Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Κλοπή, Συναυτουργία.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για από κοινού κλοπή κυνηγετικού σκύλου. Απορρίπτεται ο κοινός λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, αλλά και για εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 45 ΠΚ, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΠΚ λόγο αναιρέσεως, εκ του λόγου ότι δεν αναφέρει ποιος από τους δύο αναιρεσείοντες αφαίρεσε τον σκύλο. Απορρίπτεται ο λόγος αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντα για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ, καθόσον το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει ούτε να αιτιολογήσει την περί απορρίψεως κρίση του, αφού ο ισχυρισμός αυτός ήταν αόριστος, όπως υποβλήθηκε. Απορρίπτει την κοινή αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 1934/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά - Εισηγήτρια και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Φωτοπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Ε. Κ. του Π., κατοίκου ... και 2. Δ. Κ. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Παναγιώτου, περί αναιρέσεως της 809/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Τ. Κ. του Γ., κάτοικο ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Πετράκη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Ιουνίου 2010 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 914/2010.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αφορά τον πρώτο αναιρεσείοντα, μόνο ως προς τις διατάξεις της: α) για απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντα για αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ και β) περί επιβολής ποινής ως προς τον ίδιο αναιρεσείοντα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο κατά το αναιρούμενο μέρος της προς νέα συζήτηση. Να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 12 παρ. 6 του Ν. 3170/2003 η κλοπή κυνηγετικού σκύλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων ευρώ. Κατά δε το άρθρο 372 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται ... . Από τη διάταξη του άρθρου αυτού σαφώς προκύπτει ότι τα στοιχεία του βασικού εγκλήματος της κλοπής είναι αντικειμενικώς: 1) πράγμα, ήτοι κάθε ενσώματο αντικείμενο που είναι δεκτικό εξουσιάσεως (κατά την κοινή αντίληψη του ΠΚ και όχι του ΑΚ προς την οποία όμως εν πολλοίς συμπίπτει), 2 ) να είναι κινητό, εκείνο δηλαδή που κατά την κοινή φυσική αντίληψη μπορεί να μετακινηθεί, 3) να είναι ξένο εν όλω ή εν μέρει, ήτοι να ανήκει σε άλλον και όχι στο δράστη, λαμβανομένης προς τούτο υπόψη της κυριότητας του πράγματος κατά τον ΑΚ, αφού ο ΠΚ δεν περιέχει ίδιο αυτόνομο ορισμό, 4) να αφαιρεθεί από την κατοχή άλλου, την φυσική εξουσία, δηλαδή, κάποιου προσώπου. Στην έννοια της κατοχής περιλαμβάνεται τόσο η πραγματική επί του πράγματος εξουσία, όσο και η βούληση της εξουσιάσεως, η δε αφαίρεση της κατοχής αυτής να γίνει χωρίς τη θέληση του κατόχου, και υποκειμενικώς 5) δόλος του δράστη, αρκεί και ενδεχόμενος που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το αφαιρούμενο πράγμα είναι ξένο και βρίσκεται στη κατοχή άλλου και τη βούληση ή αποδοχή της αφαιρέσεως του πράγματος από την ξένη κατοχή, χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου, για να το υπαγάγει ο δράστης στην κατοχή του, με σκοπό να το έχει οριστικά στην ιδιοκτησία του παρανόμως, δηλαδή χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία. Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Για τον έλεγχο υπό του Αρείου Πάγου της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 του ΠΚ, πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχεται ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως συνιστά κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοια του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διότι δεν αναφερόντα στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 809/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, τούτο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του περί τα πράγματα, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Τις πρωινές ώρες της 28/2/2004 ο πολιτικώς ενάγων Τ. Κ. και ο αδελφός του Ι. Κ. εκπαίδευαν τρία λαγόσκυλα, μεταξύ των οποίων και ένα ράτσας "γκέκα", αξίας 3.000 ευρώ, που ανήκε στον πολιτικώς ενάγοντα, στο Ποικίλο Όρος, εντός του χώρου εκγύμνασης κυνηγετικών σκύλων, που έχει καθορίσει η Διεύθυνση Δασών Ανατολικής Αττικής. Κατά τον ίδιο χρόνο στον παραπάνω τόπο βρίσκονταν και οι κατηγορούμενοι Ε. και Δ. Κ. (αδέλφια) - όπως και οι ίδιοι το παραδέχονται - με το υπ' αριθμ. ... ΙΧΦ αυτοκίνητο, χρώματος λευκού, εργοστασίου κατασκευής VOLKSWAGEN, τύπου TRANSPORTER, ιδιοκτησίας του πρώτου κατηγορουμένου. Οι κατηγορούμενοι ενεργώντας από κοινού, κατά τον παραπάνω χρόνο και στον παραπάνω τόπο, με κοινή απόφαση και κοινό δόλο, αφαίρεσαν από την κατοχή του πολιτικώς ενάγοντος τον προαναφερόμενο κυνηγετικό σκύλο, με σκοπό να τον ιδιοποιηθούν παράνομα. Συγκεκριμένα, γύρω στις 10 π.μ. ώρα και ενώ είχαν τελειώσει ο πολιτικώς ενάγων με τον αδελφό του την εκπαίδευση των σκύλων και βρίσκονταν σε απόσταση γύρω στα 100 μέτρα από δασικό χωματόδρομο, βλέπουν να σταματά απότομα το παραπάνω αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν οι κατηγορούμενοι, να κατεβαίνει ο συνοδηγός και με γρήγορες κινήσεις, να πιάνει τον παραπάνω σκύλο του πολιτικώς ενάγοντος, να τον μεταφέρει και να τον βάζει στο αυτοκίνητο και στη συνέχεια να απομακρύνονται. Όλο το σκηνικό έγινε εμπρός στα μάτια του πολιτικώς ενάγοντος και του αδελφού του, οι οποίοι πρόλαβαν και συγκράτησαν τα στοιχεία του αυτοκινήτου, το οποίο, όπως διαπιστώθηκε, ανήκε στον πρώτο κατηγορούμενο. Ο παραπάνω σκύλος παραδόθηκε την 18/5/2004 από τον Σ. Λ. (εξετασθείς μάρτυρας) στο Α.Τ. Ν. ..., ο οποίος κατέθεσε ότι τον βρήκε να περιφέρεται αδέσποτος στην οδό ... στο .... Η κατάθεση του τελευταίου δεν κρίνεται καθόλου πειστική και κατά την κρίση του δικαστηρίου οι κατηγορούμενοι φοβούμενοι τις συνέπειες της σε βάρος τους από 15/3/2004 μηνύσεως και της από 4/4/2004 αγωγής που άσκησε εναντίον τους ο πολιτικώς ενάγων, παράδωσαν τον σκύλο στο γνωστό τους Σ. Λ. για να τον επιστρέψει στον πολιτικώς ενάγοντα. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου συνάγεται κυρίως από τα ακόλουθα: α) ο πολιτικώς ενάγουν και ο αδελφός του είδαν με λεπτομέρειες τις κινήσεις των κατηγορουμένων, β) δεν εξηγείται το γεγονός πως ο σκύλος βρέθηκε μετακινούμενος αδέσποτος από το Ποικίλο Όρος στο ... Αττικής, γ) ο σκύλος όταν παραδόθηκε ήταν σε καλή κατάσταση και δεν είχε εμφάνιση αδέσποτου, δ) ενώ στην από 1 8/5/2004 δήλωση ανεύρεσης ζώου του Σ. Λ. στο ΑΤ ... αναφέρεται (δηλώνει) ότι ο σκύλος ανευρέθη στις 16/5/2004 (δύο ημέρες πριν), όπως ο ίδιος ανέφερε, εξεταζόμενος ως μάρτυρας όμως στο ακροατήριο κατέθεσε ότι κράτησε ένα μήνα περίπου μετά την ανεύρεση του, αυτοδιαψευδόμενος όμως, καταθέτοντας ενώπιον του δικαστηρίου τούτου ότι το σκυλί ο πολιτικώς ενάγων το παρέλαβε τον Μάιο. Εν όψει όλων αυτών δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την αποδιδόμενη πράξη της κλοπής σκύλου του πολιτικώς ενάγοντος και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, απορριπτόμενου του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου περί χορηγήσεως του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 ε του ΠΚ, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα και ούτε αυτός επικαλείται τέτοια συμπεριφορά".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους του ότι: "Στο Ποικίλο Όρος και στο χώρο εκγύμνασης κυνηγετικών σκύλων που έχει καθορίσει η Διεύθυνση Δασών Δυτικής Αττικής στις 28/2/2004, από κοινού ενεργώντας, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, αφαίρεσαν από την κατοχή άλλου, ξένο ολικά κινητό πράγμα, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του και ειδικότερα αφαίρεσαν από την κατοχή του εγκαλούντος Τ. Κ., ένα λαγόσκυλο, ράτσας "γκέκας", αξίας 3.000 ευρώ, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του".
Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27, 45, 372 του ΠΚ και άρθρο 12 παρ. 6 του Ν. 3170/2003, που εφάρμοσε, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, και σε σχέση με τις επί μέρους αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας αλλά και νόμιμης βάσης, διότι παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 45 του ΠΚ που εφάρμοσε, "αφού δεν προκύπτει από αυτή ποιος από τους δύο συμμέτοχους αφαίρεσε τον σκύλο, ώστε να καθίσταται δυνατός, άνευ αμφιβολιών, και μετά πάσης βεβαιότητας, ο προσδιορισμός της συμμετοχικής δράσης εκάστου των κατηγορουμένων", αυτές είναι απορριπτέες, καθόσον επί συναυτουργίας, απαραίτητος όρος της τελέσεως του εγκλήματος είναι η γνώση του συναυτουργού περί της προθέσεως του άλλου να τελέσει την πράξη και η θέληση να συμπράξει με αυτόν (κοινός δόλος) που μπορεί να περιορισθεί και στην ενέργεια μερικότερων πράξεων κατά την εκτέλεση του εγκλήματος, χωρίς να είναι απαραίτητο στην καταδικαστική απόφαση να αναφέρονται χωριστά οι επί μέρους ενέργειες του καθένα από τους συναυτουργούς, αλλά αρκεί να αναφέρεται η πράξη και ο κοινός δόλος. Επομένως, στην κρινόμενη υπόθεση για την αντικειμενική υπόσταση της ως άνω κλοπής κυνηγετικού σκύλου κατά συναυτουργία δεν ήταν αναγκαίο να εκτίθεται στην απόφαση ποιος από τους φερόμενους δύο δράστες οδηγούσε το αυτοκίνητο και ποιος αφαίρεσε το σκύλο, αφού αρκεί ότι και οι δύο τελούσαν εν γνώσει της κοινής προθέσεως για την τέλεση του παραπάνω εγκλήματος. Μετά από αυτά οι σχετικοί λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να εντείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται εκείνοι, οι οποίοι τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου ή την μείωση της ποινής. Πρέπει όμως ο προβαλλόμενος ισχυρισμός να είναι ορισμένος και σαφής, δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναφέρονται με τρόπο αναλυτικό τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται από το νόμο, για την συγκρότηση της νομικής έννοιας του πραγματικού ισχυρισμού και να αναπτυχθεί προφορικά (άρθρα 141 παρ. 2 και 331 του ΚΠΔ), ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αξιολογήσεως και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα, καθόσον η αόριστη προβολή αυτού όχι μόνο δεν υποχρεώνει το δικαστήριο να τον απορρίψει αιτιολογημένα, αλλά ούτε καν το υποχρεώνει να απαντήσει σ' αυτόν. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και η επίκληση από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του της συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε του ΠΚ σύμφωνα με το οποίο απαιτείται ο υπαίτιος να συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, δηλαδή απαιτείται μετά την αξιόποινη πράξη καλή γενικά συμπεριφορά που να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και να είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και όχι φόβου ή καταναγκασμού.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ο πρώτος των αναιρεσειόντων Ε. Κ., δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, υπέβαλε, για την περίπτωση που θα κηρυχθεί ένοχος, αίτημα, με έγγραφο που κατέθεσε και ενσωματώθηκε στα πρακτικά, το οποίο και ανέπτυξε προφορικά, να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, και συγκεκριμένα ισχυρίσθηκε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2ε του ΠΚ, καθόσον "από τον χρόνο τέλεσης της πράξης έχει παρέλθει ιδιαιτέρως σημαντικό χρονικό διάστημα και δη των έξι (6) ετών περίπου, κατά το οποίο ουδέποτε απασχόλησε καθ' οιονδήποτε τρόπο την Ελληνική Δικαιοσύνη, επίσης συμμορφώνεται στις επιταγές του δικαίου, με απαρέγκλιτη αυστηρότητα προς τον εαυτό του". Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμο τον παραπάνω αυτοτελή του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου με την αιτιολογία ότι "... από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα, και ούτε αυτός επικαλείται τέτοια συμπεριφορά", αν και δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει ούτε να αιτιολογήσει την περί απορρίψεως κρίση του, αφού ο ισχυρισμός αυτός όπως υποβλήθηκε, χωρίς δηλαδή να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του, ήταν αόριστος, ώστε να μην παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα αξιολογήσεώς του. Επομένως, ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15/6/2010 αίτηση των Ε. Κ. του Π. και Δ. Κ. του Π., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 809/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, τον καθένα, και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Δεκεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ