Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 495 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αποδεικτικά μέσα, Δικαιοπραξία , Συνεκδίκαση.




Περίληψη:
Ερμηνεία δικαιοπραξιών κατά 173 και 200 ΑΚ. Ανέλεγκτη η κρίση περί ασαφούς περιεχομένου της δικαιοπραξίας. Επάλληλες αιτιολογίες προς στήριξη αποδεικτικού πορίσματος. Παραμόρφωση εγγράφου. Όταν αφορά σε διαγνωστικό λάθος και όχι όταν αφορά στην εκτίμηση του εγγράφου. Πρέπει να έχει γίνει επίκληση στο Εφετείο και να προσκομίζεται στον Άρειο Πάγο 559 αρ. 11γ Κ.Πολ.Δ. Δεν απαιτείται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί γενική μνεία την κατ΄ είδος αποδεικτικών μέσων 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. ως ζητήματα που πρέπει να αιτιολογούνται θεωρούνται ισχυρισμοί με αυτοτελή ύπαρξη. Όχι τα επιχειρήματα..




Αριθμός 495/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει τις εξής υποθέσεις μεταξύ:

Α) Του αναιρεσείοντος: Α. Φ. του Σ., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Σ. συζ. Γ., το γένος Π. Π., κατοίκου ..., 2) Α. Σ. του Π., 3) Π. Σ. του Π., κατοίκου ..., και 4) Δ. Μ. του Β., κατοίκου .... Η 1η παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φίλιππο Φυλακτόγλου, οι 2ος και 3ος δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο και ο 4ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λάμπρο Θεοτοκάτο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Β) Του αναιρεσείοντος: Δ. Μ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λάμπρο Θεοτοκάτο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Φ. του Σ., κατοίκου ..., 2) Μ. Σ. συζ. Γ., το γένος Π. Π., κατοίκου ..., 3) Α. Σ. του Π. και 4) Π. Σ. του Α., κατοίκων .... Η 2η παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φίλιππο Φυλακτόγλου και οι 1ος, 3ος και 4ος δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/5/2004 αγωγή του Α. Φ. του Σ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 421/2005 του ιδίου Δικαστηρίου, 342/2008 μη οριστική και 139/2010 οριστική του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με τις από 20/6/2010 και 17/6/2010 αιτήσεις τους.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 26/10/2012 έκθεση της, με την οποία εισηγήθηκε α) τη συνεκδίκαση των αναιρέσεων, β) την απόρριψη τους ως απαραδέκτων κατά το μέρος που κάθε μια από αυτές στρέφεται κατά του αναιρεσείοντα της άλλης αναιρέσεως, γ) την αποδοχή: του πρώτου και δεύτερου λόγου της πρώτης εφέσεως και του πρώτου λόγου της δεύτερης και δ) την απόρριψη των λοιπών λόγων.
Ο πληρεξούσιος της παραστάσας αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη των αιτήσεων και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, οι ένδικες από 17-6-2010 και 20-6-2010 και με αριθμ. πράξ. καταθέσεως 95/22-6-2010 και 102/24-6-2010, αντίστοιχα, αιτήσεις αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμό 139/2010 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔικ, το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 612/2009), καθόσον στρέφονται κατά της ίδιας αποφάσεως και αφορούν τους ίδιους διαδίκους με τη δε συνεκδίκασή τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση εξόδων.
Επειδή, διάδικος είναι το πρόσωπο επ' ονόματι του οποίου ζητείται παροχή έννομης προστασίας. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1 και 118 παρ.3 του ΚΠολΔικ στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει να αναφέρονται, εκτός από άλλα στοιχεία, το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο και η κατοικία όλων των διαδίκων και των νομίμων αντιπροσώπων τους και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα η επωνυμία και η έδρα τους. Τα απαιτούμενα ως άνω στοιχεία αποβλέπουν στον προσδιορισμό της ταυτότητας του διαδίκου και συνεπώς, εφόσον από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου προκύπτει η ταυτότητά του, χωρίς να δημιουργείται ως προς αυτόν οποιαδήποτε αμφιβολία, ή εσφαλμένη αναγραφή κάποιου από τα προαναφερόμενα στοιχεία δεν ασκεί επιρροή (ΑΠ 1126/2010) και δεν επάγεται ακυρότητα του δικογράφου.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου των αναιρέσεων από προφανή παραδρομή το πατρώνυμο του αναιρεσίβλητου-εκκαλούντος Δ. Μ. στη δεύτερη αναίρεση έχει γραφεί εσφαλμένα ως "Σ." αντί του ορθού "Β." και το πατρώνυμο του εφεσιβλήτου Π. Σ. στην πρώτη αναίρεση έχει γραφεί ως "Π." αντί του ορθού "Α.". Πλην όμως από την εσφαλμένη αυτή αναγραφή δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητα των εν λόγω διαδίκων των οποίων τα προαναφερθέντα στοιχεία κατ' αποδοχή οικείου με τις προτάσεις αιτήματος του πρώτου και αυτεπαγγέλτως ως προς το δεύτερο, πρέπει να διορθωθούν.
Επειδή, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. α) 878Γ/15.9.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ..., με τη συνημμένη σ' αυτήν βεβαίωση παραλαβής δικογράφου και αποστολής συστημένης επιστολής, β) 9333Β/29-7-2011 και 9331/29-7-2011 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας Κεφαλληνίας ..., γ) 877Γ/15-9-2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ..., με τη συνημμένη σ' αυτή βεβαίωση παραλαβής δικογράφου και αποστολής συστημένης επιστολής, δ) 9334Β/29-7-2011 και 9332Β/29-7-2011 εκθέσεως επιδώσεως της δικαστικού επιμελήτριας Κεφαλληνίας ..., ακριβές αντίγραφο της από 17-6-2010 πρώτης αναιρέσεως μαζί με κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 7-11-2012, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση τέταρτο αναιρεσίβλητο της αναιρέσεως αυτής (Δ. Μ. του Β.) προς τον εκκαλούνται (Α. Φ. του Σ..) και τους δεύτερο και τρίτο των εφεσιβλήτων (Α. Σ. και Π. Σ.), καθώς επίσης ακριβές αντίγραφο της από 20-6-2010 δεύτερης αναιρέσεως μαζί με κλήση για συζήτηση για την ίδια δικάσιμο της 7-11-2012 κατά την οποία νόμιμα επίσης αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον αναιρεσείοντα της αναιρέσεως αυτής (Δ. Μ.) προς τους πρώτο, τρίτο και τέταρτο των αναιρεσιβλήτων (Α. Φ. του Σ.., Α. Σ. και Π. Σ.). Νέα κλήτευση των προαναφερθέντων διαδίκων για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας (μετ' αναβολή) δικάσιμο δεν χρειαζόταν, καθόσον η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 575 και 226 παρ.4 ΚΠολΔικ).
Συνεπώς, εφόσον οι διάδικοι αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφή της σε αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών (άρθρ. 576 παρ.2 ΚΠολΔικ - ΑΠ 1750/2012 -).
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 76, 79, 556 και 558 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι με την άσκηση της κύριας παρέμβασης, με την οποία ο παρεμβαίνων αντιποιείται ολόκληρο ή κατά ένα μέρος το αντικείμενο της μεταξύ άλλων εκκρεμούς δίκης καθίσταται μεν αυτός κύριος διάδικος και αντίδικος των αρχικών διαδίκων, δεν δημιουργείται όμως και σχέση απλής ή αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ αυτού και των αρχικών διαδίκων. Κατά συνέπεια ο κυρίως παρεμβαίνων, του οποίου η κυρία παρέμβαση απορρίφθηκε δεν μπορεί να είναι αναιρεσίβλητος στην αναίρεση του κυρίως διαδίκου που ηττήθηκε, αφού ως προς αυτόν δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση, έστω και αν ευδοκιμήσει κάποιος από τους λόγους της και κατά τούτο αυτή (αναίρεση) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (ΑΠ 1417/2010, ΑΠ 975/2008). Αντίστοιχα ο κυρίως παρεμβάς νομιμοποιείται σε άσκηση αναίρεσης κατά των αντιδίκων του, έναντι των οποίων ηττήθηκε και όχι κατά του κυρίως διαδίκου, η κατά του οποίου αναίρεση είναι για την ίδια με τον προαναφερθέντα λόγο, απαράδεκτη (ΑΠ 847/07).
Στην προκειμένη περίπτωση οι κρινόμενες αναιρέσεις που έχουν ασκηθεί από τον κύριο διάδικο Α. Φ. του Σ.. και τον κυρίως παρεμβάντα Δ. Μ. του Β.., κατά το μέρος που στρέφονται κατά του κυρίως παρεμβάντα και του κυρίου διαδίκου αντίστοιχα είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτες, ως παθητικά ανομιμοποίητες (άρθρ. 558 και 68 ΚΠολΔικ).
Κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αρ.1 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ.ΑΠ 7/2006, και Ολ.ΑΠ 4/2005). Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο περιλαμβάνονται, όπως προεκτέθηκε, και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί, η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίοι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βουλήσεως. Μέσα από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο μιας δικαιοπραξίας, κατά τρόπο ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματική θέληση των δικαιοπρακτούντων. Η προσφυγή στις διατάξεις αυτές προϋποθέτει την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία, που διαπιστώνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο, έστω και έμμεσα, οπότε, σε περίπτωση μη αναζήτησης του αληθινού περιεχομένου της δικαιοπραξίας βάσει των διατάξεων αυτών ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης. Ο ίδιος λόγος επίσης ιδρύεται και όταν με τη δοθείσα ερμηνεία παραβιάζονται οι αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών (βλ. ΑΠ 355/2011, ΑΠ 604/2011), όταν δηλαδή το ερμηνευτικό πόρισμα δεν είναι σύμφωνο προς την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα των μερών, τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες, τοπικές και χρονικές και τις άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης, τη φύση της σύμβασης, τις διαπραγματεύσεις, την προηγούμενη συμπεριφορά των μερών και πως η σχετική δήλωση του ενός μέρους αναμενόταν να εκληφθεί από το άλλο μέρος. Το δικαστήριο, όταν ερμηνεύει κατά τα άνω, τη δήλωση βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και να εξειδικεύσει τις αρχές αυτές και δεν δεσμεύεται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (ΑΠ 211/2011). Η παραβίαση αυτή ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσεώς του για τη μορφή και το περιεχόμενο της σύμβασης καταφεύγει και σε άλλα έγγραφα, μάρτυρες και αποδεικτικά μέσα, εκτός του συμβολαίου ή του εγγράφου με το οποίο η σύμβαση καταρτίστηκε ή χρησιμοποιεί επιχειρήματα ή ενδοιαστικές εκφράσεις (ΑΠ 1798/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), ως προς το πραγματικό περιεχόμενο του υπ' αριθμ. .../1962 διανεμητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αργοστολίου Κεφαλληνίας Ανδρέα Τραυλού Τζαννετάτου, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: "Οι τελευταίοι (δηλαδή οι αναιρεσείοντες - ενάγων και κυρίως παρεμβάς αντίστοιχα), ισχυρίζονται ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα του ομόρου ακινήτου τους, επικαλούνται δε και προσκομίζουν προς απόδειξη του ισχυρισμούς του το με αρ. .../1962 διανεμετήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αργοστολίου Κεφαλληνίας Ανδρέα Τραυλού Τζανετάτου, νομίμως μεταγραφέν στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κάτω Λειβαθούς. Με το ως άνω διανεμετήριο συμβόλαιο οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος άνευ διαθήκης Α. Φ. Τ., αδελφοί Σ., Π., Γ. και Σ. Κ., το γένος Α. Φ. Τ. διένειμαν την πατρική κληρονομιά. Με το ίδιο συμβόλαιο περιήλθε, μεταξύ των άλλων, στους συγκληρονόμους Π. Φ. Τ. και Σ. Κ., κατά ποσοστό ενός δευτέρου (1/2) εξ αδιαιρέτου στον καθένα, ένα αγρόκτημα στην θέση "ΡΕΝΤΑ" εκτάσεως τριών (3) περίπου στρεμμάτων, συνορευόμενο γύρωθεν με αγροτική οδό (δημόσιο προς βορρά δρόμο) και ιδιοκτησίες Γ.Τ. και Κ.Χ.. Από το συμβόλαιο αυτό προκύπτει ότι το περιελθόν με αυτό, στους απώτερους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος και του κυρίως παρεμβαίνοντος Σ. Κ. και Π. Α. Φ. - Τ., αντίστοιχα, αγροτεμάχιο ταυτίζεται με το ευρισκόμενο ανατολικά του επιδίκου ακίνητο, το οποίο κατά την νεώτερη καταμέτρηση, όπως προκύπτει από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ως άνω πραγματογνώμονα, έχει εμβαδά 2970 τ.μ. δηλαδή περίπου το εμβαδόν το οποίο αναφέρεται στον ως άνω τίτλο ιδιοκτησίας των απωτέρων δικαιοπαρόχων. Αν το επίδικο συμπεριλαμβανόταν σ' αυτό, το εμβαδόν της άνω ιδιοκτησίας τους θα ανερχόταν στα 4.160 [2.970+1.190] τ.μ., ήτοι πλέον του ενός στρέμματος διαφορά, η οποία δεν είναι συνηθισμένη κατά διδάγματα της κοινής πείρας, ανάμεσα στην αναγραφόμενη στα παλαιά συμβόλαια, που αφορούσαν εμπράγματες δικαιοπραξίες σε ακίνητα, τα οποία δεν συνοδεύονταν υποχρεωτικά από τοπογραφικά διαγράμματα, επιφάνεια αυτών και την πραγματική. Ισχυρίζονται, επίσης, ο ενάγων και ο κυρίως παρεμβαίνων ότι με βάση τα όρια, όπως αυτά αναγράφονται στο ως άνω διανεμητήριο συμβόλαιο, το ακίνητό τους συμπεριλαμβάνει και το επίδικο και ότι εφόσον πρόκειται διαφορά μεταξύ του αναγραφόμενου στο άνω συμβόλαιο εμβαδού του ακινήτου τους και του προκύπτοντος με βάση τα όρια αυτού, θα ληφθεί υπόψη ο προσδιορισμός με βάση αυτά, δεδομένου ότι σε περίπτωση δικαιοπραξίας επί ακινήτου, το οποίο προσδιορίζονται κατά μέτρα και όρια επικρατέστερος είναι ο καθ' όρια προσδιορισμός. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι δεσμευτικός για το Δικαστήριο, καθόσον στον ΑΚ δεν υφίσταται ερμηνευτικός κανόνας, όμοιος με εκείνον του Ρ.Δ [ν. 45 Πανδ. 22-1, ν.45 Βασιλ. 19-11. Αρμ. Γ. 74] και συνεπώς υπό τον ΑΚ σε περίπτωση συμβολαίου πωλήσεως κλπ. ακινήτου , το οποίο προσδιορίζεται κατά. μέτρα και όρια και μεταξύ των δύο ως άνω προσδιορισμών υφίσταται διαφορά ως προς την έκταση, η οποία προκύπτει από καθένα από αυτά; ώστε η κατά τα όρια περιγραφή του ακινήτου να περιλαμβάνει έκταση μεγαλύτερη εκείνης, που προσδιορίζεται σε μέτρα, εξεύρεση της πραγματικής έκτασης του ακινήτου, με το ασαφές κατά τούτο συμβόλαιο θα γίνει με ερμηνεία της βουλήσεως αυτών, που συμβάλλονται, κατά τους ερμηνευτικούς περί δικαιοπραξιών κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ [ΑΠ 1351/1987].
Στην προκειμένη δε περίπτωση προέκυψε από το αποδεικτικό υλικό ότι τόσον οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος και του κυρίως παρεμβαίνοντος, από την σύνταξη του προαναφερόμενου διανεμητηρίου συμβολαίου [έτος 1962], όσον και οι ίδιοι μετά την σ' αυτούς περιέλευσης της κυριότητας τούτου και συγκεκριμένα στον μεν ενάγοντα κατά 3/12 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά των αποβιωσάντων τα έτη 1972 και 1975 θείων του Σ. Κ. και Γ. Φ. Τ., καθώς και από άτυπη προς αυτόν δωρεά, κατά το έτος 1975, της αδελφής του Μ. Φ., τις οποίες [κληρονομιές] αποδέχθηκε νομίμως, καθώς και με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας δια της συνεχούς και αδιάλειπτης άσκησης πράξεων νομής σ' αυτό με καλή πίστη και διάνοια κυρίου και κατά 9/12 εξ αδιαιρέτου στον κυρίως παρεμβαίνοντα, δυνάμει του με αρ. .../27.9.2005 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Ληξουρίου Αθαναν. Καρακούση, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αργοστολίου, ουδέποτε προέβησαν σε εκμετάλλευση του επιδίκου κτήματος, καλλιεργώντας το, είτε οι ίδιοι, είτε τρίτοι για λογαριασμό τους και γενικά ουδέποτε νεμήθηκαν τούτο πριν από την εισαγωγή του ΑΚ σύμφωνα με τα προσόντα του Ιόνιου Πολιτικού Κώδικα δημοσίως ειρηνικώς, αναμφιβόλως, συνεχώς και αδιαλείπτως, λόγω κυριότητας μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ [1946] και στην συνέχεια με διάνοια κυρίου, με καλή πίστη, συνεχώς και αδιαλείπτως και σε συνδυασμό με το άνω διανεμητήριο συμβόλαιο, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στην φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής μέχρι την άσκηση της αγωγής. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι το έτος 1980 το επίδικο ακίνητο (μαζί με άλλα ακίνητα), είχε καταληφθεί από τους Σ. Τ., Γ. χας Δ. Τ., Σ. θυγ. Δ. Τ., Α. θυγ. Δ. Τ. και Γ. θυγ. Δ. Τ., ισχυρισθέντες ότι ανήκει στην κυριότητά τους, κατά των οποίων άσκησαν η πρώτη εναγομένη και οι Σ. και Α. Τ., ήδη αποβιώσαντες, την από 9.1.1989 διεκδικητική αγωγή, η οποία έγινε δεκτή εν μέρει με αρ. 919/2002 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, και σε εκτέλεση της οποίας αποβλήθηκαν από την νομή του επιδίκου οι ως άνω εναγόμενοι και εγκατεστάθηκε η πρώτη εναγομένη, ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος των αρχικών εναγόντων Σ. και Α. Χ. Τ., όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη με αρ. 428/15-4-2003 έκθεση αποβολής και εγκατάστασης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας .... Αν ο ενάγων και η δικαιοπάροχος του κυρίως παρεμβαίνοντος Ι. χα Π. Φ.-Τ. πίστευαν πράγματι ότι είναι συγκύριοι του επιδίκου, έπρεπε να κινηθούν κατά των ως άνω καταπατητών δικαστικώς και εξωδίκως, προκειμένου να προστατεύουν το ως άνω δικαίωμά τους, πλην, όμως, ουδέν έπραξαν, μολονότι δεν επικαλούνται, ούτε αποδεικνύεται ότι αγνοούσαν το γεγονός αυτό [της καταπάτησης].
Συνεπώς, με βάση τις αρχές της συναλλακτικής καλής πίστεως προκύπτει ότι η αληθινή βούληση των συμβληθέντων στο προδιαληφθέν διανεμετήριο συμβόλαιο ήταν να περιέλθει στους απώτερους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος και του κυρίου παρεμβαίνοντος, Π. Φ. Τ. και Σ. Κ., το γένος Α. Φ. Τ., αποκλειστικά, η συγκυριότητα του 1/2 εξ αδιαιρέτου, αγροκτήματος εμβαδού 3.000 τ.μ. και κατά νεώτερη καταμέτρηση 2.970 τ.μ." Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς το περιεχόμενο της εν λόγω συμβάσεως δεν παραβίασε τις ερμηνευτικές των δικαιοπραξιών διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, καθόσον κατ' ανέλεγκτο κρίση (ΑΠ 604/2011) δέχθηκε ότι η πραγματική βούληση των συμβληθέντων στο ένδικο διανεμητήριο συμβόλαιο (στο οποίο δεν αποδίδει καμμία ασάφεια) προκύπτει από το περιεχόμενό του, κατά το οποίο, το περιελθόν σ' αυτούς αγροτεμάχιο ταυτίζεται με το ευρισκόμενο ανατολικά του επιδίκου και έχει, κατά το συμβόλαιο αυτό επιφάνεια τριών περίπου στρεμμάτων και κατά νεώτερη καταμέτρηση 2970 τ.μ., προς ενίσχυση δε του πορίσματος αυτού και χωρίς να κάνει οποιοδήποτε λόγο για ασάφεια του συμβολαίου, αναφέρει ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας στα παλαιά συμβόλαια η διαφορά της αναγραφομένης, από την πραγματική έκταση, δεν ήταν συνηθισμένο να υπερβαίνει το ένα στρέμμα. Τα λοιπά διηγηματικά αναφερόμενα επιστηρίζουν την κρίση αυτή και δεν περιέχουν κρίση περί ασαφούς περιεχομένου του συμβολαίου, αλλά επαλλήλως γίνεται δεκτό ότι και αν το περιεχόμενο του συμβολαίου ήταν, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες ασαφές και πάλι από τις αποδείξεις προκύπτει αυτό που και από το περιεχόμενο του συμβολαίου διαπίστωσε το δικαστήριο, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ενόψει τούτων δεν συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως των διατάξεων αυτών από το ότι το δικαστήριο την ανέλεγκτη κρίση του περί σαφούς περιεχομένου του συμβολαίου στήριξε και σε επάλληλες σκέψεις, για πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από τις αποδείξεις και πληρούν το πραγματικό των διατάξεων αυτών. Ενόψει τούτων ο επικαλούμενος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ταυτόσημος πρώτος λόγος των αναιρέσεων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή, ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει τον αναιρετικό έλεγχο (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 25/2011). Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου ή αρνητικά με την παράλειψη ανάγνωσης κρίσιμων για το αποδεικτέο γεγονός φράσεων αυτού, δηλ. φράσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα. Η παραμόρφωση πρέπει να είναι προφανής. Δεν αρκεί για την ίδρυση του λόγου η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔικ, εγγράφου, αλλά πρέπει επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 640/2011). Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απαράδεκτος όταν το δικαστήριο εκτιμώντας το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο, προβαίνει στην εκτίμηση του περιεχομένου του, δηλαδή σε αποδεικτική αξιολόγησή του. Για να ιδρυθεί ο παρών λόγος, πρέπει να έχει γίνει επίκληση του εγγράφου, ως προς το οποίο η αιτίαση, στην κατ' έφεση δίκη (άρθ. 562 παρ.2 ΚΠολΔικ), πράγμα που ο Άρειος Πάγος ελέγχει από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (ΑΠ 1184/2011, ΑΠ 1209/2011), ενώ ο αναιρεσείων έχει την υποχρέωση να προσκομίσει το έγγραφο που φέρεται ότι έχει παραμορφωθεί προς διαπίστωση της βασιμότητας του λόγου αναίρεσης, αλλιώς ο λόγος είναι αβάσιμος ως αναπόδεικτος (ΑΠ 1414/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με τον ταυτόσημο δεύτερο λόγο των αναιρέσεων, η πλημμέλεια του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ και ειδικότερα του ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της υπ' αριθμ. 146/26-3-1902 περίληψης εγγραφής υποθήκης, κατά του δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης-εναγομένης-καθής η παρέμβαση Μ. συζ. Γ. Σ., ήτοι του Χ. Τ.. Ο λόγος αυτός όσον αφορά την αναίρεση του κυρίως παρεμβάντος είναι απαράδεκτος (άρθρ. 562 παρ.2 ΚΠολΔικ), γιατί όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), των προτάσεών του ενώπιον του Εφετείου, δεν επικαλέστηκε, κατά την ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου δίκη, το έγγραφο αυτό (ΑΠ 1184, 1209/2011), ενώ όσον αφορά την αναίρεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, ο οποίος τόσο στο Εφετείο, όσο και στο παρόν δικαστήριο προσκομίζει το εν λόγω έγγραφο είναι απαράδεκτος, καθόσον μολονότι η προσβαλλομένη εκθέτει το περιεχόμενό του, δεν στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο το αποδεικτικό της πόρισμα στο έγγραφο αυτό, το οποίο συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, η δε επικαλουμένη αιτίαση αφορά στην ανέλεγκτη αναιρετικά αποδεικτική αξιολόγησή του (ΑΠ 1740/2012) και ως εκ τούτου και κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ' του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζομένη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου (Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 1841/2011, ΑΠ 1209/2011). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, ενώ ως αποτελούντα ξεχωριστά, από τα έγγραφα, αποδεικτικά μέσα πρέπει να μνημονεύονται η έκθεση ή το πρακτικό της αυτοψίας (359) η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων (383), τα πρακτικά εξέτασης των μαρτύρων (410) και οι ένορκες βεβαιώσεις (270 παρ.2, 339) - ΑΠ 87/2013 -. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 1740/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τους ταυτόσημους τρίτο και τέταρτο λόγο της πρώτης αναιρέσεως, καθώς και τον τρίτο (και τελευταίο) λόγο της δεύτερης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια (από προφανή παραδρομή στη δεύτερη αναίρεση γίνεται επίκληση του αριθμού 1) της μη λήψεως υπόψη αποδεικτικών μέσων που οι αναιρεσείοντες νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις τους, για την απόδειξη των ισχυρισμών τους ως προς το ότι το επίδικο τους ανήκει και συγκεκριμένα την από 1-9-1956 περίληψη εγγραφής υποθήκης στον τόμο Θ με α.α. 196Β των βιβλίων υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Αργοστολίου και την από Μαρτίου 2009 έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Β. Π. από τα οποία (αποδεικτικά μέσα) προέκυπτε το ουσία βάσιμο των ισχυρισμών τους περί δυτικού ορίου της ιδιοκτησίας των αναιρεσειόντων με ιδιοκτησία Χ. (το πρώτο έγγραφο) και περί του ότι το επίδικο, που είναι ενιαίο με την προς ανατολάς ιδιοκτησία τους, περιλαμβάνεται στους τίτλους τους και ότι μεταξύ των ιδιοκτησιών αυτών υφίσταται τμήμα ακαλλιέργητου εδάφους και όχι "λιθιά" που δέχεται η προσβαλλομένη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και μάλιστα την ιδιαίτερη αναφορά της στα προσκομισθέντα έγγραφα και την έκθεση πραγματογνωμοσύνης καθώς και τις διαπιστώσεις της (φύλλο, 4α και 7) δεν γεννιέται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος. Εξάλλου η αξιολόγηση του περιεχομένου των αποδεικτικών αυτών μέσων, ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Η άποψη ότι διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων θα οδηγούσε το δικαστήριο της ουσίας, σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔικ (ΑΠ 1740/2012).
Επειδή, ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση και ιδρύει τον από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγο αναιρέσεως, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔικ μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1750/2012).
Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της πρώτης αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔικ πλημμέλεια ότι διαλαμβάνει ανεπαρκή, αλλά και αντιφατική αιτιολογία για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα κατά το λόγο αυτό οι επίμαχες παραδοχές της αποφάσεως είναι ότι δέχεται πως αφενός τα δύο περιγραφόμενα στην απόφαση εδαφικά τμήματα, ήτοι το επίδικο και η προς ανατολάς μη αμφισβητουμένη ιδιοκτησία των αναιρεσειόντων είναι διαφορετικά ακίνητα, που χωρίζονται με λιθοδομή και αφετέρου ότι αυτά επί σειρά ετών παρουσιάζουν την ίδια μορφή καλλιέργειας, καθώς και ότι η λιθοδομή έχει άνοιγμα μήκους 10 μέτρων, ώστε τα ακίνητα αυτά να επικοινωνούν μεταξύ τους. Οι παραδοχές όμως αυτές της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν περιέχουν ισχυρισμούς με αυτοτελή ύπαρξη, που να τείνουν στην κατάλυση του καταχθέντος από τον αναιρεσείοντα σε δίκη δικαιώματος συγκυριότητάς του επί του επιδίκου, αλλά περιέχουν πραγματικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση, στάθμιση και εκτίμηση των αποδείξεων και δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης επιδεχόμενη μομφή της επικαλούμενης διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Ύστερα από τα παραπάνω οι αναιρέσεις πρέπει, στο σύνολό τους, να απορριφθούν, οι δε αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι πρέπει κατά το νόμιμο αίτημα της παραστάσας αναιρεσίβλητης (Μ. Σ. συζ. Γ.) να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη (άρθρα 183 και 179 ΚΠολΔικ). Επίσης ο αναιρεσείων της πρώτης αναίρεσης (Α. Φ.) θα καταδικασθεί λόγω της ήττας του στη δικαστική δαπάνη του έχοντος ξεχωριστή δικαστική συμπαράσταση αναιρεσίβλητου Δ. Μ..

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 17-6-2010 και 20-6-2010 αιτήσεις για αναίρεση της υπ' αριθμό 139/2010 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών του Α. Φ. του Σ. και του Δ. Μ..
Διορθώνει το πατρώνυμο του Δ. Μ. από το αναφερόμενο εσφαλμένα στη δεύτερη αναίρεση "Σ." στο ορθό "Β. ", καθώς και το πατρώνυμο του τρίτου αναιρεσίβλητου στην πρώτη έφεση από το εσφαλμένο "Π. " στο ορθό "Α. ".
Απορρίπτει τις αναιρέσεις.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας αναιρεσίβλητης (Μ. Σ. συζ. Γ.), την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα της πρώτης αναίρεσης (Α. Φ. του Σ.) στη δικαστική δαπάνη του τέταρτου αναιρεσίβλητου (Δ. Μ. του Β.), την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή