Θέμα
Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Νόμος επιεικέστερος.
Περίληψη:
Απάτη κατά το άρθρο 386 παρ. 3 β του ΠΚ. Η παράγραφος 3 β του άρθρου 386 ΠΚ που τέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 είναι δυσμενέστερη (από την προηγούμενη νομοθετική ρύθμιση) και συνεπώς αυτή δεν ισχύει για πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την 3-3-1999. Αναιρεί βούλευμα για παραβίαση και εσφαλμένη εφαρμογή της ως άνω διάταξης και στη συνέχεια παύει οριστικά ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Αριθμός 96/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί αναιρέσεως του 311/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 54/21.03.2008 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Αικατερίνης Σωφρόνη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 563/2008.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή της με αριθμό 294/02.06.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., την υπ'αριθμ. 54/21-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών κατά του αριθμ. 311/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 1603/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον κατηγορούμενο Χ, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της απάτης, από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρο 386 παρ. 1-3β Π.Κ.). Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το υπ' αριθμ. 311/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του πιο πάνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα εκδόθηκε την 7-3-2008 και έγινε πραγματική κοινοποίησή του (άρθρο 473 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στις 17-3-2008, η δε αίτηση ασκήθηκε στις 21-3-2008 ενώπιον της Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών ....., συνετάγη δε από εκείνη η υπ' αριθμ. 54/21-3-2008 έκθεση, στην οποία διατυπώνεται αναλυτικά ο λόγος για τον οποίο ασκήθηκε και συγκεκριμένα η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 386 παρ. 3β Π.Κ., όπως αντικ. με την παράγ. 4 του άρθρου 14 του Ν.2721/1999. Ειδικότερα διατείνεται, ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Εφετών, ότι εφόσον κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος η πράξη της απάτης για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος φέρεται ότι τελέστηκε απ' αυτόν κατά το χρονικό διάστημα από 8-10-1996 έως και 26-6-1997 και το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.), έπρεπε η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο ως άνω αξιόποινη πράξη να χαρακτηρισθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστικό Συμβούλιο ως πλημμέλημα και να παύσει οριστικώς η γι' αυτήν σε βάρος του κατηγορουμένου ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αφού από του χρόνου τελέσεώς της (8-10-1996 έως και 26-6-97) και μέχρι του χρόνου έκδοσης του προσβαλλομένου βουλεύματος (7-3-2008) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών, χωρίς να έχει αρχίσει η κυρία διαδικασία και όχι να χαρακτηρισθεί ως κακούργημα για το λόγο ότι η διάταξη της παραγρ. 4 του άρθρου 14 του Ν.2721/99, με την οποία αντικ. η παράγ.3 του άρθρου 386 Π.Κ. και προστ. περ. β, είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο και ως εκ τούτου δεν έχει εφαρμογή και για τις πράξεις απάτης που τελέστηκαν πριν από την ισχύ (3-6-1999) του τροποποιητικού της άνω διάταξης νόμου 2721/1999. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως αφού παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακούργημα (άρθρο 483 παρ. 2-1 Κ.Π.Δ.). Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1-3 Π.Κ., προ της τροποποιήσεως της παραγ. 3 με τα άρθρα 1 παρ. 11 του Ν.2408/1996 και 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999 "1. Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών... 3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών, αν ο υπαίτιος μετέρχεται την απάτη κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος". Ο κακουργηματικός δηλαδή χαρακτήρας της πράξεως, είχε μόνη προϋπόθεση, την κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση αυτής ή την ιδιαίτερη επικινδυνότητα του υπαιτίου. Με το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν.2408/96, η παράγ. 3 του πιο πάνω άρθρου αντικαταστάθηκε και ορίσθηκε ότι "... 3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια", ενώ με την παράγ. 1 του ιδίου άρθρου του νόμου, προσδιορίσθηκε και πότε συντρέχει "κατ' επάγγελμα" και "κατά συνήθεια" τέλεση της πράξεως. Οι ρυθμίσεις αυτές εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Κ., ως προδήλως επιεικέστερες για τον κατηγορούμενο και για τα εγκλήματα που έχουν τελεσθεί προ της ισχύος του νόμου, την 4-6-1996, αφού για τον χαρακτηρισμό της πράξεως ως κακουργήματος, το μεν οριοθετείται η έννοια της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελέσεως αυτής (πράξεως), το δε καταργείται η ιδιαίτερη επικινδυνότητα του υπαιτίου. Με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, η διάταξη της παραγ. 3 του άρθρου 386, όπως είχε αντικατασταθεί (με το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν.2408/1996), αντικαταστάθηκε εκ νέου και ορίσθηκε, ότι "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.). Η διάταξη αυτή, κατά το πρώτο μέρος, με το οποίο θεσπίζεται πρόσθετη προϋπόθεση για την κακουργηματικής μορφής απάτη, εκτός από την κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως και συνολικό όφελος ή συνολική ζημία μεγαλύτερη των 15.000 ευρώ, θα κριθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto) αν είναι ευνοϊκότερη της προηγούμενης ρυθμίσεως, αν δηλαδή υφίσταται στη συγκεκριμένη περίπτωση συνολικό όφελος ή συνολική ζημία μεγαλύτερη των 15.000 ευρώ. Και αν μεν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι μεγαλύτερη των 15.000 ευρώ, για τις προ της ισχύος του νόμου φερόμενες ως τελεσθείσες πράξεις απάτης, θα εφαρμοσθεί ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεώς τους (αφού και με τον προηγούμενο και με τον νεώτερο νόμο, οι πράξεις τιμωρούνται ως κακουργήματα και με το ίδιο όριο ποινής, δηλαδή με την ίδια βαρύτητα - Ν. Χωραφά - Γεν. Αρχές Ποινικού Δικαίου παρ. 19 σελ. 63), αν δε το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία, δεν είναι μεγαλύτερη των 15.000 ευρώ, η διάταξη αυτή θα εφαρμοσθεί ως επιεικέστερη και για τις προ της ισχύος του νόμου φερόμενες ως τελεσθείσες πράξεις απάτης. Ενώ κατά το δεύτερο μέρος, κατά το οποίο κακουργηματική απάτη υφίσταται και μόνον επί συνολικού οφέλους ή συνολικής ζημίας μεγαλύτερης των 73.000 ευρώ, είναι δυσμενέστερη, αφού εισάγονται με αυτήν νέα στοιχεία που προσδιορίζουν τον κακουργηματικό χαρακτήρα της απάτης και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, για τις προ της ισχύος του νόμου φερόμενες ως τελεσθείσες πράξεις απάτης (Α.Π. 190/2005 - σε Συμβούλιο - ΠΧ, ΝΕ 919, Α.Π. 1142/2003 ΠΧ, ΝΔ, 244). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 περ. β Κ.Π.Δ., εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπαγάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ' αριθμ. ..... συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Βέννη συνεστήθη, μεταξύ των δύο ετεροθαλών αδελφών Χ και Α, εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "..... ΓΙΩΤΣ ΕΠΕ" με έδρα τη ..... επί της οδού ..... και διαχειριστές αμφότερους τους συμβληθέντες και επιχειρηματικό αντικείμενο τις εισαγωγές και την εμπορία σκαφών και ανταλλακτικών. Με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο του ιδίου Συμβολαιογράφου τροποποιήθηκε το αρχικό καταστατικό και μόνος πλέον διαχειριστής της εταιρίας παρέμεινε ο πρώτος κατηγορούμενος Χ. Για την καταστατική αυτή τροποποίηση τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας (βλ. το υπ' αριθμ. 2242/25.5.1995 ΦΕΚ [τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ]). Στις 22.4.1994 καταρτίστηκε μεταξύ του τελευταίου με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πιο πάνω εταιρίας του και του Γ (τρίτου - μη διαδίκου), σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο δεύτερος παρήγγειλε από τον πρώτο, αντιπρόσωπο στην Ελλάδα της εδρεύουσας στις ΗΠΑ κατασκευάστριας σκαφών αναψυχής εταιρία με την επωνυμία "..... MARINE CORPORATION" ένα (1) σκάφος αναψυχής αυτής της εταιρίας αντί συνολικού τιμήματος είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων τριάντα πέντε χιλιάδων (24.035.000) δρχ. Το σκάφος αυτό συμφωνήθηκε να είναι τύπου SILVERTON 312 SEDAN CRUIZER, να φέρει δύο (2) μηχανές εργοστασίου κατασκευής VOLVO τύπου DIESEL DUOPROP, ιπποδυνάμεως εκάστης 200 HP, standar εξοπλισμό και επιπλέον (ως παραρτήματα) εργάτη άγκυρας ισχύος 100 WATT, VHF APELCO, τέντα ηλίου πίσω, φούρνο μικροκυμάτων, ταχύμετρο και RADAR τύπου ARCH από αλουμίνιο. Κατά τις διαπραγματεύσεις με τον κατηγορούμενο Χ αλλά και κατά την σύναψη της από 22.4.1994 συμβάσεως ο Γ ενεργούσε και για λογαριασμό του Ε, με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις και είχαν λάβει από κοινού την απόφαση αγοράς του εν λόγω σκάφους αναψυχής με κοινές δαπάνες. Ο κατηγορούμενος Χ παρήγγειλε από την κατασκευάστρια εταιρία το σκάφος στο όνομα της εταιρίας του. Ως χρόνος παραδόσεώς του στους αγοραστές συμφωνήθηκε το αργότερο η 20η.8.1994. Πριν την εισαγωγή του στην Ελλάδα και την παράδοση του σ' αυτούς ο κατηγορούμενος Χ συνέστησε στους αγοραστές, που επιθυμούσαν να αποφύγουν τα έξοδα για τον εκτελωνισμό του σκάφους, να συστήσουν υπεράκτια (off shore) εταιρία, προκειμένου η θαλαμηγός να αγοραστεί και να νηολογηθεί στο όνομά της, με σκοπό να εισαχθεί στην Χώρα με δελτίο κίνησης του τελωνείου εισαγωγής, προσωρινής ισχύος, χωρίς να εκτελωνιστεί, με την υποχρέωση κατά τη λήξη της ισχύος του δελτίου αυτού να επανεξαχθεί, για να επανεισαχθεί λαμβάνοντας νέο δελτίο προσωρινής ισχύος. Οι αγοραστές συμφώνησαν με την πρόταση αυτή και ακολούθως στις 4.8.1994 συνεστήθη σύμφωνα με τη νομοθεσία της Πολιτείας Ντελαγουέρ των Η.Π.Α. η εξωχώρια ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "..... SHIPPING SA" με εταίρους τον Ε, ο οποίος εξελέγη και ως αρχικός διευθυντής και νόμιμος εκπρόσωπός της, τον Γ και τον Δ. Στις 12.8.1994 η εταιρία "..... ΓΙΩΤΣ ΕΠΕ" με ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασε στην πιο πάνω υπεράκτια εταιρία τη με αριθμό πλαισίου ..... μηχανοκίνητη θαλαμηγό, που είχε ήδη νηολογηθεί εντός του ιδίου έτους 1994 με αριθμό ..... και με το όνομα "....." στην Πολιτεία Ντελαγουέρ των Η.Π.Α. Το ίδιο σκάφος αφίχθη στην Ελλάδα στις 19.8.1994 με το Α.Π. NEDLLOYD TULIP ως εμπόρευμα και για την εισαγωγή του συντάχθηκε το με αριθμό ..... δηλωτικό εισαγωγής. Κατόπιν αιτήσεως του Β, φερομένου ως, πλοιάρχου αυτού, έλαβε το υπ' αριθμ. ..... προσωρινό δελτίο κινήσεως από το Ε' Τελωνείο Εισαγωγής ισχύος έξι (6) μηνών. Το παραληφθέν σκάφος ελέγχθηκε από την τελωνειακή αρχή κατά την εισαγωγή του και βρέθηκε να φέρει αριθμό πλαισίου ..... και δύο (2) μηχανές εργοστασίου κατασκευής VOLVO ΡΕΝΤΑ DIESEL, ιπποδυνάμεως εκάστης 200 HP. Όμως, εξαιτίας κατασκευαστικού σφάλματος δεν έφερε τα δύο (2) πόδια της μηχανής, με αποτέλεσμα να μην δύνανται αυτές να τεθούν σε λειτουργία και να μην είναι πλεύσιμο. Για το λόγο αυτό και εν αναμονή αποφάσεως των αγοραστών αν θα επανεξαχθεί προς επιδιόρθωσή του από την κατασκευάστρια ή αν θα μεταπωληθεί, παρέμεινε στην έκθεση της εταιρίας του Χ, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ τους στις 12.9.1994, όταν ο εμφανιζόμενος έως τότε ως μόνος αγοραστής του Γ κατέβαλε το υπόλοιπο του πιστωθέντος τιμήματος στον πωλητή κατηγορούμενο Χ. Ο τελευταίος προς εξυπηρέτηση του αγοραστή του παραχώρησε κατά χρήση (για το χρόνο που το παραδοθέν σκάφος θα παρέμενε στην έκθεσή του) έτερο σκάφος παρομοίου τύπου και συγκεκριμένα μία (1) θαλαμηγό εργοστασίου κατασκευής "SILVERTON", τύπου 302L SEDAN CRUIZER, με αριθμό πλαισίου ..... και με το όνομα ".....". Κατά τη χρήση του από τον, Γ συνεπεία ναυτικού ατυχήματος το σκάφος αυτό υπέστη ζημίες και συγκεκριμένα θραύση στην υπερκατασκευή και βλάβες κάτω από την ίσαλο γραμμή, που κατέστησαν αναγκαία την επανεξαγωγή του στις Η.Π.Α. προς επιδιόρθωση του από την κατασκευάστρια εταιρία, γεγονός που έλαβε χώρα στις 23.8.1995 από το Α' Τελωνείο Εξαγωγής Πειραιά, που θεώρησε σχετική διασάφηση εξαγωγής του εκτελωνιστή ΣΤ Μετά από την εξέλιξη αυτή ο Γ συμφώνησε το σκάφος ιδιοκτησίας της εταιρίας "..... SHIPPING SA", που παρέμενε στην έκθεση της εταιρίας με την επωνυμία "..... SHIPPING SA", να πωληθεί από αυτόν προς τρίτο αγοραστή, υπό τον όρο να του αποδοθεί το τίμημα της αγοράς του μετ' αφαίρεση των εξόδων επισκευής του σκάφους ".....", όπως αυτά θα προέκυπταν από τα σχετικά παραστατικά της κατασκευάστριας εταιρίας. Τέτοια καταβολή εκ μέρους του κατηγορουμένου δεν έγινε μέχρι τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1996, επειδή δεν είχε ανευρεθεί αγοραστής του σκάφους και ακολούθως μέχρι τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 1997 λόγω αναχωρήσεως αυτού στις Η.Π.Α., προκειμένου να νυμφευθεί. Εν τω μεταξύ, στις αρχές του μηνός Οκτωβρίου του έτους 1996 τον κατηγορούμενο επισκέφθηκε στα γραφεία της εταιρίας του στη ..... ο μηνυτής Ζ, ο οποίος εξεδήλωσε την επιθυμία να αγοράσει από αυτήν μια (1) μηχανοκίνητη θαλαμηγό καινούργια, εισαγόμενη από τις Η.Π.Α., κατασκευής της εταιρίας "..... MARINE CORPORATION". Στις 8.10.1996 καταρτίστηκε μεταξύ του κατηγορουμένου υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πιο πάνω εταιρίας του και του μηνυτή έγγραφη ιδιωτική σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο δεύτερος Ζ παρήγγελλε από τον πρώτο, αντιπρόσωπο στην Ελλάδα της εδρεύουσας στις Η.Π.Α. κατασκευάστριας σκαφών αναψυχής εταιρίας με την επωνυμία "..... MARINE CORPORATION", ένα σκάφος αναψυχής αυτής της εταιρίας αντί συνολικού τιμήματος εκατόν τριάντα έξι χιλιάδων δολαρίων Η.Π.Α. (136.000 $), στο οποίο συνυπολογίστηκαν "φόροι, Φ.Π.Α., μεταφορικά και κάθε άλλη δαπάνη". Το σκάφος αυτό συμφωνήθηκε να είναι τύπου SILVERTON 312 SEDAN BRIDGE, καινούργιο και αμεταχείριστο με δύο (2) μηχανές, ιπποδύναμης εκάστης 250 HP, εργοστασίου κατασκευής MERCRUIZER, τύπου BRAVO 3 DIESEL, να φέρει τον standar εξοπλισμό και επιπλέον ως πρόσθετα παραρτήματα ηλεκτρικό εργάτη, VHF, βυθόμετρο, διπλά χειριστήρια, GPS Chartploter 6500, RADAR Raytheon R9 16 Miles, καπόνια Telescopic, γεννήτρια S.SKW, Air Condition και AutoPilot Autohelm. Χρόνος παραδόσεως του σκάφους ελεύθερου παντός βάρους και εξόδου συμφωνήθηκε η 30η.4.1997. Κατά τη συνομολόγηση της συμβάσεως ο αγοραστής κατέβαλε στον κατηγορούμενο ως προκαταβολή το ποσό των εννιά εκατομμυρίων επτακοσίων εξήντα χιλιάδων (9.760.000) δρχ., ενώ το υπόλοιπο του τιμήματος πιστώθηκε μέχρι την παράδοση του σκάφους στον αγοραστή, οπότε συμφωνήθηκε να καταβληθεί εξ ολοκλήρου τοις μετρητοίς. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής ο μηνυτής στις 26.6.1997 κατέβαλε στον κατηγορούμενο το ποσό των ένδεκα εκατομμυρίων (11.000.000) δρχ. πλέον πενήντα πέντε χιλιάδων δολαρίων Η.Π.Α. (55.000 $) και εξόφλησε το τίμημα της πωλήσεως, σύμφωνα με το από 26.6.1997 προσκομιζόμενο έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, που φέρει την μη αμφισβητούμενης γνησιότητας υπογραφή των συμβληθέντων. Την ίδια ημέρα ο κατηγορούμενος εξέδωσε το υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο - δελτίο αποστολής της εταιρίας του, δυνάμει του οποίου αποστέλλεται στην έδρα του αγοραστή - μηνυτή ένα (1) σκάφος αναψυχής τύπου SILVERTON 312L με αριθμό πλαισίου ..... και δύο (2) μηχανές εργοστασίου κατασκευής MERCRUIZER, ιπποδυνάμεως 250 HP τύπου D - TRONIC DIESEL BRAVO 3 με αριθμούς ..... και ..... . Από το εν λόγω έγγραφο προκύπτει ότι το σκάφος που παραδόθηκε στο μηνυτή ήταν το ίδιο με εκείνο που ανήκε στην ιδιοκτησία της εταιρίας "..... SHIPPING SA", το οποίο παρέμενε στην έκθεση του κατηγορουμένου, προκειμένου, κατόπιν της προαναφερθείσας συμφωνίας του με τον Γ, να πωληθεί από αυτόν προς τρίτο αγοραστή. Οι μηχανές του, όμως, ήταν διαφορετικού εργοστασίου παραγωγής από τις αρχικές και, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σε αντίγραφο υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο της εδρεύουσας στον .....ανώνυμης εταιρίας εμπορίας ειδών θαλάσσης με την επωνυμία "ΜOTOCRAFT ΑΕ", είχαν αγοραστεί από αυτήν στις 11.6.1997 και παραδοθεί στην επιχείρηση του κατηγορουμένου δυνάμει του υπ' αριθμ. ..... δελτίου αποστολής της ιδίας εταιρίας, για να τοποθετηθούν ακολούθως από αυτόν στο εν λόγω σκάφος. Επειδή δε στο ίδιο ως άνω τιμολόγιο μνημονεύεται και η αγορά ποδών της μηχανής, συνάγεται ότι με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίστηκε και το προαναφερθέν κατασκευαστικό ελάττωμα, που καθιστούσε μέχρι τότε το σκάφος μη πλεύσιμο. Από τα παραπάνω προκύπτει επομένως ότι ο κατηγορούμενος, αν και είχε συμβατικώς υποσχεθεί στο μηνυτή την παράδοση σκάφους καινουργούς και αμεταχείριστου, τελικώς του παρέδωσε σκάφος κατασκευής και νηολογήσεως του έτους 1994 με κατασκευαστικό ελάττωμα, το οποίο ήρε με προσθήκη νέων μηχανών. Ο κατηγορούμενος συνομολογεί ότι παρέδωσε στον παθόντα το σκάφος της εταιρίας με την επωνυμία "..... SHIPPING SA", ισχυρίζεται όμως ότι ο μηνυτής δεν παραπλανήθηκε ως προς την παλαιότητά του, δεδομένου ότι το είχε δει στην έκθεσή του ήδη τρεις (3) φορές πριν την παραλαβή του, αρχικώς χωρίς εξοπλισμό και μηχανές και ακολούθως πλήρως εξοπλισμένο. Ο ισχυρισμός του αυτός από κανένα έγγραφο ή εμμάρτυρο αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται, ανεξαρτήτως του ότι, αν αλήθευε, θα έπρεπε κατά λογική αναγκαιότητα στο από 8.10.1996 έγγραφο ιδιωτικό που προαναφέρθηκε να αναγράφεται όχι μόνο ο αριθμός πλαισίου του σκάφους αλλά και ο τύπος του ως SILVERTON 312 SEDAN CRUIZER, όπως ήταν ο τύπος του σκάφους που βρισκόταν στην έκθεση του κατηγορουμένου Χ, παραδοθέν από την εταιρία "..... SHIPPING SA" και όχι ως SILVERTON 312 SEDAN BRIDGE, όπως ήταν ο τύπος του σκάφους που παραγγέλθηκε με το επίμαχο συμφωνητικό. Το πιο πάνω συμπέρασμα δεν μεταβάλλεται ούτε ενόψει της από 23.6.1998 απευθυνόμενης προς τον μηνυτή έγγραφης επιστολής της κατασκευάστριας του σκάφους εταιρίας με την επωνυμία "..... MARINE CORPORATION", στην οποία μνημονεύεται ότι σκάφος με αριθμό ...... (δηλαδή τον αριθμό του επιδίκου σκάφους) πωλήθηκε στην εταιρία του κατηγορουμένου την 1η.7.1996. Τούτο δε διότι από τα δημόσια έγγραφα του Ε' Τελωνείου Εισαγωγής προκύπτει ότι το εν λόγω σκάφος με αυτό τον αριθμό είχε ήδη εισαχθεί στην Ελλάδα το έτος 1994. Περαιτέρω, ο μηνυτής ισχυρίζεται ότι στην αγορά της επίδικης θαλαμηγού παραπλανήθηκε από τις πρόσθετες αναληθείς παραστάσεις του κατηγορουμένου και περί του ότι οι φόροι, δασμοί και έξοδα για την εισαγωγή, εκτελωνισμό και ασφάλιση του σκάφους θα βάρυναν τον πωλητή. Ο ισχυρισμός του αυτός στηρίζεται στην από 8.10.1996 έγγραφη συμφωνία των διαδίκων, κατά την οποία το σκάφος θα παραδιδόταν στον αγοραστή απαλλαγμένο παντός φόρου, εξόδου ή άλλης δαπάνης, πλην όμως δεν προκύπτει ότι τυγχάνει ουσιαστικά βάσιμος. Πράγματι, από την από τον κατηγορούμενο προσκομιζόμενη αχρονολόγητη έγγραφη επιστολή του μηνυτή προς αυτόν προκύπτει ευθέως ότι κατά την αναμονή της παραδόσεως του σκάφους ζήτημα ανέκυψε ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς, στο οποίο θα εμφανιζόταν ότι τελούσε η θαλαμηγός μετά την εισαγωγή της στην Ελλάδα. Στην επιστολή του αυτή, που εστάλη από τη Νότια Αφρική, όπου μέχρι τα τέλη του έτους 1996 διαβιούσε ο μηνυτής, πρότεινε ορισμένα ονόματα, προκειμένου αυτά να καταστούν επωνυμία υπεράκτιας εταιρίας της ιδιοκτησίας του (που θα ιδρυόταν με την αρωγή της εξαδέλφης του Η, δικηγόρου), στο όνομα της οποίας (εταιρίας) θα αγοραζόταν το σκάφος και θα εγγραφόταν στο νηολόγιο εγχώριου λιμένα και ταυτόχρονα ζητούσε από τον κατηγορούμενο πληροφορίες περί του εάν, σε περίπτωση καταβολής από τον ίδιο του Φ.Π.Α. και των λοιπών δασμών εισαγωγής του σκάφους στην επικράτεια, θα είχε το δικαίωμα να το ελλιμενίζει μονίμως στην Ελλάδα, χωρίς να αναγκάζεται να το επανεξάγει περιοδικά ανά διετία ή τριετία, ζήτημα που τον απασχολούσε, διότι είχε τη δυνατότητα να τύχει νόμιμης (μερικής ή ολικής) φοροαπαλλαγής λόγω του συναλλάγματος που θα εισήγαγε, από τη Νότια Αφρική. Η επιστολή αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί ως προς τη γνησιότητα της από τον μηνυτή και το περιεχόμενο της κρίνεται ως αληθές. Τούτου δεδομένου όμως πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να συμφωνήθηκε ήδη από 8.10.1996 οι εισαγωγικοί δασμοί και τα τέλη εκτελωνισμού να βαρύνουν τον κατηγορούμενο, αφού κατά το χρονικό αυτό σημείο ούτε ο μηνυτής είχε αποφασίσει αν θα εκτελώνιζε το σκάφος ή θα το εμφάνιζε ως ιδιοκτησία υπεράκτιας εταιρίας αποφεύγοντας τον εκτελωνισμό του. Άλλωστε, το σκάφος νηολόγησε στο Λιμεναρχείο ..... ο ίδιος ο μηνυτής στις 8.9.1997, χωρίς προηγουμένως να απευθύνει έστω μια εξώδικη επιστολή στον κατηγορούμενο, με αίτημα να του γνωστοποιήσει το λιμένα, στον οποίο νηολόγησε αυτός τυχόν το σκάφος, όπως θα έπρεπε να συμβεί, ώστε αφενός να αποφευχθεί το ενδεχόμενο διπλής νηολογήσεως, σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος είχε συμμορφωθεί προς την επικαλούμενη συμβατική του υποχρέωση και αφετέρου για αποδεικτικούς λόγους, προκειμένου να απαλλαγεί από οποιαδήποτε υπόνοια σε βάρος του ότι κατείχε το σκάφος παράνομα, έχοντας αποφύγει την καταβολή των αναλογούντων εισαγωγικών δασμών. Αντιθέτως, ο μηνυτής νηολόγησε τη θαλαμηγό με μόνα παραστατικά στοιχεία το ως άνω από 26.6.1997 τιμολόγιο (από το οποίο δεν προέκυπτε ότι το σκάφος είχε εισαχθεί από τις Η.Π.Α., όπως, σημειωτέον, θα προέκυπτε αν είχε χρησιμοποιήσει το από 8.10.1996 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο είχε στην κατοχή του) και μία (1) υπεύθυνη δήλωση με ημερομηνία 8.9.1997, που περιβλήθηκε τον τύπο του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 και απευθύνθηκε προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο ....., στην οποία ανέγραψε ότι το σκάφος του "ανήκεί 100%" και ότι δεν το έχει νηολογήσει σε άλλη λιμενική αρχή (γεγονός που δεν είχε ερευνήσει αν είχε συμβεί με ενέργειες του κατηγορουμένου και κατά τους μηνυτήριους ισχυρισμούς του δεν γνώριζε αν είχε συμβεί). Κατόπιν της δηλώσεως αυτής του μηνυτή το σκάφος έλαβε αριθμό νηολογίου ....., ύψωσε την ελληνική σημαία και ονομάστηκε ".....". Εισαγωγικοί δασμοί όμως και ο ανάλογος ειδικός φόρος κατανάλωσης (ΕΦΚ) δεν καταβλήθηκαν από κανέναν, χωρίς ο μηνυτής να διευκρινίζει για ποιο λόγο, ενώ γνώριζε ότι για την αποφυγή της καταβολής τους θα μπορούσε έστω να συστήσει υπεράκτια εταιρία και να νηολογήσει στο όνομά της το σκάφος, εντούτοις ούτε τέτοια εταιρία συνέστησε ούτε κατέβαλε τους αναλογούντες δασμούς. Ομοίως, βέβαια, δεν διευκρινίζει ο μηνυτής γιατί παρά την επικαλούμενη εξαφάνιση του κατηγορουμένου μετά την 26η.6.1997, ο ίδιος δεν ανέφερε σε καμία αρμόδια τελωνειακή ή φορολογική αρχή ότι για το σκάφος, που ανήκε πλέον στην ιδιοκτησία του, οφείλονταν εισαγωγικοί δασμοί στο Δημόσιο, η υποχρέωση καταβολής των οποίων είχε αναληφθεί συμβατικώς από τον πωλητή - κατηγορούμενο. Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, στις 9.12.1997 κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης η από 9.12.1997 αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "..... SHIPPING SA", στρεφόμενη κατά του μηνυτή, με την οποία ζητείτο να της επιτραπεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρητική κατάσχεση του επιδίκου σκάφους, για το λόγο ότι ανήκε στην ιδιοκτησία της τότε αιτούσας. Κατά την εκδίκαση της αιτήσεως εκείνης στη δικάσιμο της 27ης.2.1998 εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας αποδείξεως ο Ε, ο οποίος ανέφερε ότι το σκάφος που είχε νηολογήσει και κατείχε ο μηνυτής ανήκε κατά κυριότητα στην τότε αιτούσα εταιρία, η οποία το είχε αγοράσει το έτος 1994 από την επιχείρηση του κατηγορουμένου, στην οποία μετά την εισαγωγή του στην Ελλάδα το είχε αποθέσει προς συμπλήρωση του εξοπλισμού του. Με βάση και την κατάθεση αυτή πιθανολογήθηκε ότι το σκάφος της ιδιοκτησίας της τότε αιτούσας ταυτιζόταν με το νηολογηθέν και κατεχόμενο από τον μηνυτή και για το λόγο αυτό το Δικαστήριο εκείνο με την υπ' αριθμ. 115/1998 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αίτηση και έθεσε υπό μεσεγγύηση το επίδικο σκάφος ορίζοντας ως μεσεγγυούχο το μηνυτή. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν, το περιεχόμενο της από 9.12.1997 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και της από 27.2.1998 ένορκης κατάθεσης του Ε δεν αφίστατο της αλήθειας, καθόσον το με αριθμό ..... σκάφος ανήκε πράγματι στην τότε αιτούσα υπεράκτια εταιρία, που το είχε αγοράσει ήδη από το έτος 1994 από την εταιρία του κατηγορουμένου και το θέρος του 1997 παρέμενε στην έκθεση αυτού του τελευταίου. Βεβαίως, από τα εκτεθέντα με την ως άνω αίτηση και από τα κατατεθέντα επ' ακροατηρίω από τον Ε παραλήφθηκε το γεγονός ότι με συμφωνία που είχε καταρτιστεί μεταξύ του κατηγορουμένου και του Γ, εταίρου της τότε αιτούσας, το σκάφος είχε παραδοθεί στον πρώτο από αυτούς προς πώληση μέσω της εταιρίας του προς τρίτο αγοραστή. Όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν η συμφωνία αυτή τελούσε υπό τον όρο ότι θα καταβαλλόταν στους εταίρους της "..... SHIPPING SA" το τίμημα της από την ίδια αγοράς του σκάφους το έτος 1994, δηλαδή υπό όρο, ο οποίος μέχρι τότε (9.12.1997 αλλά και 27.2.1998) δεν είχε εκπληρωθεί, με συνέπεια να θεωρηθεί κατά την εύλογη ως προς τούτο πεποίθηση των Ε και Γ ότι δεν ισχύει πλέον και ότι ο κατηγορούμενος τους είχε εξαπατήσει, καθόσον μάλιστα από το θέρος του έτους 1997 το σκάφος είχε απομακρυνθεί από την έκθεση του κατηγορουμένου, η επιχείρηση του τελευταίου είχε διακόψει την λειτουργία της και ο ίδιος είχε (κατά την εντύπωση των ως άνω Ε και Γ) εξαφανιστεί, καθώς δεν ανευρίσκετο κατά τις αναζητήσεις τους και δεν τελούσε σε γνώση τους το γεγονός ότι είχε μεταβεί στις Η.Π.Α., προκειμένου να νυμφευθεί. Η μεταξύ των παραπάνω προσώπων παρανόηση των πραγματικών περιστατικών ήρθη μόλις στις 8.12.2005, όταν ο κατηγορούμενος κατέβαλε το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €) στον Γ σε εξόφληση της απαιτήσεως της "..... SHIPPING SA", όπως αυτή προσδιορίστηκε με βάση το τίμημα της πωλήσεως του έτους 1994 μετ' αφαίρεση των δαπανών επισκευής του σκάφους ".....", περί της οποίας (οφειλής) έγινε λόγος πιο πάνω. Ακολούθως, με την υπ' αριθμ. 122/1999 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας η από 14.6.1998 διεκδικητική αγωγή της εταιρίας "..... SHIPPING SA" κατά του μηνυτή, η οποία εκδικάστηκε κατά την τακτική διαδικασία, ενώ στις 25.6.1999 απεστάλη στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) έγγραφη καταγγελία με δυσανάγνωστη υπογραφή, κατά την οποία το επίδικο σκάφος ήταν ελλιμενισμένο στη ..... και έφερε ελληνική σημαία, χωρίς να έχει εκτελωνιστεί. Κατόπιν σχετικής έρευνας της Υπηρεσίας του Περιφερειακού Διαμερίσματος (Π.Δ.) Αττικής του Σ.Δ.Ο.Ε. σχηματίστηκε δικογραφία σε βάρος του μηνυτή και του κατηγορουμένου, εναντίον των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη για την πράξη της από κοινού λαθρεμπορίας, η οποία είχε ως κατάληξη την καταδίκη του κατηγορουμένου με την υπ' αριθμ. 33376/5.4.2002 απόφαση του Θ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, την απαλλαγή του μηνυτή και τη δήμευση του σκάφους. Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντα - κατηγορουμένου για την πράξη της απάτης, από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων ευρώ (73.000 €), η οποία τελέστηκε με τις αναληθείς εκ μέρους του παραστάσεις περί του ότι είχε τη δυνατότητα να πωλήσει ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της αμερικανικής εταιρίας με την επωνυμία "..... MARINE CORPORATION" και να παραδώσει στο μηνυτή ένα (1) καινούργιο θαλάσσιο σκάφος (μηχανοκίνητη θαλαμηγό) εργοστασίου κατασκευής της ως άνω αλλοδαπής κατασκευάστριας εταιρίας εισάγοντας το σκάφος από τις Η.Π.Α. και ακολούθως ότι το παραδοθέν στις 26.6.1997 στο μηνυτή λόγω πωλήσεως σκάφος είναι καινούργιο, καθώς και ότι του μεταβιβάζεται πλήρως κατά κυριότητα, ενώ n αλήθεια την οποία εξ αρχής γνώριζε ήταν ότι δεν είχε κατά το έτος 1997 τέτοια δυνατότητα αγοράς από την κατασκευάστρια εταιρία και εισαγωγής στην Ελλάδα σκάφους όπως το πωληθέν, διότι η εταιρία του, όπως προκύπτει από την από 20.2.2001 πορισματική αναφορά του Π.Δ. Αττικής του Σ.Δ.Ο.Ε. ήδη από το έτος 1997 δεν υπέβαλε προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας Αττικής περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. και ουσιαστικά είχε διακόψει τη λειτουργία της, ότι το επίδικο σκάφος ανήκε στην κυριότητα της εταιρίας "..... SHIPPING SA" και ότι η εταιρία του στερούταν ακόμα και εξουσίας διαθέσεως αυτού, εφόσον στις 26.6.1997 δεν είχε αποδώσει στην κυρία του σκάφους πιο πάνω υπεράκτια εταιρία το τίμημα της από αυτήν αγοράς του ιδίου σκάφους το έτος 1994 και ότι συνέπεια των αναληθών του παραστάσεων ήταν να υποστεί ο μηνυτής Ζ ζημία στην περιουσία του κατά το ισόποσο του συνολικού τιμήματος που κατέβαλε στον εκκαλούντα - κατηγορούμενο για την αγορά του σκάφους και του εξοπλισμού του (32.776.000 δρχ.), στην οποία ζημία πρέπει να περιληφθεί και το ποσό της αξίας των μηχανών του σκάφους, που ήταν πράγματι καινούργιες, για το λόγο ότι στη δαπάνη αυτή (11.200.000 δρχ.) δεν θα είχε προβεί αν γνώριζε ότι το σκάφος που παρέλαβε στις 26-6-1997 δεν ήταν καινούργιο, ήτοι για πράξη φέρουσα χαρακτήρα κακουργήματος και κατόπιν αυτού απέρριψε στην ουσία της την από 18-6-2007 έφεση του κατά του υπ' αριθμ. 1603/2007 πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, που είχε κρίνει ομοίως, το οποίο και επικύρωσε.
Όμως, σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτέθηκαν, το Συμβούλιο εφετών όφειλε ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας την ανωτέρω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3β Π.Κ. όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/99 και εκείνες των άρθρων 111-113 Π.Κ. να δεχθεί την έφεση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου Χ, να εξαφανίσει το πρωτόδικο βούλευμα και να παύσει την κατ' αυτού ποινική δίωξη, αφού το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.) τέθηκε ως όριο με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/99 και πριν από την εν λόγω τροποποίηση του άρθρου 386 παρ. 3 Π.Κ. δεν υπήρχε τέτοιο όριο και κάθε πράξη απάτης με σκοπό οφέλους ή βλάβης είχε πλημμεληματικό χαρακτήρα (αν δεν είχε τελεσθεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια) και η νέα συνεπώς αυτή διάταξη είναι αυστηρότερη και εφαρμόζεται για τις μετά το νόμο 2721/1999 τελεσθείσες πράξεις απάτης, καθόσον από το χρόνο τελέσεως αυτής (8-10-1996 έως και 26-6-1997) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, που είναι ο χρόνος παραγραφής των πλημμελημάτων, χωρίς να έχει μεσολαβήσει οποιαδήποτε αναστολή αυτής, αφού δεν είχε επιδοθεί στον κατηγορούμενο εντός πέντε (5) ετών από την τέλεση της πράξης κλήση για τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο. Είναι επομένως βάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β Κ.Π.Δ. μοναδικός λόγος αναιρέσεως.
Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα (άρθρα 485 παρ. 1 και 518 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). Στη συνέχεια, αφού η διωκόμενη σε βαθμό πλημμελήματος πράξη της απάτης διαπιστώνεται ότι έχει παραγραφεί και η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται και από τον Άρειο Πάγο, πρέπει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 310 παρ. 1 εδ. β Κ.Π.Δ. να παύσει οριστικώς η κατά του κατηγορουμένου Χ ασκηθείσα ποινική δίωξη για τη σε βαθμό πλημμελήματος τιμωρούμενη πράξη της απάτης, που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτόν στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 8-10-1996 έως και 26-6-1997.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να γίνει δεκτή η αριθμ. 54/21-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών κατά του αριθμ. 311/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό.
3) Να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ για τη σε βαθμό πλημμελήματος τιμωρούμενη πράξη της απάτης, που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτόν στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 8-10-1996 έως και 26-6-1997, λόγω παραγραφής.
Αθήνα 12-5-2008 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη"
Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα μεν με την παράγραφο 1 του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών..." σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του νόμου 2408/1996, "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια". Με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ν. 2721/1999, με την οποία αντικαταστάθηκε και πάλι η παράγραφος 3 του άρθρου 386 ΠΚ, προστέθηκαν αφενός μεν στην ήδη προβλεπόμενη από την τελευταία αυτή παράγραφο επιβαρυντική περίσταση της κακουργηματικής απάτης, ως επί πλέον στοιχείο της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης της πράξης αυτής, και το ότι "το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημιά υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών", αφετέρου δε νέα επιβαρυντική περίσταση κακουργηματικής απάτης "β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών".
Συνεπώς, είναι προφανές ότι η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3β ΠΚ, όσον αφορά την νέα αυτή επιβαρυντική περίσταση της κακουργηματικής απάτης, είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο και, ως εκ τούτου, κατ' άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, δεν έχει εφαρμογή και για τις πράξεις της απάτης που τελέστηκαν πριν από την ισχύ (3-6-1999) του τροποποιητικού της άνω διάταξης νόμου 2721/1999. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχείο β' του ΚΠΔ συνιστούν λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη, ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, κατά τα άρθρα 111 παρ. 1 και 3 και 112 του Π.Κ. το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 στοιχ. β και 485 του Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Συμβούλιο σε κάθε στάδιο της ποινικής προδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο ως συμβούλιο, ο οποίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της, οφείλει να αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αναίρεση να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/30-6-2003, δεν παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή και επί Βουλευμάτων στο άρθρο 511 του ίδιου Κώδικα, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του υπ' αριθμ. ..... συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Βέννη συνεστήθη, μεταξύ των δύο ετεροθαλών αδελφών Χ και Α, εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "..... ΓΙΩΤΣ ΕΠΕ" με έδρα τη ..... επί της οδού ..... και διαχειριστές αμφότερους τους συμβληθέντες και επιχειρηματικό αντικείμενο τις εισαγωγές και την εμπορία σκαφών και ανταλλακτικών. Με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο του ιδίου Συμβολαιογράφου τροποποιήθηκε το αρχικό καταστατικό και μόνος πλέον διαχειριστής της εταιρίας παρέμεινε ο πρώτος κατηγορούμενος Χ. Για την καταστατική αυτή τροποποίηση τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας (βλ. το υπ' αριθμ. 2242/25.5.1995 ΦΕΚ [τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ]). Στις 22.4.1994 καταρτίστηκε μεταξύ του τελευταίου με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πιο πάνω εταιρίας του και του Γ (τρίτου - μη διαδίκου), σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο δεύτερος παρήγγειλε από τον πρώτο, αντιπρόσωπο στην Ελλάδα της εδρεύουσας στις ΗΠΑ κατασκευάστριας σκαφών αναψυχής εταιρία με την επωνυμία "..... MARINE CORPORATION" ένα (1) σκάφος αναψυχής αυτής της εταιρίας αντί συνολικού τιμήματος είκοσι τεσσάρων εκατομμυρίων τριάντα πέντε χιλιάδων (24.035.000) δρχ. Το σκάφος αυτό συμφωνήθηκε να είναι τύπου SILVERTON 312 SEDAN CRUIZER, να φέρει δύο (2) μηχανές εργοστασίου κατασκευής VOLVO τύπου DIESEL DUOPROP, ιπποδυνάμεως εκάστης 200 HP, standar εξοπλισμό και επιπλέον (ως παραρτήματα) εργάτη άγκυρας ισχύος 100 WATT, VHF APELCO, τέντα ηλίου πίσω, φούρνο μικροκυμάτων, ταχύμετρο και RADAR τύπου ARCH από αλουμίνιο. Κατά τις διαπραγματεύσεις με τον κατηγορούμενο Χαλλά και κατά την σύναψη της από 22.4.1994 συμβάσεως ο Γ ενεργούσε και για λογαριασμό του Ε, με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις και είχαν λάβει από κοινού την απόφαση αγοράς του εν λόγω σκάφους αναψυχής με κοινές δαπάνες. Ο κατηγορούμενος Χ παρήγγειλε από την κατασκευάστρια εταιρία το σκάφος στο όνομα της εταιρίας του. Ως χρόνος παραδόσεώς του στους αγοραστές συμφωνήθηκε το αργότερο η 20η.8.1994. Πριν την εισαγωγή του στην Ελλάδα και την παράδοση του σ' αυτούς ο κατηγορούμενος Χ συνέστησε στους αγοραστές, που επιθυμούσαν να αποφύγουν τα έξοδα για τον εκτελωνισμό του σκάφους, να συστήσουν υπεράκτια (off shore) εταιρία, προκειμένου η θαλαμηγός να αγοραστεί και να νηολογηθεί στο όνομά της, με σκοπό να εισαχθεί στην Χώρα με δελτίο κίνησης του τελωνείου εισαγωγής, προσωρινής ισχύος, χωρίς να εκτελωνιστεί, με την υποχρέωση κατά τη λήξη της ισχύος του δελτίου αυτού να επανεξαχθεί, για να επανεισαχθεί λαμβάνοντας νέο δελτίο προσωρινής ισχύος. Οι αγοραστές συμφώνησαν με την πρόταση αυτή και ακολούθως στις 4.8.1994 συνεστήθη σύμφωνα με τη νομοθεσία της Πολιτείας Ντελαγουέρ των Η.Π.Α. η εξωχώρια ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "..... SHIPPING SA" με εταίρους τον Ε, ο οποίος εξελέγη και ως αρχικός διευθυντής και νόμιμος εκπρόσωπός της, τον Γ και τον Δ. Στις 12.8.1994 η εταιρία "..... ΓΙΩΤΣ ΕΠΕ" με ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασε στην πιο πάνω υπεράκτια εταιρία τη με αριθμό πλαισίου ..... μηχανοκίνητη θαλαμηγό, που είχε ήδη νηολογηθεί εντός του ιδίου έτους 1994 με αριθμό ..... και με το όνομα "....." στην Πολιτεία Ντελαγουέρ των Η.Π.Α. Το ίδιο σκάφος αφίχθη στην Ελλάδα στις 19.8.1994 με το Α.Π. NEDLLOYD TULIP ως εμπόρευμα και για την εισαγωγή του συντάχθηκε το με αριθμό ..... δηλωτικό εισαγωγής. Κατόπιν αιτήσεως του Γ, φερομένου ως, πλοιάρχου αυτού, έλαβε το υπ' αριθμ. ..... προσωρινό δελτίο κινήσεως από το Ε' Τελωνείο Εισαγωγής ισχύος έξι (6) μηνών. Το παραληφθέν σκάφος ελέγχθηκε από την τελωνειακή αρχή κατά την εισαγωγή του και βρέθηκε να φέρει αριθμό πλαισίου ..... και δύο (2) μηχανές εργοστασίου κατασκευής VOLVO ΡΕΝΤΑ DIESEL, ιπποδυνάμεως εκάστης 200 HP. Όμως, εξαιτίας κατασκευαστικού σφάλματος δεν έφερε τα δύο (2) πόδια της μηχανής, με αποτέλεσμα να μην δύνανται αυτές να τεθούν σε λειτουργία και να μην είναι πλεύσιμο. Για το λόγο αυτό και εν αναμονή αποφάσεως των αγοραστών αν θα επανεξαχθεί προς επιδιόρθωσή του από την κατασκευάστρια ή αν θα μεταπωληθεί, παρέμεινε στην έκθεση της εταιρίας του Χ, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ τους στις 12.9.1994, όταν ο εμφανιζόμενος έως τότε ως μόνος αγοραστής του Γ κατέβαλε το υπόλοιπο του πιστωθέντος τιμήματος στον πωλητή κατηγορούμενο Χ. Ο τελευταίος προς εξυπηρέτηση του αγοραστή του παραχώρησε κατά χρήση (για το χρόνο που το παραδοθέν σκάφος θα παρέμενε στην έκθεσή του) έτερο σκάφος παρομοίου τύπου και συγκεκριμένα μία (1) θαλαμηγό εργοστασίου κατασκευής "SILVERTON", τύπου 302L SEDAN CRUIZER, με αριθμό πλαισίου ..... και με το όνομα ".....". Κατά τη χρήση του από τον Γ συνεπεία ναυτικού ατυχήματος το σκάφος αυτό υπέστη ζημίες και συγκεκριμένα θραύση στην υπερκατασκευή και βλάβες κάτω από την ίσαλο γραμμή, που κατέστησαν αναγκαία την επανεξαγωγή του στις Η.Π.Α. προς επιδιόρθωση του από την κατασκευάστρια εταιρία, γεγονός που έλαβε χώρα στις 23.8.1995 από το Α' Τελωνείο Εξαγωγής Πειραιά, που θεώρησε σχετική διασάφηση εξαγωγής του εκτελωνιστή ΣΤ. Μετά από την εξέλιξη αυτή ο Γ συμφώνησε το σκάφος ιδιοκτησίας της εταιρίας "..... SHIPPING SA", που παρέμενε στην έκθεση της εταιρίας με την επωνυμία "..... SHIPPING SA", να πωληθεί από αυτόν προς τρίτο αγοραστή, υπό τον όρο να του αποδοθεί το τίμημα της αγοράς του μετ' αφαίρεση των εξόδων επισκευής του σκάφους ".....", όπως αυτά θα προέκυπταν από τα σχετικά παραστατικά της κατασκευάστριας εταιρίας. Τέτοια καταβολή εκ μέρους του κατηγορουμένου δεν έγινε μέχρι τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1996, επειδή δεν είχε ανευρεθεί αγοραστής του σκάφους και ακολούθως μέχρι τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 1997 λόγω αναχωρήσεως αυτού στις Η.Π.Α., προκειμένου να νυμφευθεί. Εν τω μεταξύ, στις αρχές του μηνός Οκτωβρίου του έτους 1996 τον κατηγορούμενο επισκέφθηκε στα γραφεία της εταιρίας του στη ..... ο μηνυτής Ζ, ο οποίος εξεδήλωσε την επιθυμία να αγοράσει από αυτήν μια (1) μηχανοκίνητη θαλαμηγό καινούργια, εισαγόμενη από τις Η.Π.Α., κατασκευής της εταιρίας "..... MARINE CORPORATION". Στις 8.10.1996 καταρτίστηκε μεταξύ του κατηγορουμένου υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πιο πάνω εταιρίας του και του μηνυτή έγγραφη ιδιωτική σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο δεύτερος Ζ παρήγγελλε από τον πρώτο, αντιπρόσωπο στην Ελλάδα της εδρεύουσας στις Η.Π.Α. κατασκευάστριας σκαφών αναψυχής εταιρίας με την επωνυμία "..... MARINE CORPORATION", ένα σκάφος αναψυχής αυτής της εταιρίας αντί συνολικού τιμήματος εκατόν τριάντα έξι χιλιάδων δολαρίων Η.Π.Α. (136.000 $), στο οποίο συνυπολογίστηκαν "φόροι, Φ.Π.Α., μεταφορικά και κάθε άλλη δαπάνη". Το σκάφος αυτό συμφωνήθηκε να είναι τύπου SILVERTON 312 SEDAN BRIDGE, καινούργιο και αμεταχείριστο με δύο (2) μηχανές, ιπποδύναμης εκάστης 250 HP, εργοστασίου κατασκευής MERCRUIZER, τύπου BRAVO 3 DIESEL, να φέρει τον standar εξοπλισμό και επιπλέον ως πρόσθετα παραρτήματα ηλεκτρικό εργάτη, VHF, βυθόμετρο, διπλά χειριστήρια, GPS Chartploter 6500, RADAR Raytheon R9 16 Miles, καπόνια Telescopic, γεννήτρια S.SKW, Air Condition και AutoPilot Autohelm. Χρόνος παραδόσεως του σκάφους ελεύθερου παντός βάρους και εξόδου συμφωνήθηκε η 30η.4.1997. Κατά τη συνομολόγηση της συμβάσεως ο αγοραστής κατέβαλε στον κατηγορούμενο ως προκαταβολή το ποσό των εννιά εκατομμυρίων επτακοσίων εξήντα χιλιάδων (9.760.000) δρχ., ενώ το υπόλοιπο του τιμήματος πιστώθηκε μέχρι την παράδοση του σκάφους στον αγοραστή, οπότε συμφωνήθηκε να καταβληθεί εξ ολοκλήρου τοις μετρητοίς. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής ο μηνυτής στις 26.6.1997 κατέβαλε στον κατηγορούμενο το ποσό των ένδεκα εκατομμυρίων (11.000.000) δρχ. πλέον πενήντα πέντε χιλιάδων δολαρίων Η.Π.Α. (55.000 $) και εξόφλησε το τίμημα της πωλήσεως, σύμφωνα με το από 26.6.1997 προσκομιζόμενο έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, που φέρει την μη αμφισβητούμενης γνησιότητας υπογραφή των συμβληθέντων. Την ίδια ημέρα ο κατηγορούμενος εξέδωσε το υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο - δελτίο αποστολής της εταιρίας του, δυνάμει του οποίου αποστέλλεται στην έδρα του αγοραστή - μηνυτή ένα (1) σκάφος αναψυχής τύπου SILVERTON 312L με αριθμό πλαισίου ..... και δύο (2) μηχανές εργοστασίου κατασκευής MERCRUIZER, ιπποδυνάμεως 250 HP τύπου D - TRONIC DIESEL BRAVO 3 με αριθμούς ..... και ...... Από το εν λόγω έγγραφο προκύπτει ότι το σκάφος που παραδόθηκε στο μηνυτή ήταν το ίδιο με εκείνο που ανήκε στην ιδιοκτησία της εταιρίας "..... SHIPPING SA", το οποίο παρέμενε στην έκθεση του κατηγορουμένου, προκειμένου, κατόπιν της προαναφερθείσας συμφωνίας του με τον Γ, να πωληθεί από αυτόν προς τρίτο αγοραστή. Οι μηχανές του, όμως, ήταν διαφορετικού εργοστασίου παραγωγής από τις αρχικές και, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σε αντίγραφο υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο της εδρεύουσας στον ..... ανώνυμης εταιρίας εμπορίας ειδών θαλάσσης με την επωνυμία "MOTOCRAFT ΑΕ", είχαν αγοραστεί από αυτήν στις 11.6.1997 και παραδοθεί στην επιχείρηση του κατηγορουμένου δυνάμει του υπ' αριθμ. ..... δελτίου αποστολής της ιδίας εταιρίας, για να τοποθετηθούν ακολούθως από αυτόν στο εν λόγω σκάφος. Επειδή δε στο ίδιο ως άνω τιμολόγιο μνημονεύεται και η αγορά ποδών της μηχανής, συνάγεται ότι με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίστηκε και το προαναφερθέν κατασκευαστικό ελάττωμα, που καθιστούσε μέχρι τότε το σκάφος μη πλεύσιμο. Από τα παραπάνω προκύπτει επομένως ότι ο κατηγορούμενος, αν και είχε συμβατικώς υποσχεθεί στο μηνυτή την παράδοση σκάφους καινουργούς και αμεταχείριστου, τελικώς του παρέδωσε σκάφος κατασκευής και νηολογήσεως του έτους 1994 με κατασκευαστικό ελάττωμα, το οποίο ήρε με προσθήκη νέων μηχανών. Ο κατηγορούμενος συνομολογεί ότι παρέδωσε στον παθόντα το σκάφος της εταιρίας με την επωνυμία "..... SHIPPING SA", ισχυρίζεται όμως ότι ο μηνυτής δεν παραπλανήθηκε ως προς την παλαιότητά του, δεδομένου ότι το είχε δει στην έκθεσή του ήδη τρεις (3) φορές πριν την παραλαβή του, αρχικώς χωρίς εξοπλισμό και μηχανές και ακολούθως πλήρως εξοπλισμένο. Ο ισχυρισμός του αυτός από κανένα έγγραφο ή εμμάρτυρο αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται, ανεξαρτήτως του ότι, αν αλήθευε, θα έπρεπε κατά λογική αναγκαιότητα στο από 8.10.1996 έγγραφο ιδιωτικό που προαναφέρθηκε να αναγράφεται όχι μόνο ο αριθμός πλαισίου του σκάφους αλλά και ο τύπος του ως SILVERTON 312 SEDAN CRUIZER, όπως ήταν ο τύπος του σκάφους που βρισκόταν στην έκθεση του κατηγορουμένου Χ, παραδοθέν από την εταιρία "..... SHIPPING SA" και όχι ως SILVERTON 312 SEDAN BRIDGE, όπως ήταν ο τύπος του σκάφους που παραγγέλθηκε με το επίμαχο συμφωνητικό. Το πιο πάνω συμπέρασμα δεν μεταβάλλεται ούτε ενόψει της από 23.6.1998 απευθυνόμενης προς τον μηνυτή έγγραφης επιστολής της κατασκευάστριας του σκάφους εταιρίας με την επωνυμία "..... MARINE CORPORATION", στην οποία μνημονεύεται ότι σκάφος με αριθμό ..... (δηλαδή τον αριθμό του επιδίκου σκάφους) πωλήθηκε στην εταιρία του κατηγορουμένου την 1η.7.1996. Τούτο δε διότι από τα δημόσια έγγραφα του Ε' Τελωνείου Εισαγωγής προκύπτει ότι το εν λόγω σκάφος με αυτό τον αριθμό είχε ήδη εισαχθεί στην Ελλάδα το έτος 1994. Περαιτέρω, ο μηνυτής ισχυρίζεται ότι στην αγορά της επίδικης θαλαμηγού παραπλανήθηκε από τις πρόσθετες αναληθείς παραστάσεις του κατηγορουμένου και περί του ότι οι φόροι, δασμοί και έξοδα για την εισαγωγή, εκτελωνισμό και ασφάλιση του σκάφους θα βάρυναν τον πωλητή. Ο ισχυρισμός του αυτός στηρίζεται στην από 8.10.1996 έγγραφη συμφωνία των διαδίκων, κατά την οποία το σκάφος θα παραδιδόταν στον αγοραστή απαλλαγμένο παντός φόρου, εξόδου ή άλλης δαπάνης, πλην όμως δεν προκύπτει ότι τυγχάνει ουσιαστικά βάσιμος. Πράγματι, από την από τον κατηγορούμενο προσκομιζόμενη αχρονολόγητη έγγραφη επιστολή του μηνυτή προς αυτόν προκύπτει ευθέως ότι κατά την αναμονή της παραδόσεως του σκάφους ζήτημα ανέκυψε ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς, στο οποίο θα εμφανιζόταν ότι τελούσε η θαλαμηγός μετά την εισαγωγή της στην Ελλάδα. Στην επιστολή του αυτή, που εστάλη από τη Νότια Αφρική, όπου μέχρι τα τέλη του έτους 1996 διαβιούσε ο μηνυτής, πρότεινε ορισμένα ονόματα, προκειμένου αυτά να καταστούν επωνυμία υπεράκτιας εταιρίας της ιδιοκτησίας του (που θα ιδρυόταν με την αρωγή της εξαδέλφης του Η, δικηγόρου), στο όνομα της οποίας (εταιρίας) θα αγοραζόταν το σκάφος και θα εγγραφόταν στο νηολόγιο εγχώριου λιμένα και ταυτόχρονα ζητούσε από τον κατηγορούμενο πληροφορίες περί του εάν, σε περίπτωση καταβολής από τον ίδιο του Φ.Π.Α. και των λοιπών δασμών εισαγωγής του σκάφους στην επικράτεια, θα είχε το δικαίωμα να το ελλιμενίζει μονίμως στην Ελλάδα, χωρίς να αναγκάζεται να το επανεξάγει περιοδικά ανά διετία ή τριετία, ζήτημα που τον απασχολούσε, διότι είχε τη δυνατότητα να τύχει νόμιμης (μερικής ή ολικής) φοροαπαλλαγής λόγω του συναλλάγματος που θα εισήγαγε, από τη Νότια Αφρική. Η επιστολή αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί ως προς τη γνησιότητα της από τον μηνυτή και το περιεχόμενο της κρίνεται ως αληθές. Τούτου δεδομένου όμως πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να συμφωνήθηκε ήδη από 8.10.1996 οι εισαγωγικοί δασμοί και τα τέλη εκτελωνισμού να βαρύνουν τον κατηγορούμενο, αφού κατά το χρονικό αυτό σημείο ούτε ο μηνυτής είχε αποφασίσει αν θα εκτελώνιζε το σκάφος ή θα το εμφάνιζε ως ιδιοκτησία υπεράκτιας εταιρίας αποφεύγοντας τον εκτελωνισμό του. Άλλωστε, το σκάφος νηολόγησε στο Λιμεναρχείο ..... ο ίδιος ο μηνυτής στις 8.9.1997, χωρίς προηγουμένως να απευθύνει έστω μια εξώδικη επιστολή στον κατηγορούμενο, με αίτημα να του γνωστοποιήσει το λιμένα, στον οποίο νηολόγησε αυτός τυχόν το σκάφος, όπως θα έπρεπε να συμβεί, ώστε αφενός να αποφευχθεί το ενδεχόμενο διπλής νηολογήσεως, σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος είχε συμμορφωθεί προς την επικαλούμενη συμβατική του υποχρέωση και αφετέρου για αποδεικτικούς λόγους, προκειμένου να απαλλαγεί από οποιαδήποτε υπόνοια σε βάρος του ότι κατείχε το σκάφος παράνομα, έχοντας αποφύγει την καταβολή των αναλογούντων εισαγωγικών δασμών. Αντιθέτως, ο μηνυτής νηολόγησε τη θαλαμηγό με μόνα παραστατικά στοιχεία το ως άνω από 26.6.1997 τιμολόγιο (από το οποίο δεν προέκυπτε ότι το σκάφος είχε εισαχθεί από τις Η.Π.Α., όπως, σημειωτέον, θα προέκυπτε αν είχε χρησιμοποιήσει το από 8.10.1996 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο είχε στην κατοχή του) και μία (1) υπεύθυνη δήλωση με ημερομηνία 8.9.1997, που περιβλήθηκε τον τύπο του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 και απευθύνθηκε προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο ....., στην οποία ανέγραψε ότι το σκάφος του "ανήκεί 100%" και ότι δεν το έχει νηολογήσει σε άλλη λιμενική αρχή (γεγονός που δεν είχε ερευνήσει αν είχε συμβεί με ενέργειες του κατηγορουμένου και κατά τους μηνυτήριους ισχυρισμούς του δεν γνώριζε αν είχε συμβεί). Κατόπιν της δηλώσεως αυτής του μηνυτή το σκάφος έλαβε αριθμό νηολογίου ....., ύψωσε την ελληνική σημαία και ονομάστηκε ".....". Εισαγωγικοί δασμοί όμως και ο ανάλογος ειδικός φόρος κατανάλωσης (ΕΦΚ) δεν καταβλήθηκαν από κανέναν, χωρίς ο μηνυτής να διευκρινίζει για ποιο λόγο, ενώ γνώριζε ότι για την αποφυγή της καταβολής τους θα μπορούσε έστω να συστήσει υπεράκτια εταιρία και να νηολογήσει στο όνομά της το σκάφος, εντούτοις ούτε τέτοια εταιρία συνέστησε ούτε κατέβαλε τους αναλογούντες δασμούς. Ομοίως, βέβαια, δεν διευκρινίζει ο μηνυτής γιατί παρά την επικαλούμενη εξαφάνιση του κατηγορουμένου μετά την 26η.6.1997, ο ίδιος δεν ανέφερε σε καμία αρμόδια τελωνειακή ή φορολογική αρχή ότι για το σκάφος, που ανήκε πλέον στην ιδιοκτησία του, οφείλονταν εισαγωγικοί δασμοί στο Δημόσιο, η υποχρέωση καταβολής των οποίων είχε αναληφθεί συμβατικώς από τον πωλητή - κατηγορούμενο. Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, στις 9.12.1997 κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης η από 9.12.1997 αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "..... SHIPPING SA", στρεφόμενη κατά του μηνυτή, με την οποία ζητείτο να της επιτραπεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρητική κατάσχεση του επιδίκου σκάφους, για το λόγο ότι ανήκε στην ιδιοκτησία της τότε αιτούσας. Κατά την εκδίκαση της αιτήσεως εκείνης στη δικάσιμο της 27ης.2.1998 εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας αποδείξεως ο Ε, ο οποίος ανέφερε ότι το σκάφος που είχε νηολογήσει και κατείχε ο μηνυτής ανήκε κατά κυριότητα στην τότε αιτούσα εταιρία, η οποία το είχε αγοράσει το έτος 1994 από την επιχείρηση του κατηγορουμένου, στην οποία μετά την εισαγωγή του στην Ελλάδα το είχε αποθέσει προς συμπλήρωση του εξοπλισμού του. Με βάση και την κατάθεση αυτή πιθανολογήθηκε ότι το σκάφος της ιδιοκτησίας της τότε αιτούσας ταυτιζόταν με το νηολογηθέν και κατεχόμενο από τον μηνυτή και για το λόγο αυτό το Δικαστήριο εκείνο με την υπ' αριθμ. 115/1998 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αίτηση και έθεσε υπό μεσεγγύηση το επίδικο σκάφος ορίζοντας ως μεσεγγυούχο το μηνυτή. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν, το περιεχόμενο της από 9.12.1997 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και της από 27.2.1998 ένορκης κατάθεσης του Ε δεν αφίστατο της αλήθειας, καθόσον το με αριθμό ..... σκάφος ανήκε πράγματι στην τότε αιτούσα υπεράκτια εταιρία, που το είχε αγοράσει ήδη από το έτος 1994 από την εταιρία του κατηγορουμένου και το θέρος του 1997 παρέμενε στην έκθεση αυτού του τελευταίου. Βεβαίως, από τα εκτεθέντα με την ως άνω αίτηση και από τα κατατεθέντα επ' ακροατηρίω από τον Ε παραλήφθηκε το γεγονός ότι με συμφωνία που είχε καταρτιστεί μεταξύ του κατηγορουμένου και του Γ, εταίρου της τότε αιτούσας, το σκάφος είχε παραδοθεί στον πρώτο από αυτούς προς πώληση μέσω της εταιρίας του προς τρίτο αγοραστή. Όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν η συμφωνία αυτή τελούσε υπό τον όρο ότι θα καταβαλλόταν στους εταίρους της "..... SHIPPING SA" το τίμημα της από την ίδια αγοράς του σκάφους το έτος 1994, δηλαδή υπό όρο, ο οποίος μέχρι τότε (9.12.1997 αλλά και 27.2.1998) δεν είχε εκπληρωθεί, με συνέπεια να θεωρηθεί κατά την εύλογη ως προς τούτο πεποίθηση των Ε και Γ ότι δεν ισχύει πλέον και ότι ο κατηγορούμενος τους είχε εξαπατήσει, καθόσον μάλιστα από το θέρος του έτους 1997 το σκάφος είχε απομακρυνθεί από την έκθεση του κατηγορουμένου, η επιχείρηση του τελευταίου είχε διακόψει την λειτουργία της και ο ίδιος είχε (κατά την εντύπωση των ως άνω Ε και Γ) εξαφανιστεί, καθώς δεν ανευρίσκετο κατά τις αναζητήσεις τους και δεν τελούσε σε γνώση τους το γεγονός ότι είχε μεταβεί στις Η.Π.Α., προκειμένου να νυμφευθεί. Η μεταξύ των παραπάνω προσώπων παρανόηση των πραγματικών περιστατικών ήρθη μόλις στις 8.12.2005, όταν ο κατηγορούμενος κατέβαλε το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €) στον Γ σε εξόφληση της απαιτήσεως της "..... SHIPPING SA", όπως αυτή προσδιορίστηκε με βάση το τίμημα της πωλήσεως του έτους 1994 μετ' αφαίρεση των δαπανών επισκευής του σκάφους ".....", περί της οποίας (οφειλής) έγινε λόγος πιο πάνω. Ακολούθως, με την υπ' αριθμ. 122/1999 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας η από 14.6.1998 διεκδικητική αγωγή της εταιρίας "..... SHIPPING SA" κατά του μηνυτή, η οποία εκδικάστηκε κατά την τακτική διαδικασία, ενώ στις 25.6.1999 απεστάλη στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) έγγραφη καταγγελία με δυσανάγνωστη υπογραφή, κατά την οποία το επίδικο σκάφος ήταν ελλιμενισμένο στη ..... και έφερε ελληνική σημαία, χωρίς να έχει εκτελωνιστεί. Κατόπιν σχετικής έρευνας της Υπηρεσίας του Περιφερειακού Διαμερίσματος (Π.Δ.) Αττικής του Σ.Δ.Ο.Ε. σχηματίστηκε δικογραφία σε βάρος του μηνυτή και του κατηγορουμένου, εναντίον των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη για την πράξη της από κοινού λαθρεμπορίας, η οποία είχε ως κατάληξη την καταδίκη του κατηγορουμένου με την υπ' αριθμ. 33376/5.4.2002 απόφαση του Θ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, την απαλλαγή του μηνυτή και τη δήμευση του σκάφους. Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντα - κατηγορουμένου για την πράξη της απάτης, από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων ευρώ (73.000 €), η οποία τελέστηκε με τις αναληθείς εκ μέρους του παραστάσεις περί του ότι είχε τη δυνατότητα να πωλήσει ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της αμερικανικής εταιρίας με την επωνυμία "..... MARINE CORPORATION" και να παραδώσει στο μηνυτή ένα (1) καινούργιο θαλάσσιο σκάφος (μηχανοκίνητη θαλαμηγό) εργοστασίου κατασκευής της ως άνω αλλοδαπής κατασκευάστριας εταιρίας εισάγοντας το σκάφος από τις Η.Π.Α. και ακολούθως ότι το παραδοθέν στις 26.6.1997 στο μηνυτή λόγω πωλήσεως σκάφος είναι καινούργιο, καθώς και ότι του μεταβιβάζεται πλήρως κατά κυριότητα, ενώ n αλήθεια την οποία εξ αρχής γνώριζε ήταν ότι δεν είχε κατά το έτος 1997 τέτοια δυνατότητα αγοράς από την κατασκευάστρια εταιρία και εισαγωγής στην Ελλάδα σκάφους όπως το πωληθέν, διότι η εταιρία του, όπως προκύπτει από την από 20.2.2001 πορισματική αναφορά του Π.Δ. Αττικής του Σ.Δ.Ο.Ε. ήδη από το έτος 1997 δεν υπέβαλε προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας Αττικής περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. και ουσιαστικά είχε διακόψει τη λειτουργία της, ότι το επίδικο σκάφος ανήκε στην κυριότητα της εταιρίας "..... SHIPPING SA" και ότι η εταιρία του στερούταν ακόμα και εξουσίας διαθέσεως αυτού, εφόσον στις 26.6.1997 δεν είχε αποδώσει στην κυρία του σκάφους πιο πάνω υπεράκτια εταιρία το τίμημα της από αυτήν αγοράς του ιδίου σκάφους το έτος 1994 και ότι συνέπεια των αναληθών του παραστάσεων ήταν να υποστεί ο μηνυτής Ζ ζημία στην περιουσία του κατά το ισόποσο του συνολικού τιμήματος που κατέβαλε στον εκκαλούντα - κατηγορούμενο για την αγορά του σκάφους και του εξοπλισμού του (32.776.000 δρχ.), στην οποία ζημία πρέπει να περιληφθεί και το ποσό της αξίας των μηχανών του σκάφους, που ήταν πράγματι καινούργιες, για το λόγο ότι στη δαπάνη αυτή (11.200.000 δρχ.) δεν θα είχε προβεί αν γνώριζε ότι το σκάφος που παρέλαβε στις 26-6-1997 δεν ήταν καινούργιο, ήτοι για πράξη φέρουσα χαρακτήρα κακουργήματος και κατόπιν αυτού απέρριψε στην ουσία της την από 18-6-2007 έφεση του κατά του υπ' αριθμ. 1603/2007 πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, που είχε κρίνει ομοίως, το οποίο και επικύρωσε".
Όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έπρεπε, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας την, κατά τα άνω, ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3β του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 και εκείνες των άρθρων 111 - 113 του ίδιου Κώδικα, να δεχθεί την έφεση του κατηγορουμένου Χ, να εξαφανίσει το πρωτόδικο υπ' αρ. 1603/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και μετέπειτα να παύσει οριστικά την κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη, αφού το ποσό των 73.000 Ευρώ (25.000.000 δραχμών) τέθηκε ως όριο με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 και, πριν από την τροποποίηση αυτή του άρθρου 386 παρ. 3β του Π.Κ., δεν υπήρχε τέτοιο όριο και ως εκ τούτου, κάθε πράξη με σκοπό οφέλους ή βλάβης όπως αυτή που αποδόθηκε στον κατηγορούμενο, είχε πλημμεληματικό χαρακτήρα, ενόψει του ότι η πράξη αυτή δεν είχε τελεσθεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συνεπώς, η διάταξη αυτή, είναι δυσμενέστερη και εφαρμόζεται μόνο για τις μετά το Ν. 2721/1999 τελεσθείσες πράξεις απάτης, από δε το χρόνο τελέσεως αυτής (8.10.1996 έως και 26.6.1997) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς να έχει μεσολαβήσει οποιαδήποτε αναστολή της παραγραφής. Επομένως, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. μοναδικός λόγος της υπ' αρ. 54/21.3.2008 αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών κατά του υπ' αρ. 311/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και πρέπει η αναίρεση να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικά η κατά του κατηγορουμένου Χ ασκηθείσα ποινική δίωξη, για την σε βαθμό πλημμελήματος τιμωρούμενη πράξη, που φέρεται ότι αυτός τέλεσε στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 8.10.1996 έως και 26.6.1997.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αρ. 311/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παύει οριστικά την ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ για την σε βαθμό πλημμελήματος τιμωρούμενη πράξη της απάτης, που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτόν στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 8.10.1996 έως και 26.6.1997 λόγω παραγραφής.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ