Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1849 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εφέσεως απαράδεκτο.




Περίληψη:
Αίτηση αναιρέσεως κατ' αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου με την οποία απορρίφθηκε έφεση κατ' αποφάσεως Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απόρριψη της πρώτης αιτιάσεως ότι είχε γνωστή άλλη διαμονή, την οποία όμως δεν είχε γνωρίσει στην Εισαγγελική αρχή κατά νόμιμο τρόπο, καθώς και της αιτίασης ότι η πρωτόδικη απόφαση, έπρεπε να επιδοθεί και στον αντίκλητό της, χωρίς να αποδεικνύεται ότι έχει διορισθεί τέτοιος κατά νόμιμο τρόπο. Αβάσιμοι οι λόγοι της αιτήσεως.




Αριθμός 1849/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτης, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Ε. Ν. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παπαγρηγορίου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 59431/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως και στους από 17 Σεπτεμβρίου 2010 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1649/2009.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως με αριθμό 80/30-9-2009 ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Δημήτριο Παπαγρηγορίου, της κατηγορουμένης, Ε. Ν., κατά της 59.431/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, που εκδόθηκε παρούσας δια πληρεξουσίου αυτής και απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η έφεσή της κατά της 15.469/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, καθώς και οι με το από 17-9-2010 ξεχωριστό δικόγραφο, που κατατέθηκε νόμιμα από τον αυτό πληρεξούσιο δικηγόρο της άνω κατηγορουμένης, στο γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου στις 17-9-2010, ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως κατά της αυτής αποφάσεως, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Είναι παραδεκτοί (αίτηση και πρόσθετοι λόγοι), και πρέπει, συνεκδικαζόμενα, να εξετασθούν και κατ' ουσίαν.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ. όπως η πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε με το άρθρο 38 του ν. 3160/2003, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση, αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στα άρθρο 510 του ιδίου Κώδικα, μεταξύ των οποίων είναι η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων της εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, λόγω της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία (του άρθρου 473 παρ.1 του Κ.Π.Δ), οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ολ. ΑΠ 6 και 7/1994 και 4/1995). Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση είναι και ο λόγος της ανώτερης βίας, ως εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της. Εξάλλου σύμφωνα με τη γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί τα αδύνατα, είναι επιτρεπτή η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, συνεπώς και της αναιρέσεως όταν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, αλλά στην εξαιρετική αυτή περίπτωση, όπως συνάγεται από τα άρ. 473 παρ. 2 και 474 παρ. 2 ΚΠΔ, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο, οφείλει να αναφέρει στη δήλωση ασκήσεώς του το λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση του, δηλαδή τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, από τα οποία παρεμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση αυτού, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποδεικνύουν την βασιμότητα τους, γιατί διαφορετικά, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρ. 476 ΚΠΔ το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εξάλλου ότι τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ.1 του Κ.Π.Δ., κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που ο κατηγορούμενος έχει καταστήσει γνωστό στο μηνυτή και αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 59431/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, της αναιρεσείουσας και εκκαλούσας κατηγορουμένης εκπροσωπηθείσας στη δίκη εκείνη από το συνήγορο της, όπως προκύπτει από αυτή, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως της, η έφεση της (αναιρεσείουσας), κατά της υπ' αριθμό 15469/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία αυτή είχε καταδικασθεί για την παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, ως ισχύει, "περί επιταγών", σε ποινή φυλάκισης δύο ετών και χρηματική ποινή διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών. Από τη σχετική υπ' αριθμό 610/22-1-2009 έκθεση εφέσεως, ή οποία παραδεκτά επισκοπείται από το Δικαστήριο τούτο, κατά την έρευνα του παραδεκτού και βάσιμου των λόγων της αναιρέσεως, προκύπτει ότι η εκκαλούσα, φερόμενη στην έφεση ως κάτοικος ..., προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς της είχε προβάλει με αυτή, κατά πιστή μεταφορά, ότι " ουδέποτε έλαβε γνώση της ανωτέρω αποφάσεως, διότι δεν ήταν παρούσα κατά την εκδίκαση της υπόθεσής της". Είχε δηλαδή προβάλει με την έφεσή της ότι η επίδοση της πρωτόδικης αποφάσεως έγινε σε άλλη διεύθυνση και όχι λόγους ανώτερης βίας, για τους οποίους απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, και ως εκ τούτου, μη γνώσεως από αυτήν της εκκαλούμενης αποφάσεως, περιοριζόμενη στην αόριστη αναφορά ότι η τελευταία αυτή διεύθυνση της κατοικίας της ήταν γνωστή. Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: "Η εκκαλούσα- κατηγορουμένη, Ε. Ν., η οποία κατά τη σημερινή δικάσιμο θεωρείται παρούσα ως εκπροσωπούμενη από τον παραπάνω συνήγορο της, καταδικάστηκε ερήμην με την υπ' αριθμ. 15469/1999 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σε φυλάκιση δύο ετών και χρηματική ποινή 200.000 δραχμών, η οποία της κοινοποιήθηκε με θυροκόλληση την 29.6.1999 στην οδό ... στου ..., όπως προκύπτει από το από 29.6.1999 αναγνωσθέν αποδεικτικό επίδοσης του ..., Αστυφύλακα που υπηρετούσε στο Α.Τ. .... Επί της αποφάσεως αυτής η κατηγορουμένη άσκησε εκπρόθεσμα την υπ' αριθμ. 610/22.1.2009 έφεση της, στην οποία δηλώνει ως διεύθυνση κατοικίας της την οδό ... στη ... και επιπλέον ότι δεν ήταν παρούσα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό και ουδέποτε έλαβε γνώση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Ο μάρτυρας που εξετάστηκε με επιμέλεια της εκκαλούσας, Γ. Γ., κατέθεσε ότι η κατηγορουμένη είχε εταιρεία εξαγωγής τροφίμων και στην οδό ..., στου ..., όπου έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήταν η έδρα της εταιρίας η οποία πτώχευσε το 1995, περαιτέρω δε ότι το 1999 που έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης στην ανωτέρω διεύθυνση δεν υπήρχε η εταιρία και δεν έλαβε γνώσιν η κατηγορουμένη. Όμως, ο ίδιος μάρτυρας καταθέτει ότι η κατηγορουμένη γνώριζε ότι εκκρεμούσε σε βάρος της η προκείμενη ποινική υπόθεση, ενώ από την με αριθμό 23309/1995 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών που αναγνώστηκε, προκύπτει ότι η κατηγορουμένη, είχε εμφανιστεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής, στη δικάσιμο της 23.2.2995, είχε προβάλει τον ισχυρισμό περί πλαστογραφίας της επίδικης επιταγής και το Δικαστήριο ανέβαλε [με την ως άνω 23309/95 απόφαση του] μέχρι την έκδοση απόφασης επί της υπόθεσης της πλαστογραφίας, ακολούθως δε σε μεταγενέστερη δικάσιμο εκδικάστηκε η υπόθεση κατ' ουσίαν ερήμην της κατηγορουμένης και εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Σημειώνεται ότι η κατηγορουμένη, η οποία είχε κληθεί για την ανωτέρω υπόθεση στη διεύθυνση όπου ήταν η έδρα της εταιρίας της στην οδό ... στου ..., μολονότι εμφανίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και προέβαλε τον ανωτέρω ισχυρισμό περί πλαστογραφίας και γνώριζε την εκκρεμή σε βάρος της δίωξη, ουδέποτε γνωστοποίησε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών τη μεταβολή της διεύθυνσης της και επομένως ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ενδεχομένως η διεύθυνση κατοικίας της ήταν κατά τον ανωτέρω χρόνο στην οδό ... στη ..., δεν προέκυψε ότι κατά το χρόνο επίδοσης της ερήμην απόφασης [29.6.1999] είχε πάψει η λειτουργία της εταιρίας την οποία εκπροσωπούσε η κατηγορουμένη στην ανωτέρω διεύθυνση επί της οδού ... στου ..., όπου έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης με θυροκόλληση, ούτε ότι η κατηγορουμένη δεν έλαβε γνώση της εκκαλουμένης απόφασης, και σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε ότι η Εισαγγελία Πλημ/κών Αθηνών γνώριζε την παραπάνω διεύθυνση της στην οδό ..., καθόσον αυτή δεν προέβη, όπως είχε υποχρέωση, στην γνωστοποίηση της νέας της διεύθυνσης στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα η μη απόδειξη διαμονής της κατά το χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης αποφάσεως στην προαναφερθείσα διεύθυνση, γνωστής στην Εισαγγελία Πλημ/κών Αθηνών, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν θεμελιώνει λόγο ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος σχετικά με την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως της. Κατά συνέπεια το δικαστήριο σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις πρέπει να απορρίψει την κρινόμενη έφεση ως απαράδεκτη λόγω του εκπροθέσμου της ασκήσεως της".
Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής της εφέσεως κατά της ως άνω αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, ως εκπρόθεσμης και ως εκ τούτου απαράδεκτης της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού σ' αυτήν εκτίθενται όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητα της, εκτείνεται δηλαδή στην εγκυρότητα της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως ως γνωστής διαμονής και διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως, το αποδεικτικό, από το οποίο αυτή προκύπτει και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως. Εφόσον δε η εκκαλούσα δεν προέβαλε με την έφεση, ότι είχε καταστήσει γνωστή και στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, αλλαγή της κατοικίας της, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κατέστησε γνωστή τη διεύθυνση της νέας κατοικίας της (...), αλλά περιορίστηκε στην αόριστη αναφορά ότι αυτή ήταν γνωστή, νομίμως αναζητήθηκε (χωρίς αποτέλεσμα) στη διεύθυνση της κατοικίας της που αναφέρεται στη επιταγή, ως τελευταία γνωστή κατοικία της, στην οδό ...-... και δεν ήταν απαραίτητο να διαλάβει αιτιολογία σε σχέση με το εάν αυτή διέμενε ή όχι στην πιο πάνω διεύθυνση, ως εκ περισσού δε εξετάσθηκε για το ζήτημα αυτό και μάρτυρας στο ακροατήριο, ενώ με επάλληλη αιτιολογία, που στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό, απέρριψε επίσης, εκ περισσού, και τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί συνδρομής ανώτερης βίας. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και ο από το ίδιο άρθρο, στοιχ.Ε', του αυτού Κώδικα, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 155 παρ.2 ΚΠΔ (επίδοση εκκαλούμενης αποφάσεως και στο διορισμένο στο ακροατήριο σε άλη συνεδρίαση, αντίκλητο δικηγόρο του δεν αποδείχθηκε όμως ότι αντίκλητος δικηγόρος δεν είχε διοριστεί, ούτε είχε τέτοιος οριστεί με άλλη απόφαση προπαρασκευαστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου), λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-9-2009 αίτηση της Ε. Ν. του Κ., κατοίκου ..., καθώς και τους, με το από 17 Σεπτεμβρίου 2010, ιδιαίτερο δικόγραφο, ασκηθέντες από την αυτή αναιρεσείουσα, πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της 59.431/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Νοεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή