Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1548 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ερημοδικία αναιρεσείοντος, Ισχυρισμός αυτοτελής, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Απόπειρα, Αρπαγή, Εκβίαση.




Περίληψη:
Απορρίπτει αίτηση ανυποστήρικτη. Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως για αρπαγή και απόπειρα εκβιάσεως. Αυτοτελείς ισχυρισμοί: αιτιολογία για την απόρριψή τους όταν αυτοί είναι ορισμένοι και σαφείς. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1548/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1.Χ1 κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ... που δεν παρέστη στο ακροατήριο και 2. Χ2 και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Κοσσίδα, περί αναιρέσεως της 2787/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 Νοεμβρίου 2008 και 4 Μαρτίου 2009 αιτήσεις τους αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 509/2009.

Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του παραστάντος αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε : α) να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 14 Νοεμβρίου 2008 αίτηση αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος και β) να απορριφθεί ως αβάσιμη εκείνη του δευτέρου.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αναιρέσεις των Χ1 και β) Χ2 από 14 Νοεμβρίου 2008 και 4 Μαρτίου 2009 αντιστοίχως, στρέφονται κατά της υπ'αριθμ. 2787/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και πρέπει, λόγω της μεταξύ των συναφείας να συνεκδικασθούν.
Α) Επί της από 14 Νοεμβρίου 2008 αναιρέσεως του Χ1 Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ' Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ.α' του ίδιου Κώδικος, εάν δεν εμφανισθεί ο αιτών την αναίρεση η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία ...αποδεικτικό επιδόσεως του .... υπηρετούντος στο Κατάστημα Κράτησης ..., ο αναιρεσείων εκλητεύθη από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νομίμως και εμπροθέσμως, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης αποφάσεως, πλην όμως αυτός δεν ενεφανίσθη κατ' αυτήν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος Χ1 άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ.).
Β) Επί της από 4 Μαρτίου 2009 αναιρέσεως του Χ2. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ'είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ'όψη του και συνεξετίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ'επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη υπ'αριθμ. 2787/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, τούτο εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων "κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας που εξετάστηκε ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και ο οποίος αναφέρεται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και (από) τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, (την) απολογία των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία και γενικά από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, έστω και αν δεν γίνεται ειδική μνεία αυτών εγγράφων" (εδέχθη) τα εξής:... "Στις αρχές του δεύτερου δεκαήμερου του Σεπτεμβρίου του 2005, οργανωμένο κύκλωμα διακίνησης λαθρομεταναστών μετέφερε στην Ελλάδα, από το Μπαγκλαντές, μέσω της Τουρκίας άγνωστο αριθμό λαθρομεταναστών, μέρος των οποίων οι αναφερόμενοι στο διατακτικό εικοσιεννέα (29) υπήκοοι Μπαγκλαντές, που δεν είχαν ταξιδιωτικά έγγραφα, μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, με φορτηγό αυτοκίνητο στις 15-9-2005. Αμέσως μετά την άφιξή τους στην οδό ..., οι δύο κατηγορούμενοι (Χ2, Χ1 )τους έκλεισαν σε υπόγειο εμβαδού δέκα (10) περίπου τετραγωνικών μέτρων, το οποίο φρουρούσαν για να μην είναι δυνατόν να δραπετεύσουν, κρατούσαν άλλωστε κλειδωμένη την πόρτα του υπογείου και τους αποστέρησαν με τον τρόπο αυτό αυθαίρετα από την ελευθερία τους με αποτέλεσμα να καταστήσουν ανέφικτη σ'αυτούς την παροχή προστασίας εκ μέρους των πολιτειακών οργάνων και ιδίως των αστυνομικών αρχών. Κατά την διάρκεια της κράτησης δεν τους παρείχαν οι εν λόγω δύο κατηγορούμενοι στους λαθρομετανάστες τροφή και νερό σε επαρκείς ποσότητες και επί πλέον τους απειλούσαν ότι θα τους αποστερήσουν περαιτέρω την τροφή και το νερό και θα βιαιοπραγούσαν σε βάρος τους, εξαναγκάζοντάς τους έτσι με την παραπάνω βία και απειλές να επικοινωνήσουν με τους οικείους τους στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μέσω κινητών τηλεφώνων που έθεταν προσωρινά και αποκλειστικά για το σκοπό αυτό στη διάθεσή τους και να ζητήσουν την καταβολή προς τους ίδιους κατηγορούμενους ποσών 3000 έως 6000 ευρώ, παράνομο όφελος στην αποκόμιση του οποίου απέβλεπαν αυτοί (κατηγορούμενοι). Η παράνομη κατακράτηση διήρκεσε μέχρι τις πρώτες απογευματινές ώρες της 16-9-2005, οπότε αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, οι οποίοι μετέβηκαν στον υπόγειο, τους απελευθέρωσαν και για το λόγο αυτό δεν καταβλήθηκαν τα ποσά, τα οποία απαιτούσαν οι παραπάνω κατηγορούμενοι για να απελευθερώσουν τους λαθρομετανάστες. Αποδείχθηκε ακόμη ότι μετά από συναπόφαση, κατά το αμέσως πριν την 16-9-2005 χρονικό διάστημα, και με τη συμμετοχή και άλλων προσώπων, τα στοιχεία ταυτότητας των οποίων δεν διακριβώθηκαν, ενώθηκαν για την διάπραξη των κακουργημάτων της αρπαγής και της απόπειρας εκβίασης (πλην της τετελεσμένης εκβίασης). Κατ'ακολουθίαν αποδείχθηκαν όλα τα επιβαρυντικά στοιχεία τα οποία στοιχειοθετούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των αποδιδομένων σ'αυτούς αξιοποίνων πράξεων και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, χωρίς όμως την συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων 133, 84 παρ.2 α', 84 παρ.2 ε' ΠΚ, οι οποίες ανεξαρτήτως της αοριστίας των, και δεν αποδείχθηκαν, και γενικά όλων των αντιθέτων ισχυρισμών απορριπτομένων ως αβασίμων (βλ. ΑΠ 78/1998 Π.Χρον. ΜΗ, 724, ΑΠ 43/1998 Ποιν.Χρον. ΜΗ, 724, ΑΠ 927/1999 Π.Χρον. Ν., 433)". Μετά ταύτα τους εκήρυξεν ενόχους των άνω πράξεων.
Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία και κατεδικάσθησαν οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφηρμόσθησαν. Ειδικότερα αναφέρει όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπ' όψη για την ενοχή των κατηγορουμένων, την παράνομη κατακράτηση των λαθρομεταναστών με απειλή, στο συγκεκριμένο χώρο, όπου τους μετέφεραν στην Ελλάδα από το εξωτερικό (μέσω Τουρκίας), τη βία, με την οποίαν τους εξηνάγκασαν να ζητήσουν την καταβολήν εις αυτούς (κατηγορουμένους) των ανωτέρω ποσών υπό των οικείων των ώστε ούτω να αποκομίσουν οι τελευταίοι παράνομο όφελος ως και ο τρόπος με τον οποίο τούτο δεν επετεύχθη, εν τέλει, ενώ δεν είναι απαραίτητο, για την αιτιολογία της αποφάσεως, με ποία ιδιότητα τους απήγαγαν και τους κατεκράτησαν παράνομα.
Συνεπώς, ο σχετικός μόνος λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την απόφαση, όσον αφορά την ενοχή του αναιρεσείοντος Χ2 είναι αβάσιμος και απορριπτέος, ενώ καθ'ό μέρος υπό την επίκληση αυτού πλήττεται η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αυτός είναι απαράδεκτος.
Η επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται εκείνοι, οι οποίοι τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, της ικανότητος προς καταλογισμόν, την μείωση της ικανότητος αυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής. Πρέπει όμως ο προβαλλόμενος ισχυρισμός να είναι ορισμένος και σαφής, δηλαδή κατά περίπτωση να αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικά τα περιστατικά που απαιτούνται από τον νόμο για την συγκρότηση της νομικής εννοίας αυτού (πραγματικού ισχυρισμού) και να αναπτυχθεί προφορικά (άρθρο 141 παρ.2 και 331 ΚΠΔ), ώστε να παρέχεται η δυνατότης αξιολογήσεως και, εις περίπτωση αποδοχής, να οδηγούν εις το ευνοϊκότερο για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. 'Αλλως το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ'αυτού και μάλιστα αιτιολογημένως (Ολ.ΑΠ 2/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατά την αγόρευσή του ανέπτυξε την υπεράσπιση και ζήτησε την απαλλαγή του, "άλλως να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά 84 παρ.2 α και 2 ε' ΠΚ". Ούτως όμως προβληθέντες οι ισχυρισμοί αυτοί (περί συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη) ήσαν αόριστοι και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, αν και απήντησεν ως εκ περισσού, ως ανωτέρω. Επομένως ο αυτός (μόνος) λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως αιτιολογίας, όσον αφορά την απόρριψη των ελαφρυντικών περιστάσεων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ'ακολουθίαν αυτών πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 14 Νοεμβρίου 2008 και 4 Μαρτίου 2009 αιτήσεις των Χ1 και Χ2 αντιστοίχως, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 2787/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή