Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα.
Περίληψη:
Παραβίαση προσωπικών δεδομένων. Αίτηση αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως του δικάζοντος σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Απορρίπτεται ο λόγος από το άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Γ΄ ΚΠΔ για παράβαση των διατάξεων για δημοσιότητα της διαδικασίας, διότι η απαγγελία της αποφάσεως έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου μετά το πέρας της συζητήσεως και δεν απαιτείτο να αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και άλλα στοιχεία ως προς τη βεβαίωση τηρήσεως των διατάξεων για δημοσιότητα της συνεδρίασης. Απορρίπτεται ο λόγος για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ ως προς το ότι δεν εδίδετο ο λόγος στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις ύστερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων διότι γίνεται μνεία στα πρακτικά ότι εδίδετο μετά από τις καταθέσεις των μαρτύρων με τη σειρά ο λόγος σε όλους τους παράγοντες της δίκης και δεν ζήτησε ο συνήγορος του κατηγορουμένου το λόγο να προβεί μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα σε δηλώσεις και ότι, μετά την άρνηση του διευθύνοντος τη συζήτηση να ικανοποιήσει τέτοιο αίτημα, έγινε προσφυγή στο δικαστήριο που να απέρριψε παρά το Νόμο ή να μην αποφάνθηκε επί του αιτήματος. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ως προς το ότι δεν γινόταν επαρκώς προσδιορισμός της ταυτότητας των εγγράφων που αναγνώσθηκαν στην κατ' έφεση δίκη, διότι προέκυπτε από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ποια έγγραφα αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, μεταξύ των οποίων και η απόφαση με τα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που προσδιορίζονταν επαρκώς ως προς τα στοιχεία εξατομικεύσεως των. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για ασάφειες και ελλείψεις όσον αφορά την πρόσβασή του στο αρχείο δεδομένων της κλινική, όπου ετηρούντο, διότι αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιοποίνου πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων και από τα οποία προκύπτει ότι έγινε επέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος στο αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για γυναίκες που πρόσφατα είχαν γεννήσει στο μαιευτήριο και για τον τρόπο εκμετάλλευσης των πληροφοριών που λήφθηκαν και διαλαμβάνεται και αιτιολογία για το δόλο του κατηγορουμένου. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1370/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Λαζανά περί αναιρέσεως της 71572/2009 αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1η Φεβρουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 238/10.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως για παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ιδρύεται όταν όχι μόνο η συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο αλλά και η απαγγελία της αποφάσεως δεν έγινε δημόσια, υπό την έννοια ότι δεν ήταν δυνατή η ελεύθερη είσοδος στην αίθουσα συνεδριάσεως του δικαστηρίου και η κατά τρόπο ανεμπόδιστο παρακολούθηση της διαδικασίας στο ακροατήριο στον καθένα που επιθυμούσε αυτό κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος και 329 του Κ.Ποιν.Δ. Επομένως κρίσιμο στοιχείο της έννοιας της δημοσιότητας δεν είναι αν είναι ανοικτές οι θύρες της αίθουσας του ακροατηρίου, αφού υπάρχει δημοσιότητα της συνεδριάσεως, όταν οι θύρες είναι κλειστές, όχι όμως κλειδωμένες, αρκεί να μπορεί να τις ανοίξει οποιοσδήποτε και να εισέλθει στην αίθουσα όπου συνεδριάζει το δικαστήριο. Αντίθετα δεν υπάρχει δημοσιότητα, όταν οι θύρες είναι ανοικτές, αλλά δεν είναι επιτρεπτή η είσοδος του κοινού στο ακροατήριο. Από όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, από τα οποία και πρέπει να αποδεικνύεται η τήρηση των κανόνων περί δημοσιότητας, προκύπτει ότι η απαγγελία της αποφάσεως έγινε δημόσια στο ακροατήριο του δικάζοντος κατ' έφεση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών μετά το πέρας της συζητήσεως. Δεν ήταν απαραίτητο να γίνει αναφορά στα πρακτικά της δίκης και την άνω απόφαση και άλλων στοιχείων ως προς την βεβαίωση τηρήσεως των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο ούτε για το εάν ήταν κλειστές ή όχι οι θύρες της αίθουσας συνεδριάσεως όταν γίνεται η απαγγελία της αποφάσεως, περιστατικό που δεν είναι κρίσιμο για την ύπαρξη δημοσιότητας κατά τα προαναφερθέντα παρά τα όσα περί αντιθέτου αβασίμως υποστηρίζονται από τον αναιρεσείοντα. Ο τελευταίος υπέχει υποχρέωση να διασαφηνίσει σε τι ακριβώς αφορούσε η παραβίαση της δημοσιότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο και κατά ποιόν τρόπο συνετελέσθη κατά την απαγγελία της αποφάσεως, όμως στην κρινόμενη αίτησή του δεν αναφέρει περιστατικά για τα οποία να προκύπτει κατά ποιο τρόπο έγινε αυτή η παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος και 329 του Κ.Ποιν.Δ. Κατ' ακολουθίαν είναι απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παράβασης των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ειδικότερα για το ότι η απαγγελία της αποφάσεως δεν έγινε δημόσια και κατά τρόπο που να επιτρέπει στον καθένα να παρακολουθήσει ανεμπόδιστα τη διαδικασία.
Από το συνδυασμό των διατάξεων 329, 331 εδαφ. β', 333 και 358 Κ.Ποιν.Δ. σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου κώδικα, συνάγεται ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο παρέλειψε να δώσει το λόγο στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων που έγιναν στο ακροατήριο, διότι έτσι ο κατηγορούμενος στερείται του υπερασπιστικού δικαιώματός του . Η σχετική παράβαση του δικαστηρίου πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά, γίνεται μνεία σ' αυτά ότι, μετά από την εξέταση κάθε μάρτυρα και πριν από την έκδοση κάθε αποφάσεως, δινόταν ο λόγος κατά σειρά, σε όλους τους παράγοντες της δίκης και τελευταία πάντοτε στον πληρεξούσιο δικηγόρο που εκπροσώπησε τον κατηγορούμενο. Έτσι ο ήδη αναιρεσείων δια του συνηγόρου του, που τον εκπροσώπησε στη δίκη κατ' έφεση, έχοντας τελευταίος τον λόγο κατά το στάδιο εξετάσεως των μαρτύρων, είχε την δυνατότητα να σχολιάσει τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και να προβεί σε δηλώσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν και έτσι δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Επί πλέον από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι από τον συνήγορο του ήδη αναιρεσείοντος ζητήθηκε να του δοθεί η άδεια για να προβεί μετά την κατάθεση κάθε μάρτυρα σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων κατά το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ. και ότι, μετά την άρνηση της διευθύνουσας τη συζήτηση να ικανοποιήσει το σχετικό δικαίωμα έγινε προσφυγή στο δικαστήριο και αυτό την απέρριψε παρά το νόμο ή δεν αποφάνθηκε επ' αυτής.
Συνεπώς ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1. στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με επίκληση παραλείψεως από τον πρόεδρο του δικαστηρίου να δώσει το λόγο, μετά την εξέταση των μαρτύρων, στον πληρεξούσιο δικηγόρο που εκπροσωπούσε τον αναιρεσείοντα για να ασκήσει τα από τις αναφερόμενες ανωτέρω διατάξεις δικαιώματά του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 Κ.Ποιν.Δ. σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1. στοιχ. δ' του ιδίου κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεώς του, σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βεβαία η ανάγνωσή τους, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, από την οποία, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητος, να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με αυτό το αποδεικτικό μέσο. Στα συντασσόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του ποινικού δικαστηρίου που εκδίδει την απόφαση δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. Είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα σχετικά από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί χωρίς αμφιβολία ότι το έγγραφο αυτό έχει πραγματικά αναγνωσθεί. Η εξατομίκευση του εγγράφου ως άνω είναι αναγκαία για τη δημιουργία βεβαιότητος ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη. 'Ετσι, εφόσον βεβαιώνεται ότι έγινε η ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, συνάγεται ότι παρεσχέθη και η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει κατά το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ. τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το περιεχόμενο του αποδεικτικού αυτού μέσου εν όψει του ότι η δυνατότητα αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο αυτό στα πρακτικά αλλά από το αν αναγνώσθηκε .
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση και τα ενσωματωμένα σε αυτήν πρακτικά της δίκης τα Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που δίκασε κατ' έφεση, σε σχέση με τα έγγραφα που βεβαιώνεται σε αυτά ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και στα οποία μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων στήριξε το δικαστήριο την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου, αναφέρεται ότι έγινε ανάγνωση της απόφασης με τα έγγραφα της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και οι καταθέσεις των μαρτύρων ... και ... όπως και η υπ' αριθμό 150/01 απόφαση της Αρχής Προστασίας δεδομένων και η υπ' αριθμό 523 απόφαση της Αρχής Προστασίας δεδομένων.
Συνεπώς, στα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση βεβαιώνεται ότι αναγνώσθηκαν η 48995/2007 απόφαση μετά των πρακτικών του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών επί της οποίας κατ' έφεση εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφασης, στην αρχή των πρακτικών της οποίας αναφέρεται ο αριθμός της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί της οποίας κατόπιν εφέσεως του καταδικασθέντος κατηγορουμένου επελήφθη το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Επίσης από όσα αναφέρονται στα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι εκτός από την απόφαση και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης αναγνώσθηκαν και τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά της 48995/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ότι αναγνώσθηκαν. Από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης εκείνης στο άνω Μονομελές Πλημμελειοδικείο προκύπτει ότι τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο του έγγραφα ήταν α) αντίγραφο αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας αρχείου με ευαίσθητα δεδομένα β) το από 12.5.1999 έγγραφο του Β προς την Εθν. Ασφαλιστική γ) απόδειξη λιανικής πωλήσεως από τις εκδόσεις "Χ", δ) το από 4/10/2004 έγγραφο προς Νομική Υπηρεσία "Β", ε) το υπ' αριθμό 827 πρακτικό Δ.Σ Β, στ) η υπ' αριθμ. 150/2001 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων καθώς και οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου . Εξάλλου προσδιορίζονται με επάρκεια κατά τα στοιχεία εξατομικεύσεως των τα αναφερόμενα στα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση λοιπά επιπλέον αναγνωσθέντα στη δίκη κατ' έφεση έγγραφα. Δεν προκύπτει ότι υπήρχαν στη δικογραφία και άλλα έγγραφα με τον ίδιο τίτλο, αριθμό και ημερομηνία των αναγνωσθέντων αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο. Κατ' ακολουθίαν αυτών ήταν γνωστά στον ήδη αναιρεσείοντα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στη δίκη στον πρώτο βαθμό και αναφέρονται στα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών μαζί με την πρωτόδικη απόφαση και τα πρακτικά εκείνης και για τα έγγραφα αυτά και τα λοιπά επί πλέον αναγνωσθέντα κατά την ακροαματική διαδικασία στη δίκη κατ' έφεση δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά προσθέτων στοιχείων για τον προσδιορισμό τους και ο συνήγορος που εκπροσώπησε τον ήδη αναιρεσείοντα στην δίκη στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο γνώριζε τα αναγνωσθέντα έγγραφα όπως προσδιορίζονται και μπορούσε να προβεί σε δηλώσεις εξηγήσεις και παρατηρήσεις κατά το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ. η λήψη δε αυτών των εγγράφων από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση για τη διαμόρφωση της κρίσεως του επί της ουσίας δεν επέφερε ακυρότητα της διαδικασίας. Οι αντίθετες αιτιάσεις που προβάλλει ο αναιρεσείων για μη επαρκή προσδιορισμό της ταυτότητας των εγγράφων που αναγνώσθηκαν έτσι ώστε να μη προκύπτει ποια συγκεκριμένα έγγραφα λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για να κρίνει περί της ενοχής του δεν συνιστούν λόγο αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όπως ο αναιρεσείων ισχυρίζεται κατ' εκτίμηση τον αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ. Για απόλυτη ακυρότητα που είναι, όμως, απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 1 του Ν. 2472/1997 "Προστασία ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" αντικείμενο αυτού του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Κατά το άρθρο 2 εδαφ. α', β', γ', δ', και ε' αυτού νόμου για τους σκοπούς αυτού νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα" κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων, β) "ευαίσθητα δεδομένα", τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες (με την παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3471/2006 ρυθμίσθηκαν οι περιπτώσεις όπου ειδικά για τα σχετικά με τις ποινικές διώξεις ή καταδίκες δύναται να επιτραπεί η δραστηριοποίηση μόνο από την εισαγγελική αρχή), γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας 'η βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ') "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή ε)"αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αποτελούν ή μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και τα οποία τηρούνται είτε από το δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2472/1997, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του ιδίου νόμου "όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση ή χρηματική ή ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι οι κυρώσεις που προβλέπονται στον ν. 2472/1997 εν όψει της ιδιάζουσας βαρύτητας των, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του ν. 2472/1997 που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην τήρηση αρχείων προσωπικών δεδομένων.
Συνεπώς, για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται : α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "αρχείο" δηλαδή κατ' άρθρο 2 περ ε σύνολο προσωπικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας και τηρούνται κατά τα οριζόμενα στην άνω διάταξη, β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί και γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται με τις πιο πάνω διατάξεις. Έτσι, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες, των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν εις γνώση του, χωρίς να προκύπτει αυτός σε κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως. Από τη διατύπωση του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, προκύπτει ότι οι ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται από αυτές επιβάλλονται σε περίπτωση παράνομου επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποίησης του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως και όχι στην περίπτωση που έγινε τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα δεδομένα από μόνος του, καθόσον σε τέτοια περίπτωση δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα. Εξ άλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ των αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση και τα πρακτικά της, το δίκασαν κατ' έφεση Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών δέχθηκε στο αιτιολογικό του (μετά από παράθεση νομικών σκέψεων ομοίων προς τις ανωτέρω παρατιθέμενες ως προς τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2472/1997) τα εξής: Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως και κατηγορίας, που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο και από την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως προέκυψε και το δικαστήριο πείσθηκε ότι ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος διότι: "Η μηνύτρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Β Μαιευτικό -Γυναικολογικό- Χειρουργικό- Διαγνωστικό- Θεραπευτικό Κέντρο Α.Β.", στο πλαίσιο παρεχομένων υπ' αυτής υπηρεσιών υγείας διαθέτει μαιευτήριο στην .... Προς εκπλήρωση του σκοπού της περί παροχής υπηρεσιών υγείας η μηνύτρια εταιρεία διατηρεί αρχείο προσωπικών δεδομένων για τις ασθενείς (λεχωίδες) στο οποίο περιλαμβάνονται τα προσωπικά τους στοιχεία και συγκεκριμένα ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, τηλέφωνο, στοιχεία χορηγήσεως φαρμάκων και ιατρικό ιστορικό, βάσει της υπ'αριθ.... αδείας χορηγηθείσας κατ' άρθρο 7 του ν.2472/1997 από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Ο κατηγορούμενος εκμεταλλεύεται ατομική επιχείρηση έκδοσης και εμπορίας βιβλίων (γενικού περιεχομένου) με την επωνυμία "Χ", που εδρεύει στην οδό .... Για την προώθηση των βιβλίων του στο καταναλωτικό κοινό ο κατηγορούμενος απασχολεί πωλητές αμειβόμενους με ποσοστά επί των πωλήσεων οι οποίοι επισκέπτονται τους πελάτες στις κατοικίες τους. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προωθητικής διαδικασίας των προϊόντων του ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από 28-2-2004 μέχρι 4-11-2004 επενέβη με άγνωστο τρόπο, χωρίς να έχει δικαίωμα προς τούτο, στο αρχείο προσωπικών δεδομένων που νόμιμα, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, τηρεί το προαναφερόμενο μαιευτήριο "Β" και πληροφορήθηκε τα ονοματεπώνυμα, τις διευθύνσεις κατοικίας, τα τηλέφωνα και το ιατρικό ιστορικό λεχωίδων, οι οποίες είχαν γεννήσει στο εν λόγω μαιευτήριο, βάσει δε αυτών των στοιχείων απέστειλε απασχολούμενους κατά τον ανωτέρω τρόπο υπαλλήλους του, στις οικίες των λεχωίδων για να επιτύχουν πωλήσεις βιβλίων σχετικών με την φροντίδα και την υγεία των νεογνών. Συγκεκριμένα, υπάλληλος του κατηγορουμένου, επισκέφθηκε στις 28-2-2004 στην οικία της την Λ, η οποία είχε γεννήσει στο μαιευτήριο "Β" στις 30-1-2004 την οποία αναζήτησε με το επώνυμο του συζύγου της και κυρίως γνώριζε την ηλικία του νεογνού της, στοιχεία γνωστά μόνο στο εν λόγω, μαιευτήριο, της πούλησε δε δύο σειρές βιβλίων μία εγκυκλοπαίδεια με θέματα που αφορούσαν το παιδί και μία σειρά παιδικών παραμυθιών. Περί τα τέλη του μηνός Μαΐου και αρχές του μηνός Ιουνίου του έτους 2004 υπάλληλος του κατηγορουμένου επισκέφθηκε, για να της πωλήσει εγκυκλοπαίδεια σχετικά με το παιδί με τίτλο "ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΗΤΕΡΑ", δύο φορές στην οικία της την Ε, η οποία είχε γεννήσει στις 29-5-2004 στο ως άνω μαιευτήριο, προσφωνώντας την με το επώνυμο του συζύγου της, το οποίο δεν χρησιμοποιούσε στις συναλλαγές και επομένως δεν μπορούσε να το έχει πληροφορηθεί ο κατηγορούμενος από άλλη πηγή πλην του μαιευτηρίου στο οποίο μόνο το είχε δηλώσει η εν λόγω λεχωίδα. Στις 1-10-2004 η Φ, υπάλληλος του κατηγορουμένου, αφού προηγουμένως επικοινώνησε τηλεφωνικά, ακολούθως επισκέφθηκε, αυθημερόν, στην οικία της την Ρ, η οποία είχε γεννήσει στο ανωτέρω μαιευτήριο. Παρούσα στην προαναφερόμενη επίσκεψη της υπαλλήλου του κατηγορουμένου ήταν η Δ, υποδιευθύντρια του μαιευτηρίου "Β", το οποίο είχε ειδοποιήσει μετά το ανωτέρω τηλεφώνημα η λεχωίδα παραπονούμενη για την ενόχληση της, ενώπιον αυτής δε, η ανωτέρω υπάλληλος του κατηγορουμένου πούλησε στην Ρ βιβλία (σύγχρονη ιατρική και παραμύθια) που αφορούσαν το παιδί αξίας 295 ευρώ και στην οποία έδωσε την υπ'αριθ.172/1-10-2004 απόδειξη είσπραξης του εν λόγω ποσού, όπου ανεγράφοντο τα στοιχεία του κατηγορουμένου και της επιχείρησης του. Το τηλέφωνο της Ρ δεν θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να το πληροφορηθεί από τον ΟΤΕ ή από άλλη πηγή, διότι ήταν απόρρητο και η εν λόγω λεχωίδα του είχε δηλώσει μόνο στο μαιευτήριο. Στις αρχές Νοεμβρίου του έτους 2004 η Σ, η οποία είχε γεννήσει στο μαιευτήριο "Β" στις 23-8-2004 δέχθηκε σειρά τηλεφωνημάτων από υπαλλήλους του κατηγορουμένου, οι οποίοι δήλωναν υπάλληλοι των εταιρειών των βιβλίων "ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ" ή "ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ" ή "ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΗΤΕΡΑ", σε αριθμό τηλεφώνου που ήταν απόρρητος και η λεχωίδα είχε δηλώσει μόνο στο εν λόγω μαιευτήριο (βλ. την από 9-2-2005 αναγνωσθείσα προανακριτική κατάθεση του Τ). Το ότι ο κατηγορούμενος έλαβε γνώση παράνομα των προσωπικών δεδομένων των ανωτέρω λεχωίδων από το αρχείο του μαιευτηρίου Β, προκύπτει από το γεγονός ότι οι γυναίκες αυτές οχλήθηκαν στο αμέσως μεταγενέστερο της εξόδου τους από το μαιευτήριο "Β" χρονικό διάστημα, στο οποίο είχαν δώσει, πέραν της διευθύνσεως της κατοικίας τους, το απόρρητο τηλέφωνο τους το οποίο δεν θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να πληροφορηθεί από τον ΟΤΕ, αλλά και από το γεγονός ότι οι υπάλληλοι του κατηγορουμένου απευθύνθηκαν προς αυτές χρησιμοποιώντας το επώνυμο του συζύγου τους, και όχι το οικογενειακό τους επώνυμο, το οποίο χρησιμοποιούσαν στις συναλλαγές, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αν η πηγή των πληροφοριών του βρισκόταν εκτός του μαιευτηρίου Β, δεδομένου ότι μόνο στο μαιευτήριο η καταχώρηση των στοιχείων τόσο των λεχωίδων όσο και των νεογνών γίνεται με το επώνυμο του συζύγου τους. Εξάλλου, η ανωτέρω κρίση ενισχύεται, σε συνδυασμό και προς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, από τις ένορκες καταθέσεις στο ακροατήριο κατά την ανωτέρω δικάσιμο τόσο της μάρτυρα υπεράσπισης ..., η οποία αν και βεβαιώνει ότι εργάζεται, στην εταιρεία του κατηγορουμένου επί 22 έτη και επομένως γνωρίζει τον τρόπο προώθησης των προϊόντων της (βιβλίων), δεν μπόρεσε να προσδιορίσει με ποιο συγκεκριμένο τρόπο, πλην του ίδιου του μαιευτηρίου "Β", πληροφορήθηκε ο κατηγορούμενος τα απόρρητα τηλέφωνα των προαναφερομένων λεχωίδων, όσο και του μάρτυρα υπεράσπισης ..., αδελφού του κατηγορουμένου, ο οποίος δηλώνει ότι ήταν τυχαία η πώληση των βιβλίων στις προαναφερόμενες λεχωίδες κατά την αναζήτηση πελατών από τους υπαλλήλους του αδελφού του με το σύστημα πωλήσεως πόρτα-πόρτα, χωρίς να καταθέτει γεγονός σχετικά με τον τρόπο ανεύρεσης από τον κατηγορούμενο των προαναφερομένων απορρήτων αριθμών τηλεφώνων, ουδείς δε εκ των προαναφερθέντων μαρτύρων καταθέτει αρνητικά ως προς το γεγονός της προώθησης των προϊόντων του κατηγορουμένου με τον προεκτιθέμενο τρόπο προς τις ανωτέρω αναφερόμενες λεχωίδες. Πρέπει, όμως, να αναγνωρισθεί η συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 εδ.β του ΠΚ, διότι ωθήθηκε στην πράξη του όχι από ταπεινά αίτια, αλλά για να αντιμετωπίσει πιεστικές οικονομικές ανάγκες του. Στη συνέχεια το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδαφ. β' του Π.Κ. του ότι: Στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 28-2-2004 έως 4/11/2004 χωρίς δικαίωμα επενέβη με οποιοδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και έλαβε γνώση των δεδομένων αυτών. Ειδικότερα κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο πληροφορήθηκε χωρίς να έχει σχετικό δικαίωμα από το αρχείο που νομίμως τηρείται στην Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "Β Μαιευτικό - Γυναικολογικό - Χειρουργικό - διαγνωστικό - Θεραπευτικό και Ερευνητικό Κέντρο Α.Ε" όπως νομίμως εκπροσωπείται τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις τα τηλέφωνα και το ιατρικό ιστορικό διαφόρων ασθενών και λεχωίδων που είχαν γεννήσει στο ανωτέρω Μαιευτήριο τις οποίες επισκέφθηκε για να προωθήσει την πώληση βιβλίων σχετικών με την φροντίδα των νεογνών. Περαιτέρω το δικάσαν δικαστήριο κατεδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή φυλακίσεως εξι (6) μηνών την οποία ανάστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω ποινικού αδικήματος οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 Π.Κ και 22 παρ. 4 ν. 2472/1997. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αναφέρει στην προσβαλλομένη απόφαση και στο διατακτικό αυτής περιστατικά επέμβασης του στο αρχείο δεδομένων του Μαιευτικού Θεραπευτικού Κέντρου που λειτουργούσε με μορφή ανώνυμης εταιρείας και για ασάφειες και ελλείψεις όσον αφορά την πρόσβασή του σε αρχείο προσωπικών δεδομένων υπό την έννοια του άρθρου 2 εδαφ. ε του ν. 2472/1997 είναι αβάσιμες. Κατά τα γενόμενα δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας συνέτρεξε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως του ήδη αναιρεσείοντος στο νομίμως τηρούμενο, από την ανώνυμη εταιρεία που διατηρούσε το μαιευτικό - γυναικολογικό χειρουργικό κέντρο στο ... , αρχείο προσωπικών δεδομένων με τα στοιχεία ταυτότητας, επώνυμο συζύγου διεύθυνση κατοικίας - τηλέφωνο και λοιπές πληροφορίες ιατρικού ιστορικού και φαρμακευτικής αγωγής για τις γυναίκες που είχαν γεννήσει πρόσφατα στο μαιευτήριο Β τέκνο και την αυθαίρετη εκμετάλλευση των στοιχείων αυτών τα οποία έγινε δεκτό ότι τα πληροφορήθηκε ο αναιρεσείων από το αρχείο του άνω μαιευτηρίου για την προώθηση της πωλήσεως βιβλίων σχετικών με την φροντίδα των νεογνών και γενικότερα για το παιδί που εμπορευόταν η ατομική εκδοτική επιχείρηση του προς τις άνω γυναίκες, τις οποίες προσέγγισαν συνεργαζόμενες με τον αναιρεσείοντα πωλήτριες που αμείβονταν από αυτόν με ποσοστά επί της αξίας των πωλουμένων βιβλίων. Παρατίθενται ακόμη στο αιτιολογικό της αποφάσεως πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι έγινε από τους συνεργάτες του αναιρεσείοντος στην προσπάθεια να πωλήσουν βιβλία στις αναφερόμενες γυναίκες που είχαν πρόσφατα γεννήσει τα τέκνα των στο μαιευτήριο Β χρήση στοιχείων από δεδομένα που δεν έχουν προέλθει από άλλη πηγή εκτός από το μαιευτήριο Β όπου είχε γίνει καταχώρησή των και ειδικότερα αφ' ενός ως προς το επώνυμο του συζύγου των γυναικών αυτών που είχαν γεννήσει στο μαιευτήριο αυτό, ενώ χρησιμοποιούσαν οι ίδιες το οικογενειακό τους επώνυμο στις συναλλαγές και η ηλικία του νεογνού και αφ' ετέρου ως προς τον αριθμό κλήσεως της σταθερής τηλεφωνικής παροχής της κατοικίας των που ήταν απόρρητος. Επίσης στην προσβαλλόμενη απόφαση μετά από αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν γίνεται δεκτό ότι μόνον μετά από επέμβαση που έγινε στο αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του εν λόγω μαιευτηρίου από τον ήδη αναιρεσείοντα έλαβε αυτός τις άνω πληροφορίες για τα άνω στοιχεία των γυναικών που είχαν δηλώσει αυτά όταν έγινε ο τοκετός των νεογνών τους εκεί και ότι δεν γνώριζαν κατά άλλον τρόπο και από άλλη πηγή τα άνω στοιχεία των αναφερομένων γυναικών που είχαν γεννήσει πρόσφατα οι συνεργαζόμενοι με τον αναιρεσείοντα πωλητές που εμφανίσθηκαν και πώλησαν βιβλία στις εν λόγω γυναίκες. Είναι επαρκείς οι αιτιολογίες της προσβαλλομένης αποφάσεως από άποψη παραθέσεως των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αποδιδόμενης στον αναιρεσείοντα παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που ετηρείτο νόμιμα σύμφωνα με όσα ορίζονταν στο άρθρο 2 περ. ε του ν. 2472/1997 από την αποτελούσα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου άνω ανώνυμη εταιρεία ανεξάρτητα από το εάν παρέμεινε άγνωστος όπως αναφέρεται στην αιτιολογία της αποφάσεως ο ειδικότερος τρόπος επεμβάσεως του στο αρχείο αυτό προσωπικών δεδομένων. Όσον αφορά την από δόλο τέλεση της αποδιδόμενης στον αναιρεσείοντα παραβάσεως του άρθρου 22 παρ. 4 ν. 1472/1997, για την υποκειμενική συγκρότηση της οποίας αρκεί οποιαδήποτε μορφή δόλου, δεν απαιτείτο ιδιαίτερη αιτιολόγησή του. Κατά τις παραδοχές της αποφάσεως η επέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος στο τηρούμενο στο μαιευτήριο της ανώνυμης εταιρείας αρχείο προσωπικών δεδομένων έγινε για να εκμεταλλευθεί αυτός τα αναφερόμενα στοιχεία προκειμένου να προωθήσει μέσω των συνεργατών του που ενεργούσαν τις πωλήσεις την διάθεση βιβλίων για το παιδί και την φροντίδα και υγεία των νεογνών που εμπορευόταν η επιχείρηση του σε γυναίκες που πρόσφατα είχαν γεννήσει στο άνω μαιευτήριο. Από αυτές τις παραδοχές υποδηλώνεται ότι ο ήδη αναιρεσείων ενήργησε με την θέληση και γνώση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούσαν την αντικειμενική υπόσταση της άνω αξιοποίνου πράξεως. Διαλαμβάνεται συνεπώς περί του δόλου του κατηγορουμένου αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία της αποφάσεως για την ενοχή του για την πράξη που του αποδίδεται και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σε αυτήν. Επομένως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Μετά από αυτά ελλείψει ετέρου λόγου προς έρευνα η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-2-2010 δήλωση - αίτηση του Χ για αναίρεση της 71572/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2010. Και
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιουλίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ