Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2266 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παράβαση καθήκοντος.




Περίληψη:
Παράβαση καθήκοντος. Λόγοι αναιρέσεως: έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Απορρίπτει αίτηση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 2266/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ κατοίκου Ευκαρπίας Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, περί αναιρέσεως της 280/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/νίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1, κάτοικο ..., 2. Ψ2, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο, 3.Ψ3, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε, 4.Ψ4 και 5. Ψ5, κάτοικο ..., που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσ/νίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 616/2007.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά τη διάταξη τού άρθρου 259 τού Ποινικού Κώδικα, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την για το γενικότερο συμφέρον ομαλή και χωρίς προσκόμματα διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας, συνάγεται ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος, δράστης τού οποίου είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του Ποινικού Κώδικα απαιτούνται α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται από τον νόμο ή τη διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες τής προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση τής υπηρεσίας τού υπαλλήλου, β) δόλος τού δράστη, που περιέχει τη θέληση της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας του και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο τον δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον. Με την έννοια αυτή τού υπηρεσιακού καθήκοντος διαχωρίζεται τούτο από το απλό υπηρεσιακό καθήκον, του οποίου η παράβαση, άσχετα με τις κυρώσεις (πειθαρχικές κλπ) που μπορεί να συνεπάγεται, δεν στοιχειοθετεί το έγκλημα που προβλέπεται από την παραπάνω διάταξη, για την ολοκλήρωση του οποίου απαιτείται και ειδικός δόλος, δηλαδή σκοπός τού υπαλλήλου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του σκοπού αυτού. Είναι δε παράνομη η ωφέλεια όταν δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης αξιώσεως του υπαλλήλου ή τού τρίτου. Για να συντρέχει ο σκοπός αυτός πρέπει όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξη του, αφού ο όρος "με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον" λογικά σημαίνει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από τον δράστη, μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επιπλέον ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Εξάλλου, η καταδικαστική ποινική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ1 αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν τούτο δεν υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 280/2007 απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο σε φυλάκιση πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί μία τριετία για παράβαση καθήκοντος. Ειδικότερα το Δικαστήριο, με βάση τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και την απολογία του κατηγορουμένου έκρινε αποδεδειγμένα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Τον Ιανουάριο του έτους 2003, όντας Πρόεδρος της Κοινότητας Ευκαρπίας, κατά παράβαση των καθηκόντων του, έδωσε εντολή για διάνοιξη και ασφαλτόστρωση οδού στο βόρειο τμήμα του υπ' αριθμ. ... αγροτεμαχίου, συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου των Ψ1, Ψ2,Ψ3, Ψ4 και Ψ5, και δη κατά μήκος της πλευράς, μήκους 80 μέτρων που συνορεύει με τους υπ' αριθμ. ... και ... αγρούς, με μέσο πλάτος υπόβασης αυτής 6,65 μέτρων (χαλικόστρωση με θραυστό λατομείου από 6,10 έως 7,20 μέτρα) καταλαμβάνοντας έτσι έκταση (6,85 Χ 80) 532 τετραγωνικών μέτρων και με μέσο πλάτος της επίστρωσης της ασφάλτου 4,40 μέτρων (από 3,80 έως 5 μέτρα) καταλαμβάνοντας έτσι έκταση (4,40 Χ 80) 352 τετραγωνικών μέτρων, παρότι στο σχετικό διάγραμμα της Διεύθυνσης Γεωργίας δεν υφίσταται αγροτικός δρόμος μεταξύ των υπ' αριθμ. ..., ... και ... αγρών και παρότι δεν είχε εκδοθεί καμία πράξη δημόσιας αρχής (ούτε καν του Κοινοτικού Συμβουλίου) για τη διάνοιξη και την ασφαλτόστρωση τέτοιας οδού. Στην ως άνω πράξη του προέβη με σκοπό να βλάψει τις προαναφερόμενες εγκαλούσες αφού με τη διάνοιξη της νέας αγροτικής οδού αποκλειστικά και μόνο στο ακίνητο τους (χωρίς να θιγούν καθόλου τα σύνορα των ομόρων υπ' αριθμ. ... και ... αγροκτημάτων) έχει μειωθεί η συνολική έκταση του αγρού τους, δίχως να τις εξυπηρετεί σε οτιδήποτε η νέα διαμορφωθείσα κατάσταση ενόψει του ότι ο αγρός τους είχε ήδη πρόσοψη σε άλλον προϋπάρχοντα αγροτικό δρόμο, αλλά και σε κοινόχρηστη οδό, ενώ παράλληλα με την ενέργεια του αυτή ήθελε να ωφελήσει άλλους ιδιοκτήτες όμορων με αυτό των εγκαλουσών ακινήτων. Τα ανωτέρω με σαφήνεια και κατηγορηματικά κατατέθηκαν από τους μάρτυρες κατηγορίας που ήταν καθ' όλα πειστικές και ενισχύονται από τα αναγνωσθέντα έγγραφα, δεν αναιρούνται δε καθόλου από τις ασαφείς και εν μέρει αντιφατικές καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης και την απολογία του κατηγορουμένου. Άλλωστε, η πρόθεση του κατηγορουμένου προκύπτει από το γεγονός ότι ενώ έλαβε γνώση, πριν τη διάνοιξη του επίδικου αγροτικού δρόμου και την ασφαλτόστρωση του, του τοπογραφικού διαγράμματος της περιοχής που υπήρχε στην Κοινότητα του, στο οποίο δεν απεικονίζονταν αγροτικός δρόμος, αλλά ιδιόκτητο αγροτεμάχιο των εγκαλουσών, εν τούτοις και χωρίς τη σχετική απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου και μάλιστα χωρίς ενημέρωση των ιδιοκτητών του ακινήτου προέβη στην παραπάνω ενέργεια, εν γνώσει του ότι θίγονται τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα στο επίδικο ακίνητο. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης της παράβασης του καθήκοντος, που του αποδίδεται". Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης διέλαβε στην απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και τα οποία συγκροτούν τόσο την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, αναφέρει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και περιέχει τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Το γεγονός εξάλλου ότι ο αναιρεσείων, όντας Πρόεδρος της Κοινότητας Ευκαρπίας ενήργησε αναρμοδίως και χωρίς προηγούμενη πράξη ή απόφαση δημόσιας αρχής και ειδικότερα του Κοινοτικού Συμβουλίου Ευκαρπίας, συνάπτεται προς το παράνομο της υπηρεσιακής του ενέργειας και δεν αναιρεί το γεγονός ότι η πράξη του τελέστηκε κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Περαιτέρω, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που επιβάλλεται από της ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αναφορικά και με την πρόθεση του αναιρεσείοντος να βλάψει τις εγκαλούσες ιδιοκτήτριες ακινήτων και να ωφελήσει άλλους ιδιοκτήτες ακινήτων που ήταν όμορα προς εκείνα των εγκαλουσών. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι δηλαδή το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δεν διαλαμβάνει σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά και συλλογισμούς, αλλά το σκεπτικό του αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού, το οποίο και αυτό αποτελεί αντιγραφή του κατηγορητηρίου και ότι δεν αξιολογούνται επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά, συσχετιζόμενα μεταξύ τους, είναι αβάσιμες, διότι το σκεπτικό δεν αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού, σε κάθε δε περίπτωση σε όσα σημεία ταυτίζεται υπάρχουν αιτιολογίες, το δε γεγονός ότι το διατακτικό αποτελεί αντιγραφή του κατηγορητηρίου δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, αφού το κατηγορητήριο είναι πλήρες και επαρκές. Τέλος, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος με τις οποίες πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατά συνέπεια, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους υποστηρίζει ο αναίρεσείων ότι το Τριμελές Εφετείο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση του και ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως την ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και ενόψει του ότι δεν προβάλλονται άλλοι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, ως αβάσιμη στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 § 1 ΚΠοινΔ) και στα δικαστικά έξοδα των πολιτικώς εναγουσών, οι οποίες παρέστησαν στη δίκη του παρόντος βαθμού (άρθρο 176 Κ.Πολ.Δ.)

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Απορρίπτει την 9/20 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ, κατοίκου ... για αναίρεση της 280/2007 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ευρώ (220 €) και στα δικαστικά έξοδα των πολιτικώς εναγουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500 €).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή