Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 255 / 2015    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα σχετική, Ακυρότητα επιδόσεως.




Περίληψη:
Φοροδιαφυγή κατ'εξακ/ση.
Απόφαση επί εφέσεως, μη δεκτής ως εμπρόθεσμης, αλλά Απορριπτική του Ειδ. Λόγου Έφεσης περί ακυρότητας της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, κληθέντος του κατ/νου ως άγνωστης διαμονής, ενώ ήταν γνωστής και εντεύθεν δεν είχεν ανασταλεί η επελθούσα δετής παραγραφή.
Βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, Α, Η' ΚΠΔ και 6 ΕΣΔΑ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας , διότι κλήθηκε ως άγνωστης διαμονής στην επαγγελματική του κατοικία, χωρίς να αναζητηθεί στην κατοικία του, που ήταν γνωστή στην ίδια αρμόδια εισαγγελική αρχή Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, από επικληθέντα και αναγνωσθέντα δικόγραφα, τα οποία το δικαστήριο αγνοεί και δεν αιτιολογεί γιατί δεν τα αποδέχεται. Παραπέμπει στο ίδιο Εφετείο για να κρίνει εκ νέου την έφεση του κατηγ/νου.





Αριθμός 255/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.41/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Φ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Σταυρούλη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.2891/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 928/2014.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 273 παρ.1 του ΚΠΔ συνάγεται ότι ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά την προανάκριση ή την κυρία ανάκριση, που τυχόν έχει διενεργηθεί και σε περίπτωση μεταβολής της δηλωθείσας κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική αρχή ή στην έκθεση ασκηθέντος ενδίκου μέσου ή προσφυγής και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανιστεί κατ’ αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, που ο κατηγορούμενος έχει καταστήσει γνωστό στο μηνυτή και αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση.
Από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος (εκκαλών-κατηγορούμενος) που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική (Εισαγγελική) αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και Αστυνομική Αρχή και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς εκείνον γίνεται εγκύρως ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Η επίδοση μπορεί να γίνει στην επαγγελματική κατοικία του κατηγορουμένου, χωρίς να είναι απαραίτητο να γίνει αναζήτηση αυτού στον τόπο της κατοικίας του, εκτός αν ο τελευταίος τόπος έχει γνωστοποιηθεί ή είναι γνωστός στην αρμόδια για την επίδοση Εισαγγελική Αρχή, από άλλη έστω υπόθεση του κατηγορουμένου, οπότε η μη αναζήτηση του σε αυτή και η επίδοση στην αρχική επαγγελματική διεύθυνση ως αγνώστου διαμονής είναι άκυρη, όπως άκυρη είναι αν αναζητήθηκε και σε ανύπαρκτη διεύθυνση κατοικίας.
Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 320, 321,339,340, 343 και 349 παρ. 1,2 του ΚΠΔ, η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει, είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητήριου θεσπίσματος, με την οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο τελευταίο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως, αν όμως η επίδοση της κλήσεως ή του κλητήριου θεσπίσματος είναι άκυρη, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία και ούτε επέρχεται αναστολή της παραγραφής. Εφόσον όμως κατ’ αυτήν δεν εμφανίστηκε ο κατηγορούμενος και καταδικάστηκε ερήμην, μπορεί να προταθεί στο εφετείο με ειδικό λόγο εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι η επίδοση ως αγνώστου διαμονής είναι άκυρη, διότι έγινε σε διαφορετική διεύθυνση από εκείνη που ο κατηγορούμενος, πραγματικά κατοικούσε ή διέμενε και αυτή η διαμονή ήταν γνωστή στην αρμόδια για την επίδοση εισαγγελική αρχή. Κατ’ ορθή όμως ερμηνεία των διατάξεων αυτών, του ΚΠΔ, στην περίπτωση που δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του ΚΠΔ, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, περιεχόμενο της οποίας είναι, όπως προεκτέθηκε, η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης. Τα παραπάνω ισχύουν και όταν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν, και, σε περίπτωση μεταβολής της κατοικίας του, αυτός δεν δήλωσε στην Εισαγγελική Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο τη νέα διεύθυνση της κατοικίας του. Δηλαδή και στην τελευταία περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε. Όταν δε οι πολίτες δεν έχουν καμία γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, δεν συντρέχει λόγος για τον οποίο πρέπει να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας τους. Συνακόλουθα, εφόσον με την έφεση του κατηγορουμένου προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης ήταν γνωστής διαμονής, αφού διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση διαφορετική από εκείνη στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, και ως εκ τούτου η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής είναι άκυρη, το Εφετείο, αν κρίνει εμπρόθεσμη και παραδεκτή την έφεση, οφείλει να ερευνήσει κατ’ ουσία τον προβαλλόμενο με την έφεση ως άνω λόγο ακυρότητας της γενόμενης ερήμην του διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όχι μόνο το αποδεικτικό επιδόσεως, αλλά και όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων κ.λπ.) από τα οποία προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνση του κατηγορουμένου και αν είναι βάσιμος ο εν λόγω ισχυρισμός περί γνωστής διαμονής του, να ακυρώσει την εκκαλούμενη απόφαση και να χωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως κατ’ άρθρο 502 παρ. 4 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 2/2014).
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 17, 111 παρ. 3, 112 και 113 παρ. 2 και 3 του ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β1, 370 εδ. β’ και 511 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, ενώ αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να υπάρξει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία έτη και ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τον έλεγχο της βασιμότητας προβαλλόμενου σχετικού λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με τη με αρ. 15892/2010 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε, σε πρώτο βαθμό, ερήμην, σε ποινή φυλάκισης δύο ετών για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, κατ’ εξακολούθηση. Κατά της παραπάνω ερήμην απόφασης, που με το από 17-3-2011 σχετικό αποδεικτικό της επιμελήτριας δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Ε. Π., επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 17-3-2011, ως αγνώστου διαμονής, αναζητηθείς στην επαγγελματική κατοικία του επί της οδού ... της περιοχής ... Θεσσαλονίκης (επιχείρηση ταχυμεταφορές), που δεν ανευρέθηκε, ο κατηγορούμενος άσκησε τη με αρ. εκθ. 707/11-2-2014 εκπρόθεσμη έφεση, στην οποία με ειδικό λόγο εφέσεως, πρόβαλλε ακυρότητα όλων των προς αυτόν γενόμενων στην ανωτέρω οδό ... επιδόσεων, και δη της με αρ. 15892/17-4-2010 ερήμην πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως, ως αγνώστου διαμονής, ενώ ήταν γνωστής διαμονής και κατοικίας επί της οδού ... Θεσσαλονίκης από το 1990, με το εξής, κατά πιστή μεταφορά, περιεχόμενο της εκθέσεως εφέσεως: "ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ περί του εμπροθέσμου της κρινόμενης λόγω ακυρότητας της επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης ως αγνώστου διαμονής και ωσαύτως λόγω μηδέποτε αρξάμενης της 10ήμερης προθεσμίας εφέσεως.
Α. Την υπό κρίση έφεση μου στρέφω κατά της υπ’ αριθμ. 15892/27-4-2010 απόφασης του Δ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει της οποίας καταδικάστηκα ερήμην ως ωσεί παρών για το αδίκημα της φοροδιαφυγής κατ’ εξακολούθηση, με ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, με αναστολή επί μία τριετία, πλέον των δικαστικών εξόδων ποσού σαράντα (40) ευρώ, μετατραπείσας σε χρηματική για το ποσό των 5,00 ευρώ ημερησίως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 44399/19-11-2013 απόφασης του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατόπιν άρσης της χορηγηθείσας αρχικώς αναστολής της ποινής, λόγω της αμετάκλητης καταδικαστικής υπ’ αριθμ. 39743/28-7-2011 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατ’ άρθρο 102 §1 ΠΚ.
Κατά την ανωτέρω δικάσιμο της 27ης-4-2010, οπότε εκδόθηκε σε βάρος μου η εκκαλούμενη καταδικαστική απόφαση, ήμουν απών, διότι είχα κλητευθεί εσφαλμένως ως αγνώστου διαμονής, σύμφωνα με το από 20/11/2009 αποδεικτικό επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος αγνώστου διαμονής της επιμελήτριας Δικαστηρίων Εισαγγελίας Θεσσαλονίκης, Ε. Π., ενώ κατά την ημερομηνία κλήτευσης μου, στις 20/11/2009, ήμουν βεβαίως γνωστής διαμονής όπως κατωτέρω εκτίθεται, αφού διέμενα επί της οδού ...
Ομοίως, και η εκδοθείσα υπ’ αριθμ. 15892/27-4-2010 απόφαση, την οποία εκκαλώ, επίσης μου επιδόθηκε εσφαλμένως ως αγνώστου διαμονής, δυνάμει του από 17-3-2011 αποδεικτικού επίδοσης της επιμελήτριας Δικαστηρίων Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Ε. Π..
Άλλωστε, σημειωτέον ότι και η κλήτευση μου κατά την ειδική διαδικασία μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε χρηματική, ενώπιον του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά τη δικάσιμο της 19ης-11-2013, πραγματοποιήθηκε επίσης ως αγνώστου διαμονής, παρά το γεγονός ότι όπως προκύπτει από τα προσαχθέντα κατωτέρω έγγραφα, η διεύθυνση κατοικίας μου ήταν γνωστή στις εισαγγελικές αρχές. Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στην από 18-10-2013 Βεβαίωση του Υπαρχιφύλακα του Α.Τ. ... -…, Α. Α., με την οποία βεβαιώθηκε ότι "ο Φ. Γ., αναζητηθείς επί της οδού ..., (...) τυγχάνει άγνωστο πρόσωπο στην παραπάνω αναγραφόμενη διεύθυνση", καθώς και στο από 18-10-2013 αποδεικτικό επίδοσης ως αγνώστου διαμονής της επιμελήτριας Δικαστηρίων Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Χ. Μ., δυνάμει του οποίου η επίδοση της υπ’ αριθμ. .../13 κλήσης για να εμφανιστώ στο Β’ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, κατά τη δικάσιμο της 19ης-11-2013, πραγματοποιήθηκε σε δημοτικό υπάλληλο του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Β. Επειδή είμαι μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης και διαμένω αδιαλείπτως στην οδό ... στην περιοχή ..., από το έτος 1990 μέχρι και σήμερα, ώστε τόσο στις 20/11/2009, οπότε κλητεύθηκα για να εμφανισθώ στο ακροατήριο κατά την ορισθείσα δικάσιμο, όσο και στις 17/3/2011, οπότε μου επιδόθηκε η ώδε εκκαλούμενη απόφαση, ήμουν διαμονής γνωστής στις Αρχές (συμπεριλαμβανομένης της αρμόδιας Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης), ως κάτοικος επί της προαναφερθείσης διευθύνσεως, όπου κατοικώ και σήμερα.
Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στα ήδη προσαχθέντα κάτωθι έγγραφα, από τα οποία προκύπτει ότι η διεύθυνση μόνιμης κατοικίας μου ήταν γνωστή τόσο στην αστυνομία όσο και στις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές: (α) υπ’ αριθμ. .../13-4-2010 κλήση της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία κλήθηκα να εμφανισθώ αυτοπροσώπως ενώπιον του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, κατά τη δικάσιμο της 28ης -6-2010, προς υποστήριξη έφεσης μου κατά της υπ’ αριθμ. 29925/2009 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με σημείωση της διεύθυνσης κατοικίας μου, ... ..., (β) υπ’ αριθμ. .../1-8-2011 Κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης προς την κατηγορούμενη Μ. Χ., σύντροφο μου, στο οποίο αναγράφομαι ως δεύτερος μάρτυρας, με διεύθυνση κατοικίας στη Θεσσαλονίκη, ... (γ) υπ’ αριθμ..../16-9-2011 κλήση προς μάρτυρα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία κλήθηκα ως μάρτυρας σε ποινική υπόθεση της κατηγορούμενης Μ. Χ., που τυγχάνει σύντροφος και συμβία μου, κατά τη δικάσιμο της 12ης-12-2011, επί της οποίας φέρεται σημείωση της διεύθυνσης κατοικίας μου, ... ..., (δ) αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 4005/28-3-2013 απόφασης του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με κατηγορούμενη -εκκαλούσα τη Μ. Χ., κάτοικο οδού ..., υπέρ της οποίας κατέθεσα ως μάρτυρας ο ίδιος, δηλώνοντας ότι η κατηγορούμενη είναι σύντροφος μου. Ομοίως και αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 10336/15-5-2012 απόφασης του Γ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, (ε) αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 16096/15-11-2013 απόφασης του Γ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με κατηγορούμενη τη Μ. Χ., υπέρ της οποίας κατέθεσα ως μάρτυρας ο ίδιος, δηλώνοντας κάτοικος Θεσσαλονίκης, οδός ... (στ) αντίγραφο της από 17 Σεπτεμβρίου 2012 κλήσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, που εμφανίζεται ως διεύθυνση της Μ. Χ., συντρόφου και συμβίας μου, η οδός ..., που τύγχανε η επαγγελματική της έδρα, (ζ) αντίγραφο της από 18/2/2011 κλήσης του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης Γ Τμήματος, που εμφανίζεται ως διεύθυνση της Μ. Χ., συντρόφου και συμβίας μου, η οδός ..., που τύγχανε η επαγγελματική της έδρα, η) αντίγραφο τόσο της δίκης μου ταυτότητας, όσο και της ταυτότητας της Μ. Χ., όπου αναγράφεται ως διεύθυνση η οδός ... (θ) αντίγραφο λογαριασμού κινητής τηλεφωνίας VODAFONE, όπου αναγράφεται ως διεύθυνση η οδός ... (ι) αντίγραφο της άδειας οδήγησης μου, όπου αναγράφεται ως διεύθυνση η οδός ... (ια) αντίγραφο του ατομικού βιβλιαρίου υγείας ΙΚΑ, όπου αναγράφεται ως διεύθυνση η οδός ... (ιβ) αντίγραφο της από 17/3/2011 αίτησης ποινικής δίωξης της Δ.Ο.Υ. Θ’ Θεσσαλονίκης, όπου ως διεύθυνση της συντρόφου και συμβίας μου, Μ. Χ., αναγράφεται η οδός ... (ιγ) αντίγραφο της από 17/9/2012 κλήσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης προς εμένα, όπου αναγράφεται ως διεύθυνση η οδός ... Θεσσαλονίκης, συνοικία ..., (ιδ) επίδοση της υπ’ αριθμ. 20721/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, όπου αναγράφεται ως διεύθυνση κατοικίας μου η οδός ... ... (ιε) από 3 Ιουνίου 2011 έγγραφες εξηγήσεις της Μ. Χ. ενώπιον του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης ΙΔ’ Τμήματος, όπου -στην 8η σελίδα αυτών- γνωστοποιούμαι ως μάρτυρας με διεύθυνση οδός ... ... (ιστ) αντίγραφο του από 1/8/2011 κατηγορητηρίου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, όπου αναφέρομαι ως μάρτυρας με διεύθυνση οδός ... (ιζ) αντίγραφο της από 18/5/2011 κλήσης του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης ΙΔ’ Τμήματος, που εμφανίζει την σύντροφο και συμβία μου, Χ. Μ., με διεύθυνση οδός ... (ιη) ένορκη εξέταση μου ως μάρτυρα με ημερομηνία 11 Ιουνίου 2007 ενώπιον αστυνομικών αρχών, όπου δηλώνω ως διεύθυνση την οδό ... Θεσσαλονίκη, (ιθ) ένορκη εξέταση μου ως μάρτυρα με ημερομηνία 14 Φεβρουαρίου 2008 ενώπιον του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης ΙΣΤ Τμήματος, όπου δηλώνω ως διεύθυνση την οδό ... (κ) δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ενώπιον του κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με ημερομηνία 14/2/2008, όπου δηλώνω ως διεύθυνση την οδό ... (κα) από 1/4/2007 μισθωτήριο καταστήματος με μισθώτρια την Μ. Χ. και έδρα του μισθίου την οδό ..., (κβ) από 2/6/2011 εξουσιοδότηση της Μ. Χ., όπου δηλώνει ως διεύθυνση την επαγγελματική της έδρα, οδός ..., (κγ) από 1/11/2012 εξουσιοδότηση της Μ. Χ., όπου δηλώνει διεύθυνση της οικίας μας, επί της οδού ... ....
(κδ) με No ... από 24-2-2010 Διπλότυπο Είσπραξης (No ... -Οικονομικού έτους 2010) της Δ/νσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, ποσού 40,00 € για παράβαση Κ.Ο.Κ., όπου αναγράφεται η διεύθυνση μου επί της οδού ... ... και (κε) με No ... από 4-5-2007 Διπλότυπο Είσπραξης της Δ/νσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, συνολικού ποσού 689,00 € για έξοδα ταφής του πατέρα μου, Κ. Φ., στα Κοιμητήρια "Αναστάσεως του Κυρίου", στο οποίο επίσης αναγράφεται η διεύθυνση μου επί της οδού ...
Γ. Επειδή για την περίπτωση μη εμφάνισης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όταν αυτός απουσιάζει από τον τόπο κατοικίας του ή είναι αγνώστου διαμονής, το άρθρο 429 §2 εδ. γ, δ ΚΠΔ ορίζει ότι "...αν δεν ζητηθεί η αναβολή ή κανένας συγγενής δεν εμφανιστεί για να εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο, η συζήτηση γίνεται σύμφωνα με τις συνηθισμένες για τα πλημμελήματα διατυπώσεις, και η καταδικαστική απόφαση που εκδίδεται είναι αμέσως εκτελεστή και υπόκειται στα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης. Για να οργίσουν όμως οι προθεσμίες για την άσκηση των ενδίκων αυτών μέσων πρέπει να γίνει επίδοση της απόφασης κατά το άρθρο 156".
Επειδή συνεπώς για την έναρξη των προθεσμιών άσκησης ενδίκων μέσων, όπως αυτού της έφεσης, κατά απόφασης καταδικαστικής για τον απόντα κατηγορούμενο, αναγκαίο είναι να γίνει η επίδοση της εκδιδόμενης απόφασης σ’ αυτόν εφόσον δε πρόκειται για πρόσωπο αγνώστου διαμονής, η επίδοση γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 156 ΚΠΔ. Εν τούτοις, αν ο κατηγορούμενος δεν τυγχάνει αγνώστου διαμονής, αλλά αντίθετα έχει μόνιμη κατοικία και δη γνωστή στις δικαστικές, εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές, η επίδοση της καταδικαστικής απόφασης κατά τις διατάξεις του άρθρου 156 ΚΠΔ είναι άκυρη (σύμφωνα με το άρθρο 154 § 2 ΚΠΔ) και δεν δύναται να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματα που εξαγγέλλει το άρθρο 429 §2 εδ. γ, δ ΚΠΔ, περί έναρξης των προθεσμιών ενδίκων μέσων. Ειδικότερα, το άρθρο 154 § 2 ΚΠΔ ορίζει ότι "Η επίδοση ή η κοινοποίηση είναι άκυρες, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 155-157, 159 και 165", η δε ακυρότητα αφορά τόσο τις προϋποθέσεις εφαρμογής των ως άνω διατάξεων όσο και τα οριζόμενα περαιτέρω σ’ αυτές.
Επειδή επομένως η παρούσα έφεση μου κατά της ώδε εκκαλούμενης απόφασης είναι εμπρόθεσμη, μη αρξάμενης μέχρι σήμερα της 10ήμερης προθεσμίας για την άσκηση της.
Επειδή σε κάθε περίπτωση το τυχόν εκπρόθεσμο της παρούσας έφεσης δέον όπως συγχωρεθεί, λόγω του άκυρου της επίδοσης της ώδε εκκαλούμενης απόφασης σε εμένα ως αγνώστου διαμονής. Η μη πραγματική επίδοση της εκκαλούμενης σε εμένα και το γεγονός ότι συνεπεία τούτου ουδέποτε έλαβα γνώση της καταδίκης μου νωρίτερα, αποτέλεσαν ανυπέρβλητα κωλύματα για την άσκηση έφεσης σε χρόνο προγενέστερο και εντός της όποιας προθεσμίας. Άλλωστε, νομολογιακά συμπεραίνεται ότι είναι παραδεκτή η έφεση του κατηγορουμένου όταν επικαλείται ως λόγο έφεσης ότι παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της διότι κλητεύθηκε ως άγνωστης διαμονής ενώ ήταν γνωστής, αναφέροντας συνάμα τη γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή διεύθυνση του, στην οποία έπρεπε να του επιδοθεί η εκκαλούμενη απόφασης (ΑΠ 1795/2011 ΤΝΠΔΣΑ).
Δ. Επειδή προσάγω και επικαλούμαι την υπ’ αριθμ. 2/2014 απόφαση της πλήρους ποινικής ολομέλειας του Αρείου Πάγου (www.areiospagos.gr) -ΣΧΕΤΙΚΟ Α-, που αντιμετωπίζει το ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως κατά εκκαλούμενης αποφάσεως, επιδοθείσας ακύρως ως αγνώστου διαμονής, λόγω της εξαιρετικής σημασίας του ζητήματος και του γενικότερου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει. Η ως άνω αττόφασ/7, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, διαλαμβάνει τα εξής: "(...) η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επίδοσης στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, και το χρόνο ασκήσεως της έφεσης, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (Ολ,ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Σε περίπτωση, όμως, που με την έφεση αμφισβητούνται ο τόπος t κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, που συνεπάγεται αδυναμία γνώσης της επίδοσης, και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση και επί των οποίων, εφόσον προβάλλονται, πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να διαλάβει στην απορριπτική της εφέσεως απόφαση πλήρη αιτιολογία, είναι και ότι η επίδοση ως αγνώστου διαμονής έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών κατηγορούμενος είχε "γνωστή διαμονή". Κατά την μέχρι τούδε νομολογία του Αρείου Πάγου, ως άγνωστης διαμονής πρόσωπο θεωρείται, κατά τις διατάξεις τον άρθρου 156 παρ.1 και 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας τον και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση τον, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ.1 του ΚΠΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση. Κατ’ ορθή όμως ερμηνεία των διατάξεων αυτών, του ΚΠΔ, στην περίπτωση που δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του ΚΠΔ, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το άρθρο 6 της ΕΙΔΑ, περιεχόμενο της οποίας είναι, όπως προεκτέθηκε, η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης. Τα παραπάνω ισχύουν και όταν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν, και, σε περίπτωση μεταβολής της κατοικίας του, αυτός δεν δήλωσε στην Εισαγγελική Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο τη νέα διεύθυνση της κατοικίας του. Δηλαδή και στην τελευταία περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε. Συνακόλουθα, εφόσον με την έφεση τον κατηγορουμένου προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης ήταν γνωστής διαμονής, αφού διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση διαφορετική από εκείνη στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, και ως εκ τούτον η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής είναι άκυρη, το Εφετείο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει κατ’ ουσία τον εν λόγω ισχυρισμό, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων κ.λ.π.) από τα οποία προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνση του κατηγορουμένου και να μη βασισθεί μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της απόφασης. Η θέση αυτή συμπορεύεται και προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), το οποίο με τις από 14.1.2010 και 28.5.2009 αποφάσεις του, στις υποθέσεις P. κατά Ελλάδας και E. κατά Ελλάδας, αντίστοιχα, αποφάνθηκε ότι, εφόσον το Εφετείο, που απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου, ως εκπρόθεσμη, βασίστηκε μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλούμενης απόφασης ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συνεκτιμήσει τα προσκομιζόμενα ενώπιον του στοιχεία από τα οποία προέκυπτε η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνση του κατηγορουμένου, παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ενόψει μάλιστα του ότι, όταν οι πολίτες δεν έχουν καμία γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, δεν συντρέχει λόγος νια τον οποίο πρέπει να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας τους. (...) το δίκασαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, στέρησε την απόφαση του από την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που είχαν τεθεί ενώπιον του, δεν προέκυπτε ότι ο εκκαλών -κατηγορούμενος είχε δηλώσει οποιαδήποτε μεταβολή της κατοικίας του στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση, χωρίς να αξιολογήσει, όπως έπρεπε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, αν, από τα αποδεικτικά μέσα και μάλιστα από τα έγγραφα που είχε προσκομίσει ο ίδιος, (έγγραφα συναλλαγών με ΔΟΥ, αίτηση του προς τον Πταισματοδίκη Πειραιά, επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος της Εισαγγελίας Πειραιά κ.λ.π.) προέκυπτε ή όχι ότι αυτός, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, είχε γνωστή διαμονή διάφορη από εκείνη, στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, αρκεσθέν στην αιτιολογία ότι η Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση, δεν γνώριζε την επικαλούμενη από αυτόν ως γνωστή κατοικία του, στην οδό ..., επειδή ο ίδιος δεν την είχε γνωστοποιήσει, ενώ η αιτιολονία αυτή δεν αρκεί, ενόψει του ότι, σ’ αυτήν, δεν υπάρχει παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος, γνώριζε ότι έχει ασκηθεί σε βάρος τον ποινική δίωξη ή ότι έχει εκδοθεί σε βάρος του καταδικαστική απόφαση, ώστε να έχει υποχρέωση να προβεί σε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της κατοικίας του στην ανωτέρω Εισαγγελική Αρχή (...) Συνακόλουθα, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, με το να θεωρήσει, η προσβαλλομένη απόφαση, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την επίδοση στον κατηγορούμενο της εκκαλούμενης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής έγκυρη και να προχωρήσει, μετά από αυτά, στην απόρριψη της εφέσεως αυτού ως εκπρόθεσμης, αφενός υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και αφετέρου προκάλεσε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, συνιστάμενη στη στέρηση από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη, που του παρέχεται από το υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ".
Άλλωστε, και η μειοψηφούσα γνώμη της ως άνω απόφασης δεν διαφοροποιείται ως προς τα ανωτέρω δεκτά γενόμενα σχετικά με τον έλεγχο του εμπροθέσμου ασκηθείσας εφέσεως ενόψει ισχυρισμού περί ακυρότητας της επίδοσης της εκκαλούμενης ως αγνώστου διαμονής, πλην όμως καταλήγει σε απορριπτική κρίση της κρινόμενης εκεί αναίρεσης, αξιολογώντας ως πλήρη και επαρκή την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης, με βάση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της κρινόμενης εκεί υπόθεσης.
Επειδή νομολογιακά έχουν κριθεί επίσης τα εξής: "σε περίπτωση που με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του ως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επιδόσεως, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία άλλως, ιδρύεται ο κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ λόγος αναιρέσεως. (...) (Εν προκειμένω) η αιτιολογία αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΑ δεδομένου ότι ουδόλως αναφέρονται, ενόψει της αμφισβήτησης που προέβαλε ο αναιρεσείων ως εκκαλών, περιστατικά ως προς το αν η διεύθυνση όπου αναζητήθηκε ο εκκαλών από το αστυνομικό όργανο που ενήργησε την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, υπήρξε κατοικία του αναιρεσείοντος, ή αν αυτή ήταν η τελευταία γνωστή κατοικία του, ώστε μετά τη διαπίστωση της απουσίας του από αυτή καθώς και της ιδιότητας του ως άγνωστης διαμονής να αναζητηθούν εκεί τα αναφερόμενα στο άρθρο 156 παρ. 1 ΚΠΔ πρόσωπα. Επί πλέον το Δικαστήριο, που δίκασε κατ’ έφεση, αρκέσθηκε στο ότι δεν αποδείχθηκε ότι η προβαλλόμενη από τον εκκαλούντα ως γνωστή στην εισαγγελική αρχή ανωτέρω διεύθυνση της κατοικίας του, ήταν γνωστή στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές, νωρίς να ερευνήσει αν η διεύθυνση της κατοικίας του αυτής ήταν γνωστή ή όχι και στην εισαγγελική αρχή, αφού το άγνωστο της διαμονής του κατηγορουμένου κρίνεται από το αν η διαμονή του είναι άγνωστη γενικά στην εισαγγελική αρχή και όχι στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές, το δε γεγονός ότι ο εκκαλών - αναιρεσείων δήλωσε στην εγκαλούσα Τράπεζα διεύθυνση κατοικίας, δεν σημαίνει ότι έκτοτε εκεί και μόνον έπρεπε να αναζητηθεί, αφού δεν υπάρχει παραδοχή στην απόφαση ότι η διεύθυνση αυτή είχε δηλωθεί στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 273 ΚΠΔ και ότι κατά συνέπεια εκεί έπρεπε να γίνει η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Επίσης η αιτιολογία της απόφασης ότι ο αναιρεσείων δεν είχε προβεί σε γνωστοποίηση της ως άνω διεύθυνσης της κατοικίας του στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές, είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού ο κατηγορούμενος, ο οποίος πιθανόν να μη γνωρίζει ότι έχει καταστεί κατηγορούμενος ή ότι έχει εκδοθεί σε βάρος του καταδικαστική απόφαση, δεν υποχρεούται να προβαίνει σε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της κατοικίας του στις ανωτέρω αργές" (ΑΠ 1211/2008, www.areiospagos.gr, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Β-). Επομένως, σε χρόνο κατά τον οποίο υφίστατο πιθανολογούμενος μόνο κίνδυνος ποινικής διώξεως, δεν μπορεί να συνάγεται για τον κατηγορούμενο υποχρέωση του να προβεί σε γνωστοποίηση προς την αρμόδια εισαγγελία της διεύθυνσης κατοικίας του.
Επειδή εάν ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί ακυρότητος της προς αυτόν επιδόσεως της εκκαλουμένης, συνεπεία της οποίας δεν έλαβε γνώση αυτής και έτσι άσκησε εκπρόθεσμα την έφεση του, επικαλέστηκε συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν συνεκτιμήθηκαν κατά τη δικαστική κρίση σύμφωνα με το σκεπτικό της δικαστικής απόφασης" του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, τότε η αιτιολογία αυτής είναι ελλιπής και ασαφής, και ως εκ τούτου αναιρετέα κατά τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ βάσιμο λόγο της αναίρεσης (ΑΠ 1587/2009, www, areiospagos.gr, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Γ-).
Επειδή σε αντίστοιχη περίπτωση της νομολογίας κρίθηκαν τα εξής: "ο συνήγορος της εκκαλούσας προσκόμισε στο Δικαστήριο, προς απόδειξη των άνω ισχυρισμών του περί γνωστής διαμονής συνέχεια στην άνω ίδια γνωστή διεύθυνση της στην ..., τα σε αυτή οκτώ δημόσια έγγραφα ετών 1994-2003, τα οποία και αναγνώσθηκαν. Με όσα εξέθεσε η κατηγορούμενη αναιρεσείουσα στην πιο πάνω έφεση της προέβαλε ακυρότητα του αποδεικτικού της επιδόσεως ως αγνώστου διαμονής, ισχυριζόμενη ότι ήταν και παραμένει γνωστής διαμονής, στην άνω ίδια διεύθυνση της οδού ... που αναζητήθηκε και εσφαλμένα της επιδόθηκε η απόφαση ως άγνωστης διαμονής. Το αποδεικτικό επιδόσεως όμως, κατ’ άρθρον 162 ΚΠοινΔ, έχει αποδεικτική δύναμη και παράγει πλήρη απόδειξη μέχρις προσβολής του νια πλαστότητα, μόνον ως προς τα βεβαιούμενα ότι έγιναν από το όργανο επιδόσεως, όχι και για ζητήματα που δεν έγιναν από το ίδιο και απορούν να ανατραπούν με προσκόμιση αντιθέτων αποδείξεων, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη για το ζήτημα τον τόπου κατοικίας και το άγνωστο της διαμονής της ενδιαφερόμενης κατηγορουμένης. (ΑΠ 1603/2003). (...)Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθ. 59399/2007 απόφαση του, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την με αριθ. εκθ. 5071/12-4-2007 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της με αριθ.923 5/2 6-1-2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία εκείνη είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών, για παράβαση του Α.Ν. 86/1967 (μη έγκαιρη καταβολή εισφορών προ το ΙΚΑ), με την ακόλουθη αιτιολογία: "(...)Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα - κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι εκπροθέσμως άσκησε την κρινόμενη έφεση της κατά της πρωτόδικης υπ’ αριθμ. 9235/2000 καταδικαστικής απόφασης του Μον. Πλημ/κείου Αθηνών για παράβαση του ΑΝ 86/67 διότι δεν έλαβε γνώση αυτής που του κοινοποιήθηκε ως αγνώστου διαμονής, ενώ εκείνος είχε γνωστή διαμονή. Δεν αναφέρει όμως στην έφεση της αλλ’ ούτε και στο ακροατήριο κατά την σημερινή δικάσιμο εάν τη φερόμενη αυτή, ως γνωστή τελευταία διαμονή της είχε δηλώσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο και στην Εισαγγελική Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Επομένως νομίμως συζητήθηκε (και επιδόθηκε) την 15/6/01 στην γνωστή στην Εισαγγελία διεύθυνση της, δηλ. επί της οδού ... (βλ. το από ... αποδ. Επίδοσης του Αστυφ. Α.Τ. ...) ως τελευταία γνωστή κατοικία της.
Συνεπώς η κρινόμενη έφεση η οποία ασκήθηκε την 12/4/2007 ασκήθηκε εκπρόθεσμα και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Είναι δε χαρακτηριστική και η κλήση για το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την δικάσιμο της 26/1/2000 επιδόθηκε νομότυπα ως αγνώστου διαμονής στην ίδια δ/νση ... συνοδευόμενη με σχετική βεβαίωση ότι η κ/νη ήτο άγνωστη. Με άλλα λόγια δεν είναι δυνατόν δύο όργανα επίδοσης σε διαφορετικό χρόνο να αμέλησαν να ανεύρουν την κ/νη πέραν του ότι τα αποδεικτικά επίδοσης μόνο της προσβάλλονται και που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Τέλος το σήμερον προσβαλλόμενο αποδεικτικό επίδοσης (15/6/01) έχει όλα τα στοιχεία εγκυρότητας του". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, σε σχέση με τους προβληθέντες ως άνω από την αναιρεσείουσα, ως εκκαλούσα, ισχυρισμούς της, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αυτή, ουδόλως αναφέρεται, στο περιεχόμενο των αναγνωσθέντων οκτώ εγγράφων και στην αντίθετη κατάθεση της εξετασθείσας μάρτυρος, που ουδόλως αντικρούει, ότι δηλαδή η εκκαλούσα συνέχεια από το 1991 μέχρι και την ημέρα εκδικάσεως της εφέσεως, διέμενε στην ιδία .... όπου δεν ανευρέθηκε από το όργανο επιδόσεως. Ήτοι, αφού δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, καθόσον δεν μνημονεύονται, ούτε καν στην αρχή του αιτιολογικού, όπου δεν αναφέρονται καθόλου τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, ούτε κατά την παράθεση των πραγματικών περιστατικών με βάση τα οποία απορρίφθηκαν οι ως άνω ισχυρισμοί της εκκαλούσας - κατηγορουμένης, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η ως άνω πλημμέλεια, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση". (ΑΠ 1263/2009, www.areiospagos.gr, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Δ).
Επειδή κατά το άρθρο 155 παρ. 1 του ΚΠΔ η επίδοση του ποινικού δικογράφου γίνεται με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερομένου ή αν απουσιάζει με εγχείρηση στα πρόσωπα που αναφέρονται σ’ αυτό. Η επίδοση αυτή πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 161 παρ.1 του παραπάνω ΚΠΔ να αποδεικνύεται μόνο από το αποδεικτικό επιδόσεως και όχι από άλλα έγγραφα ή αποδείξεις, γι’ αυτό δε σε περίπτωση άκυρου επιδόσεως δεν αρχίζουν οι ορισμένες προθεσμίες για εμφάνιση στο δικαστήριο ή για την άρνηση του ενδίκου μέσου (ΑΠ 639/1988 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Ε-).
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το αρθρ. 6 του νόμου 1653/1986, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος που διαμένει στην ημεδαπή δεν είναι παρών κατά την απαγγελία αυτής, η ανωτέρω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως, η οποία πρέπει να γίνεται όπως ορίζουν τα άρθρα 155 επομ. του ΚΠΔ, γιατί, διαφορετικά, η επίδοση είναι, κατά το άρθρο 154 παρ. 2 του ΚΠΔ, άκυρη και η ανωτέρω προθεσμία δεν τρέχει. Ειδικότερα κατά το άρθρο 155 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠΔ αν ο επιδίδων δεν ευρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους που έστω και προσωρινά διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς ή στον θυρωρό της κατοικίας που μένει. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των ως άνω άρθρων και του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο, ως εκπρόθεσμο και εντεύθεν απαράδεκτο, έχει κατ’ αρχήν την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν διαλαμβάνεται σε αυτήν ο χρόνος της νόμιμης επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως εκείνος της ασκήσεως του ενδίκου μέσου και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία των, κατά τα άρθρα 154 παρ. 1 και 161 παρ. 1 του ΚΠΔ, στοιχείων της εγκυρότητας της επιδόσεως. Αν όμως εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο προβάλλει ακυρότητα της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως για κάποιο νόμιμο λόγο και εντεύθεν μη πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου, τότε η προαναφερθείσα αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του εν λόγω ισχυρισμού του δικαστηρίου κρίση. (...) (Εν προκειμένω) η προσβαλλομένη όμως απόφαση, απέρριψε με την άνω αιτιολογία την έφεση ως απαράδεκτη, η οποία όμως δεν είναι η από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτουμένη γιατί δεν εκτείνεται και επί του άνω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί της ακυρότητας της γενομένης επιδόσεως της εκκληθείσας αποφάσεως, ως γενομένης σε μη σύνοικον εκείνου και γι’ αυτό μη πάροδο της σχετικής προθεσμίας (ΑΠ 435/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ ΣΤ-).
Επειδή όπως ορίζει το άρθρο 154 παρ. 2 ΚΠΔ, αν δεν τηρηθούν τα όσα πιο πάνω αναφέρονται, η επίδοση είναι άκυρη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι προϋπόθεση για να κριθεί το εκπρόθεσμο του ένδικου μέσου της εφέσεως που άσκησε ο δικαιούμενος, είναι, πλην της παρόδου της προθεσμίας, το νόμιμο της επιδόσεως, γιατί αν η επίδοση είναι άκυρη η έφεση που ασκήθηκε είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν άρχισε λόγω της ακυρότητος της επιδόσεως, να τρέχει η προθεσμία της εφέσεως. Την προϋπόθεση αυτή, δηλαδή την έλλειψη της νόμιμης επιδόσεως, που είναι διαδικαστική και ανάγεται στο παραδεκτό του ένδικου μέσου της εφέσεως που ασκήθηκε, ερευνά το Συμβούλιο Εφετών αυτεπαγγέλτως προκειμένου να κρίνει για το εμπρόθεσμο της εφέσεως και έτι περισσότερο ερευνά την ακυρότητα της επιδόσεως όταν προτείνεται, παραδεκτώς, από τον εκκαλούντα με το υπόμνημα που υποβάλει σε αυτό. Η διάταξη του άρθρου 474 παρ. 3 που επιτάσσει όπως στην έκθεση ασκήσεως του ένδικου μέσου διατυπώνοντας και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο, δεν αναφέρεται στην περίπτωση ασκήσεως ένδικου μέσου με προϋπάρχουσα άκυρη επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, αλλά στην περίπτωση που έγινε εκπρόθεσμα, οπότε πρέπει στην έκθεση ασκήσεως αυτού να αναφέρεται το ανυπέρβλητο κώλυμα που παρακώλυσε την εμπρόθεσμη άσκηση του (ΑΠ 1274/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Ζ-).
Επειδή η εγκυρότητα της επιδόσεως εξετάζεται από το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο αυτεπάγγελτα, αφού είναι προϋπόθεση έναρξης και διαδρομής της προθεσμίας προς άσκηση του ενδίκου μέσου (ΑΠ 1779/1983 ΠοινΧρον ΑΔ,594).
Επειδή προϋπόθεση της εκπρόθεσμης άσκησης του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε με απόντα τον κατηγορούμενο, είναι η έγκυρη επίδοση αυτής, γιατί αλλιώς στην περίπτωση δηλαδή που η επίδοση είναι άκυρη, δεν αρχίζει η προθεσμία που ορίζει ο νόμος και η έφεση ασκείται εμπροθέσμως, η προϋπόθεση δε αυτή είναι διαδικαστική και εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως προκειμένου να κριθεί το εμπρόθεσμο ή μη της εφέσεως και κατά μείζονα λόγο εξετάζεται, αν προτείνεται από τον αναιρεσείοντα η ακυρότητα της επιδόσεως (ΑΠ 844/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Η-).
Επειδή προϋπόθεση της εκπροθέσμου ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε με απόντα τον κατηγορούμενο είναι η έγκυρη επίδοση αυτής, γιατί αλλιώς στην περίπτωση δηλαδή που η επίδοση είναι άκυρη δεν αρχίζει η προθεσμία που ορίζει ο νόμος και η έφεση ασκείται εμπροθέσμως, η προϋπόθεση δε αυτή είναι διαδικαστική και εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως προκειμένου να κριθεί το εμπρόθεσμο ή μη της εφέσεως (ΑΠ 1477/1989 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Θ-).
Επειδή "η επίδοση της αποφάσεως στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής ήταν άκυρη, κι" αυτό γιατί αφού ο κατηγορούμενος δήλωσε κατά την απολογία του διεύθυνση κατοικίας, στην οποία κατά πλάσμα του νόμου θεωρείται ότι διαμένει μέχρι του αμετακλήτου της αποφάσεως και δεν προέβη σε άλλη δήλωση μεταβολής αυτής, έπρεπε για να είναι νόμιμη η επίδοση και να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία της εφέσεως, να γίνει στη δηλωθείσα διεύθυνση αυτού, η έφεση του οποίου, αφού δεν κινήθηκε, ως εκ της ακυρότητας της επιδόσεως, η προθεσμία για την άσκηση της, ήταν εμπρόθεσμη και όφειλε το δικαστήριο να την ερευνήσει και όχι να την απορρίψει ως απαράδεκτη" (ΑΠ 1445/1989 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Ι Επειδή δεν αρκεί η αιτιολογία της απόφασης ότι δεν έγινε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της καινούριας στον Εισαγγελέα, γιατί ο κατηγορούμενος, που πιθανόν δεν γνωρίζει ότι έχει επιδοθεί σε βάρος του καταδικαστική απόφαση, δεν υποχρεούται να προβεί σε γνωστοποίηση της κατοικίας του στον Εισαγγελέα (ΑΠ 1453/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ ΙΑ).
Επειδή "μόνον το γεγονός της αλλαγής της διεύθυνσης της κατοικίας της κατηγορούμενης, χωρίς να γνωστοποιήσει την αλλαγή αυτή στην Εισαγγελία, δεν δικαιολογεί, ούτε πολύ περισσότερο καθιστά αυτήν ως αγνώστου διαμονής κατά το χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης" (ΑΠ 1861/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ IB).
Επειδή η άκυρη επίδοση πρωτόδικης απόφασης δεν κινεί την προθεσμία εφέσεως κατ’ αυτής (ΑΠ 557/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ ΙΓ-).
Για τους ανωτέρω λόγους, δέον όπως κριθεί ως εμπροθέσμως ασκηθείσα και επομένως παραδεκτή η υπό κρίση έφεση μου και εν συνεχεία όπως κριθεί η υπόθεση μου επί της ουσίας, απολαμβάνοντας το δικαίωμα μου για ακρόαση και απολογία." Ακολούθως, προς στήριξη των ισχυρισμών του προσκόμισε τα παρακάτω έγγραφα, τα οποία μετά από σχετική πρόταση του Εισαγγελέα, αναγνώσθηκαν δημόσια, στο ακροατήριο, ήτοι:
1)Η υπ’ αριθμ. .../13-4-2010 κλήση της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης 2)Το υπ’ αριθμ. .../1-8-2011 Κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης 3)Η υπ’ αριθμ. .../16-9-2011 κλήση προς μάρτυρα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης.
4)Αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 4005/28-3-2013 απόφασης του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης 5)Αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 16096/15-11-2013 απόφασης του Γ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης 6)Αντίγραφο της από 17 Σεπτεμβρίου 2012 κλήσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης 7)Αντίγραφο της από 18/2/2011 κλήσης του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης Γ Τμήματος 8)Φωτ/φο ταυτότητας 9)Αντίγραφο λογαριασμού κινητής τηλεφωνίας VODAFONE 10)Αντίγραφο άδειας οδήγησης 11)Αντίγραφο του ατομικού βιβλιαρίου υγείας ΙΚΑ 12)Αντίγραφο της από 17/3/2011 αίτησης ποινικής δίωξης της Δ.Ο.Υ. Θ’ Θεσσαλονίκης.
13)Αντίγραφο της από 17/9/2012 κλήσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης 14)Αντίγραφο της αριθμ. 20721/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με την από 21-9-2010 βεβαίωση επίδοσης 15)Οι από 3-6-2011 έγγραφες εξηγήσεις της Μ. Χ. 16)Αντίγραφο του από 1/8/2011 κατηγορητηρίου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης 17)Αντίγραφο της από 18/5/2011 κλήσης του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης ΙΔ’ Τμήματος 18)Η από 11-6-2007 ένορκη εξέταση μάρτυρα 19)Η από 14-2-2008 ένορκη εξέταση μάρτυρα 20)Η από 14-2-2008 δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ενώπιον του κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης 21)Μισθωτήριο συμφωνητικό καταστήματος 22)Η από 2/6/2011 εξουσιοδότηση της Μ. Χ. 23)Η από 1/11/2012 εξουσιοδότηση της Μ. Χ. 24)Το No ... από 24-2-2010 Διπλότυπο Είσπραξης της Δ/νσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, ποσού 40,00 € 25)Το No ... από 4-5-2007 Διπλότυπο Είσπραξης της Δ/νσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, συνολικού ποσού 689,00 € 26)Σχετικές νομολογίες Από την προσβαλλόμενη με αρ. 2891/27-3-2014 απόφαση του δευτεροβαθμίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι η εν λόγω με αρ. εκθ. 707/11-2-2014 έφεση του κατηγορουμένου, κρίθηκε εκπρόθεσμη, με αιτιολογικό ότι η επίδοση της ερήμην πρωτόδικης με αρ. 15892/2010 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης ως αγνώστου διαμονής στην οδό Κισσάβου αρ.31 της ... Θεσσαλονίκης ήταν έγκυρη, γιατί την 17-3-2011 που έγινε η επίδοση στην ανωτέρω μόνη γνωστή στην αρμόδια για την επίδοση Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης επαγγελματική κατοικία του κατηγορουμένου, η διεύθυνση κατοικίας του εκκαλούντος στην οδό ... της περιοχής ...ς Θεσσαλονίκης, που το πρώτον δηλώνεται στην έκθεση εφέσεως, δεν ήταν ήδη γνωστή στην άνω Εισαγγελία, και απέρριψε τον άνω λόγο ακυρότητας επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής και προχώρησε περαιτέρω σε καταδίκη του κατηγορουμένου με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών ισχυρίστηκε με το εφετήριό του ότι η μόνιμη κατοικία του από το 1990 μέχρι σήμερα είναι στην περιοχή ... της ... Θεσσαλονίκης, επί της οδού ... και ότι ποτέ δεν υπήρξε άγνωστης διαμονής κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος και της εκκαλούμενης απόφασης, ισχυρισμό που προέβαλε και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δια του ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου του και για τον λόγο αυτό ζητεί να συγχωρεθεί το εκπρόθεσμο άσκησης της έφεσης του, που άσκησε κατά της 15892/27-4-2010 απόφασης του Δ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, την κατάθεση της μάρτυρος Μ. Χ. του Γεωργίου, που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο, μετά από αίτημα του εκκαλούντος, τα έγγραφα που προσκόμισε ο εκκαλών και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και τα έγγραφα και τα αποδεικτικά επίδοσης, που υπάρχουν στη δικογραφία και αναγνώσθηκαν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με την εκκαλούμενη, με αριθμό 15892/27-4-2010 απόφαση του Δ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάστηκε ωσεί παρών ο εκκαλών για το αδίκημα της φοροδιαφυγής κατ’ εξακολούθηση, σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, η οποία ανεστάλη επί μία τριετία και στη συνέχεια η ως άνω ποινή φυλάκιση μετετράπη σε χρηματική προς 5,00 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 44399/19-11-2013 απόφασης του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατόπιν άρσης της χορηγηθείσας αρχικώς αναστολής της ποινής, κατ’ άρθρο 102 παρ. 1 ΠΚ., λόγω αμετάκλητης εν τω μεταξύ καταδίκης του εκκαλούντος με την 39743/28-7-2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Η ως άνω εκκαλούμενη, απόφαση επεδόθη στον εκκαλούντα ως αγνώστου διαμονής, διότι, όπως προκύπτει από το από 17-3-2011 αποδεικτικό επίδοσης της επιμελήτριας Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Ε. Π., ο τελευταίος αναζητήθηκε στην επαγγελματική του κατοικία στη Θεσσαλονίκη, επί της οδού ..., στην περιοχή Α.Τ...., όπου ασκούσε επιχείρηση με αντικείμενο "ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ" και δεν ανευρέθη. Άλλωστε και το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύθηκε ο εκκαλών κατηγορούμενος στην ανωτέρω δικάσιμο της 27-4-2010, κατά την οποία δικάσθηκε και εκδόθηκε σε βάρος του η εκκαλούμενη απόφαση, επεδόθη σε αυτόν ως αγνώστου διαμονής, αφού ετύγχανε άγνωστος στην ανωτέρω επαγγελματική κατοικία του, όπως αποδεικνύεται από το από 20-11-2009 αποδεικτικό επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος αγνώστου διαμονής της ίδιας ως άνω επιμελήτριας Δικαστηρίων. Επίσης, αυτή η διεύθυνση (...) αναφέρεται και στην θεωρηθείσα την 22-6-2006, με αριθμό εντολής 27/2006, έκθεση ελέγχου της Δ.Ο.Υ.... Θεσσαλονίκης, στην από 22-6-2006 έκθεση προσωρινού ελέγχου, στις … και ...30-6-2006 πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α και στις .../2006 και .../2006 πράξεις επιβολής προστίμου εναντίον του, αλλά και στο από 5-7-2006 αποδεικτικό του Ν. Α., μετά από έγγραφη παραγγελία του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ ..., από το οποίο προκύπτει ότι ο ίδιος παρέλαβε στην ως άνω διεύθυνση τις ανωτέρω πράξεις επιβολής προστίμου και τη συνημμένη έκθεση ελέγχου, καθώς και στο από 3-4-2007 αποδεικτικό κλήσης του Αστυφύλακα Ν. Χ. του Α.Τ. ..., από το οποίο προκύπτει ότι ο ίδιος παρέλαβε την 657 κλήση για προκαταρκτική εξέταση του Πταισματοδίκη Β’ Τμήματος Θεσσαλονίκης. Επομένως, εφόσον, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η επίδοση μπορεί να γίνει απευθείας στο γραφείο, όπου ασκεί το επάγγελμα του ο προς ον η επίδοση, χωρίς να προηγηθεί αναζήτηση αυτού στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του, εγκύρως ανεζητήθη ο εκκαλών μόνο στην επαγγελματική του κατοικία. Απορριπτέος, επομένως ως μη νόμιμος κρίνεται ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι κακώς ανεζητήθη στην έδρα της ως άνω επιχείρησης του και όχι στον τόπο κατοικίας του και συνεπώς εσφαλμένως εθεωρήθη αυτός ως αγνώστου διαμονής. Και αυτό διότι ήταν έγκυρη η επίδοση ως αγνώστου διαμονής στον τόπο όπου είχε την έδρα της η εν λόγω επιχείρηση του εκκαλούντος, χωρίς να απαιτείται προηγουμένως να αναζητηθεί στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα ανωτέρω. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση, ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης αυτής, διότι από την επίδοση της απόφασης ως αγνώστου διαμονής στον εκκαλούντα μέχρι τον χρόνο άσκησης της έφεσης παρήλθε το χρονικό διάστημα των 30 ημερών, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 ΚΠοινΔ. Συγκεκριμένα, ο εκκαλών άσκησε τη με αριθμό καταθέσεως 707/11-2-2014 έφεση την 11η-2-2014, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε σε αυτόν την 17-3-2011, κατά τα προαναφερθέντα. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εκτέλεση της απόφασης που έχει προσβληθεί (άρ. 476 παρ.1 και 3 ΚΠοινΔ) και να επιβληθούν, σε βάρος του εκκαλούντος, τα δικαστικά έξοδα τα οποία σύμφωνα με την υπ. αριθμ. 123827/23-12-2010 (ΦΕΚ ΒΊ991/23-12-2010) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Δικαιοσύνης σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του Ν. 663/1977, έχουν καθορισθεί στο ποσόν των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ".
Η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης με αρ. 2891/2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δεν είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη και προκύπτει ότι δεν συνεκτιμήθηκαν όλα τα προσκομισθέντα από τον εκκαλούντα και αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα.
Ειδικότερα, το δικαστήριο δέχεται μη εμπεριστατωμένα ως εκπροθέσμως ασκηθείσα την έφεση, με το αιτιολογικό ότι η ερήμην εκδοθείσα με αρ. 15892/2010 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, είχεν εγκύρως επιδοθεί στον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης με τη διαδικασία των επιδόσεων σε αγνώστου διαμονής πρόσωπα, αναζητηθέντος και μη ευρεθέντος του κατηγορουμένου στην επαγγελματική του κατοικία επί της οδού ... της ... Θεσσαλονίκης, διεύθυνση που αναγραφόταν, στη με αρ. 27/2006 έκθεση ελέγχου της μηνύτριας ΔΟΥ ... Θεσσαλονίκης, στις με αρ. 28,...2006 πράξεις προσδιορισμού ΦΠΑ στην επιχείρηση του "ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ", στις με αρ. ...,.../2006 Πράξεις επιβολής Προστίμου εναντίον του, στο από 5-7-2006 αποδεικτικό του Ν. Α., επιδόσεως σε αυτόν, μετά παραγγελία του προϊσταμένου της άνω ΔΟΥ, των παραπάνω πράξεων, (από τις οποίες προέκυψε και το ένδικο έγκλημα της φοροδιαφυγής), στην ανωτέρω επαγγελματική διεύθυνση, από το οποίο και προκύπτει παραλαβή εκ μέρους του ιδίου των άνω εγγράφων, και στο από 3-4-2007 αποδεικτικό Α.Τ. ... επιδόσεως κλήσης του στον Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης επί διενεργούμενης σχετικά προκαταρκτικής εξέτασης, από το οποίο προκύπτει παραλαβή εκ μέρους του ιδίου στη διεύθυνση αυτή και της κλήσης αυτής, ήτοι δέχεται ότι αποδεικνύεται ότι μόνη γνωστή διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου για φοροδιαφυγή και δη για μη απόδοση ΦΠΑ εκ μέρους της εν λόγω ατομικής επιχειρήσεως του, ήταν η ανωτέρω στην επαγγελματική κατοικία του, την οποία άλλωστε και δεν αμφισβήτησε, υποστηρίζοντας απλώς ότι θάπρεπε τότε να αναζητηθεί στην διεύθυνση της κατοικίας που διέμενε στην οδό ... στην ... Θεσσαλονίκης, διεύθυνση διαμονής του αναιρεσείοντος που ήταν ήδη γνωστή στην ίδια εισαγγελική αρχή από άλλες ενέργειες και επιδόσεις αυτής προς αυτόν. Όμως από τα επικληθέντα και εισφερθέντα από τον εκκαλούντα κατηγορούμενα έγγραφα, που παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτουν και τα εξής: α) από τη με αρ. .../13-04-2010 κλήση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι ο άνω ίδιος κατηγορούμενος καλείται ενώπιον του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για τη δικάσιμο της 28-6-2010, προς υποστήριξη έφεσης του κατά άλλης, της με αρ. 29925/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με σημειούμενη διεύθυνση κατοικίας του την οδό ... ... Θεσσαλονίκης, β) από αποδεικτικό επίδοσης στον ίδιο κατηγορούμενο της με αρ. 20721/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι ο άνω ίδιος κατηγορούμενος καλείται στη διεύθυνση κατοικίας του την οδό ... ...ς Θεσσαλονίκης, γ) από αντίγραφο της με αρ. .../16-9-2011 κλήσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης του νυν κατηγορουμένου ως μάρτυρα σε δίκη κατά της συντρόφου του Μ. Χ., προκύπτει ότι ο άνω ίδιος κατηγορούμενος καλείται ως μάρτυρας στη διεύθυνση κατοικίας του την οδό ... ...ς Θεσσαλονίκης, δ) από το με αρ. Ε 2011/1710/ 1-8-2011 κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης προς την κατηγορουμένη Μ. Χ., προκύπτει ότι ο άνω ίδιος κατηγορούμενος σημειώνεται και καλείται ως μάρτυρας στη διεύθυνση κατοικίας του την οδό ... ...ς Θεσσαλονίκης. Επί των παραπάνω επικληθέντων και προσκομισθέντων από τον εκκαλούντα και αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων ουδέν σημειώνεται στο αιτιολογικό και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αγνοώντας τα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μόνη γνωστή διεύθυνση του καταδικασθέντος αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ήταν η διεύθυνση της επαγγελματικής του κατοικίας, που αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε και ότι η εισαγγελία δεν ήταν υποχρεωμένη να τον αναζητήσει προηγουμένως στον τόπο διαμονής ή κατοικίας του. Όμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε ότι στις 17-3-2011 που έγινε η επίδοση της ερήμην πρωτόδικης με αρ. 15892/2010 καταδικαστικής αποφάσεως, ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης μόνο η διεύθυνση της επαγγελματικής του κατοικίας στην οδό ... της ... Θεσσαλονίκης, όπου και εγκύρως κλήθηκε ως άγνωστης διαμονής αφού δεν βρέθηκε εκεί, που ήταν η μόνη γνωστή τελευταία διεύθυνση της επιχειρήσεως Ταχυμεταφορών του κατηγορουμένου και έτσι απέρριψε την ασκηθείσα έφεση ως εκπρόθεσμη, χωρίς να αιτιολογεί γιατί δεν συνεκτίμησε και τα προσκομισθέντα από τον εκκαλούντα προαναφερθέντα και αναγνωσθέντα στο ακροατήριο ουσιώδη έγγραφα και γιατί δεν αναζητήθηκε, όπως έπρεπε, ο καταδικασθείς και στην παραπάνω γνωστή στην ίδια Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου στην οδό ... ... Θεσσαλονίκης, δεν περιέχει την δέουσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν συνεκτίμησε όλα τα εισφερθέντα και αναγνωσθέντα αποδεικτικά στοιχεία και μέσα και ταυτόχρονα έτσι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του εκκαλούντος κατηγορουμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ. 171 παρ.1 περ. δ’ του ΚΠΔ και 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, αφού θεώρησε έγκυρη την επίδοση ως άγνωστης διαμονής και απέρριψε στη συνέχεια την έφεση ως εκπρόθεσμη.
Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ , Α’ και Η του ΚΠΔ και 6 της ΕΣΔΑ, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα και υπέρβαση εξουσίας είναι βάσιμοι και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει επί του παραδεκτού της εφέσεως του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου, (δεδομένου του ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτής και να ερευνήσει μετά την τυχόν παραγραφή της πράξης), και αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε να απορρίψει και πάλι την έφεση ως εκπρόθεσμη, είτε να την κρίνει παραδεκτή και να προχωρήσει στην οριστική παύση της ποινικής διώξεως κατά του κατηγορουμένου λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου συνεπεία παραγραφής, λόγω παρόδου οκταετίας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αρ. 2891/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι δυνατή, για να κρίνει εκ νέου την έφεση του αναιρεσείοντος εκκαλούντος κατηγορουμένου Γ. Φ. του Κ..
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Μαρτίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή