Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1409 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Κλοπή, Συνέργεια.




Περίληψη:
Απόλυτη ακυρότητα. Με την αναφορά των εγγράφων που αναγνώστηκαν προσδιορίζεται η ταυτότητά τους. Εξάλλου η Πρόεδρος ρώτησε τους διαδίκους εάν χρειάζονται διασάφηση και απήντησαν αρνητικά. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως με την οποία ο κατηγορούμενος δικάστηκε για συγκεκριμένη απλή συνέργεια σε διακεκριμένες κλοπές κατ’ εξακολούθηση. Απορρίπτει.





Αριθμός 1409/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δημητράτο, περί αναιρέσεως της 172/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας.
Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1236/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν ανεγνώσθη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του αυτού Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικώς προς το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημοσίας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτέο θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που ανεγνώσθη. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, κατά τρόπον ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί ότι ανεγνώσθη όλο το περιεχόμενό του, ώστε ο κατηγορούμενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητά του, να έχει την ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον πραγματοποιήθηκε όντως η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρεσχέθη η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνον από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την περί της ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του και στα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και "......11) τρεις φωτοτυπίες, 12) η φωτοτυπία της άδειας κυκλοφορίας,... 14) ο ταχογράφος,... 16) οι φορτωτικές από την εταιρεία γενικών μεταφορών (πέντε συνολικά), 17) το πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως... 20) η υπ' αριθμ. 37/99 διάταξη,... 25) η από .... έκθεση συλλήψεως, 26) η από .... έκθεση συλλήψεως". Με την αναφορά αυτή των εν λόγω εγγράφων επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη μνεία προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, όπως το περιεχόμενο, ο συντάκτης, η χρονολογία αυτών, τα πρόσωπα στα οποία αφορούν, αφού, με την ανάγνωσή τους στην επ' ακροατηρίου διαδικασία, κατέστησαν γνωστά τα εν λόγω έγγραφα κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σε σχέση προς το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε πάντως από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπησή τους αυτά μόνο ανεγνώσθησαν και όχι άλλα. Στα πρακτικά βεβαιώνεται ότι "η Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα και τους διαδίκους εάν χρειάζονται καμιά συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και όταν απάντησαν αρνητικά η Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας".
Συνεπώς ο αναιρεσείων κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε την ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, ούτε ζήτησε από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις επ' αυτών. Επομένως, ορθώς έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας τα ως άνω έγγραφα, ο δε σχετικός, από το άρθρο 510 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται την πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ απόλυτης ακυρότητας κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος, αφού από τα πρακτικά προκύπτει ότι δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο. Κατά μεν το άρθρο 372 παρ. 1α του ΠΚ, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών..., κατά δε το άρθρο 374 παρ. δ' του ίδιου Κώδικα, η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν η κλοπή τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).
Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση, μετά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, δέχτηκε ότι από τη συνεκτίμηση των μέσων αποδείξεως που αναφέρει και προσδιορίζει κατ' είδος, αποδείχτηκαν τα παρακάτω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά? Στις 8-9-1999 αστυνομικοί του Α.Τ. Τυρνάβου, αξιοποίησαν πληροφορίες ότι σε μη χρησιμοποιούμενη αποθήκη του Ζ1 στον ....., υπήρχαν κιβώτια με τσιγάρα, έθεσαν σε παρακολούθηση το χώρο πλησίον της αποθήκης, όπου περί ώρα 00.15 κατέφθασε το με αριθμό κυκλοφορίας ...... ΙΧΦ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου Χ1, το οποίο οδηγούσε ο Γ1, με συνοδηγό το Γ2, οι δύο τελευταίοι των οποίων ήταν συγκατηγορούμενοι του πρώτου στην πρωτοβάθμια δίκη. Το ανωτέρω αυτοκίνητο στάθμευσε μπροστά στην αποθήκη, όπου ήταν ήδη σταθμευμένο το με αριθμό 7156 ΔΧΦ αυτοκίνητο και οι προαναφερθέντες οδηγός και συνοδηγός του πρώτου αυτοκινήτου άρχισαν να μεταφέρουν σ' αυτό από το δεύτερο αυτοκίνητο τα αναφερόμενα στο διατακτικό πράγματα, ήτοι: α) ποσότητα σιγαρέττων της εταιρίας ΣΕΚΑΠ ΑΕ, που ήταν φορτωμένη στο αυτοκίνητο αυτό και συσκευασμένη σε 49 μεγάλα χαρτοκιβώτια, συνολικής αξίας 13.000.000 δραχμών, β) οκτώ (8) σώματα καλοριφέρ, τύπου ΠΑΝΕΛ, γ) ένα χαρτοκιβώτιο με 23 κουτιά καλσόν των δέκα τεμαχίων το καθένα, δ) ένα δέμα φωτιστικών, ε) δύο τεντόπανα, στ) ένα δέμα με αυτόματους μηχανισμούς κουρτινών και ζ) ένα λάστιχο υψηλής πίεσης, χρώματος μαύρου. Τα αντικείμενα αυτά, μαζί με το ανωτέρω ...... φορτηγό αυτοκίνητο τα είχε αφαιρέσει στα Τρίκαλα, από την κατοχή του ......, κατοίκου ....., συνιδιοκτήτη του πρακτορείου μεταφορών ΘΕΣΣΑΛΙΑ, τρίτο πρόσωπο, γνωστό στον κατηγορούμενο, το οποίο όμως δεν αποκάλυψε και παραμένει άγνωστο, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι στις 3-9-1999, κατά τις πρωϊνές ώρες, τρίτο πρόσωπο, γνωστό και αυτό στον κατηγορούμενο, το οποίο όμως δεν αποκάλυψε και παραμένει άγνωστο, αφαίρεσε το ...... ΔΧΦ αυτοκίνητο της εταιρείας Λαρισαϊκή ΑΕ, στο οποίο ήταν φορτωμένα τσιγάρα της εταιρίας ΣΕΚΑΠ ΑΕ, συνολικής αξίας 21.563.058 δραχμών, τα οποία επαρκώς προσδιορίζονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία δεν προσβάλλεται κατά τούτο. Την ανωτέρω ποσότητα σιγαρέτων, η οποία σημειωτέον ήταν συσκευασμένη σε 86 μεγάλα χαρτοκιβώτια, μετέφερε και αποθήκευσε ο προαναφερθείς άγνωστος κλέφτης, προσωρινά μέσα σε αποθήκη ιδιοκτησίας του Ζ1 στον ...... και στη συνέχεια επαναφόρτωσαν αυτήν οι συγκατηγορούμενοί του σε πρώτο βαθμό Γ1 και Γ1 στο υπ' αριθμ. ..... ΙΧΦ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της ΟΕ ..... και στις 7-9-1999 τη μετέφεραν και οι τρεις στην Αθήνα, όπου τη διέθεσαν σε άγνωστα άτομα. Οι ανωτέρω κλοπές έγιναν με την παροχή συνδρομής, με τη μορφή της ενίσχυσης της απόφασης και της ενθάρρυνσης στον αυτουργό των κλοπών από τον κατηγορούμενο και τους δύο άλλους προαναφερθέντες συγκατηγορουμένους του στην πρωτόδικη δίκη, οι οποίοι είχαν ενωθεί με δόλο με τον μη αποκαλυφθέντα φυσικό αυτουργό των κλοπών, προκειμένου να διαπράττουν κλοπές. Ειδικότερα, η ανωτέρω συνδρομή, συνίσταται στο ότι ο κατηγορούμενος μαζί με τους Γ1 και Γ2, ενθάρρυναν ψυχικά τον αυτουργό, υποσχόμενοι ότι θα αναλάμβαναν να εξασφαλίσουν την προσωρινή φύλαξη και στη συνέχεια τη διάθεση των κλοπιμαίων σε κλεπταποδόχους, όπως και πράγματι έπραξαν. Συνιστά δε η ανωτέρω συνδρομή απλή συνέργεια στις πράξεις των κλοπών, με την κακουργηματική της μορφή της εν λόγω συνέργειας του άρθρου 374 περ. δ του ΠΚ.. Για τα ανωτέρω γεγονότα με σαφήνεια κατέθεσε ο μάρτυρας κατηγορίας αστυνομικός, που εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος και κατέλαβε επ' αυτοφόρω τους Γ1 και Γ2 στη φόρτωση των κλοπιμαίων, την πρώτη πρωϊνή ώρα της 8-9-1999, και μάλιστα ο Γ1 έδωσε την πληροφορία στον εν λόγω αστυνομικό για τη φόρτωση και μεταφορά των κλοπιμαίων στις 3-9-1999. Το γεγονός ότι οι ανωτέρω τρεις είχαν ενωθεί με δόλο προκειμένου να συνδράμουν και συνέδραμαν τον αυτουργό στη διάπραξη των ανωτέρω κλοπών προκύπτει και από το γεγονός ότι οι Γ1 και Γ2 εργαζόταν στην επιχείρηση του κατηγορουμένου Χ1, είχαν συνεχώς τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ τους κατά το χρόνο διενέργειας των κλοπών και σταματούσαν όταν τα κλοπιμαία έφθαναν στην αποθήκη, όπου και έσπευδαν για τη φόρτωση οι δύο πρώτοι, πάντοτε βραδινές ώρες και στη συνέχεια αμέσως τα μετέφεραν στην Αθήνα, με τη συνοδεία του κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος οδηγούσε ΙΧΕ αυτοκίνητο και βρισκόταν σε συνεχή και πάλι τηλεφωνική επαφή μαζί τους, μέχρι να φθάσουν στην Αθήνα, όπως και πάλι κατέθεσε ο ανωτέρω μάρτυρας κατηγορίας. Με βάση τις παραδοχές αυτές το πιο πάνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο διακεκριμένης απλής συνέργειας σε διακεκριμένες κλοπές κατ' εξακολούθηση στις πράξεις των ανωτέρω κλοπών και του επέβαλε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών.
Με αυτά που δέχτηκε το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της διακεκριμένης απλής συνέργειας σε κλοπές κατ' εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 1, 372 παρ. 1α και 374 περ. δ του ΠΚ. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές αιτιάσεις αυτού, με τους οποίες πλήττεται, με την επίκληση κατ' επίφαση ελλείψεως της επιβαλλόμενης ως άνω αιτιολογίας, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθούν.
Συνακολούθως, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-6-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 172/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Μαΐου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή