Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 891 / 2013    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 891/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας με την επωνυμία "LEON SHIPPING LTD", που εδρεύει στα νησιά ... και εκπροσωπείται νόμιμα, στην Ελλάδα δε από την εταιρεία με την επωνυμία "Odyssea Carries S.A", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ελένη Αστερίου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.
Της αναιρεσιβλήτου: Εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΙΝΟΙΛ, Ελληνική Εταιρεία Πετρελαίων ΑΕ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γαλενιανό.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24 Ιανουαρίου 2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5309/2008 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 666/2010 του Εφετείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικό). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8 Ιουνίου 2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Μιχαήλ Αυγουλέας, ανέγνωσε την από 22 Φεβρουαρίου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή, εν μέρει, των πρώτου και δεύτερου λόγων και την αναίρεση στο σύνολό της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη αίτηση, προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων υπ' αριθ. 66/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία: 1) έγινε δεκτή η έφεση της αναιρεσίβλητης-εναγομένης και απορρίφθηκε η σε βάρος της αγωγή κατά την κύρια βάση της, που είχε γίνει δεκτή, ως εν μέρει κατ' ουσίαν βάσιμη από το πρωτοβάθμιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την 695/2007 οριστική του απόφαση, και 2) απορρίφθηκε η ασκηθείσα υπ' αυτής (αναιρεσείουσας) έφεση, κατά της ίδιας απόφασης, με την οποία υπέβαλε παράπονα για την απόρριψη, από το, ως άνω, πρωτοβάθμιο δικαστήριο της επικουρικής, επί της αδικοπραξίας, στηριζόμενης βάσης της αγωγής του. Η αίτηση, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1, 569 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
2. O από το άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφήρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή. Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ" ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (ΑΠ 236/2009, ΑΠ 12/2009). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 4 στοιχείο α', 6 παρ. 1, 5 και 6, 7 παρ. 1 και 2 του Ν. 2251/ 1994, σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος για την προστασία των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από τη χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Ειδικότερα: 1) κατά το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α' του ν. 2251/1994 "καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους". Η συμπερίληψη των νομικών προσώπων υπό τη σκέπη του νόμου, μαζί με τα φυσικά πρόσωπα, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη προϊόντων ή υπηρεσιών, αποτελεί ευνοϊκότερη ρύθμιση από τον εθνικό νομοθέτη, αποκλίνοντας σ' αυτό το σημείο από τις οδηγίες της ΕΟΚ, οι οποίες αναφέρονται σε καταναλωτή φυσικό πρόσωπο (85/577/ΕΟΚ για τις συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος, 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων και 87/102/ΕΟΚ για την καταναλωτική πίστη, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 90/88/ΕΟΚ), με τις οποίες όμως επιτρέπεται η εκ μέρους των εθνικών νομοθετών υιοθέτηση ευνοϊκότερων ρυθμίσεων για τον καταναλωτή. Προκειμένου λοιπόν, να θεωρηθεί ως καταναλωτής ένα πρόσωπο, πρέπει να πληροί τις δύο παραπάνω προϋποθέσεις: α) να πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά, β) ο προμηθευόμενος αυτός να είναι ο τελικός αποδέκτης. Δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί καταναλωτής το πρόσωπο που αποκτά τα προϊόντα με σκοπό να τα μεταβιβάσει αυτούσια ή επεξεργασμένα, να παραχωρήσει τη χρήση ή να τα χρησιμοποιήσει για λογαριασμό ή για την οικονομική εξυπηρέτηση τρίτου. Επίσης, δεν απαιτείται ο τελικός αποδέκτης να χρησιμοποιήσει το αγαθό για προσωπικές, δηλαδή μη επαγγελματικές ανάγκες του, όπως απαιτούσε ο προηγούμενος νόμος (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 1969/1991). Ενόψει αυτών, η έννοια του καταναλωτή, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, είναι ευρεία και καταλαμβάνει, κάθε πρόσωπο που αποτελεί τον τελικό αποδέκτη ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, ασχέτως αν η χρήση για την οποία προορίζεται, είναι προσωπική ή επαγγελματική (ΑΠ 1343/2012, 1332/2012, 733/2011), 2) κατά την ίδια, ως άνω, διάταξη εδ. β', προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητος του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή, και 3) κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου παραγωγός, θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα. Προϊόντα με την έννοια αυτού του άρθρου θεωρούνται και τα κινητά πράγματα που ενσωματώθηκαν ως συστατικά σε άλλα πράγματα κινητά ή ακίνητα. Προϊόντα θεωρούνται επίσης οι φυσικές, δυνάμεις, ιδίως το ηλεκτρικό ρεύμα και η θερμότητα, εφόσον υπόκεινται σε εξουσίαση, όταν περιορίζονται σε ορισμένο χώρο. Κατά δε, την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, όταν η ταυτότητα του παραγωγού είναι άγνωστη, κάθε προμηθευτής του προϊόντος θεωρείται για την εφαρμογή του νόμου αυτού παραγωγός, εκτός αν μέσα σε εύλογο χρόνο ενημερώσει τον καταναλωτή για την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν. Το ίδιο ισχύει και για τον προμηθευτή προϊόντων εισαγωγής, όταν η ταυτότητα του εισαγωγέα είναι άγνωστη, έστω και αν η ταυτότητα του παραγωγού είναι γνωστή. Περαιτέρω, η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ρυθμίζεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 6 του ν. 2251/1994, που έχει ενσωματώσει την υπ' αριθ. 85/374/25.7.1985 Οδηγία της ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών - μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Η ρύθμιση αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (άρθ. 14 § 5 ν. 2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης του άρθ. 6 ν. 2251/1994, ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία, στην οποία περιλαμβάνεται η βλάβη ή καταστροφή, εξαιτίας του ελαττωματικού προϊόντος, κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή καθώς και η ζημιά λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης (§ 6), που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του (§ 1). Η ικανοποίηση όμως της ηθικής βλάβης, πριν τις 10-7-2007, δεν καλυπτόταν από τις διατάξεις του νόμου αυτού, αλλά από τις κοινές διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ, οι οποίες ρυθμίζουν και την ευθύνη του προμηθευτή ελαττωματικού προϊόντος (άρθ. 1 § 4 εδάφιο β' ν. 2251/1994) όταν αυτός δεν εξομοιώνεται με τον παραγωγό (ήδη όμως με το νόμο 3587/2007 άρθρο 7 παρ. 3 αυτού αντικαταστάθηκε η παρ. 7 του άρθρου 6 του προηγούμενου νομοθετήματος και ορίζεται πλέον ότι χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης οφείλεται και σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου). Η ειδική, ως άνω, ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού αποσκοπεί στη διαφύλαξη της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών (διαφέρον ακεραιότητας) από προσβολές εξαιτίας ελαττωματικών προϊόντων. Αντίστοιχα, προς το σκοπό αυτό ορίζεται με το άρθ. 6 § 5 εδ. α' του ν. 2251/1994, ως ελαττωματικό το προϊόν, εκείνο που δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισης του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποιήσεως του και του χρόνου, κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. Ελαττωματικό, συνεπώς, είναι το επικίνδυνο προϊόν, που αντιδιαστέλλεται από το ασφαλές και με την έννοια αυτή η ελαττωματικότητα του προϊόντος συνδέεται κατά τρόπο άμεσο με τη θεμελίωση της ειδικής αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού . Αντίθετα για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του κατά τις κοινές διατάξεις, απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, με την οποία να συνδέεται η (αντικειμενική) βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος. Η συμπεριφορά είναι παράνομη, όχι μόνο όταν προσκρούει σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και όταν εξέρχεται από τα όρια των χρηστών συναλλακτικών ηθών, όπως τα όρια αυτά προκύπτουν από τα άρθ. 5 του Συντάγματος 1975, 200, 281 και 288 ΑΚ. Σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τη γενική επιταγή δημιουργείται για τους μετερχόμενους επικίνδυνες δραστηριότητες, γενική υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή λήψης όλων των κατάλληλων μέτρων για την προστασία των έννομων αγαθών των τρίτων, που εύλογα εμπιστεύονται την άσκηση της δραστηριότητος (αρχή της εμπιστοσύνης). Τα κατάλληλα μέτρα μπορεί να προκύπτουν άμεσα από διάταξη ουσιαστικού νόμου, διαφορετικά προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Διαμορφώνονται έτσι οι ειδικότερες συναλλακτικές υποχρεώσεις, που συνδέονται με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και καθορίζουν το αναγκαίο επίπεδο ασφάλειάς της. Δραστηριότητα που εγκυμονεί κινδύνους για αόριστο αριθμό ατόμων, αποτελεί και εκείνη του παραγωγού (ή ανάλογα του προμηθευτή) προϊόντων, ο οποίος με τη διαφήμιση και την προβολή των προϊόντων του εμπεδώνει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και δημιουργεί δεσμό πίστεως, από τον οποίο απορρέουν αντίστοιχες συναλλακτικές υποχρεώσεις του. Κοινή συνισταμένη των υποχρεώσεων του παραγωγού είναι η οργάνωση της παραγωγής με τρόπο που να εξυπηρετείται η γενική υποχρέωση πρόνοιας, μέσω κυρίως του ελέγχου του προϊόντος και της πληροφόρησης του καταναλωτικού κοινού. Η παράβαση με οποιοδήποτε τρόπο της υποχρέωσης αυτής, που έχει ως συνέπεια την παραγωγή και διάθεση ελαττωματικών προϊόντων, δηλαδή προϊόντων που θέτουν σε κίνδυνο έννομα αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών, αποτελεί συμπεριφορά που εξέρχεται από τα όρια της θεμιτής δράσης του παραγωγού και διαψεύδει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, ως προς το προσδοκώμενο όριο ασφαλείας του προϊόντος. Αναμφίβολα αποτελεί παράνομη και κατ' αρχήν και υπαίτια (άρθ. 330 εδ. β' ΑΚ) συμπεριφορά που δικαιολογεί, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, αποζημίωση για υλικές ζημιές και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με την παράγραφο 1 του άρθ. 7 του ν. 2251/1994, που ενσωμάτωσε την υπ' αριθμό 92/59 Οδηγία της ΕΟΚ για την ασφάλεια των προϊόντων, ορίζεται ότι οι προμηθευτές (άρθ. 1 § 4 εδ. β' ν. 2251/1994), υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα, ενώ με τις §§2 και 4 του ίδιου νόμου ορίζεται πότε ένα προϊόν είναι ασφαλές και πότε οι προμηθευτές θεωρούνται ότι συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση διάθεσης ασφαλών προϊόντων. Συνάγεται έτσι άμεσα από το νόμο συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση, η παράβαση της οποίας αποτελεί παράβαση επιτακτικού κανόνα δικαίου, που επισύρει αυτόνομα την αδικοπρακτική ευθύνη των προμηθευτών. Τέλος, κατά την παρ. 11 του άρθρου 6 η ευθύνη του παραγωγού (και των προσώπων που εξομοιώνονται με αυτούς), δεν μειώνεται αν η ζημία οφείλεται σωρευτικά τόσο σε ελάττωμα του προϊόντος όσο και σε πράξη ή παράλειψη τρίτου (προδήλως και εκείνων που παρεμβαίνουν στη διαδικασία διάθεσης), μπορεί όμως εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών να μειωθεί ή και να αρθεί, όταν συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος ή προσώπου για το οποίο ευθύνεται ο ζημιωθείς. Ενόψει όλων αυτών, το ελάττωμα και η ταυτότητα του προϊόντος, η ζημία από την συνηθισμένη (την κατά προορισμό) χρήση του και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ελαττώματος και ζημίας είναι στοιχεία που έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ενάγων καταναλωτής (ή ο ζημιούμενος τρίτος) για να θεμελιώσει και κατά τις κοινές διατάξεις αδικοπρακτική ευθύνη του παραγωγού ή ανάλογα των προμηθευτών του (άρθ. 338 § 1 ΚΠολΔ). Το αίτιο όμως της βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος με τη μορφή της υπαίτιας παράβασης συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης του παραγωγού ή των προμηθευτών του προϊόντος, ο καταναλωτής βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να το προσδιορίσει και να το αποδείξει, αφού αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος, δηλαδή προς τη σφαίρα επιρροής άλλων προσώπων, και συνεπώς δεν μπορεί να γνωρίζει τις πράξεις ή παραλείψεις καθώς και ποιου προσώπου, από εκείνα που αναμείχθηκαν στην διαδικασία διάθεσης, οδήγησαν στην κυκλοφορία ελαττωματικού προϊόντος. Γίνεται έτσι δεκτό με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 925 ΑΚ που απηχεί τη λεγόμενη θεωρία των σφαιρών επιρροής ή προελεύσεως των κινδύνων, ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το σχετικό βάρος και αντίθετα έχει το βάρος ο παραγωγός ή ο προμηθευτής του προϊόντος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής του, δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή ή ανάλογα στη συντήρηση και διάθεση του προϊόντος ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ή σε υπαιτιότητα προσώπων για τα οποία ευθύνεται. Έτσι με αναστροφή του βάρους απόδειξης, η αδικοπρακτική ευθύνη των προσώπων αυτών διαμορφώνεται, κατά τις κοινές διατάξεις σε νόθο αντικειμενική (ΑΠ 1505/2008).
Στην κρινόμενη περίπτωση, με την αγωγή της επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ιστορούσε η ενάγουσα- αναιρεσείουσα, ότι είναι κυρία του υπό σημαία Αγγλίας σκάφους αναψυχής "BLUE RIBBON". Ότι για τον εφοδιασμό του με καύσιμα, κατά την εκτέλεση πλόων το καλοκαίρι του 2005, επέλεξε τα προϊόντα της εναγόμενης εταιρίας, η οποία δραστηριοποείται στο χώρο της εμπορίας ενέργειας και ασχολείται , μεταξύ άλλων και με τον εφοδιασμό πλοίων με καύσιμα και λιπαντικά, αφού πείσθηκε από τις διαβεβαιώσεις της τελευταίας που περιέχονταν στις διαφημιστικές της καταχωρίσεις περί της εκ μέρους της διαθέσεως άριστης ποιότητας καυσίμων. Τις πρωινές ώρες της 9-8-2005 προμηθεύτηκε 2.300 τόνους πετρελαίου κινήσεως από συνεργαζόμενο με την εναγόμενη πρατήριο στη νήσο ... και ότι λίγη ώρα μετά τον απόπλου του σκάφους από το νησί με προορισμό την Πλατανιά Πηλίου, παρουσιάστηκε απότομη αύξηση της θερμοκρασίας στις μηχανές του, ενώ άσπρος καπνός έβγαινε από τον οχετό εξαγωγής της αριστερής μηχανής. Ο κυβερνήτης του σκάφους διέκοψε αμέσως τη λειτουργία της, ενώ αναγκάστηκε να ελαττώσει τις στροφές και στη δεξιά μηχανή καθώς παρατηρήθηκαν σ' αυτήν ασυνήθιστοι κραδασμοί. Κατά τον έλεγχο των μηχανών του σκάφους της από συνεργείο της εταιρίας που αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα την κατασκευάστρια αυτών εταιρία, τόσο στο προαναφερόμενο λιμάνι, όσο και μετά την επιστροφή του στον Πειραιά, διαπιστώθηκε εμπειρικά (από την έντονη οσμή) η παρουσία βενζίνης στα καύσιμα, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την ανάλυση των δειγμάτων τους από κατάλληλο εργαστήριο. Συνεχίζοντας υποστηρίζει: "... 1) Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι αποκλειστική αιτία των ζημιών στις κύριες και βοηθητικές μηχανές του σκάφους και στους άξονες υπήρξε η παρουσία βενζίνης στα καύσιμα, που προμηθεύτηκε το σκάφος από την προστηθέντα της αντιδίκου στη Σκόπελο στις 9.8.05, και που διαπιστώθηκε τόσο εμπειρικά, από την έντονη μυρουδιά βενζίνης στις δεξαμενές του σκάφους, όσο και επιστημονικά από τα αποτελέσματα των αναλύσεων των δειγμάτων των καυσίμων από την εταιρεία ΝΑΙΑΣ ΑΕ, σύμφωνα με τα οποία (αποτελέσματα) το σημείο αναφλέξεως των εξετασθέντων δειγμάτων βρέθηκε κάτω από 0o C αντί των ελαχίστων 55°C, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ελληνικής Νομοθεσίας, γι' αυτό και η αντίδικος παρέλαβε άνευ ουδεμιάς αντιρρήσεως την υπόλοιπη ακατάλληλη ποσότητα καυσίμων από τις δεξαμενές του σκάφους, και την αντικατέστησε με κατάλληλη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Η ύπαρξη βενζίνης στο πετρέλαιο, δεν καθιστά μόνο το προϊόν ακατάλληλο αλλά και άκρως επικίνδυνο γιατί, εκτός από τις ζημίες, θα μπορούσε να προκληθεί πυρκαγιά ή και έκρηξη, γι' αυτό και οι κατασκευαστές των μηχανών, στο σχετικό εγχειρίδιο, όχι απλώς δεν συνιστούν την προσθήκη βενζίνης στα καύσιμα αλλά δηλώνουν ότι στην περίπτωση αυτή δεν θα φέρουν καμία ευθύνη από τις ζημίες που θα προκληθούν στις μηχανές. 2) Εν προκειμένω, η ύπαρξη βενζίνης στο καύσιμο προκάλεσε ανωμαλίες στη λειτουργία των μηχανών λόγω μετατόπισης των σημείων και χρόνων ανάφλεξης στους κυλίνδρους των μηχανών, δηλαδή προκάλεσε μεταβολή του χρονισμού τους, η οποία είχε σαν συνέπεια την πρόκληση υψηλών θερμοκρασιών κατά την καύση, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την θερμική και μηχανική καταπόνηση των μηχανών και υψηλές ταλαντώσεις, καταπόνηση, η οποία, με τη σειρά της δημιούργησε στρεβλώσεις στα διάφορα μέρη τους και ρήγματα στους 2 από τους 4 οχετούς καυσαερίων της αριστερής μηχανής, συνεπεία των οποίων (ρηγμάτων) προεκλήθη εισροή νερού ψύξεως στο χώρο καύσεώς της και στην ελαιολεκάνη της. Η εισροή αυτή προκάλεσε απότομη ψύξη των μηχανικών μερών με καταστροφικές συνέπειες για την αριστερή μηχανή (θερμικό σοκ) ενώ δημιούργησε και υδραυλικές πιέσεις οι οποίες παραμόρφωσαν περαιτέρω, ορισμένα από τα κινούμενα μηχανικά της μέρη και επιπλέον έδρασε καταλυτικά στην επιτάχυνση του φαινομένου της οξείδωσης των μετάλλων της. Η ύπαρξη βενζίνης στα καύσιμα, όπως, προαναφέρθηκε, δημιούργησε ανωμαλία στη λειτουργία των μηχανών λόγω μεταβολής του χρονισμού τους και πρόκληση υψηλών ταλαντώσεων, συνεπεία των οποίων δημιουργήθηκαν ρωγμές σε αμφότερους τους άξονες προώσεως. Ότι συνεπεία της παρουσίας βενζίνης στα καύσιμα υπέστη τις αναλυτικά περιγραφόμενες στο αγωγικό δικόγραφο εκτεταμένες ζημιές στις κύριες μηχανές του σκάφους, στις ηλεκτρογεννήτριες και στα αξονικά συστήματα αυτού, οφειλόμενες στην παράνομη και αμελή συμπεριφορά της εναγόμενης που της προμήθευσε, μέσω του πρατηρίου - αποκλειστικού διανομέα της καύσιμα ακατάλληλα για την προοριζόμενη από την ίδια χρήση, δηλαδή προϊόντα που δεν παρείχαν την αναμενόμενη ασφάλεια. 3) Συνεπώς η εναγομένη, μας παρέδωσε πετρέλαιο όχι μόνο ακατάλληλο για την χρήση για την οποία προορίζονταν, αλλά και μη ασφαλές και επικίνδυνο, συμπεριφορά η οποία δεν είναι μόνον αντισυμβατική αλλά και παράνομη, γιατί είναι αντίθετη τόσο προς την καλή πίστη, τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και προς όσα εκείνη διακήρυττε σχετικά με τα προϊόντα της, όσο και προς τις διατάξεις των αποφάσεων 355/00 και 291/03 των Υπουργών Οικονομικών- Ανάπτυξης-Περιβάλλοντος -Χωροταξίας και Δημ. Έργων, περί "Πετρελαίου Κίνησης, προδιαγραφών και μεθόδων ελέγχου" (ΦΕΚ 410Β/11.4.0Ί και 332Β/11.2.04, αποτελεί δε την αποκλειστική αιτία των ζημιών τις οποίες υποστήκαμε κατά τα προαναφερθέντα, και τις οποίες αυτή είναι υποχρεωμένη να μας αποκαταστήσει, σύμφωνα προς τις ειδικές διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή εν συνδυασμώ προς τις γενικές περί αδικοπραξίας διατάξεις του ΑΚ (297, 330, 914 ΑΚ), ανερχόμενες συνολικά στο ποσό των ΕΥΡΩ 228.974,80 (€90.917,88 για αμοιβές εργασίας και €138.056,92 για αγορά ανταλλακτικών), νομιμοτόκως από την ημέρα που την οχλήσαμε, με την αποστολή του από 23-2-06 φαξ μας, με το οποίο της ζητούσαμε την αποκατάσταση των εκ της προπεριγραφείσης αιτίας ζημιών μας, άλλως από της επιδόσεως της παρούσης μέχρις εξοφλήσεως, με απόφαση η οποία να κηρυχθεί ττροσωρινά εκτελεστή λόγω της εμπορικότητας της διαφοράς και της αδικοπραξίας της εναγομένης". Από τα ως άνω αναφερόμενα προκύπτει ότι η εναγομένη-αναιρεσίβλητη ήταν προμηθευτής πετρελαιοειδών, ενώ η ταυτότητα του παραγωγού ήταν άγνωστη με τα ιστορούμενα σ' αυτήν. Επομένως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η εναγομένη θεωρείται παραγωγός και ευθύνεται ως τέτοια, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν.2251/1994, που ρυθμίζουν την ευθύνη του παραγωγού. Περαιτέρω, αναφέρεται με σαφήνεια στην ένδικη αγωγή, α) ότι η ενάγουσα το πετρέλαιο, προόριζε για τις ανάγκες του πλοίου που εκμεταλλευόταν, με αποτέλεσμα να θεωρείται τελικός αποδέκτης αυτού και συνακόλουθα "καταναλωτής", β) τόσο το είδος του ελαττώματος και η ταυτότητα του προϊόντος (πετρελαίου), που προμηθεύτηκε έναντι ανταλλάγματος η ενάγουσα από την εναγομένη, όσο και η ζημία της, από τον κατά προορισμό χρήση του προϊόντος, καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ελαττώματος και την ζημίας της. Αντίθετα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα δεν απαιτείται να προσδιορίζεται η παράνομη συμπεριφορά της αντιδίκου της, που οδήγησε στη βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος, με τη μορφή της υπαίτιας παραβάσεως συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρεώσεως της, αφού τα στοιχεία αυτά δεν εμπίπτουν αντικειμενικά στο γνωστικό πεδίο της ενάγουσας, αλλά στη σφαίρα επιρροής της αντιδίκου της. Σε κάθε περίπτωση από τα ιστορούμενα στην αγωγή συνάγεται ότι η εναγομένη παρέβη την επιτακτική, από το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.2251/1994, υποχρέωσή της κατά την οποία, υποχρεούται να διαθέτει στην αγορά ασφαλή προϊόντα, αλλά και εκείνη από τις διατάξεις των 355/00 και 291/03 αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕ ΧΩ.Δ.Ε, που εκδόθηκαν κατά εξουσιοδότηση νόμου και προβλέπουν τις προδιαγραφές της ποιότητας και του ελέγχου του πετρελαίου κίνησης. Ούτε εξάλλου, ήταν αναγκαίο να προσδιορίζεται στην αγωγή, για την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, ότι η ευθύνη για την παραβίαση των άνω υποχρεώσεων, βαρύνει την ίδια ή τους υπ' αυτής προστηθέντες ή τρίτους που διαμεσολάβησαν στην πώληση του προϊόντος. Τούτο διότι, ενόψει της ιδιότητας της εναγομένης, ως προμηθεύτριας-παραγωγού, η ευθύνης της, διαμορφώνεται ως νόθος αντικειμενική, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 925 ΑΚ (ΑΠ 1505/2008).
Συνεπώς, η τελευταία υποχρεούται να επικαλεσθεί και να αποδείξει την έλλειψη της αντικειμενικής αθετήσεως των γενικών υποχρεώσεών της πρόνοιας, που την βαρύνουν, καθώς και ότι η ελαττωματικότητα του προϊόντος δεν οφείλεται σε δικό της πταίσμα ή πταίσμα των προσώπων, που παρενέβησαν στη διαδικασία διάθεσης του ελαττωματικού προϊόντος. Ενόψει αυτών η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις του νόμου 2251/1994, και στα άρθρα 330, 298, 914 επ. ΑΚ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή: α) ως μη νόμιμη, διότι η ενάγουσα δεν ήταν "καταναλωτής" και β) ως αόριστη διότι η ενάγουσα ιστορούσε ότι είναι δυνατόν το ελάττωμα να οφειλόταν όχι μόνο στην ίδια, αλλά και στον διανομέα του πετρελαίου. Με τις κρίσεις της, όμως αυτές, υπέπεσε αφενός στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, ενώ απαίτησε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης αφετέρου δε στην πλημμέλεια του αρθ.14, της ίδιας πιο πάνω διατάξεως, καθόσον θεώρησε ανεπαρκή τα εκτιθέμενα για την εξειδίκευση των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν και στη συνέχεια, κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο δεχθέν ότι η αγωγή ήταν αόριστη. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, κατ' ορθή εκτίμηση του δικογράφου της αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται, κατά τα πρώτα σκέλη τους, οι προβλεπόμενες ως άνω πλημμέλειες (αριθ. 1 και 14 άρθρου 559 ΚΠολΔ),είναι βάσιμοι και πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί. Αντιθέτως οι ίδιοι λόγοι, κατά το άλλο μέρος του, καθώς και ο τρίτος λόγος της αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται πλημμέλειες από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν, αφού το Εφετείο απλώς έκρινε τον μεν ως νομικά αβάσιμη την αγωγή το δε ως αόριστη και δεν εισήλθε στην κατ' ουσία έρευνα αυτής, για να δικαιολογείται η επίκληση της παραβάσεως αυτής. Τούτο διότι ό από την διάταξη αυτή προβλεπόμενος λόγος ιδρύεται, όταν ελλείψεις ανάγονται αποκλειστικά στη διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος, σε σχέση με τη συνδρομή των πραγματικών γεγονότων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, έτσι ώστε από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους να μη μπορεί να διαγνωσθεί αν η απόφαση η όχι νομικώς. Ενόψει όλων αυτών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της. Στη συνέχεια η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, κατ' ορθή ερμηνευτική διατύπωση του άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε και ίσχυε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση, από δικαστές, άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την απόφαση. Τέλος, πρέπει ο αναιρεσίβλητος, ως ηττώμενος διάδικος, να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Αναιρεί την υπ' αριθ. 666/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στις 20-4-2013. Και
Δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Μαΐου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή