Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Κληρονομία , Χρησικτησία.
Περίληψη:
Διεκδικητική αγωγή. Τρόπος κτήσης κυριότητας κληρονομική διαδοχή. Ένσταση ιδίας κυριότητας. Έκτακτη χρησικτησία. Γνωστοποίηση στους κοινωνούς. Λόγοι αναίρεσης: πρώτος πρόσθετος: από 1 και 19, Πρώτος μέρος πρώτο από 11α, Πρώτος μέρος δεύτερο από 11β, Δεύτερος κύριος και δεύτερος πρόσθετος από 11γ, Τρίτος μέρος πρώτο από 8β, Τέταρτος κύριος από 20
Αριθμός 1177/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Α. χήρας Ε. Κ., το γένος Α. Β., 2)Α. Κ. του Σ., 3) Σ. Κ. του Ε., 4) Κ. συζ. Ε. Λ., το γένος Ε. Κ., 5) Ι. Β. του Κ. και 6) Γ. Β. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Χαρίκλεια Απαλαγάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Α. συζ. Κ. Ψ., το γένος Σ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Πήττα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 8/8/2006 (με αριθμούς κατάθεσης: 340/2006, 346/2006, 348/2006 και 349/2006) αγωγές της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 43/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 373/2009 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4/1/2010 αίτηση και τους από 12/9/2011 προσθέτους λόγους τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 5/10/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης και των προσθέτων λόγων αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 980, 981, 984 επ. και 994 ΑΚ, που εφαρμόζονται για την ταυτότητα του λόγου και επί κληρονομιαίων ακινήτων, σαφώς συνάγεται, ότι ο συγκληρονόμος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι κατέχει τούτο στο όνομα και των λοιπών συγκληρονόμων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ' αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή προτού τους καταστήσει γνωστό, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό ως κύριος. Τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση που οι συγκληρονόμοι προβαίνουν σε άτυπη διανομή μεταξύ τους των στοιχείων της κληρονομιάς και καθένας παίρνει ως αποκλειστικώς νομέας στοιχεία αυτής, διότι έκτοτε με γνώση όλων των συγκληρονόμων ο καθένας νέμεται αποκλειστικώς για τον εαυτό του τα περιελθόντα σ' αυτόν στοιχεία της κληρονομίας.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1045 ΑΚ, για τη κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει το χρόνο τη δικής του νομής και την όμοια νομή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ), εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Νομέας δε, κατά το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου αποτελούν εμφανείς υλικές πράξεις επ' αυτού που είναι δηλωτικές της βούλησης του νομέα να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον κατά τη βούληση του νομέα προορισμό του πράγματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογές της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 24/1992).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: Τα επίδικα ακίνητα είναι πέντε οικόπεδα, που βρίσκονται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως των Χανίων. Το πρώτο βρίσκεται στο υπ' αριθ. ... Ο.Τ., νοτίως της οδού Α. Μ., επί της συμβολής της οδού αυτής με την οδό ... και την οδό ..., έχει εμβαδό 3.551,16 τ.μ. και συνορεύει βόρεια και σε πλευρά 90,83 μ. με την οδό ..., δυτικά και σε πλευρά 29,27 μ. με την οδό ..., ανατολικά και σε πλευρά 3,85 μ. όπως και νοτιοανατολικά σε πλευρά 81,83 μ. με την οδό ... και νοτιοδυτικά σε πλευρά 51,91 μ. με μελλοντικά διανοιχθησόμενη δημοτική οδό. Το δεύτερο βρίσκεται στο υπ' αριθ. 70 Ο.Τ., ανατολικά της οδού ..., επί της συμβολής της οδού αυτής με την οδό ... και τη μη διανοιγείσα εισέτι ανώνυμη δημοτική οδό, έχει εμβαδό 1.705,80 τ.μ. και συνορεύει βορειοανατολικά και σε πλευρά 47,15 μ. με διανοιχθησόμενη δημοτική οδό, νοτιοανατολικά και σε πλευρά 46,19 μ. με την οδό ..., νότια και σε πλευρά 8,83 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων Ν. Α., νοτιοδυτικά και σε πλευρά 24,50 μ. με ιδιοκτησία Ν. και δυτικά επί πλευρών 17,05 και 24,32 μ. με την οδό .... Το τρίτο βρίσκεται στο υπ' αριθ. 77 Ο.Τ., νοτίως της οδού ..., έχει εμβαδό 745,94 τ.μ. και συνορεύει ανατολικά και σε πλευρά 30,46 μ. με την οδό ..., δυτικά και βορειοδυτικά επί πλευρών 24,05 και 11,29 μ. με την οδό ... . Το τέταρτο βρίσκεται στο υπ' αριθ. 78 Ο.Τ., νοτίως της οδού ..., έχει εμβαδό 123,63 τ.μ. και συνορεύει βορειοδυτικά και σε πλευρά 16,23 μ. με την οδό ..., βορειοανατολικά και σε πλευρά 16,07 μ. με την οδό ... και νότια επί πλευρών 8,97 μ. και 15,77 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων Ν. Α.. Το πέμπτο βρίσκεται στο υπ' αριθ. 72 Ο.Τ., βορείως της οδού Α. Μ., επί της συμβολής της οδού αυτής με την οδό ... και την πάροδο ..., έχει εμβαδό 3.423 τ.μ. και συνορεύει ανατολικά με πάροδο οδού ..., εν μέρει με ιδιοκτησία ενάγουσας και εν μέρει με πολυκατοικία αγνώστων ιδιοκτητών, δυτικά με ιδιοκτησία Ε. Ν. και οδό ..., βόρεια εν μέρει με ιδιοκτησία Ε. Β., εν μέρει με ιδιοκτησία ενάγουσας και εν μέρει με πολυκατοικία αγνώστων ιδιοκτητών και νότια με οδό Α. Μ.. Τα ακίνητα αυτά, πριν από την ένταξη τους στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο πόλης, αποτελούσαν τμήματα ενός ενιαίου ακινήτου (αγροκτήματος), συνολικού εμβαδού 12.125,46 τ.μ., το οποίο βρισκόταν επί της παλαιάς οδού ... και συνόρευε με ιδιοκτησίες κληρονόμων Γ. Β. και Ν. Α. και βόρεια με παλαιά οδό ... και .... Το μεγαλύτερο αυτό ακίνητο ανήκε στην κυριότητα του-Σ. Κ. του Ε., ο οποίος ήταν πατέρας της ενάγουσας, του δευτέρου εναγομένου και του συζύγου της πρώτης εναγομένης Ε. Κ.. Ο ανωτέρω, Σ. Κ., απεβίωσε στις 15-7-1950 χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαιθέτου ισομερώς από τη σύζυγο του Κ. και τα τρία τέκνα του, την ενάγουσα, τον δεύτερο εναγόμενο και τον Ε. Κ., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ' αυτούς κληρονομία με την νομίμως υπ' αριθ. .../1956 μεταγραφείσα δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον του τότε συμβολαιογράφου Χανίων Θρασύβουλου Γαλάνη, καταστάντες έτσι οι ανωτέρω συγκύριοι της ως άνω ευρύτερης οικοπεδικής έκτασης των 12.125,46 τ.μ. κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Στις 8-12-1967 απεβίωσε και η Κ. χήρα Ε. Κ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, κληρονομηθείσα ισομερώς από τα τρία τέκνα της, την ενάγουσα, τον δεύτερο εναγόμενο και τον Ε. Κ., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ' αυτούς κληρονομία, η μεν ενάγουσα με την υπ' αριθ. .../6-8-2003 νομίμως μεταγραφείσα δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της συμβολαιογράφου Χανίων Ειρήνης Βρεττουδάκη-Γαλανάκη και οι λοιποί με την υπ' αριθ. .../23-8-2002 νομίμως μεταγραφείσα δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Χανίων Αντωνίου Νικηφοράκη. Με τον τρόπο αυτό οι ανωτέρω κληρονόμοι έγιναν συγκύριοι του ανήκοντος στη μητέρα τους ποσοστού του 1/4 επί της ανωτέρω ευρύτερης οικοπεδικής έκτασης των 12.125,46 τ.μ. κατά ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου ο καθένας και μετά ταύτα, προστιθεμένου του ποσοστού αυτού στο ποσοστό που είχαν αποκτήσει από την κληρονομία του πατέρα τους, έκαστος εξ αυτών κατέστη συγκύριος της ανωτέρω οικοπεδικής έκτασης και συνακόλουθα των επιδίκων οικοπέδων που αποτελούν τμήματα αυτής, κατά ποσοστό 8/24 εξ αδιαιρέτου. Μετά το θάνατο του Σ. Κ., οι ανωτέρω κληρονόμοι του (σύζυγος και τρία τέκνα) συνέχισαν τις πράξεις νομής και κατοχής που εκείνος ασκούσε επί του ανωτέρω ακινήτου και συγκεκριμένα διέμεναν στην υπάρχουσα εντός αυτού παλαιά οικία, καλλιεργούσαν τούτο με κηπευτικά και προέβαιναν στην καλλιέργεια, συγκομιδή και πώληση των καρπών από τις υπάρχουσες εκεί πορτοκαλιές, μανταρινιές, ελαιόδενδρα και αμπέλι. Το έτος 1959 η ενάγουσα, τελώντας γάμο με τον Κ. Ψ., ο οποίος υπηρετούσε στη Χωροφυλακή, αποχώρησε από το ανωτέρω ακίνητο και εγκαταστάθηκε σε άλλη οικία που βρισκόταν σε παρακείμενο οικόπεδο επί της οδού ..., πριν όμως γίνει αυτό και προκειμένου να τελεστεί ο γάμος της, οι αδελφοί της Ε. και Α. Κ., καθώς και η ζώσα τότε μητέρα της Κ. Κ. συνέστησαν υπέρ αυτής προίκα δυνάμει των υπ' αριθ. .../1956 και .../1957 συμβολαίων του τότε συμβολαιογράφου Χανίων Θρασύβουλου Γαλάνη, μεταβιβάζοντας της το εξ αδιαιρέτου ποσοστό τους (3/4) επί του ομόρου ως άνω οικοπέδου, κειμένου επί της οδού ..., καθώς και επί ενός καταστήματος επί της οδού ..., ακίνητα τα οποία περιλαμβάνονταν στην κληρονομιαία περιουσία του Σ. Κ.. Έκτοτε η ενάγουσα έπαυσε να συμμετέχει στις ως άνω πράξεις νομής επί του ανωτέρω ακινήτου, συνέχισαν δε να νέμονται αυτό οι αδελφοί της και η μητέρα της και μετά το θάνατο της τελευταίας μόνο οι αδελφοί της, χωρίς ποτέ οι τελευταίοι να αντιποιηθούν τη σύννομη της, αφού ποτέ δεν της γνωστοποίησαν ότι νέμονται τούτο αποκλειστικά για τον εαυτό τους. Για πρώτη φορά εκδήλωσαν την πρόθεση τους να νέμονται πλέον για τον εαυτό τους τα επίδικα ακίνητα το έτος 2005. Ειδικότερα, ο Ε. Κ., που απεβίωσε στις 6-5-2005, λίγες ημέρες πριν από το θάνατο του, στις 27-4-2005, με την υπ' αριθ. .../27-4-2005 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του συμβολαιογράφου Χανίων Αντωνίου Νικηφοράκη, αφήνοντας στην πρώτη εναγομένη σύζυγο του Α. χήρα Ε. Κ. το 1/2 εξ αδιαιρέτου του δευτέρου, τρίτου και τετάρτου των επιδίκων ακινήτων και τα 4/24 εξ αδιαιρέτου του πρώτου και πέμπτου, προέβαλε σε βάρος της ενάγουσας χρησικτησία κατά τα 4/24 εξ αδιαιρέτου επί όλων των επιδίκων, ο δε Α. Κ. (δεύτερος εναγόμενος), στις 30-12-2005, κατά την πώληση του ιδανικού του μεριδίου επί του πρώτου επιδίκου οικοπέδου προς τους εναγομένους Σ. Κ. και Ι. Β., περιέλαβε στο υπ' αριθ. .../2005 σχετικό πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Χανίων δήλωση ότι τα 4/24 εξ αδιαιρέτου του ιδανικού μεριδίου της ενάγουσας επί όλων των επιδίκων απέκτησε αυτός με έκτακτη χρησικτησία. Όμως, η με τον πιο πάνω τρόπο εκδήλωση της πρόθεσης των αδελφών της ενάγουσας να νέμονται τα επίδικα για τον εαυτό τους δεν περιήλθε τότε (2005) σε γνώση της τελευταίας, παρά μόνο στις 4-8-2006, όταν βλέποντας χωματουργικά μηχανήματα να εκτελούν εργασίες στο πρώτο από τα επίδικα πληροφορήθηκε ότι τούτο γινόταν με εντολή του πέμπτου εναγομένου Ι. Β.. Έως τότε (2006) η ενάγουσα βρισκόταν στη σύννομη των επιδίκουν ως πλασματική συννομέας εκ κληρονομικής διαδοχής, την οποία ασκούσε μέσω των συννομέων αδελφών της, χωρίς να απωλέσει εκ του γεγονότος αυτού την κατά τα ως άνω κτηθείσα συγκυριότητα της. Ισχυρίζονται οι εναγόμενοι ότι το έτος 1956 οι κληρονόμοι του απώτερου δικαιοπαρόχου τους Σ. Κ. προέβησαν σε άτυπη ανταλλαγή των ποσοστών τους επί της κληρονομιαίας περιουσίας του, λαμβάνοντας η ενάγουσα ως δήθεν προίκα το εξ αδιαιρέτου ποσοστό (3/4) των δυο αδελφών της και της μητέρας της επί των ακινήτων που αναφέρονται στα πιο πάνω προικοσύμφωνα, εκείνοι δε τα υπόλοιπα κληρονομιαία ακίνητα, μεταξύ των οποίων και το πιο πάνω αγροτεμάχιο των 12.125,46 τ.μ., το οποίο έκτοτε νέμονταν αυτοί αποκλειστικά για τον εαυτό τους, γεγονός που γνωστοποίησαν στην ενάγουσα με την από 10-11-1966 αγωγή τους ενώπιον του Πρωτοδικείου Χανίων. Με την αγωγή αυτή, που με επίκληση προσκομίζεται και από τις δυο διάδικες πλευρές, οι αδελφοί της ενάγουσας Ε. και Α. Κ., καθώς και η μητέρα της Κ. Κ., ζητούσαν να αναγνωριστεί η ακυρότητα των ως άνω δυο προικοσυμφώνων, ως υποκρυπτόντων δήθεν εξώδικη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας, ζητούσαν δηλαδή να αναγνωριστεί ότι με τα συγκεκριμένα προικοσύμφωνα είχε συντελεστεί άτυπη διανομή της πατρικής κληρονομιαίας περιουσίας, με βάση τα οποία η ενάγουσα περιοριζόταν στα ως προίκα δοθέντα ακίνητα και δεν συμμετείχε στην υπόλοιπη κληρονομιά του πατέρα της, όμως σε κανένα σημείο της εν λόγω αγωγής δεν αναφέρεται ιδία νομή των εκεί εναγόντων στα επίδικα ούτε καν πρόθεση τους να αποβάλλουν από τη νομή την ενάγουσα. Εξάλλου, η αγωγή αυτή απορρίφθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθ. 659/1967 απόφαση του Πρωτοδικείου Χανίων ως ουσιαστικά αβάσιμη, γενομένου δεκτού ότι η ενάγουσα συμμετείχε στην κληρονομιά του πατέρα της με την υποχρέωση συνεισφοράς κατά το άρθρο 1895 ΑΚ. Μετά απ' αυτή την απόφαση, εύλογα η ενάγουσα δεν μπορούσε να θεωρήσει τους αδελφούς της ως αντιποιούμενους το δικό της μερίδιο νομής επί των επιδίκων. Άλλωστε και οι ίδιοι, το έτος 2005, κατά την αποδοχή της κληρονομιάς της μητέρας τους Κ. Κ., δήλωσαν με την προς τούτο συνταχθείσα ενώπιον του συμβολαιογράφου Χανίων Αντωνίου Νικηφοράκη πράξη, ότι αποδέχονται την κληρονομιά της μητέρας τους (ιδανικό μερίδιο 1/4 εξ αδιαιρέτου) επί των επιδίκων κατά ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, πράξη στην οποία δεν θα προέβαιναν εάν είχαν αποκτήσει τα επίδικα με έκτακτη χρησικτησία. Το γεγονός ότι στην υπ' αριθ. 3444/14-10-1985 απόφαση του Νομάρχη Χανίων "περί κυρώσεως της με αριθ. 8/84 πράξης αναλογισμού και προσκύρωσης σε τμήμα της οδού ... ανατολικά της Πλατείας ..." αναφέρεται ότι οι αδελφοί της ενάγουσας υπέβαλαν ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι είναι οι μοναδικοί ιδιοκτήτες του ακινήτου, δεν αποδεικνύει αντιποίηση της νομής και γνώση της ενάγουσας, καθόσον στην απόφαση αυτή δεν βεβαιώνεται ούτε καν αναφέρεται διηγηματικά ότι η εν λόγω απόφαση και η μνημονευόμενη σ' αυτήν ένσταση περιήλθαν σε γνώση της ενάγουσας, αλλά και αν ακόμη περιέρχονταν σε γνώση, της δεν θα στοιχειοθετούνταν και γνώση της αντιποίησης της νομής, αφού στην ένσταση οι αδελφοί της ισχυρίζονται ότι είναι οι "μοναδικοί ιδιοκτήτες", δηλαδή κύριοι, όχι όμως και "μοναδικοί νομείς". Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι δυο πρώτοι εναγόμενοι, Α. χήρα Ε. Κ. και Α. Κ., επικαλούμενοι ότι είναι συγκύριοι του ιδανικού μεριδίου της ενάγουσας επί του πρώτου, δευτέρου και πέμπτου των επιδίκων ακινήτων, κατά ποσοστό 4/24 εξ αδιαιρέτου έκαστος, κτηθέντος δήθεν με έκτακτη χρησικτησία, στις 30-12-2005 προέβησαν μαζί με τους λοιπούς εναγομένους, οι οποίοι νομίμως είχαν αποκτήσει τη συγκυριότητα κατά υπόλοιπα ποσοστά, σε κατάτμηση τούτων δημιουργώντας περισσότερα οικόπεδα, τα οποία διένειμαν μεταξύ τους. Ειδικότερα: α) με το υπ' αριθ. .../2005 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Χανίων Αντωνίου Νικηφοράκη οι εναγόμενοι της πρώτης αγωγής κατέτμησαν το πρώτο οικόπεδο σε τρία επί μέρους οικόπεδα και έλαβαν τα υπό στοιχεία Ε2.1 και Ε2.3 οικόπεδα οι δυο πρώτοι εξ αυτών και το υπό στοιχεία Ε2.2 ο δεύτερος και ο πέμπτος, β) με το υπ' αριθ. 6353/2005 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου οι εναγόμενοι της δεύτερης αγωγής κατέτμησαν το δεύτερο οικόπεδο σε δυο επί μέρους οικόπεδα και έλαβαν το υπό στοιχεία Ε3.1 οικόπεδο η πρώτη, τρίτος, τέταρτη, πέμπτος και έκτος εξ αυτών και το υπό στοιχεία Ε3.2 οι δυο πρώτοι εξ αυτών και γ) με το υπ' αριθ. .../2005 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου οι εναγόμενοι της τέταρτης αγωγής κατέτμησαν το πέμπτο από τα επίδικα σε τρία επί μέρους οικόπεδα και έλαβαν, το υπό στοιχεία Ε 1.1 οικόπεδο οι δυο πρώτοι εξ αυτών και τα υπό στοιχεία Ε 1.2 και Ε 1.3 οι δυο τελευταίοι. Με αυτόν τον τρόπο οι εναγόμενοι, παρότι γνώριζαν ότι οι δυο πρώτοι απ' αυτούς δεν είχαν δικαίωμα συγκυριότητας στο ανήκον στην ενάγουσα ιδανικό μερίδιο των 8/24 εξ αδιαιρέτου επί των ως άνω τριών οικοπέδων, έτσι ώστε με τα πιο πάνω συμβόλαια να προβούν στην κατάτμηση και διανομή τους, προσέβαλαν τη συγκυριότητα της ενάγουσας επ' αυτών κατά το ανήκον σ' εκείνη ποσοστό και στις 4-8-2006 κατέλαβαν τα εν λόγω οικόπεδα, αποβάλλοντας την ενάγουσα από αυτά κατά το ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστό της. Με βάση τα παραπάνω, η ένσταση ιδίας κυριότητας των δυο πρώτων εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον από το έτος 2006, που η ενάγουσα έλαβε γνώση της πρόθεσης του δευτέρου εξ αυτών και του δικαιοπαρόχου της πρώτης Ε. Κ. να νέμονται πλέον για τον εαυτό τους τα επίδικα ακίνητα, μέχρι την άσκηση των αγωγών δεν συμπληρώνεται ο χρόνος της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας. Ακολούθως το Εφετείο δεχόμενο την έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία είχαν απορριφθεί οι ένδικες αγωγές και έκανε δεκτές τις ένδικες αγωγές αναγνωρίζοντας την ενάγουσα συγκυρία των επιδίκων ακινήτων κατά 8/24 εξ αδιαιρέτου και υποχρεώνοντας τους εναγομένους να της αποδώσουν το ανήκον ως άνω ποσοστό της στα περιγραφόμενα στις πρώτη, δεύτερη και τέταρτη αγωγές επίδικα ακίνητα. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της μη κτήσης της κυριότητας από τους εναγομένους αναιρεσείοντες στα επίδικα ακίνητα με έκτακτη χρησικτησία, περιέλαβε πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, αφού το Εφετείο δέχτηκε ότι δεν είχε λάβει μεταξύ των συγκληρονόμων εξώδικη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας και αφού οι εναγόμενοι δεν γνωστοποίησαν πριν από το 2006 την πρόθεση τους να νέμονται αποκλειστικά εξ ολοκλήρου για τον εαυτό τους τα επίδικα ακίνητα, δεν χρησιδέσποσαν το μερίδιο της ενάγουσας και η αποδιδόμενη αντίφαση και ανεπάρκεια στην προσβαλλόμενη απόφαση με το να δεχτεί το Εφετείο ότι η ενάγουσα συμμετείχε στην κληρονομιά του πατέρα της με την υποχρέωση συνεισφοράς κατά το άρθρο 1895 ΑΚ στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, αφού τέτοια κρίση δεν εξέφερε το Εφετείο, αλλά αυτό δέχτηκε το Πρωτοδικείο Χανίων με την 659/1967 απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής των αναιρεσειόντων κατά της αναιρεσίβλητης με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί η ακυρότητα δύο προικοσυμφώνων ως εικονικών ως υποκρυπτόντων εξώδικη διανομή της πατρικής κληρονομιαίας περιουσίας. Επομένως το Εφετείο δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 980-982, 984, 1113, 1884, 1045 του ΑΚ και συνακόλουθα ο περί του αντιθέτου πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως από τους αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο από τον αριθ.11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Στην έννοια των αποδεικτικών μέσων δεν περιλαμβάνονται οι γνωμοδοτήσεις επί νομικών ζητημάτων, τις οποίες επικαλούνται οι διάδικοι και λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο για την ερμηνεία των διατάξεων του νόμου και όχι προς απόδειξη ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Επομένως ο πρώτος, μέρος πρώτο λόγος αναίρεσης, που διαλαμβάνει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβε υπόψη του αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπει ο νόμος και συγκεκριμένα την από 9-3-2009 γνωμοδότηση του καθηγητή Ι. Σ. με τις επιστημονικές παρατηρήσεις του γνωμοδοτούντος, την οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις της η αναιρεσίβλητη στο Εφετείο κατά τη συζήτηση της έφεσής της κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η ως άνω γνωμοδότηση δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο. Κατά το άρθρο 559 αριθ.11β ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έγινε επίκληση τους. Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο, μέρος δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ.11β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο έλαβε υπόψη του την .../29-11-2005 ένορκη βεβαίωση της συμ/φου Χανίων Κωνσταντίνας Μετζιδάκη-Γιατζιτζίδου, της οποίας όμως δεν έγινε επίκληση από κανένα διάδικο μέρος. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο για τον σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος έλαβε υπόψη του "την υπ' αριθ. .../25-9-2007 .../29-11-2005 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμ/φου Χανίων Κωνσταντίνας Μετζιδάκη-Γιατζιτζίδου, η οποία έχει ληφθεί νόμιμα κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 270 παρ.2 ΚΠολΔ". Έτσι δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη την .../25-9-2007 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε νομότυπα την οποία είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει με τις προτάσεις τους στο Εφετείο οι αναιρεσείοντες και από γραφική παραδρομή στον αριθμό αυτής αναφέρθηκε ως .../25-9-2007 .../29-11-2005. Άλλη ένορκη βεβαίωση δεν πρέπει να προσκομίστηκε στο Εφετείο και δή η αναφερόμενη στο αναιρετήριο .../29-11-2005, αφού τέτοια δεν μπορούσε να ληφθεί υπό τις διατυπώσεις του άρθρου 270 παρ.2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι οι ένδικες τέσσερις αγωγές ασκήθηκαν μεταγενέστερα το έτος 2006. Μετά απ' αυτά ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 γ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τους δεύτερο, κύριο λόγο και με το δεύτερο πρόσθετο λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμός 11γ του ΚΠολΔ, λόγο αναιρέσεως, προσάπτουν την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα τα οποία οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν προς απόδειξη του ισχυρισμού τους περί ιδία κυριότητα στα επίδικα και τα έγγραφα αυτά είναι: 1) η υπ'αριθ.2/78 πράξη αναλογισμού και τακτοποιήσεως μαζί με το τοπογραφικό διάγραμμα, 2) η 443/1987 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων, 3) η 299/1990 απόφαση του Π.Π. Χανίων, 4) η 4/85 πράξη αναλογισμού και προσκύρωσης του Δήμου Χανίων, 5) οι 70/1995 και 28/1993 αποφάσεις του Μ.Πρ. Χανίων, 6) αντίγραφα φορολογικών δηλώσεων των αναιρεσειόντων και ελαιοκομικού μητρώου της αναιρεσίβλητης και 7) την 115/2003 ένορκη βεβαίωση, η οποία δεν μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι αφού από το ως άνω περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το Εφετείο προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς τους κρισίμους ισχυρισμούς των διαδίκων έλαβε υπόψη και τα ως άνω έγγραφα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία αυτών και δη της 115/2003 ένορκης βεβαίωσης, η οποία είχε ληφθεί πριν από τη δίκη και χωρίς τις διατυπώσεις του άρθρου 270 παρ.2 ΚΠολΔ και εκτιμήθηκε ως δικαστικό τεκμήριο. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, όταν, η προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και η εξ αυτής δημιουργηθείσα κατάσταση, δεν δικαιολογεί και καθιστά μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ιδίως εφόσον εκ τούτων δημιουργήθηκε εύλογα στον υπόχρεο η πεποίθηση, ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, του οποίου η άσκηση επιφέρει σ' αυτόν επαχθείς συνέπειες, δημιουργώντας του εύλογα αίσθημα αδικίας (Ολ.ΑΠ 17/1995). Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" δε κατά την έννοια του νόμου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως (Ολ.ΑΠ 3/1997).
Συνεπώς δεν είναι πράγματα με την πιο πάνω έννοια, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανακοπής κλπ ή τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων και τα από τους διαδίκους προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα. (Ολ.ΑΠ 469/1984). Περαιτέρω, επί ενστάσεως, καταχρήσεως δικαιώματος, κάθε ένα από τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την έννοια της καταχρηστικής άσκησης, αποτελεί αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό με την έννοια της λέξεως πράγμα, και για τη θεμελίωση αυτή της ενστάσεως λαμβάνεται υπόψη, προκειμένης μεταβιβάσεως του ακινήτου, και η συμπεριφορά του δικαιοπαρόχου του αποκτώντας, η δε παράλειψη της έρευνας των περιστατικών αυτών θεμελιώνει τον λόγο αυτόν αναίρεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο, μέρος πρώτο λόγο της αίτησης προβάλλεται η από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' του Κ.Πολ.Δ., πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του όλα τα περιστατικά της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως που οι αναιρεσείοντες είχαν προτείνει πρωτοδίκως και παραδεκτά επίσης πρότειναν στο Εφετείο με τις προτάσεις τους προς αντίκρουση της έφεσης. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων των αναιρεσειόντων ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση της έφεσης της αναιρεσίβλητης οι αναιρεσείοντες προς αντίκρουση των ενδίκων τεσσάρων αγωγών πρόβαλαν για τη θεμελίωση της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως και εξής περιστατικά: "η ενάγουσα έλαβε τα έτη 1956 και 1957 τα καλύτερα, τα πλέον αποδοτικά και μεγάλης αξίας ακίνητα και οι άλλοι δυο αδελφοί της Ε. και Α. Κ. έλαβαν το - ουσιαστικά - αγροτικό ακίνητο που δεν είχε τακτοποιηθεί πολεοδομικά και μόνο σήμερα κατάφεραν να το ξεμπερδέψουν. Αντίθετα η ενάγουσα η οποία έλαβε εκτός από την αγροτική περιουσία στο χωριό ... το κατάστημα επί της οδού ... και το οικόπεδο επί της οδού ... ωφελήθηκε τα μέγιστα από την άμεση απόδοση και αξιοποίηση τους. Η συμπεριφορά της έκτοτε, από το έτος 1956 μέχρι την άσκηση της αγωγής ήταν ότι δεν θα ασκήσει καμία αξίωση σε βάρος των αδελφών της Α. και Ε. αφού είχε ωφεληθεί πολύ περισσότερο από το εξ αδιαιρέτου μερίδιο της στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα της, είχε λάβει δηλαδή περιουσία πολύ μεγαλύτερη από το 1/3 που τελικά θα ελάμβανε. Έτσι ούτε εμφανίσθηκε ούτε, παντάπασιν, ενδιαφέρθηκε γι' αυτό το ακίνητο που έλαβαν οι αδελφοί της Ε. και Α. από το έτος 1956 και εντεύθεν με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σε όλους εμάς η πεποίθηση ότι δεν υφίσταται τέτοια αξίωση αφού επί 50 έτη δεν άσκησε κανένα δικαίωμα ούτε κατέθεσε κανένα δικόγραφο, ούτε προέβη σε καμία "επιθετική" πράξη αναζήτησης τέτοιου δικαιώματος. Η μετά 50 έτη άσκηση της κρινόμενης αγωγής, εν όψει όλων των παραπάνω και ιδία: α) Ότι έλαβε ακίνητα της κληρονομιάς πολύ μεγαλύτερης αξίας από το κληρονομικό της μερίδιο, με νόμιμα συμβολαιογραφικά έγγραφα (προικοσύμφωνα). β) Τα ακίνητα που έλαβε τότε ήταν άμεσης απόδοσης. γ) Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για το επίδικο ακίνητο, ούτε έλαβε ποτέ μέρος σε κανένα δικαστικό αγώνα. δ) Δεν εισήλθε ποτέ ούτε ως επισκέπτρια εντός του επιδίκου ακινήτου". Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε τα εξής: Στην προκείμενη περίπτωση, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα της, διότι αυτή κατά τα έτη 1956 και 1957 έλαβε από την πατρική τους κληρονομιά ακίνητα μεγαλύτερης αξίας από το κληρονομικό της μερίδιο, ενώ έκτοτε και για πενήντα περίπου έτη ουδέποτε επέδειξε ενδιαφέρον για τα επίδικα με αποτέλεσμα να τους δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τα εκ της συγκυριότητας της δικαιώματα, όμως τα περιστατικά αυτά και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν για την θεμελίωση της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ, εφόσον δεν συντρέχουν και άλλα περιστατικά περί του ότι η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος επιδίωξη ανατροπής μιας κατάστασης, που έχει δημιουργηθεί, να συνεπάγεται επαχθείς για τους υπόχρεους συνέπειες. Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ως μη νόμιμη. Έτσι το Εφετείο έλαβε υπόψη του όλα τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και επομένως δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.8β ΚΠολΔ και ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης με το μέρος δεύτερο του ιδίου λόγου προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ.8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα περιστατικά που πρότειναν οι αναιρεσείοντες με τις προτάσεις τους στο Εφετείο για τη θεμελίωση της ένστασης ιδίας κυριότητας και συγκεκριμένα ότι μετά την εξώδικη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας αυτοί ασκούσαν αποκλειστικά για τον εαυτό τους πράξεις νομής σ' ολόκληρο το ακίνητο των 12.125 τμ. από την κατάτμηση του οποίου προήλθαν τα επίδικα ακίνητα έχοντας περιφράξει αυτό, καλλιεργώντας το και συλλέγοντας τους καρπούς και η αναιρεσίβλητη ουδέποτε άσκησε οιαδήποτε πράξη νομής, ενώ προσκόμισαν και επικαλέστηκαν προς απόδειξη του ισχυρισμού τους αυτού τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο και στον εξεταζόμενο λόγο έγγραφα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού το Εφετείο εξέτασε τον ισχυρισμό, διά κυριότητας και τον απέρριψε ως εκ του πράγματος με το να δεχθεί ότι δεν είχε γίνει άτυπη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας και οι εναγόμενοι δεν γνωστοποίησαν στην ενάγουσα την πρόθεση τους να νέμονται αποκλειστικά για τον εαυτό τους ολόκληρο το ακίνητο και έτσι θεωρούνται ότι νέμονται αυτό επ' ονόματι και για λογαριασμό της συγκληρονόμου τους ενάγουσας. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432-465 Κ.Πολ.Δ., έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της με αριθ. πρωτ. 469/12-12-1966 αγωγής των αναιρεσειόντων ενώπιον του Πρωτοδικείου Χανίων, την οποία είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις τους κατά τη συζήτηση της έφεσης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι είχε γίνει άτυπη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας με την ενάγουσα, αφού κατά την ανάγνωση του εγγράφου αυτού παραλείφθηκαν οι κρίσιμες φράσεις "όπως λάβη το μερίδιο της εκ της ακίνητης περιουσίας ην αφήκεν ο εν έτει 1950 αποβιώσας άνευ διαθήκης σύζυγος και πατήρ μας κειμένης εν Χανίοις και εξέλθη αύτη της κοινωνίας" με αποτέλεσμα το Εφετείο να δεχτεί ότι δεν είχε γίνει άτυπη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας και να απορρίψει την ένσταση ιδίας κυριότητας των αναιρεσειόντων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν αν και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση σφάλμα διαγνωστικό κατά την ανάγνωση του παραπάνω εγγράφου, το έγγραφο αυτό δεν παρείχε άμεση ή έμμεση απόδειξη κατά του αντιδίκου περιέχον απλώς σχετική δήλωση των αναιρεσειόντων για άτυπη διανομή, που δεν αποτελεί εξώδικη ομολογία αυτών. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει οι ηττηθέντες αναιρεσείοντες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, κατά το βάσιμο αυτής αίτημα (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-1-2010 αίτηση και τους από 12-9-2011 πρόσθετους λόγους αυτής, των Α. Κ. κλπ για αναίρεση της 373/2009 απόφασης του Εφετείου Κρήτης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 4 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ