Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Μαστροπεία.
Περίληψη:
Μαστροπεία (ΠΚ 349 παρ. 3α΄ από κερδοσκοπία). Έννοια όρων. Αίτηση αναιρέσεως. Λόγοι. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτεται αίτηση.
Αριθμός 1932/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου X, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Νάστο, περί αναιρέσεως της 497/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1153/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 349 παρ. 3, περ.α' του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του, με το άρθρο 7 του ν. 3064/2002, όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών και με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην παρακίνηση, με οποιονδήποτε τρόπο, γυναίκας, που δεν έχει ακόμη πορνευθεί, να παρέχει κατά συνήθεια σαρκικές ηδονές σε αόριστο αριθμό προσώπων αντί χρημάτων ή άλλης αμοιβής, χωρίς να απαιτείται και το άμεμπτο των ηθών της ή η ανηλικότητά της. Ο δράστης ενεργεί κατ' επάγγελμα, σύμφωνα με το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ από κερδοσκοπία ενεργεί αυτός, όταν αποβλέπει στον πορισμό εισοδήματος που αρκεί να προέρχεται και από μία μόνο γυναίκα, ανήλικη ή ενήλικη, έστω και μία φορά. Είναι δυνατή η τέλεση του εγκλήματος αυτού κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία συγχρόνως, γι' αυτό και δεν δημιουργείται ασάφεια στην καταδικαστική απόφαση από την παραδοχή ότι η συγκεκριμένη πράξη έχει τελεστεί κατ'επάγγελμα και από κερδοσκοπία. Επίσης, δεν απαιτείται η απόδειξη και η αναφορά στην απόφαση του συγκεκριμένου προσώπου, το οποίο, έναντι αμοιβής, παρέσχε τη σαρκική ηδονή.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 497/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι "Μετά από πληροφορίες που δόθηκαν στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Λάρισας ότι ο κατηγορούμενος εκδίδει από κερδοσκοπία έναντι αμοιβής αλλοδαπές γυναίκες σε αόριστο αριθμό ανδρών, ο αστυνομικός-μάρτυς ΑΑ εμφανίσθηκε σ' αυτόν ως πελάτης και μετά από τηλεφωνικές επαφές που είχε μαζί του για τέσσερις ημέρες με το υπ' αριθμ. ... κινητό τηλέφωνό του, προκειμένου να συνευρεθεί έναντι αμοιβής με κάποια γυναίκα, τελικά συναντήθηκαν στην κεντρική πλατεία της ... στις 24-8-2004 περί ώρα 21.00'. Τότε ο κατηγορούμενος είπε στον αστυνομικό να μεταβεί στο ξενοδοχείο "..." και να του τηλεφωνήσει μόλις πάει στο δωμάτιο για να του στείλει την γυναίκα. Ο αστυνομικός μετέβη στο παραπάνω ξενοδοχείο και τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο ενημερώνοντας τον ότι βρίσκεται στο δωμάτιο 104 και μπορεί να στείλει την γυναίκα με την οποία θα συνευρισκόταν. Μετά από δέκα λεπτά περίπου πήγε στο δωμάτιο του η ΒΒ, που δεν είχε πορνευθεί και δεν ήταν χαρακτηρισμένη ως άσεμνη, η οποία προκειμένου να συνευρεθεί μαζί του, του ζήτησε να της δώσει ως αμοιβή το ποσό των 70 Ευρώ. Ο αστυνομικός της έδωσε το αιτηθέν ποσό, αυτή το έβαλε στην τσάντα της, ξεντύθηκε, έβγαλε ένα προφυλακτικό και το ακούμπησε στο κομοδίνο και ξάπλωσε προς συνεύρεση με τον αστυνομικό. Τότε ο αστυνομικός της είπε την ιδιότητά του και την συνέλαβε μαζί με τους άλλους συναδέλφους του, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν προσέλθει εκεί. Η ως άνω γυναίκα κατά την σύλληψη της ομολόγησε ότι εκδίδεται με αμοιβή με τους πελάτες που της προμηθεύει ο κατηγορούμενος στον οποίο δίδει μετά από κάθε συνεύρεση 30 Ευρώ. Μετά την σύλληψη της γυναίκας ο αστυνομικός ΑΑ καθώς επέστρεφε πεζός στην υπηρεσία του συνάντησε τον κατηγορούμενο στον δρόμο οδηγώντας το αυτοκίνητο του, στο οποίο επέβαινε και μία άλλη γυναίκα. Αυτός, αγνοώντας την σύλληψη της άνω γυναίκας σταμάτησε για να μιλήσει με τον "πελάτη του". Ο τελευταίος, τότε αποκαλύπτοντας την ιδιότητα του ως αστυνομικού προσπάθησε να τον συλλάβει, πλην όμως ο κατηγορούμενος, μολονότι ο αστυνομικός σκαρφάλωσε πάνω στο αυτοκίνητο για να το σταματήσει, ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και παραβιάζοντας τον κόκκινο σηματοδότη εξαφανίσθηκε. Ο κατηγορούμενος εξέδιδε την ανωτέρω γυναίκα τρεις με τέσσερις ημέρες την εβδομάδα σε δύο έως τρεις πελάτες την ημέρα, αντί ποσού εβδομήντα (70) ευρώ από κάθε πελάτη, εκ των οποίων τα σαράντα (40) ευρώ κρατούσε η ίδια, ενώ το υπόλοιπο ποσό των τριάντα (30) ευρώ εισέπραττε αυτός. Τούτο δε έπραξε επανειλημμένως με σκοπό την κερδοσκοπία. Πρέπει επομένως, αφού απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί μεταβολής της κατηγορίας από μαστροπεία σε διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας, να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος της μαστροπείας για την οποία κατηγορείται.
Η αίτηση του κατηγορουμένου "να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου", χωρίς καμία άλλη αναφορά, δηλαδή χωρίς και την επίκληση σχετικών περιστατικών, πρέπει να απορριφθεί αφενός μεν ως αόριστο και απαράδεκτο, αφετέρου δε διότι αυτός κατά το παρελθόν απασχόλησε τις αστυνομικές αρχές για το ίδιο αδίκημα εκδίδοντας γυναίκες αλλοδαπές, γεγονός που μαρτυρεί ότι αυτός όχι μόνο δεν έζησε μέχρι το χρόνο που έγινε το έγκλημα για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος, έντιμη ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή, αλλά αντίθετα παρουσίαζε μια ροπή προς την εγκληματικότητα και γενικότερα η όλη μέχρι σήμερα ζωή του μαρτυρεί ότι δεν υπήρξε έντιμη".
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κήρυξε ένοχο της άνω αξιόποινης πράξεως της μαστροπείας από κερδοσκοπία και ειδικότερα ότι: "στη ... την 24-8-2004 ενεργώντας από κερδοσκοπία προήγαγε στην πορνεία γυναίκες και συγκεκριμένα εξέδιδε σε αόριστο αριθμό ανδρών την ΒΒ, μεταξύ των οποίων και στον αστυνομικό ΑΑ, του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Λάρισας, ο οποίος παρουσιάσθηκε ως πελάτης στο ξενοδοχείο "..." και ειδικότερα εξέδιδε την ανωτέρω τρεις με τέσσερις ημέρες την εβδομάδα σε δύο έως τρεις πελάτες την ημέρα, αντί ποσού εβδομήντα (70) ευρώ από κάθε πελάτη, εκ των οποίων τα σαράντα (40) ευρώ κρατούσε η ίδια ενώ το υπόλοιπο ποσό των τριάντα (30) ευρώ εισέπραττε αυτός. Τούτο δε έπραξε επανειλημμένως με σκοπό την κερδοσκοπία".
Ακολούθως, το ίδιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου για μετατροπή της κατηγορίας από μαστροπεία σε διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας και ότι συντρέχει στο πρόσωπό του ελαφρυντική περίπτωση του πρότερου έντιμου βίου, επέβαλλε σε αυτόν ποινή φυλακίσεως είκοσι ενός (21) μηνών και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλλε για τρία (3) έτη.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1 και 349 παρ.3 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, ΑΑ.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι:1) δεν αναφέρει με πληρότητα και σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί μετατροπής της κατηγορίας από μαστροπεία σε διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας, αφού ο ισχυρισμός αυτός παρά το ότι δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας (ΑΠ 1449/2007), έχει απορριφθεί με ειδική αιτιολογία. Και 2) παντελώς αναιτιολόγητα απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση το αίτημά του για αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 α' ΠΚ, παρά το ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, αφού και, για τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό (ο οποίος μάλιστα προβλήθηκε αόριστα, χωρίς την επίκληση των θεμελιούντων αυτόν περιστατικών, με συνέπεια να μην υποχρεούται το Δικαστήριο να απαντήσει), υπάρχει στο σκεπτικό της αποφάσεως πλήρης και σαφής απορριπτική του ισχυρισμού αυτού αιτιολογία.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27 Απριλίου 2007 (υπ'αριθμ. πρωτ. 11/2007) αίτηση του Χ, για αναίρεση της με αριθμό 497/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ