Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση από ασφαλιστικό πράκτορα ο οποίος δεν απέδωσε τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρίας. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και επαρκής αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος.
ΑΡΙΘΜΟΣ 346/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Γεωργίας Στεφανοπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1553/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1728/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του, με αριθμό 558/8.12.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Eισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 174/27-10-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ....., οδός ....., κατά του υπ'αριθμ. 1553/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 2829/2006 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (άρθρο 375 § § 1 και 2 Π.Κ. όπως η παράγραφος 2 αντικ. δι'άρθρου 1 § 9 του Ν. 2408/96).
Μετά από έφεση που άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων, εκδόθηκε το ανωτέρω προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσία η κριθείσα έφεση και επικυρώθηκε το εκκληθέν βούλευμα. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 16-10-2008 (δείτε σχετ. αποδεικτικό). Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρα 473 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ.), αφού ασκήθηκε αυτοπροσώπως από τον αναιρεσείοντα ενώπιον του γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών στις 27-10-2008, ημέρα Δευτέρα, και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης, ήτοι της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 375 του Π.Κ. και της εκ πλαγίου παραβάσεως της ίδιας ποινικής διατάξεως (άρθρο 484 § ιβ Κ.Π.Δ.).
Συνεπώς είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης. Επειδή προκειμένου για παραπεμπτικό βούλευμα, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτήν που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονταν στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ (σε Συμβ.) 2271/2002 Π.Χρ.ΝΓ/803).
Κατά την διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου ολικά ή μερικά κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα τα οποία εισπράττει, με βάση σχετική συμφωνία ο ασφαλιστικός πράκτορας ως ασφάλιστρα για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης από τις ασφαλιστικές συμβάσεις, που έχει συνάψει, με την υποχρέωση να τα αποδώσει σε ορισμένο συμφωνημένο χρόνο ή όταν του ζητηθούν από την ασφαλιστική επιχείρηση. Η ιδιοποίηση του ξένου πράγματος θεωρείται παράνομη όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το νόμο και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 1408/1996 η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη δέκα ετών εάν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και έχει εμπιστευθεί τούτο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικώς αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 1969/85, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ.2 του ν. 2170/93, ο ασφαλιστικός πράκτορας, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει ή συνάπτει ο ίδιος ή δια μέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης ασφαλιστικές συμβάσεις. Κατά δε το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου νόμου, όπου η ασφαλιστική επιχείρηση χαρακτηρίζεται στην πρακτοριακή σύμβαση ως εντολέας, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να πρακτορεύει. Μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαοη αυτή μπορεί να είναι και η είσπραξη ή μη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και του χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σ' αυτή, κατά τον συμφωνημένο χρόνο, επέχει έναντι της επιχείρησης η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου. Και ναι μεν κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Π.Δ. 298/1986 ορίζεται ότι τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας θεωρούνται παρακαταταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας πλην όμως η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του εντολοδόχου (βλ. ΑΠ 493/2007, ΤΝΠ ΔΣΑ, βλ επίσης ΑΠ 1958/06, Συμβ. ΑΠ 1120/06, Συμβ. ΑΠ 2361/05, Συμβ. ΑΠ 769/05 και Συμβ. ΑΠ 1600/04).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με δικές του σκέψεις και με συμπληρωματική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση της παρ'αυτώ Εισαγγελέως, δέχθηκε τα ακόλουθα: Από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από τη κύρια ανάκριση και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα περιεχόμενα στην δικογραφία έγγραφα καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 24 Νοεμβρίου 1997 σύμβαση πρακτορεύσεως που καταρτίσθηκε στην Αθήνα μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΙΣ Α.Ε" ,νόμιμα εκπροσωπούμενης, και του κατηγορουμένου, ανατέθηκε στον τελευταίο το έργο του πράκτορα ασφαλίσεων και ειδικότερα να διαμεσολαβεί μεταξύ της ανωτέρω εταιρίας και τρίτων-πελατών της για τη σύναψη συμβάσεων ασφαλίσεως των κλάδων που αυτή- εγκαλούσα εταιρεία- εμπορευόταν, συνάπτοντας αυτός για λογαριασμό της τις σχετικές συμβάσεις ασφαλίσεως και εισπράττοντας τα ασφάλιστρα, τα οποία, μετά από αφαίρεση της νόμιμης προμήθειας του, όφειλε κατά τα συμφωνηθέντα να τα αποδίδει στην εγκαλούσα εταιρεία εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου διμήνου μετά την έναρξη της ανωτέρω συμβάσεως, αποστέλλοντας σ'αυτήν εκκαλούσα εταιρία και αντίστοιχο αναλυτικό λογαριασμό. Στα πλαίσια της κατά τα ανωτέρω συμβάσεως πρακτορεύσεως, βάσει της οποίας ο κατηγορούμενος ενεργούσε ως έμμισθος εντολοδόχος και διαχειριστής ξένης περιουσίας, αυτός-κατηγορούμενος, όπως εκτίθεται ειδικότερα στην εισαγγελική πρόταση, εισέπραξε από τρίτους, πελάτες της εγκαλούσας εταιρίας, όπως σαφώς προκύπτει από τους σχετικούς και συνημμένους πίνακες (ασφαλιστικά συμβόλαια), για ασφάλιστρα συμβάσεων ασφαλίσεως που συνήψε με αυτούς 925.630,42 ευρω. Ενώ λοιπόν, όπως προαναφέρθηκε, βάσει της ανωτέρω συμβάσεως πρακτορεύσεως που συνήψε με την εγκαλούσα, ο κατηγορούμενος, όφειλε να της αποδίδει τα ασφάλιστρα που εισέπραττε για λογαριασμό της, μετά από αφαίρεση της νόμιμης προμήθειας του, εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου διμήνου μετά την έναρξη της ανωτέρω συμβάσεως, δεν το έπραττε και επικαλούμενος πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία της απέδιδε μέρος μόνον αυτών, σε μετρητά καθώς και σε ορισμένες περιπτώσεις της παρέδιδε χάριν καταβολής επιταγές εκδόσεως του, που άλλοτε εξοφλούντο και άλλοτε όχι, με αποτέλεσμα να έχει συνεχώς χρεωστικό υπόλοιπο προς αυτήν. Ειδικότερα, ο εκκαλών παρά τις υποσχέσεις του όμως προς την εγκαλούσα εταιρεία, ενεργώντας κατά παράβαση της εντολής που του δόθηκε, δεν απέδωσε το προαναφερόμενο .ποσό προς .αυτήν, αλλά το παρακράτησε για τον εαυτό του και το ενσωμάτωσε χωρίς δικαίωμα χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία, στην περιουσία του, χρησιμοποιώντας το για ίδιο λογαριασμό. Προς τούτο η εγκαλούσα λόγω μη τηρήσεως των συμφωνηθέντων με αυτήν, κάλεσε αυτόν κατά την 1.3.2002 να της αποδώσει το ληξιπρόθεσμο χρέος του προς αυτήν, ύψους 925.630,42 ευρώ, προερχόμενο από ασφάλιστρα, που είχε εισπράξει για λογαριασμό της ως ασφαλιστικός της πράκτορας και δεν της τα απέδωσε όπως όφειλε. Έτσι ο εκκαλών κατηγορούμενος εξωτερίκευσε οριστικά την βούληση του να ιδιοποιηθεί παράνομα το παραπάνω συνολικό ποσό που είχε περιέλθει στην κατοχή του λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και διαχειριστή της περιουσίας της εγκαλούσας εταιρείας, ενώ, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, όφειλε να αποδώσει το ως άνω ποσό των 925.630,42 ευρώ που αντιστοιχούσε σε εισπραχθέντα. από αυτόν ασφάλιστρα κατά το χρονικό διάστημα, από 24.11.1997 μέχρι 1.3.2002 όπως το ποσό αυτό αναλυτικά κατά τα επιμέρους ποσά εμφανίζεται στον αναφερόμενο στην εισαγγελική πρόταση λογαριασμό.
Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη και διατείνεται ότι η συγκεκριμένη κατηγορία στηρίζεται σε αβάσιμες υπερχρεώσεις στις οποίες έχει προβεί σε βάρος του η εγκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία και σε μη πιστώσεις χρηματικών ποσών, τα οποία καταβλήθηκαν από αυτόν καθώς και ότι ο ίδιος δεν οφείλει κάποιο ποσό στην εγκαλούσα αλλά ότι η τελευταία του οφείλει το χρηματικό ποσό των 14.400,78 ευρώ. Τα όσα διατείνεται ο κατηγορούμενος περί της ανυπαρξίας της οφειλής του για την οποία και κατηγορείται, είναι αβάσιμα και το Συμβούλιο αναφέρεται προς αποφυγή επαναλήψεων στα όσα εκτέθηκαν αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση. Περαιτέρω, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται παραπάνω και όσα εκτίθενται τόσο στην εισαγγελική πρόταση και στο εκκαλούμενο βούλευμα προκύπτει επαρκώς η τέλεση της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξεως της υπεξαιρέσεως και δεν κρίνεται αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως προκειμένου να διεξαχθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη.
Ενόψει αυτών, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την στήριξη δημόσια στο ακροατήριο κατηγορίας σε βάρος του κατηγορουμένου και ήδη εκκαλούντος για την παραπάνω πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 25.000 δραχμών ή .73.000 ευρώ, εμπιστευμένου στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (άρθρα 1, 14, 26 παρ.1α, 27, 375 παρ.2-1 ΠΙ όπως η παρ.2 αντικ. με άρθρο 1 παρ.9 του Ν. 2408/1996 και παρ.3β του ν. 2721/1999), που φέρεται τελεσθείσα από αυτόν στην Αθήνα την 1.3.2002.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο, που δέχθηκε με πληρότητα και σαφήνεια ότι ο κατηγορούμενος ως ασφαλιστικός πράκτορας κατάρτιζε για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρίας συμβάσεις ασφαλίσεως, εισέπραττε για λογαριασμό της μηνύτριας ασφαλιστικής εταιρίας τα ασφάλιστρα για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που ο ίδιος κατάρτιζε για λογαριασμό της και ότι είχε την ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, ιδιότητα την οποία δεν αναιρεί η υποχρέωση αυτού από την σύμβαση με την ασφαλιστική εταιρία, να παρακρατεί τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα, ως θεματοφύλακας, για ορισμένο χρόνο και να τα αποδίδει κατά το πρώτο δεκαήμερο εκάστου διμήνου από την κατάρτιση κάθε ασφαλιστικής συμβάσεως με τρίτα πρόσωπα, και παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο τον Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και συνεπώς τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την ένδικη έφεση είναι αβάσιμα.
Επομένως, πρέπει ν' απορριφθεί η ένδικη έφεση του κατηγορουμένου, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
Με τις παραδοχές του αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα ορθώς ερμήνευσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 § § 1 και 2 του Π.Κ. και ορθώς υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική αυτή ποινική διάταξη, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα οποία να καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 375 § § 1 και 2 του Π.Κ. Είναι συνεπώς αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, δια της οποίας προβάλλονται αντίθετοι ισχυρισμοί και πρέπει να απορριφθεί αυτή και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ'ουσία η υπ'αριθ. 174/27-10-2008 αίτηση αναίρεση του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ....., οδός ....., κατά του υπ'αριθμ. 1553/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 25 Νοεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 1 Π.Κ. για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου, ολικά ή μερικά, κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα τα οποία εισπράττει, με βάση σχετική συμφωνία, ο ασφαλιστικός πράκτορας ως ασφάλιστρα για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης συνάψει, με την υποχρέωση να τα αποδώσει σε ορισμένο συμφωνημένο χρόνο ή όταν του ζητηθούν από την ασφαλιστική επιχείρηση. Η ιδιοποίηση του ξένου πράγματος θεωρείται παράνομη όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το νόμο και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου η υπεξαίρεσης τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη δέκα ετών εάν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και έχει εμπιστευθεί τούτο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικώς αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 1969/85, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 2170/93, ο ασφαλιστικός πράκτορας, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει ή συνάπτει ο ίδιος ή δια μέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης ασφαλιστικές συμβάσεις. Κατά δε το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου νόμου, όπου η ασφαλιστική επιχείρηση χαρακτηρίζεται στην πρακτοριακή σύμβαση ως εντολέας, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να πρακτορεύει. Μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση αυτή μπορεί να είναι και η είσπραξη ή μη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και του χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σ' αυτή, κατά τον συμφωνημένο χρόνο, επέχει έναντι της επιχείρησης η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου. Και ναι μεν κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Π.Δ. 298/1986 ορίζεται ότι τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας θεωρούνται παρακαταταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας, πλην όμως η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του ενδολοδόχου.
ΙΙ.- Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την ανάκριση, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1.553/2008 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις και με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση την οποία ενσωματώνει δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατ' είδος αναφέρονται, προέκυψαν, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα ακόλουθα περιστατικά: " ...Με την από 24 Νοε΅βρίου 1997 σύ΅βαση πρακτορεύσεως που καταρτίσθηκε στην Αθήνα ΅εταξύ του νο΅ί΅ου εκπροσώπου της εγκαλούσης εταιρείας ΅ε την επωνυ΅ία "ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΙΣ Α.Ε" ,νό΅ι΅α εκπροσωπού΅ενης, και του κατηγορου΅ένου, ανατέθηκε στον τελευταίο το έργο του πράκτορα ασφαλίσεων και ειδικότερα να δια΅εσολαβεί ΅εταξύ της ανωτέρω εταιρίας και τρίτων-πελατών της για τη σύναψη συ΅βάσεων ασφαλίσεως των κλάδων που αυτή- εγκαλούσα εταιρεία - ε΅πορευόταν, συνάπτοντας αυτός για λογαριασ΅ό της τις σχετικές συ΅βάσεις ασφαλίσεως και εισπράττοντας τα ασφάλιστρα, τα οποία, ΅ετά από αφαίρεση της νό΅ι΅ης προ΅ήθειας του, όφειλε κατά τα συ΅φωνηθέντα να τα αποδίδει στην εγκαλούσα εταιρεία εντός του πρώτου δεκαη΅έρου εκάστου δι΅ήνου ΅ετά την έναρξη της ανωτέρω συ΅βάσεως, αποστέλλοντας σ'αυτήν εκκαλούσα εταιρία και αντίστοιχο αναλυτικό λογαριασ΅ό. Στα πλαίσια της κατά τα ανωτέρω συ΅βάσεως πρακτορεύσεως, βάσει της οποίας ο κατηγορού΅ενος ενεργούσε ως έ΅΅ισθος εντολοδόχος και διαχειριστής ξένης περιουσίας, αυτός-κατηγορού΅ενος, όπως εκτίθεται ειδικότερα στην εισαγγελική πρόταση, εισέπραξε από τρίτους, πελάτες της εγκαλούσας εταιρίας, όπως σαφώς προκύπτει από τους σχετικούς και συνη΅΅ένους πίνακες (ασφαλιστικά συ΅βόλαια), για ασφάλιστρα συ΅βάσεων ασφαλίσεως που συνήψε ΅ε αυτούς 925.630,42 ευρώ. Ενώ λοιπόν, όπως προαναφέρθηκε, βάσει της ανωτέρω συ΅βάσεως πρακτορεύσεως που συνήψε ΅ε την εγκαλούσα, ο κατηγορού΅ενος, όφειλε να της αποδίδει τα ασφάλιστρα που εισέπραττε για λογαριασ΅ό της, ΅ετά από αφαίρεση της νό΅ι΅ης προ΅ήθειας του, εντός του πρώτου δεκαη΅έρου εκάστου δι΅ήνου ΅ετά την έναρξη της ανωτέρω συ΅βάσεως, δεν το έπραττε και επικαλού΅ενος πρόσκαιρη οικονο΅ική αδυνα΅ία της απέδιδε ΅έρος ΅όνον αυτών, σε ΅ετρητά καθώς και σε ορισ΅ένες περιπτώσεις της παρέδιδε χάριν καταβολής επιταγές εκδόσεως του, που άλλοτε εξοφλούντο και άλλοτε όχι, ΅ε αποτέλεσ΅α να έχει συνεχώς χρεωστικό υπόλοιπο προς αυτήν. Ειδικότερα, ο εκκαλών παρά τις υποσχέσεις του ό΅ως προς την εγκαλούσα εταιρεία, ενεργώντας κατά παράβαση της εντολής που του δόθηκε, δεν απέδωσε το προαναφερό΅ενο .ποσό προς .αυτήν, αλλά το παρακράτησε για τον εαυτό του και το ενσω΅άτωσε χωρίς δικαίω΅α, χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία, στην περιουσία του, χρησι΅οποιώντας το για ίδιο λογαριασ΅ό. Προς τούτο η εγκαλούσα λόγω ΅η τηρήσεως των συ΅φωνηθέντων ΅ε αυτήν, κάλεσε αυτόν κατά την 1.3.2002 να της αποδώσει το ληξιπρόθεσ΅ο χρέος του προς αυτήν, ύψους 925.630,42 ευρώ, προερχό΅ενο από ασφάλιστρα, που είχε εισπράξει για λογαριασ΅ό της ως ασφαλιστικός της πράκτορας και δεν της τα απέδωσε όπως όφειλε. Έτσι ο εκκαλών κατηγορού΅ενος εξωτερίκευσε οριστικά την βούληση του να ιδιοποιηθεί παράνο΅α το παραπάνω συνολικό ποσό που είχε περιέλθει στην κατοχή του λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και διαχειριστή της περιουσίας της εγκαλούσας εταιρείας, ενώ, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, όφειλε να αποδώσει το ως άνω ποσό των 925.630,42 ευρώ που αντιστοιχούσε σε εισπραχθέντα. από αυτόν ασφάλιστρα κατά το χρονικό διάστη΅α, από 24.11.1997 ΅έχρι 1.3.2002 όπως το ποσό αυτό αναλυτικά κατά τα επι΅έρους ποσά ε΅φανίζεται στον αναφερό΅ενο στην εισαγγελική πρόταση λογαριασ΅ό. Ο κατηγορού΅ενος αρνείται ότι τέλεσε την αποδιδό΅ενη σ'αυτόν πράξη και διατείνεται ότι η συγκεκρι΅ένη κατηγορία στηρίζεται σε αβάσι΅ες υπερχρεώσεις στις οποίες έχει προβεί σε βάρος του η εγκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία και σε ΅η πιστώσεις χρη΅ατικών ποσών, τα οποία καταβλήθηκαν από αυτόν καθώς και ότι ο ίδιος δεν οφείλει κάποιο ποσό στην εγκαλούσα αλλά ότι η τελευταία του οφείλει το χρη΅ατικό ποσό των 14.400,78 ευρώ.Τα όσα διατείνεται ο κατηγορού΅ενος περί της ανυπαρξίας της οφειλής του για την οποία και κατηγορείται, είναι αβάσι΅α και το Συ΅βούλιο αναφέρεται προς αποφυγή επαναλήψεων στα όσα εκτέθηκαν αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση. Περαιτέρω, από τα αποδεικτικά ΅έσα που αναφέρονται παραπάνω και όσα εκτίθενται τόσο στην εισαγγελική πρόταση και στο εκκαλού΅ενο βούλευ΅α προκύπτει επαρκώς η τέλεση της αποδιδό΅ενης στον κατηγορού΅ενο πράξεως της υπεξαιρέσεως και δεν κρίνεται αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως. Ενόψει αυτών, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την στήριξη δημόσια στο ακροατήριο κατηγορίας σε βάρος του κατηγορουμένου και ηδη εκκαλούντος για την παραπάνω πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ, εμπιστευμένο στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (άρθρα 1, 14, 26 παρ.1 α, 27, 375 παρ.2-1 Π.Κ όπως η παρ.2 αντικ. ΅ε άρθρο 1 παρ.9 του Ν. 2408/1996 και παρ.3β του ν. 2721/1999), που φέρεται τελεσθείσα από αυτόν στην Αθήνα την 1.3.2002.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο που δέχθηκε με πληρότητα και σαφήνεια ότι ο κατηγορούμενος ως ασφαλιστικός πράκτορας κατάρτιζε για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρίας συμβάσεις ασφαλίσεως, εισέπραττε για λογαριασ΅ό της ΅ηνύτριας ασφαλιστικής εταιρίας τα ασφάλιστρα για τις ασφαλιστικές συ΅βάσεις που ο ίδιος κατάρτιζε για λογαριασ΅ό της και ότι είχε την ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, ιδιότητα την οποία δεν αναιρεί η υποχρέωση αυτού από την σύ΅βαση ΅ε την ασφαλιστική εταιρία, να παρακρατεί τα εισπραττό΅ενα ασφάλιστρα, ως θε΅ατοφύλακας, για ορισ΅ένο χρόνο και να τα αποδίδει κατά το πρώτο δεκαή΅ερο εκάστου δι΅ήνου από την κατάρτιση κάθε ασφαλιστικής συ΅βάσεως ΅ε τρίτα πρόσωπα, και παρέπε΅ψε αυτόν στο ακροατήριο τον Τρι΅ελούς Εφετείου κακουργη΅άτων Αθηνών, δεν έσφαλε ως προς την εκτί΅ηση των αποδείξεων και την εφαρ΅ογή του νό΅ου και συνεπώς τα αντίθετα υποστηριζό΅ενα ΅ε την ένδικη έφεση είναι αβάσι΅α ...". Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών αφού απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου, επικύρωσε το πρωτόδικο παραπεμπτικό υπ' αριθμ. 2829/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκτίθενται σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο και υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 του Π.Κ την οποία ορθώς εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με πληρότητα και σαφήνεια δέχεται το βούλευμα ότι ο κατηγορούμενος ως ασφαλιστικός πράκτορας είχε εξουσία να ενεργεί όχι μόνο υλικές αλλά και νομικές πράξεις αφού εισέπραττε για λογαριασμό της μηνύτριας ασφαλιστικής εταιρίας τα ασφάλιστρα για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που ο ίδιος κατάρτιζε για λογαριασμό της και ότι είχε την ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, ιδιότητα την οποία δεν αναιρεί η υποχρέωση αυτού από την σύμβαση με την ασφαλιστική εταιρία, να παρακρατεί τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα, ως θεματοφύλακας, για ορισμένο χρόνο και να τα αποδίδει κατά το πρώτο δεκαήμερο εκάστου διμήνου από την κατάρτιση κάθε ασφαλιστικές συμβάσεως με τρίτα πρόσωπα. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι δεν είχε εισπράξει τα χρήματα τα οποία φέρεται ότι υπεξαίρεσε και ότι μέρος των ασφαλίστρων είχε καταβληθεί με επιταγές των πελατών οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους στις πληρώριες Τράπεζες, είναι απαράδεκτη διότι υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττει την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου Επομένως οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, που διαλαμβάνουν τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, και με τους οποίους προσάπτονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και της εσφαλμένης εφαρμογής των άνω διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 174/27-10-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1.553/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ