Θέμα
Συλλογική σύμβαση εργασίας, Επίδομα εορτών, Απορρίπτει αναίρεση.
Περίληψη:
Για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή επιδομάτων εορτών, προσαυξήσεων για εργασία κατά Κυριακές και αργίες και νύκτα, αρκεί ν' αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές, αργίες και νύκτα, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς ημερομηνίες, αφού οι μεν Κυριακές προκύπτουν από το ημερολόγιο, οι δε αργίες καθορίζονται από το νόμο, ενώ δεν απαιτείται ειδικός προσδιορισμός καθ' ημέρα ή εβδομάδα της νυκτερινής εργασίας, αλλ' αρκεί η αναφορά αυτών. Στην έννοια του «κανόνα ουσιαστικού δικαίου» του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ υπάγονται και οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Κλαδική Σύμβαση Εργασίας Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Συστημάτων όλης της χώρας του έτους 2009 και 2010. Νομική, ποιοτική και ποσοτική αοριστία της αγωγής. Στη νομική αοριστία ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ , ενώ στις λοιπές περιπτώσεις λόγος από τους αριθμούς 8 και 14 του ίδιου άρθρου. Έννοια πράγματος από τον αριθμό 10 για απόδειξη χωρίς αποδείξεις. Επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Προϋπόθεση η παραδοχή της αίτησης αναίρεσης. Απορρίπτει αναίρεση και αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων.
Αριθμός 525/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 16 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ... SECURITY SERVICES ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ και το διακριτικό τίτλο ... SERVICES S.A. που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταμάτη Τερεζάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Π. Φ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Θεοφάνους, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/9/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 484/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 4403/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 22/6/2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1 Με την από 22-6-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 4403/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της 484/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, έγινε δεκτή εν μέρει κατ’ ουσία η αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη αναιρεσείουσα να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο το ποσό των 12.542,88 για αποδοχές από την υπερημερία της αναιρεσείουσας-εργοδότριάς του, στην οποία περιήλθε αυτή λόγω άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις σχετικές παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 31/2009, 7/2006, 4/2005, ΑΠ 837/2015). Με την διάταξη του άρθ.559 αριθ.1 ΚΠολΔ ελέγχεται η κρίση ως προς τη νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοσθεί, αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από το νόμο προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος για να κρίνει νόμιμη την αγωγή ή, αντίθετα, αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα στοιχεία. Η αοριστία, όμως, του δικογράφου της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφο αυτό δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής (ποσοτική αοριστία ) ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Στις περιπτώσεις αυτές της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ, αντίστοιχα ( ΑΠ 769/2017, ΑΠ785/2017,ΑΠ 837/2015, ΑΠ 614/2015). Για να ιδρύεται πάντως ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης πρέπει ο σχετικός με την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία ισχυρισμός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναίρεσης, στην οποία πρέπει επίσης να παρατίθεται το περιεχόμενο της αγωγής ή της ένστασης που κρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένες ή απορρίφθηκαν ως αόριστες, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 1262/2014,ΑΠ 119/2014, 765/2008). Δεν αποτελούν αιτήσεις, υπό την ως άνω έννοια, οι ενστάσεις, αντενστάσεις κλπ και γενικά τα ‘ ‘ πράγματα’ ‘ κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και οι λόγοι έφεσης, τους οποίους δεν έλαβε υπόψη το δικαστήριο. Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία διάταξη, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως ‘ ‘ πράγματα ‘ ‘ , η μη λήψη υπόψη των οποίων, καίτοι προταθέντων, θεμελιώνει το λόγο αυτό αναίρεσης, νοούνται οι αυτοτελείς και παραδεκτά προτεινόμενοι πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι συγκροτούν τη βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, με την έννοια δε αυτή πράγματα αποτελούν και οι λόγοι έφεσης που αφορούν τέτοιους ισχυρισμούς. Αν με την αιτίαση αυτή προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε να είχε προταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά στο δεύτερο βαθμό, εκτός αν πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά, κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη. Ο λόγος αυτός δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, τούτο δε συμβαίνει και όταν δέχεται περιστατικά αντίθετα προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ ΑΠ 14/2004 ). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρονται, εκτός από τα πράγματα που το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη, αν και προτάθηκαν, και όλα τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι ο ισχυρισμός προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 1262/2014, ΑΠ 145/2014, 139/2014). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει (α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και (γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή επιδομάτων εορτών, προσαυξήσεων για εργασία κατά Κυριακές και αργίες και νύκτα συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, αρκεί ν’ αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές, αργίες και νύκτα, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς ημερομηνίες, αφού οι μεν Κυριακές προκύπτουν από το ημερολόγιο, οι δε αργίες καθορίζονται από το νόμο, ενώ δεν απαιτείται ειδικός προσδιορισμός καθ’ ημέρα ή εβδομάδα της νυκτερινής εργασίας, αλλ’ αρκεί η αναφορά αυτών (ΑΠ 984/2013, ΑΠ 1108/2009, 235/2007, 1600/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 17-9-2010 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ισχυρίζεται τα ακόλουθα : Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου προσλήφθηκε στις 19-11-2001 από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, προκειμένου να παράσχει την εργασία του, ως φύλακας, επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, οκτώ ώρες ημερησίως και έναντι αποδοχών, όπως ορίζονται στις οικείες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τις οποίες συνήψαν τα συνδικαλιστικά σωματεία του κλάδου του. Ωστόσο, η εναγομένη στις 17-6-2010 κατήγγειλε την ως άνω εργασιακή του σύμβαση, αφενός μεν καταβάλλοντάς του μικρότερη. της προβλεπόμενης από το νόμο αποζημίωσης, αφετέρου δε διαπνεόμενη από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπό του, όπως εκείνοι λεπτομερώς περιγράφονται στην αγωγή. Ο μήνας Μάιος του έτους 2010 είναι ο τελευταίος μήνας πλήρους απασχόλησής του στην εναγομένη με βάση το .../5-5-2010 ωροπρόγραμμα της. Έτσι οι αποδοχές του, που έπρεπε να του καταβάλει ανέρχονταν ( νόμιμος μισθός και για την πρόσθετη εργασία του τα Σάββατα ,αργίες και νύκτες) : α) Με βάση το άρθρο 6 της από 13.3.1986 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε και τα άρθρα 1.1 και 1.2 του Παραρτήματος Α’ της …/2009 εθνικής κλαδικής σσε ο νόμιμος μηνιαίος μισθός του ανερχόταν στο ποσό των 1.165,78 ευρώ, όπως λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή. β) Για νυχτερινή εργασία του που πραγματοποίησε στις 4-5-2010 από 23:ΟΟμ.μ-08:ΟΟ π.μ =7 ώρες, στις 5-5-2010 από 23:ΟΟμ.μ-08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, στις 6-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, στις 7-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-07:3Ο ττ.μ =7 ώρες, στις 8-5-2010 από 19:30 μ.μ-07:30 π.μ=8 ώρες, στις 9-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-07:30 π.μ=7 ώρες,12-5-2010 από 19:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=8 ώρες, στις 13-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ- 08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, στις 14-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-07:30 π.μ =7 ώρες, στις 16-5-2010 από 14:ΟΟ μ.μ-23:ΟΟ μ.μ=1 ώρα, στις 18-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, στις 19-5-2010 από 19:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ= 8 ώρες, στις 20-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, στις 21.5.10 από 23:ΟΟ μ.μ-07:30 π.μ=7 ώρες, στις 23-5-2010 από 19:30 μ.μ-07:30π.μ=8 ώρες, στις 24-5-2010 από 19:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=8 ώρες, στις 6-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, 27-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=7 ώρες, στις 28-5-2010 από 23:ΟΟ μ.μ- 07:3Ο ττ.μ=7 ώρες, στις 29-5-20 από 19:30 μ.μ-08:ΟΟπ.μ=8ώρες,ήτοι, 7+7+7+8+8+7+7+1+7+7+8+8+7+7+8 +7+7+7+8=140 ώρες νυχτερινής εργασίας Χ 1,75=245,00 ευρώ. γ) Για τα 3 Σάββατα που εργάσθηκε στην εναγομένη στις 8-5-2010, στις 22-5-2010 και στις 29-5-2010 για 04.30 ώρες για το καθένα από αυτά και σύνολο 04:30Χ3=13:30ώρεςΧ6,99 το ωρομίσθιο = 92,97ευρώΧ30%(ν.3846/10άρθρ.8)=27,89+92,97=120,86ευρώ, δ) Για τις 3 Κυριακές που εργάσθηκε στην εναγομένη στις 16-5-2010 από 14:ΟΟμ.μ-23:ΟΟ μ.μ=10 ώρες, στις 23-5-2010 από 19.30 μ.μ -07.30 π.μ =04.30, στις 30-5-2010 από 18:ΟΟ μ.μ-08:ΟΟ π.μ=6 ώρες, άρα εφόσον δεν έλαβε ρεπό στην ερχόμενη εβδομάδα της κάθε μίας από τις ανωτέρω απασχολήσεις του, δικαιούται: 10+04:30+6=20:30 ώρες εργασίας Κυριακών Χ 6,99 το νόμιμο ωρομίσθιο= 141,90 ευρώ Χ 75%=248,32 ευρώ και στ) Για τις 2 παράνομες υπερωριακές απασχολήσεις του, στις ημέρες των αντίστοιχων ρεπό του μηνός Μαΐου του 2010, που η εναγομένη στην σχετική εξοφλητική απόδειξή της, αυθαιρέτως ονόμασε οικειοθελείς παροχές, του κατέβαλλε το ποσό των 40,00 ευρώ, έστω όμως και έτσι και εφ’ όσων δεν έγινε αναγγελία τούτων, βάση του Ν.3385!2005 οφείλει να του καταβάλλει το ποσό των 40,00 ευρώ προσαυξημένο κατά 100%, ήτοι 40,00 Χ100%= 40,00+40,00= 80,00 ευρώ. Επομένως για το μήνα Μάιο του έτους 2010 που είναι και ο τελευταίος μήνας πλήρους απασχολήσεώς του στην εναγομένη και για τις υπό στοιχεία α’ , β’ γ’ , ‘ δ’ και στ’ αιτίες, έπρεπε αυτή να του καταβάλλει 1165,78+245,00 +120,86+248,32+80,00=1859,96 ευρώ. Με βάση υπολογισμού το ποσό των 1859,96 ευρώ και πιθανή ημερομηνία συζήτησης της παρούσης αγωγής την 18-6-2011, οφείλει η εναγομένη εξαιτίας και μόνο της άκυρης απολύσεώς του (και με την επιφύλαξη διεκδίκησης των υπολοίπων δεδουλευμένων κλπ) να του καταβάλλει τα κάτωθι ποσά: Α) Για τακτικούς μισθούς υπερημερίας, του χρονικού διαστήματος από 18-6-2010 (επομένης της απολύσεώς του), έως 18-6-2011 το ποσό των 26039,44 ευρώ (1859,96 Χ 14 = 26039,44), άλλως και όλως επικουρικώς το ποσό των 2003,82 ευρώ που προκύπτει ως εξής: 1859,96 Χ 5 μήνες + 1/6 = 9609,79 ευρώ η νόμιμη αποζημίωση που έπρεπε να λάβει μείον 7605,97 η ελλιπής που έλαβε =2003,82 ευρώ η διαφορά αυτής και Β) Για το παραπάνω χρονικό διάστημα (από 18-6-2010 έως και 18-6-2011), για αποδοχές αδείας, επιδόματα αδείας και δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων, το ποσό των 9.603,57 ευρώ. Τα παραπάνω ποσά θα πρέπει να του καταβάλει η εναγομένη νομιμοτόκως από την πρώτη κάθε επομένου μηνός από εκείνου στον οποία είναι καταβλητέα και για κάθε έτος ξεχωριστά, με βάση την εργασιακή του σύμβαση, άλλως με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, άλλως με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή ουδεμία αοριστία έπασχε ως προς τις ζητούμενες προσαυξήσεις νυκτερινής εργασίας και εργασίας κατά τις Κυριακές του μήνα Μαΐου του έτους 2010, όπως ορθά έκρινε και το Εφετείο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, για την επιδίκαση αμοιβών για εργασία κατά τη νύκτα και Κυριακές αρκεί ο αριθμητικός προσδιορισμός των ημερών και ωρών αυτών και το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρονται, στοιχεία που με πληρότητα παρατίθενται στην αγωγή και μάλιστα αναφέρονται σ’ αυτήν και οι ακριβείς ημερομηνίες και ώρες.
Συνεπώς η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με το να δεχθεί περιστατικά νυκτερινής εργασίας και εργασίας κατά τις Κυριακές δεν έσφαλε. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατ’ ορθή εκτίμηση από τον αριθμό 1 του άρθρου . 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 8 του ίδιου άρθρου, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι στην αγωγή δεν περιέχονται περιστατικά νυκτερινής εργασίας και εργασίας κατά τις Κυριακές, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. 3. Στην έννοια του "κανόνα ουσιαστικού δικαίου" του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ υπάγεται και η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που έχει νομίμως καταρτιστεί από εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους των δύο πλευρών, ύστερα από ελεύθερες μεταξύ τους διαπραγματεύσεις και έχει δημοσιευθεί νομίμως, αφού στις ΣΣΕ, με τις οποίες συμπληρώνονται οι γενικοί όροι εργασίας που καθορίζονται με νόμο (άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος), ρυθμίζονται ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις εργαζομένων και εργοδοτών. ‘ Έτσι, η παραβίαση των ΣΣΕ από τα δικαστήρια της ουσίας, κατά την επίλυση των εργατικών διαφορών δημιουργεί τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω το άρθρο 1 παρ.1.2 του Α’ Παραρτήματος της Κλαδικής Σύμβασης Εργασίας Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Συστημάτων όλης της χώρας του έτους 2009 , με τίτλο << Κατώτατα όρια αποδοχών>> ορίζει τα εξής : << Σε όλα τα μισθολογικά κλιμάκια στα οποία υπάγονται οι εργαζόμενοι πλην των νεοπροσλαμβανομένων από 1/1/2009 δεν θα επέλθει ουδεμία μισθολογική μεταβολή (βασικός μισθός και επιδόματα) πλην από αυτά που προβλέπει η εργατική νομοθεσία (προσαυξήσεις νυχτερινών, αργιών, κ.λπ.) και των όσων ρητά αναφέρονται ανωτέρω (Άρθρο 1, παρ.1.1)>>. Το άρθρο 1.1. του Α’ Παραρτήματος της ίδιας κλαδικής ΣΣΕ ορίζει : << Οι κατώτατες βασικές αποδοχές των εργαζομένων ....αυξάνονται σε ποσοστό 5,5% για το έτος 2009 και ο μισθός διαμορφώνεται στο ποσό των 739,56 ευρώ στο κλιμάκιο (0-2) και ισχύουν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 Α 3 της ισχύουσας ΕΓΣΣΕ>>. Ακόμη το άρθρο 2 παρ. 2.9 του Ά Παραρτήματος της ίδιας Κλαδικής ΣΣΕ με τίτλο "Επιδόματα" ορίζει :<< Η μεταβατικότητα των κλιμακίων ισχύει μέχρι και την 31/12/2008 (δηλαδή όσοι εργαζόμενοι μέχρι και την παραπάνω ημερομηνία συμπληρώνουν την απαιτούμενη προϋπηρεσία γιο αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου μεταφέρονται στο επόμενο με την ανάλογη προσαύξηση). Από την 1-1-2009 μέχρι και 31-12-2009 δεν θα υπάρξει αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου για τους εργαζόμενους όλων των ειδικοτήτων που υπάγονται στην παρούσα Κ. Σ. Σ. Ε>>. Εξάλλου, στο προοίμιο της Κλαδικής Σύμβασης Εργασίας Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Συστημάτων όλης της χώρας του έτους 2010, ορίζεται : "Οι παρούσες οικονομικές συνθήκες στην αγορά εργασίας και κυρίως η αναγκαιότητα διασφάλισης των υφιστάμενων θέσεων εργασίας επιβάλλουν όπως για όλο το διάστημα ισχύος της παρούσης διατηρηθεί αμετάβλητο το μισθοδοτικό καθεστώς, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί με την προϊσχύουσα έως την 31-12-2009 από 8-4-2009 Κ.Σ.Σ.Ε. των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας για τους υπαγόμενους στο Παράρτημα Α της παρούσας". Επίσης, το άρθρο 1 παρ.1.1 του Παραρτήματος Α της ΚΣΣΕ 2010 ορίζει : "Οι κατώτατες αποδοχές όλων των μισθολογικών κλιμακίων που καλύπτει η παρούσα Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του Α’ παραρτήματος καταβάλλονται με τους ίδιους όρους όπως η προϊσχύουσα Κ.Σ.Σ.Ε. όπως είχαν διαμορφωθεί την 31-12-2009 αμετάβλητες, έως ότου κατατεθούν, συμφωνηθούν και προσαρτηθούν τα νέα κλιμάκια". Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: <<Δυνάμει της από 19-11-2001 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, η οποία τότε έφερε την επωνυμία "... ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ", προκειμένου να παράσχει την εργασία του, ως προσωπικό ασφαλείας, επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, οκτώ ώρες ημερησίως και έναντι του οριζόμενου μισθού, κατέχοντας μάλιστα την απαιτούμενη από το ν. 2518/1997 άδεια εργασίας, η ισχύς της οποίας παρατάθηκε μέχρι και τις 5-6-2012. Ειδικότερα, στο πλαίσιο παροχής της ως άνω εργασίας του, τοποθετήθηκε αρχικά στο χώρο φύλαξης του τυπογραφείου της εφημερίδας "Η ...", στη συνέχεια στις εγκαταστάσεις (στα κεντρικά γραφεία) της εταιρίας ρολογιών … και από τον Ιανουάριο του 2002 στα κεντρικά γραφεία της εταιρίας οικονομικών ερευνών <<...>>, θέση στην οποία παρέμεινε έως τις 17-6-2010, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως την εργασιακή του σύμβαση, καταβάλλοντάς του, ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των 7.605,97 ευρώ. Περαιτέρω. αποδείχθηκε ότι κατά τον τελευταίο εργασιακό μήνα πριν την απόλυσή του, δηλαδή κατά το διάστημα από τις 17-5-2010 έως τις 17-6-2010, ο ενάγων δικαιούταν να λαμβάνει ως τακτικές αποδοχές: α) 1.113,70 ευρώ (1.039,42 ευρώ ως βασικό μισθό, όπως εκείνος είχε διαμορφωθεί με βάση τη συναφθείσα από τα συνδικαλιστικά σωματεία των διαδίκων από 29-6-2010 εθνική κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας και το προβλεπόμενο στην ίδια μισθολογικό κλιμάκιο στο οποίο εντασσόταν ο ενάγων ως άγαμος και με βάση της προηγούμενης από 8-4-2009 κλαδικής σύμβασης προϋπηρεσία 6 έως 8 έτη + 74,28 ευρώ ως επίδομα κλάδου), β) 225,45 ευρώ, ως προσαύξηση αμοιβής για παροχή, εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, 135 ωρών νόμιμης νυκτερινής εργασίας (6,68 ευρώ το ωρομίσθιο του ενάγοντος χ 135 ώρες χ 25% η προβλεπόμενη από το άρθρο μόνον της ΚΥΑ 18310/1946 προσαύξηση), γ) 227,95 ευρώ, ως αμοιβή για παροχή 19 και 1/2 ωρών νόμιμης εργασίας κατά τις Κυριακές 23-5-2010, 30-5-2010, 6-5-2010 και 13-6-2010, δίχως να λάβει ανάπαυση σε άλλη ημέρα των εβδομάδων που ακολούθησαν εκείνες (6,68 ευρώ το ωρομίσθιο του ενάγοντος χ 19,5 ώρες + 75% η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 του ν. 435/1976 προσαύξηση). Κατά συνέπεια, το συνολικό ύψος των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, στις οποίες περιλαμβάνονται κατά νόμο και τα υπό στοιχεία β’ και γ’ ποσά εφόσον αυτά χορηγούνταν σταθερώς και μονίμως ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του εν λόγω διαδίκου ανέρχεται σε 1.567, 10 ευρώ.
Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που στο ίδιο συμπέρασμα κατάληξε και έκρινε ότι οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα κατά τον τελευταίο χρόνο πριν την απόλυσή του ανερχόταν στο ποσό των 1.567,10 ευρώ δεν έσφαλε και συνεπώς ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία. Κατόπιν των παραπάνω, βάσει του ως άνω ποσού των 1.567,10 ευρώ θα έπρεπε, κατά νόμο (άρθρο 5 παρ. Ι ν. 3198/1955) να υπολογιστεί η οφειλόμενη στον ενάγοντα αποζημίωση για την καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, η οποία, επομένως ανέρχεται σε 9.141,40 (1.567,10 ευρώ + 1/6 ως προσαύξηση γιο την εξεύρεση της αναλογίας επιδομάτων εορτών και αδείας , χ 5 μήνες ενόψει οκταετούς προϋπηρεσίας) και όχι σε 7.605,97 ευρώ ποσό που καταβλήθηκε για το σκοπό αυτό.
Συνεπώς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η από 17-6-2010 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος είναι εκ του λόγου αυτού άκυρη, αφού μόνη η διαπίστωση καταβολής αποζημίωσης υπολειπόμενης της νόμιμης, που αναφέρεται στην αγωγή αρκεί για την αναγνώριση της ένδικης απόλυσης ως άκυρης. Η ένσταση δε της εναγομένης περί συγγνωστής της πλάνης ως προς το ακριβές ποσό της οφειλόμενης στον ενάγοντα αποζημίωσης είναι αβάσιμη στην ουσία της και ως εκ τούτου απορριπτέα, καθόσον δεν καταβλήθηκε σημαντικό ποσό της αποζημίωσης (1.535,43 ευρώ), αλλά και διότι η εναγομένη απασχολεί πλέον των 2.500 εργαζομένων, έχοντας μάλιστα βραβευθεί για το έτος 2011 ως << ... >>, ενώ συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στις 500 πιο κερδοφόρες εταιρίες, κατέχοντας σημαντική θέση στο κλάδο της και έτσι δεν δικαιολογείται η πλάνη της ως προς την καταβολή μισθών ή αποζημιώσεων προς τους εργαζομένους της.
Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και απέρριψε την ένσταση της εναγομένης περί συγγνωστής πλάνης ως προς το ποσό αποζημίωσης απόλυσης, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Περαιτέρω συνεπεία της διαγνωσθείσας ακυρότητας της ένδικης απόλυσης, η εναγομένη περιήλθε από τις 18-6-2010 σε υπερημερία δανειστή, η οποία (υπερημερία) τουλάχιστον μέχρι και τις 18- 6-2011, πιθανολογηθέντα από τον ενάγοντα χρόνο συζήτησης της αγωγής, δεν είχε αρθεί.
Συνεπώς, για το διάστημα αυτό, η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποδοχές υπερημερίας ότι ακριβώς θα ελάμβανε αυτός εάν η ίδια δεν απέκρουε την προσφορά της εργασίας του, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων στο νόμο προσαυξήσεων για εργασία κατά τη νύκτα και τις Κυριακές, εφόσον, όπως προεκτέθηκε, επρόκειτο για εργασία παρεχόμενη σταθερώς και μονίμως κατά το χρόνο που προηγήθηκε της ένδικης απόλυσης. Πλέον συγκεκριμένα, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για την αιτία αυτή τα ακόλουθα ποσά: α) 814,84 ευρώ, ως αποδοχές 13 εναπομεινασών ημερών για το μήνα Ιούνιο 2010 (62,68 το ημερομίσθιο χ 13 ημέρες), β) 1.567,10 ευρώ ως αποδοχές Ιουλίου 2010, γ) 7.835,50 ευρώ, ως αποδοχές Αυγούστου έως και Δεκέμβριο 2010 (1.567,10 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές χ 5 μήνες), δ) 783,55 ευρώ, ως επίδομα άδειας έτους 2010 (1.567,10 ευρώ : 2), ε) 1.632,38 ευρώ, ως επίδομα Χριστουγέννων έτους 2010 (1.567,10 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές χ 0,04166, ο συντελεστής αναλογίας του επιδόματος αδείας) και στ’ ) 816,19 - 488,42 ευρώ, ως επίδομα Πάσχα έτους 2010 (1.567,10 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές : 2 χ 0,04166, ο συντελεστής αναλογίας του επιδόματος αδείας +783,55) ... Επίσης μετά τη λήξη της από 29-6-2010 προαναφερθείσας εθνικής κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας τέθηκε σε ισχύ από 1-1-2011, η από 24-2-2011 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας των εργαζομένων της εναγομένης, η οποία εναρμόνισε τις αποδοχές αυτών μετά αντίστοιχα μισθολογικά κλιμάκια της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας ετών 2010- 2012, των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος ανερχομένων πλέον σε 1.332,37 ευρώ (946,84 ευρώ, βασικός μισθός με βάση 9ετή προϋπηρεσία + 191,70 ευρώ, ως προσαύξηση αμοιβής για την προαναφερθείσα παροχή 135 ωρών νόμιμης νυκτερινής εργασίας + 193,83 ευρώ, ως αμοιβή για την προαναφερθείσα παροχή 19,5 ωρών νόμιμης εργασίας κατά τις Κυριακές), η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, για το διάστημα από 1-1-2011 έως 18-6-2011, τα ακόλουθα ποσά: 1) 1.332,37 ευρώ, ως αποδοχές μηνός Ιανουαρίου 2011, 2) 5.329,48 ευρώ, ως αποδοχές Φεβρουάριου έως και Μάιου 2011 (1.332,37 οι μηνιαίες αποδοχές χ 4 μήνες), 3) 959,22 ευρώ, ως αποδοχές 18 ημερών για το μήνα Ιούνιο του 2011 (53,29 ευρώ το ημερομίσθιο χ 18 ημέρες), 4) 666,1812 ως επίδομα άδειας έτους 2011 (1.332,37 ευρώ : 2), 5) 279,79 ευρώ ως τμήμα επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2011 (1.332,37 οι μηνιαίες αποδοχές χ 0,04166 ο συντελεστής αναλογίας του επιδόματος αδείας : 25 για την εξεύρεση του ημερομισθίου χ 5,04 η αναλογία των ημερομισθίων για κάθε 19 ημέρες που περιλαμβάνονται στο διάστημα από 1-5-2011 έως 18-6-2011 και 6) 693,93 ευρώ, ως επίδομα Πάσχα έτους 2011 (1.332,37 ευρώ, οι μηνιαίες αποδοχές δια 2 χ 0,04166 ο συντελεστής αναλογίας του επιδόματος αδείας + 666, 18). Τα άνω δε ποσά οφείλονται στον ενάγοντα νομιμότοκα..... .Επομένως το συνολικό ποσό που οφείλει τελικώς η εναγομένη στον αντίδικό της ως αποδοχές υπερημερίας, για το διάστημα από 18-6-2010 έως 18-6-2011, ανέρχεται σε ευρώ 12.542,28...Κατ’ ακολουθίαν των παραπάνω και γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου της έφεσης πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση 484/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί κατ’ ουσία η κρινόμενη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ), η οποία πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 12.542,28 με το νόμιμο τόκο από τότε που το κάθε ποσό κατέστη απαιτητό μέχρι την εξόφληση>>. Με τη κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις των Κλαδικών Συμβάσεων Εργασίας Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Συστημάτων όλης της χώρας των ετών 2009 και 2010 και συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος από τον αριθμό 1 του 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 10 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Η περίπτωση αυτή, η οποία στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζήτησης, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, υπάρχει όταν, για τα "πράγματα" που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά. Ο όρος "πράγματα", στην παρούσα περίπτωση του αριθμού 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, ήτοι, ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι όμως και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει. Συγκεκριμένα, δεν απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποία από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποία για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 403/2017, ΑΠ638/2016, ΑΠ 677/2015, ΑΠ 2031/2007, ΑΠ 259/2007). Για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο πραγματικός ισχυρισμός που έλαβε υπόψη το δικαστήριο χωρίς απόδειξη και ποία ήταν η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 403/2017,ΑΠ 638/2016, ΑΠ 677/2015). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ’ αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 403/2017, ΑΠ638/2016, ΑΠ 677/2015, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1304/2012, ΑΠ 292/2011). Ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν με επίκληση, καταλήξει σε, έστω και εσφαλμένη, για τα "πράγματα", κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 403/2017, ΑΠ638/2016, ΑΠ 677/2015, ΑΠ 2148/2007, ΑΠ 356/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο επικουρικό, από το άρθρο 559 αρ. 10 του Κ.Πολ.Δ, λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αιτιάται το Εφετείο ότι εσφαλμένα δέχθηκε << ως μέρος του προγράμματος εργασίας του αναιρεσίβλητου κατά το χρονικό διάστημα 17-5-2010 - 17-6-2010, "135 ώρες" νυχτερινής απασχόλησης, καθώς και απασχόληση κατά τις << Κυριακές 23-5-2010, 30-5-2010, 6-6-2010 και 13-6-2010, δίχως ανάπαυση σε άλλη ημέρα των εβδομάδων που ακολούθησαν>>, χωρίς να έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη για τους ισχυρισμούς αυτούς>>. Ο λόγος αυτός, πέραν του ότι πλήττεται απαραδέκτως η ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου, είναι αβάσιμος. Και αυτό διότι, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νόμιμα, καθώς και τις αναφερόμενες στην απόφαση ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων των διαδίκων, που λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων τους. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έκρινε χωρίς απόδειξη εν μέρει ως ουσία βάσιμη την αγωγή, δεχόμενο ακυρότητα της από 17-6-2010 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου του εναγομένου αναιρεσιβλήτου και επιδικάζοντας σ’ αυτόν τα αναφερόμενα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ποσά 5. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ν’ απορριφθεί. 6. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 579 παρ.2 ΚΠολΔ αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια η αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εξέταση της αίτησης επαναφοράς προϋποθέτει την παραδοχή της αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την σωρευόμενη στο αναιρετήριο αίτηση, η αναιρεσείουσα ζητεί να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να της αποδώσει το επιδικασθέν κεφάλαιο των 12.542,88 ευρώ και τους επ’ αυτού τόκους, που του κατέβαλε, σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων είναι αβάσιμη, αφού, κατά τα ανωτέρω, η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε. 7.Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα ως ηττώμενη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-6-2017 αίτηση για αναίρεση της 4.403/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 2018 .
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ