Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Δεδικασμένο, Πολιτική αγωγή, Εφέσεως απαράδεκτο, Συμβούλιο παραπομπής.
Περίληψη:
Αν το Συμβούλιο Εφετών παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, μετά από έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά του πρωτόδικου απαλλακτικού βουλεύματος, αναιρεθεί δε το παραπεμπτικό βούλευμα, με παραδοχή λόγων αναιρέσεως που αφορούν την κατηγορία (όπως είναι η εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή ή η ελλιπής αιτιολογία) και όχι το παραδεκτό της εφέσεως του πολιτικώς ενάγοντος, το Συμβούλιο της Παραπομπής, δεν έχει εξουσία να ερευνήσει εκ νέου το παραδεκτό της εφέσεως, γιατί θα προσέκρουε στο τυπικό δεδικασμένο, αφού η έφεση έχει γίνει τυπικά δεκτή και κατά τούτο το προηγούμενο βούλευμα δεν έχει αναιρεθεί. Κατά τη μειοψηφία τριών μελών, το Συμβούλιο έχει αυτή την εξουσία (γιατί η αναίρεση όταν δεν είναι μερική, είναι καθολική) και αν δεν την ασκήσει παραβιάζει αρνητικά την εξουσία του.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Α' ΣΥΝΘΕΣΗ (σε Συμβούλιο)
Συγκροτήθηκε από τους Δκαστές: Γεώργιο Καλαμίδα. Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μίμη Γραμματικούδη, Αντιπρόεδρο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Χαράλαμπο Ζώη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Βιολέτα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσιωτάκη, Γεωργία Λαλούση, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Σαράντη Δρινέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Γεώργιο Μπατζαλέξη, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Χριστόφορο Κοσμίδη-Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημα του στις 15 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τέντε και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Χ1, 2. Χ2, κατοίκων ..., 3. Χ3, κατοίκου ... και 4. Χ4, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 492/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ... .
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από α) 28 Μαρτίου 2007 κοινή αίτηση αναιρέσεως των δύο πρώτων αναιρεσειόντων και β) 3 Απριλίου 2007 κοινή αίτηση αναιρέσεως των τρίτου και τετάρτου αυτών, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 763/2007.
Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 1103/2009 απόφαση του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια.
Έπειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή με αριθμό 263/5-8-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: 1-Εισάγω ενώπιον της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κατόπιν της παραπομπής σ' αυτήν από το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου με την 1.103/09 απόφασή του, τις αιτήσεις αναιρέσεως: α) την από 3-4-07 του Χ4, β) την από 3-4-07 του Χ3, γ) την από 28-3-07 της Χ1, και δ) την από 28-3-07 του Χ2, κατά του 492/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο αφού δέχθηκε την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ κατά του 807/01 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών, τους παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αθηνών και δη τον πρώτο για ψευδή βεβαίωση, κατ' εξακολούθηση, με σκοπό αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ε, [25.000.000 δρχ}, το δεύτερο για άμεση σ' αυτή συνδρομή και τους τρίτη και τέταρτο για ηθική στις εν λόγω αξιόποινες πράξεις αυτουργία, κατά συναυτουργία, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση [άρθρα 46 παρ.1 περ.β, 94 παρ.1, 98, 242 παρ.1,3, όπως συμπληρ. αρχικά από το άρθρο 1 παρ.7 περ.β' Ν.2.408/96 και στη συνέχεια από το άρθρο 14 παρ.6 Ν.2721/99,του ΠΚ], προκειμένου να αποφανθεί για τον προβαλλόμενο υπό των αναιρεσειόντων λόγο αναιρέσεως της υπέρβασης εξουσίας, λόγο τον οποίο τον παραπέμπον Ποινικό Τμήμα τον δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμο με πλειοψηφία μιας ψήφου, εξαιτίας της οποίας ιδρύεται επ' αυτού η δικαιοδοσία της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ.3 του Ν.3810/57, οι οποίες διατηρούνται σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις, κατά το άρθρο 111 παρ.1 περ.θ του Ν.1756/88, και εκθέτω τα ακόλουθα:
2-Νομική ρύθμιση
α- Υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 309 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη έγκληση ή αίτηση, ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης, ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση [ΑΠ 94/06, ΑΠ.ΟΛΟΜ. 3/05]. Ειδικότερα σχετικά με την έλλειψη της νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντα για την άσκηση εφέσεως κατά απαλλακτικού βουλεύματος συντρέχει υπέρβαση εξουσίας και όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία, την οποίαν έχει μεν γενικώς, δεν συντρέχουν όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση οι απαιτούμενες κατά το νόμο προϋποθέσεις για την άσκησή της. Τούτο συμβαίνει όταν το Συμβούλιο Εφετών εξετάζει κατ` ουσία την υπόθεση και αποφαίνεται μετά από έφεση κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, που είναι απαράδεκτη, κατά το άρθρο 476 Κ.Π.Δ.Για την εξέταση του λόγου αυτού ο Άρειος Πάγος ελέγχει κάθε στοιχείο της δικογραφίας για να κρίνει τη βασιμότητα της αναίρεσης.[ΑΠ. 2/1990 Π.Χρ.Μ/92, ΑΠ 1/91 Π.Χρ. ΜΑ/806, ΑΠ 131/91 Π.Χρ. ΜΑ/857, ΑΠ 1112/95 Π.Χρ. ΜΣΤ/253, ΑΠ 338/94 Π.Χρ. ΜΔ/392 ΑΠ 15/86 Π.Χρ. ΛΣΤ/446 και προτ. Εισ. ΑΠ. Κ.Σταμάτη, ΑΠ 1542/87 Π.Χρ. ΛΗ/224 ΑΠ 1359/88 Π.Χρ. ΛΘ/318).
β- Από το συνδυασμό των άρθρων 63, 64, 83 και 84 ΚΠΔ συνάγεται ότι ως πολιτικώς ενάγων νομιμοποιείται να παραστεί ο δικαιούμενος να ζητήσει την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, υπό την προϋπόθεση ότι προ της εκδόσεως του βουλεύματος δήλωσε νομοτύπως παράσταση πολιτικής αγωγής και δεν απεβλήθη της διαδικασίας (οράτε και το άρθρο 480 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα). Η δε δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής μπορεί να γίνει είτε με την υποβολή της εγκλήσεως, είτε και μεταγενεστέρως με κατάθεση ή με υπόμνημα, οπωσδήποτε όμως απαιτείται σαφής έκφραση της βουλήσεως για παράσταση πολιτικής αγωγής, και όχι αβέβαιη ή αναγόμενη στο μέλλον. Τέλος, η διαπιστουμένη τυχόν έλλειψη του δικαιώματος του πολιτικώς ενάγοντος προς άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως είναι ανεξάρτητη από την μη αποβολή αυτού κατά τη διάρκεια της μέχρι τότε ποινικής προδικασίας, καθόσον η ενεργητική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της διαδικασίας.
γ- Κατά τη διάταξη του άρθρου 480 παρ. 2 του ΚΠΔ, ο πολιτικώς ενάγων έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών στις περιπτώσεις της παραγράφου Ι του άρθρου αυτού, ως και στις περιπτώσεις του αρ. 478 ΚΠΔ υπό την προϋπόθεση ότι προ της εκδόσεως του βουλεύματος τούτου δήλωσε ότι παρίσταται με την ιδιότητά του αυτή (ως πολιτικώς ενάγων) και δεν έχει αποβληθεί από τη ποινική διαδικασία (άρθρα 82-88), από τα οποία παρέπεται ότι ο μη νομιμοποιούμενος να παραστεί στο ποινικό δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγων δεν μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει έφεση κατά βουλεύματος παρά μόνο με τον κατά τον Αστικό Κώδικα νόμιμο αντιπρόσωπό του (βλ. ΑΠ 1409/80 Π.Χρ. ΛΑ/349, ΑΠ 1056/89 Π.Χρ. Μ/381 ΑΠ 366/68 Π.Χρ. ΙΗ/606 ΑΠ 36/65 Π.Χρ. ΙΕ/ 227).
δ- Ο έλεγχος του τυπικά παραδεκτού του ενδίκου μέσου της εφέσεως κρίνεται από το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο. Ειδικότερα: Αν πρόκειται για ένδικο μέσο κατά βουλεύματος το απαράδεκτο κρίνεται και κηρύσσεται από το δικαστικό συμβούλιο που είναι αρμόδιο κατά τα άρθρα 317 και 485 παρ.2 ΚΠΔ, να αποφανθεί και για την ουσία του ενδίκου μέσου, δηλ.το Συμβούλιο Εφετών αν πρόκειται για έφεση και ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο αν πρόκειται για αναίρεση. Αν πρόκειται για ένδικο μέσο εναντίον αποφάσεως, το απαράδεκτο κρίνεται και κηρύσσεται από το δικαστήριο που συνεδριάζει ως συμβούλιο. Η κρίση του συνεδριάζοντος ως συμβούλιο δικαστηρίου ότι είναι αβάσιμος ο προτεινόμενος λόγος απαραδέκτου δεν δημιουργεί δεδικασμένο. Συνακόλουθα δεν δεσμεύει το ίδιο δικαστήριο που καλείται στη συνέχεια να δικάσει με τη συνήθη διαδικασία. Στη μεταγενέστερη αυτή κανονική διαδικασία μπορεί να προταθεί ο ίδιος λόγος απαραδέκτου, καθώς και οποιοσδήποτε άλλος, από κάθε διάδικο.[Λ.Μαργαρίτης Ποιν.Δικονομία. Ένδικα μέσα Ι 1994 σελ.168,172].
ε- Κατά βασική δικονομική αρχή αν αναιρεθεί καθολικά ένα βούλευμα η υπόθεση επανέρχεται στην προ της εκδόσεως του αναιρεθέντος βουλεύματος νομική κατάσταση και επομένως το Συμβούλιο Εφετών δεν δεσμεύεται από το αναιρεθέν προηγούμενο βούλευμά του, και μπορεί, όταν επανακρίνει την υπόθεση, να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη, αν συντρέχουν οι απαιτούμενες προς τούτο προϋποθέσεις.[Μπουρόπουλος ΚΠΔ Β/212, Καρράς Ποιν.Δικον.Δ. 2007 σελ.977, ΑΠ. 1859/83 ΝΟΒ 32/732, ΑΠ.1269/89 ΠΧΡ.Μ/552]. Η διάταξη του άρθρου 502 παρ.6, που προστέθηκε από το άρθρο 18 παρ.5 Ν.2721/99, του ΚΠΔ και ορίζει ότι "αν το δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικά δεκτή και αναβάλλει την έκδοση της οριστικής απόφασης για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ' εφαρμογή των άρθρων 59 και 61 δεσμεύεται από την απόφασή του για το τύποις παραδεκτό της εφέσεως στη μετ' αναβολή συζήτηση αυτής", δεν είναι γενικής εφαρμογής και δεν απαγορεύει το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο στη νέα συζήτηση της υπόθεσης να κρίνει διαφορετικά. Τούτο γιατί η απαγόρευση της επανεξέτασης του τυπικά παραδεκτού της εφέσεως αναφέρεται α) σε δικαστήριο και όχι σε συμβούλιο και β) σε αναβλητικές αποφάσεις για κρείσσονες αποδείξεις και σε αποφάσεις που εκδίδονται κατ' εφαρμογή των άρθρων 59 και 61 ΚΠΔ και δεν επεκτείνεται ούτε στα βουλεύματα του δικαστικού συμβουλίου, ούτε και στις αποφάσεις που εκδίδονται ύστερα από την άσκηση ενδίκων μέσων. Η απαγόρευση δηλ. της επανεξέτασης αναφέρεται στις περιπτώσεις που για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου μεσολαβεί ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου, π.χ.αν μεσολάβησε ανώτερη βία που δικαιολογεί την εμπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, και δεν επεκτείνεται σε νομικά ζητήματα. Η μη νομιμοποίηση δηλ. του διαδίκου για την άσκηση του ενδίκου μέσου δεν απαγορεύεται το δικαστήριο να την επανεξετάσει στη μετ' αναβολή συζήτηση της υπόθεσης, έστω και αν τούτο με την προηγούμενη απόφασή του την έκρινε εκ παραδρομής παραδεκτή, διότι τότε η απόφασή του θα ήταν αναιρετέα για θετική υπέρβαση εξουσίας.
στ- Σύμφωνα με το άρθρο 463 ΚΠΔ, το ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος στο οποίο ο νόμος παρέχει ρητώς το δικαίωμα αυτό και, με το άρθρο 480 ΚΠΔ, στον πολιτικώς ενάγοντα παρέχεται το δικαίωμα να ασκήσει έφεση και κατά του βουλεύματος που αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία αν πριν από την έκδοση του βουλεύματος δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής και δεν απεβλήθη από την ποινική διαδικασία. Η νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος εξαρτάται από το περιεχόμενο της απαιτήσεώς του, όπως αυτή καθορίζεται στο στάδιο της προδικασίας με τη δήλωσή του, σε συνδυασμό και με την κατηγορία που απαγγέλλεται κατά του κατηγορουμένου (ΑΠ 939/1988 ΠΧ ΛΗ' σελ. 961, ΑΠ 1464/2000 ΠΧ ΝΑ' σελ. 540). Προς άσκηση της από το έγκλημα πολιτικής αγωγής νομιμοποιούνται, σύμφωνα με της διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, εκείνοι που άμεσα υπέστησαν από αυτό περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη, ενώ στερούνται του δικαιώματος αυτού οι εμμέσως ζημιωθέντες.
Συνεπώς, επί αξιοποίνου αδικήματος στρεφομένου κατά ανώνυμης εταιρίας που αποτελεί νομικό πρόσωπο αυτοτελές και διακρινόμενο από τους μετόχους της, ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία δικαιούται να παραστεί μόνον η αμέσως ζημιωθείσα εταιρία, νομίμως εκπροσωπούμενη, όχι δε και οι εμμέσως ζημιούμενοι μέτοχοί της.(ΑΠ 1077/1995 ΠΧ ΜΣΤ' σελ. 195, ΑΠ 927/1997 ΠΧ ΜΗ' σελ. 285,ΑΠ.334/04 Π.ΛΟΓ 2004/372].
3- Η προκείμενη υπόθεση
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, η οποία είναι θεμιτή προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα του πρώτου λόγου αναιρέσεως των ανωτέρω συνεκδικαζομένων αιτήσεων για υπέρβαση της εξουσίας του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, προκύπτουν τα εξής:
Κατόπιν της από 13-1-00 μηνύσεως της Ψ και της ΑΑ κινήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμ/κών Αθηνών ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων -αναιρεσειόντων 1) Χ4, 2) Χ3, 3) Χ1 και 4) Χ2, και δη κατά του πρώτου για ψευδή βεβαίωση, κατ' εξακολούθηση, με σκοπό αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ε,[25.000.000 δρχ},κατά του δευτέρου για άμεση σ' αυτή συνέργεια και κατά της τρίτης και τετάρτου για ηθική στις πράξεις αυτές αυτουργία, κατά συναυτουργία, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση [άρθρα 46 παρ.1 περ.β, 94 παρ.1, 98, 242 παρ.1,3, όπως συμπληρ. αρχικά από το άρθρο 1 παρ.7 περ.β' Ν.2.408/96 και στη συνέχεια από το άρθρο 14 παρ.6 Ν.2721/99 του ΠΚ]. Οι πράξεις αυτές συνίστανται από τα εξής συνοπτικά περιστατικά: α) Ο πρώτος στην ... στις 23-5-95, 16-5-96, 2-6-96, 2-6-97,25-9-98 και 26-5-99 υπό την ιδιότητά του ορκωτού λογιστή της ανώνυμης εταιρίας υπό την επωνυμία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" εξέδωσε έξι πιστοποιητικά των εταιρικών χρήσεων των ετών 1994 έως 1998,στα οποία βεβαίωσε εν γνώσει ψευδώς τα έχοντα έννομη σημασία περιστατικά ότι οι ισολογισμοί της εταιρίας των αντίστοιχων ετών έχουν συνταχθεί νόμιμα και ότι εμφανίζουν την πραγματική κατάσταση της περιουσίας της εταιρίας. Με την πράξη του αυτή σκόπευε να προσπορίσει στους συγκατηγορουμένους του, οι οποίοι ήσαν μέτοχοι της εν λόγω ανώνυμης εταιρίας, το αθέμιτο περιουσιακό όφελος των 1.960.019 δρχ. Ο δεύτερος στον ίδιο τόπο και χρόνο με πρόθεση παρέσχε σ' αυτόν άμεση συνδρομή με το να του συντάξει και να του παραδώσει τους ως άνω ισολογισμούς της εταιρίας. Και η τρίτη και ο τέταρτος στον ίδιο τόπο και χρόνο με πρόθεση με πειθώ και φορτικότητα προκάλεσαν στους πρώτο και δεύτερο κατηγορουμένους την απόφαση να εκτελέσουν τις ως άνω αξιόποινες πράξεις.
Επί της υποθέσεως αυτής το Συμβούλιο Πλημμ/κών εξέδωσε το 801/00 βούλευμά του, με το οποίο αποφαίνεται να μη γίνει εναντίον τους κατηγορία. Κατά του απαλλακτικού αυτού βουλεύματος οι μηνύτριες, οι οποίες είναι μέτοχοι της εταιρίας κατά ποσοστό 49% και είχαν δηλώσει κατά την προδικασία ότι παρίστανται στην ποινική διαδικασία ως πολτικώς ενάγουσες "για την ηθική βλάβη που υποστήκαμε και που προκλήθηκε αιτιωδώς από την αξιόποινη συμπεριφορά των κατηγορουμένων", άσκησαν ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών την 210/2-3-01 έφεσή τους, ζητώντας την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο. Επί της εφέσεως αυτής το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών εξέδωσε τα εξής τρία αλλεπάλληλα παραπεμπτικά βουλεύματα:
α- Πρώτο το 1221/2001 βούλευμα. Με το βούλευμα τούτο το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκανε κατ' ουσία δεκτή την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ, κατά του 807/2001 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, εξαφάνισε το πρωτόδικο βούλευμα και παρέπεμψε τους κατηγορουμένους-αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για τα κακουργήματα: 1) τον Χ4 για ψευδή βεβαίωση, κατ' εξακολούθηση, με σκοπό αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ., 2) τον Χ3 για άμεση σ' αυτή συνέργεια, κατ' εξακολούθηση, και 3) την Χ1 και 4) τον Χ2 για ηθική στις πράξεις αυτές αυτουργία, κατά συναυτουργία, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση. Πλην όμως το βούλευμα τούτο, ύστερα από αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων αναιρέθηκε από τον Άρειο Πάγος με την 1.145/2003 απόφασή για έλλειψη αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η υπόθεση παραπέμφθηκε εκ νέου στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο για επανεξέταση.
β- Δεύτερο το 2691/03 βούλευμα. Με το βούλευμα τούτο το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκανε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας, εξαφάνισε το πρωτόδικο απαλλακτικό βούλευμα και παρέπεμψε τους κατηγορουμένους για τις προαναφερθείσες κακουργηματικές πράξεις στο αρμόδιο δικαστήριο, όπως και το προηγούμενο πρώτο βούλευμα. Πλην όμως και το βούλευμα τούτο, ύστερα από αναίρεση των κατηγορουμένων, ο Άρειος Πάγος με την 146/06 απόφασή του το αναίρεσε για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, οπότε η υπόθεση επανεπέμφθηκε στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο για νέα επανεξέταση. Παρεμπιπτόντως ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν έπρεπε να ασχοληθεί με τον προβληθέντα από τους αναιρεσείοντες λόγο αναιρέσεως της υπέρβασης εξουσίας για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της πολιτικώς ενάγουσας για την άσκηση της εφέσεως με την αιτιολογία ότι εφόσον η υπόθεση αναιρέθηκε καθολικά και παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το αναιρούμενο βούλευμα η υπόθεση θα κριθεί εξαρχής από το ίδιο δικαστικό συμβούλιο, στο οποίο παραπέμπεται. Το ίδιο έκρινε ο Άρειος Πάγος και στην αυτοτελή αίτηση των αναιρεσειότων για επανάκριση της υπόθεσης όσον αφορά το λόγο της υπέρβασης εξουσίας για έλλειψη της απαιτούμενης ενεργητικής νομιμοποίησης των εκκαλουσών πολιτικώς εναγουσών για την άσκηση της εφέσεως. Έκρινε δηλ. ότι δεν έπρεπε να επιληφθεί για το λόγο τούτο με την αιτιολογία ότι μετά την καθολική αναίρεση του παραπεμπτικού βουλεύματος εξάντλησε τη δικαιοδοσία του και το θέμα τούτο μπορεί να κριθεί είτε από το Συμβούλιο Εφετών, στο οποίο παρέπεμψε την υπόθεση, είτε από τον Άρειο Πάγο, ύστερα από άλλη αίτηση αναιρέσεως κατά του μέλλοντος να εκδοθεί βουλεύματος από το Συμβούλιο Εφετών της παραπομπής. Και
γ- Τρίτο το 492/2007 βούλευμα. Με το βούλευμα τούτο το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκανε ουσιαστικά δεκτή την έφεση των πολιτικώς εναγουσών, εξαφάνισε το πρωτόδικο απαλλακτικό βούλευμα και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, όπως και τα προηγούμενα δύο πρώτα παραπεμπτικά του βουλεύματα. Όσον αφορά την ένσταση των κατηγορουμένων για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης των πολιτικώς εναγουσών έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποφανθεί γι' αυτή, διότι τα εκδοθέντα υπ' αυτού προηγούμενα βουλεύματά του που έκαναν τυπικά δεκτή την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας, εφόσον δεν προσβλήθηκαν ως προς το σημείο τούτο από τους κατηγορουμένους, έχουν αποκτήσει μερικό δεδικασμένο, πράγμα που το εμποδίζει να την εξετάσει.
Κατά του ανωτέρω βουλεύματος ασκήθηκαν από τους κατηγορουμένους οι από 3-4 και 28-3-07 αιτήσεις αναιρέσεως, με τον πρώτο λόγο των οποίων πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, διότι το Συμβούλιο Εφετών με το να μη κρίνει το τύποις παραδεκτό της ανωτέρω εφέσεως υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα. Τούτο καθόσον, σύμφωνα με τα άρθρα 485 παρ. 1, 519 και 524 ΚΠΔ, επί καθολικής αναιρέσεως βουλεύματος, όπως είναι και η κατόπιν ευδοκιμήσεως λόγου περί ελλείψεως αιτιολογίας τούτου, η υπόθεση επανακτά την εκκρεμότητα της και το Συμβούλιο, στο οποίο παραπέμπεται εκ νέου η υπόθεση, οφείλει να την εξετάσει εξυπαρχής, μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, μη δεσμευόμενο από την προηγούμενη κρίση του. Έτσι, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, επιληφθέν στη συγκεκριμένη περίπτωση μετά την αναίρεση του προηγουμένου βουλεύματος του, η οποία είχε χωρήσει και για έλλειψη αιτιολογίας, κατά τα προεκτεθέντα, και ήταν επομένως καθολική, όφειλε να κρίνει και επί του παραδεκτού της εφέσεως των πολιτκώς εναγουσών και εφόσον παρέλειψε τούτο υπέπεσε στην πλημμέλεια της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ' ΚΠΔ.
4- Κατ' ακολουθία, εν όψει του ότι ο απορρέων από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ' λόγος αναιρέσεως της υπέρβασης εξουσίας είναι βάσιμος, πρέπει 1) να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων, 2) να αναιρεθεί το πλησσόμενο παραπεμπτικό βούλευμα και 3),εφόσο δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο προς επανάκριση, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση των πολιτικώς εναγουσών κατά του 801/01 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών.
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α- Να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων :α) η από 3-4-07 του Χ4, β) η από 3-4-07 του Χ3, γ) η από 28-3-07 της Χ1, και δ) η από 28-3-07 του Χ2, κατά του 492/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β- Να αναιρεθεί το ανωτέρω πλησσόμενο 492/07 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
Γ- Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η 210/2-3-01 έφεση των πολιτικώς εναγουσών 1) Ψ και 2) ΑΑ κατά του 801/00 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής"
Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την 1103/2009 απόφαση του Ζ' Ποινικού Τμήματος, σε Συμβούλιο παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 3 του ν. 3810/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις όπως συνάγεται από το άρθρο 111 παρ. 1 περ. θ' του ν. 1756/1988, του άρθρου 23 παρ.1 και 2 του ν. 1756/1988 και του άρθρου 3 του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του Αρείου Πάγου, ο πρώτος λόγος των από 28-3-2007 και 3-4-2007 αιτήσεων αναιρέσεως των: 1) Χ1 και 2) Χ2 και 1) Χ3 και 2) Χ4, αντίστοιχα. Επί του λόγου αυτού, με την ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι θα έπρεπε να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο 492/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για υπέρβαση εξουσίας, συνιστάμενη στο ότι, ενώ επιλήφθηκε μετά από αναίρεση, αρνήθηκε να κρίνει εκ νέου το τυπικά παραδεκτό της εφέσεως της πολιτικώς ενάγουσας Ψ, κατά του 807/2001 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και να την κηρύξει απαράδεκτη, διότι είχε ασκηθεί από πρόσωπο που δεν είχε το σχετικό δικαίωμα. Ειδικότερα δέχθηκε ότι δεσμεύεται από την προηγηθείσα περί του παραδεκτού αυτής κρίση των 1221/2001 και 2693/2003 βουλευμάτων του ιδίου, τα οποία, με τις προηγούμενες 1145/2003 και 146/2006 αναιρετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου (Σε Συμβούλιο), δεν είχαν αναιρεθεί κατά το κεφάλαιό τους αυτό, το οποίο, εφόσον είχε αυτοτελή υπόσταση, ως μη εξαρτώμενο από το αναιρεθέν κεφάλαιο των βουλευμάτων επί των κατηγοριών για ψευδή βεβαίωση με σκοπό πορισμού αθεμίτου οφέλους σε τρίτο (κατωτέρω ηθικούς αυτουργούς), που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (αναιρεσείων Χ4), άμεση συνέργεια σ αυτήν (αναιρεσείων Χ3) και ηθική αυτουργία κατά συρροή στις πράξεις αυτές (αναιρεσείοντες Χ1 και Χ2), είχε καταστεί αμετάκλητο, και παρήγε τυπικό δεδικασμένο.
2. Από τις διατάξεις των άρθρων 485 παρ.1, 519 και 524 ΚΠΔ συνάγεται ότι, μετά την αναίρεση του βουλεύματος, η υπόθεση παραπέμπεται σε νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου συμβουλίου κατά το αναιρεθέν μέρος. Κατά συνέπεια, εάν το βούλευμα προσβληθεί, μόνον κατά το κεφάλαιό του που αφορά την ουσιαστική βασιμότητα της εφέσεως και την σε βάρος του κατηγορουμένου κατηγορία, με λόγους αναιρέσεως έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ή εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (484 παρ. 1 δ' και β' ΚΠΔ), όχι δε και κατά το κεφάλαιο που αφορά την τυπική παραδοχή της εφέσεως του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 478, 480 ΚΠΔ, αντίστοιχα, σε συνδυασμό με 473 και 474 του ίδιου Κώδικα), με λόγο αναιρέσεως, κυρίως, υπέρβασης εξουσίας (484 παρ. 1 στ' ΚΠΔ) και γίνουν δεκτοί οι αφορώντες το κεφάλαιο επί της κατηγορίας λόγοι και παραπεμφθεί, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 485 παρ. 1 και 519 ΚΠΔ, η υπόθεση για εκ νέου κρίση στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, η παραπομπή αφορά μόνον το κεφάλαιο της κατηγορίας και όχι εκείνο της τυπικής παραδοχής της εφέσεως, το οποίο είναι εντελώς ανεξάρτητο, έχει αυτοτελή υπόσταση και δεν θεωρείται σε καμιά περίπτωση ως συμπροσβληθέν μετά του κεφαλαίου επί της κατηγορίας, η δε επ' αυτού απόφαση του συμβουλίου δεν τυγχάνει παρεμπίπτουσα, κατά την έννοια του άρθρου 548 ΚΠΔ,.ούτε μπορεί να ανακληθεί, αλλά είναι δεσμευτική και μόνον με την παραδοχή σχετικού λόγου αναιρέσεως μπορεί να ανατραπεί. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, και αν ακόμη το προσβαλλόμενο βούλευμα αναιρέθηκε στο σύνολό του, επί του κεφαλαίου που αφορά την ουσιαστική βασιμότητα της εφέσεως, το συμβούλιο της παραπομπής δεν έχει εξουσία να ερευνήσει και πάλι το παραδεκτό ή μη του ασκηθέντος ενδίκου μέσου της εφέσεως, αν δε το κάνει υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, καθόσον η υπόθεση παραπέμφθηκε για εκ νέου κρίση μόνον κατά το κεφάλαιο που αφορά την ουσιαστική βασιμότητα της εφέσεως, το οποίο ακολουθεί την απαραίτητη προς τούτο κρίση περί του παραδεκτού αυτής, η οποία δεν έχει θιγεί. Έτσι, δεδομένου ότι το συμβούλιο επιλαμβάνεται εκ νέου της έρευνας της υποθέσεως από το, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, στάδιο διερεύνησης της κατ ουσία βασιμότητας των λόγων αυτής, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 481 παρ. 1 ΚΠΔ, αν την κρίνει και ουσιαστικά βάσιμη, εξαφανίζει το εκκληθέν βούλευμα, κρατεί την υπόθεση και έχει το δικαίωμα να διατάσσει ό,τι και το συμβούλιο πλημμελειοδικών, κατά τα άρθρα 309 έως και 316, δηλαδή ή αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία ή την παραπομπή στο ακροατήριο ή την οριστική παύση της ποινικής διώξεως. Παραδοχή της απόψεως των αναιρεσειόντων, θα οδηγούσε στο άτοπο να θεωρείται αναιρεθέν και κεφάλαιο του βουλεύματος ή της αποφάσεως, αυτοτελές και ανεξάρτητο και τέτοιο αποτελεί, όπως λέχθηκε και εκείνο που αφορά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, χωρίς κατ' αυτού να έχει προβληθεί λόγος αναιρέσεως και να έχει γίνει δεκτός. Υπέρ της μη επανεξετάσεως του κριθέντος τυπικά παραδεκτού της εφέσεως τάχθηκε και ο νομοθέτης με ρύθμιση που θεσπίσθηκε με τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 502 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 18 παρ.5 του Ν. 2721/1999, κατά την οποία, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικώς δεκτή και αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ' εφαρμογή των άρθρων 59 και 61, δεσμεύεται από την απόφαση του για το τυπικά παραδεκτό της έφεσης, στη μετ' αναβολή συζήτηση αυτής. Η με τη διάταξη αυτή εισαγόμενη για το Δικαστήριο ρύθμιση ισχύει, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για το Συμβούλιο Εφετών, όταν τούτο επιλαμβάνεται εφέσεως κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, εφόσον το βούλευμα τούτου συνιστά κατά το άρθρο 138 παρ.1 ΚΠΔ απόφαση. Πρόσθετο επιχείρημα αποτελεί και το ότι ο Άρειος Πάγος όταν, κατά παραδοχή κάποιου λόγου αναιρέσεως, που αφορά την εκδικασθείσα κατηγορία, αναιρεί την απόφαση, καθ' ολοκληρία, παύει οριστικά την ποινική δίωξη, όταν διαπιστώσει ότι το αξιόποινο εξαλείφθηκε με παραγραφή και δεν παραπέμπει την υπόθεση στο Εφετείο (άρθρο 511 ΚΠΔ), ρύθμιση που καταδεικνύει ότι η περί παραδεκτού της ασκηθείσης εφέσεως διάταξη της αναιρεθείσης αποφάσεως δεν θίγεται και έτσι μπορεί να συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής. Αντιθέτως όταν γίνει δεκτή η αναίρεση κατ αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη, και αν ακόμη έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής της πράξεως, γεγονός που συνεπάγεται την εξάλειψη του αξιοποίνου, δεν παύει οριστικά την ποινική δίωξη, αλλά παραπέμπει την υπόθεση στο εφετείο, προκειμένου αυτό, αφού κρίνει ως παραδεκτώς ασκηθείσα την έφεση και την κηρύξει τυπικά δεκτή, εφόσον έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής του αδικήματος, να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη.
3. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τον έλεγχο της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα:
Επί της υποθέσεως είχε εκδοθεί αρχικά, μετά τη νομότυπη περάτωση της κυρίας ανακρίσεως, το 807/14-2-2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με το βούλευμα αυτό, το δικαστικό Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στην ανωτέρω πρώτη σκέψη. Κατά του εν λόγω, απαλλακτικού βουλεύματος, η εγκαλούσα Ψ, ως πρόσωπο που είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής πριν από την έκδοσή του και δεν είχε αποβληθεί από την ποινική διαδικασία (479 παρ.1 περ. δ' και 480 παρ.1 και 2 ΚΠΔ), άσκησε την 210/2-3-2001 έφεση, παραπονούμενη για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Επί της εφέσεως εκδόθηκε το 1221/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη για το τυπικά παραδεκτό της εφέσεως ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση της εκκαλούσας, αφού τέτοιο ζήτημα δεν τέθηκε από τους κατηγορουμένους, η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και κατ' ουσία, το πρωτόδικο βούλευμα εξαφανίσθηκε και οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αθηνών, για να δικασθούν ως υπαίτιοι των πράξεων που ανωτέρω αναφέρθηκαν.
Οι κατηγορούμενοι κατά του εν λόγω, παραπεμπτικού βουλεύματος, άσκησαν τις από 25-6-2001 και 27-7-2001 αιτήσεις αναιρέσεως, παραπονούμενοι για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (μεταξύ άλλων, δεν υπήρχε κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, που είχαν ληφθεί υπ' όψη). Επί των αιτήσεων εκδόθηκε η 1145/2003 απόφαση του Στ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σε Συμβούλιο, με την οποία, κατά παραδοχή του προβληθέντος λόγου, αναιρέθηκε το προσβαλλόμενο 1221/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, για νέα κρίση. Ελλείψει λόγου αναιρέσεως, ο Άρειος Πάγος δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα του τυπικά παραδεκτού της εφέσεως.
Μετά τη νέα κρίση της υποθέσεως, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το 2691/2003 βούλευμα: α) αποφάνθηκε καταφατικά ως προς τη δυνατότητά του να ερευνήσει εκ νέου το τυπικά παραδεκτό της εφέσεως, β) δέχθηκε ότι η εκκαλούσα, Ψ ήταν πρόσωπο που είχε δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά του πρωτοδίκου, απαλλακτικού βουλεύματος, διότι, πέραν του γεγονότος ότι είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής πριν από την έκδοσή του και δεν είχε αποβληθεί από την ποινική διαδικασία, νομιμοποιούταν ενεργητικά ως πολιτικώς ενάγουσα κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου (ΚΠΔ 63, ΑΚ 914, 932), δοθέντος ότι, αν και μέτοχος της ανώνυμης εταιρίας ενεργούσα ατομικώς και όχι ως νόμιμος εκπρόσωπος ή αντιπρόσωπος εκείνης, στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε υποστεί άμεση περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη η ίδια και γ) δέχθηκε κατ' ουσία την έφεση και παρέπεμψε πάλι τους κατηγορουμένους ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αθηνών, για να δικασθούν ως υπαίτιοι των πράξεων που αναφέρθηκαν.
Οι κατηγορούμενοι, κατά του εν λόγω, δευτέρου παραπεμπτικού βουλεύματος, άσκησαν την από 24-12-2003 αίτηση αναιρέσεως, παραπονούμενοι για: α) υπέρβαση εξουσίας, β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και γ) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επί της αιτήσεως εκδόθηκε η 146/2006 απόφαση του Στ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σε Συμβούλιο, με την οποία, κατά παραδοχή του δευτέρου και τρίτου λόγου, αναιρέθηκε το προσβαλλόμενο 2691/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, για νέα κρίση. Μετά την ευδοκίμηση του δευτέρου και τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι "παρέλκει η έρευνα του πρώτου λόγου, για υπέρβαση εξουσίας του Συμβουλίου Εφετών". Μετά την έκδοση της ανωτέρω αναιρετικής απόφασης, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι υπέβαλαν την από 7-2-2006 αίτηση, με την οποία ζήτησαν να επανεξετασθεί η από 24-12-2003 αίτηση αναιρέσεως αυτών ως προς τον ως άνω πρώτο λόγο, για υπέρβαση εξουσίας του Συμβουλίου Εφετών, με την εκδοχή ότι ο Άρειος Πάγος "εκ παραδρομής" παρέλειψε να τον ερευνήσει. Επί της αιτήσεως εκδόθηκε η 1513/2006 απόφαση του Στ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σε Συμβούλιο, με την οποία έγινε δεκτό, αντιθέτως με αυτά που πρότεινε ο Εισαγγελέας περί του ότι η αίτηση ασκήθηκε παραδεκτώς και έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε να ερευνήσει εκ νέου το τυπικά παραδεκτό της εφέσεως, ότι "όταν ο Άρειος Πάγος, δέχεται καθ' ολοκληρία την αναίρεση κατά παραπεμπτικού βουλεύματος μετά από παραδοχή κάποιου λόγου και παραπέμπει την υπόθεση προς νέα κρίση στο αυτό συμβούλιο, δεν μπορεί να επιληφθεί και πάλι για την ίδια υπόθεση και να ερευνήσει λόγο αναιρέσεως", που δεν είχε ερευνηθεί προηγουμένως, διότι "με την έκδοση της αποφάσεώς του ο Άρειος Πάγος απεκδύεται της εξουσίας του και δεν έχει δικαιοδοσία να επανέλθει", πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, κάποια από τις οποίες δεν συνέτρεχε στη συγκεκριμένη υπόθεση. Με την ίδια απόφαση, το Στ' Ποινικό Τμήμα, αφού δέχθηκε ότι με την 146/2006 απόφαση είχε γίνει "καθ' ολοκληρίαν δεκτή" η αίτηση αναιρέσεως και ότι "η όποια αιτίαση των κατηγορουμένων μπορεί να προταθεί στο Συμβούλιο Εφετών κατά τη μετ' αναίρεση συζήτηση της υποθέσεως και εάν το τελευταίο την απορρίψει, οι ίδιοι μπορούν να ασκήσουν νέα αίτηση αναιρέσεως", απέρριψε την από 7-2-2006 αίτηση. Στη συνέχεια, από το Συμβούλιο της παραπομπής, εκδόθηκε το 492/2007 βούλευμα, με το οποίο το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών: α) έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να ασχοληθεί εκ νέου με το ζήτημα του τυπικά παραδεκτού της εφέσεως, διότι επ' αυτού εξακολουθούσε να ισχύει η υπέρ αυτού διάταξη των προηγηθέντων 1221/2991 και 2691/2003 βουλευμάτων του ιδίου, η οποία "μη εξαρτώμενη από το αναιρεθέν μέρος αυτών, αλλά έχουσα αυτοτελή υπόσταση" είχε καταστεί "αμετάκλητη, παράγουσα τυπικό δεδικασμένο" και β) δέχθηκε κατ' ουσία την έφεση και παρέπεμψε πάλι τους κατηγορουμένους ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αθηνών, για να δικασθούν ως υπαίτιοι των πράξεων που αναφέρθηκαν.
Κατά του εν λόγω, τρίτου παραπεμπτικού βουλεύματος, οι κατηγορούμενοι άσκησαν τις αναφερόμενες στην πρώτη σκέψη από 28-3-2007 και 3-4-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, παραπονούμενοι, πλην άλλων, και για υπέρβαση εξουσίας, ως εκ της αρνήσεως του Συμβουλίου Εφετών να ερευνήσει εκ νέου το παραδεκτό της εφέσεως και να κηρύξει το απαράδεκτο αυτής, για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας, ως πολιτικώς ενάγουσας. Επί της αιτήσεως εκδόθηκε η 1103/2009 απόφαση του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σε Συμβούλιο, με την οποία, αφού απορρίφθηκαν ομοφώνως, ως αβάσιμοι, όλοι οι άλλοι λόγοι, κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι ο πρώτος λόγος για υπέρβαση εξουσίας, με το ως άνω περιεχόμενο, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Λόγω της λήψεως της αποφάσεως με διαφορά μιας ψήφου έγινε η παραπομπή του λόγου αυτού στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 1221/2001 βούλευμά του έκρινε τυπικά δεκτή την υπ' αριθμ. 210/2-3-2001 έφεση της εγκαλούσας και πολιτικώς ενάγουσας Ψ κατά του υπ' αριθμ. 807/2001 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικασθούν για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Οι κατά του βουλεύματος αυτού ασκηθείσες από τους κατηγορουμένους αναιρέσεις είχαν, όπως λέχθηκε, ως λόγους την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ουσιαστική εκτίμηση της εφέσεως της πολιτικώς ενάγουσας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Οι λόγοι αναιρέσεως δεν αφορούσαν στην κρίση του Συμβουλίου Εφετών ως προς το τυπικά παραδεκτό της εφέσεως της πολιτικώς ενάγουσας κατά του υπ' αριθμ. 807/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και έτσι η χωρήσασα αναίρεση του υπ αριθμ. 1221/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με την υπ αριθμ. 1145/2003 απόφαση του Αρείου Πάγου δεν έθιξε τη δικονομική αυτοτέλεια της διατάξεως του προαναφερθέντος βουλεύματος, που αφορά στην τυπική παραδοχή της εφέσεως, ως προς την οποία παρήχθη τυπικό δεδικασμένο. Κατόπιν αυτού, το Συμβούλιο Εφετών που επιλήφθηκε της υποθέσεως ως συμβούλιο της παραπομπής, μετά την αναίρεση του βουλεύματός του, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν ανωτέρω, δεν μπορούσε να επανεξετάσει το τυπικά παραδεκτό της εφέσεως της πολιτικώς ενάγουσας, δεσμευόμενο από την για το ζήτημα αυτό χωρήσασα ήδη οριστική και τελειωτική κρίση του προηγηθέντος βουλεύματος, την οποία δεν μπορούσε δικονομικώς να μεταβάλει, αφού τέτοια μεταβολή, όπως λέχθηκε, θα συνιστούσε υπέρβαση εξουσίας, ως εκ περισσού δε έκρινε το ζήτημα αυτό με το 2691/2003 βούλευμά του και αποφάνθηκε υπέρ της παραδεκτής ασκήσεως της εφέσεως από την πολιτικώς ενάγουσα και την κήρυξε εκ νέου τυπικά δεκτή. Σύμφωνα δε με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων έκρινε ότι δεν μπορούσε να ερευνήσει εκ νέου το τυπικά δεκτό της εφέσεως, δεσμευόμενο επί του ζητήματος αυτού, προεχόντως, από την κρίση του 1221/2001 βουλεύματός του, η οποία δεν είχε προσβληθεί με τις ασκηθείσες κατά τα άνω αιτήσεις αναιρέσεως και συνεπώς δεν είχε ανατραπεί. Κατ ακολουθία τούτων, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ' ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Συμβούλιο Εφετών υπερέβη την εξουσία του αρνητικά, αφού αρνήθηκε να αποφανθεί επί του τυπικά παραδεκτού της εφέσεως της πολιτικώς ενάγουσας και να την απορρίψει ως απαράδεκτη, είναι αβάσιμος.
Κατά τη γνώμη, όμως, τριών μελών της Τακτικής Ολομέλειας και συγκεκριμένα των αρεοπαγιτών Χαράλαμπου Δημάδη, Γεωργίου Αδαμόπουλου και Χριστόφορου Κοσμίδη, ο λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας (ΚΠΔ 484 παρ.1 περ. στ'), που κατά τα προαναφερθέντα έχει παραπεμφθεί ενώπιον αυτής, θα έπρεπε να κριθεί βάσιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη γνώμη της μειοψηφίας, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 485 παρ. 1, 519 και 524 ΚΠΔ συνάγονται τα εξής : Η δίκη στο δικαστικό συμβούλιο της παραπομπής, μετά την αναίρεση του προσβληθέντος βουλεύματος στο σύνολο του, είναι νέα και δεν αποτελεί απλή συνέχεια εκείνης, που είχε συντελεσθεί πριν από την αναίρεση. Η έκταση της αναιρέσεως προσδιορίζεται στο διατακτικό της αναιρετικής αποφάσεως, σε συνδυασμό με τις αιτιολογίες αυτής. Όταν δεν ορίζεται ρητώς ότι η έκταση της αναιρέσεως είναι περιορισμένη, τότε πρόκειται για καθολική αναίρεση, δηλαδή για ακύρωση του προσβληθέντος βουλεύματος στο σύνολο του. Η καθολική αναίρεση επιφέρει την εξαφάνιση, πέραν των άλλων, και της διατάξεως του βουλεύματος, ρητής ή σιωπηρής, περί της τυπικής παραδοχής της εφέσεως. Όταν το βούλευμα αναιρείται κατόπιν ευδοκιμήσεως λόγου περί ελλείψεως αιτιολογίας, η αναίρεση είναι καθολική και η υπόθεση ανακτά την εκκρεμότητά της ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Το τελευταίο, μέσα στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, οφείλει να την εξετάσει εξ υπαρχής, μη δεσμευόμενο από την προηγούμενη κρίση του, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 524 παρ.2 ΚΠΔ. Κατά συνέπεια, έχει την υποχρέωση να ερευνήσει εκ νέου και τη συνδρομή των προϋποθέσεων του τύποις παραδεκτού της εφέσεως.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί κατά την παράθεση του διαδικαστικού μέρους της υποθέσεως, με την 146/2006 απόφαση του Στ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως των κατηγορουμένων Χ4 κλπ, αναιρέθηκε το 2691/2003 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στο σύνολό του. Το ίδιο είχε συμβεί και με την αναίρεση του προηγηθέντος 1221/2001 παραπεμπτικού βουλεύματος του ιδίου Συμβουλίου, επί της αυτής υποθέσεως, με την 1145/2003 απόφαση του Στ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Το ότι η αναίρεση του 2691/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών υπήρξε καθολική, επιβεβαιώθηκε με την 1513/2006 απορριπτική απόφαση του Στ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, κατά τη νέα, μετ' αναίρεση κρίση της 210/2-3-2001 εφέσεως της πολιτικώς εναγούσης Ψ, περί της οποίας εκδόθηκε το ήδη προσβαλλόμενο 492/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για υπέρβαση εξουσίας, είχε όχι μόνο τη δικαιοδοσία, αλλά και την υποχρέωση να κρίνει εκ νέου το τύποις παραδεκτό αυτής και, σε περίπτωση διάγνωσης ότι η έφεση έχει ασκηθεί από πρόσωπο που δεν είχε το σχετικό δικαίωμα, να κηρύξει το απαράδεκτο αυτής. Εφ' όσον δεν το έπραξε, υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του και ως εκ τούτου, σύμφωνα και με την εισαγγελική πρόταση, στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της οποίας κατά τα λοιπά και η μειοψηφούσα γνώμη αναφέρεται, θα έπρεπε να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα.
Κατ ακολουθία τούτων ο πρώτος λόγος των αναιρέσεων, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια κατά τα άνω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά πλειοψηφία, και, εφόσον όλοι οι λοιποί λόγοι αυτών απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι και δεν εκκρεμεί άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν και οι δύο αναιρέσεις και να καταδικασθεί καθένας των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως: α) Από 28-3-2007 των: 1) Χ1 και 2) Χ2 και β) Από 3-4-2007 των: 1) Χ3 και 2) Χ4 για αναίρεση του 492/2007 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει καθένα από τους ανωτέρω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Δεκεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ