Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1263 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παραγραφή, Εφέσεως απαράδεκτο.




Περίληψη:
Απόρριψη εφέσεως ως εκπρόθεσμης, κλήση ως άγνωστης διαμονής. Το αποδεικτικό επιδόσεως, κατ' άθρον 162 ΚΠΔ, έχει αποδεικτική δύναμη και παράγει πλήρη απόδειξη μέχρις προσβολής του για πλαστότητα, μόνον ως προς τα βεβαιούμενα ότι έγιναν από το όργανο επιδόσεως, όχι και για ζητήματα που δεν έγιναν από το ίδιο και μπορούν να ανατραπούν με προσκόμιση αντιθέτων αποδείξεων, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη για το ζήτημα του τόπου κατοικίας και το άγνωστο της διαμονής της ενδιαφερόμενης κατηγορουμένης. (ΑΠ 1603/2003). Βάσιμος ο λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επί του λόγου εφέσεως ότι το αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως ήταν άκυρο και η εκκαλούσα ήταν γνωστής και όχι άγνωστης διαμονής στην ίδια διεύθυνση που το όργανο επιδόσεως δεν την βρήκε, διότι στο αιτιολογικό το Δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον σε αυτή, ουδόλως αναφέρεται στο περιεχόμενο των αναγνωσθέντων οκτώ εγγράφων και στην αντίθετη κατάθεση της εξετασθείσας μάρτυρος, που ουδόλως αντικρούει, ότι δηλαδή η εκκαλούσα συνέχεια από το 1991 μέχρι και την ημέρα εκδικάσεως της εφέσεως, διέμενε στην ιδία οδό … αρ. … της …, όπου δεν ανευρέθηκε από το όργανο επιδόσεως. Ήτοι, αφού δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, καθόσον δεν μνημονεύονται, ούτε καν στην αρχή του αιτιολογικού, όπου δεν αναφέρονται καθόλου τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, ούτε κατά την παράθεση των πραγματικών περιστατικών με βάση τα οποία απορρίφθηκαν οι ως άνω ισχυρισμοί της εκκαλούσας - κατηγορουμένης, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η ως άνω πλημμέλεια, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, επειδή το Δικαστήριο της ουσίας είχε απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως, καίτοι έχει επέλθει, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, παραγραφή, λόγω παρόδου μέχρι σήμερα οκταετίας, ενόψει του χρόνου τελέσεως του πλημμελήματος της παραβάσεως του ν. 86/1967 για το οποίο έχει καταδικασθεί στον πρώτο βαθμό η αναιρεσείουσα, στις 17-11-1998, ο Άρειος Πάγος δε θα παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, αλλά θα παραπέμψει την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο θα πρέπει να ερευνήσει εκ νέου το παραδεκτό της ασκηθείσας εφέσεως και μετά ταύτα να παύσει αυτό οριστικά τη δίωξη λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου συνεπεία παραγραφής. (Ολ.ΑΠ 3/1996). Αναιρεί και παραπέμπει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1263/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης .... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Μαλεβίτη, περί αναιρέσεως της 59399/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιανουαρίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 752/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ.2 και 156 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του ,έστω και αν είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη εισαγγελική ή αστυνομική αρχή και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς αυτόν γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ.1 εδ. δ ΚΠοινΔ προσώπων, προς τον δήμαρχο ή αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος, της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 ΚΠοινΔ. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ.1 ΚΠοινΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στη αρμόδια εισαγγελική αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ'αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Όταν δε το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως ή βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση (476 παρ1 και 2 ΚΠοινΔ). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως, ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος του εκκαλούντος, το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία των κατά τα άρθρα 154 παρ.1, 156 και 161 παρ.1 ΚΠοινΔ στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται δια της εφέσεως λόγος ακυρότητας της επιδόσεως, ή ανωτέρας βίας, εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του δικαστηρίου. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι μπορούν να προβάλλονται με την έφεση, είναι και η επίδοση ως αγνώστου διαμονής, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή ή και οποιαδήποτε άλλη τυπική ακυρότητα. Από τη με αριθ. 5071/12-4-2007 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, κατά την έρευνα του παραδεκτού και του βασίμου των λόγων αναιρέσεως, προκύπτει ότι η εκκαλούσα, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς της, είχε προβάλει με αυτή, επί λέξει, τα εξής: "την παρούσα έφεση την ασκώ εκπροθέσμως, διότι δεν έλαβα γνώση του κλητηρίου θεσπίσματος, ούτε της εκκαλουμένης αποφάσεως, καθόσον οι επιδόσεις έγιναν ακύρως ως αγνώστου διαμονής στο Δήμο ..., ενώ ήμουν γνωστής διαμονής στην άνω διεύθυνση, ..., όπου δεν αναζητήθηκα σύμφωνα με το άρθρο 156 παρ.2 ΚΠΔ, όπου και μέχρι σήμερα κατοικώ. Επιπλέον των ανωτέρω, η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως είναι άκυρη, καθόσον το αποδεικτικό επιδόσεως δε φέρει ούτε καν τη λέξη "ο παραλαβών", ούτε σφραγίδα και υπογραφή του παραλαβόντος την απόφαση υπαλλήλου του Δήμου, εντεταλμένου προς τούτο".
Κατά την εκδίκαση της εφέσεώς της η ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δια του συνηγόρου της, που την εκπροσώπησε στο Δικαστήριο, δήλωσε ότι αυτή "δεν έλαβε γνώση της εκκαλουμένης αποφάσεως και ζήτησε να εξετασθεί ως μάρτυρας αποδείξεως περί του εμπροθέσμου της εφέσεως, η ...", μάρτυρας η οποία και εξετάσθηκε ενόρκως και κατέθεσε τα εξής: "Στις 15-6-2001 έμενε στη ..., από το 1991 μέχρι σήμερα. Επειδή είναι πολυκατοικία με πολλά διαμερίσματα γι'αυτό έγινε λάθος δε δόθηκε πολύ σημασία δεν έψαξε καλά. Ήταν γνωστή διεύθυνση στις Αρχές. Δεν έχει κληθεί από την αρχή να δώσει διεύθυνση". Στη συνέχεια, ο συνήγορος της εκκαλούσας προσκόμισε στο Δικαστήριο, προς απόδειξη των άνω ισχυρισμών του περί γνωστής διαμονής συνέχεια στην άνω ίδια γνωστή διεύθυνσή της στην ..., τα σε αυτή οκτώ δημόσια έγγραφα ετών 1994-2003, τα οποία και αναγνώσθηκαν. Με όσα εξέθεσε η κατηγορούμενη αναιρεσείουσα στην πιο πάνω έφεσή της προέβαλε ακυρότητα του αποδεικτικού της επιδόσεως ως αγνώστου διαμονής, ισχυριζόμενη ότι ήταν και παραμένει γνωστής διαμονής, στην άνω ίδια διεύθυνση της οδού ... που αναζητήθηκε και εσφαλμένα της επιδόθηκε η απόφαση ως άγνωστης διαμονής. Το αποδεικτικό επιδόσεως όμως, κατ'άρθρον 162 ΚΠοινΔ, έχει αποδεικτική δύναμη και παράγει πλήρη απόδειξη μέχρις προσβολής του για πλαστότητα, μόνον ως προς τα βεβαιούμενα ότι έγιναν από το όργανο επιδόσεως, όχι και για ζητήματα που δεν έγιναν από το ίδιο και μπορούν να ανατραπούν με προσκόμιση αντιθέτων αποδείξεων, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη για το ζήτημα του τόπου κατοικίας και το άγνωστο της διαμονής της ενδιαφερομένης κατηγορουμένης. (ΑΠ 1603/2003). Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθ. 59399/2007 απόφασή του, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την με αριθ. εκθ. 5071/12-4-2007 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της με αριθ.9235/26-1-2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία εκείνη είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών, για παράβαση του Α.Ν. 86/1967 (μη έγκαιρη καταβολή εισφορών προ το ΙΚΑ), με την ακόλουθη αιτιολογία: "Επειδή κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ όπως ισχύουν το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο εκτός άλλων περιπτώσεων και εκ της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του. Η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο για να έχει τη νόμιμη αιτιολογία πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης και εκείνου της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση "ως αγνώστου διαμονής", χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος, είχε "γνωστή διαμονή". Επίσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανωτέρας βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας (ανωτέρας βίας), δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης, ως αγνώστου διαμονής και εντεύθεν μη γνώση από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και δεν επικαλείται λόγω ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της εφέσεώς του. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή ή άλλη δημόσια υπηρεσία (π.χ. Δ.Ο.Υ. κ.λ.π.). Τόπος δε κατοικίας θεωρείται, εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτή, ως τόπος κατοικίας θεωρείται, εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. (ΑΠ 1382/2004 Ποιν. Δικ. 2005.166, ΑΠ 745, 1112/2006 Ποιν. Δικ. 2006.1139, 1461 και ΑΠ 787/2007 Ποιν. Δικ. 2007 1232). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα - κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι εκπροθέσμως άσκησε την κρινόμενη έφεσή της κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 9235/2000 καταδικαστικής απόφασης του Μον. Πλημ/κείου Αθηνών για παράβαση του ΑΝ 86/67 διότι δεν έλαβε γνώση αυτής που του κοινοποιήθηκε ως αγνώστου διαμονής, ενώ εκείνος είχε γνωστή διαμονή. Δεν αναφέρει όμως στην έφεσή της αλλ' ούτε και στο ακροατήριο κατά την σημερινή δικάσιμο εάν τη φερόμενη αυτή, ως γνωστή τελευταία διαμονή της είχε δηλώσει καθ' οιονδήποτε τρόπο και στην Εισαγγελικη Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Επομένως νομίμως συζητήθηκε (και επιδόθηκε) την 15/6/01 στην γνωστή στην Εισαγγελία διεύθυνσή της, δηλ. επί της οδού ... (βλ. το από ... αποδ. Επίδοσης του Αστυφ. Α.Τ. ...) ως τελευταία γνωστή κατοικία της.
Συνεπώς η κρινόμενη έφεση η οποία ασκήθηκε την 12/4/2007 ασκήθηκε εκπρόθεσμα και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Είναι δε χαρακτηριστική και η κλήση για το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την δικάσιμο της 26/1/2000 επιδόθηκε νομότυπα ως αγνώστου διαμονής στην ίδια δ/νση ... συνοδευόμενη με σχετική βεβαίωση ότι η κ/νη ήτο άγνωστη. Με άλλα λόγια δεν είναι δυνατόν δύο όργανα επίδοσης σε διαφορετικό χρόνο να αμέλησαν να ανεύρουν την κ/νη πέραν του ότι τα αποδεικτικά επίδοσης μόνο της προσβάλλονται και που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Τέλος το σήμερον προσβαλλόμενο αποδεικτικό επίδοσης (15/6/01) έχει όλα τα στοιχεία εγκυρότητός του". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, σε σχέση με τους προβληθέντες ως άνω από την αναιρεσείουσα, ως εκκαλούσα, ισχυρισμούς της, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αυτή, ουδόλως αναφέρεται, στο περιεχόμενο των αναγνωσθέντων οκτώ εγγράφων και στην αντίθετη κατάθεση της εξετασθείσας μάρτυρος, που ουδόλως αντικρούει, ότι δηλαδή η εκκαλούσα συνέχεια από το 1991 μέχρι και την ημέρα εκδικάσεως της εφέσεως, διέμενε στην ιδία ..., όπου δεν ανευρέθηκε από το όργανο επιδόσεως. Ήτοι, αφού δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, καθόσον δεν μνημονεύονται, ούτε καν στην αρχή του αιτιολογικού, όπου δεν αναφέρονται καθόλου τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, ούτε κατά την παράθεση των πραγματικών περιστατικών με βάση τα οποία απορρίφθηκαν οι ως άνω ισχυρισμοί της εκκαλούσας - κατηγορουμένης, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η ως άνω πλημμέλεια, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Περαιτέρω, επειδή το Δικαστήριο της ουσίας είχε απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως, καίτοι έχει επέλθει, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, παραγραφή, λόγω παρόδου μέχρι σήμερα οκταετίας, ενόψει του χρόνου τελέσεως του πλημμελήματος της παραβάσεως του α.ν. 86/1967 για το οποίο έχει καταδικασθεί στον πρώτο βαθμό η αναιρεσείουσα, στις 17-11-1998, ο Άρειος Πάγος δε θα παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, αλλά θα παραπέμψει την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο θα πρέπει να ερευνήσει εκ νέου το παραδεκτό της ασκηθείσας εφέσεως και μετά ταύτα να παύσει αυτό οριστικά τη δίωξη λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου συνεπεία παραγραφής. (Ολ. ΑΠ 3/1996). Ήτοι πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθμό 59399/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Μαΐου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή