Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 265 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Αναίρεση μερική, Απιστία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 15.000 ευρώ με ιδιαίτερα τεχνάσματα κατ' εξακολούθηση. Στοιχεία του εγκλήματος. Έννοια ιδιαίτερων τεχνασμάτων. Το ανωτέρω έγκλημα τελείται και από υπαλλήλους Αγροτικών Συνεταιρισμών. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για το έγκλημα αυτό του κατηγορουμένου υπαλλήλου Αγροτικού Συνεταιρισμού. Παραγραφή μερικότερων πράξεων κακουργηματικής υπεξαίρεσης λόγω παρόδου 15ετίας από την τέλεση, καθώς και του πλημμελήματος της απιστίας κατ' εξακολούθηση, λόγω παρόδου πενταετίας από την τέλεση. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.




Αριθμός 265/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 35/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2, και με πολιτικώς ενάγοντα τον Αγροτικό Συνεταιρισμό με την επωνυμία "Β' Αγροτικός Συνεταιρισμός Πλωμαρίου", που εδρεύει στο Πλωμάρι Λέσβου και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουνίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1077/2009. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή, με αριθμό 273/24-8-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
1- Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, την 1/19-7-09 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., κατά του 35/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου, το οποίο, αφού απέρριψε την έφεσή του κατά του 80/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Μυτιλήνης Λέσβου και επικύρωσε το εκκληθέν τούτο βούλευμα, τον παραπέμπει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αιγαίου για α) υπεξαίρεση στην υπηρεσία, κατά μόνας και κατά συναυτουργία, που τελέσθηκε με τη χρήση τεχνασμάτων και με αντικείμενο που υπερβαίνει την αξία των 15.000 €, κατ' εξακολούθηση, και β) απιστία σχετικά την υπηρεσία, με τη χρήση τεχνασμάτων και με αντικείμενο που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 € κατ' εξακολούθηση [άρθρα 45, 94 παρ.1, 98, 256 παρ.1,2 περ.α, 258 παρ.1,2 περ.α ΠΚ], και εκθέτω επ' αυτής τα ακόλουθα.
2- Η εισαγόμενη αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος εδράζεται στη διάταξη του άρθρου 483 παρ.1 ΚΠΔ, και ασκήθηκε με αυτοπρόσωπη δήλωση του ίδιου στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πλωμαρίου, στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί. Ασκήθηκε μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία από την επίδοση του βουλεύματος, που έγινε με παράδοση στα χέρια της συνοίκου συζύγου του ... στις 10-6-09 [βλ.το από 10-6-09 επιδοτήριο του αστυφ. ...]. Η έκθεση που συντάχθηκε από το γραμματέα έγινε με την τήρηση των απαιτούμενων από τα άρθρα 150-151 και 474 ΚΠΔ διατυπώσεων και περιέχει τους προβλεπόμενους από το νόμο λόγους, για τους οποίους ασκείται, οι οποίοι έγκεινται στην απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, στην έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας και στην εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων [άρθρο 484 παρ.1 περ.α και δ ΚΠΔ]. Είναι, επομένως, νομότυπη, εμπρόθεσμη και δικαιωματικά ασκηθείσα, καθόσον παραπέμπεται για κακούργημα [άρθρο 482 παρ.1 περ. α ΚΠΔ], οπότε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της.
3. Ο λόγος της απόλυτης ακυρότητας από αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος της εμφάνισης στο δικαστικό συμβούλιο.
α- Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ, το οποίο επίσης εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών (άρθρ. 316 παρ.2), "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθεί αναιτιολογήτως την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ' του ΚΠΔ, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατ' άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α` του ίδιου Κώδικα. [άρθρα 309 § 2,484 § 1 περ. α' του Κ.Π.Δ., εν συνδ. προς άρθρον 20 Σ και 6 § 3 της Ε.Σ.Δ.Α. ΑΠ 1173/05, Π.Χρ. ΝΣΤ/154]. Και ναι μεν η αποδοχή του αιτήματος του κατηγορουμένου, στην περίπτωση αυτή, συνιστά τον κανόνα (ΑΠ 1173/2005 έ.α.), πλην όμως η επαρκής και διεξοδική ανάπτυξη των απόψεων του αιτούντος κατηγορουμένου είτε δια των απολογητικών υπομνημάτων του, είτε δια της εφέσεώς του, θεμελιοί αιτιολογημένη απόρριψη του σχετικού περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως αιτήματος, πολλώ δε μάλλον συντρέχει αιτιολογημένη απόρριψη του περί ου πρόκειται αιτήματος, όταν δεν διευκρινίζεται, δια της αιτήσεως, ποία συγκεκριμένα σημεία της κατηγορίας πρόκειται να διευκρινισθούν δια της αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του (ΑΠ 85/2006 Π.Χρ. ΝΣΤ' 704, ΑΠ 1104/95 Π.Χρ. ΜΣΤ' 244, ΑΠ 1134/94 Π.Χρ. ΜΔ' 959, ΑΠ 23/1988 Π.Χρ. ΛΗ' 572, Αγγ. Μπουρόπουλος Ερμ. Κ.Π.Δ. Α' 1957, σελ. 414, σημ. 2). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου απορρίπτει το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου με την εξής αιτιολογία: "Το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο συμβούλιο για να δώσει εξηγήσεις για την υπόθεση πρέπει να απορριφθεί διότι αυτός με την απολογία του στον ανακριτή και τα υπομνήματά του ανέπτυξε διεξοδικώς τις αποδείξεις και απόψεις του για την υπόθεση και για το λόγο αυτό δεν παρίσταται αναγκαία η ενώπιον του Συμβουλίου τούτου εμφάνισή του". Επομένως, το βούλευμα απέρριψε αιτιολογημένα το ανωτέρω αίτημα και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
4. Η έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή του ποινικού νόμου.
Α-Νομικές διατάξεις.
α- Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο [ΑΠ.94/06].
β- Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συντρέχει, όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έχει δεχθεί στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ.Α.Π. 1778/1993) [ΑΠ. 1191/01 Δ/ΝΗ/2001 Π.ΧΡ.02/422].
γ- Υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Κατά το άρθρο 258 του ΠΚ υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμη δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται α) β) γ) με κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Μετά την αντικατάσταση της τελευταίας ως άνω περιπτώσεως γ με το άρθρο 14 παρ. 5 περ. β του ν. 2721/1999, η οποία εισάγει ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο ρύθμιση, αφού αξιώνει πρόσθετα στοιχεία, η υπεξαίρεση στην υπηρεσία τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών, αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δρχ. ή το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των 25.000.000. Ιδιοποίηση του ξένου πράγματος αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριός του. Ως ιδιαίτερα δε τεχνάσματα νοούνται ενέργειες και παραλείψεις του υπαλλήλου για την επίτευξη ή συγκάλυψη της παράνομης ιδιοποίησης, όπως επί διαχειρίσεως χρημάτων τρίτου όπου τηρούνται έγγραφα παραστατικά και ασκείται έλεγχος της ορθότητας εκείνης, οι ψευδείς εγγραφές ή παραποιήσεις αυτών σε βιβλία ή λογαριασμούς, οι αλλοιώσεις αριθμών και κάθε άλλη ενέργεια ή παράλειψη επιτήδεια να προκαλέσει σύγχυση και να δυσχεράνει τον έλεγχο ή να συγκαλύψει το έγκλημα.
δ- Απιστία στην υπηρεσία. Κατ` άρθρον 256 Π.Κ. υπάλληλος που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, την δημόσια, την δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν: αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ανώτερης συνολικά των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000,00 €) ή ββ) το αντικείμενο της πράξεως έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000,00 €). Το υπό της διατάξεως του άνω άρθρου προβλεπόμενο έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερο τοιούτο που διαπράττεται μόνο από υπάλληλο, στον οποίο είναι διαπιστευμένη η διαχείριση γενικώς της δημοσίας υπηρεσίας. Με τη διάταξη αυτή τιμωρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 263 Α περ. δ', υπάλληλοι, εκτός αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 13 ΠΚ, και όσοι υπηρετούν σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τράπεζες, επιχορηγήσεις ή επιδοτήσεις. [ΑΠ. ΟΛΟΜ. 9/08,ΑΠ. 2443/03 Π.ΛΟΓ 03/2589].
ε- Με το άρθρο 263 Α του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ.4του ν. 1738/1987, ορίστηκε ότι για την εφαρμογή των απαριθμουμένων σ' αυτό άρθρων, όπως και του ως άνω άρθρου 258 του ΠΚ, υπάλληλοι θεωρούνται, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 13 και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιανδήποτε ιδιότητα : α) β) γ) και δ) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις. Τέτοια νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία, κατά τις διατάξεις αρχικά των άρθρων 60 και 61 του ν. 1541/1985 εχορηγούντο, αλλά και εξακολουθούν ήδη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42 και 43 του ν. 2169/1993 για τις αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις κ.λ.π., να χορηγούνται οικονομικές ενισχύσεις, φορολογικές απαλλαγές και άλλου είδους κίνητρα προς επίτευξη των σκοπών τους, είναι, μεταξύ άλλων, και οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί. Με το άρθρο 263Α του ΠΚ ορίστηκε ειδικώς και αυτοτελώς ένα είδος δημόσιου τομέα για τις ανάγκες των υπηρεσιακών εγκλημάτων [ΑΠ 1191/01 Δ/ΝΗ/2001 Π.ΧΡ.02/422].
Β-Αιτιολογία του βουλεύματος
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων [καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογιών, σε συνδυασμό με την από 1-4-2004 έκθεση του οικονομικού ελέγχου και της ένορκης διοικητικής εξέτασης στον Β Αγροτικό Συνεταιρισμό Πλωμαρίου Λέσβου από την Δ/νση Οικονομικού Ελέγχου και Επιθεώρησης του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και τροφίμων, προέκυψαν τα εξής ουσιώδη περιστατικά:
Ι. Σχετικά με την υπεξαίρεση στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα: Ο Χ1 από το έτος 1983 έως την 6-9-2002 διετέλεσε διευθυντής, ταμίας, λογιστής και διαχειριστής των εσόδων και εξόδων του Β Αγροτικού Συνεταιρισμού Πλωμαρίου. Προέκυψε δε ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, όντας υπάλληλος του ως άνω "συνεταιρισμού, με τις ανωτέρω αναλυθείσες ιδιότητες ιδιοποιήθηκε παράνομα κινητά πράγματα και χρήματα που ανήκουν στον ανωτέρω συνεταιρισμό, τα οποία υπό την ιδιότητα του αυτή έλαβε, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, άνω των 15.000 ευρώ, μεταχειριζόμενος δε προς τούτο ιδιαίτερα τεχνάσματα.
Ειδικότερα: Α. Στο ... και κατά το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2001 έως την 14-01-2002 ως υπάλληλος του Β Αγροτικού Συνεταιρισμού Πλωμαρίου, μαζί με τον συγκατηγορούμενό του, Χ2, εξήγαγε από την αποθήκη του συνεταιρισμού, ποσότητα ελαίου 36.895,90 κιλών, αξίας 2,5 ευρώ ανά κιλό, την παρακράτησε για τον εαυτό, του και την ιδιοποιήθηκε παράνομα, χωρίς να τα αποδώσει, ως όφειλε. Στην ως άνω πράξη προέβη χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα τεχνάσματα, κρυφές δηλαδή υλικές ενέργειες, μεθόδους και παραλείψεις, μη εμφανώς διακριτές από τα μέλη του ΔΣ και τους ελεγκτές, με τις οποίες κατέστησε δυσχερή την αποκάλυψη του ελλείμματος ελαίου και αποσκοπούσε στη δυσχέρανση, ή παρεμπόδιση του ελέγχου. Ειδικότερα, τις παραπάνω ποσότητες ελαίου τις εξήγαγε από τις αποθήκες του συνεταιρισμού, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα σταδιακά, εν αγνοία των παρακαταθετών και χωρίς οι τελευταίοι να μπορούν να το ελέγξουν αφού στις αποθήκες είχε, μαζί με τον ενδεδειγμένο τρόπο τα σχετικά με τις εξαγωγές και εισαγωγές βιβλία, ήτοι δεν καταχωρούσε εμπροθέσμως ή και καθόλου όλες τις γενόμενες συναλλαγές δεν εξέδιδε αντίστοιχα παραστατικά και γενικά δεν παρέδιδε ποτέ λογαριασμό της διαχείρισης. Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι τα μέλη του Δ.Σ. του Συνεταιρισμού ήταν άνθρωποι αγράμματοι, χωρίς ειδικές γνώσεις και χωρίς να αναμειγνύονται ενεργά στα διοικητικά τους καθήκοντα, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο και με τις πειστικές εξηγήσεις που κάθε φορά έδινε ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεταιρισμού. Ειδικότερα, ιδιοποιήθηκε, μαζί με τον συγκατηγορούμενο του, τις ποσότητες ελαίου που του είχαν παραδώσει για λογαριασμό του αγροτικού συνεταιρισμού εβδομήντα ελαιοπαραγωγοί [τα ονοματεπώνυμα των οποίων, καθώς και τις υπεξαιρεθείσες από τον καθένα απ' αυτούς ποσότητες αναλυτικώς καταγράφει]:ήτοι συνολικά ποσότητα 36.895,90 κιλών, η αξία των οποίων ανέρχεται σε 92.239,75 ευρώ (36.895,90 κιλά προς 2,5 ευρώ το κιλό).
Β) Κατά το χρονικό διάστημα από την 29-9-1991 μέχρι 31-12-1993, με την ίδια ως άνω ιδιότητα του υπαλλήλου και δη του λογιστή, ταμία, διευθυντή και διαχειριστή του ως άνω Αγροτικού Συνεταιρισμού, ιδιοποιήθηκε παράνομα, λάδια που βρίσκονταν στις αποθήκες του εν λόγω Συνεταιρισμού, συνολικής ποσότητας 14.316,528 κιλών και αξίας 28.633,056 ευρώ (14.316,528 κιλά προς 2 ευρώ το κιλό) τα οποία κατείχε λόγω της προαναφερόμενης ιδιότητάς του και τα οποία ανήκαν στην περιουσία του Συνεταιρισμού. Ειδικότερα, την ποσότητα αυτή προέκυψε ότι διέθεσε, σαν να ήταν κύριος, χωρίς να έχει σχετική εντολή, στους ιδιώτες εμπόρους ΑΑ και ΒΒ. Για την τέλεση μάλιστα της ως άνω πράξης του μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, κρυφές δηλαδή υλικές ενέργειες, μεθόδους και παραλείψεις, μη εμφανώς διακριτές από τα μέλη του Δ.Σ. του ως άνω Συνεταιρισμού, με τις οποίες κατέστησε δυσχερή τη δυνατότητα ελέγχου του. Πιο συγκεκριμένα, την ανωτέρω ποσότητα, την παρέδωσε μόνος του στους προαναφερόμενους ιδιώτες εμπόρους, παραλαμβάνοντάς την ο ίδιος από τις αποθήκες στις οποίες είχε απόλυτη πρόσβαση χωρίς να εκδώσει παραστατικά στοιχεία, χωρίς να ενημερώσει τα λογιστικά βιβλία του νομικού προσώπου με καταχώρηση σε αυτά της σχετικής εγγραφής, πράξη που αποτελούσε την μοναδική δυνατότητα ελέγχου του και χωρίς να ενημερώσει γι' αυτή του την κίνηση κανένα μέλος του Δ.Σ. του. Επιπρόσθετα, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι τα μέλη του Δ.Σ. του Συνεταιρισμού ήταν άνθρωποι αγράμματοι, χωρίς ειδικές γνώσεις και χωρίς να αναμειγνύονται ενεργά στα διοικητικά τους καθήκοντα, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο και με τις πειστικές εξηγήσεις που κάθε φορά έδινε ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεταιρισμού.
Γ) Κατά το χρονικό διάστημα του Αυγούστου 2002 [λίγες ημέρες πριν από την αποχώρησή του από τη θέση του υπαλλήλου στον ως άνω Αγροτικό Συνεταιρισμό Πλωμαρίου Λέσβου, που συνέβη στις 06-09-2002], με την ίδια ιδιότητα, υπεξαίρεσε, δηλαδή ιδιοποιήθηκε παράνομα, από το Ταμείο του Συνεταιρισμού, το συνολικό ποσό των τριών εκατομμυρίων εννιακοσίων πενήντα χιλιάδων επτακοσίων τεσσάρων (3.950,704) δρχ., ή 11.594,14 ευρώ, το οποίο ανήκε στο Συνεταιρισμό και το ενσωμάτωσε στη περιουσία του, με αποτέλεσμα να απομείνει στο ταμείο του συνεταιρισμού, το συνολικό ποσό των 225 δρχ. ή 0,66 ευρώ. Στην ως άνω πράξη προέβη χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα τεχνάσματα, κρυφές δηλαδή υλικές ενέργειες, μεθόδους και παραλείψεις, μη εμφανώς διακριτές από τα μέλη του ΔΣ και τους ελεγκτές, με τις οποίες κατέστησε δυσχερή την αποκάλυψη του ελλείμματος και αποσκοπούσαν στη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου. Ειδικότερα, δεν ενημέρωσε ποτέ κανένα μέλος του ΔΣ του Συνεταιρισμού για την πορεία της διαχείρισης, για τα έσοδα που αποκόμιζε ο Συνεταιρισμός και για τα χρήματα που βρίσκονταν στο χρηματοκιβώτιο του Συνεταιρισμού, δεν τηρούσε με τον ενδεδειγμένο τρόπο τα λογιστικά του βιβλία, ήτοι δεν καταχωρούσε όλες τις γενόμενες συναλλαγές, δεν εξέδιδε αντίστοιχα παραστατικά και γενικά δεν παρέδιδε ποτέ λογαριασμό της διαχείρισης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι τα μέλη του Δ.Σ. του Συνεταιρισμού ήταν άνθρωποι αγράμματοι, χωρίς ειδικές γνώσεις και χωρίς να αναμειγνύονται ενεργά στα διοικητικά τους καθήκοντα, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο και με τις πειστικές εξηγήσεις που κάθε φορά έδινε ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεταιρισμού.
Δ) Περαιτέρω, με την ιδιότητα του υπαλλήλου, και δη του λογιστή, ταμία, διευθυντή και διαχειριστή του Β' Αγροτικού Συνεταιρισμού Πλωμαρίου Λέσβου, κατά την αποχώρησή του από τον συνεταιρισμό, δηλαδή την 6 Σεπτεμβρίου του 2002, υπεξαίρεσε, δηλαδή ιδιοποιήθηκε παράνομα, το συνολικό χρηματικό ποσό των 29.266,100 δρχ. ή 85.887,30 ευρώ, το οποίο εισέπραττε κατά την διάρκεια της θητείας του ως υπάλληλος του συνεταιρισμού, από την 'Ενωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου (Ε.Α.Σ.), και αντιστοιχούσε σε προμήθειες πώλησης ελαιολάδου των παραγωγών υπέρ του Συνεταιρισμού (2,5% επί της αξίας των πωλουμένων ελαίων) ενώ αφορούσε σε πωληθείσες ποσότητες 1.463.305 κιλών προς 20 δρχ/κιλό, την εισπραχθείσα προμήθεια. Το ως άνω ποσό το ιδιοποιήθηκε παράνομα και το ενσωμάτωσε στην περιουσία του, χωρίς να το αποδώσει, ως όφειλε, στο ταμείο του Συνεταιρισμού. Έτσι, όσον αφορά στην συγκεκριμένη πράξη, βάσει του ως άνω αποδειχθέντος χρόνου τελέσεως πρόκειται περί στιγμιαίου εγκλήματος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, η οποία είχε απαγγελθεί από τον Ανακριτή Μυτιλήνης σε κατ' εξακολούθηση έγκλημα με χρόνο τελέσεως των μερικοτέρων πράξεων από το έτος 1994 έως την 6-9-2002. Σε τούτη την πράξη προέβη χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα τεχνάσματα, κρυφές δηλαδή υλικές ενέργειες, μεθόδους και παραλείψεις μη εμφανώς διακριτές από τα μέλη του ΔΣ και τους ελεγκτές, με τις οποίες κατέστησε δυσχερή την αποκάλυψη του ελλείμματος και αποσκοπούσε στη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου. Ειδικότερα, δεν ενημέρωσε ποτέ κανένα μέλος του Δ.Σ. του Συνεταιρισμού για την πορεία της διαχείρισης, για τα έσοδα που αποκόμιζε ο Συνεταιρισμός και για τα χρήματα που βρίσκονταν στο χρηματοκιβώτιο του Συνεταιρισμού, δεν τηρούσε με τον ενδεδειγμένο τρόπο τα λογιστικά του βιβλία, ήτοι δεν καταχωρούσε όλες τις γενόμενες συναλλαγές, δεν εξέδιδε αντίστοιχα παραστατικά και γενικά δεν παρέδιδε ποτέ λογαριασμό της διαχείρισης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι τα μέλη του Δ.Σ. του Συνεταιρισμού ήταν άνθρωποι χωρίς ειδικές γνώσεις και χωρίς να αναμειγνύονται ενεργά στα διοικητικά τους καθήκοντα, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο και με τις πειστικές εξηγήσεις που κάθε φορά έδινε ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεταιρισμού.
Έτσι, ο κατηγορούμενος Χ1, κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 1991 έως τον Σεπτέμβριο του 2002 στο ... με περισσότερες πράξεις, οι οποίες συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα τεχνάσματα, όπως αυτά έχουν περιγραφεί, από πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα το προαναφερθέν συνολικό ποσόν των 218.356,24 ευρώ (από Σεπτέμβριο του 2001 έως 14-1-2002: ποσόν 92.239,75 ευρώ, από Οκτώβριο 1991 έως 31-12-1993: ποσόν 28.635,05 ευρώ, τον Αύγουστο 2002 ποσό 11.594,14 ευρώ και στις 6-9-2002 ποσό 85.887,30 ευρώ), το οποίον κατείχε υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου, και δη του λογιστή, ταμία, διευθυντή και διαχειριστή του Β' Αγροτικού Συνεταιρισμού Πλωμαρίου Λέσβου.
ΙΙ. Σχετικά με το αδίκημα της απιστίας κατ' εξακολούθηση: Α. Κατά την ελαιοκομική περίοδο 2001-2002 με την ανωτέρω ιδιότητα ιδιότητα παρέλειψε από πρόθεση, με κατάχρηση της εξουσίας του, ως διαχειριστή, να λειτουργήσει το ελαιοτριβείο του ως άνω Συνεταιρισμού, με αποτέλεσμα να επιφέρει εν γνώσει ζημία στην περιουσία του. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι κατά την ανωτέρω ελαιοκομική περίοδο και ειδικότερα κατά τους μήνες από Νοέμβριο του 2001 έως Μάϊο του 2002, οπότε κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων συλλέγονται οι ελαιόκαρποι και ξεκινά η λειτουργία του ελαιοτριβείου, ο πιο πάνω κατηγορούμενος παρέλειψε να το λειτουργήσει, με αποτέλεσμα οι ελαιοπαραγωγοί να απευθυνθούν σε ιδιωτικά ελαιοτριβεία και να απολέσει ο συνεταιρισμός το ποσό των 4.000.000 δρχ., που θα αποκέρδαινε, από τα έσοδα των εκθλιπτικών δικαιωμάτων και από την προμήθεια από την πώληση ελαίων που θα είχαν παραχθεί με τον ως άνω τρόπο.
Β. Κατά την ελαιοκομική περίοδο 2001-2002, ήτοι από τον Νοέμβριο του 2001 έως τις 06-09-2002, παρέλειψε από πρόθεση, με κατάχρηση της εξουσίας του ως διαχειριστή, να θέσει σε λειτουργία την διάθεση γεωργικών εφοδίων (ζωοτροφές, φυτοφάρμακα κλπ) στα μέλη του Συνεταιρισμού - παραγωγούς, με αποτέλεσμα να επιφέρει εν γνώσει ζημία στην περιουσία του, που συνίσταται στο ποσό των 5.000.000 δρχ. ή 14.673,51 που θα αποκέρδαινε από τα έσοδα των γεωργικών εφοδίων που θα πωλούσε με τον ως άνω τρόπο. Επομένως, όσον αφορά στο ποσό των 14.673,51 ευρώ που θα αποκέρδαινε ο συνεταιρισμός από την πώληση γεωργικών εφοδίων, κατά την ελαιοκομική 2000-2001, ήτοι από Νοέμβριο του 2000 έως τον Νοέμβριο του 2001, έχει συμπληρωθεί η προβλεπόμενη από τα άρθρα 111 παρ. 3 και 112 ΠΚ πενταετής παραγραφή πριν από την εισαγωγή της υποθέσεως ενώπιον του Συμβουλίου.
Γ. Κατά την ελαιοκομική περίοδο 2001-2002,ενώ είχε αναλάβει να διεκπεραιώνει όλες τις οικονομικές συναλλαγές του Συνεταιρισμού με δημόσιους οργανισμούς, ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες κλπ, δεν υπέβαλε στη ΔΟΥ ..., ως όφειλε, δηλώσεις φόρου εισοδήματος, οριστικές δηλώσεις ΦΜΥ, καθώς και περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ έτους 2001, με πρόθεση και με σκοπό να επιφέρει περιουσιακή ζημία στον Συνεταιρισμό, με αποτέλεσμα στις 23-04-2002 να βεβαιωθεί από την ίδια ΔΟΥ πρόστιμο επιβολής του ποσού των 1.678,65 ευρώ.
Δ. Στις 30-11-2002,έχοντας αναλάβει να διεκπεραιώνει όλες τις οικονομικές συναλλαγές του Συνεταιρισμού με δημόσιους οργανισμούς, ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες κλπ, δεν κατέβαλε, ως όφειλε, με πρόθεση και με σκοπό να επιφέρει περιουσιακή ζημία στον Συνεταιρισμό, ληξιπρόθεσμες οφειλές του Συνεταιρισμού προς το Δήμου ..., που αφορούσαν τέλη ύδρευσης 2001, που ανερχόντουσαν στο ποσό των 226,98 ευρώ μαζί με τις προσαυξήσεις. Ε. Κατά το χρονικό διάστημα από τις 12-3-02 έως στις 28-3-02,έχοντας αναλάβει να διεκπεραιώνει όλες τις οικονομικές συναλλαγές του Συνεταιρισμού με δημόσιους οργανισμούς, ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες κλπ, δεν κατέβαλε, ως όφειλε, με πρόθεση και με σκοπό να επιφέρει περιουσιακή ζημία στον Συνεταιρισμό, ληξιπρόθεσμες οφειλές του Συνεταιρισμού προς το Δήμο ..., που αφορούσαν τέλη και συγκεκριμένα απογραφές υπολοίπων ποσού 5.645,33 ευρώ. Από τα περιστατικά αυτά έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι πληρούνται σε βάρος του κατηγορουμένου οι ποινικές υποστάσεις του εγκλήματος της ιδιαίτερα διακεκριμένης υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και της διακεκριμένης απιστίας στην υπηρεσία, που τέλεσε σε βάρος του παθόντος αγροτικού συνεταιρισμού Πλωμαρίου Λέσβου, και γι' αυτό απέρριψε την έφεσή του ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Μυτιλήνης και τον παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου ως αρμόδιου κατά νόμο για την εκδίκαση της προκειμένης κατηγορίας.
Γ)- Αναιρετικός έλεγχος.
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όσον αφορά την πρώτη, τρίτη και τέταρτη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, δηλ, για τα ποσά των 92.239, 11.594 και 85.887 €, και συνολικά των 189.720 €, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόστάση του εγκλήματος αυτού, της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, και τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι έκανε χρήση τεχνασμάτων και το συνολικό αντικείμενο αυτής υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €, ακόμη και το ποσό των 73.000 €.
Συνεπώς οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. τελ. ΠΚ, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, όσον αφορά τις ανωτέρω μερικότερες πράξεις, είναι αβάσιμοι. Αντίθετα, όσον αφορά τις λοιπές πράξεις το βούλευμα περιέχει τις εξής ελλείψεις: Στην υπεξαίρεση στην υπηρεσία η μερικότερη δεύτερη πράξη που αναφέρεται στο ποσό των 28.635 €, το οποίο εισέπραξε ο κατηγορούμενος από την πώληση ελαίου των αγροτών για λογαριασμό του συνεταιρισμού, με χρόνο τέλεσης το χρονικό διάστημα από τις 29-9-91 μέχρι τις 31-12-1993, έχει υποκύψει στην δεκαπενταετή παραγραφή [άρθρα 111 παρ. 1 και 3 και 112 του ΠΚ], οπότε παραπέμποντας τον κατηγορούμενο γι' αυτή στο ακροατήριο υπερέβη θετικά την εξουσία του. Ο λόγος αυτός της υπέρβασης εξουσίας εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, εφόσον, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, η αίτηση για αναίρεση είναι εμπρόθεσμη και νομότυπη. Στην απιστία σχετικά με την υπηρεσία δεν διευκρινίζει αναφορικά μεν με τις δυο πρώτες επιμέρους πράξεις, της αποθετικής ζημίας του συνεταιρισμού από την παράλειψη του κατηγορουμένου να λειτουργήσει το ελαιουργείο και να διαθέσει αγροεφόδια, αν τούτο ανήκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα αυτού υπό τις ιδιότητές του ως διευθυντή, ταμία, λογιστή και διαχειριστή βάσει των διατάξεων του καταστατικού και όχι στην αρμοδιότητα του διοικητικού συμβουλίου, αναφορικά δε με την τέταρτη και πέμπτη επιμέρους πράξεις, της παράλειψης αυτού να μην εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της ύδρευσης των 226,98 € και της απογραφής υπολοίπων ποσού 5.645,33 €, πως επήλθε από την παράλειψη αυτή ζημία στην περιουσία του συνεταιρισμού. Επιπλέον, για την πρώτη μερικότερη πράξη παραπέμπονται να δικασθούν τόσο ο αναιρεσείων, όσο και ο μη ασκήσας αίτηση αναιρέσεως συγκατηγορούμενός του Χ2, αποθηκάριος του συνεταιρισμού, ότι δηλ. αμφότεροι παρέλειψαν να λειτουργήσουν το ελαιοτριβείο και ζημίωσαν το συνεταιρισμό με αποθετική ζημία, χωρίς να αναφέρει ούτε ότι ενήργησαν με κάποια μορφή συμμετοχής μεταξύ τους, ούτε ότι για να τεθεί σε λειτουργία έπρεπε να συμφωνήσουν αμφότεροι, ούτε ότι ο καθένας απ' αυτούς μπορούσε να το λειτουργήσει με δική του πρωτοβουλία, χωρίς τη συναίνεση του άλλου. Οι ασάφειες αυτές και η έλλειψη προσδιορισμού του στοιχείου της ζημίας θεμελιώνει τους λόγους αναιρέσεως της έλλειψης της απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας-εφαρμογής του ουσιαστικού νόμου.
5- Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ως ουσιαστικά αβάσιμη αναφορικά με τις πρώτη, τρίτη και τέταρτη επιμέρους πράξεις της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, το δε να δεχθεί αυτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναιρέσει το βούλευμα αναφορικά με τις υπόλοιπες πράξεις και να διατάξει τα ακόλουθα: να παύσει οριστικά τη ποινική δίωξη για την δεύτερη επιμέρους πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, που φέρεται ότι τέλεσε ο κατηγορούμενος στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 29-9-91 έως 31-12-1993 σε βάρος του αγροτικού συνεταιρισμού Πλωμαρίου Λέσβου, και, όσον αφορά την απιστία σχετικά με την υπηρεσία, ως προς αμφοτέρους τους κατηγορουμένους, και να παραπέμψει την υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που το εξέδωσαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α- Να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η 1/19-7-09 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., κατά του 35/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου, όσον αφορά την πρώτη, τρίτη και τέταρτη πράξεις της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση.
Β- Να γίνει δεκτή η αίτηση όσον αφορά τις λοιπές πράξεις.
Γ- Να αναιρεθεί για τις πράξεις αυτές το βούλευμα, και αναφορικά με την απιστία στην υπηρεσία, ως προς αμφοτέρους τους.
Δ- Να παύσει οριστικά τη ποινική δίωξη για την δεύτερη επιμέρους πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, που φέρεται ότι τέλεσε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 29-9-91 έως 31-12-1993 σε βάρος του αγροτικού συνεταιρισμού Πλωμαρίου Λέσβου. Και
Ε- Να παραπεμθεί η υπόθεση αναφορικά με το έγκλημα της απιστίας σχετικά με την υπηρεσία στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που το εξέδωσαν
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 258 περίπτ. γ' του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 5 β' του Ν. 2721/1999, υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ή ββ) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπ' αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται όπως το παράνομα ιδιοποιούμενο πράγμα (χρήματα ή άλλο κινητό) είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), τέτοιο δε θεωρείται αυτό που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, με την έννοια που εκλαμβάνεται αυτή στο αστικό δίκαιο, το οποίο ο υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263α του ΠΚ, έλαβε ή κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, έστω και αν είναι αναρμόδιος γι' αυτό, ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει) και ότι το έλαβε ή το κατέχει ο δράστης υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, ως και τη θέληση να ιδιοποιηθεί τούτο παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του κυρίου η χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Για τη στοιχειοθέτηση, εξάλλου, της κακουργηματικής μορφής της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της περιπτώσεως γ' του άρθρου 258 του ΠΚ, απαιτείται να μεταχειρίστηκε ο υπαίτιος ιδιαίτερα τεχνάσματα και, επιπροσθέτως, να είναι το αντικείμενο αυτής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δρχ. ή 15.000 ευρώ. Ως ιδιαίτερα τεχνάσματα, τα οποία, εφόσον συντρέχουν, καθιστούν την παραπάνω πράξη υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κακούργημα, θεωρούνται ενέργειες και παραλείψεις του δράστη υπαλλήλου, που τείνουν στην εξαπάτηση της αρχής, όπως ψευδείς εγγραφές σε βιβλία, μη καταχώρηση εισπραττομένων στα βιβλία, αλλοιώσεις αριθμών, έκδοση εικονικών εγγραφών κτλ, με τις οποίες επιδιώκεται να καταστεί δυσχερής ο έλεγχος ή να προκληθεί σύγχυση στους λογαριασμούς και γενικά, ό,τι είναι κατά την κοινή πείρα επιτήδειο να συγκαλύψει την παράνομη ενέργεια του υπαλλήλου. Περαιτέρω, από το άρθρο 263α του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 1738/1987, προκύπτει ότι για την εφαρμογή των αναφερομένων σ' αυτό άρθρων, στα οποία περιλαμβάνεται και το άρθρο 258 ΠΚ, ως υπάλληλοι θεωρούνται, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 13 εδ. α' ΠΚ και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα, εκτός άλλων περιπτώσεων και σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από Νομικά Πρόσωπα Δημόσιου Δικαίου ή από Τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή, κατά το νόμο ή το καταστατικό τους, επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις. Τέτοια νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία κατά τις διατάξεις των άρθρων 60 και 61 του Ν. 1541/1985 και 42 και 43 του Ν. 2169/1993, χορηγούνται οικονομικές ενισχύσεις, φορολογικές απαλλαγές και άλλου είδους κίνητρα προς επίτευξη των σκοπών τους, είναι και οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί. Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το αποδιδόμενο σε αυτόν έγκλημα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να μνημονεύονται αυτά γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, απαιτείται όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι κατ' επιλογή μερικά από αυτά. Τέλος λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις η λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής η μη εφαρμογής, της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 35/2009 βούλευμά του και με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς τον πρώτο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα: "Ο Χ1 από το έτος 1983 έως την 6-9-2002 διετέλεσε διευθυντής, ταμίας, λογιστής και διαχειριστής των εσόδων και εξόδων του Β' Αγροτικού Συνεταιρισμού Πλωμαρίου. Προέκυψε δε ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, όντας υπάλληλος του ως άνω συνεταιρισμού, με τις ανωτέρω αναλυθείσες ιδιότητες ιδιοποιήθηκε παράνομα κινητά πράγματα και χρήματα που ανήκουν στον ανωτέρω συνεταιρισμό, τα οποία υπό την ιδιότητά του αυτή έλαβε, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, άνω των 15.000 ευρώ, μεταχειριζόμενος δε προς τούτο ιδιαίτερα τεχνάσματα. Ειδικότερα: Α. Στο ... και κατά ο χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2001 έως την 14-01-2002 ως υπάλληλος του Β Αγροτικού Συνεταιρισμού Πλωμαρίου, μαζί με τον συγκατηγορούμενό του, Χ2, εξήγαγε από την αποθήκη του συνεταιρισμού, ποσότητα ελαίου, 36.895,90 κιλών, αξίας 2,5 ευρώ ανά κιλό παρακράτησε για τον εαυτό του και την ιδιοποιήθηκε παράνομα, χωρίς να τα αποδώσει, ως όφειλε. Στην ως άνω πράξη προέβη χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα, τεχνάσματα, κρυφές δηλαδή υλικές ενέργειες, μεθόδους και παραλείψεις, μη εμφανώς διακριτές από τα μέλη του ΔΣ και τους ελεγκτές, με τις οποίες κατέστησε δυσχερή την αποκάλυψη του ελλείμματος ελαίου και αποσκοπούσε στη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου. Ειδικότερα, τις παραπάνω ποσότητες ελαίου τις εξήγαγε από τις αποθήκες του συνεταιρισμού, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα σταδιακά, εν αγνοία των παρακαταθετών και χωρίς οι τελευταίοι να μπορούν να το ελέγξουν αφού στις αποθήκες είχε, μαζί με το συγκατηγορούμενό του απόλυτη πρόσβαση. Δεν τηρούσε με τον ενδεδειγμένο τρόπο τα σχετικά με τις εξαγωγές και, εισαγωγές βιβλία, ήτοι δεν καταχωρούσε εμπροθέσμως ή και καθόλου όλες τις γενόμενες συναλλαγές, δεν εξέδιδε αντίστοιχα παραστατικά και γενικά δεν παρέδιδε ποτέ λογαριασμό της διαχείρισης. Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι τα μέλη του ΔΣ του Συνεταιρισμού ήταν άνθρωποι αγράμματοι, χωρίς ειδικές γνώσεις και χρίς να αναμειγνύονται ενεργά στα διοικητικά τους καθήκοντα, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο και με τις πειστικές εξηγήσεις που κάθε φορά έδινε ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεταιρισμού. Ειδικότερα, ιδιοποιήθηκε, μαζί με τον συγκατηγορούμενο του τις εξής ποσότητες ελαίου που του είχαν παραδώσει οι κάτωθι ελαιοπαραγωγοί: 1) Ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 589,20 κιλά ελαίου, 2) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 459,70 κιλά ελαίου, 3) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 100 κιλά ελαίου, 4) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 68,80 "κιλά ελαίου, 5) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 473.10 κιλά ελαίου, 6) Η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 489 κιλά ελαίου, 7) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001,.430,20 κιλά ελαίο, 8) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 120,10 κιλά ελαίου, 9) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 200 κιλά ελαίου, 10) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 331,30 κιλά ελαίου, 11) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 20,60 κιλά ελαίου, 12) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 44 κιλά ελαίου, 13) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 125,70 κιλά ελαίου, 14) η ..., την ελαιοκονική περίοδο 2000-2001, 379 κιλά ελαίου, 15) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 171,10 κιλά ελαίου, 16) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 1998-1999, 134,80 κιλά ελαίου, 17) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001. 226,10 κιλά ελαίου, 18) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 102,10 κιλά ελαίου, 19) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 131,80 κιλά ελαίου, 20) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 290,70 κιλά ελαίου, 21) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 120,60 κιλά ελαίου, 22) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 84,30 κιλά ελαίου, 23) Ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 1008,80 κιλά ελαίου, 24) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 1998-1999, 260 κιλά ελαίου, 25) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 141 κιλά ελαίου, 26) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 100 κιλά ελαίου, 27) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 83 κιλά ελαίου, 28) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 1.584,90 κιλά ελαίου, 29) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 31,70 κιλά ελαίου, 30) ο ... 643,20 κιλά ελαίου, 31) ο ... την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 577,40 κιλά ελαίου, 32) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 1999-2000, 254 κιλά ελαίου, 33) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 1999-2000, 320,40 κιλά ελαίου, 34) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 186,10 κιλά ελαίου, 35) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 352,80 κιλά ελαίου, 36) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 1998-999, 1648 κιλά ελαίου, 37) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 129,10 κιλά ελαίου, 38) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 238,50 κιλά ελαίου, 39) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 1617,40 κιλά ελαίου, 40) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 70,30 κιλά ελαίου, 41) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 1999-2000, 523,30 κιλά ελαίου, 42) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 1999-2000, 743,90 κιλά ελαίου, 43) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 2757,50 κιλά ελαίου, 44) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 1998-1999, 3796 κιλά ελαίου, 45) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 171,10 κιλά ελαίου, 46) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 1592,10 κιλά ελαίου, 47) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 17 κιλά ελαίου, 48) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 42,10 κιλά ελαίου, 49) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 751,70 κιλά ελαίου, 50) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 428,50 κιλά ελαίου, 51) ο ... , την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 50 κιλά ελαίου, 52) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 249,10 κιλά ελαίου, 53) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 284,50 κιλά ελαίου, 54) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 171,30 κιλά ελαίου, 55) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 487,70 κιλά ελαίου, 56) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 277,40 κιλά ελαίου, 57) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 173,40 κιλά ελαίου, 58) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 602,90 κιλά ελαίου, 59) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 294,80 κιλά ελαίου, 60) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 4100,70 κιλά ελαίου, 61) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 47,90 κιλά ελαίου. 62) ο ... την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001 666,50 κιλά ελαίου, 63) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 203,50 κιλά ελαίου, 64) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 125,10 κιλά ελαίου, 65) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 632 κιλά ελαίου, 66) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 663,10 κιλά ελαίου, 67) η ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 52,50 κιλά ελαίου, 68) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 1116,10 κιλά ελαίου, 69) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 1222,80 κιλά ελαίου και 70) ο ..., την ελαιοκομική περίοδο 2000-2001, 212,60 κιλά ελαίου. Δηλαδή συνολικά υπεξαίρεσε την συνολική ποσότητα των 36.895,90 κιλών, η αξία των οποίων ανέρχεται σε 92.239,75 ευρώ (36.895,90 κιλά προς 2,5 ευρω το κιλό).
Β) Περαιτέρω, προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, κατά το χρονικό διάστημα, από την 29-9-1991 μέχρι 31-12-1993, με την ίδια ως άνω ιδιότητα, του υπαλλήλου, και δη του λογιστή, ταμία, διευθυντή και διαχειριστή του ως άνω Αγροτικού Συνεταιρισμού, ιδιοποιήθηκε παράνομα, λάδια που βρίσκονταν στις αποθήκες του εν λόγω Συνεταιρισμού, συνολικής ποσότητας 14.316,528 κιλών και αξίας 28.633,056 ευρώ (14.316,528 κιλά προς 2 ευρώ το κιλό) τα οποία κατείχε λόγω της προαναφερόμενης ιδιότητάς του και τα οποία ανήκαν στην περιουσία του Συνεταιρισμού., Ειδικότερα την ποσότητα αυτή προέκυψε ότι διέθεσε, σαν να ήταν κύριος, χωρίς να έχει σχετική εντολή, στους ιδιώτες εμπόρους ΑΑ και ΒΒ. Για την τέλεση μάλιστα της ως άνω πράξης του μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, κρυφές δηλαδή υλικές ενέργειες, μεθόδους και παραλείψεις, μη εμφανώς διακριτές από τα μέλη του Δ.Σ του ως άνω Συνεταιρισμού, με τις οποίες κατέστησε δυσχερή τη δυνατότητα ελέγχου του. Πιο συγκεκριμένα, την ανωτέρω ποσότητα, την παρέδωσε μόνος του στούς προαναφερόμενους ιδιώτες εμπόρους, περιλαμβάνοντάς την ο ίδιος από τις αποθήκες στις οποίες είχε απόλυτη πρόσβαση, χωρίς να εκδώσει παραστατικά στοιχεία, χωρίς να ενημερώσει τα λογιστικά βιβλία του νομικού προσώπου με καταχώρηση σε αυτά της σχετικής εγγραφής, πράξη που αποτελούσε την μοναδική δυνατότητα ελέγχου του και χωρίς να ενημερώσει γι' αυτή του την κίνηση κανένα μέλος του Δ.Σ του. Επιπρόσθετα, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι τα μέλη του Δ.Σ του Συνεταιρισμού ήταν άνθρωποι αγράμματοι, χωρίς ειδικές γνώσεις και χωρίς να αναμειγνύονται ενεργά στα διοικητικά τους καθήκοντα, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο και με τις πειστικές εξηγήσεις που κάθε φορά έδινε ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεταιρισμού. Όσον αφορά την ποσότητα 4.772,17 κιλών που ιδιοποιήθηκε ο πρώτος κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 31-12-1990 έως 29-9-1991 και την οποία διέθεσε σαν να ήταν κύριος, χωρίς να έχει σχετική εντολή, στους ιδιώτες εμπόρους ΑΑ και ΒΒ, η αξία της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 9.544,34 ευρώ, έχει συμπληρωθεί η προβλεπόμενη από τα άρθρα 111 άρ. 2 και 112 ΠΚ δεκαπενταετής παραγραφή πριν από την εισαγωγής της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου.
Γ) Επιπρόσθετα ο πρώτος κατηγορούμενος λίγες ημέρες πριν από την αποχώρηση του από τη θέση του υπαλλήλου στον ως άνω Αγροτικό Συνεταιρισμό Πλωμαρίου Λέσβου, την 06-09-2002, με την ίδια ιδιότητα, υπεξαίρεσε, δηλαδή ιδιοποιήθηκε παράνομα, από το Ταμείο του Συνεταιρισμού, το συνολικό ποσό των τριών εκατομμυρίων εννιακοσίων πενήντα χιλιάδων επτακοσίων τεσσάρων (3.950.704) δρχ., ή 11.594,14 ευρώ, το οποίο ανήκε στο Συνεταιρισμό και το ενσωμάτωσε στην περιουσία του, με αποτέλεσμα να απομείνει στο ταμείο του συνεταιρισμού, το συνολικό ποσό των 225 δρχ. ή 0,66 ευρώ. Στην ως άνω πράξη προέβη χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα τεχνάσματα, κρυφές δηλαδή υλικές ενέργειες, μεθόδους και παραλείψεις, μη εμφανώς διακριτές από τα μέλη του ΔΣ και του ελεγκτές, κατέστησε δυσχερή την αποκάλυψη του ελλείμματος και αποσκοπούσαν στη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου. Ειδικότερα, δεν ενημέρωσε ποτέ κανένα μέλος του Δ.Ζ του Συνεταιρισμού για την πορεία της διαχείρισης, για τα έσοδα που αποκόμιζε ο Συνεταιρισμός και για τα χρήματα που βρίσκονταν στο χρηματοκιβώτιο του Συνεταιρισμού, δεν τηρούσε με τον ενδεδειγμένο τρόπο τα λογιστικά του βιβλία, ήτοι δεν καταχωρούσε όλες τις γενόμενες συναλλαγές, δεν εξέδιδε αντίστοιχα παραστατικά και γενικά δεν παρέδιδε ποτέ λογαριασμό της διαχείρισης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι τα μέλη του Δ.Σ του Συνεταιρισμού ήταν άνθρωποι αγράμματοι, χωρίς ειδικές γνώσεις και χωρίς να αναμειγνύονται ενεργά στα διοικητικά τους καθήκοντα, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο και με τις πειστικές εξηγήσεις που κάθε φορά έδινε ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεταιρισμού.
Δ) Περαιτέρω, προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, ε, την ιδιότητα του υπαλλήλου και δη του λογιστή, ταμία, διευθυντή και διαχειριστή του Β' Αγροτικού Συνεταιρισμού Πλωμαρίου Λέσβου, κατά την αποχώρησή του από τον συνεταιρισμό, δηλαδή την 6 Σεπτεμβρίου του 2002, υπεξαίρεσε δηλαδή ιδιοποιήθηκε παράνομα, το συνολικό χρηματικό ποσό των 29.266.100 δρχ. ή 85.887,30 ευρώ, το οποίο εισέπραττε κατά την διάρκεια της θητείας του ως υπάλληλος του συνεταιρισμού, από την Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου (Ε.Α.Σ), και αντιστοιχούσε σε προμήθειες πώλησης ελαιολάδου των παραγωγών υπέρ του Συνεταιρισμού (2,5% επί της αξίας των πωλουμένων ελαίων) ενώ αφορούσε σε πωληθείσες ποσότητες 1.403.305 κιλών προς 20 δρχ/κιλό την εισπραχθείσα προμήθεια. Το ως άνω ποσό το οποίο ιδιοποιήθηκε παράνομα και το ενσωμάτωσε στην περιουσία του, χωρίς να το αποδώσει, ως όφειλε, στο ταμείο του Συνεταιρισμού. Έτσι, όσον αφορά στην συγκεκριμένη πράξη, βάσει του ως άνω αποδειχθέντος χρόνου τελέσεως πρόκειται περί στιγμιαίου εγκλήματος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, η οποία είχε απαγγελθεί από τον Ανακριτή Μυτιλήνης σε κατ' εξακολούθηση έγκλημα με χρόνο τελέσεως των μερικοτέρων πράξεων από το έτος 1994 έως την 6-9-2002. Σε τούτη την πράξη προέβη χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα τεχνάσματα, κρυφές δηλαδή υλικές ενέργειες, μεθόδους και παραλείψεις, μη εμφανώς διακριτές από τα μέλη του ΔΣ και τους ελεγκτές, με τις οποίες κατέστησε δυσχερή την αποκάλυψη του ελλείμματος και αποσκοπούσε στη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου. Ειδικότερα, δεν ενημέρωνε ποτέ κανένα μέλος του Δ.Σ του Συνεταιρισμού για την πορεία της διαχείρισης, για τα έσοδα που αποκόμιζε ο Συνεταιρισμός και για τα χρήματα που βρίσκονταν στο χρηματοκιβώτιο του Συνεταιρισμού, δεν τηρούσε με τον ενδεδειγμένο τρόπο τα λογιστικά του βιβλία, ήτοι δεν καταχωρούσε όλες τις γενόμενες συναλλαγές, δεν εξέδιδε αντίστοιχα παραστατικά και γενικά δεν παρέδιδε πότε λογαριασμό της διαχείρισης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι τα μέλη του Δ.Σ του Συνεταιρισμού ήταν άνθρωποι χωρίς ειδικές γνώσεις και χωρίς να αναμειγνύονται ενεργά στα διοικητικά τους καθήκοντα, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο και με τις πειστικές εξηγήσεις που κάθε φορά έδινε ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεταιρισμού. Έτσι, ο κατηγορούμενος Χ1, κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 1991 έως τον Σεπτέμβριο του 2002 στο ... με περισσότερες πράξεις, οι οποίες συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα τεχνάσματα, όπως αυτά έχουν περιγραφεί, από πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα το προαναφερθέν συνολικό ποσόν των 218.356,24 ευρώ (από Σεπτέμβριο του 2001 έως 14-1-2002, ποσόν 92.239,75 ευρώ, από Οκτώβριο 1991 έως 31-12-1993, ποσόν 28.635,05 ευρώ, 6-9-2002: ποσό 11.594,14 ευρώ και 6-9-2002: ποσό 85.887,30 ευρώ), το οποίον κατείχε υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου, και δη του λογιστή, ταμία, διευθυντή και διαχειριστή του Β' Αγροτικού Συνεταιρισμού Πλωμαρίου Λέσβου. Κατόπιν τούτων το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε την έφεση του ανωτέρω κατηγουρουμένου κατά του πρωτόδικου υπ' αριθ. 80/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης και επικύρωσε αυτό.
Με αυτά που δέχτηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τις ως άνω υπό στοιχεία Α, Γ και Δ μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης (σχετικά με την υπό στοιχείο Β μερικότερη πράξη υπεξαίρεσης θα αναφερθεί παρακάτω), γιατί αναφέρει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντος για το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των 15.000 Ευρώ που του αποδίδεται, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Ειδικότερα αναφέρονται στο βούλευμα: α) η ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 263 Α περίπτ. δ' του ΠΚ και συγκεκριμένα ως διευθυντή, ταμία, λογιστή και διαχειριστή εσόδων και εξόδων του Β' Αγροτικού Συνεταιρισμού Πλωμαρίου, β) η υπό την ανωτέρω ιδιότητά του υπεξαίρεση: 1) ποσότητας λαδιού 36.895,90 κιλών, αξίας 92.239,75 Ευρώ, 2) χρηματικού ποσού 11.594,14 Ευρώ και 3) ποσού 85.887,30 Ευρώ, τα οποία είχε στην κατοχή του με την ιδιότητά του αυτή, γ) η χρησιμοποίηση για την ως άνω υπεξαίρεση ιδιαίτερων τεχνασμάτων, δηλαδή κρυφών υλικών ενεργειών, μεθόδων και παραλείψεων με εμφανώς διακριτών από τα μέλη του Δ.Σ. του Συνεταιρισμού και τους ελεγκτές, με τις οποίες κατέστησε δυσχερή την αποκάλυψη του ελλείμματος λαδιού και των χρηματικών ελλειμμάτων, αναλύονται δε διεξοδικώς οι ανωτέρω ενέργειες, μέθοδοι και παραλείψεις, οι οποίες πράγματι συνιστούν ιδιαίτερα τεχνάσματα κατά την προαναφερθείσα έννοια του νόμου, δ) η ιδιότητα των υπεξαιρεθέντων κινητών πραγμάτων (λαδιού και χρημάτων), ως ξένων σε σχέση με τον αναιρεσείοντα και ως ανηκόντων κατά κυριότητα στον Συνεταιρισμό και ε) ο δόλος του αναιρεσείοντος, δηλαδή η γνώση του ότι τα ως άνω πράγματα είναι ξένα και ότι τα κατείχε υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και η θέλησή του να τα ιδιοποιηθεί παράνομα χωρίς τη συγκατάθεση του κυρίου. Επομένως είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος περί του ότι: α) δεν είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά την έννοια του νόμου, β) ότι τα πράγματα δεν ήταν ξένα ως προς αυτόν και γ) ότι τα γενόμενα δεκτά ως ιδιαίτερα τεχνάσματα, δεν συνιστούν ιδιαίτερα τεχνάσματα κατά την έννοια του νόμου. Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ και β του ΚΠΔ περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 375 και 258 του ΠΚ ως προς τις προαναφερθείσες μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης με στοιχεία Α, Γ και Δ, είναι αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 2 και 318 εδ. α' του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών, αν υποβληθεί σ' αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, είναι υποχρεωμένο να διατάξει των ενώπιόν του εμφάνιση του αιτούντος, καθώς και των λοιπών διαδίκων, προς παροχή οποιασδήποτε διευκρινίσεως που αφορά την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει ειδικώς να αναφέρονται στο βούλευμα. Η παραβίαση των διατάξεων αυτών, που αποβλέπουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που ανήκουν σ' αυτόν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επισκοπούνται επιτρεπτώς για τη διαπίστωση της βασιμότητας αναιρετικού λόγου, ο αναιρεσείων στην από 30-11-2006 έφεσή του κατά τον προαναφερθέντος υπ' αριθ. 80/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης, διέλαβε και αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου, προκειμένου να παράσχει διευκρινίσεις επί της υποθέσεως. Το Συμβούλιο Εφετών με το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμά του απέρριψε το αίτημα αυτό με την εξής αιτιολογία: "Το αίτημα του εκκαλούντος για αυτοπρόσωπη κατ' άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ, εμφάνιση στο Συμβούλιο προς παροχή διευκρινίσεων πρέπει να απορριφθεί, γιατί αυτός με επάρκεια και κατά διεξοδικό τρόπο με διάφορα υπομνήματά του και κατά την απολογία του έχει εκθέσει τους ισχυρισμούς του, ενώ η υπόθεση έχει ολωσδιόλου διερευνηθεί". Από την ανωτέρω αιτιολογία προκύπτει ότι το Συμβούλιο αναφέρει ειδικώς στο βούλευμά του και αιτιολογεί το λόγο της απόρριψης του αιτήματος αυτοπροσώπως εμφάνισης και έτσι δεν προκλήθηκε η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα απόλυτη ακυρότητα και γι' αυτό ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 111 παρ. 1, 2 και 3 και 112 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, στα κακουργήματα που τιμωρούνται με πρόσκαιρη κάθειρξη είναι δεκαπενταετής και στα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία τελέστηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β', 370 στοιχ. β' και 485 του ΚΠοινΔ συνάγεται, ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως συμβουλίου, ο οποίος αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση της αναίρεσης κατά του βουλεύματος οφείλει να αναιρέσει τούτο και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αρκεί η αίτηση αναιρέσεως να είναι παραδεκτή. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικαστεί και για α) τη μερικότερη πράξη υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα, της οποίας το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των 15.000 Ευρώ και συγκεκριμένα 28.633,056 Ευρώ και την οποία φέρεται ότι τέλεσε στο ... κατά το χρονικό διάστημα από 29-9-1991 μέχρι 31-12-1993 και β) απιστία κατ' εξακολούθηση, τις μερικότερες πράξεις της οποίας φέρεται ότι τέλεσε στο ... και κατά χρονικά διαστήματα που εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα από το έτος 2000 μέχρι την 6-9-2002. Η ανωτέρω μερικότερη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία είναι κακούργημα που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών (άρθ. 258 περίπτ. γ' υπό περίπτ. α α του ΠΚ), ενώ η απιστία, ενόψει του ως άνω χρόνου που φέρεται τελεσθείσα, είναι πλημμέλεια που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών (άρθ. 390 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 15 του Ν. 3242/2004). Επομένως από την τέλεση των ανωτέρω πράξεων παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δεκαπέντε και πέντε ετών αντίστοιχα, χωρίς στο μεταξύ να μεσολαβήσει λόγος αναστολής και έτσι εξαλείφθηκε το αξιόποινο αυτών λόγω παραγραφής. Κατ' ακολουθίαν τούτων, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχει τους προαναφερθέντες παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως, πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να αναιρεθεί κατά το μέρος που αφορά στις ανωτέρω πράξεις και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για τις πράξεις αυτές λόγω παραγραφής, ενώ κατά τα λοιπά πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθ. 35/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου κατά το μέρος που αφορά στον αναιρεσείοντα Χ1 και στις αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις: α) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα και με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 15.000 Ευρώ, η οποία συνίσταται στο ότι στο ... κατά το χρονικό διάστημα από την 29-9-1991 μέχρι 31-12-1993 με την ιδιότητα του υπαλλήλου και δη του λογιστή, ταμία, διευθυντή και διαχειριστή του Β' Αγροτικού Συνεταιρισμού Πλωμαρίου ιδιοποιήθηκε παράνομα, λάδια που βρίσκονταν στις αποθήκες του εν λόγω Συνεταιρισμού, συνολικής ποσότητας 14.316,528 κιλών και αξίας 28.633,056 ευρώ (14.316,528 κιλά προς 2 ευρώ το κιλό) τα οποία κατείχε λόγω της προαναφερόμενης ιδιότητάς του και τα οποία ανήκαν στην περιουσία του Συνεταιρισμού. Ειδικότερα, την ποσότητα αυτή προέκυψε ότι διέθεσε, σαν να ήταν κύριος, χωρίς να έχει σχετική εντολή, στους ιδιώτες εμπόρους ΑΑ και ΒΒ. Για την τέλεση μάλιστα της ως άνω πράξης του μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, κρυφές δηλαδή υλικές ενέργειες, μεθόδους και παραλείψεις, μη εμφανώς διακριτές από τα μέλη του Δ.Σ του άνω Συνεταιρισμού, με τις οποίες κατέστησε δυσχερή τη δυνατότητα ελέγχου του. Πιο συγκεκριμένα, την ανωτέρω ποσότητα, την παρέδωσε μόνος του στους προαναφερόμενους ιδιώτες εμπόρους, παραλαμβάνοντάς την ο ίδιος από τις αποθήκες, στις οποίες είχε απόλυτη πρόσβαση, χωρίς να εκδώσει παραστατικά στοιχεία, χωρίς να ενημερώσει τα λογιστικά βιβλία του νομικού προσώπου με καταχώρηση σε αυτά της σχετικής εγγραφής, πράξη που αποτελούσε την μοναδική δυνατότητα ελέγχου του και χωρίς να ενημερώσει γι' αυτή του την κίνηση κανένα μέλος του ΔΣ του. Επιπρόσθετα, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι τα μέλη του Δ.Σ του Συνεταιρισμού ήταν άνθρωποι αγράμματοι, χωρίς ειδικές γνώσεις και χωρίς να αναμειγνύονται ενεργά στα διοικητικά τους καθήκοντα, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο και με τις πειστικές εξηγήσεις που κάθε φορά έδινε, ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεταιρισμού, και β) της απιστίας κατ' εξακολούθηση, η οποία συνίσταται στο ότι στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, της απιστίας, εν γνώσει του, ζημίωσε την περιουσία άλλου, της οποίας είχε την επιμέλεια και διαχείριση βάσει δικαιοπραξίας.
Ειδικότερα: Κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2000 έως την 6-9-2002, στο ..., και ενώ είχε προσληφθεί από τον Β' Αγροτικό Συνεταιρισμό Πλωμαρίου Λέσβου, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με σύμβαση εργασίας, ασκούσε καθήκοντα λογιστή, ταμία, διαχειριστή και διευθυντή του εν λόγω Συνεταιρισμού, διαχειριζόταν δηλαδή και διηύθυνε όλα τα έσοδα και έξοδα του Συνεταιρισμού, είχε δε αναλάβει να διεκπεραιώνει και όλες τις οικονομικές συναλλαγές του Συνεταιρισμού με δημόσιους οργανισμούς, ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζας κλπ:
α) Σε μη διαπιστωθέντα επακριβώς χρόνο, πάντως από τον Νοέμβριο του 2001 έως τον Μάιο του 2002, (την ελαιοκομική περίοδο 2001-2002), έχοντας την επιμέλεια και τη διαχείριση της αποθήκης, με πρόθεση παρέλειψε, να λειτουργήσει το ελαιοτριβείο του ως άνω Συνεταιρισμού, τους μήνες από Νοέμβριο 2001 έως Μάιο του 2002, με αποτέλεσμα να επιφέρει εν γνώσει του ζημία στην περιουσία του, που συνίσταται στο ποσό των 4.000.000 δρχ, που θα αποκέρδαινε από τα έσοδα των εκθλιπτικών δικαιωμάτων και από την προμήθεια από την πώληση ελαίων που θα είχαν παραχθεί με τον ως άνω τρόπο.
β) Σε μη διαπιστωθέντα επακριβώς χρόνο, πάντως από τον Οκτώβριο του 2001 έως τις 06-09-2002, (κατά την ελαιοκομική περίοδο 2001-2002), έχοντας την επιμέλεια και τη διαχείριση του Συνεταιρισμού, με πρόθεση, παρέλειψε, να θέσει σε λειτουργία την διάθεση γεωργικών εφοδίων (ζωοτροφές, φυτοφάρμακα κλπ) στα μέλη του Συνεταιρισμού-παραγωγούς, με αποτέλεσμα να επιφέρει εν γνώσει του ζημία στην περιουσία του, που συνίσταται στο ποσό των 5.000.000 δρχ. ή 14.673,51, που θα αποκέρδαινε από τα έσοδα των γεωργικών εφοδίων που θα πωλούσε με τον ως άνω τρόπο.
γ) Σε μη διαπιστωθέντα επακριβώς χρονικά διαστήματα, πάντως κατά το έτος 2000 - 2001 και μέχρι την ημέρα αποχώρησης του (06-09-2002), εκ προθέσεως παρέλειψε να υποβάλει στη ΔΟΥ ..., ως όφειλε, δηλώσεις φόρου εισοδήματος, οριστικές δηλώσεις ΦΜΥ, καθώς και περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ έτους 2001, και έτσι εν γνώσει του ζημίωσε την περιουσία του Συνεταιρισμού, εις βάρος της οποίας στις 23-04-2002 βεβαιώθηκε από την ίδια ΔΟΥ πρόστιμο επιβολής διοικητικό, ποσού 1.678,65 ευρώ.
δ) Την 30 Νοεμβρίου 2001 με πρόθεση, δεν κατέβαλε ως όφειλε, ληξιπρόθεσμες όφειλες του Συνεταιρισμού προς το Δήμο ..., που αφορούσαν τέλη ύδρευσης 2001, που έπρεπε να καταβληθούν την 30-11-2001, και έτσι εν γνώσει του ζημίωσε την περιουσία του Συνεταιρισμού εις βάρος του, οποίου επιβλήθηκαν προσαυξήσεις ποσού 226,98 ευρώ.
ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 12-03-2002 έως 28-03-2002 δεν κατέβαλε, ως όφειλε, με πρόθεση, ληξιπρόθεσμες οφειλές του Συνεταιρισμού προς το Δήμο ..., που αφορούσαν τέλη και συγκεκριμένα απογραφές υπολοίπων ποσού 5.645,33 ευρώ.
Παύει οριστικά την κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη για τις ανωτέρω πράξεις.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 19-6-2009 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του ως άνω υπ' αριθ. 35/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή