Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 355 / 2014    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναβολή συζήτησης.




Περίληψη:
Αναστέλλει κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη Ολ.ΑΠ για τη νομιμότητα ή μη της κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισονομίας επέκταση της χορήγησης της ειδικής παροχής του άρθρου 14 ν. 3016/2002 (των 176 ευρώ), αδιακρίτως.




Αριθμός 355/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 24η Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων" (ΟΓΑ), όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της παρέδρου του ΝΣΚ Αικατερίνης Κανελλοπούλου, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ε. Χ. του Ν., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Χατζηλελέκα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-10-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1562/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 6110/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 19-5-2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώθηκε.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-2-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α' ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή της δεν είναι εκ προοιμίου ασυμβίβαστη με την αναιρετική δίκη. Διότι, παρά τη μη ειδική αναφορά της στο άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ, όπου γίνεται ενδεικτική μνεία μιας σειράς από διατάξεις του γενικού μέρους του ΚΠολΔ που μπορούν να έχουν εφαρμογή και στην αναιρετική διαδικασία, δεν αποκλείεται, σε συγκεκριμένη περίπτωση, η διακριτική ευχέρεια, που παρέχεται από το άρθρο 249 ΚΠολΔ, να εξασφαλίζει την προσφορότερη λύση για την εξυπηρέτηση του ως άνω σκοπού. Αυτό συμβαίνει, προεχόντως, όταν κάποιο σοβαρό, νομικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί από το οικείο αναιρετικό τμήμα, έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί.
2.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι η ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) υπήρξε υπάλληλος του εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος) Οργανισμού, συνδεόμενη με αυτόν με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου, από 12-12-1972 μέχρι 30-3-2006, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Ότι με την ιδιότητα αυτή υπαγόταν στο ενιαίο μισθολογικό πλαίσιο που διέπει τις νόμιμες αποδοχές των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, όπως αυτό διαμορφώθηκε διαδοχικά με τους ν. 1505/1984, ν. 2470/1997 και ν. 3205/2003, δικαιούμενη όλες τις εξ αυτών προβλεπόμενες παροχές, ανεξάρτητα προς την εκ μέρους αυτής απόληψη ειδικών επιδομάτων ή αμοιβών, που προσιδίαζαν στις πραγματικές συνθήκες της απασχόλησής της. Ότι με την ΚΥΑ 2/39093/0022/5-9-2002 των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 παρ.5 του ν. 3016/2002, χορηγήθηκε στην ενάγουσα από 1-1-2002 επίδομα "για την εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών του εδ. β' της παρ.1 του άρθρου 49 του ν. 2956/2001", ανερχόμενο σύμφωνα με την προϋπηρεσία της σε 59 ευρώ μηνιαίως. Ότι από 1-1-2004 καταργήθηκε το επίδομα αυτό, αλλά ο εναγόμενος εξακολούθησε να της καταβάλλει το ποσό των 59 ευρώ μηνιαίως, ως προσωπική διαφορά μέχρι τη λύση της υπαλληλικής σχέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ.2 του ν. 3205/2003. Ότι η χορήγηση του επιδόματος αυτού, με περιορισμό του ύψους του στο ποσό των 59 ευρώ, συνιστά άνιση μεταχείριση της ενάγουσας σε σχέση με τους υπολοίπους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, προς τους οποίους κατά το αυτό χρονικό διάστημα καταβαλλόταν η ομοειδής μηνιαία παροχή των 176 ευρώ, με τρόπο ενιαίο και ανεξάρτητα προς την υπηρεσιακή κατάσταση και τα έτη υπηρεσίας αυτών. Ότι για την αποκατάσταση της αρχής της ισότητας, θα έπρεπε να καταβάλλεται και προς την ενάγουσα το επίδομα εξομάλυνσης των 59 ευρώ, το οποίο έπαιρνε, στο ύψος της ειδικής παροχής των 176 ευρώ, την οποία δεν έπαιρνε. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, μετά από εξαφάνιση της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως, αφού έκρινε ως παραγραμμένες και απέρριψε τις ένδικες αξιώσεις για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 μέχρι 31-10-2005, επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη για το υπόλοιπο, ένδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1-11-2005 μέχρι 30-3-2006 τη διαφορά μεταξύ της παροχής που θα έπρεπε κατά μήνα να λάβει (176 ευρώ) και εκείνης που πράγματι έλαβε (59 ευρώ), ήτοι συνολικώς 585 ευρώ.
3.
Την ως άνω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας προσβάλλει ήδη ο αναιρεσείων Οργανισμός, με το μοναδικό από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 14 του ν. 3016/2002 και 28 του ν. 3205/2003. Προκύπτει, όμως, ότι η ευδοκίμηση ή μη του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως εξαρτάται από την κρίση για το ζήτημα της επέκτασης ή μη, κατ' εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισονομίας (άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος), της χορήγησης της μηνιαίας ειδικής παροχής των 176 ευρώ και σε κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, για τους οποίους δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002. Το ζήτημα αυτό, ως αναφερόμενο σε μεγάλη κατηγορία εργαζομένων και, εντεύθεν, χαρακτηρισθέν ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, έχει ήδη παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 2233/2013 απόφαση του Β1 τμήματος αυτού, που ήταν γνωστή στο παρόν Β2 τμήμα όταν άρχισε (31-10-2013) η διάσκεψη για την παρούσα υπόθεση. Ήδη, μετά τον γενόμενο προσδιορισμό, η παραπεμφθείσα υπόθεση εκκρεμεί προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια κατά τη δικάσιμο της 10ης Απριλίου 2014. Επομένως, για την ενότητα της νομολογίας και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, συντρέχει, ευλόγως, περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 249 ΚΠολΔ. Κατόπιν αυτού, πρέπει να ανασταλεί η πρόοδος της παρούσας δίκης, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προς την οποία η τυχόν παραπομπή και της υπόθεσης αυτής θα επιβράδυνε ακόμη περισσότερο την εκδίκασή της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί της υποθέσεως που έχει παραπεμφθεί σ' αυτή με την 2233/2013 απόφαση του Β1 τμήματος του Αρείου Πάγου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 23η Ιανουαρίου 2014. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 14η Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή