Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1355 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Κλητήριο θέσπισμα.




Περίληψη:
Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Πρέπει να επεκτείνεται και στις παρεμπίπτουσες και μη οριστικές αποφάσεις, έστω και αν κρίση για αυτές έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Παρεμπίπτουσα είναι και η επί της ενστάσεως ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία εάν απορριφθεί πρωτοδίκως, πρέπει να επαναφερθεί με λόγου εφέσεως. Η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εφ' όσον είναι ορισμένοι. Απορρίπτει αναίρεση.




Αριθμός 1355/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2009 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Γεωργίας Στεφανοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Καραμπάτσα, για αναίρεση της 430/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουνίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1187/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε γίνει δεκτή εν μέρει η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του και συνεξετίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ'επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Π.Δ. (Ολ. Α.Π. 1/2005). Περαιτέρω η επιβαλλομένη από τα άρθρα ως άνω 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική, δηλαδή, ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως εάν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφίεται στην διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε.
Όπως ορίζεται από το άρθρο 321 παράγραφο 1 Κ.Π.Δ. "Το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται , γ) την χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδος και την ώρα που πρέπει να εμφανιστεί, δ) τον ακριβή προσδιορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και ε) τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, του δημοσίου κατηγόρου ή του πταισματοδίκη που εξέδωσε το θέσπισμα...." και παράγραφο 4 "Η τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 επιβάλλεται με ποινή ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσεως". Ταύτα και ειδικότερα ο ακριβής καθορισμός της πράξεως δια την οποίαν κατηγορείται ο κατηγορούμενος απαιτούνται για να μπορέσει ο τελευταίος να προετοιμάσει την υπεράσπισή του σχετικά με ό,τι του αποδίδεται. Τα αυτά ορίζονται και στο άρθρο 6 παράγραφο 3 εδ. α' και β' της από 4 Νοεμβρίου 1950 Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης, που εκυρώθη με τον Ν. 2323/1953 και αποτελεί εγχώριο δίκαιο, δηλαδή ότι "πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όπως πληροφορηθή εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσα την οποία εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας άμα δε και όπως διαθέση τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασία της υπερασπίσεώς του". Περαιτέρω κατά μεν την παράγραφο 1 του άρθρου 170 Κ.Π.Δ. "Η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο", κατά δε την παράγραφο 2 του άρθρου 174 Κ.Π.Δ. "Η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου και του αστικώς υπευθύνου και του καταλόγου των μαρτύρων..... καλύπτονται αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της...". Τέλος κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 502 Κ.Π.Δ. "Σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης, στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι". Από τον συνδυασμό των άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δύναται να ασκήσει έφεση κατά της πρωτοδίκου καταδικαστικής για αυτόν αποφάσεως διατυπώνων ως ειδικό λόγο αυτής την παρά τον νόμον απόρριψη της παραδεκτώς κατά την έναρξη της διαδικασίας προβληθείσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ενστάσεως ακυρότητος του κλητρηρίου θεσπίσματος, για λόγο που στηρίζεται στο στοιχ. δ' της παραγράφου 1 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 321 Κ.Π.Δ., οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της παραδεκτώς ασκηθείσης εφέσεως έχει υποχρέωση να αποφανθεί και επί του ειδικώς εκκληθέντος μέρους αυτού της πρωτοδίκου αποφάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, που εδίκασε σε πρώτο βαθμό, αφού απέρριψε την προβληθείσα, με την έναρξη της διαδικασίας ένσταση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος περί ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος εκ του άρθρου 321 παράγραφος 1 περίπτωση ε' και παράγραφος 4 Κ.Π.Δ., κατεδίκασε στη συνέχεια τον αναιρεσείοντα σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών ανασταλείσα επί τριετία, για παράβαση του άρθρου 42 παρ. 1, 7γ, 10 Ν. 2696/1999. Κατά της άνω υπ'αριθμ. 4035/2007 πρωτοδίκου αποφάσεως ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων ήσκησεν έφεση παραδεκτώς, εις την οποία περιέλαβεν, ως ειδικόν λόγον (εφέσεως) ότι κακώς απερρίφθη η ένσταση ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 430/2008 απόφασή του απέρριψε την τελευταία αυτή ένσταση και αύθις με την εξής αιτιολογία: "Από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου, για να δικαστεί, με την επίδοση κλητήριου θεσπίσματος προς αυτόν, το οποίο περιέχει, εκτός από τα άλλα αναγκαία στοιχεία του, τον ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, ώστε να μπορέσει αυτός να προετοιμάσει αποτελεσματικά την υπεράσπισή του (βλ. ΑΠ 185/2004 ΠοινΧρ ΝΕ 41). Προκειμένου να καταστεί ακριβής ο καθορισμός της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, απαιτείται, ως πρόσθετο στοιχείο του κλητήριου θεσπίσματος, μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που προβλέπει την πράξη (βλ. άρθρο 321 παρ. 1-δ ΚΠοινΔ). Η τήρηση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 321 ΚΠοινΔ, όπου καθορίζεται το αναγκαίο περιεχόμενο του κλητήριου θεσπίσματος, επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητήριου θεσπίσματος, (βλ. άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠοινΔ). Έτσι, αν τυχόν ο καθορισμός της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, δεν είναι επαρκώς ακριβής, ή αν δεν γίνεται μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που προβλέπει την πράξη, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, ή αν το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει άλλα στοιχεία, τα οποία καθορίζονται με τη διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 ΚΠοινΔ ως αναγκαία, το κλητήριο θέσπισμα πάσχει από ακυρότητα, η οποία κηρύσσεται από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα ή μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή μετά από αίτημα του κατηγορουμένου. Η έλλειψη κάποιου στοιχείου, αναγκαίου για το κύρος του κλητήριου θεσπίσματος, αποδεικνύεται από το κλητήριο θέσπισμα, το οποίο επιδόθηκε στον κατηγορούμενο, ή από το αντίτυπό του που υπάρχει στη δικογραφία, ή από το αποδεικτικό επίδοσης, αν δεν υφίσταται κλητήριο θέσπισμα (βλ. άρθρο 321 παρ. 5 ΚΠοινΔ). Στην επίδικη υπόθεση ο κατηγορούμενος, διαμέσου του συνηγόρου του, υπέβαλε ένσταση ακυρότητας του (επίδικου) κλητήριου θεσπίσματος και ζήτησε να κηρυχθεί η ακυρότητα αυτού για όσους λόγους εκτέθηκαν ήδη. Η πιο πάνω ένσταση του κατηγορουμένου είναι παραδεκτή και νομικά βάσιμη, (βλ. άρθρο 321 παρ. 1-4-5 ΚΠοινΔ), και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω. Με το επίδικο κλητήριο θέσπισμα, το οποίο φέρει αριθμό βιβλίου ωρίμων (Α.Β.Ω.) 803/25 και ημερομηνία 01.04.2003, κλήθηκε ο κατηγορούμενος Χ1 ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, για να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη "Παράβαση άρθρου 42 παρ. 1-7-γ-10 Ν. 2696/99" και, ειδικότερα, για το ότι "στη χ/θ 342 Π.Α.Θ.Ε. στις ... και περί ώρα 22.00' οδηγούσε οδικό όχημα, ευρισκόμενος υπό την επίδραση οινοπνεύματος και συγκεκριμένα....", ήτοι "Για παράβαση των άρθρων 12, 26 παρ. 1-α, 27 παρ. 1 Ποιν. Κώδικα, 42 παρ. 1-7-γ-10 Ν. 2696/99, όπως αντικ. με άρθρο 43 παρ. 2 Ν. 2696/99...". Ήδη ο κατηγορούμενος ενίσταται ότι το επίδικο κλητήριο θέσπισμα πάσχει από ακυρότητα, διότι δεν μνημονεύεται ο τίτλος του άρθρου και ο τίτλος του νόμου, με τον οποίο παραπέμπεται, ούτε η διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 Ν. 2963/2001 που αντικατέστησε το ως άνω άρθρο. Είναι προφανές ότι το επίδικο κλητήριο θέσπισμα παρουσιάζει τις ελλείψεις που επισημαίνει ο κατηγορούμενος, οι ελλείψεις όμως αυτές δεν το καθιστούν άκυρο, διότι τα αντίστοιχα στοιχεία (τίτλος άρθρου, τίτλος νόμου, τροποποιητική διάταξη) δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο του κλητήριου θεσπίσματος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Άλλωστε, από το κείμενο του επίδικου κλητήριου θεσπίσματος, σε συνδυασμό με τον τίτλο της αξιόποινης πράξης, προκύπτει αναμφίβολα ότι ο κατηγορούμενος κατηγορείται για οδήγηση οδικού οχήματος υπό την επίδραση οινοπνεύματος, ήτοι για παράβαση του άρθρου 42 παρ. 1-7-γ-10 Ν. 2696/1999, ο οποίος ευχερώς μπορεί να διαπιστωθεί ότι φέρει τον τίτλο "Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας", (βλ. ΦΕΚ Α'57/23/03/1999). Η εσφαλμένη αναφορά του τροποποιητικού νόμου 2963/2001 δεν αίρει τον ακριβή καθορισμό της επίδικης πράξης ή τη μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που προβλέπει την πράξη αυτή, ούτε μπορεί να προκαλέσει οποιαδήποτε σύγχυση στον κατηγορούμενο σχετικά με την πράξη που αποδίδεται σ' αυτόν. Άλλωστε, η αναφορά της τροποποιητικής διάταξης θα μπορούσε να παραλειφθεί ολοσχερώς, αφού είναι αυτονόητο ότι ο ποινικός νόμος εφαρμόζεται όπως ισχύει, όταν τελείται η αξιόποινή πράξη, (βλ. άρθρο 1 ΠΚ), εκτός αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, οπότε εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, (βλ. άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ). Διαφορετικά, έπρεπε να ακυρώνονται όλα τα κλητήρια θεσπίσματα που καταρτίστηκαν και επιδόθηκαν ήδη, αλλά δεν περιέχουν τροποποιητική διάταξη νόμου, η οποία θεσπίστηκε μετά την κατάρτιση και επίδοσή τους.
Συνεπώς, η πιο πάνω ένσταση του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη". Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως απαιτείται υπό των ανωτέρω διατάξεων του Κ.Π.Δ. και του Συντάγματος και συνεπώς ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως εκτιμάται, της παρεμπιπτούσης, ήτοι, αποφάσεως, της απορριπτικής της ενστάσεως του κλητηρίου θεσπίσματος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Η απαιτουμένη κατά τα άνω άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'Κ.Π.Δ., πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 332 παρ. 2 Κ.Π.Δ., στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, τον αποκλεισμό ή την μείωση της ικανότητος προς καταλογισμόν ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, εφ' όσον όμως προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την θεμελίωσή τους, χωρίς να αρκεί μόνον η επίκληση της νομικής διατάξεως η οποία τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίον είναι γνωστοί αυτοί στη νομική ορολογία? και τούτο δια να μπορέσει ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγηση, να τους κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους (Ολ. ΑΠ. 2/2005). Τοιούτος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο εκ του άρθρου 25 Π.Κ. (ισχυρισμός) περί καταστάσεως ανάγκης που αποκλείει το άδικο, ως και οι εκ του άρθρου 84 παρ. 2 α', δ'και ε'Π.Κ. ισχυρισμοί, ότι δηλαδή ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και ότι συμπεριεφέρθη καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του· δια να είναι όμως σαφείς και ορισμένοι οι ισχυρισμοί αυτοί και να έχει υποχρέωση το δικαστήριο να τους εξετάσει και να αιτιολογήσει την σχετική κρίση του πρέπει για την θεμελίωσή των να γίνεται επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγησή των.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεώς του, αιτιάται ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας απέρριψε χωρίς ειδική αιτιολογία κατά πιστή εδώ μεταφορά "τον προταθέντα από αυτόν και τον μάρτυρά του αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 25 Π.Κ. Παρουσιάστηκε ο μάρτυρας υπεράσπισης, ο οποίος, όταν ρωτήθηκε από τον Πρόεδρο για την ταυτότητά του, απάντησε ότι ονομάζεται ... κάτοικος ..., γεννήθηκε το 1950, επάγγελμα δημόσιος υπάλληλος, είναι Έλληνας και Χριστιανός Ορθόδοξος, γνωρίζει και συγγενεύει με τον κατηγορούμενο, είναι ο πατέρας του,... και όταν εξετάσθηκε κατέθεσε τα εξής: "Είχα πάθει έμφραγμα και πήρα τον γιο μου τηλέφωνο. Εκείνη την ημέρα έπαθα το έμφραγμα. Το έπαθα γύρω στις 11.00 με 12.00. Ο γιος μου έπαθε το ατύχημα και τραυματίσθηκε. Μετάνιωσε για την πράξη του...". Στη συνέχει ο Πρόεδρος κάλεσε σε απολογία τον κατηγορούμενο, ο οποίος είπε τα εξής: "Είμαι 27 ετών και τελειόφοιτος πολιτικός μηχανικός. Είχα πιει. Εκείνη την περίοδο δούλευα και μόλις τελείωσα τη δουλειά μου και γνωρίζοντας ότι ο πατέρας μου δεν ήταν καλά οδήγησα. Οδήγησα εγώ επειδή είχα πιει λιγότερο από τον φίλο μου...". Όμως ο ισχυρισμός αυτός όπως διετυπώθη ήτο αόριστος και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει εις αυτόν, πέραν του ότι ως εκ περισσού απήντησε στον τοιούτο ισχυρισμόν, τον οποίον απέρριψε και μάλιστα ειδικώς και αιτιολογημένως ως εξής: " Η κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, ότι δήθεν είχε υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου εκείνη την ημέρα, γεγονός που δήθεν ανάγκασε τον κατηγορούμενο γιο του να επιβιβαστεί στο επίδικο όχημα και να οδηγήσει αυτό, μολονότι ήταν ήδη σε κατάσταση μέθης, αξιολογείται ως αβάσιμη, όχι μόνο διότι δεν τεκμηριώθηκε με την προσαγωγή αντίστοιχου ιατρικού πιστοποιητικού, αλλά, κυρίως, διότι, όπως αποδείχθηκε, το τροχαίο ατύχημα που προκλήθηκε από τη μέθη του κατηγορουμένου, έλαβε χώρα στις ..., περί ώρα 22.00', ενώ η πάθηση του μάρτυρα υπεράσπισης, πατέρα του κατηγορουμένου, εκδηλώθηκε περί ώρα 11.00 με 12.00' (προφανώς μετά μεσημβρία, δηλαδή μετά την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος του κατηγορουμένου). Αν, πάλι, εννοηθεί ότι η πάθηση του μάρτυρα είχε εκδηλωθεί περί ώρα 11.00 με 12.00' προ μεσημβρίας, αφού ο κατηγορούμενος κατέθεσε "μόλις τελείωσα τη δουλειά μου και γνωρίζοντας ότι ο πατέρας μου δεν ήταν καλά, οδήγησα", είναι προφανές, ότι η πάθηση ήταν ασήμαντη και η οδήγηση του οχήματος δεν συνδέεται με αυτή, διότι το τέκνο που ανησυχεί για την υγεία του πατέρα του, ο οποίος έπαθε έμφραγμα μυοκαρδίου περί ώρα 11.00'προ μεσημβρίας, δεν σπεύδει προς τον ασθενή πατέρα του μετά παρέλευση 10 ωρών περίπου και, μάλιστα, αφού πρώτα έχει περιέλθει σε κατάσταση μέθης. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την παραπάνω πράξη και να του αναγνωρισθούν ελαφρυντικά άρθρου 84 παρ. 2 α'". Επίσης οι σχετικοί ισχυρισμοί περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 δ' και ε' Π.Κ. προεβλήθησαν αορίστως, χωρίς τα απαιτούμενα προς θεμελίωσή των περιστατικά, παρά μόνο με τη γραμματική επίκληση του περιεχομένου των οικείων νομικών διατάξεων, και δη, επί λέξει: "ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 δ': Πράγματι ο υπαίτιος έδειξε ειλικρινή μετάνοια γι' αυτό που έκανε, δηλώνοντας μπροστά στο δικαστήριο Σας ότι θλίβεται για το γεγονός και ότι δεν θα το ξανακάνει. Ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 ε' . Είναι γεγονός ότι από το ατύχημα και μετά, μετά δηλαδή την άδικη πράξη του, συμπεριφέρθηκε καλά, δεν ξαναήπιε, ούτε έφερε τον εαυτό του σε κατάσταση μέθης".
Συνεπώς το δικαστήριο δεν είχε και εδώ υποχρέωση να απαντήσει στους άνω αορίστους ισχυρισμούς των ελαφρυντικών περιστάσεων, εντεύθεν δε και η σιωπηρά απόρριψη αυτών να μην αποτελεί πλημμέλεια της αποφάσεως. Μετά ταύτα οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σχετικά με την απόρριψη των ανωτέρω αυτοτελών ισχυρισμών, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Λόγον αναιρέσεως συνιστά κατά άρθρον 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Περαιτέρω κατ' άρθρον 42 παράγραφος 10 Ν.2696/1999, όπως αντικατεστάθη δια του άρθρου 43 παράγραφος 2 Ν. 2963/2001 "στις περιπτώσεις των παραγράφων 7 εδάφιο γ'και 8 του άρθρου αυτού", ήτοι σε περίπτωση οδηγήσεως οχήματος υπό την επίδραση οινοπνεύματος "η παράβαση τιμωρείται παράλληλα και ανεξάρτητα από τις ποινικές και λοιπές κυρώσεις που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές, και με την ποινή της αφαίρεσης των κρατικών πινακίδων και της αδείας κυκλοφορίας του οχήματος για χρονικό διάστημα από δέκα (10) ημέρες έως έξι (6) μήνες, η οποία επιβάλλεται από το δικαστήριο. Η κύρωση αυτή δεν ισχύει για τις περιπτώσεις των κατηγοριών οχημάτων του άρθρου 103 παρ. 4 στοιχ. α' και β' του παρόντος", ήτοι των οδικών οχημάτων που ανήκουν στις νόμιμα λειτουργούσε επιχειρήσεις εκμίσθωσης αυτών, κατά την διάρκεια της μίσθωσης, και των οχημάτων δημοσίας χρήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την βασιμότητα του λόγου αναιρέσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, επέβαλε (κατά πλειοψηφίαν), παράλληλα με την ανωτέρω ποινή της φυλακίσεως των τεσσάρων (4) μηνών με τριετή αναστολή, και την ποινή της αφαιρέσεως των στοιχείων κυκλοφορίας του υπ' αριθμ. ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου για δύο (2) μήνες, κρίναν, δηλαδή ανελέγκτως, ότι το άνω αυτοκίνητο δεν εμπίπτει στις ανωτέρω εξαιρέσεις μη επιβολής της παρεπομένης ποινής της αφαιρέσεως των κρατικών πινακίδων και της αδείας κυκλοφορίας του οχήματος, τοσούτον μάλλον αφού ουδέν σχετικόν έγγραφον ανεγνώσθη, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων και όπως από τα αυτά πρακτικά προκύπτει.
Συνεπώς το δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του Κ.Ο.Κ., τις οποίες δεν παρεβίασε ούτε εκ πλαγίου. Δι' ο και ο σχετικός τέταρτος και τελευταίος λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, υποστηρίζων τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά πάντα ταύτα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 8/13 Ιουνίου 2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 430/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή