Θέμα
Κληρονομία .
Περίληψη:
Εγκατάσταση κληρονόμου σε δήλα πράγματα, που δεν εξαντλούν την κληρονομία. Κατά το άρθρο 1801 ΑΚ ως προς το υπόλοιπο επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Όμως κατά το άρθρο 1802ΑΚ αν σύμφωνα με τη θέληση του διαθέτη οι εγκατάστατοι γράφηκαν ως μόνοι κληρονόμοι και καθένας απ' αυτούς εγκαταστάθηκε στο ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, επέρχεται ανάλογη αύξηση των ποσοστών. Λόγοι αναίρεσης. Από 1 και 19 για παραβίαση των άρθρων 1891 και 1802 ΑΚ.
Αριθμός 766/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία του Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία ανακάλεσε την από 27/2/2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Του αναιρεσιβλήτου: J. J. (Τ. Τ.) του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Βασιλογεώργη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/1/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1704/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 5887/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 9/7/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 20/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξουσία του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 1800 § 2 ΑΚ, αν έχουν αφεθεί μόνο ειδικά αντικείμενα στον τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται κληροδόχος, ακόμη και αν ονομάστηκε κληρονόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι ισχυρή η εγκατάσταση κληρονόμου επί δήλου πράγματος, δηλαδή επί ειδικά καθοριζόμενου στοιχείου της κληρονομιάς, η οποία υπάρχει αν συνάγεται από τη διαθήκη θέληση του διαθέτη, με τη μνεία του δήλου, να εγκαταστήσει τον τιμώμενο ως κληρονόμο, ως άμεσο δηλαδή καθολικό του διάδοχο σε όλη την κληρονομιά του ή σε ποσοστό της. Μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας, αν δηλαδή δεν προκύπτει θέληση του διαθέτη για εγκατάσταση του τιμώμενου ως κληρονόμου, αυτός που τιμήθηκε με το δήλον πράγμα θεωρείται κληροδόχος. Αναγκαία έννομη συνέπεια του χαρακτηρισμού ως κληρονόμου, αυτού που μόνος ή μαζί με άλλους εγκαταστάθηκε επί ειδικού αντικειμένου είναι αφενός ότι η μνεία του δήλου έχει την έννοια του προσδιορισμού του ποσοστού (κλάσματος) της κληρονομιάς στο οποίο αυτός καλείται και το οποίο προσδιορίζεται κατά το λόγο της αξίας του δήλου σε σχέση προς την αξία της όλης κληρονομιάς και αποτελεί συνάμα (άρθρο 1890 ΑΚ) διάταξη του διαθέτη να περιληφθεί το δήλον στην κατά ποσοστό μερίδα του τιμωμένου (διανεμητική) και αφετέρου ότι, αν πρόκειται για τέτοια εγκατάσταση, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1801 § 2 και 1802 ΑΚ. Οι διατάξεις αυτές ορίζουν ότι αν έχουν εγκατασταθεί περισσότεροι κληρονόμοι, καθένας από τους οποίους έχει περιοριστεί σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, ως προς το υπόλοιπο μέρος επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Αν όμως σύμφωνα με τη θέληση του διαθέτη οι εγκατάστατοι γράφηκαν ως οι μόνοι κληρονόμοι και καθένας απ' αυτούς εγκαταστάθηκε σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν το κλήρο, επέρχεται ανάλογη αύξηση των ποσοστών. Για να επέλθει δηλαδή παράλληλα και η εξ αδιαθέτου διαδοχή, απαιτούνται δύο προϋποθέσεις, πρώτον ότι ο διαθέτης διέθεσε μόνο ένα μέρος από τον κλήρο, έτσι ώστε αν τα ποσοστά τον εξαντλούν, δεν υπάρχει λόγος για εξ αδιαθέτου διαδοχή και δεύτερον ότι ο διαθέτης εξέφρασε τη θέληση (ή ότι προκύπτει η θέληση) το κληρονομικό δικαίωμα των εγκαταστατών να περιοριστεί στο ποσοστό. Εφόσον γι' αυτά είναι σαφής η διαθήκη, εφόσον δηλαδή οι λέξεις που έχει χρησιμοποιήσει ο διαθέτης μόνες τους και χωρίς άλλο αποδίδουν τη βούληση του, δεν υπάρχει έδαφος για ερμηνεία της διαθήκης. Διαφορετικά, θα πρέπει να ανευρεθεί η αληθής βούληση του, η οποία αναζητείται με την ερμηνεία της διαθήκης, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και κατά την υποκειμενική άποψη του διαθέτη, συμφωνά με τα άρθρα 173 και 1781 ΑΚ, λαμβάνονται δε υπόψη και περιστατικά που βρίσκονται εκτός της διαθήκης, μεταξύ των οποίων και η σπουδαιότητα των αντικειμένων που έχουν καταληφθεί με τη διαθήκη, σε σχέση με την όλη κληρονομιά, καθώς και οι προσωπικές σχέσεις του διαθέτη. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Την 23-5-1999 απεβίωσε στη ... στην οικία της και σε ηλικία 88 ετών η Μ. Ι., χήρα του Ι. Ι., το γένος Κ. Γ., χωρίς να έχει εξ αίματος συγγενείς. Λόγω των αμοιβαίων σχέσεων αγάπης, σεβασμού, ενδιαφέροντος και συμπαραστάσεως που είχε αναπτύξει με τον ενάγοντα - εφεσίβλητο, που ήταν τέκνο της Δ. Τ., θυγατέρας από πρώτο γάμο του εν ζωή συζύγου της Ι., θεωρούσε η ίδια αυτόν ως δικό της εξ αίματος εγγονό και μελλοντικό κληρονόμο της. Η σχέση τους αυτή δεν διαταράχθηκε από το γεγονός της μόνιμης διαμονής αυτού στις ΗΠΑ, διότι καλλιεργείτο τα καλοκαίρια, όταν εκείνος ερχόταν για διακοπές στην Ελλάδα και φιλοξενείτο από την αποβιώσασα στην οικία της στην ..., ενδιάμεσα δε διατηρούσαν τακτική τηλεφωνική επικοινωνία. Δυνάμει της από 1-8-1993 ιδιόγραφης διαθήκης της αποβιώσασας, η οποία δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθ. 5547/2000 πρακτικά του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθ. 2208/2000 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, αυτή εγκατέστησε ως κληρονόμο της τον ενάγοντα - εφεσίβλητο επί δήλου πράγματος, (ειδικού αντικειμένου) της καταλειφθείσας περιουσίας της, ήτοι επί του ενός από τα δύο ακίνητα που της ανήκαν κατά κυριότητα και ειδικότερα επί ενός οικοπέδου, επιφανείας 938,40 τμ., με την επ' αυτού παλαιά ισόγεια μονοκατοικία, (εμβαδού 50 τμ. περίπου, όπου η ίδια κατοικούσε μόνιμα εν ζωή), το οποίο βρίσκεται στη ..., στην περιοχή της ... επί της οδού ... και είχε αγοραία εμπορική αξία κατά τον ως άνω χρόνο θανάτου της διαθέτιδος (1999), περίπου 20.000.000 δρχ. (ή 58.695 ευρώ). Ισοδύναμο από απόψεως αξίας περιουσιακό στοιχείο της κληρονομουμένης είναι το δεύτερο από τα δύο μόνα ακίνητα, των οποίων ήταν αυτή κυρία εν ζωή και συγκεκριμένα ένα διαμέρισμα εμβαδού 65 τμ. του τρίτου ορόφου πολυκατοικίας, κειμένης στο ... και επί της οδού ... αριθ. 17. Το δεύτερο αυτό ακίνητο η κληρονομουμένη κατέλειπε, δυνάμει άλλης, (με ίδια όμως ημερομηνία συντάξεως, 1-8-1993 και ίδια διατύπωση), ιδιόγραφης διαθήκης της, στον αναδεκτό της, (βαφτισιμιό), Α. Κ. του Λ., με τον οποίο διατηρούσε ανάλογες σχέσεις αγάπης, σεβασμού κλπ., όπως και με τον ενάγοντα -εφεσίβλητο. Ότι οι τιμηθέντες εγκαταστάθηκαν άμεσα ως κληρονόμοι και όχι ως κληροδόχοι (έχοντες μόνο απαίτηση κατά της κληρονομίας), προκύπτει αναμφίβολα από το ταυτόσημο κείμενο των δύο διαθηκών, στο οποίο αναγράφεται ότι τα ακίνητα καταλείπονται αντίστοιχα σε καθένα από τους τιμηθέντες : "εξ ολοκλήρου, κατά πλήρη κυριότητα και επικαρπία" και αιτιολογείται η εγκατάσταση με τις προαναφερθείσες σχέσεις αγάπης κλπ. Περαιτέρω διαπιστώθηκε μετά τον θάνατο της διαθέτιδος ότι αυτή διέθετε και κινητή περιουσία, αποτελούμενη από τραπεζικές καταθέσεις συνολικού ύψους περίπου 149.372 ευρώ, ήτοι: α) στην Εθνική Τράπεζα ποσού 14.000.000 δρχ. ή 41.085,80 ευρώ, β) στην Εμπορική Τράπεζα 23.789.939 δρχ. ή 69.816,40 ευρώ, γ) στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο 5.125.121 δρχ. ή 15.304,80 ευρώ και δ) στην Εμπορική Τράπεζα 30.578,13 δολάρια ΗΠΑ ή 23.165 ευρώ, περί των οποίων δεν προέβλεψε στις ανωτέρω διαθήκες της. Κατά συνέπεια η ανωτέρω εγκαταστάσεις των τιμηθέντων επί δύο ισαξίων δήλων αντικειμένων της κληρονομίας (εκάστου περιερχομένου αντίστοιχα στον καθένα), τα οποία δεν εξαντλούν τον κλήρο, ενέχουν εγκατάσταση σε δύο ισοδύναμα ποσοστά της κληρονομίας. Για την τύχη των ανωτέρω αδιάθετων στοιχείων της κληρονομίας (τραπεζικών καταθέσεων) καλούνται σε εφαρμογή διαζευκτικά οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1801 και 1802 του ΑΚ. Η παράλειψη αναφοράς στις επίμαχες διαθήκες των ως άνω τραπεζικών καταθέσεων αποτελεί ασάφεια των διαθηκών αυτών, η οποία καθιστά αναγκαία την ερμηνεία τους, προκειμένου να διαπιστωθεί αν προκύπτει θέληση της διαθέτιδος να περιορίσει τους τιμηθέντες μόνο στα ρητώς μνημονευθέντα στις διαθήκες ειδικά περιουσιακά στοιχεία και να αποκλείσει έτσι αυτούς από την υπόλοιπη κληρονομιαία περιουσία, ώστε ως προς αυτήν να χωρήσει η εξ αδιαθέτου διαδοχή υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ή αν θέλησε αυτούς ως μόνους και αποκλειστικούς κληρονόμους της. Η ερμηνεία αυτή θα γίνει με προσφυγή και σε εκτός του κειμένου των διαθηκών, αλλά προκύπτοντα από τις αποδείξεις περιστατικά. Από την δέουσα ερμηνεία των διαθηκών αυτών προκύπτει ότι η ανωτέρω παράλειψη της διαθέτιδος οφείλεται σε παραδρομή και όχι σε εκ μέρους της διάθεση αποκλεισμού των δύο ως άνω κληρονόμων της από τις ανωτέρω καταθέσεις, ούτε βεβαίως σε επιθυμία της να καταλήξουν αυτές στο Δημόσιο. Το εν λόγω ερμηνευτικό συμπέρασμα συνάγεται από τα ακόλουθα αποδεικνυόμενα περιστατικά: 1) Στο κείμενο της επίμαχης προς τον ενάγοντα -εφεσίβλητο διαθήκης της η διαθέτις ονομάζει αυτόν "εγγονό" της, γεγονός που σημαίνει ότι θεωρούσε αυτόν ως έχοντα κληρονομικά δικαιώματα ανάλογα με εκείνα των εξ αίματος κατιόντων, χωρίς να αναφέρει κάποιο λόγο που θα δικαιολογούσε τον περιορισμό τους, αντίθετα κάνει ιδιαίτερη μνεία στις σχέσεις αγάπης της ίδιας και του εν ζωή συζύγου της με τον τιμηθέντα. 2) Αναφέρει ότι ίδια επιθυμία για την εγκατάσταση θα είχε και ο εν ζωή σύζυγος της. προσομοιάζοντας την επίδικη επαγωγή με εκείνη που θα είχε γίνει, εάν ο τελευταίος είχε κληρονομηθεί απευθείας από τον ενάγοντα - εφεσίβλητο. 3) Τα καταλειφθέντα ακίνητα, αν και από κοινού υπολείπονται κατά 31.982 ευρώ από τις επίδικες καταθέσεις, (= 149.372 - 58.695 Χ 2, ευρώ), αποτελούν όμως κατά την κοινή αντίληψη τα σπουδαιότερα στοιχεία της κληρονομιάς λόγω της ταχείας και ικανοποιητικής ανατιμήσεως τους σε σχέση με τους τόκους που αποδίδουν οι καταθέσεις. 4) Ο ένας από τους επίδικους λογαριασμούς καταθέσεων ήταν σε δολάρια ΗΠΑ, προκειμένου από αυτόν να αποστέλλει η διαθέτις, όταν ήταν -στην ζωή, επιβοηθητικά εμβάσματα στον διαμένοντα μόνιμα στις ΗΠΑ ενάγοντα -εφεσίβλητο, έχοντας συνεπώς υπόψη τα περιεχόμενα σε αυτόν χρήματα να περιέλθουν οπωσδήποτε στον τελευταίο, έστω και μετά τον θάνατο της. 5) Οι σχέσεις της διαθέτιδος με τον ενάγοντα - εφεσίβλητο, αλλά και με τον έτερο τιμηθέντα βαφτισιμιό της, ήταν, όπως προαναφέρθηκε, σχέσεις αμοιβαίας αγάπης, σεβασμού, στοργής, ενδιαφέροντος και συμπαραστάσεως, ώστε δεν υπήρχε λόγος να θέλει να περιορίσει το κληρονομικό τους δικαίωμα μόνο στα αναφερόμενα στις διαθήκες ακίνητα και να προτιμά στην υπόλοιπη περιουσία της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο το εναγόμενο -εκκαλούν Δημόσιο. 6) Η παράλειψη αναφοράς των επίδικων τραπεζικών καταθέσεων στις επίμαχες διαθήκες και ειδικότερα σε εκείνη που αφορά τον ενάγοντα, εξηγείται αφενός από το ότι η διαθέτις, έχοντας περιορισμένες γραμματικές γνώσεις (του δημοτικού) και ανύπαρκτες νομικές, αγνοούσε το νόμιμο τρόπο μεταβιβάσεως κινητών αξιών με κληρονομική διαδοχή και αφετέρου από το ότι η ίδια, αισθανόμενη ανασφάλεια λόγω γήρατος και ασθενειών και θέλοντας να έχει πρόχειρα χρήματα για να αντιμετωπίσει κάποια έκτακτη περίσταση, δυσπιστούσε στην μετατροπή των τραπεζικών της λογαριασμών σε κοινούς με εκείνους που ήθελε ως μόνους κληρονόμους της καθώς και στην συμπερίληψη των λογαριασμών αυτών στις επίμαχες διαθήκες της. Η βασιμότητα όσων εκ των προαναφερθέντων περιστατικών βρίσκονται εκτός του κειμένου των ερμηνευομένων διαθηκών προκύπτει κατά κύριο λόγο, (εκτός από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που την επιβοηθούν), από την μετά λόγου γνώσεως και κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό κατάθεση της μάρτυρα αποδείξεως του ενάγοντος - εφεσίβλητου, η οποία, ως γειτόνισσα της κληρονομουμένης, την βοηθούσε στις καθημερινές δουλειές του σπιτιού, της κρατούσε συντροφιά και τη συνόδευε σε ιατρικές επισκέψεις και στην οποία μία μόλις ημέρα προ του αιφνίδιου θανάτου της η ίδια η κληρονομουμένη είχε εκμυστηρευθεί την σχετική επιθυμία της, όπως τα χρήματα των καταθέσεων της περιέλθουν στα "παιδιά", όπως αποκαλούσε τον ενάγοντα και τον βαφτισιμιό της. - Κατά συνέπεια αποδεικνύεται ότι η αληθής βούληση της Μ. Ι. ήταν όπως τα ανωτέρω τιμηθέντα στις διαθήκες της πρόσωπα καταστούν μοναδικοί κληρονόμοι της σε όλη την κληρονομιαία περιουσία της. Αντίθετη δε βούληση της από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε. Επομένως τα πρόσωπα αυτά λογίζονται κληρονόμοι σε ποσοστό 50% το καθένα και η μερίδα τους επαυξάνει ανάλογα κατά το άρθρο 1802 ΑΚ και επί των μη μνημονευθέντων στις επίμαχες διαθήκες περιουσιακών στοιχείων της κληρονομιάς και συγκεκριμένα επί των επιδίκων τραπεζικών καταθέσεων". Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση που δέχτηκε την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου με την οποία ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος αναγνωρίσθηκε κληρονόμος κατά ποσοστό 1/2 σε ολόκληρη την περιουσία της κληρονομουμένης Μ. Ι..
Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ως προς το κρίσιμο ζήτημα της εφαρμογής στην επίδικη περίπτωση του άρθρου 1802 ΑΚ μετά από ερμηνεία της διαθήκης αφού διαπίστωσε κενό σ' αυτή δεν παρεβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ευθέως ή εκ πλαγίου, αφού περιέλαβε πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή τους και επομένως ο πρώτος δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης από τους αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι. Η περιεχομένη στον τρίτο λόγο αναίρεσης αιτίαση για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας (άρθρο 559 αρ.1 εδ.β ΚΠολΔ) ότι το Εφετείο έκρινε εσφαλμένα ότι τα δύο ακίνητα που καταλείφθηκαν με την επίμαχη διαθήκη είναι ισοδύναμα με τις επίμαχες καταθέσεις στις Τράπεζες είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη γιατί με αυτήν πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει να καταδικασθεί το ηττηθέν αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ και 22 Ν. 3693/1957), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-7-2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 5887/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ