Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναίρεση μερική, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Συνέργεια, Νομιμοποίηση εσόδων, Επεκτατικό αποτέλεσμα, Απόφαση αθωωτική.
Περίληψη:
Αίτηση αναίρεσης κατά αθωωτικής (εν μέρει) αποφάσεως από Εισαγγελέα Αρείου Πάγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Τέτοια έλλειψη υπάρχει όταν η αιτιολογία είναι αντιφατική - ενδοιαστική ως προς τα πραγματικά στοιχεία που δέχθηκε ότι δεν υπάρχουν για την τέλεση του εγκλήματος της άμεσης συνέργειας στη νομιμοποίηση εσόδων προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα, πράξη που δέχθηκε ότι τέλεσε ο συγκατηγορούμενος του αθωωθέντος κατηγορουμένου. Παραδοχή του λόγου αυτού ως βασίμου. Αναίρεση εν μέρει της προσβαλλόμενης απόφασης και παραπομπή της υπόθεσης κατά το μέρος αυτό για νέα εκδίκαση στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αυτή. Απόρριψη αίτησης συγκατηγορουμένου του αθωωθέντος για επέκταση του αποτελέσματος της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα Αρείου πάγου υπέρ αυτού κατ' άρθρο 469 ΚΠΔ.
Αριθμός 2049/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 1082/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Π. Μ. του Σ., κάτοικο ..., που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος. Με συγκατηγορούμενους τους:1)Ε. Κ. του Α. και 2)Ι. Μ. του Θ..
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 33/3-9-2010 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1154/2010.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και να απορριφθούν οι από 13 Σεπτεμβρίου 2010 και 8 Οκτωβρίου 2010 αιτήσεις-αιτήματα του συγκατηγορούμενου Ι. Μ. και τον κατηγορούμενο που παρέστη ο ίδιος ως δικηγόρος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ.2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ.2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 του ΚΠοινΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικώς, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ (ν.δ.53/74), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, συντρέχει, είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με πληρότητα και σαφήνεια γιατί δεν επείσθη για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά του. Κατ' ακολουθίαν η κρινόμενη από 3-9-2010 και υπ' αρ. εκθέσεως 33/2010 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της υπ'αριθμ.1082/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, μόνο κατά το κεφάλαιο αυτής με το οποίο ο κατηγορούμενος Π. Μ. του Σ., δικηγόρος Πειραιώς και κάτοικος Αθηνών, κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ποσού 7.000.000 δραχμών (ειδικότερα της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή) έχει ασκηθεί από τον ως άνω Εισαγγελέα νομοτύπως και εμπροθέσμως (βλ. και άρθρο 473 παρ.4 του ΚΠοινΔ) από της κατά την 23-7-2010 καταχωρήσεως της στο ως άνω βιβλίο, με μόνο λόγο την έλλειψη της απαιτουμένης από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδικής αιτιολογίας, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη εν μέρει υπ'αριθμ.1082/2010 απόφαση του Γ' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ο κατηγορούμενος Π. Μ. του Σ., δικηγόρος ... και κάτοικος ..., κηρύχθηκε αθώος, εκτός των λοιπών αποδιδομένων σ'αυτόν αξιοποίνων πράξεων που δεν αποτελούν αντικείμενο έρευνας της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως, της άμεσης συνέργειας στην πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ποσού 7.000.000 δραχμών, που του αποδίδετο με το υπ'αριθ.1588/2007 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το ως άνω Δικαστήριο δέχθηκε, με βάση τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, τα ακόλουθα, όσο αφορά την υπόθεση με κατηγορούμενους τον τότε δικαστή (Πρωτοδίκη Αθηνών) Ε. Κ., τον επιχειρηματία Ι. Μ. και τους δικηγόρους Π. Μ., Χ. Χ. και Σ. Ν. τα εξής: "Εναντίον των I. Α., βούλγαρου υπηκόου, και Ι. Μ. (ήδη κατηγορούμενου) ασκήθηκε ποινική δίωξη, πλην των άλλων αξιοποίνων πράξεων, και για την κακουργηματικού χαρακτήρα πράξη της εκρήξεως κατά συρροή με πρόθεση, από την οποία πράξη ήταν δυνατό να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Συγκεκριμένα δε, εναντίον του πρώτου ως φυσικού αυτουργού και του δεύτερου ως ηθικού αυτουργού της παραπάνω πράξεως. Σημειώνεται, ότι η εν λόγω σοβαρή πράξη, η οποία αποδόθηκε σ' αυτούς, είχε λάβει χώρα κατά συρροή α) στις 27.6.2000 στη συμβολή τών οδών ... και ... στην Αθήνα, β) στις 3.8.2000 στην οδό ..., στον Πειραιά και γ) στις 10.10.2000 στην οδό ..., στον Ταύρο Αττικής, κατά τις οποίες προκλήθηκαν αντίστοιχες εκρήξεις, κατά τις νυκτερινές ώρες, σε καταστήματα ηλεκτρονικών παιχνιδιών, τα οποία εκμεταλλευόταν ο Χ. Β.. Εναντίον τούτου, σημειωτέον, είχε εκδηλώσει μεγάλη επαγγελματική αντιζηλία ο κατηγορούμενος Ι. Μ., ο οποίος είχε αναπτύξει συναφή με αυτόν δραστηριότητα με επίκεντρο την πόλη του Πειραιά. Επισημαίνεται, ότι ο ανωτέρω, Χ. Β., καθώς και ο συνεταίρος του Δ. Σ. είχαν υποβάλει την από 23.10.2000 αίτηση τους με αναφορά παραπόνων προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, στην οποία δήλωσαν, πλην των άλλων, ότι δεχόντουσαν πολλά απειλητικά τηλεφωνήματα τόσο για τη ζωή τους, όσο και για την περιουσία τους, καθώς, επίσης, και περί ενοχοποιήσεώς τους για δήθεν διαπραχθείσες από αυτούς διάφορες εγκληματικές ενέργειες. Θεώρησαν δε, ως τον κυρίως ύποπτο και δράστη των προαναφερόμενων αξιοποίνων πράξεων τον κατηγορούμενο Ι. Μ.. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί, ότι, όπως ισχυρίσθηκαν, ο ίδιος είχε απειλήσει "ευθέως και προσωπικώς" το δεύτερο από αυτούς, Δ. Σ., επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να αποτραπεί η μίσθωση του ανωτέρω, επί της οδού ..." καταστήματος, που βρισκόταν στην πόλη του Πειραιά. Κατά τη διενεργηθείσα δε στο μεταξύ έρευνα στο μεταξύ στο σπίτι του κατηγορουμένου Ι. Μ., βρέθηκαν σ' αυτό όπλα, σφαίρες, φυσίγγια, καθώς, επίσης, και 350 κασέτες υποκλοπών. Ακολούθως, κατά την αυτεπαγγέλτως διενεργηθείσα προανάκριση επί της ως άνω ποινικής υποθέσεως, εξετάστηκαν ως μάρτυρες οι ιδιωτικοί αστυνομικοί Θ. Μ. και Χ. Σ., οι οποίοι κατέθεσαν, ότι εργαζόμενοι ως ιδιωτικοί αστυνομικοί προς φύλαξη του επί της συμβολής των οδών ... και ... πολυκαταστήματος "Μινιόν" είχαν αντιληφθεί πριν από την προκληθείσα πρώτη των εκρήξεων, δύο άτομα, τα οποία επέβαιναν εντός αυτοκινήτου, που είχε σταθμεύσει επί της οδού .... "Ότι, ακολούθως, αποβιβάσθηκε από αυτό το ένα άτομο και, αφού κατευθύνθηκε προς την οδό ..., απ' όπου παρέλαβε μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού, απομακρύνθηκε, μετά ταύτα, κινούμενο περιμετρικώς του πιο πάνω πολυκαταστήματος. Μετά δε από την εν λόγω έκρηξη, το ίδιο άτομο, με την ίδια μοτοσυκλέτα διήλθε εκ νέου από τον τόπο της εκρήξεως. Επίσης, οι ίδιοι μάρτυρες κατέθεσαν προανακριτικώς, ότι σε επιδειχθείσα σ' αυτούς φωτογραφία, αλλά και σε βιντεοσκόπηση, αναγνώρισαν το ανωτέρω άτομο και επρόκειτο σίγουρα για τον προαναφερόμενο βούλγαρο υπήκοο I. A., ο οποίος, κατά τη διάρκεια της προανακριτικής απολογίας του δέχθηκε, ότι εργαζόταν στον ανωτέρω συγκατηγορούμενό του Ι. Μ. και συγκεκριμένα σε ένα κατάστημα τούτου με ηλεκτρονικά παιγνίδια στον Πειραιά. Σημειώνεται, ότι η βιντεοσκόπηση αυτή δεν προκύπτει, ότι επισυνάφθηκε στην ποινική δικογραφία, τουλάχιστον από τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν, σε συνδυασμό, άλλωστε, και με τις μαρτυρικές καταθέσεις και δεν αφορά βέβαια την απεικόνιση του βούλγαρου κατά τη φερομένη διάπραξη της πράξεως, αλλά σε μία άλλη στιγμή και είναι άγνωστο, πού αυτή βρίσκεται. Ακολούθως, μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, διατάχθηκε η διενέργεια κυρίας ανακρίσεως και η υπόθεση διαβιβάσθηκε στο 23° Ανακριτικό Τμήμα Πλημμελειοδικών Αθηνών, στο οποίο υπηρετούσε τότε ο πρώτος των κατηγορουμένων, Ε. Κ., με το βαθμό του Πρωτοδίκη. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί, ότι δεν ήταν μόνο η υπόθεση αυτή, για την οποία διώκετο το ίδιο χρονικό διάστημα ο ως άνω Ι. Μ., αλλ' επιπλέον είχε ασκηθεί εναντίον του και άλλη ποινική δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες πράξεις, για την οποία είχε διαταχθεί η διενέργεια κυρίας ανακρίσεως, ο χειρισμός της οποίας είχε ανατεθεί στον Ανακριτή του 5ου Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κατά το στάδιο αυτό, ο παραπάνω κατηγορούμενος, Ι. Μ. είχε απευθυνθεί σε διάφορους Δικηγόρους, όπως τους Μ. Α. και Α. Λ.. Στη Γ.Α.Δ.Α, όπου εκρατείτο, γνώρισε, με την ευκαιρία άλλης υποθέσεως συγκρατουμένου του, το Δικηγόρο Αθηνών Μ. Δ., που βρέθηκε εκεί ως υπερασπιστής, στον οποίο ανέθεσε την υπόθεση, κατά το στάδιο αυτό της ανακρίσεως. Όμως, τη σχετική έκθεση του πέρατος αυτής την υπέγραψε, μετά ταύτα, ο δικηγόρος Αθηνών Ζ. Κ.. Ακολούθως, και, μετά τη διενέργεια της κυρίας ανακρίσεως, η υπόθεση ήχθη ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το υπ' αριθ. 2781/2001 βούλευμα του και με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση αποφάνθηκε, ότι έπρεπε να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος Ι. Μ. μαζί με τον αλλοδαπό συγκατηγορούμενό του Ι. Α. ενώπιον του ακροατηρίου του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθούν για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις. Μετά δε την έκδοση του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος, ο κατηγορούμενος αναστατώθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό και άρχισε να κινητοποιείται ενεργά για την αντιμετώπιση της επιβαρυντικής αυτής σε βάρος του καταστάσεως. Οι δικηγόροι, στους οποίους αυτός απευθύνθηκε, τον συμβούλευσαν να μην ασκήσει κατά του συγκεκριμένου παραπεμπτικού βουλεύματος το ένδικο μέσο της εφέσεως, διότι, όπως του συνέστησαν, το Συμβούλιο Εφετών, λόγω της εμπειρίας των δικαστών, θα τεκμηρίωνε με το δικό του τρόπο τα προκύπτοντα σε βάρος του ενοχοποιητικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να καθίσταται πλέον δύσκολη η θέση του, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, στο οποίο αυτός είχε παραπεμφθεί. Τότε, απευθύνθηκε στο δικηγόρο Αθηνών και ήδη μάρτυρα κατηγορίας Γ. Α., τον οποίο γνώριζε από το έτος 1980, όταν ο τελευταίος είχε αναλάβει την υπεράσπιση τούτου και της συζύγου του, ’. Μ. -Μ., για υπόθεση, η οποία αφορούσε σε θέματα μετοχών των ανωνύμων εταιρειών των εφημερίδων "Απογευματινή" και "Ακρόπολη". Στα πλαίσια δε αυτά της εντολής, ο ανωτέρω συνήγορος του προέβη σε μία σειρά διαφόρων διαδικαστικών ενεργειών και συγκεκριμένα κατάρτισε και υπέβαλε σχετικά με την άνω υπόθεση το από 23.3.2001 υπόμνημα και τις από 26.3.2001 και 20.4.2001 αιτήσεις ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, Αθηνών, καθώς και τα από 18. 9.2001, 24-9-2001 και 29.10.2001 υπομνήματα και αιτήσεις ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Επιπροσθέτως, ο δικηγόρος Γ. Α. είχε ρητή και σαφή εντολή χειρισμού, ως συνήγορος υπεράσπισης του, και άλλης υποθέσεως τούτου σχετικώς με την παράβαση του ν. 2331/1995, κατά την οποία κατάρτισε και υπέβαλε τα από 28.6.2001 και 6.7.2001 υπομνήματα και αιτήσεις ενώπιον του ως άνω 5ου τακτικού ανακριτή Αθηνών. Επί της τελευταίας δε αυτής κατηγορίας εκδόθηκε το υπ' αριθ. 6396/2001 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δυνάμει του οποίου το παραπάνω Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον του Ι. Μ. για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να εκτεθεί, ότι, όπως καταθέτει ο Γ. Α., πριν από την ανάθεση της σχετικής εντολής, από τον κατηγορούμενο Ι. Μ., αλλά και μετά ταύτα, αφ' ότου έλαβε αυτή, ο τελευταίος του εκμυστηρεύθηκε ορισμένα σοβαρά γεγονότα, τα οποία είχαν λάβει χώρα και συνδέονταν με την παραπάνω υπόθεση των εκρήξεων. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για χρηματισμό δικαστικού λειτουργού και συγκεκριμένα του παραπάνω ανακριτή της υποθέσεως, Ε. Κ.. Ειδικότερα με το από 1.7. 2005 υπόμνημα παροχής εξηγήσεων των δικηγόρων Αθηνών Γ. και Σ. Α., ενώπιον της Πταισματοδίκου του 8ου Προανακριτικού Τμήματος Αθηνών, το οποίο διαβιβάστηκε στον Εφέτη ειδικό ανακριτή με το υπ' αριθ. πρωτ. ΕΠ 1201/14.12.2005 έγγραφο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, οι προαναφερόμενοι Γ. και Σ. Α. ανέφεραν, ότι ο εκ των κατηγορουμένων Ι. Μ., είχε, κατά τους ισχυρισμούς, που περιλαμβάνονταν στο υπόμνημα, συμβουλευθεί και το Δικηγόρο Πειραιώς Π. Μ., ως προς την τύχη της υποθέσεως του, και επί πλέον α) "... μάς ομολόγησε λεπτομερώς τον τρόπο και τα μέσα, δια των οποίων, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του, εξασφάλισε τη μη προφυλάκιση του μετά από την απολογία του ενώπιον του Ε. Κ..., ο οποίος στην υπόθεση της ηθικής αυτουργίας σε διακεκριμένες εκρήξεις κατά συρροή κ.λ.π., ενώ εξέδωσε ένταλμα προσωρινής κρατήσεως σε βάρος του τότε κατηγορουμένου ως φυσικού αυτουργού, στο μηνυτή, ο οποίος, όπως ήδη εκτέθηκε, κατηγορείτο ως ηθικός αυτουργός, επέβαλε μόνον περιοριστικούς όρους και δη μείωσε το ποσό της επιβληθείσας εγγύησης από 20.000.000 σε 5.000.000 δρχ...", β) "... μάς δήλωσε, ότι τον είχε δικαίως τιμωρήσει ο Θεός εξαιτίας της συμπεριφοράς του προς τους συνανθρώπους του, τους οποίους θεωρούσε σκουλήκια, βαίνοντας επί των πτωμάτων, των οποίων αποκόμιζε χρήματα ...", γ) μας εκλιπάρησε να τον λυπηθούμε και να αναλάβουμε την υπεράσπιση του ...", δ) ... και ε) "... μάς ανέφερε, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εν Αθήναις ποινικολογούντων δικηγόρων και δη οι πλέον γνωστοί εξ αυτών, τους οποίους είχε επισκεφθεί και κατονόμασε, τον είχαν συμβουλεύσει να μην ασκήσει ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου έφεση κατά του τυχόν παραπεμπτικού για κακούργημα και πλημμελήματα πρωτοδίκου βουλεύματος ...". Στο σημείο, όμως, αυτό θα πρέπει να αναφερθεί, ότι, σύμφωνα με τις εκμυστηρεύσεις -και ο μάρτυρας Γ. Α. είναι κατηγορηματικός και αποκαλυπτικός- το πρόσωπο εκείνο, το οποίο συζήτησε με τον κατηγορούμενο Ε. Κ. και τον, κατ' απαίτηση τούτου, χρηματισμό του είναι ο δικηγόρος Αθηνών Α. Κ.. Σε σχέση με την εκμυστήρευση αυτή αποδεικνύεται, ότι ο τελευταίος με την ιδιότητα του μάρτυρα κατηγορίας παραδέχεται, ότι έλαβε χώρα συνάντηση του με τον Ε. Κ., η οποία τοποθετείται στο σπίτι του εν λόγω δικαστικού λειτουργού. Ο Α. Κ. εμφανίσθηκε στην περίπτωση αυτή ως πληρεξούσιος δικηγόρος του Ι. Μ., μετά από τηλεφωνική επικοινωνία, την οποία, όπως εκθέτει, είχε με τον εν λόγω ανακριτή, ο οποίος γνώριζε τον αριθμό τηλεφώνου τούτου από το χειρισμό άλλης ποινικής υποθέσεως του. Ο κατηγορούμενος Ε. Κ. από τη δίκη του πλευρά αρνείται, ότι έλαβε χώρα μία τέτοια συνάντηση, η οποία, σημειωτέον, δεν ενισχύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο και, επιπλέον, υπάρχει σύγχυση του μάρτυρα σχετικά με τον ακριβή όροφο της κατοικίας. Προς επιβεβαίωση μαλίστα της καταθέσεως του ο Α. Κ. προβαίνει σε μία λεπτομερή περιγραφή του εσωτερικού του σπιτιού του τότε δικαστικού λειτουργού, εκθέτοντας, ακολούθως, και συζήτηση, που έγινε μεταξύ τους περί γυναικών, η οποία δεν είχε απολύτως καμία σχέση με τη συγκεκριμένη συνάντηση. Μάλιστα, ο συγκεκριμένος δικηγόρος, όπως εκθέτει, ήταν προκατειλημμένος εναντίον του τότε ανακριτή από άλλη υπόθεση ενός Ι., που είχε χειρισθεί αυτός και είχε αναλάβει το Δικηγορικό του Γραφείο και, ενόψει του χειρισμού αυτής, τον θεωρούσε σκληρό δικαστή. Η συνάντηση τους αυτή αφορούσε στο γεγονός, ότι ο ανακριτής φέρεται να τον είχε καλέσει, για να του ανακοινώσει, ότι στην ποινική αυτή υπόθεση του Ι. Μ. δεν θα συνεργαζόντουσαν. Η κατάθεση αυτή του μάρτυρα κατηγορίας Α. Κ. κρίνεται από το Δικαστήριο ως περίεργη και αντιφατική, λαμβανομένου υπόψη, ότι δεν απεδείκνυε τότε την πληρεξουσιότητα του και ούτε είχε εμφανισθεί στο ανακριτικό γραφείο, ενώ καταθέτει αορίστως για συνάντηση του στο Τμήμα Μεταγωγών, ενώ είναι αληθές, ότι ο Ι. Μ. δεν κρατήθηκε στο Τμήμα αυτό, αλλά ήταν στη Γ.Α.Δ.Α. Προβληματισμό, επίσης, προκαλεί το γεγονός, ότι συνήγορος υπεράσπισης κλήθηκε τηλεφωνικώς από τον ανακριτή να μεταβεί στο σπίτι του τελευταίου, για να του ανακοινώσει, ότι δεν θα συνεργαζόντουσαν στην υπόθεση αυτή, κάτι που δεν απαντάται ποτέ σε παρόμοιες περιπτώσεις και επιπλέον δεν διευκρινίζεται από τον Α. Κ. για ποιο λόγο δεν συζητήθηκε αυτό τηλεφωνικώς και θα έπρεπε να γίνει μία ολόκληρη μετάβαση στο σπίτι του δικαστή. Και στο σημείο αυτό υπάρχει διάσταση μεταξύ Α. Κ. και Ι. Μ., αφού ο τελευταίος αρνείται, ότι είχε δώσει πληρεξουσιότητα σ' αυτόν και δεν πιστεύει για τη συνάντηση αυτή και ο Α. Κ. από τη δική του πλευρά πιστεύει, ότι την είχε ή, ότι είχε συνομιλήσει με τον αδελφό τούτου, Λ. Μ., που, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις, πρόκειται για έναν πρώην δικηγόρο, θαυμάσιο άνθρωπο και εξαίρετο επιχειρηματία. Ο Ε. Κ. ισχυρίζεται, ότι, εφόσον ο δικηγόρος δεν προσκόμιζε πληρεξούσιο, δεν μπορούσε να λάβει αντίγραφα της δικογραφίας και, συνεπώς, δεν ήταν δυνατό να συζητεί για την υπόθεση, αλλ' αυτό αφορά μία κανονική διαδικασία σε κάθε ανακριτικό γραφείο και δεν έχει βεβαίως καμία σχέση με πέραν τούτου συναντήσεις και κατ' ιδίαν συζητήσεις. Έκτοτε, τα ίχνη του Α. Κ. εξαφανίζονται, όπως, άλλωστε, έγινε και με τους άλλους δικηγόρους και στο ποινικό στερέωμα, όπως προεκτέθηκε, εμφανίσθηκε πλέον ο δικηγόρος Μ. Δ., ο οποίος εξεπροσώπησε τον Ι. Μ. στο στάδιο της διενεργούμενης ανακρίσεως, γεγονός αναμφισβήτητο και χωρίς προβλήματα. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ιδιαιτέρως η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Γ. Α., ο οποίος προσδίδει επαφή Ι. Μ., Ε. Κ. και Α. Κ. και έχει να κάνει με χρηματισμό. Το γεγονός τούτο αποκτά ιδιαίτερη σημασία μετά τον προβληθέντα από τον Ι. Μ. ισχυρισμό περί μη εξετάσεως του συγκεκριμένου μάρτυρα, λόγω διαπιστευθέντων σ' αυτόν γεγονότων, τα οποία, όμως, ο ίδιος δεν εκθέτει. Επισημαίνεται ακόμη, ότι οι μάρτυρες κατηγορίας Γ. Α., Α. Κ. και Μ. Δ. δεν αναφέρονται καθόλου στον κατηγορούμενο Π. Μ. και μάλιστα οι δύο τελευταίοι αγνοούν πλήρως την οποιαδήποτε εμπλοκή του στην υπόθεση αυτή, όπως χαρακτηριστικά εκθέτουν. Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού δικηγόροι, οι οποίοι ήρθαν σε επαφή με τον Ι. Μ. και κυρίως ο Α. Κ. είναι βέβαιο, ότι στα πλαίσια της συζητήσεως της υποθέσεως θα γνώριζαν για τον Π. Μ. και, κυρίως, αν αυτός είχε οποιαδήποτε σχέση με το χρηματισμό. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά κομβικό σημείο αναφοράς θεωρείται ο μάρτυρας κατηγορίας Γ. Α., ο οποίος αναφερόμενος στα όσα του εκμυστηρεύθηκε ο Ι. Μ., ο Π. Μ. παρακληθείς από τον τελευταίο, είχε αναλάβει, ως πολιτικό πρόσωπο, να μιλήσει στο Χ. Μ., ώστε στην κατάθεση του στον ανακριτή να αμβλύνει την επιθετικότητα του, για να μη δημιουργηθεί πρόβλημα για την προφυλάκιση του. Ειδικότερα, αποδεικνύεται, ότι ο Ι. Μ. θεωρώντας πιθανή την προσωρινή του κράτηση, ζήτησε πράγματι από τον Π. Μ. να μεριμνήσει, ώστε, σε περίπτωση προσωρινής του κράτησης, να τύχει κατά το δυνατόν ανθρώπινης μεταχείρισης, δοθέντος, ότι η υγεία του ήταν σοβαρά κλονισμένη, λόγω διαβήτη και υψηλής αρτηριακής πίεσης, να έχει, την πρέπουσα νοσοκομειακή συνδρομή. Επίσης, ζήτησε να απευθυνθεί στο Χ. Β., ώστε ο τελευταίος να διερευνήσει σε μεγαλύτερο βάθος το θέμα, που είχε δημιουργηθεί και να εντοπίσει τους πραγματικούς εχθρούς του. Πάντα ταύτα ενισχύονται και από τον ίδιο τον Π. Μ., ο οποίος εκθέτει, ότι "τού ζητήθηκε η πολιτική και ανθρώπινη παρέμβαση του", αφού, κατά δήλωση του αδελφού του, Λ. Μ., του μεταφέρθηκε η άποψη "ότι ήταν πεπεισμένοι όλοι τους, ότι ο Μ. θα προφυλακιζόταν ..." και ότι "του ζήτησαν να βοηθήσει στην όσο το δυνατό καλύτερη μεταχείριση του εντός των φυλακών ... Επίσης, τον παρακάλεσαν, λόγω και της πολιτικής του ιδιότητας, να ζητήσει από το Χ. Β., γνωστό του και κομματικό στέλεχος, να χαλαρώσει την αντιδικία με τον Ι. Μ., ώστε να μην έχουν προβλήματα, γιατί επιχειρηματικά είχαν αντιδικίες. Πάντα δε ταύτα ενισχύονται και επιβεβαιώνονται και από τον ίδιο τον Ι. Μ. στην απολογία του. Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός, ότι ο Ι. Μ. ζήτησε σε κάποια στιγμή, που η υπόθεση ξεκίνησε στην ανάκριση, την υπεράσπιση του Δικηγορικού Γραφείου του Π. Μ., άλλ' αυτός αρνήθηκε να αναλάβει κάτι τέτοιο το Γραφείο του, δηλαδή, οι συνεργάτες του, ανεξάρτητα του ότι δεν μπορούσε ο ίδιος, λόγω της βουλευτικής του ιδιότητας. Περαιτέρω, αποδεικνύεται, ότι ο Ι. Μ., μετά την απολογία του στον παραπάνω ανακριτή Ε. Κ. δεν κρατήθηκε προσωρινά, αλλά τέθηκαν σ' αυτόν περιοριστικοί όροι και συγκεκριμένα υποχρεώθηκε να καταβάλει εγγύηση ποσού 20.000.000 δρχ. τότε. Ακολούθως, αποδεικνύεται, ότι ο Γ. Α., ως νομικός παραστάτης, χειρίσθηκε κατά τρόπο άψογο την ανατεθείσα σ' αυτόν εντολή χειρισμού της συγκεκριμένης ποινικής υποθέσεως, την οποία ανέλαβε μετά την έκδοση του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, και ήταν ο μόνος, ο οποίος υποστήριξε την άποψη, ότι θα μπορούσε να ασκηθεί κατά του βουλεύματος τούτου το ένδικο μέσο της εφέσεως, όπως και πράγματι έγινε, γεγονός, το οποίο δέχεται ο κατηγορούμενος Ι. Μ.. Επ' αυτής εκδόθηκε το υπ' αριθ. 2608/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που, σημειωτέον, κατέστη αμετάκλητο, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος τους για τις ως άνω πράξεις, δεδομένου, ότι δεν προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις για την αξιόποινη πράξη της εκρήξεως κατά συρροή, ενώ έγινε παραπομπή του Ι. Μ. για άλλες πλημμεληματικές πράξεις, που δεν ενδιαφέρουν την παρούσα υπόθεση και για τις οποίες αθωώθηκε. Ακολούθως, ο Ι. Μ. εγκατέλειψε το Δικηγορικό Γραφείο του Γ. Α., με αποτέλεσμα να επέλθει ρήξη των μεταξύ τους σχέσεων με άσκηση εκατέρωθεν αγωγών και μηνύσεων. Έτσι, με βάση το παραπάνω υπόμνημα των Γ. και Σ. Α. έλαβε γνώση ο τότε Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Σανιδάς, ο οποίος διενεργούσε υποθέσεις του παραδικαστικού κυκλώματος και, έτσι, ξεκίνησε η διερεύνηση και της συγκεκριμένης υποθέσεως. Στα πλαίσια της έρευνας αυτής ανοίχθηκαν τραπεζικοί λογαριασμοί, μεταξύ των οποίων και του τότε ανακριτή και ήδη κατηγορουμένου Ε. Κ., οπότε βρέθηκε στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του, που τηρούσε αυτός στην Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος Α.Ε. το χρηματικό ποσό των 7.000. 000 δραχμών, το οποίο είχε κατατεθεί από τον τέταρτο των κατηγορουμένων Χ. Χ., συνεργάτη τότε του Δικηγορικού Γραφείου του δεύτερου από αυτούς Π. Μ. στις 29.11.2000. Αναφορικά με το θέμα αυτό ο κατηγορούμενος Ε. Κ., επιχειρώντας να δικαιολογήσει την παραπάνω κατάθεση του ποσού αυτού των 7.000.000 δραχμών -που μόνο αυτό και όχι το μεγαλύτερο ποσό των 30.000.000 δρχ., το οποίο δεν αποδεικνύεται- αναφέρθηκε, ενώπιον μεν της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που συγκλήθηκε στις 16.6.2005 για την οριστική του παύση, λόγω ανεπάρκειας υπηρεσιακού ήθους, στην κατάρτιση συμβάσεως αγοραπωλησίας ενός αυτοκινήτου ΒΜW με κάποιον Χ., ο οποίος, όπως ισχυρίσθηκε, δεν είναι δικηγόρος. Ενώπιον δε τόσο του Εφέτη ειδικού ανακριτή, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την απολογία του, ισχυρίζεται, ότι, κατά τα τέλη Νοεμβρίου 2000, κατέληξε σε συμφωνία με ένα νεαρό άτομο 35 ετών περίπου, ονόματι Τ. ή Τ., για την πώληση του αυτοκινήτου του, μάρκας Αlfa Romeo GTV 2000, αντί τιμήματος 8.000.000 δραχμών. Ότι, ακολούθως, ο ανωτέρω του τηλεφώνησε και του είπε, ότι έχει καταθέσει 7.000.000 δραχμές στο λογαριασμό του και ότι την επόμενη θα ερχόταν με 1.000.000 δραχμές ακόμη σε μετρητά, προκειμένου να παραλάβει το αυτοκίνητο, όπως και έγινε με ανταλλαγή υπευθύνων δηλώσεων του ν. 1599/1986, για να ολοκληρώσουν τυπικά τη μεταβίβαση του αυτοκινήτου στη ΙΖ' Δ.Ο.Υ. Αθηνών. Ότι, μετά παρέλευση επτά ημερών, δέχθηκε τηλεφώνημα από το Τ., γιατί το αυτοκίνητο παρουσίαζε πρόβλημα και ότι συναντήθηκαν, μετά από αυτά, και ο Τ. αντέδρασε. Ότι το βράδυ της ίδιας ημέρας δέχτηκε στο σπίτι του τηλεφώνημα από κάποια κυρία Α., αν θυμάται καλά, η οποία του δήλωσε, ότι ήταν δικηγόρος και θεία του Τ. και ότι αυτή είχε δώσει τα λεφτά, για να πάρει το παιδί το αυτοκίνητο και ότι μετά από δύο τρεις ημέρες επέστρεψε στον Τ. τα χρήματα του (8.000.000 δρχ.), καταστρέφοντας τις υπεύθυνες δηλώσεις και ότι επιστράφηκε το αυτοκίνητο, χωρίς να λάβει απόδειξη για το ποσό των 7.000.000 δραχμών, το οποίο ισχυριζόταν, ότι επέστρεψε στον Τ., με τη δικαιολογία, ότι δεν ήταν αναγκαίο να έχει απόδειξη, γιατί πήρε πίσω το αυτοκίνητο, και σχίστηκαν στη συνέχεια οι αποδείξεις, λόγω ματαιώσεως της αγοραπωλησίας. Την άποψη αυτή περί της ματαιώσεως της αγοραπωλησίας επιβατικού του αυτοκινήτου επανέλαβε ο κατηγορούμενος και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Όταν του επισημάνθηκε, ότι είχε στη μεν μία περίπτωση αναφερόταν σε αυτοκίνητο Β.Μ.W και σε άλλη περίπτωση για Αlfa Romeo GTV 2000, γεγονός, που δεν τον κάλυπτε αποδεικτικώς, δικαιολογήθηκε, ότι είχε γίνει λάθος στην καταχώρηση της γραμματέα ενώπιον της Ολομελείας του Αρείου Πάγου. Όμως, και αν υποτεθεί, ότι εμφιλοχώρησε ένα τέτοιο σοβαρό λάθος, παρά ταύτα ουδέποτε διορθώθηκε και αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει με δική του πρωτοβουλία. Ανεξάρτητα, όμως, από αυτό, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του δεν πείθει το Δικαστήριο για τη βασιμότητα του για τους ακόλουθους σοβαρούς λόγους: α) δεν γνωρίζει το ονοματεπώνυμο του φερόμενου ως αγοραστή, γεγονός, που θεωρείται αδιανόητο να προβαίνει κάποιος σε αγοραπωλησία του αυτοκινήτου του και να μην έχει συγκρατήσει τα στοιχεία του αντισυμβαλλομένου του, β) είχε παραδώσει νωρίτερα τη χρήση του αυτοκινήτου του στο φερόμενο ως αγοραστή, χωρίς να έχει προηγουμένως ενημερώσει την ασφαλιστική του εταιρεία και γ) μπορεί αυτό να εμπίπτει σε κάποιο χρονικό διάστημα, που να μην είναι αναγκαίο, πλην, όμως, μία τέτοια κατάθεση, η οποία, σημειωτέον, δεν αφορούσε μισθολογική του αιτία, δεν αναφέρθηκε στον τότε αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την περιουσιακή του κατάσταση, κατά την κατάθεση της σχετικής δηλώσεως, γεγονός, που ο ίδιος δέχεται. Τα ισχυριζόμενα από τον κατηγορούμενο Ε. Κ. αποτελούν προφάσεις, αφού πρόκειται για χρηματισμό του και, έτσι, δημιουργείται ένα θέμα αναζήτησης της αιτίας για την περιέλευση των χρημάτων αυτών στον εν λόγω κατηγορούμενο, το οποίο εκτίθεται παρακάτω. Επ' αυτού, θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Όπως προαναφέρθηκε στην αρχή, κατά την αυτεπαγγέλτως διενεργηθείσα προανάκριση επί της ως άνω υποθέσεως, εξετάστηκαν ως μάρτυρες οι ιδιωτικοί αστυνομικοί Θ. Μ. και Χ. Σ., οι οποίοι κατέθεσαν, ότι εργαζόμενοι ως ιδιωτικοί αστυνομικοί προς φύλαξη του επί της συμβολής των οδών ... και ... πολυκαταστήματος "Μινιόν" είχαν αντιληφθεί πριν από την προκληθείσα πρώτη των εκρήξεων, δύο άτομα, τα οποία επέβαιναν εντός αυτοκινήτου, που είχε σταθμεύσει επί της οδού .... Ότι αποβιβάσθηκε από αυτό το ένα άτομο και, αφού κατευθύνθηκε προς την οδό ..., απ' όπου παρέλαβε μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού, απομακρύνθηκε, μετά ταύτα, κινούμενο περιμετρικώς του καταστήματος. Μετά δε από την εν λόγω έκρηξη, το ίδιο άτομο, με την ίδια μοτοσυκλέτα διήλθε εκ νέου από τον τόπο της εκρήξεως κ.λ.π. Ενόψει δε όλων αυτών ο κατηγορούμενος Ι. Μ., προκειμένου να αναιρέσει τα κατατεθέντα από τους ως άνω αυτόπτες μάρτυρες περί των κινήσεων του μοτοσυκλετιστή, πρότεινε προς εξέταση ως μάρτυρα υπερασπίσεως τον Κ. Σ. Κ., συνάδελφο των ανωτέρω δύο μαρτύρων, απασχολούμενο ως προϊστάμενο και αρχιφύλακα στη φύλαξη του ως άνω καταστήματος. Ο εν λόγω μάρτυρας σημειώνεται, ότι δεν είχε εξεταστεί κατά την προανάκριση, δεδομένου, ότι δεν είχε προκύψει ως ουσιώδης μάρτυρας και, προφανώς, προσήλθε το πρώτον να καταθέσει μετά από παρώθηση του κατηγορουμένου Ι. Μ., και ο οποίος κατέθεσε σχετικά με τις κινήσεις του ως άνω μοτοσυκλετιστή, ότι δεν είχε αντιληφθεί κάτι, αποκλείοντας να συνέβη τούτο, επικαλούμενος, ότι, αν είχε πράγματι γίνει, οι συνάδελφοι του θα του το ανέφεραν οπωσδήποτε και μάλιστα θα έπρεπε να αναγραφεί και στο σχετικό βιβλίο αναφοράς, το οποίο τηρούσε. Παρά το γεγονός, ότι ο προταθείς από τον κατηγορούμενο Ι. Μ. μάρτυρας Κ. Σ. Κ., μολονότι δεν είχε προσωπική αντίληψη, διέψευδε κατ' ουσίαν τις σοβαρές καταθέσεις των δύο αυτόπτων μαρτύρων, οι οποίοι είχαν κυριολεκτικά αναγνωρίσει στο πρόσωπο του τότε κατηγορουμένου βούλγαρου υπηκόου Ι. A. το φυσικό αυτουργό των ως άνω εκρήξεων, και, ως εκ τούτου, ενόψει και της διαπιστωθείσας και από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της υπ' αριθ. 36/15.1.2001 διάταξης του, για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω "διαμετρικά αντίθετης από εκείνες των συναδέλφων του Μ. και Σ. κατάθεσης του μάρτυρα Κ. Σ. Κ.", της σπουδαιότητας των καταθέσεων των ως άνω αυτόπτων μαρτύρων και των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών των κατηγορουμένων, επιβαλλόταν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 248 § 3 ΚΠοινΔ, για τη διερεύνηση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων και την αποκάλυψη των ενόχων, ο παραπάνω ανακριτής και ήδη κατηγορούμενος Ε. Κ. να καλέσει και να εξετάσει κατά τη διενεργούμενη απ' αυτόν κυρία ανάκριση, προς διευκρίνιση και συμπλήρωση των καταθέσεων τους, τόσο τους προαναφερόμενους αυτόπτες μάρτυρες Θ. Μ. και Χ. Σ., των οποίων η ταυτότητα προέκυπτε από τα στοιχεία της δικογραφίας, αφού είχαν εξετασθεί ως μάρτυρες κατά την προηγηθείσα προανάκριση, όσο και τους αστυνομικούς Ν. Χ., Β. Κ. της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας και τον Ι. Κ., του Αστυνομικού Τμήματος Ασφαλείας Ομονοίας, που κατ' εντολήν της υπηρεσίας τους είχαν συλλέξει στοιχεία, τα οποία βεβαίωναν την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων και τους υπαιτίους, στους οποίους, προφορικά οι δύο πρώτοι ανωτέρω μάρτυρες, είχαν αναφέρει, όσα και εγγράφως κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση είχαν καταθέσει. Παρά ταύτα, ο κατηγορούμενος Ε. Κ. προσπαθώντας να καταδείξει, ότι οι καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων της έκρηξης Χ. Σ. και Θ. Μ. ήταν αναξιόπιστες, αλλά και να δώσει την ευκαιρία στον κατηγορούμενο Ι. Μ. να τους πείσει, αργότερα, όταν πλέον οι συνθήκες θα το επέτρεπαν, να τις ανακαλέσουν, παρέλειψε να πράξει τούτο. Η παράλειψη δε αυτή του κατηγορούμενου Ε. Κ. έγινε συνειδητά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στα πλαίσια μάλιστα μεθοδευμένου σχεδίου, που θα κατέτεινε στην απαλλαγή των υπαιτίων, όπως και πράγματι έγινε, και εν γνώσει του, ότι οι παραπάνω κατηγορούμενοι ήταν οι υπαίτιοι των αξιοποίνων πράξεων, οι οποίες τους αποδίδονταν. Την παράλειψη δε εξετάσεως τους κατά το στάδιο της ανακρίσεως, εκμεταλλεύτηκαν οι δύο πρώτοι μάρτυρες Θ. Μ. και Χ. Σ., οι οποίοι, προφανώς, παρωθούμενοι από τον Ι. Μ., στις 6.4.2001, ο πρώτος, και 8.6.2001, ο δεύτερος, έδωσαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά τις υπ' αριθ. 1610/6.4.2001 και 2485/8.6.2001 ένορκες βεβαιώσεις τους, αντίστοιχα, με τις οποίες ισχυρίστηκαν, ότι οι προανακριτικές τους καταθέσεις ήταν προϊόν υποβολής και επιβολής από τους αστυνομικούς προανακριτικούς υπαλλήλους και, ειδικότερα, ότι ο φερόμενος ως ύποπτος της ανωτέρω εκρήξεως αλλοδαπός υποδείχθηκε σ' αυτούς από αστυνομικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, οι οποίοι τους έπεισαν να καταθέσουν όλα εκείνα, όσα κατέθεσαν και ότι ουδέποτε είχαν δει τον εν λόγω αλλοδαπό (βλ. σχετ. τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών), ισχυρισμούς τους οποίους, προέβαλαν το πρώτον μετά την ανάκριση και μάλιστα μετά την παραπεμπτική προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών εισαγγελική πρόταση επί της ουσίας της υποθέσεως, πράγμα το οποίο δεν θα μπορούσαν να πράξουν, ή και αν το έπρατταν, δεν θα μπορούσαν να γίνουν πιστευτοί, εάν είχαν κληθεί προς τούτο να διευκρινίσουν και να συμπληρώσουν τις καταθέσεις τους κατά την ανάκριση, τόσο οι ίδιοι, όσο και οι μάρτυρες αστυνομικοί Β. Κ. και Ν. Χ., ιδίως σχετικά με ζητήματα, τα οποία αφορούσαν τον έλεγχο της αξιοπιστίας τους, όπως αυτά, για τα οποία κατέθεσε ο εξετασθείς το πρώτον κατά την ανάκριση μάρτυρας Κ. Σ. Κ.. Αποτέλεσμα δε όλων των προαναφερόμενων παραλείψεων του κατηγορουμένου Ε. Κ., κατά τη διενέργεια απ' αυτόν της κύριας ανάκρισης για την ως άνω υπόθεση, ήταν να προκληθεί πράγματι η απαλλαγή των κατηγορουμένων στην υπόθεση αυτή Ι. A. και Ι. Μ., για την κακουργηματικού χαρακτήρα αξιόποινη πράξη της εκρήξεως κατά συρροή με πρόθεση, από την οποία πράξη ήταν δυνατόν να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, σε βάρος του μεν πρώτου και ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή σε βάρος του δεύτερου. Έτσι, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το υπ' αριθ. 2608/2001 βούλευμα του, το οποίο, σημειωτέον, κατέστη αμετάκλητο, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος τους για τις ως άνω πράξεις, δεδομένου, ότι δεν προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις. Με τα δεδομένα δε αυτά μεταρρυθμίσθηκε το υπ' αριθ. 2781/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, μετά από την ασκηθείσα από τους ανωτέρω κατηγορουμένους έφεση των ιδίων, με το οποίο αυτοί, όπως προαναφέρθηκε, είχαν παραπεμφθεί, για να δικαστούν για την πράξη της εκρήξεως κατά συρροή ενώπιον του αρμόδιου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Σοβαρά και σημαντικά στοιχεία, στα οποία στήριξε την κρίση του αυτή το ως άνω Συμβούλιο Εφετών ήταν α) αφ' ενός μεν στο ότι ο μάρτυρας Κ. Σ. Κ., συνάδελφος των ανωτέρω δύο μαρτύρων, απασχολούμενος συγχρόνως με αυτούς στη φύλαξη του ανωτέρω πολυκαταστήματος, ως προϊστάμενος αρχιφύλακας, κατέθεσε κατά την κυρία ανάκριση, σε σχέση προς τους ως άνω ισχυρισμούς εκείνων, περί των κινήσεων μοτοσυκλετιστού, ότι ουδέν αντελήφθη και συνεχίζοντας πρόσθεσε "Θα έλεγα μάλιστα, ότι αποκλείεται να συνέβη κάτι τέτοιο, διότι, εάν επρόκειτο για τον ίδιο μοτοσυκλετιστή, ο οποίος θα εμφανιζόταν και μετά την έκρηξη, οι συνάδελφοι θα μου το ανέφεραν οπωσδήποτε. Αυτό θα έπρεπε μάλιστα να γραφτεί και στο σχετικό βιβλίο αναφοράς που τηρούσε. Κάτι τέτοιο, όμως δεν έγινε" και β) αφ' ετέρου δε στο ότι "και οι δύο προαναφερόμενοι μάρτυρες, Θ. Μ. και Χ. Σ., δια των από 6.4.2001 και 8.6.2001 παραπάνω ενόρκων βεβαιώσεων, αντιστοίχως, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ισχυρίζονται, ότι ο φερόμενος ως ύποπτος της ανωτέρω εκρήξεως αλλοδαπός υπεδείχθη σ' αυτούς από αστυνομικούς, οι οποίοι τους έπεισαν να καταθέσουν όλα όσα κατέθεσαν και ότι ουδέποτε είχαν δεί τον εν λόγω αλλοδαπό". Καταθέσεις, οι οποίες είναι προφανές, ότι στερούνται σοβαρότητας και είναι φανερή η μεθόδευση. Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι χαρακτηριστικό της σχεδιασμένης επιδιώξεως του κατηγορουμένου Ε. Κ., να καταστήσει αναξιόπιστες τις καταθέσεις των ως άνω αυτόπτων μαρτύρων και να προκαλέσει την απαλλαγή των κατηγορουμένων στην υπόθεση αυτή Ι. A. και Ι. Μ., ως φυσικού και ηθικού αυτουργού, αντίστοιχα, είναι και το σκεπτικό της υπ' αριθ. 36/15-1-2001 διάταξης του. Με αυτή, με την οποία, αντικατέστησε, μετά από μερική παραδοχή της από 22.12.2000 αιτήσεως του φερόμενου ως φυσικού αυτουργού της ως άνω πράξεως Ι. A., την επιβληθείσα σε βάρος του, αμέσως μετά την ενώπιον του απολογία του, με το εκδοθέν απ' αυτόν υπ' αριθ. 29/24.11.2000 ένταλμα, προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους, στο οποίο αναφέρει τα εξής: "Επειδή, ναι μεν και καθόσον αφορά την ουσία, συμπληρωματικά με όσα αναφέρονται, στην ύπερθεν εισαγγελική πρόταση, δεν εξέλιπαν οι λόγοι για τους οποίους επιβάλλαμε με το υπ' αριθ. 29/2000 ένταλμα μας την προσωρινή του κράτηση στον κατηγορούμενο -αιτούντα, δοθέντος, ότι οι εναντίον του ενδείξεις ενοχής για τα εγκλήματα της εκρήξεως και κατασκευής εκρηκτικών υλών και βομβών με σκοπό τη χρησιμοποίηση τους για να προξενηθεί κίνδυνος σε ανθρώπους, διατηρούνται, εξ αιτίας κυρίως των καταθέσεων των ιδιωτικών φυλάκων της Μega Security Θ. Μ. και Χ. Σ., που αναφέρουν ότι τον είδαν να περιφέρεται στην περιοχή της έκρηξης (οδός ...) ορισμένες ώρες πριν και μετά από αυτήν. Εν τούτοις, όμως, κρίνεται, ότι τον σκοπό, για τον οποίο επιβάλαμε το επαχθές μέτρο της προσωρινής κράτησης στον κατηγορούμενο, μπορούν πλέον να επιτελέσουν περιοριστικοί μόνο όροι σε βάρος της ελευθερίας και των εν γένει κινήσεων του συνεκτιμωμένων α) ..., β) των ελαχίστων, πλην, όμως υπαρκτών αμφιβολιών, που καταλείπονται για τη διάπραξη εκ μέρους του των πράξεων, που κατηγορήθηκε, ενόψει της καταθέσεως του, επίσης, ιδιωτικού αρχιφύλακα της Μega Security Κ. Κ., ήτις είναι διαμετρικά αντίθετη από εκείνες των συναδέλφων του Μ. και Σ. ...". Με τα δεδομένα δε αυτά, είναι σαφές, ότι ο κατηγορούμενος Ε. Κ. διέπραξε την αξιόποινη πράξη της κατάχρησης εξουσίας, όπως αυτή νομικώς αναλύεται στο προαναφερόμενο σκεπτικό της παρούσας. Και ναι μεν ο κατηγορούμενος Ε. Κ. αρνούμενος την αποδιδόμενη σ' αυτόν παραπάνω αξιόποινη πράξη ισχυρίζεται, ότι όφειλε στα πλαίσια των ανακριτικών καθηκόντων του να εξετάσει τον προταθέντα από τον κατηγορούμενο μάρτυρα υπερασπίσεως Σ. Κ., ότι δεν ευθύνεται αυτός, αν οι ως άνω μάρτυρες Χ. Σ. και Θ. Μ. ανακάλεσαν κατόπιν ενώπιον άλλης αρχής τις καταθέσεις τους, ότι υπήρχαν στη δικογραφία οι καταθέσεις των αστυνομικών, που επιλήφθηκαν της υποθέσεως, και ότι η υπόθεση χρεώθηκε σ' αυτόν ως συνοδεία και, ως εκ τούτου, όφειλε να καλέσει τάχιστα σε απολογία τους κατηγορούμενους με βάση το υπάρχον αποδεικτικό υλικό, πλην, όμως οι ως άνω ισχυρισμοί του δεν είναι βάσιμοι και δεν μπορούν να αποδυναμώσουν τη σε βάρος του κατηγορία, αν ληφθεί υπόψη, ότι αυτός δεν ελέγχεται απλώς για την ενέργεια του να εξετάσει τον προταθέντα από τον κατηγορούμενο Ι. Μ. μάρτυρα υπερασπίσεως, αλλά για την παράλειψη του, να εξετάσει, παράλληλα με τον ως άνω μάρτυρα, προς συμπλήρωση των καταθέσεων τους και τους προαναφερόμενους μάρτυρες, που εξετάστηκαν μόνο κατά την προανάκριση. Ακόμη δε, αφ' ενός μεν ότι με βάση τα προκύψαντα κατά τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η ανάκληση των καταθέσεων, τις οποίες έδωσαν κατά το στάδιο της προανάκρισης από τους αυτόπτες μάρτυρες Χ. Σ. και Θ. Μ. είναι καταφανώς αποτέλεσμα της ως άνω εκ προθέσεως παράλειψης του εν λόγω κατηγορουμένου, γεγονός, το οποίο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οδήγησε στην αποδυνάμωση αυτών, και κατέστησε πλέον ευνοϊκό το έδαφος για την ανάκληση τους, αφ' ετέρου δε, ότι το γεγονός, ότι η υπόθεση χρεώθηκε σ' αυτόν ως συνοδεία, και ότι υπήρχαν στη δικογραφία οι καταθέσεις των αστυνομικών, οι οποίοι επιλήφθηκαν της υποθέσεως, δεν αναιρούσε την απορρέουσα από την παραπάνω διάταξη του άρθ. 248 § 3 ΚΠοινΔ υποχρέωση του. Θα πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη, ότι η κυρία ανάκριση επιδιώκει μία λεπτομερέστερη και πληρέστερη σε σύγκριση προς την προανάκριση, που, όπως είναι γνωστό, είναι συνοπτική εξακρίβωση των αποδεικτικών στοιχείων, με την οποία κατορθώνεται ο ακριβέστερος προσδιορισμός του χαρακτήρα της πράξεως, η διαφώτιση της ενοχής του κατηγορουμένου, καθώς και η πληρέστερη εξακρίβωση της προσωπικότητας του [βλ. Ηλ. Γάφος, Ποινική Δικονομία, τεύχ. Β', 13 - Φ. Ανδρέου, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, εκδ. 2005, άρθ. 246, σελ. 734]. Επιπλέον, ο ως άνω κατηγορούμενος προβάλλει, ότι, αν πράγματι υπήρξε οποιαδήποτε αβλεψία του, είναι σαφές, ότι αυτή διακόπτεται και δεν συνδέεται, αρχικώς μεν μετά την έκδοση του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και, σε κάθε περίπτωση, λόγω της εκδόσεως του αμετακλήτου βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, κρίθηκε, ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία εναντίον των ανωτέρω κατηγορουμένων. Ο ισχυρισμός του αυτός κρίνεται από το Δικαστήριο ως αβάσιμος, διότι το συμβούλιο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ανακριτή. Ο ανακριτής είναι εκείνος, ο οποίος θα συγκεντρώσει το ανακριτικό υλικό, το οποίο είναι αναγκαίο για τη στοιχειοθέτηση των αξιοποίνων πράξεων ή όχι και στο έργο του θα στηριχθεί το συμβούλιο. Στα πλαίσια αυτά ο ανακριτή είναι εκείνος, ο οποίος θα κρίνει ως προς την εξέταση των μαρτύρων και είναι, όμως, αυτός, ο οποίος θα αναλάβει και την ευθύνη της με βάση αυτές διαμόρφωση του ανακριτικού υλικού, στο οποίο, ακολούθως, θα στηριχθεί το αρμόδιο συμβούλιο για την έκδοση βουλεύματος, κατά την ακολουθούμενη ενώπιον αυτού ενδιάμεση διαδικασία. Έτσι, το γεγονός της παραλείψεως σημαντικών πραγμάτων κατά το ανακριτικό στάδιο, έδωσαν λαβή για τη στήριξη αθωωτικών ισχυρισμών ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Εξάλλου, ο Ι. Μ. εκθέτει, ότι είχε ζητήσει με υπομνήματα του τη διενέργεια συμπληρωματικής ανακρίσεως προβάλλοντας δικά του θέματα σ' αυτά και ότι τούτο δεν έγινε δεκτό και, επομένως, δεν συντρέχει περίπτωση προθέσεως του στην όλη υπόθεση. Το επιχείρημα, όμως, τούτο δεν είναι απροσμάχητο, αφού δεν είχε υποστηρίξει τη συμπλήρωση των συγκεκριμένων επίμαχων κενών και, επιπλέον, τούτο κρίνεται από το Δικαστήριο ως ένας υπερασπιστικός του ελιγμός, προκειμένου να αποφύγει την παραπομπή του και όχι γιατί δεν του ήταν αρεστή η διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, αφού, είχε φροντίσει γι' αυτό. Επίσης, ο κατηγορούμενος Ι. Μ., προκειμένου να καταδείξει, ότι δεν προκάλεσε στον κατηγορούμενο Ε. Κ. την απόφαση να τελέσει την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της καταχρήσεως εξουσίας επιδιώκοντας την απαλλαγή του, αλλ' αντιθέτως, ότι ο τελευταίος διέπραξε κατάχρηση εξουσίας σε βάρος του, με το υποβληθέν με το από 18.6.2007 συμπληρωματικό υπόμνημα του, αίτημα διενέργειας συμπληρωματικής ανάκρισης, ζήτησε, ειδικότερα, από το Συμβούλιο να διατάξει περαιτέρω κύρια ανάκριση, με σκοπό να κληθούν ως μάρτυρες αληθείας, οι δικαστές της τότε συνθέσεως του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που είχε εκδώσει το μεταρρυθμισθέν από το προαναφερόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, υπ' αριθ. 2781/ 2001 παραπεμπτικό βούλευμα. Συγκεκριμένα δε, να κληθούν οι Β. Μ., Ε. Σ. και Φ. Α. και αφ' ετέρου, η τότε Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Χ. Μ. - Β., που εισήγαγε την παραπεμπτική πρόταση της στο Συμβούλιο και η Γραμματέας του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μ. Π., προκειμένου να ερωτηθούν και να καταθέσουν ενόρκως, εάν πράγματι κάλεσαν πριν τη διάσκεψη του δικαστικού Συμβουλίου στις 28.3.2001 τον τότε 23° Ανακριτή Ε. Κ., προκειμένου να διατυπώσει αυτός τη γνώμη του επί της υποθέσεως και, εάν πράγματι αυτός τους απάντησε, ότι πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις, όπως ο ίδιος ο Ε. Κ. ισχυρίζεται εγγράφως σε αίτηση του ενώπιον του Εφέτη ειδικού ανακριτή Εφέτη, με την οποία ζήτησε την αντικατάσταση της προσωρινής του κρατήσεως, που τότε του επιβλήθηκε, ζήτημα το οποίο είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την αθωότητα του, αφού, αν είναι αληθές, τότε δεν θα μπορούσε να είχε προβεί σε δωροδοκία του τότε Ανακριτή (όπως κατηγορείται) και αυτός ο ίδιος Ανακριτής, που, δήθεν "δωροδοκήθηκε" να προτείνει την παραπομπή μου για κακούργημα στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Το ως άνω αίτημα του κατηγορουμένου κρίθηκε απορριπτέο ως αβάσιμο, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά, προς απόδειξη των οποία ζήτησε τη διενέργεια συμπληρωματικής ανάκρισης, που ανάγονται σε χρόνο μεταγενέστερο της ανάκρισης και ήταν εκτός των καθηκόντων του Ε. Κ. ως ανακριτή, και, αν ακόμη ήθελαν θεωρηθεί ως αληθή, δεν μπορούν να αποδυναμώσουν τις σε βάρος του κατηγορίες και, ως εκ τούτου, δεν κρίθηκε αναγκαία η διενέργεια της συμπληρωματικής ανάκρισης. Περαιτέρω, αποδεικνύεται, ότι ο κατηγορούμενος Ε. Κ. απαίτησε από τον Ι. Μ., προκειμένου να χειριστεί ευνοϊκά την ως άνω υπόθεση τούτου, που εκκρεμούσε ενώπιον του την καταβολή χρηματικού ποσού. Μετά την απολογία του, εξέδωσε την υπ' αριθ. 54/24.11.2000 διάταξη, με την οποία του επέβαλε μόνον περιοριστικούς όρους, μεταξύ των οποίων και εγγυοδοσία ποσού 20.000.000 δραχμών. Το ποσό, ωστόσο, αυτής, μετά από λίγες ημέρες και συγκεκριμένα στις 6.12.2000, και ύστερα από δύο αιτήσεις του Ι. Μ., από τις οποίες η πρώτη απορρίφθηκε ως απαράδεκτη για τυπικούς λόγους (μη προσκόμιση εγγράφου χορήγησης πληρεξουσιότητας από την καταθέσασα την αίτηση δικηγόρο) με την υπ' αριθ. 555/1.12. 2000 διάταξη του με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, η δε δεύτερη έγινε εν μέρει δεκτή, με την υπ' αριθ. 568/6.12.2000 διάταξη του, μετά από απορριπτική της αιτήσεως αυτής εισαγγελική πρόταση, μείωσε σε 5.000.000 δραχμές, με το σκεπτικό "Δοθέντος, ότι το αρχικώς επιβληθέν ποσό της εγγυοδοσίας, ύψους 20.000.000 δραχμών είναι ιδιαίτερα υψηλό, και ενόψει και της από 23.11.2000 καταθέσεως του παθόντος Χ. Β. ενώπιον μας, ο οποίος δεν επιβεβαίωσε την εμπλοκή του κατηγορουμένου -αιτούντος στην υπόθεση, αλλά απλώς εξέφρασε υπόνοιες εναντίον του, χωρίς να είναι σίγουρος για κάτι ... δέον το προαναφερθέν ποσό της εγγυοδοσίας να μειωθεί στο προσήκον μέτρο των 5.000.000 δραχμών", αγνοώντας, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε, τις καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων και των ως άνω αστυνομικών. Όπως αποδεικνύεται, μετά ταύτα ήρθη η προσωρινή κράτηση και του βούλγαρου υπηκόου. Αναφορικά με το ποσό της παράνομης συναλλαγής, κατά το μάρτυρα Γ. Α., αρχικά αυτό ήταν 50.000.000 δρχ, το οποίο, στη συνέχεια, μειώθηκε σε 30.000.000 δρχ., τις οποίες ο Ι. Μ. με τη σειρά του υποσχέθηκε να καταβληθούν για το σκοπό αυτό. Όμως, ανεξάρτητα των όσων ειπώθηκαν, το Δικαστήριο δέχεται το ποσό των 7.000.000 δρχ., γιατί μόνο γι' αυτό υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να θωρείται ψευδές το κατατεθέν από το Γ. Α., ο οποίος εκ των πραγμάτων δεν έχει ιδία αντίληψη, αλλά μεταφέρει διήγηση άλλου. Όπως προαναφέρθηκε, ο Ε. Κ., ο οποίος είχε αναλάβει τη διερεύνηση της παραπάνω ποινικής υποθέσεως των εκρήξεων στο 23° ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών, εισήλθε στο δικαστικό σώμα στις 16.1.1985 και υπηρέτησε σ' αυτό μέχρι τις 16.6. 2005, οπότε παύθηκε οριστικά από το λειτούργημα του, ενώ έφερε το βαθμό του προέδρου Πρωτοδικών, λόγω ανεπάρκειας υπηρεσιακού ήθους, με την υπ' αριθ. 15/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία ελήφθη κατά πλειοψηφία. Κατά τη χρονική δε περίοδο από 16.9.1997 έως 15.9.2001 άσκησε καθήκοντα ανακριτή στο 23° Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού πέτυχε με αίτηση του να ανανεωθεί η αρχική θητεία του με απόφαση της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την ιδιότητα, την οποία είχε αυτός, κατά την έννοια των άρθ. 13 α' και 263 Α' ΠοινΚ, οι παραπάνω ενέργειες του ως ανακριτή στοιχειοθετούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αντικειμενικώς και υποκειμενικώς την, κατ' αρθ. 239 ΠοινΚ, αξιόποινη πράξη της καταχρήσεως εξουσίας, σύμφωνα με τη νεότερη νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού [βλ. ΣυμβΑΠ 1646/2008 αδημ.]. Εξάλλου, οι αιτιάσεις του ιδίου εναντίον ανακριτικών πράξεων προσκρούουν στην αμετάκλητη παραπομπή του, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί διεξοδικώς στο τέλος της παραπάνω, υπ' αριθ. 2671/2009, αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου. Επίσης, το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει θέση επί των περαιτέρω αιτιάσεων τούτου για δημοσιεύματα και για επικαλούμενες ενέργειες ανώτατων δικαστικών λειτουργών, που διαλαμβάνονται σε σχετικά δημοσιεύματα της εποχής, τα οποία αναγνώσθηκαν, και, κατά τις απόψεις του, παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα, διότι εκφεύγουν της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Ήδη, αυτός έχει προσφύγει δύο φορές στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με αντίστοιχες αιτήσεις του, οι οποίες δεν έχουν κριθεί ακόμη. Περαιτέρω, αποδεικνύεται, ότι μετά την αποκάλυψη της υποθέσεως, επήλθε μεγάλη αναστάτωση στο Δικηγορικό Γραφείο του Π. Μ. και όλοι οι συνεργάτες συμπεριλαμβανομένου και τούτου προσπαθούσαν να ανακαλύψουν, τι ακριβώς είχε συμβεί. Προς τούτο, ο Π. Μ. διενήργησε έρευνα και για το λόγο αυτό κάλεσε όλους τους συνεργάτες του και έδωσε μάλιστα εντολή να ελεχθούν όλοι οι φάκελοι της Α. Δ., διότι όλοι κατάτειναν, όπως και ο Χ.ς Χ., ότι τα χρήματα είχαν δοθεί από αυτή. Στο γεγονός αυτό συνέτειναν και οι ισχυρισμοί του Ε. Κ. περί αγοραπωλησίας του αυτοκινήτου στη διοικητική έρευνα της υποθέσεως, στην οποία, όμως, δεν εμπλέκει τον Ι. Μ.. Αναφορικά δε με την Α. Δ., θα πρέπει να εκτεθούν τα ακόλουθα: Επρόκειτο για μία μεγάλης ηλικίας δικηγόρο, η οποία ήταν συνεργάτης του Π. Μ., την οποία αυτός υπεραγαπούσε και σεβόντουσαν όλοι οι άλλοι συνεργάτες. Η Α. Δ., η οποία κατά το χρόνο καταβολής του ως άνω χρηματικού ποσού των 7.000.000 δραχμών ήταν 72 ετών, είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας γεροντικής άνοιας (βλ. σχετ. τη με αριθμό 12637/31.10.2003 ιατρική γνωμάτευση του νευρολόγου - ψυχιάτρου Ρ. Β., που είχε προσκομιστεί από τη συνεργάτιδα του δικηγορικού γραφείου του Π. Μ. Ε. Κ. προς υποστήριξη της από 2 8.1.2 ο 04 αίτησης της Β. Λ., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αποτέλεσμα να τεθεί αυτή υπό δικαστική συμπαράσταση. Την Α. Δ. την είχε εξετάσει αργότερα το έτος 2003 ο μάρτυρας κατηγορίας Β. Ρ., ο οποίος είναι αναπληρωτής διευθυντής του Δρομοκαΐτειου Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής και για το λόγο αυτό έδωσε το σχετικό πιστοποιητικό. Όπως αυτός εκθέτει στην κατάθεση του, το έτος 2004 η Α. Δ. ήταν ανίκανη προς δικαιοπραξία, μιλούσε, αλλά δεν θυμόταν, χάνονταν η μνήμη της και για το λόγο αυτό τέθηκε υπό δικαστική συμπαράσταση. Αναφερόμενος δε στην καθόλου κατάσταση της, υποστηρίζει, ότι η έναρξη της νόσου της δεν μπορούσε να προσδιοριστεί επακριβώς, δεδομένου, ότι η εξέλιξη αυτής της νόσου δεν είναι ακριβής και ίδια σε όλους τους ασθενείς, η δε εκδήλωση της αρχίζει σε οποιαδήποτε ηλικία. Ισχυρίζεται δε, περαιτέρω, ο εν λόγω μάρτυρας, ότι, εφόσον αυτή έκανε παραστάσεις στα Δικαστήρια, σημαίνει, ότι ήταν καλά. Ίσως, όμως, να είχε ξεκινήσει το πρόβλημα, αλλά να ήταν σε ένα αρχικό στάδιο και να μπορούσε να παρασταθεί σε δίκη, κρατώντας, ίσως, περισσότερες σημειώσεις και, εφόσον προκύπτει, ότι αυτή είχε παρασταθεί το έτος 2000 σε δίκες, σημαίνει, ότι δεν είχε τότε κάποιο πρόβλημα. Πάντα ταύτα ενισχύονται και από την κατάθεση της μάρτυρα κατηγορίας Σ. Κ., η οποία ήταν συγκάτοικος με την Α. Δ. και εκθέτει, ότι σταμάτησε αυτή να εργάζεται από το έτος 2001, αλλά και από σχετικό πιστοποιητικό, από το οποίο προκύπτουν, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, παραστάσεις της ενώπιον διοικητικών δικαστηρίων καθώς και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο Π. Μ. απουσίαζε στη Ρουμανία και, συνεπώς, αποκλείεται τα χρήματα να δόθηκαν από αυτόν και η αναζήτηση περιορίζεται στην Α. Δ., στη σύζυγο του Π. Μ., η οποία, όπως εκτίθεται, επισκεπτόταν συχνά το Δικηγορικό Γραφείο -αν και αυτό κρίνεται ως ακραία περίπτωση-, σε άλλο συνεργάτη του Γραφείου, αλλά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν αποκλείεται τα χρήματα να δόθηκαν και από τρίτο άγνωστο πρόσωπο κατ' ευθείαν στο Χ. Χ. με την εντολή της Α. Δ.. Πρέπει να επισημανθεί ιδιαιτέρως, ότι ο Χ. Χ. ήταν ο μοναδικός συνεργάτης του Π. Μ., ο οποίος, κατά το παρελθόν, όπως, άλλωστε, εκθέτει και ο ίδιος, είχε χειρισθεί υπόθεση του Ι. Μ..
Συνεπώς, δεν αποκλείεται η παράδοση των χρημάτων, ως υλική πράξη, να έγινε από το άγνωστο πρόσωπο στο γραφείο στην Α. Δ., που ήταν εκπρόσωπος του Ι. Μ., προφανώς, για την τακτοποίηση κάποιου θέματος του, ενόψει του ότι ο ίδιος ήταν κρατούμενος. Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι επαφές, λόγω της κρατήσεως του Ι. Μ., είχε ο προαναφερόμενος αδελφός του Λ. Μ., ο οποίος αναφέρεται τόσο από το Γ. Α., όσο και από τον Α. Κ. και τον Π. Μ.. Θα πρέπει, όμως, να επισημανθεί η έλλειψη δόλου στο πρόσωπο του κατηγορούμενου Χ. Χ., ο οποίος είναι ένα σοβαρό πρόσωπο, δεν έχει δημιουργήσει ποτέ κανένα πρόβλημα και χαίρει μεγάλης εκτιμήσεως από το νομικό κόσμο του Πειραιά, όπως, άλλωστε εκτίθεται και από τον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, ο οποίος αναφέρθηκε ειδικώς για το Δικηγορικό Γραφείο του Π. Μ. και τους συνεργάτες του. Η έλλειψη δόλου τόσο στην Α. Δ., όσο και στο Χ. Χ. προκύπτει απερίφραστα και από το γεγονός, ότι τα χρήματα αυτά κατατέθηκαν επ' ονόματι του τελευταίου. Αυτό, όμως, συνδυάζεται και από το ότι ο παραδώσας το χρηματικό ποσό είναι σαφές, ότι δεν θα αναφέρθηκε στην αιτία της καταβολής. Μετά δε την τακτοποίηση του θέματος του χρηματισμού από τον Α. Κ., όπως χαρακτηριστικά προαναφέρθηκε, είναι σαφές, ότι θα αναζητήθηκε και ο τρόπος της πληρωμής και είναι, επίσης, βέβαιο ότι ο Ε. Κ. προκειμένου να πραγματοποιηθεί η καταβολή τούτου, παρέδωσε τον επίμαχο τραπεζικό λογαριασμό του, πράξη, για την οποία θα γίνει ανάπτυξη παρακάτω. Ο Π. Μ. γνώριζε τον Ε. Κ., διαμένουν αμφότεροι στην ίδια περιοχή των Αθηνών και μάλιστα η σύζυγος του πρώτου καταγόταν από την ..., από όπου και η μητέρα του ανακριτή. Ταύτα δέχθηκε ο Π. Μ., αλλ' αυτά δεν μπορούν ν' αποτελέσουν στοιχεία ιδιαιτέρων μεταξύ τους σχέσεων, δεδομένου, ότι δεν προκύπτει τούτο από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. 'Αν, πράγματι, ο Π. Μ. ήθελε να καταβάλει το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό στον Ε. Κ. με πρόθεση διαπράξεως ποινικού αδικήματος, τότε προς αποφυγή εμπλεκόμενης τραπεζικής διαδικασίας, θα μπορούσε να τον επισκεφθεί στο σπίτι του, όπως έγινε με τον Α. Κ., δεδομένου, ότι κατοικούν αμφότεροι στην ίδια περιοχή και να του παραδώσει τα χρήματα, χωρίς απολύτως κανένα πρόβλημα ή να κατατεθούν αυτά ανωνύμως ή με άλλο όνομα. Είναι ένας έντονος προβληματισμός του Δικαστηρίου, το οποίο καταλήγει στην άποψη, ότι τα χρήματα δόθηκαν κατά περίεργο τρόπο στο παραπάνω Δικηγορικό Γραφείο, χωρίς την αναφορά της αιτίας και χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε γνώση ή εκ των υστέρων έγκριση του Π. Μ.. Ο τελευταίος αναφερόμενος διεξοδικώς στο γεγονός αυτό συνδυαζόμενο με την υπόθεση της Γ. Κ. και της υποθέσεως του Ε. Μ., το εντάσσει σε μία προσπάθεια πολιτικής εξοντώσεώς του από άγνωστο μηχανισμό, ο οποίος είχε στόχο το Δικηγορικό του Γραφείο και, με τη διερεύνηση των υποθέσεων του παραδικαστικού υπήρξε σαφής προσπάθεια εμπλοκής του γραφείου του. Σ' αυτό επισημαίνει την παραπάνω πρωτοβουλία της τότε Προέδρου της Βουλής, αλλά και το γεγονός, ότι η ίδια παρακρατούσε παρανόμως μετά ταύτα τις ποινικές δικογραφίες στα γραφεία του ελληνικού Κοινοβουλίου, ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει την άρση της ασυλίας του και την άμεση παραπομπή του ενώπιον του φυσικού του δικαστή, ενέργεια καθ' όλα νόμιμη, αφού με τον τρόπο αυτό στερούνταν το, κατά το αρθ. 6 ΕΣΔΑ, δικαίωμα προσβάσεως του στο αρμόδιο, καθ' ύλην και κατά τόπον, ποινικό δικαστήριο, με όλα όσα σηματοδοτούσαν η πέραν της παραπάνω προβλεπόμενης συνταγματικής προθεσμίας παραπομπή του, γεγονός, που είχε επισημανθεί σοβαρώς από συναδέλφους του συνταγματολόγους της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης με αντίστοιχες αγορεύσεις τους, αλλά και με τη σύνταξη της προαναφερόμενης επιστημονικής γνωμοδοτήσεως τους, στην οποία συνέπραξαν και άλλοι συνταγματολόγοι. Προβληματισμό, επίσης, προκαλεί και η ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου απολογία του κατηγορουμένου Χ. Χ., ο οποίος διαφοροποιείται εν μέρει από την αρχική του ανακριτική, όπως, άλλωστε, ο ίδιος εκθέτει, θέλοντας να προσθέσει, ότι μπορεί τα χρήματα να του τα είχε δώσει και ο ίδιος ο συγκατηγορούμενός του Π. Μ.. Συμπληρώνει, ωστόσο, ότι δεν γνώριζε, ότι ο Π. Μ., κατά τον κρίσιμο χρόνο βρισκόταν στη Ρουμανία, στοιχείο, που αποκαλύφθηκε μετά. Οι διαφοροποιήσεις του αυτές είναι γεγονός, ότι βρίσκονται υπό το κράτος της προσπάθειας της υπερασπίσεως του και σε ό,τι βλάπτει τους συγκατηγορουμένους του ελέγχεται από το Δικαστήριο στα πλαίσια της διατάξεως του αρθ. 211Α ΚΠοινΔ, η οποία δεν εφαρμόζεται μεν ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, λαμβάνεται, όμως, υπόψη ενώπιον του δικαστηρίου [βλ. ad hoc ΑΠ 339/2010 Πράξη κ' Λόγος ΠοινΔ 11, 26]. Προβληματίζει, ωστόσο, το Δικαστήριο το γεγονός, ότι, αν υποτεθεί, ότι ο Π. Μ. έλαβε τα 30.000.000 δρχ. στις 24.11.2000, για ποιό λόγο έδωσε ο ίδιος τα 23.000.000 δρχ. αυθημερόν στον Ε. Κ. και τα άλλα στις 29.11.2000 με κατάθεση από το συνεργάτη του Χ. Χ.; Όπως προεκτέθηκε, σημείο αναφοράς στην υπόθεση αποτελεί κατ' εξοχήν η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Γ. Α., ο οποίος είχε κάθε λόγο να εκθέσει τις παραπάνω παράνομες ενέργειες, εκθέτοντας σε ό,τι έχει σχέση με τον Π. Μ., ότι ο κατηγορούμενος τότε για τις εκρήξεις Ι. Μ. έλεγε για τον Π. Μ. αοριστολογίες και γενικόλογα. Είναι μάλιστα σημαντικό, ότι ο ίδιος μάρτυρας σε τηλεοπτική εκπομπή του δημοσιογράφου Ι. Π. στο "Μega Channel" είχε αποκλείσει την παράνομη εμπλοκή του Π. Μ.. Ωστόσο, διαφοροποιείται ο γιος του και, επίσης, μάρτυρας κατηγορίας, Σ. Α., ο οποίος στην κατάθεση του, μετά την παραπομπή του Π. Μ. τον εμπλέκει στην υπόθεση του Ι. Μ., σύμφωνα με όσα ο τελευταίος του εξέθεσε. Η κατάθεση αυτή ελέγχεται και εκτιμάται για τους ακόλουθους λόγους: α) εφόσον οι εκμυστηρεύσεις για τον Π. Μ., τις οποίες ο πατέρας του εκθέτει, ότι έγιναν παρουσία και των δύο υπήρξαν γενικόλογα και αοριστολογίες, τότε, πώς ο γιος εκτείνεται σε συμπληρωματικά περιστατικά, β) εφόσον έγιναν τέτοιες αποκαλύψεις, για ποιο λόγο διαφεύγει από το γιό το σοβαρό περιστατικό της επισκέψεως του Α. Κ. στο σπίτι του κατηγορουμένου και τότε ανακριτή Ε. Κ. και η χρηματική τακτοποίηση του θέματος, γ) κατά την ενώπιον του ανακριτή κατάθεση του ο εν λόγω μάρτυρας διαλαμβάνει "... επειδή πρόκειται για πραγματικό γεγονός που μου εμπιστεύθηκε ο πρώην πελάτης μου ... Ι. Μ., κατά την εκτέλεση της εντολής και διεξαγωγή της υπόθεσης που μου είχε αναθέσει, υποχρεούμαι κατ' άρθρον 212 παρ. 3 να δηλώσω ότι αν απαντούσα στην ερώτηση που μου απευθύνετε, θα παραβίαζα το απόρρητο που μου επιβάλλει η πρώτη παράγραφος του ιδίου άρθρου ...". Όμως, ποιο απ' όλα είναι το πραγματικό αυτό γεγονός, αφού ο ίδιος δεν επικαλείται "γεγονότα". Αξίζει να σημειωθεί, ότι η ..διαμόρφωση του αυτή προβλημάτισε έντονα το Δικαστήριο και, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, έγιναν αναφορές στην ανακριτική του κατάθεση. Διαμορφώνεται και ένας άλλος προβληματισμός γι' αυτόν σχετικά με το γεγονός, ότι φέρεται, ότι δέχθηκε πιέσεις από την πλευρά του Π. Μ. για την υποστήριξη του, αλλά ο συγκεκριμένος μάρτυρας μετατρέπει την από κάθε άποψη ανθρώπινη πλευρά, που θα μπορούσε να έχει γίνει, άλλωστε, και για όλους τους κατηγορουμένους -όπως η περίπτωση του Π. Μ. να παρακαλέσει το Χ. Μ. για τον Ι. Μ.-. Οι απειλές, ωστόσο, αυτές μετατράπηκαν στο ότι, ακολούθως, αυτός θα φοβόταν τους Μανιάτες του Πειραιά, λόγω της καταγωγής του Π. Μ., άποψη, η οποία συγχέει τα πράγματα, αποδυναμώνει και προβληματίζει. Περαιτέρω, ένα άλλο θέμα αποτελεί και οι επικαλούμενες εκμυστηρεύσεις του τότε κατηγορουμένου Ι. Μ. προς αυτόν. Πράγματι, θεωρείται περίεργη μία τόση παράθεση περιστατικών, που δεν είναι πλέον ένα "γεγονός", και, επιπλέον, δεν συνδέονται με όσα έχουν εκτεθεί από τον πατέρα Γ. Α.. Το Δικαστήριο εμμένει στην κρίση του, ότι οι εκμυστηρεύσεις αφ' εαυτές λαμβάνονται υπόψη a priori για την κατάθεση, αλλά τα όσα ο μάρτυρας θα καταθέσει, θα συνεκτιμηθούν από τα άλλα αποδεικτικά μέσα, άποψη, η οποία κατ' επανάληψη διατυπώθηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, καθ' όλη την ακροαματική διαδικασία, ενόψει της παραπάνω, υπ' αριθ. 2671/2009 (ΙΙ) αποφάσεως, η οποία προεκτέθηκε. Ο κατηγορούμενος Ι. Μ. τον αμφισβητεί σοβαρώς και εδώ τίθεται το ερώτημα, κατά πόσο αυτός θα μπορούσε να εκφρασθεί τόσο ανοικτά σε έναν τότε νεαρό δικηγόρο, που μόλις είχε δώσει εξετάσεις και είχε λάβει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος με όλες τις προβληθείσες από όλες τις πλευρές αμφισβητήσεις για το συγκεκριμένο χρόνο και τη συγκεκριμένη αποκτηθείσα ιδιότητα. Τούτο εντείνεται και από το γεγονός, ότι ο Ι. Μ. γνώριζε μόνο τον πατέρα Ι. Α., όπως, άλλωστε, προεκτέθηκε και στον οποίο είχε μεγάλη εμπιστοσύνη, πράγμα, που επέδειξε μάλιστα με σχετική του δήλωση και επ' ακροατηρίου. Οι όποιες αιτιάσεις αναφορικά με τη δολοφονία του Εφέτη Πειραιώς Β. Α., κατά τη δεκαετία του 1970, καθώς και η ανάμειξη του σε ναυταπάτες και άλλα δημοσιεύματα, τα οποία συνόδευσαν τους σχετικούς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου Ι. Μ. και αναγνώσθηκαν, εκφεύγουν της κρινομένης ποινικής υποθέσεως και δεν αφορούν το Δικαστήριο τούτο. Η αναφορές δε αυτές για τη διαμόρφωση απόψεως ως προς την προσωπικότητα του συγκεκριμένου μάρτυρα και πάλι δεν αφορούν, αφού, όπως εκτέθηκε, οι καταθέσεις θα συνεκτιμηθούν και από άλλα στοιχεία. Ωστόσο, δεν παραβλέπεται από το Δικαστήριο η προσπάθεια του νεαρού Δικηγόρου Σ. Α. για τη διερεύνηση των εγκλημάτων στο μέτρο, που αυτός πίστευε -σύμφωνα, άλλωστε, με όσα εκτέθηκαν στο σκεπτικό της παραπάνω απόφασης του Δικαστηρίου, στην οποία αναπτύχθηκε διεξοδικώς το θέμα τούτο-, ότι είχε νομική υποχρέωση και μπορούσε να προσφέρει και να συμβάλλει αποφασιστικά, όπως και ο πατέρας του, χωρίς, βεβαίως, να συντρέχει πρόθεση ψευδορκίας σε εκτιμήσεις και σε διάλογους. Σ' αυτό θα πρέπει να συνδυασθεί και το γεγονός, ότι Ι. Μ. στην παραπάνω ένσταση του, επί της οποίας η υπ' αριθ. 3159/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δέχεται πράγματι την εκμυστήρευση του και ως προς τον παραπάνω μάρτυρα, χωρίς, όμως, και αυτός να εκθέτει το διαλαμβανόμενο "γεγονός" αυτής. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Μ. Δ., σύμφωνα με τον οποίο δεν είχε αντιληφθεί μετά ταύτα για συνήγορο υπεράσπισης το Σ. Α. και διαπίστωσε το όνομα του για πρώτη φορά σε ένα συμφωνητικό δικηγορικής εντολής. Ένα άλλο ζήτημα, το οποίο τίθεται κατά κόρον, είναι και αυτό της προσπάθειας των Γ. Α. και Σ. Α. να στραφούν εναντίον του Ι. Μ., ενόψει της αντιδικίας, η οποία έχει προκύψει ανάμεσα τους σχετικά με οφειλόμενες δικηγορικές αμοιβές, γεγονός, άλλωστε, το οποίο δεν αμφισβητείται. Όμως, και πάλι οι ιδιωτικές αυτές διαφορές δεν μπορούν ν' αποτελέσουν αντικείμενο της παρούσας ποινικής υποθέσεως δεν χωρεί καμία αμφιβολία, ότι η αναφυείσα αυτή διαφορά οδήγησε στο παραπάνω υπόμνημα, στο οποίο αναφέρθηκαν τα γεγονότα και περιήλθαν αυτά σε γνώση του τότε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά. Η διερεύνηση, ωστόσο, έστω και με αυτή τη μορφή της καταγγελίας, δεν μπορεί να εξαιρεθεί από την προαναφερόμενη διάταξη του αρθ. 212 ΚΠοινΔ, για την οποία έχει γίνει εκτενής αναφορά. Είχαν πλέον αυτοί υποχρέωση να αναφέρουν το παραπάνω γεγονός συμβάλλοντας κατά το μέτρο των γνώσεων και των δυνατοτήτων τους στη διερεύνηση των εγκλημάτων, και, όπως προεκτέθηκε, οι καταθέσεις τους συνεκτιμώνται με τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία και αλληλοσυμπληρώνονται.
Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα ανακλήσεως των σχετικών αποφάσεων του Δικαστηρίου σχετικά με την εκτίμηση των καταθέσεων αυτών, καθώς και του μάρτυρα κατηγορίας Α. Κ.. Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, το Δικαστήριο δεν πείθεται για την ενοχή των κατήγορουμένων Π. Μ. και Χ. Χ., για την οποία αμφιβάλλει, δεδομένου, ότι δεν προκύπτουν πραγματικά περιστατικά, τα οποία να τεκμηριώνουν τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της άμεσης συνέργειας στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη πράξη, για την οποία αυτοί κατηγορούνται με το παραπεμπτικό βούλευμα. Ως προς το σκέλος αυτό της κατηγορίας, είναι σαφές, ότι διαμορφώνεται ένα πλέγμα εκτιμήσεων και συλλογισμών σε επίπεδο, όμως, ενδείξεων και όχι αποδεικτικών στοιχείων. Έτσι, οι υποθετικές απόψεις και οι διάφοροι συλλογισμοί, χωρίς συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία να αποδεικνύονται και να υπάγονται σε συγκεκριμένο και προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό, κατ' αρθ. 371 § 3 ΚΠοινΔ, αδυνατούν να προσδώσουν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικτική ισχύ...." Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Τριμελές Εφετείο Αθηνών αθώωσε τον παραπάνω κατηγορούμενο Π. Μ. για την πράξη της άμεσης συνέργειας στη νομιμοποίηση του ποσού των 7.000.000 δραχμών που προέρχονταν από την δωροδοκία του συγκατηγορουμένου του τότε δικαστή (ανακριτή) Ε. Κ.. Η αιτιολογία όμως αυτή, όσο αφορά το ως άνω αθωωτικό μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη υπό την ως άνω αναπτυχθείσα έννοια, διότι δεν αξιολόγησε ορισμένα αποδεικτικά μέσα κρίσιμα για την προαναφερόμενη πράξη που αποδιδόταν στον κατηγορούμενο Π. Μ.. Ειδικότερα, ενώ το ως άνω Δικαστήριο δέχθηκε ότι αποδέχθηκαν τα περιστατικά: α) ο επιχειρηματίας Ι. Μ. στις 29-11-2000 στην Αθήνα διέθεσε το ποσό των 7.000.000 δραχμών για τη δωροδοκία του Ε. Κ. κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως δικαστή (Ανακριτή του 23ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος Αθηνών), β)το ποσό αυτό κατατέθηκε στο υπ' αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό, τον οποίο τηρούσε ο Ε. Κ. στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, εκ μέρους του δικηγόρου Χ. Χ., συνεργάτη τότε στο ίδιο γραφείο του δικηγόρου Π. Μ. και γ)ο Π. Μ. ήταν γνωστός στο δικαστή Ε. Κ. και προσφέρθηκε να βοηθήσει τον επιχειρηματία Ι. Μ. στις ποινικές υποθέσεις με αντικείμενο αξιόποινες πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα (εκρήξεις κατά συρροή με πρόθεση από τις οποίες ήταν δυνατό να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο) σε καταστήματα ηλεκτρονικών παιχνιδίων, τα οποία εκμεταλλευόταν ο Χ. Β., μετά την απομάκρυνση των δικηγόρων του Γ. και Σ. Α. και Α. Κ..
Περαιτέρω όμως στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται σ'αυτό χωρίς σαφήνεια και πληρότητα, αλλά και με αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία το Δικαστήριο της ουσίας που την εξέδωσε. Ειδικότερα: α)ενώ δέχεται ότι δεν υπήρξε συνάντηση του τότε Ανακριτή Ε. Κ. με το δικηγόρο Α. Κ. στην οικία του πρώτου, δέχεται εντελώς αντιφατικά ότι ο Α. Κ. ήταν αυτός που τακτοποίησε το θέμα του χρηματισμού του ως άνω Ανακριτή, αφού πήρε από αυτόν (μη προσδιορίζοντας πώς) τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού του στην ΑΤΕ στον οποίο κατατέθηκε αργότερα το ποσό των 7.000.000 δραχμών από τον τότε νεαρό δικηγόρο Χ. Χ., συνεργάτη του δικηγόρου Π. Μ., με τον οποίο συστεγαζόταν επαγγελματικά, β)ενώ δέχθηκε ότι ο Χ. Χ. είναι ένα σοβαρό πρόσωπο, δεν έχει δημιουργήσει ποτέ κανένα πρόβλημα και χαίρει μεγάλης εκτιμήσεως από το νομικό κόσμο του Πειραιά, δεν έλαβε υπόψη του και δεν συναξιολόγησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα την απολογία του που ήταν σαφώς επιβαρυντική ως προς την ενοχή του συγκατηγορουμένου του Π. Μ. για την άμεση συνέργεια του στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα, γ)ενώ δέχεται ότι η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας δικηγόρου Σ. Α. ελέγχεται και εκτιμάται εννοώντας όχι πειστική: 1) λόγω διαφοροποίησης της από εκείνης του πατέρα του δικηγόρου Γ. Α. με την αναφορά πρόσθετων στοιχείων στην κατάθεση του Σ. Α. από εκείνων που περιέχονται στην κατάθεση του Γ. Α., αφού ο πρώτος είχε πληρέστερη πληροφόρηση από το δεύτερο αυτών, 2)λόγω του ότι δεν αναφέρεται σε γεγονότα αλλά σε εκμυστηρεύσεις του Ι. Μ. προς αυτόν (Σ. Α.) και 3)λόγω αρχικά της πιέσεως του Π. Μ. να τον υποστηρίξει και στη συνέχεια της απειλής του, χωρίς να εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, περαιτέρω δέχεται αντιφατική ότι "Το Δικαστήριο εμμένει στην κρίση του, ότι οι εκμυστηρεύσεις αφ' εαυτές λαμβάνονται υπόψη a priori για την κατάθεση, αλλά τα όσα ο μάρτυρας θα καταθέσει, θα συνεκτιμηθούν από τα άλλα αποδεικτικά μέσα, άποψη η οποία κατ' επανάληψη διατυπώθηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ...", με αποτέλεσμα να δημιουργείται αμφιβολία αν η ανωτέρω μαρτυρική κατάθεση τελικά λήφθηκε υπόψη και συναξιολογήθηκε ή όχι με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ενόψει της ιδιαίτερης μνείας της και του ιδιαίτερου σχολιασμού της και δ)δεν προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς λογικά κενά από ποίο δόθηκαν τα χρήματα του Ι. Μ. στον Χ. Χ., αν δηλαδή δόθηκαν από την Α. Δ. και σε καταφατική περίπτωση ποία ήταν η σχέση του Χ. Χ. με την Α. Δ., ώστε χωρίς να ενημερώσει τον κατηγορούμενο Μ., να προβεί στην κατάθεση σημαντικού ποσού σε άγνωστο σ'αυτόν πρόσωπο, αν ο Χ. Χ. γνώριζε και πως ότι τα χρήματα που του έδωσε η Α. Δ. της τα είχε παραδώσει ο Ι. Μ., αν αυτός (Χ.Χ.) γνώριζε τον Ι. Μ. ή ήταν άγνωστο σ'αυτόν πρόσωπο και γιατί ο Ι. Μ. θέλησε να κατατεθούν τα χρήματα μέσω του δικηγορικού γραφείου του Π. Μ., με τον οποίο φέρεται ότι εργαζόταν η Α. Δ., ενόψει του ότι, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, είχε αρνηθεί ο Π. Μ. στον οποίο απευθύνθηκε ο Ι. Μ. να αναλάβει την υπόθεσή του και του ότι ο Π. Μ. (κατά τις παραδοχές της ίδιας απόφασης) μετά την αποκάλυψη του παραπάνω σκανδάλου ζήτησε να ανοιχθούν όλοι οι φάκελοι όλων των υποθέσεων της που είχε σχηματίσει με τους πελάτες της, στους οποίους συγκαταλέγονταν και ο Ι. Μ.. Επίσης δεν διευκρινίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πως ο λογαριασμός που τηρούσε ο Ε. Κ. στην ΑΤΕ και γνώριζε ο δικηγόρος Α. Κ. περιήλθε σε γνώση και του Χ. Χ., ο οποίος προέβη στην προαναφερόμενη κατάθεση του ποσού των 7.000.000 δραχμών υπέρ του Ε. Κ.. Δηλονότι το δικαστήριο της ουσίας δεν εκθέτει στην προσβαλλόμενη απόφασή του με βεβαιότητα πως κατέληξε στην απαλλακτική για τον κατηγορούμενο Π. Μ. κρίση του για το κρίσιμο και προσβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κεφάλαιο της κατ'αυτόν κατηγορίας, καθιστώντας έτσι την αιτιολογία του ως προς το μέρος αυτό όχι μόνο αντιφατική αλλά και ενδοιαστική.
Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμος. Έτσι, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την αθωωτική διάταξη αυτής για τον κατηγορούμενο Π. Μ. μόνο για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ποσού 7.000.000 δραχμών και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το ως άνω μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 509 ΚΠοινΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 469 εδ.α'του ΚΠοινΔ, αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ'αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει με σαφήνεια ότι πρώτη μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτείται για το επεκτατικό αποτέλεσμα στους μη ασκήσαντες αυτό συγκατηγορουμένους είναι να έχει ασκηθεί αυτό από ένα συγκατηγορούμενο. Επομένως, εφόσον δεν υπάρχει σχετική διάταξη δεν επεκτείνεται το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα, εκτός αν ως λόγος αναφέρεται ότι δεν εξετελέσθη η πράξη ή αποκλείεται το άδικο αυτής ή εξαλείφθηκε το αξιόποινο, οπότε ωφελούνται και οι λοιποί υπέρ του οποίου δεν άσκησε το ένδικο μέσο, όπως είναι και της αναίρεσης, ο Εισαγγελέας. Τούτο δεν συμβαίνει όταν ο Εισαγγελέας ασκεί αναίρεση μόνο κατά κάποιον ή κάποιων των συγκατηγορουμένων που αθωώθηκαν και ζητεί την επανεξέταση της υπόθεσης μόνο ως προς αυτόν ή αυτούς (αθωωθέντες) και όχι ως προς τους λοιπούς αθωωθέντες ως προς τους οποίους ο Εισαγγελέας δεν έχει ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης.
Συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης δεν έχει επεκτατικό αποτέλεσμα ως προς τους αθωωθέντες με την προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, από την αυτή ως άνω διάταξη του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι το ευνοϊκό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου επεκτείνεται στον μη ασκήσαντα αυτό συγκατηγορούμενο, θεωρείται δε ότι ευνοείται και ο συγκατηγορούμενος που άσκησε το ίδιο ένδικο μέσο και απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους ή ως ανυποστήρικτο. Στην προκειμένη περίπτωση με την από 13-9-2010 αίτησή του και την από 8-10-2010 συμπληρωματική αυτής ο κατηγορούμενος Ι. Μ., που κηρύχθηκε ένοχος με την υπ' αριθμ. 1082/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων και του επιβλήθηκε στη συνέχεια με την υπ'αρ.1609/2010 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου ποινή κάθειρξης 15 ετών και χρηματική ποινή 25.000 ευρώ, ζητεί το επεκτατικό αποτέλεσμα και ως προς αυτόν από την παραδοχή της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά το μέρος που αθωώθηκε για την αυτήν πράξη, ως άμεσος συνεργός, ο συγκατηγορούμενος του Π. Μ. του Σ., σύμφωνα με το άρθρο 469 ΚΠοινΔ. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον ούτε ο αιτών επικαλείται ούτε από όλη τη δικογραφία προκύπτει ότι αυτός δεν έχει ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης με την κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή ότι έχει ασκήσει και απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθμ.1082/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών μόνο κατά το κεφάλαιο αυτής με το οποίο αθωώθηκε ο κατηγορούμενος Π. Μ. του Σ., δικηγόρος, κάτοικος Αθηνών, για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε νομιμοποίηση εσόδων ποσού επτά εκατομμυρίων (7.000.000) δραχμών από εγκληματική δραστηριότητα. Και
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το ως άνω μέρος της για νέα συζήτηση στο ανωτέρω δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Απορρίπτει την από 13-9-2010 αίτηση και την από 8-10-2010 συμπληρωματική αυτής του Ι. Μ. του Θ., κατοίκου ..., για επεκτατικό αποτέλεσμα και ως προς αυτόν της από 3-9-2010 αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της υπ'αριθμ. 1082/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που έγινε δεκτή με την παρούσα απόφαση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ