης προσαύξησης από υπαλλήλους άλλων υπηρεσιών, που αποσπάσθηκαν στη ΜΕΑ, αποτελεί το αν είχαν εξομοιωθεί ή όχι, κατά την απόσπασή τους, με διπλωματικούς υπαλλήλους. Διατάσσει επιστροφή παραβόλων, των οποίων η κατάθεση δεν είναι αναγκαία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης στη διαδικασία των εργατικών διαφορών.




Αριθμός 671/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΩΝ: 1) Χ. Γ. του Χ., κατοίκου ..., 2) Π. Β. του Κ., κατοίκου ... και 3) Π. Μ. του Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Σπυρόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Αναστασίας Βασιλείου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-12-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την 18-1-2008. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 399/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3067/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητούν οι αναιρεσείοντες, με την από 13-5-2013 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 27-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 1104/ 1980, η Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία (ΜΕΑ) στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (ήδη Ευρωπαϊκή Ένωση, Βέλγιο, Βρυξέλλες), που είχε συσταθεί με το άρθρο 6 του ν. 4226/1962, υπήχθη στο Υπουργείο Εξωτερικών (ΥΠΕΞ). Για την επάνδρωση και λειτουργία της Υπηρεσίας αυτής επήλθαν στις οργανικές θέσεις του προσωπικού του Υπουργείου οι αναγκαίες μεταβολές και, περαιτέρω, προβλέφθηκε (άρθρο 5 παρ.4) ότι οι θέσεις οικονομικών και τεχνικών συμβούλων ή γραμματέων της ΜΕΑ (ήτοι, πέραν εκείνων που καλύπτονται από το διπλωματικό ή το λοιπό διοικητικό, τεχνικό ή βοηθητικό προσωπικό του ΥΠΕΞ) πληρούνται, με απόφαση του Υπουργού Συντονισμού, είτε με διορισμό υπαλλήλων που προσλαμβάνονται ειδικώς για υπηρεσία στο Εξωτερικό με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου διαρκείας μέχρι τριών ετών, είτε με απόσπαση υπαλλήλων από άλλες δημόσιες υπηρεσίες κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων. Για τους υπαλλήλους, που αποσπώνται στη ΜΕΑ από άλλες δημόσιες υπηρεσίες, δημοσίους οργανισμούς ή τράπεζες, καθορίζεται στη σχετική απόφαση ο βαθμός της διπλωματικής ιεραρχίας, τον οποίο θα φέρουν για όσο χρόνο διατηρείται η απόσπασή τους. Ο αποσπώμενος λαμβάνει το Επίδομα Υπηρεσίας Αλλοδαπής (ΕΥΑ) του βαθμού, που καθορίζεται με την απόφαση περί αποσπάσεως. Ακόμη, προβλέφθηκε (άρθρο 5 παρ.5) ότι, πέραν των θέσεων αυτών, επιτρέπεται η με απόσπαση τοποθέτηση στη ΜΕΑ δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων ΝΠΔΔ, οργανισμών ή τραπεζών, που διενεργείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού. Το πάσης φύσεως προσωπικό της ΜΕΑ, ανεξάρτητα από την οργανική του ιδιότητα, τελεί υπό τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο και ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες του. Από τις διατάξεις αυτές δεν αποκλείεται η απόσπαση στη ΜΕΑ υπαλλήλων που συνδέονται με τις υπηρεσίες, από τις οποίες προέρχονται, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Εκ του ότι, όμως, το προσωπικό του ΥΠΕΞ, σύμφωνα με τις περί αυτού ειδικές διατάξεις, αφ' ενός δεν χαρακτηρίζεται, συλλήβδην, ως "διπλωματικό", αλλά και ως "λοιπό διοικητικό, τεχνικό ή βοηθητικό" και αφ' ετέρου ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν εξαρτάται από τη φύση των εκάστοτε ασκούμενων καθηκόντων, αλλά από τη διαδικασία πρόσληψης αυτού και την οργανική κατάταξη της κατεχόμενης θέσης, έπεται ότι οι ως άνω υπάλληλοι, που αποσπώνται στη ΜΕΑ από άλλες δημόσιες κλπ υπηρεσίες, δεν εξομοιώνονται, απλώς και μόνο λόγω της απόσπασής τους, με διπλωματικούς υπαλλήλους. Μια τέτοια εξομοίωση εξαρτάται από το αν ο χαρακτηρισμός αυτός θα προσδοθεί από την περί αποσπάσεως απόφαση του αρμοδίου οργάνου. Άλλως, ο αποσπώμενος δεν θεωρείται ως διπλωματικός υπάλληλος, αλλά, απλώς, λαμβάνει το ΕΥΑ, το οποίο καταβάλλεται τόσο στους διπλωματικούς όσο και στους λοιπούς υπαλλήλους του ΥΠΕΞ, στο ύψος που καθορίζεται με την περί αποσπάσεως απόφαση και για όσο χρόνο διατηρείται η απόσπασή του.
2.
Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 135 παρ.1, 4 και 5 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠΕΞ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 2594/1998 και ίσχυσε από την 24-3-1998 μέχρι την 5-6-2007 (οπότε καταργήθηκε με το άρθρο 171 παρ.2 του νέου Οργανισμού του ΥΠΕΞ που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 3566/2007), ήτοι ίσχυε κατά το χρόνο που γεννήθηκαν οι ένδικες αξιώσεις (2005 έως 31-12-2007), ως αποδοχές των υπαλλήλων του ΥΠΕΞ, τόσο της Κεντρικής Υπηρεσίας όσο και των Αρχών του Εξωτερικού, νοούνται ο βασικός μισθός αυτών και όλα τα, κατά τις κείμενες διατάξεις, χορηγούμενα επιδόματα και προσαυξήσεις. Προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε Χώρα, παρέχεται σε συνάλλαγμα Επίδομα Υπηρεσίας Αλλοδαπής (ΕΥΑ) αναλόγως του κλάδου και του βαθμού εκάστου υπαλλήλου, το οποίο προσαυξάνεται με τα ποσοστά που ορίζονται αντιστοίχως για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση. Το επίδομα αυτό προσδιορίζεται εκάστοτε με κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) για τους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ με πρεσβευτικό βαθμό και καθορίζεται με την ίδια ΚΥΑ για τους λοιπούς υπαλλήλους σε ποσοστό επ' αυτού, που έχει προσδιοριστεί για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Πριν από τον εν λόγω Οργανισμό του ΥΠΕΞ (ν. 2594/1998) είχε ισχύσει ο ν. 419/1976 "Οργανισμός του Υπουργείου Εξωτερικών" που καταργήθηκε με το άρθρο 150 παρ.1 του Οργανισμού/1998. Με το άρθρο 131 παρ.10 και 11 του Οργανισμού εκείνου, είχε παρασχεθεί και τότε στους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ που υπηρετούν στο Εξωτερικό, προς αντιμετώπιση της διαφοράς κόστους ζωής και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε κάθε χώρα, ΕΥΑ σε συνάλλαγμα, ανάλογα με τον κλάδο, το βαθμό, τα οικογενειακά βάρη, το κόστος ζωής και τις συνθήκες στεγάσεως του τόπου, στον οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος, το οποίο προσδιοριζόταν με τρόπο παρόμοιο με αυτόν, που αναφέρθηκε. Σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ.1 του Οργανισμού/1976, το επίδομα αυτό καταβαλλόταν και στο βοηθητικό προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας του ΥΠΕΞ, που προσλαμβανόταν με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι κατά την παροχή του ΕΥΑ προβλεπόταν ανέκαθεν διαφοροποίηση των δικαιούχων υπαλλήλων, ανάλογα όχι μόνο προς τον κλάδο, στον οποίο ανήκουν και προς τον κατεχόμενο βαθμό, αλλά και προς τον τόπο, στον οποίο αυτοί υπηρετούν.
3.
Επειδή, στο άρθρο 132 του ν. 419/1976 είχε ορισθεί ότι οι προϊστάμενοι των διπλωματικών και των εμμίσθων προξενικών αρχών δικαιούνται δωρεάν οικήσεως σε βάρος του Δημοσίου και ότι, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ένεκα ειδικών οικιστικών συνθηκών, είναι δυνατό να μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα για τη στέγαση και των λοιπών υπαλλήλων της εξωτερικής υπηρεσίας, στην περίπτωση αυτή, όμως, θα εκπίπτεται το 1/3 του ΕΥΑ που καταβάλλεται σ' αυτούς. Κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων του Οργανισμού/1976 και των άρθρων 12 παρ.1 του ν.1256/1982 και 3 παρ.8 του 1288/1982, εκδόθηκε η Φ.083-58/11-3-1988 (ΦΕΚ 177 Β') ΚΥΑ, που κυρώθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 1884/1990. Με αυτήν καθορίστηκε το ΕΥΑ για τους προϊσταμένους των διπλωματικών και προξενικών αρχών και για τους λοιπούς υπαλλήλους όλων των κλάδων του ΥΠΕΞ και ορίστηκε, επί πλέον (παρ. Γ'), ότι στους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου, εφ' όσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος που προβλέπεται γι' αυτούς αυξάνεται σε ποσοστό 10% κατά τις εκεί αναφερόμενες διακρίσεις. Κατόπιν, με την παρ. 2 της 2014615/1224/ 0022/27-3-1991 (ΦΕΚ Β' 184) ΚΥΑ διευκρινίσθηκε ότι η αληθής έννοια της παρ. Γ' της Φ.083-58/11-3-1988 ΚΥΑ είναι ότι την κατά την παράγραφο αυτή προσαύξηση του ΕΥΑ δικαιούνται μόνο οι υπάλληλοι του διπλωματικού κλάδου του ΥΠΕΞ, εφ' όσον δεν τους παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, υπό το καθεστώς του ν. 419/1976, προβλέφθηκε, αρχικά, δικαίωμα δωρεάν οίκησης στους προϊσταμένους των διπλωματικών Αρχών, το οποίο θα μπορούσε να επεκταθεί και στους λοιπούς υπαλλήλους, με αντίστοιχη μείωση του ΕΥΑ. Και ότι στη συνέχεια, αντί της δωρεάν οίκησης, προβλέφθηκε προσαύξηση του καταβαλλόμενου ΕΥΑ, την οποία δικαιούνταν μόνο οι υπάλληλοι του διπλωματικού και όχι των λοιπών κλάδων του ΥΠΕΞ.
4.
Επειδή, ακολούθως, με την ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ 2900/5-4-1993 (ΦΕΚ Β' 730) ΚΥΑ, το δικαίωμα της προσαύξησης για την αντιμετώπιση των δαπανών στέγασης επεκτάθηκε στους μονίμους υπαλλήλους του διοικητικού κλάδου γενικών καθηκόντων, του κλάδου τεχνικών επικοινωνιών, του κλάδου διοικητικών γραμματέων και του κλάδου βοηθητικού προσωπικού, εφ' όσον, βέβαια, δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα υπέρ αυτών και μόνο εφ' όσον αποσπώνται σε Αρχή του Εξωτερικού. Τέλος, με την 083/ΕΥΑ/ΑΣ 11254/22-1-2001 (ΦΕΚ 390 Β') ΚΥΑ (δηλαδή, μετά την έναρξη ισχύος του Οργανισμού/1998 του ΥΠΕΞ) καθορίστηκε ότι στους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου, εφ' όσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του ΕΥΑ προσαυξάνεται κατά 20% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/ Πρέσβη (...), ενώ στους μονίμους υπαλλήλους των λοιπών κλάδων, εφ' όσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του ΕΥΑ προσαυξάνεται κατά 10% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/ Πρέσβη. Η ρύθμιση αυτή επαναλήφθηκε στις ΚΥΑ που επακολούθησαν επί του ιδίου αντικειμένου (βλ. ενδεικτικώς την 2/19609/0022/2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας - Οικονομικών και Εξωτερικών, ΦΕΚ Β' 553).
5.
Επειδή, από το σύνολο των διατάξεων που ήδη αναφέρθηκαν συνάγεται ότι η ως άνω προσαύξηση για την αντιμετώπιση των δαπανών στεγάσεως δεν αποτελεί ξεχωριστό επίδομα, αλλά επαύξηση του ΕΥΑ, το οποίο καταβάλλεται σε όλο το προσωπικό που επανδρώνει τις διπλωματικές υπηρεσίες του ΥΠΕΞ στο Εξωτερικό και υπηρετεί εκεί με σχέση εργασίας είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου (εκτός από αυτό που προσλαμβάνεται επιτοπίως, περί του οποίου δεν πρόκειται ενταύθα, βλ. ΑΕΔ 14/2005, ΑΠ 1217/ 2013, 977/2011, 1529/2005), ήτοι αποκτά ως εκ της υπηρεσίας του διαμονή σε τόπο διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του. Παρατηρείται, όμως, ότι η περί τούτου σαφής και σταθερή βούληση του νομοθέτη ήταν να συσχετίζεται το εκάστοτε καταβαλλόμενο ΕΥΑ προς τον κλάδο και το βαθμό του δικαιούχου υπαλλήλου και, κατά συνέπεια, να διαφοροποιείται το ύψος αυτού, αναλόγως. Η διαφοροποίηση αυτή είναι δικαιολογημένη από την πραγματική και νομική κατάσταση (το "status"), την οποία δημιουργεί για τον υπάλληλο ο κλάδος, στον οποίο υπηρετεί και ο βαθμός, τον οποίο κατέχει. Γι' αυτό και η σχετική νομοθετική ρύθμιση αποτελεί θεμιτή απόκλιση από την περί ισονομίας γενική αρχή του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος. Εκ τούτου έπεται ότι και κατά τον εκάστοτε, με κοινή υπουργική απόφαση, προσδιορισμό της προσαύξησης του ΕΥΑ για την αντιμετώπιση των δαπανών στέγασης του δικαιούχου υπαλλήλου κατά την παραμονή αυτού και της οικογένειάς του στην αλλοδαπή, η νομοθετική εξουσιοδότηση περιλαμβάνει τη διατήρηση του ως άνω συσχετισμού. Κατά συνέπεια, οι ΚΥΑ που προαναφέρθηκαν και που διαφοροποιούν την προσαύξηση μεταξύ αφ' ενός των υπαλλήλων του διπλωματικού κλάδου (20% επί του ΕΥΑ του Προϊσταμένου/ Πρέσβη) και αφ' ετέρου των μονίμων υπαλλήλων των λοιπών κλάδων του ΥΠΕΞ (10% επί του ΕΥΑ του Προϊσταμένου/ Πρέσβη), ούτε έξω από την παρασχεθείσα νομοθετική εξουσιοδότηση βρίσκονται ούτε τη συνταγματική αρχή της ισονομίας παραβιάζουν.
6.
Επειδή, περαιτέρω και ειδικότερα, ως προς τον καθορισμό του ΕΥΑ και της προσαυξήσεως αυτού λόγω δαπανών στέγασης για το προσωπικό, που δεν ανήκει στο ΥΠΕΞ, αλλά αποσπάται στη ΜΕΑ από άλλες δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες ή οργανισμούς σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, κρίσιμο στοιχείο αποτελεί το εάν συγκεκριμένος υπάλληλος, αδιάφορο αν υπηρετεί με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, κατά την απόσπασή του στη ΜΕΑ εξομοιώθηκε με διπλωματικό υπάλληλο συγκεκριμένου βαθμού, οπότε δικαιούται το ΕΥΑ και την προσαύξηση εκείνου (20%) ή εάν αυτό δεν συνέβη, οπότε, για όσο χρόνο δεν εξομοιώνεται με διπλωματικό υπάλληλο, οφείλει να περιορισθεί στο ΕΥΑ και την προσαύξηση που προβλέπεται για το προσωπικό των λοιπών κλάδων του ΥΠΕΞ (10%).
7.
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι η διαφοροποίηση της προσαύξησης του ΕΥΑ προς αντιμετώπιση των δαπανών στέγασης μεταξύ αφ' ενός των διπλωματικών υπαλλήλων και αφ' ετέρου του λοιπού προσωπικού του ΥΠΕΞ, που γίνεται με τις ΚΥΑ που προαναφέρθηκαν και δη με αυτές που ίσχυσαν κατά το εν προκειμένω κρίσιμο χρονικό διάστημα (2005 έως 31-12-2007), αφ' ενός βρίσκεται εντός της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, η οποία παρασχέθηκε με τις διατάξεις των Οργανισμών των ετών 1976 και 1998 του ΥΠΕΞ, που προβλέπουν αναλογία του ΕΥΑ προς τον κλάδο και το βαθμό των δικαιούχων και αφ' ετέρου δεν παραβιάζει την αρχή της ισονομίας, διότι δικαιολογείται από τις διαφορετικές συνθήκες πρόσληψης, απασχόλησης και εξέλιξης εκάστης κατηγορίας υπαλλήλων. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
8.
Επειδή, περαιτέρω, το Εφετείο δέχθηκε ότι οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσείοντες), κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, είναι υπάλληλοι διαφόρων (άλλων, πλην του ΥΠΕΞ) υπηρεσιών ή οργανισμών του εναγομένου (ήδη αναιρεσιβλήτου), συνδεόμενοι με αυτό με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και αποσπασμένοι στη ΜΕΑ, χωρίς να έχουν εξομοιωθεί, κατά την έκδοση των αντιστοίχων προς την απόσπαση ενός εκάστου κοινών υπουργικών αποφάσεων, με υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου. Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι οι ενάγοντες, οι οποίοι, κατά τα υπ' αυτών εκτιθέμενα, δεν εξομοιώθηκαν με διπλωματικούς υπαλλήλους, αλλ' ασκούν καθήκοντα που προσομοιάζουν με εκείνα των διπλωματικών υπαλλήλων, δεν δικαιούνται τη μείζονα προσαύξηση του ΕΥΑ σε ποσοστό 20% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/ Πρέσβη, αλλά την ελάσσονα σε ποσοστό 10% επί του εν λόγω επιδόματος, την οποία δικαιούνται οι υπάλληλοι των λοιπών κλάδων (πλην διπλωματικού) του ΥΠΕΞ. Γι' αυτό και απέρριψε την αγωγή, ως μη νόμιμη. Με την αιτιολογία αυτή, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις που αναφέρθηκαν, αφού για τους υπαλλήλους που αποσπώνται στη ΜΕΑ η εξομοίωση με διπλωματικούς υπαλλήλους δεν αποτελεί πραγματικό ζήτημα, συναγόμενο από το είδος των ασκούμενων καθηκόντων, αλλά υπηρεσιακή διαβάθμιση, συντελούμενη με την περί αποσπάσεως απόφαση. Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, εκτιμώμενος μεν ως παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων που προαναφέρθηκαν (ΚΠολΔ 559 αρ.1) είναι αβάσιμος, αξιολογούμενος δε ως πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, αφού το Εφετείο δεν εισήλθε στην ουσιαστική διερεύνηση της αγωγής.
9.
Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
10.
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 β' ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 4055/2012 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 93 παρ.1 ν. 4139/2013, "Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού διακοσίων (200), τριακοσίων (300) και τετρακοσίων (400) ευρώ, αντίστοιχα, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας. Σε περίπτωση που ασκήθηκε ένα ένδικο μέσο από ή κατά περισσότερων διαδίκων, κατατίθεται ένα παράβολο από τους εκκαλούντες, αναιρεσείοντες ή αιτούντες. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο, ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 663, 677 και 681Β". Στην προκειμένη περίπτωση και για όσο ακόμη υπήρχε αμφιβολία ως προς την πρακτική εφαρμογή των διατάξεων αυτών, οι τρεις αναιρεσείοντες, από λόγους δικονομικής πρόνοιας, κατέθεσαν τρία παράβολα. Η κατάθεση αυτή, όμως, δεν ήταν αναγκαία στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 663 επ). Επομένως, τα παράβολα θα πρέπει να επιστραφούν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13-5-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 3067/ 2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των κατατεθέντων παραβόλων. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 20η Μαρτίου 2014. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 27η Μαρτίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή