Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 567 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση. Καταδικαστική απόφαση. Αναίρεση με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αντιφατικές παραδοχές ως προς το ακριβές ποσό και το χρόνο της ιδιοποίησης. Αναιρεί και παραπέμπει.





Αριθμός 567/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μπεκρή, περί αναιρέσεως της 311/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 639/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται, εκτός των λοιπών στοιχείων, το ξένο κινητό πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, είτε συνεπεία συμβατικής σχέσεως, είτε από άλλα τυχαία περιστατικά, και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του. Ως κατοχή νοείται η πραγματική σχέση του δράστη προς το πράγμα, που καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη, κατά τη βούλησή του. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, δεν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον αμέσως ανωτέρω λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, εξέδωσε αυτή, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "στις 6-3-1998, ο εγκαλών ψ1 κατέβαλε στον κατηγορούμενο, με τραπεζική επιταγή, ποσό 16.435.375 δραχμών, προκειμένου ο κατηγορούμενος να επενδύσει το ποσό αυτό για λογαριασμό του εγκαλούντος σε ασφαλιστικό επενδυτικό πρόγραμμα της εταιρείας " SCOP LIFE". Πλήν όμως, ο κατηγορούμενος δεν πραγματοποίησε την επένδυση αυτή, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ αυτού και του ψ1, ο οποίος είναι θείος του κατηγορούμενου, που ζούσε τότε και εργαζόταν στον Καναδά, αλλά ιδιοποιήθηκε παράνομα το παραπάνω ποσό. Όταν ο κατηγορούμενος πιέστηκε από τη σύζυγο του μηνυτή και από το δικηγόρο του Φώτιο Λεπίδα για να τους ενημερώσει για την τύχη των χρημάτων, τους αποκάλυψε ότι τα χρήματα τα έχει παρακρατήσει για τον εαυτό του και, προκειμένου να μην υποβληθεί μήνυση εναντίον του, υπέγραψε το από ........ ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ανέλαβε να επιστρέψει στον εγκαλούντα το κεφάλαιο, μαζί με τους τόκους, συνολικού ύψους 22.336.341 δραχμών σε τετραμηνιαίες δόσεις των 2.500.000 δραχμών, αρχής γενομένης από 30-1-2000. Ο κατηγορούμενος, όμως, κατέβαλε μόνο τις τρείς δόσεις, συνολικού ποσού 7.500.000 δραχμών και από 30-1-2001 και μετά ουδέν ποσόν κατέβαλε στον εγκαλούντα, με αποτέλεσμα να ιδιοποιηθεί, τελικά, παράνομα το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό, ύψους 18.318.247 δραχμών, ήδη 53.578,60 ευρώ, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλο". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών, της οποίας την εκτέλεση ανέστειλε επί τρία έτη. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω αναπτυχθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, συγχρόνως δε, παραβίασε εκ πλαγίου της ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 ΠΚ που εφάρμοσε, διότι κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής της, στερώντας έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, διέλαβε ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, με λογικά κενά, αναφορικά με τον τρόπο και χρόνο που περιήλθε το ανωτέρω χρηματικό ποσό στην κατοχή του κατηγορουμένου, και το χρόνο κατά τον οποίο αυτός εκδήλωσε τη βούλησή του να το ιδιοποιηθεί. Τούτο γιατί, ενώ δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος έλαβε, για λογαριασμό του εγκαλούντος, το ποσό της επιταγής (16.435.375 δραχμές), στις 6-3-1998, στη συνέχεια δεν προσδιορίζεται στην απόφαση πότε ακριβώς ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος εκδήλωσε τη βούλησή του να ιδιοποιηθεί το ως άνω ποσό, γεγονός, το οποίο αναμφισβήτητα συνέχεται με το χρόνο τελέσεως της πράξεως, από τον οποίο αρχίζει και ο χρόνος παραγραφής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ δέχεται ότι ο κατηγορούμενος, που είχε παρακρατήσει τα χρήματα, προκειμένου να αποφύγει την εναντίον του δίωξη, υπέγραψε το με χρονολογία ....... ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να επιστρέψει στον εγκαλούντα το κεφάλαιο με τους τόκους, συνολικού ύψους 22.336.341 δραχμών, στη συνέχεια δέχεται ότι ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα στις 30-1-2001 το υπόλοιπο ποσό, ύψους 18.318.247 δραχμών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση με τις προηγούμενες παραδοχές, και συγκεκριμένα, ενώ αρχικά φέρεται να έχει ιδιοποιηθεί το ποσό της επιταγής, ανερχόμενο σε 16.435.375 δρχ., στη συνέχεια εμφανίζεται να έχει ιδιοποιηθεί μεγαλύτερο ποσό, και συγκεκριμένα αυτό των 18.318.247 δραχμών, στο οποίο προφανώς έχουν ενσωματωθεί και τόκοι, οι οποίοι όμως δεν προσδιορίζονται, ώστε, πλέον, έτσι, να δημιουργείται ασάφεια, τόσο ως προς το ακριβές ύψος του ποσού που αυτός ιδιοποιήθηκε, όσο και ως προς τον ακριβή χρόνο που εκδήλωσε τη βούλησή του να ιδιοποιηθεί παράνομα το οποιοδήποτε ποσό. Επομένως, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή αυτών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμό 311/15-1-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Μαρτίου 2008.





Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή