Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Πραγματογνωμοσύνη.
Περίληψη:
Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 299 παρ. 1 και 299 παρ. 2 του Π.Κ. Διακρίσεις των άρθρων 34 και 36 ΠΚ. Το Δικαστήριο πρέπει να αιτιολογεί την αντίθετη κρίση του από αυτήν που έχουν οι διορισθέντες πραγματογνώμονες. Ανθρωποκτονία με πρόθεση. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση.
Αριθμός 1316/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φραγκίσκο Ραγκούση, περί αναιρέσεως της 555, 556, 571, 572/2007 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Νεκταρία Μυγιάκη.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαρτίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 538/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 299 του Π.Κ., όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από την διατύπωση της διατάξεως της δεύτερης παραγράφου του ανωτέρω άρθρου 299 του Π.Κ., προκύπτει ότι για την ποινική μεταχείρηση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά την έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη, είτε κατά την απόφαση, είτε κατά την εκτέλεση της πράξης. Ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 299 του Π.Κ. για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή για την επιβολή της πρόσκαιρης αυτή της ισόβιας κάθειρξης. Για την ύπαρξη τους στοιχείου βρασμού ψυχικής ορμής δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος ή πάθους, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φτάνει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα της στάθμισης των αιτίων που κινούν στην πράξη ή απωθούν απ' αυτήν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 34 του Π.Κ., η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη, αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών ή διαταράξεων της συνειδήσεως, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, κατά δε το άρθρο 36 παράγραφος 1 του ίδιου Κώδικα, αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό, που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, υπό τον όρο νοηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοπάθειας υπό την ευρεία έννοια, ενώ υπό τον όρο διατάραξη συνειδήσεως περιλαμβάνονται όλες οι ψυχικές διαταράξεις, οι οποίες δεν πηγάζουν από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε ψυχικά υγιή άτομα και είναι πάντοτε παροδικές.
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη απολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, ο. σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η κατά τα άνω επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοι τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως της ικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της ικανότητας αυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 555, 556, 571, 572/2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα πέντε (15) μηνών για τις πράξεις της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας, καθώς και σε χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) Ευρώ, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα, τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Χ, κατά το έτος 1975, οπότε ήταν 31 ετών, τέλεσε νόμιμο γάμο με την Ζ το γένος ..., ηλικίας τότε 18 ετών. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο κόρες, την ... που γεννήθηκε το έτος 1975 και την Ψ2 που γεννήθηκε το έτος 1979. Ο κατηγορούμενος, επειδή ήταν οικονομικά ισχυρότερος από τη σύζυγο του - αφού διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας φρούτων και λαχανικών στην Κεντρική Λαχαναγορά του ... ενώ εκείνη δεν εργαζόταν - αλλά και επειδή ήταν μεγαλύτερός της στην ηλικία και είχε αυταρχικό και βίαιο χαρακτήρα σε αντίθεση, με τον ήπιο χαρακτήρα εκείνης, της επιβλήθηκε από την αρχή της έγγαμης συμβιώσεως τους και την κατέστησε άβουλη και αδύναμη. Παρά το γεγονός ότι αυτή ήταν υποδειγματική σύζυγος και μητέρα, συνεχώς την έβριζε και την υποτιμούσε, την αποκαλούσε "μαύρη" και πολλές φορές χειροδικούσε κατ' αυτής. Την ίδια αυταρχική και βίαιη συμπεριφορά επιδείκνυε και προς τα τέκνα του. Επί πλέον, κατεχόμενος από το πάθος της χαρτοπαιξίας, πολύ συχνά έλειπε από το σπίτι για μέρες παίζοντας χαρτιά ή ζάρια και πολλές φορές έχανε μεγάλα χρηματικά ποσά, με αποτέλεσμα, ενώ είχε πολύ μεγάλα έσοδα, συχνά η οικογένειά του να στερείται ακόμα και τα αναγκαία. Κατά το έτος 1996 ο κατηγορούμενος εξαιτίας της χαρτοπαιξίας υπέστη οικονομική καταστροφή και έχασε την επιχείρησή του στην Κεντρική Λαχαναγορά. Αποπειράθηκε να ξαναρχίσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα ανοίγοντας ένα καφενείο, στο οποίο τον βοήθησαν, εργαζόμενοι σ' αυτό, η σύζυγός του, η αδελφή της Ψ3 και ο σύζυγος της τελευταίας .... Η επιχείρηση αυτή απέτυχε διότι ο κατηγορούμενος στο καφενείο ασχολούνταν μόνο με τη χαρτοπαιξία. Κατά το έτος 2000 περίπου ίδρυσε με τον αδελφό του μια επιχείρηση εμπορίας φρούτων στην ..., στην οποία έπεισε τη σύζυγό του και την κόρη του ... να εργασθούν και να εμφανισθούν ως εταίροι, διότι ο ίδιος, λόγω των χρεών του, δεν μπορούσε να ασκήσει εμπορία. Αλλά και η επιχείρηση αυτή απέτυχε, αφού ο κατηγορούμενος έπαιρνε τα χρήματα που προορίζονταν για την κάλυψη των υποχρεώσεών της και τα σπαταλούσε παίζοντας χαρτιά. Μετά την οικονομική του καταστροφή ο κατηγορούμενος έφυγε από την οικογενειακή οικία που βρισκόταν στην οδό ... αριθ. ... στην ... (περιοχή ...) και έμενε στην εξοχική οικία της οικογένειας που βρισκόταν στον .... Εκεί περνούσε το χρόνο του χαρτοπαίζοντας στα καφενεία της περιοχής και σπάνια εργαζόμενος ως φύλακας σε κάποιες επιχειρήσεις. Στην οικογενειακή οικία ερχόταν σπάνια, ενώ η σύζυγος του, η οποία παρέμεινε σ' αυτήν, άρχισε να εργάζεται για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών. Τον επισκεπτόταν όμως στον ... κυρίως τα Σαββατοκύριακα για να τον φροντίζει. Κατά το διάστημα κατά το οποίο ο κατηγορούμενος και η σύζυγος του έμειναν χωριστά, η τελευταία, έχοντας αποκτήσει μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής διότι είχε βγει στην αγορά εργασίας αλλά και αυτοπεποίθηση διότι συντηρούσε τον εαυτό της και την οικογένειά της, άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι δεν ήταν λογικό να ανέχεται την αυταρχική και βίαιη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, η οποία συνεχιζόταν. Έτσι, συνεπικουρούμενη από τις θυγατέρες της οι οποίες είχαν ενηλικιωθεί, άρχισε να εκφράζει σ' αυτόν την πρόθεσή της να μη συνεχίσει να επιδεικνύει την ανοχή που είχε επιδείξει τα προηγούμενα χρόνια. Το Μάιο του έτους 2005 ο κατηγορούμενος βρήκε εργασία ως υπάλληλος στην Κεντρική Λαχαναγορά του ... και ανακοίνωσε στη σύζυγό του ότι σχεδίαζε να εγκατασταθεί και πάλι μαζί της μόνιμα στη συζυγική οικία. Αλλά εκείνη του δήλωσε ότι δεν μπορούσε πλέον να τον ανεχθεί και ότι ήθελε να εξακολουθήσουν να ζουν χωριστά. Ο κατηγορούμενος, μη, μπορώντας να αποδεχθεί το γεγονός ότι η σύζυγός του, η οποία είχε ανεχθεί τα πάντα καθ' όλη τα διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεώς τους, τον απέρριπτε, άρχισε να την παρακολουθεί, να ελέγχει τα τηλεφωνήματά της και να ισχυρίζεται ψευδώς ότι αυτή διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση. Επειδή δε στο περιβάλλον της δεν υπήρχε κανένα πρόσωπο με το οποίο θα μπορούσε να της αποδώσει ως εραστή, διότι αυτή ασχολούνταν μόνο με την εργασία της και της οικογένειά της, άρχισε να την κατηγορεί ότι είχε σχέση με το γιο της εργοδότριας της και υπεύθυνο του καταστήματος στο οποίο εργαζόταν ..., ηλικίας τότε 25 ετών. Επίσης άρχισε να δημιουργεί περισσότερα επεισόδια σε βάρος της, με ύβρεις, ξυλοδαρμούς και απειλές. Τον Ιούλιο του έτους 2005 είπε στις θυγατέρες του, οι οποίες στήριζαν τη μητέρα τους, "έτσι που το πάτε θα με κάνετε να σκοτώσω τη μάνα σας και θα σας έχω απέναντι μου να με δείχνετε και να μου λέτε τι σας έκανα". Κατά το διάστημα από 22-7-2005 μέχρι 31-7-2005 η Ζ έφυγε από την ... για διακοπές και φιλοξενήθηκε στο σπίτι της φίλης της ..., στην .... Κατά το διάστημα εκείνο δεχόταν τηλεφωνήματα από τον κατηγορούμενο, κατά τη διάρκεια των οποίων ήταν εμφανές ότι ήταν τρομοκρατημένη. Όταν η Ζ επέστρεψε από τις διακοπές της, ο κατηγορούμενος συνέχισε τα βίαια επεισόδια σε βάρος της. Έτσι στις 9-8-2005 της προκάλεσε σωματικές κακώσεις, όπως δε η ίδια εκμυστηρεύθηκε στην αδελφή της Ψ3 και τις θυγατέρες της, την έσυρε βίαια προς το μπαλκόνι, απειλώντας την ότι θα την πετάξει από αυτό. Από τότε η Ζ έφυγε από τη συζυγική οικία και εγκαταστάθηκε προσωρινή στην οικία του αδελφού της Ψ1, ο οποίος έλειπε με την οικογένειά του για διακοπές στη .... Στις 11-8-2005 πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα Ακροπόλεως και κατήγγειλε το συμβάν της 9-8-2005 χωρίς να υποβάλει έγκληση κατά του κατηγορουμένου, παράλληλα δε επικοινώνησε με σύλλογο κακοποιημένων γυναικών, από τον οποίο της ορίστηκε συνάντηση για το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Στις 13-8-2005 ο κατηγορούμενος της τηλεφώνησε στην εργασία της και της είπε ότι αποφάσισε να εγκατασταθεί και πάλι στον ... και να μην την ξαναενοχλήσει, της ζήτησε δε να μεταβεί την ίδια ημέρα στη συζυγική οικία για να παραλάβει από αυτόν τα κλειδιά του αυτοκινήτου της τα οποία της είχε αφαιρέσει και για να του ετοιμάσει φαγητό που θα έπαιρνε μαζί του στον .... Η Ζ, παρά τις αντίθετες συμβουλές της κόρης της ... και της αδελφής της Ψ3 στις οποίες ανακοίνωσε τηλεφωνικά την πρόσκληση του κατηγορουμένου, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας μετά την εργασία της πήγε στη συζυγική οικία, όπου γευμάτισε και, κατά τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, συνευρέθη ερωτικά με αυτόν. Ακολούθησε συζήτηση μεταξύ τους, κατά την οποία ο κατηγορούμενος διαπίστωσε ότι η πρόθεση της συζύγου του να ζήσει χωριστά από αυτόν ήταν αμετακίνητη. Τότε ο κατηγορούμενος, έχοντας αποφασίσει σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να σκοτώσει τη σύζυγο του αν επέμενε στην απόφαση της αυτή, πήρε ένα κλομπ, το οποίο την ίδια ημέρα είχε μεταφέρει στο σπίτι από το αυτοκίνητό του όπου το φύλαγε πάντοτε, και άρχισε να την κτυπάει με αυτό μέχρι που το έσπασε πάνω της. Στη συνέχεια και προκειμένου να ολοκληρώσει τον ανθρωποκτόνο σκοπό του, πήγε στην κουζίνα του σπιτιού και αφού πήρε ένα μαχαίρι με συνολικό μήκος 30 εκατοστών και με μήκος λάμας 17 εκατοστών, την έπληξε με σφοδρότητα τουλάχιστον 15 φορές, προκαλώντας της σοβαρά τραύματα, στο λαιμό, στην ωμοπλάτη και στο στήθος, από τα οποία, ως μόνη ενεργό αιτία, επήλθε ο θάνατος της. Αμέσως μετά ο κατηγορούμενος έκρυψε το μαχαίρι κάτω από το κρεβάτι και αφού έκανε μπάνιο για να καθαριστεί από τα αίματα, ντύθηκε και έφυγε από το σπίτι. Στη συνέχεια τηλεφώνησε στον αδελφό του ... που βρισκόταν στην ... και του ανακοίνωσε ότι είχε σκοτώσει τη σύζυγο του. Ο τελευταίος ειδοποίησε σχετικά τις αστυνομικές αρχές και το γιο του ... (ανιψιό του κατηγορουμένου) που βρισκόταν στην .... Όταν ο ανιψιός του τηλεφώνησε στο κινητό του τηλέφωνο και τον ρώτησε τι συνέβη, ο κατηγορούμενος του είπε "την σκότωσα γιατί με κεράτωνε και τώρα πάω τη βόλτα μου", παραδόθηκε δε στις αστυνομικές αρχές την επομένη (14-8-2005) λέγοντας "την σκότωσα γιατί ήταν πουτάνα". Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βρασμό ψυχικής ορμής και συγκεκριμένα διότι η σύζυγός του τού ανακοίνωσε ότι θα πάει διακοπές με τον εραστή της ... στην ..., γεγονός που δημιούργησε έξαρση των συναισθημάτων του (ζηλοτυπίας) και τον οδήγησε στην ανθρωποκτονία. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος διότι, όπως ήδη έχει εκτεθεί, η Ζ δεν διατηρούσε δεσμό με τον ανωτέρω ούτε με οποιονδήποτε άλλον ώστε να έχει πει κάτι τέτοιο. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι κατά την τέλεση των πιο πάνω αξιόποινων πράξεων έπασχε από παραληρητική διαταραχή ζηλοτυπικού περιεχομένου σε (έδαφος) χρόνιας καταθλιπτικής διαταραχής και εξαιτίας αυτής της νόσου είχε μειωθεί σημαντικά η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο των πράξεων τις οποίες τέλεσε. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Διότι ναι μεν οι διορισθέντες από τον ανακριτή πραγματογνώμονες ... και ..., ψυχίατροι, με την αναγνωσθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης τους με ημερομηνία 15-10-2005 επιβεβαίωσαν τον ισχυρισμό αυτό. Όμως ο νευρολόγος - ψυχίατρος ..., αφού εξέτασε τον κατηγορούμενο στις 27-11-2005, με την επίσης αναγνωσθείσα ιδιωτική γνωμοδότηση του με ημερομηνία 9-12-2005, αποφάνθηκε ότι αυτός δεν έπασχε ούτε κατά το χρόνο της εξετάσεως ούτε προηγουμένως από ψυχική νόσο και ότι δεν εντόπισε οποιοδήποτε στοιχείο που θα τον χαρακτήριζε καταθλιπτικό και μάλιστα σε βαθμό που θα επηρέαζε την ικανότητά του για καταλογισμό. Το συμπέρασμα της ιδιωτικής γνωμοδοτήσεως κρίνεται περισσότερο πειστικό από εκείνο της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης ενόψει του ότι: α) η ιδιωτική γνωμοδότηση είναι περισσότερο σαφής και αιτιολογημένη, β) οι πραγματογνώμονες, σε αντίθεση με τον γνωμοδοτούντα, εξέτασαν απλώς τον ίδιο τον κατηγορούμενο και δεν επικοινώνησαν με πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος και μάλιστα με τις θυγατέρες του, γ) πριν από τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις του ο κατηγορούμενος δεν είχε νοσηλευθεί ή έστω εξετασθεί από ιατρό για οποιοδήποτε ψυχικό νόσημα παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του, όλα δε τα ιατρικά πιστοποιητικά που προσκόμισε και ανεγνώσθησαν είναι μεταγενέστερα του χρόνου τελέσεως των πράξεων αυτών. Εξάλλου ο κατηγορούμενος ζητεί να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ Π.Κ. Το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, αφού από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή αυτής της αποφάσεως δεν αποδείχτηκε ότι αυτός έδειξε ειλικρινή μετάνοια ούτε ότι επιχείρησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων του. Αντίθετα, όπως έχει ήδη εκτεθεί, όταν λίγη ώρα μετά την πιο πάνω πράξη του επικοινώνησε με τον ανιψιό του ... εμφανίστηκε αμετανόητος λέγοντάς του "την σκότωσα γιατί με κεράτωνε και τώρα πάω τη βόλτα μου". Αλλά και όταν εμφανίστηκε στις αστυνομικές αρχές την επομένη της τελέσεως των πιο πάνω αξιόποινων πράξεών του και ενώ είχε μεσολαβήσει αρκετός χρόνος ώστε να συναισθανθεί τη βαρύτητα των πράξεων αυτών, είπε για τη σύζυγο του ότι τη σκότωσε "γιατί ήταν πουτάνα". Ακόμη δε και τώρα είναι φανερή η έλλειψη οποιασδήποτε μεταμέλειάς του, αφού εξακολουθεί να προσβάλλει τη μνήμη της συζύγου του, επιμένοντας στον ψευδή ισχυρισμό του ότι είχε εραστή. Τέλος ο κατηγορούμενος ζητεί να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε Π.Κ. Και το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, δεδομένου ότι από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχτηκε ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πιο πάνω πράξεις του. Αντίθετα, κατά το διάστημα που ήταν προσωρινά κρατούμενος στις φυλακές, τηλεφώνησε στο σύγγαμβρό του ..., ο οποίος είχε εξετασθεί ως μάρτυρας κατηγορίας, και απείλησε τον ίδιο και την οικογένεια του λέγοντάς του ότι "το χέρι μου και μέσα από τη φυλακή σε φτάνει". Επί πλέον, ενώ οι δικηγόροι του και εκείνοι των θυγατέρων του είχαν συμφωνήσει να αποποιηθεί αυτός την κληρονομιά της συζύγου του ώστε να αποδεσμευθούν γρήγορα τα περιουσιακά της στοιχεία και να μπορέσουν οι θυγατέρες του να εξοφλήσουν τα χρέη εκείνης αλλά και των ιδίων που απέρρεαν από την ανεπιτυχή εμπορική του δραστηριότητα, ο κατηγορούμενος με το ειδικό πληρεξούσιο που δέχθηκε να συνταχθεί (901/8-12-2005 του συμβολαιογράφου Αθηνών Χαραλάμπους Κριμπά) παρέσχε μεν στη θυγατέρα του ... την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να αποποιηθεί για λογαριασμό του την κληρονομιά της συζύγου του, με τον όρο όμως της καταβολής στο δικηγόρο του του ποσού των 5.000 ευρώ σε περίπτωση πωλήσεως οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου της κληρονομιάς. Δεδομένου δε ότι αποποίηση κληρονομιάς υπό όρον δεν νοείται, εξανάγκασε τις θυγατέρες του να καταφύγουν στη χρονοβόρο διαδικασία της κηρύξεως της κληρονομικής του αναξιότητας. Η κρίση του δικαστηρίου για τα πιο πάνω δεν αναιρείται από την αναγνωσθείσα βεβαίωση των φυλακών Αλικαρνασσού, όπου κρατείται ο κατηγορούμενος, περί καλής διαγωγής του, αφού μόνη η αναγκαστική του συμμόρφωση στους κανονισμούς των φυλακών, δεν συνεπάγεται χωρίς άλλο καλή συμπεριφορά του κατά την έννοια της προαναφερθείσης διατάξεως". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 299 παρ. 1 του Π.Κ. και 1 παρ. 2β, 10 παρ. 1, 13β και 14 του Ν. 2168/1993, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις, αιτιολογείται πλήρως, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, συνιστούν αντικειμενικά και υποκειμενικά την άδικη πράξη του άρθρου 299 παρ. 1 του Π.Κ., αφού, επαρκώς εξειδικεύεται ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, κατά τον αναφερόμενο τόπο και χρόνο, αφού αποφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να θανατώσει τη σύζυγό του, της επιτέθηκε και αρχικά τη κτύπησε με αυτοσχέδιο κλομπ σε διάφορα σημεία του σώματός της και στη συνέχεια, αφού έσπασε το κλομπ, την έπληξε επανειλημμένα με μαχαίρι συνολικού μήκους 30 εκατοστών και με μήκος λάμας 17 εκατοστών της προκάλεσε τραύματα στο λαιμό, στην ωμοπλάτη και στο στήθος, από τα οποία τραύματα, ως μόνη ενεργό αιτία, επήλθε ο θάνατός της, αιτιολογείται δε πλήρως, αναφορικά με προβληθέντα σχετικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου, αφού, το αναφερόμενο από την πλευρά του τελευταίου ως αίτιο για την πρόκληση του βρασμού ψυχικής ορμής, ότι δηλαδή η σύζυγός του είχε εραστή και ότι θα πήγαινε μαζί του διακοπές, ήταν τελείως ψευδές και εφεύρεση του αναιρεσείοντος. Αιτιολογείται, επίσης πλήρως, η απόρριψη του ισχυρισμού που προέβαλε ο αναιρεσείων περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, διότι, δήθεν έπασχε από παραλητική διαταραχή ζηλοτυπικού περιεχομένου σε έδαφος χρόνιας καταθλιπτικής διαταραχής και εξαιτίας αυτής είχε μειωθεί σημαντικά η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο των πράξεων που τέλεσε. Συγκεκριμένα, εκτιμήθηκαν όλα τα προσκομισθέντα έγγραφα, όπως η από 15-10-2005 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των ψυχιάτρων ... και ..., η από 9-12-2005 ιδιωτική ιατρική γνωμοδότηση του νευρολόγου ψυχίατρου ..., καθώς και τα υπόλοιπα ιατρικά πιστοποιητικά που αναγνώσθηκαν. Είναι δε αλήθεια, όπως επισημαίνεται, άλλωστε, και στο σκεπτικό της προσβαλλομένης, ότι οι διορισθέντες από τον τακτικό Ανακριτή πραγματογνώμονες - ιατροί ... και ...., επιβεβαίωσαν τον ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, το δε δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα. Το γεγονός όμως αυτό δεν συνιστά την επικαλούμενη έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον, κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης που καθιερώνει το άρθρο 177 του Κ.Π.Δ., η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων δεν δεσμεύει τον ποινικό δικαστή, ο οποίος μόνο όταν δεν αποδέχεται τα προκύψαντα από αυτών συμπεράσματα, πρέπει να αιτιολογεί την αντίθετη πεποίθησή του στηριζόμενος σε αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά που αποκλείουν εκείνα τα οποία οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνωμοδοτήσεώς τους. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προεκτεθείσα αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο αποκρούει ειδικώς το συμπέρασμα των ως άνω πραγματογνωμόνων, στηριζόμενο σε αντίθετα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά εξετέθησαν στο προπαρατεθέν σκεπτικό του, τα οποία δέχεται ως αληθινά και προκύπτοντα από τα ειδικώς αναφερόμενα σ'αυτό αποδεικτικά στοιχεία και συνεπώς, με ειδική αιτιολογία, το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην απόρριψη του ειρημένου ισχυρισμού. Τέλος, αιτιολογείται πλήρως η απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών περί συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ' και ε' του Π.Κ. στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, αφού, με λεπτομερή παράθεση πραγματικών περιστατικών, αξιολογείται η όλη συμπεριφορά του, τόσο αμέσως μετά το έγκλημα, όσο και κατά το διάστημα που εκρατείτο στις δικαστικές φυλακές Αλικαρνασσού. Οι λοιπές αιτιάσεις, όπως "Το Δικαστήριο απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς μου, διότι στηρίχθηκε στις καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων" ... "Ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ορθότητα των πραγματικών περιστατικών που διαλαμβάνονται στην προσβαλλομένη..." ... "ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο και αξιολογήθηκαν εσφαλμένα ως δήθεν πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία, δήθεν, συνάγεται η στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων...", είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. μοναδικοί λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι.
Μετά από αυτά, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) και στη δικαστική δαπάνη των νομίμως παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρ. 176 Κ.Πολ.Δικ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. 158/08 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αρ. 555, 556, 571 και 572/2007 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ. Και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τη δικαστική δαπάνη των νομίμως παραστάντων πολιτικώς εναγόντων, εκ πεντακοσίων (500) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ