Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Ποινής αναστολή, Συναυτουργία, Αναβολής αίτημα, Καταχραστές Δημοσίου.
Περίληψη:
Απάτη και πλαστογραφία μετά χρήσεως κατά συναυτουργία σε βάρος τράπεζας που εδρεύει στην ημεδαπή με ζημία άνω των 50.000.000 δρχ και ήδη 150.000 € (άρθρ. 1 § 1 Ν. 1608/1950). Στοιχεία των εγκλημάτων. Η διάταξη του άρθρου 16 § 2 ΝΔ 2756/1953, ως ειδική, εφαρμόζεται και για τις πράξεις που έχουν τελεσθεί πριν από την 3-6-1999 και επί κατ' εξακολούθηση εγκλήματος λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των μερικότερων πράξεων. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για τα ανωτέρω εγκλήματα του αναιρεσείοντος. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής της δίκης για περισσότερες αποδείξεις. Για τη μετατροπή ποινής ανώτερης των δύο ετών απαιτείται αίτημα. Για την αναστολή εκτελέσεως κατ' άρθρο 100 § 1 ΠΚ υπολογίζεται η τυχόν επιβληθείσα συνολική ποινή και όχι οι επιμέρους ποινές. Απορρίπτεται η αίτηση.
Αριθμός 1369/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελής (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γεωργόγλου, περί αναιρέσεως της 920/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την "ATTICABANK A.T.E.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 27 Ιανουαρίου 2010 προσθέτους λόγους αναιρέσεως, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1352/09.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ.α ν.1608/1950 ("για τους καταχραστές του Δημοσίου κ.λ.π.") στον ένοχο των αδικημάτων που διαλαμβάνονται στη διάταξη αυτή, μεταξύ των οποίων και εκείνα των άρθρων 216 και 386 Π.Κ., εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α Π.Κ. (μεταξύ των οποίων και οι τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά το νόμο ή το καταστατικό τους, σύμφωνα με την περ. β του πιο πάνω άρθρου) και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως και αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή, τα εγκλήματα των άρθρων 216 παρ.3 και 386 παρ.3 Π.Κ. τιμωρούνται με πρόσκαιρη κάθειρξη το ανώτατο όριο της οποίας είναι είκοσι έτη (άρθρο 52 Π.Κ.), χωρίς δηλαδή τον περιορισμό, σε σχέση με το ανώτατο όριο ποινής, των δέκα ετών των άρθρων 216 παρ.3 και 386 παρ.3 Π.Κ. Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.7 ν.2943/2001, με την οποία προβλέπεται, μετά την εισαγωγή του ευρώ, η μετατροπή των δραχμών σε ευρώ (και κατά την οποία το ποσό σε ευρώ που προκύπτει από τη μετατροπή των δραχμών σε ευρώ, αναπροσαρμόζεται, αν το ποσό που προκύπτει σε ευρώ είναι μεγαλύτερο των 100.000 και μικρότερο του 1.000.000 ευρώ, στην πλησιέστερη ανώτερη ή κατώτερη δεκάκις χιλιάδα ευρώ αναλόγως του αν τα τέσσαρα τελευταία ακέραια ψηφία του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα του αριθμού 5.000), το ποσό των 50.000.000 δραχμών αναπροσαρμόστηκε σε 150.000 ευρώ και όχι σε 147.000 ευρώ, αφού το ακριβές ποσό από τη μετατροπή είναι 146.735 ευρώ και η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη δεκάκις χιλιάδα. Η ρύθμιση αυτή είναι επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο από την προηγούμενη, αφού καθιερώνει, για την εφαρμογή της επιβαρυντικής περιστάσεως του άρθρου 1 παρ.1 ν.1608/1950, μεγαλύτερο ποσό ωφέλειας ή ζημίας (150.000 ευρώ αντί του ισόποσου των 50.000.000 δραχμών, ήτοι των 146.735 ευρώ) και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 Π.Κ. και επί των εγκλημάτων που έχουν τελεσθεί προ της ισχύος του ν.2943/2001, ήτοι προ της 12ης Σεπτεμβρίου 2001. Τέλος επί εγκλήματος που τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση προ της ισχύος του ν.2721/1999, ήτοι προ της 3ης Ιουνίου 1999, για τον υπολογισμό του ποσού των 50.000.000 δραχμών (ήδη 150.000 ευρώ), λαμβανόταν υπόψη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ.2 ν.δ.2756/1953 "για τους σεισμόπληκτους των νήσων" (που ίσχυε σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 1 παρ.1 ν.1608/11950 και όχι μόνο επί σεισμοπλήκτων και κατά την οποία οσάκις στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ.1 ν.1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθηση με πολλές μερικότερες πράξεις, για τον προσδιορισμό του οφέλους που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε ή της ζημίας που επήλθε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε, καθώς επίσης και για τον προσδιορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων), το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που επιδιώχθηκε ή επιτεύχθηκε ή επήλθε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε και όχι το όφελος ή η ζημία από κάθε μερικότερη πράξη. Δεν είχε δε στην περίπτωση αυτή εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 98 Π.Κ. όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση της (και την προσθήκη παραγράφου 2) με το άρθρο 14 παρ.1 ν.2721/1999, κατά την έννοια της οποίας επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση λαμβάνονταν υπόψη, ενόψει της αυτοτέλειας των μερικότερων πράξεων, το όφελος ή η ζημία από κάθε μερικότερη πράξη, αφού κατίσχυε η ειδικότερη αυτή διάταξη του άρθρου 16 παρ.2 ν.δ.2576/1953. Η τελευταία αυτή διάταξη δεν καταργήθηκε από της ισχύος του ν.2721/1999, ήτοι από τις 3 Ιουνίου 1999, με τη διάταξη του άρθρου 52 παρ.4 του πιο πάνω νόμου και την προσθήκη, με το άρθρο 14 παρ.1 του ίδιου νόμου, στο άρθρο 98 Π.Κ. παραγράφου 2 (κατά την οποία η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνεται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό), γιατί η διάταξη του άρθρου 16 παρ.2 ν.δ.2576/1953 είναι ειδική, αφορά τους καταχραστές του δημόσιου τομέα και κατισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου 98 παρ.2 Π.Κ. Σε περίπτωση επομένως εγκλήματος κατ' εξακολούθηση με εφαρμογή του άρθρου 1 παρ.1 ν.1608/1950 δεν ανακύπτει ζήτημα επιεικέστερου νόμου, αφού, στην περίπτωση αυτή ισχύει και μετά την 3-6-1999, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Ν.Δ. 2576/1953 και όχι εκείνη του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της.
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλου σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιάς του, με μεταβολή του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Τα ανωτέρω εγκλήματα της απάτης και της πλαστογραφίας συρρέουν αληθώς. Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης του άρ. 45 ΠΚ, συναυτουργία είναι η σύγχρονη ή διαδοχική σύμπραξη δύο ή περισσοτέρων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δεν αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια και είναι δυνατόν να πραγματώνεται αυτό με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συναυτουργών ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στο βούλευμα του συμβουλίου ή στην απόφαση του δικαστηρίου και οι επιμέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Είναι δε δυνατή η συναυτουργία περισσότερων προσώπων και στην κατάρτιση πλαστού ή στη νόθευση εγγράφου, χωρίς να απαιτείται αναφορά των επιμέρους υλικών ενεργειών του καθενός. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αυτή αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά να περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος (θετική υπέρβαση) ή αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία την οποία έχει από το νόμο, παρόλο ότι συντρέχουν οι όροι άσκησής της.
Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 920/2009 απόφασή του, δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αναγνωρισθείσα έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της Π1, αποδείχτηκαν τα παρακάτω περιστατικά: "Με την 104/13-5-1994 σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία συνήφθη μεταξύ του υποκαταστήματος ... Αττικής της μηνύτριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα Αττικής Α.Ε." (ήδη "ΑΤTICΑ ΒΑΝΚ Α.Τ.Ε"), που έχει την έδρα της στην ... αφενός, και της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΑSCΟΤ Είδη Υγιεινής - Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης", η οποία είχε την έδρα της στην Αθήνα και εκπροσωπούνταν από την πρώτη κατηγορουμένη X2, νόμιμη εκπρόσωπο και διαχειρίστρια της αφετέρου, η πρώτη από τις πιο πάνω εταιρείες (μηνύτρια) χορήγησε στη δεύτερη πίστωση μέχρι του ποσού των 10.000.000 δραχμών, με τους όρους και της συμφωνίες που αναφέρονταν στη σύμβαση αυτή και με την έγγραφη εγγύηση της πρώτης κατηγορουμένης και του δευτέρου κατηγορουμένου X1, συζύγου της πρώτης και μέλους της ανωτέρω εταιρείας, ευθυνόμενων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πιστούχο εταιρεία. Στη συνέχεια με τις 104/1/5-1-1995, 104/2/11-12-1995, 104/3/13-2-1996 και 104/4/11-6-1996 διαδοχικές πρόσθετες πράξεις μεταβολής ύψους πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που καταρτίστηκαν μεταξύ των ίδιων πιο πάνω συμβαλλομένων, αυξήθηκε το ύψος της πιστώσεως σε 25.000.000, 32.000.000, 40.000.000 και 50.000.000 δραχμές αντίστοιχα, με την έγγραφη εγγύηση των κατηγορουμένων, ευθυνόμενων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πιστούχο εταιρεία. Προκειμένου να πείσουν τα αρμόδια όργανα της μηνύτριας Τράπεζας να συμβληθούν και να υπογράψουν την τελευταία πρόσθετη πράξη μεταβολής ύψους πιστώσεως (104/4/11-6-1996), με την οποία το πιστοδοτικό όριο αυξήθηκε στο ποσό των 50.000.000 δραχμών αλλά και να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την ανωτέρω πιστούχο εταιρεία, οι εδώ κατηγορούμενοι κατά το χρονικό διάστημα από τις 11-4-1996 μέχρι και τις 17-2-1997, από κοινού με τον αρχικά συγκατηγορούμενό τους και ήδη αποβιώσαντα X3 (γιο του δευτέρου από αυτούς, ο οποίος συνεργαζόταν στενά με αυτούς, αντλώντας συμφέροντα από την ανωτέρω οικογενειακή τους εταιρεία), με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, παρέστησαν στους αρμοδίους υπαλλήλους της μηνύτριας ότι δήθεν η πιστούχος εταιρεία τους ήταν φερέγγυα και δεν είχε καμία οφειλή προς άλλες Τράπεζες αλλά και ότι δήθεν αυτή διέθετε επαρκή εξασφαλιστικά στοιχεία για τους ανειλημμένους κινδύνους χάριν των χρηματοδοτήσεων της, ήτοι επαρκή αριθμό αξιόγραφων (συναλλαγματικών) αποδοχής πελατών της. Προς ενίσχυση των ισχυρισμών τους, εκτός των ανωτέρω συναλλαγματικών, τις οποίες εκχώρησαν στη μηνύτρια, προσκόμισαν στους αρμοδίους υπαλλήλους της τελευταίας παραστατικά των δήθεν συναλλαγών τους με τρίτους πελάτες της (τους φερόμενους ως αποδέκτες των συναλλαγματικών), έγγραφες δηλώσεις των ιδίων (των εδώ κατηγορουμένων) ότι η πιστούχος δεν είχε οφειλές προς άλλες Τράπεζες, ισολογισμούς χρήσεως των ετών 1991, 1992, 1994 και 1995 και γενικό ισοζύγιο της πιστούχου της 31-7-1996. Με τις πιο πάνω παραστάσεις τους έπεισαν τα αρμόδια όργανα της μηνύτριας να συμβληθούν με την πιστούχο εταιρεία τους, υπογράφοντας την 104/4/11-6-1996 πρόσθετη αυξητική σύμβαση πιστώσεως, με την οποία το πιστοδοτικό όριο της τελευταίας αυξήθηκε κατά 10.000.000 δραχμές και ανήλθε τελικά στο συνολικό ποσό των 50.000.000 δραχμών και έτσι να συνεχίζουν να τη χρηματοδοτούν μέσα στο πιο πάνω εγκεκριμένο όριο, τα ποσά δε της χρηματοδοτήσεως να συνεχίζουν να χρεώνονται στον τηρούμενο για την εξυπηρέτηση της πιστώσεως λογαριασμό με τον αριθμό 1400.1414.10000.01, ο οποίος στις 21-2-1997 (οπότε και κλείστηκε λόγω μη εκπληρώσεως, εκ μέρους της πιστούχου αλλά και των ιδίων ως εγγυητών, των υποχρεώσεων τους για πληρωμή του υπολοίπου, που απέρρεαν από τις προαναφερθείσες συμβάσεις), εμφάνιζε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 51.452.443 δραχμών. Όπως όμως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων οι πιο πάνω παραστάσεις και διαβεβαιώσεις των κατηγορουμένων και του αρχικά συγκατηγορουμένου τους προς τους αρμόδιους υπαλλήλους της μηνύτρίας ήταν ψευδείς και η αλήθεια, την οποία αυτοί γνώριζαν, αφού επρόκειτο για γεγονότα των οποίων είχαν ιδία αντίληψη λόγω των προαναφερθεισών σχέσεών τους με την πιστούχο εταιρεία, ήταν ότι η τελευταία δεν ήταν φερέγγυα και η καθαρή της θέση στην αγορά ήταν αρνητική διότι είχε οφειλές και σε άλλες Τράπεζες και δεν είχε υπαρκτές απαιτήσεις κατά των εμφανιζομένων ως δήθεν πελατών της, όλα δε τα στοιχεία που είχαν προσκομίσει στη μηνύτρια (ήτοι τα παραστατικά των δήθεν συναλλαγών της με τρίτους πελάτες της, οι δηλώσεις των ιδίων των κατηγορουμένων περί μη οφειλής σε άλλες Τράπεζες, οι ισολογισμοί χρήσεως των ετών 1991, 1992, 1994 και 1995 και το γενικό ισοζύγιο της πιστούχου της 31-7-1996) ήταν εντελώς ψευδή κατά περιεχόμενο, ενώ οι συναλλαγματικές που της είχαν εκχωρήσει ήταν καθ' ολοκληρίαν πλαστές και συνεπώς δεν μπορούσαν να παράσχουν εγγυήσεις, όχι μόνο για να εξασφαλίσουν περαιτέρω χρηματοδότηση της εταιρείας τους αλλά ούτε για να καλύψουν τις ήδη αναληφθείσες υποχρεώσεις της τελευταίας από τις προηγούμενες κατά τ' ανωτέρω χρηματοδοτήσεις της. Στην έγκριση και χορήγηση της προαναφερόμενης χρηματο-δοτήσεως όχι μόνο δεν θα προέβαινε η πιστοδότρια Τράπεζα αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, όπως αυτή προεκτέθηκε, αλλά αντίθετα, ενόψει των χορηγήσεων στις οποίες είχε προβεί κατά το προηγούμενο της αυξήσεως του πιστοδοτικού ορίου της πιστούχου χρονικό διάστημα, θα λάμβανε έγκαιρα μέτρα, προστατευτικά και αποτρεπτικά της ζημίας της. Με τις ενέργειες τους δε αυτές, που συστηματικά και μεθοδευμένα επέλεξαν ως σχέδιο εξαπατήσεως της μηνύτρίας, το οποίο και υλοποίησαν, επιδίωκαν να αποκομίσουν οι ίδιοι και η ανωτέρω πιστούχος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στα ποσά των χρηματοδοτήσεων που αντλούσαν από τον παραπάνω αλληλόχρεο λογαριασμό και εκαρπούντο και τα οποία ανήλθαν τελικά σε συνολικό ποσό που υπερβαίνει τα 50.000.000 δραχμών και συγκεκριμένα στο ποσό των 60.300.000 δραχμών, (αφού το παραπάνω ποσό των 51.452.443 δραχμών επιβαρύνθηκε με τόκους και δικαστικά έξοδα) με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας της μηνύτριας..... Εξάλλου οι κατηγορούμενοι στον ίδιο πιο πάνω τόπο και χρόνο, από κοινού με τον ανωτέρω αρχικά συγκατηγορούμενό τους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κατάρτισαν εξ' υπαρχής τις αναλυτικά περιγραφόμενες στο διατακτικό 190 πλαστές συναλλαγματικές, στις οποίες έθεσαν την υπογραφή των φερόμενων ως δήθεν αποδεκτών τους και τα ποσά των φερόμενων ως δήθεν οφειλών τους προς τη φερόμενη ως δήθεν εκδότρια ανωτέρω εταιρεία τους, συνολικού ύψους 70.400.000 δραχμών, γνωρίζοντας ότι στην πραγματικότητα τόσο οι αποδέκτες όσο και οι εμφανιζόμενες απαιτήσεις τους ήταν ανύπαρκτοι. Των πιο πάνω πλαστών εγγράφων στη συνέχεια έκαναν χρήση παραδίδοντας τα προς εκχώρηση στους αρμοδίους υπαλλήλους της μηνύτριας. Με τις εν λόγω πράξεις τους σκόπευαν να παραπλανήσουν τους ανωτέρω υπαλλήλους, εμφανίζοντας σ' αυτούς ότι είχαν δήθεν επιδιώξιμες χρηματικές απαιτήσεις και μπορούσαν να παρέχουν επαρκείς εξασφαλίσεις για τις εκάστοτε χρηματοδοτήσεις της πιστούχου εταιρείας, επιδιώκοντας έτσι να πειστούν οι τελευταίοι και να τους εγκρίνουν τη χορήγηση των αιτηθεισών χρηματοδοτήσεων, μέσω της ανωτέρω ανοιγείσης συμβάσεως πιστώσεως αλληλόχρεου (ανοικτού) λογαριασμού και των αυξητικών πράξεων αυτής και να προσπορίσουν οι ίδιοι (δηλαδή οι εδώ κατηγορούμενοι και ο αρχικά συγκατηγορούμενός τους) και η ανωτέρω πιστούχος εταιρεία τους παράνομο περιουσιακό όφελος από τη λήψη των εν λόγω χρηματοδοτήσεων, χωρίς νόμιμο δικαίωμα, που ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των 51.452.443 δραχμών, το οποίο ποσό οφείλουν και δεν έχουν αποδώσει στην πιστοδότρια Τράπεζα, με ανάλογης αξίας ζημία της τελευταίας, η οποία μαζί με τους αναλογούντες μέχρι τις 30-9-1997 τόκους και έξοδα .στα οποία έχει υποβληθεί, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών (150.000 ευρώ), ανερχόμενη συνολικά στο ποσό των 60.300.000 δραχμών. Με την από 27-2-1997 αίτησή της προς το δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η μηνύτρια πέτυχε την έκδοση της 4099/1997 διαταγής πληρωμής του πιο πάνω δικαστή, με την οποία υποχρεώθηκαν οι κατηγορούμενοι και η πιστούχος εταιρεία να της καταβάλουν το ποσό των 51.452.443 δραχμών, το οποίο στις 30-9-1997, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα, διαμορφώθηκε στο ποσό των 60.300.000 δραχμών περίπου. Σαφείς και κατηγορηματικές για όλα τα πιο πάνω είναι οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Μ1 και Μ2, οι οποίες δεν αναιρούνται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ενόψει και του ότι η παρούσα πρώτη κατηγορουμένη, με την απολογία της, δεν έδωσε εύλογες και πειστικές εξηγήσεις για τις πιο πάνω πράξεις της. Αντίθετα οι καταθέσεις των πιο πάνω μαρτύρων κατηγορίας ενισχύονται από τα αναγνωσθέντα έγγραφα και ιδίως την 104/13-5-1994 σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, τις ... διαδοχικές πρόσθετες πράξεις μεταβολής ύψους πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, την 4099/1997 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τις από 13-5-1994, 10-10-1994, 7-11-1994, 5-1-1995, 26-6-1995, 4-12-1995, 14-2-1996, 16-7-1996 και 2342-1996 υπεύθυνες δηλώσεις της πρώτης κατηγορουμένης, τα σώματα των πλαστών συναλλαγματικών και τα πινάκια, εκχωρήσεώς τους προς την μηνύτρια, καθώς και τους ισολογισμούς χρήσεως των ετών 1991, 1992, 1994 και 1995 και γενικό ισοζύγιο της πιστούχου εταιρείας της 31-7-1996. Ειδικά ως προς τη συμμετοχή του δευτέρου κατηγορουμένου στις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις, την οποία αυτός αμφισβητεί, ισχυριζόμενος ότι απλώς παρίστατο και ότι η απλή παρουσία δεν συνιστά αναγκαίως ούτε καν απλή συνεργεία, πρέπει να λεχθεί ότι παρά τους ανωτέρω ισχυρισμούς του, αυτός εμφανιζόταν στο ανωτέρω κατάστημα της μηνύτριας, διαβεβαιώνοντας για την καλή οικονομική της κατάσταση και την έλλειψη χρεών της προς άλλες Τράπεζες, επί πλέον δε, εκτός της πρώτης κατηγορουμένης και του ανωτέρω αρχικά συγκατηγορουμένου τους, και ο ίδιος προσκόμιζε στο ανωτέρω κατάστημα τις πλαστές συναλλαγματικές. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι με την αναγνωσθείσα από 5-9-1999 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της νομίμως διορισθείσης πραγματογνώμονος Π1, η τελευταία γνωμοδότησε ότι οι υπογραφές στη θέση του εκδότη και του οπισθογράφου των ένδικων συναλλαγματικών έχουν τεθεί από την πρώτη κατηγορουμένη, δεδομένου ότι αυτή αρχικά αμφισβήτησε ότι τις είχε υπογράψει, ισχυριζόμενη ότι είχαν πλαστογραφηθεί από τους υπαλλήλους της μηνύτριας. Και ναι μεν στην ανωτέρω πραγματογνώμονα δεν τέθηκε το ερώτημα της προελεύσεως των υπογραφών των φερόμενων ως εκδοτών των συναλλαγματικών, πλην όμως δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι, ανεξάρτητα από το ποιος έθεσε τις υπογραφές αυτές, οι πλαστές συναλλαγματικές είναι προϊόν κοινού δόλου των κατηγορουμένων και του προαναφερθέντος αρχικά συγκατη-γορουμένου τους, οι οποίοι γνώριζαν ότι οι φερόμενοι ως αποδέκτες ήταν πρόσωπα ανύπαρκτα, με τα οποία δεν είχαν οποιαδήποτε συναλλαγή". Μετά από αυτά το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο και τον δεύτερο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για τις πράξεις: α) της απάτης από κοινού και κατ' εξακολούθηση και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινόν και κατ' εξακολούθηση με σκοπό το όφελος, σε βάρος Τράπεζας που εδρεύει στην ημεδαπή, από τις οποίες πράξεις το όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών και ήδη των 150.000 ευρώ και καταδίκασε αυτόν σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών (3 ετών για κάθε πράξη).
Με αυτά που δέχτηκε το Πενταμελές Εφετείου Αθηνών, Διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων για τα οποία καταδίκασε τον ήδη αναιρεσείοντα, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1, 216 παρ. 1 και 3 του Π.Κ., 16 παρ. 2 του ΝΔ 2576/1953 και 1 παρ. 1α του Ν. 1608/1950, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρει: α) τα στοιχεία της συναυτουργίας στην τέλεση των πράξεων, δηλαδή τον κοινό δόλο, τη συναπόφαση και τη σύμπραξη των κατηγορουμένων και δεν ήταν αναγκαίο, ούτε και για την πλαστογραφία, να αναφέρονται οι υλικές ενέργειες του καθενός και β) τη ζημία της Τράπεζας και το αντίστοιχο όφελος των κατηγορουμένων, τα οποία προσδιόρισε κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική του κρίση στο ποσό των 51.452.443 δραχμών ή 150.997,63 ευρώ, ποσό το οποίο εφελκύει την εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1α του Ν. 1608/1950 και για τα δύο ως άνω εγκλήματα, τα οποία εξ αυτού του λόγου έχουν κακουργηματική μορφή. Επίσης ορθά το Δικαστήριο δέχτηκε ότι τα εν λόγω εγκλήματα συρρέουν αληθώς μεταξύ τους και ότι ενόψει του χρόνου τελέσεως αυτών, δεν εφαρμόζεται η γενική διάταξη του άρθρου 98 του ΠΚ όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, αλλά οι προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 1608/1950 και του 2576/1953, ως ειδικές. Επομένως είναι αβάσιμες οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως του κύριου δικογράφου και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ που στηρίζονται στις αιτιάσεις αυτές. Ως προς τις λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος λεκτέα τα εξής: α) η αιτίαση ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την από 5-9-1999 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της Π1, είναι αβάσιμη, γιατί αφενός αναφέρεται η έκθεση αυτή μεταξύ των ληφθέντων υπόψη αποδεικτικών μέσων, όπως αναφέρθηκε και αφετέρου γίνεται και ειδική εκτίμηση αυτής στο σκεπτικό, β) η αιτίαση ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα τον καταδίκασε για κακουργήματα, χωρίς να δεχτεί ότι οι προϋποθέσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως που δέχτηκε για τη συγκατηγορουμένη του συντρέχουν και στο πρόσωπό του, είναι αβάσιμη, γιατί στηρίζεται στην ανακριβή προϋπόθεση ότι καταδικάστηκε αυτός ως συνεργός, ενώ καταδικάστηκε ως συναυτουργός στα ως άνω κακουργήματα με εφαρμογή του Ν. 1608/1950 και γ) η αιτίαση ότι το Δικαστήριο χειροτέρευσε τη θέση του γιατί τον καταδίκασε για κακουργηματική απάτη, ενώ με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είχε καταδικαστεί για πλημμεληματική απάτη, είναι αβάσιμη, γιατί όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της υπ' αριθ. 476/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για την ίδια κακουργηματική απάτη και του επιβλήθηκε γι' αυτήν ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών. Επομένως είναι αβάσιμοι και οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως του κύριου δικογράφου και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, Ε και Η του ΚΠΔ που στηρίζονται στις αιτιάσεις αυτές. Από τις διατάξεις των άρθρων 352, 353 και 139 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για περισσότερες αποδείξεις με σκοπό να προσκομιστούν νέες αποδείξεις. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται, μεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως αυτό να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απορρίψεώς του να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του, αλλιώς ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, ενώ η μη απάντηση σ' αυτό, καθώς και η μη απάντηση σε οποιοδήποτε άλλο αίτημα που αφορά σε άσκηση δικαιώματος που ρητά παρέχεται από το νόμο, συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ου ίδιου Κώδικα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα. Αν περαιτέρω το δικαστήριο, χωρίς προηγουμένως να απαντήσει ή να απορρίψει αιτιολογημένα το αίτημα της αναβολής, προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου ή στην απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης ή απαράδεκτης, υποπίπτει στην πλημμέλεια της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος των κατηγορουμένων υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης προκειμένου να προσκομιστούν δύο κινήσεις λογαριασμού της εταιρίας των κατηγορουμένων και δύο ηλεκτρονικές σελίδες του κεντρικού υπολογιστή της Τράπεζας. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό των κατηγορουμένων με τη ακόλουθη αιτιολογία: "Το αίτημα των κατηγορουμένων για αναβολή της δίκης προκειμένου να προσκομισθούν τα αναφερόμενα σ' αυτό έγγραφα πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, κυρίως διότι υποβάλλεται παρελκυστικά μετά δώδεκα και πλέον έτη από το φερόμενο ως χρόνο τελέσεως των αποδιδόμενων στους κατηγορουμένους αξιόποινων πράξεων και ενώ ήδη έχει αναβληθεί η δίκη στον παρόντα βαθμό πέντε φορές για κάθε αιτούντα κατηγορούμενο με την επίκληση σημαντικών αιτίων κυρίως στα πρόσωπα των ιδίων και των συνηγόρων τους, εν πάση δε περιπτώσει διότι υπάρχουν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, τα κατωτέρω αναφερόμενα, για τη μόρφωση πλήρους δικανικής πεποιθήσεως επί της προκειμένης υποθέσεως". Η ανωτέρω αιτιολογία με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της αναβολής είναι ειδική και εμπεριστατωμένη κατά την προαναφερθείσα έννοια, αφού αναφέρει τους λόγους της απόρριψης και ως προς τα υπάρχοντα επαρκή αποδεικτικά στοιχεία παραπέμπει στο προαναφερθέν αιτιολογικό της αποφάσεώς του, ενώ με την ανωτέρω απόρριψη δεν παραβιάστηκε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Περαιτέρω από τα ίδια πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι ο αναιρεσείων δεν υπέβαλε αίτημα για μετατροπή της επιβληθείσης σ' αυτόν συνολικής ποινής των τεσσάρων (4) ετών, ούτε αίτημα αναστολής αυτής (ποινής) υπό επιτήρηση. Υπέβαλε μόνο αίτημα αναστολής της ποινής, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 του ΠΚ, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, αφού η συνολική ποινή που του επιβλήθηκε υπερβαίνει τα τρία (3) έτη. Επομένως είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του για αναιτιολόγητη απόρριψη των αιτημάτων του για αναβολή της δίκης, για μετατροπή της ποινής και για αναστολή αυτής (ποινής), σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ. 1 και 100 Α του ΠΚ και είναι επίσης αβάσιμοι και οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως του κύριου δικογράφου και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Η του ΚΠΔ, που στηρίζονται στις αιτιάσεις αυτές. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι απαράδεκτες, γιατί με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού αναφέρονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-9-2009 αίτηση και τους από 27-1-2010 πρόσθετους λόγους του X1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 920/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιουλίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ