Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1748 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Εφέσεως απαράδεκτο.




Περίληψη:
Απορριπτική απόφαση εφέσεως ως εκπρόθεσμης, κληθέντος του κατ/νου εγκύρως ως άγνωστης διαμονής. Στην Έκθεση Εφέσεως επικαλείται ο αναιρεσείων ως ανωτέρα βία τη μη γνώση της κλήσεως και της ερήμην αποφάσεως και όχι ακυρότητα επιδόσεως της ερήμην του πρωτόδικης αποφάσεως. Αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, για έλλειψη ακροάσεως, για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και για υπέρβαση εξουσίας, διότι ο προβληθείς με την έκθεση εφέσεως λόγος ανωτέρας βίας, ότι δεν έλαβε γνώση της αποφάσεως, δε συνιστά ανωτέρα βία, άλλωστε ερευνήθηκε και αιτιολογημένα απορρίφθηκε από το Εφετείο, τα δε έγγραφα που συνεκτιμήθηκαν ρητά σημειώνεται στο αιτιολογικό ότι αναγνώσθηκαν, ο δε μάρτυρας που δε μνημονεύεται στα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, δε δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, διότι εκ περισσού εξετάστηκε, αφού δεν είχε προβληθεί με την έφεση κάποιος νόμιμος λόγος ακυρότητας της επίδοσης ή ανωτέρα βία. Ερευνώνται μόνο οι λόγοι ακυρότητας της επιδόσεως που προβλήθηκαν με την έκθεση εφέσεως, όχι και εκείνοι που προβάλλονται το πρώτον στο ακροατήριο του εφετείου (ΑΠ 787/2007) -.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1748/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο- Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Π.Φ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Χούρσογλου, περί αναιρέσεως της με αριθμό 18763/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουνίου 2010 αίτησή του περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 876/2010.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 τταρ.1 ΚΠοινΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δέκα ημέρες, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ.2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του. Στην περίπτωση αυτή η επίδοση γίνεται, ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ.1 εδ α' προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται αναίρεση. Στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο.
Τέλος η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, που επιβάλλεται από το Σύνταγμα (άρθρο 93§3) και του ΚΠοινΔ (άρθρο 139), απαιτείται και για την απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτη. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο, για να έχει την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει, το χρόνο της επιδόσεως της προσβαλλομένης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, της αποφάσεως στον εκκαλούντα χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων της εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, λόγω της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία (του άρθρου 473 παρ.1 του ΚΠοινΔ), οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ολ. ΑΠ 6/1994, 7/1994 και 4/1995), άλλως ιδρύεται ο από το άρθρο 510§1 στοιχ.Δ' του ΚποινΔ λόγος αναιρέσεως. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 474. παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο της εφέσεως οφείλει να διαλάβει υποχρεωτικά στη σχετική έκθεση και να προβάλει με την έφεση το λόγο ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, ως εκ του οποίου παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως, και ακόμη, να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προκύπτουν. Στην έννοια όμως της ανωτέρας βίας δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός μη γνώσεως από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλουμένης ερήμην του εκδοθείσας αποφάσεως, διότι στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως και εντεύθεν μη ενάρξεως καν της προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεως και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης ασκήσεως της εφέσεως του. Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω, και δη κατά τρόπο ορισμένο, στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα και ειδικότερα, επί εφέσεως, κατά τη συζήτηση της στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτη.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 18763/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, όπως απ' αυτήν προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως της, η με αριθμό εκθέσεως 204/19-1-2009 έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, κατά της 65883/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε καταδικασθεί αυτός, ερήμην, σε ποινή φυλακίσεως 8 μηνών, για υπεξαίρεση. Από τη σχετική 204/19-1-2009 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος, φερόμενος στην έφεση, ως κάτοικος ..., προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως του, προέβαλε με αυτή κατά λέξη ότι " είναι αναπληρωτής καθηγητής και λόγω μεταθέσεώς του κάθε χρόνο αλλάζει τόπο μόνιμης κατοικίας και δεν έλαβε γνώση εγκαίρως της εκκαλουμένης αποφάσεως", ήτοι επικαλέστηκε απλώς ότι δεν έλαβε γνώση της αποφάσεως και δεν επικαλέστηκε ακυρότητα της επιδόσεως, γιατί δε διέμενε στη διεύθυνση που αναζητήθηκε στη ... κατά το χρόνο επιδόσεως και ενώ ήταν γνωστής διαμονής και ποίας, ούτε επικαλέστηκε κάποιο άλλο λόγο ανωτέρας βίας, ενώ δε συνιστά κατά νόμο λόγο ανωτέρας βίας η λόγω επαγγέλματος του ως αναπληρωτή καθηγητή μετάθεση του κατ' έτος.
Περαιτέρω, ως αιτιολογία για την απόρριψη της εφέσεως αυτής, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του κατά το ουσιαστικό μέρος τα ακόλουθα: (Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 Κ.Π.Δ η άσκηση των ενδίκων μέσων, συνεπώς και της εφέσεως, είναι δέκα ημερών από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, εάν ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της, ενώ, αν ήταν απών, η προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, αρχομένη από της προς αυτόν επιδόσεως της αποφάσεως, εκτός αν διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι αγνώστου διαμονής, οπότε η προθεσμία αυτή είναι τριάντα ημερών. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. το ένδικο μέσον απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός των άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Εξ άλλου, κατά γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, επιτρέπεται η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, όταν ο δικαιούμενος από λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος δεν μπόρεσε ν' ασκήσει αυτό εμπρόθεσμα. Με την έφεση, επίσης, μπορεί να προβάλλονται λόγοι ακυρότητος της επιδόσεως, μεταξύ των οποίων και το ότι η επίδοση "ως αγνώστου διαμονής", έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών-κατηγορούμενος είχε "γνωστή διαμονή", σε συγκεκριμένο τόπο και διεύθυνση. Ως αγνώστου διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 156 του Κ.Π.Δ., εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη Δικαστική Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους ή και την Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας νοείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτή, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση (Α.Π. 607/2005 ΝΟΜΟΣ). Είναι προφανές όμως ότι, για να θεωρείται νόμιμη η επίδοση στην αναφερομένη στη μήνυση ή έγκληση διεύθυνση, απαιτείται αυτή ν' ανταποκρίνεται στα πράγματα, δηλονότι στην πραγματική, κατά το χρόνο υποβολής της μηνύσεως ή εγκλήσεως, διεύθυνση κατοικίας του μηνυομένου ή εγκαλουμένου). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα που δημοσία στο ακροατήριο αναγνώσθηκαν, όσα, για λογαριασμό του εκκαλούντος, εξέθεσε ο συνήγορός του και την όλη συζήτηση της υποθέσεως προέκυψαν τα ακόλουθα: Κατά του εκκαλούντος - κατηγορουμένου ασκήθηκε, από τον ενταύθα Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και κατόπιν της από 7-2-2002 εγκλήσεως του Α.Τ. του Ν. ποινική δίωξη για το αδίκημα της υπεξαίρεσης και παραπέμφθηκε να δικαστεί ενώπιον του ενταύθα Μονομελούς Πλημμελειοδικείου στη συνεδρίαση της 13-10-2005. Η μόνη γνωστή διεύθυνση κατοικίας του εκκαλούντος - κατηγορουμένου για τον εγκαλούντα, ο οποίος και περιέλαβε αυτήν στην έγκλησή του και συνακολούθως, και για την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, προς την οποία η έγκληση αυτή υπεβλήθη και επελήφθη της ασκήσεως της ποινικής κατ' αυτού διώξεως και παρήγγειλε και επεμελήθη κάθε συναφούς με την ποινική διαδικασία επιδόσεως, ήταν αυτή στη ... και στην οδό ..., όπου και η κατοικία που διέμενε ο εκκαλών - κατηγορούμενος, διεύθυνση η οποία προέκυπτε και από την από 24-8-2001 υπεύθυνη δήλωση. (Αρθρ.8 Ν. 1599/1986) του κατηγορουμένου προς τον Κ.Ν., συνεργάτη του εγκαλούντα. Τελικά, ο εκκαλών - κατηγορούμενος δικάστηκε και καταδικάστηκε ερήμην, στην ως άνω δικάσιμο, με την (ήδη εκκαλούμενη) υπ' αριθμ. 65883/13.10.2005 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης), κυρωμένο αντίγραφο της οποίας επιχειρήθηκε να επιδοθείτε αυτόν στην μόνη, κατά τα άνω, γνωστή διεύθυνση του, δηλονότι στην επί της οδού ..., στη ...οικία του, πλην όμως τα επιφορτισμένα με την επίδοση όργανα διαπίστωσαν ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος απουσίαζε από την τελευταία αυτή γνωστή κατοικία του και η διαμονή του ήταν πλέον άγνωστη, ενώ εκεί δεν ανευρέθη άλλο πρόσωπο εκ των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 του ΚΠΔ, οπότε η προς αυτόν επίδοση της άνω αποφάσεως έγινε κατά τους όρους της παρ. 2 του ίδου άρθρου, ήτοι ως αγνώστου διαμονής, όπως προκύπτει από το από 30-3-2007 αποδεικτικό επίδοσης της υπ' αριθμ. 65883/2005 απόφασης σε κατηγορούμενο αγνώστου διαμονής της Δικαστικής Επιμελήτριας Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, .... Ο εκκαλών όμως άσκησε την ένδικη έφεση του εκπροθέσμως, πολύ πέραν της εν αρχή αναφερομένης προθεσμίας των τριάντα ημερών και δη, ως προκύπτει εκ του εφετηρίου, μετά ένα και πλέον έτος και, ειδικότερα, την 19η Ιανουαρίου 2009, επικαλούμενος ότι λόγω της ιδιότητος του ως εκπαιδευτικού και συνεχών μεταθέσεων δεν είχε σταθερή μόνιμη κατοικία. Παρατηρείται όμως ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος δεν αμφισβητεί ότι η κατοικία του ήταν, κατά χρόνο τελέσεως της αξιοποίνου πράξεως της υπεξαίρεσης, η προαναφερθείσα στη ... και επί της οδού ..., η οποία ήταν και η μόνη γνωστή στον δανειστή του - εγκαλούντα και, συνακολούθως, στην ασκήσασα την κατά τα άνω κατ' αυτού ποινική δίωξη Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, δεν επικαλείται δε ότι η διαμονή του στις περιοχές όπου υπηρετούσε κατ' έτος περιήλθε καθ' οιονδήποτε τρόπο σε γνώση της δικαστικής Αρχής και εν προκειμένω της ενταύθα Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών, που εξέδωσε τα ανωτέρω, προοριζόμενα για επίδοση σε αυτόν έγγραφα. Εν όψει τούτων και όσων εκτενώς στη νομική σκέψη που προηγήθηκε εκτέθηκαν, νομίμως επιδόθηκε σε αυτόν ως αγνώστου διαμονής το κυρωμένο αντίγραφο της σε βάρος του εκδοθείσης - εκκαλουμένης καταδικαστικής αποφάσεως, αφ ενός γιατί, ειδικότερα, δεν ήταν γνωστή στην παραγγείλασα την επίδοση Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης άλλη διεύθυνση κατοικίας του, πλην αυτής που προέκυπτε από την ένδικη έγκληση και αφ ετέρου γιατί τα αρμόδια όργανα της επιδόσεως δεν μπορούσαν να τον ανεύρουν στη διεύθυνση αυτή, ούτε υπήρχε εκεί πρόσωπο εκ των αναφερομένων στην παρ. 1 του άρθρου 156 ΚΠΔ. Υπό τις παραδοχές αυτές πρέπει, μετά ταύτα, ν'απορριφθεί, σύμφωνα με την προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 476 § 1 του ΚΠΔ, ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, η ένδικη έφεση του εκκαλούντος, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, να διαταχθεί η εκτέλεση της εκκαλουμένης (άρ. 476§1 και 3 ΚΠοινΔ) και να καταδικασθεί ο εκκαλών στα έξοδα, κατ'άρθρο 476 §1 Κ.Ποιν.Δ.".
Η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης αποφάσεως, απορριπτικής της εφέσεως κατά της ως άνω εκκαλουμένης 65883/2005 ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ως εκπρόθεσμης και ως εκ τούτου απαράδεκτης, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού σε αυτήν εκτίθενται όλα τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητα της, εκτείνεται δηλαδή στην εγκυρότητα της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στον κατηγορούμενο, ως άγνωστης διαμονής, αφού προηγουμένως αναζητήθηκε και δε βρέθηκε αυτός ή άλλο πρόσωπο από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 156 παρ.1 ΚΠοινΔ, στη διεύθυνση που αναφερόταν στην έγκληση και σε υπεύθυνη δήλωση του ιδίου ή αλλού και διαλαμβάνει σαφώς και το χρόνο της επιδόσεως, (30-3-2007) αναφέροντας ότι η επίδοση έγινε με' το από 30-3-2007 αποδεικτικό, που σημαίνει ότι επιδόθηκε και η απόφαση στις 30-3-2007, αναφέρεται το όργανα, που ενήργησε την επίδοση και η χρονολογία ασκήσεως της εφέσεως, (19-1-2009) δηλαδή πολύ μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεώς της. Το Δικαστήριο δεν υπεχρεούτο να διαλάβει αιτιολογία για τον επικαλούμενο λόγο της μη γνώσεως της αποφάσεως, που εμπόδισε την εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως, αφού ο εκκαλών δεν είχε προβάλει με την ανωτέρω έφεση του ακυρότητα της επιδόσεως ή ότι κατά το χρόνο της επιδόσεως ήταν γνωστής διαμονής σε κάποια συγκεκριμένη διεύθυνση, γνωστή μάλιστα στην αρμόδια για την επίδοση Εισαγγελική Αρχή της Θεσσαλονίκης, ούτε και λόγους ανωτέρας βίας για τους οποίους απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, στους οποίους λόγους ανωτέρας βίας, δεν εμπίπτει, όπως προαναφέρθηκε και ο μόνος προβληθείς ισχυρισμός μη γνώσεως από αυτόν της εκκαλουμένης αποφάσεως, διότι ήταν αναπληρωτής καθηγητής και λόγω μετάθεσεώς του κατ' έτος άλλαζε τόπο μόνιμης κατοικίας. Η επίκληση δε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως μόνο των εγγράφων της δικογραφίας, για να καταλήξει το Δικαστήριο στο προαναφερθέν συμπέρασμα του ότι εγκύρως επιδόθηκε η ερήμην απόφαση στον κατηγορούμενο - εκκαλούντα, ως άγνωστης διαμονής και η μη αναφορά του Δικαστηρίου και στον εξετασθέντα στο ακροατήριο του μάρτυρα, ουδεμία πλημμέλεια στην αιτιολογία επάγεται, ούτε ακυρότητα της διαδικασίας επιφέρει, ούτε παραβιάσθηκε το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, για δίκαιη δίκη, καθόσον εκ περισσού εξετάσθηκε μάρτυρας, αφού δεν υποβλήθηκε με την έκθεση εφέσεως, κατά τα προαναφερθέντα, ορισμένος νόμιμος λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανωτέρας βίας.
Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ σχετικός και μοναδικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, ήτοι η ελλιπής και μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απορριπτικής της εφέσεως ως εκπρόθεσμης, προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από αυτά, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 17/17-6-2010 αίτηση του Π.Φ. του Κ., περί αναιρέσεως της 18763/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και .
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Νοεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή