Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Απιστία περί την υπηρεσία.
Περίληψη:
Απορρίπτει αίτηση. Υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Έννοια. Πότε στοιχειοθετείται υποκειμενικά και αντικειμενικά. Όχι εφαρμογή άρθρο 379 ΠΚ (ΑΠ 2129/2009, ΑΠ 571/ 2008, ΑΠ 55/2008). Απιστία σχετικά με την υπηρεσία. Έννοια. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης (ΑΠ ΟΛ 2/2009). Πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τι πρέπει να περιέχει η απόφαση ως προς αυτήν. Εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Πότε υπάρχει. Αβάσιμοι λόγοι κατ' άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε'.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2470/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αντώνιο Φούσα και Περικλή Σταυριανάκη, περί αναιρέσεως της 6908/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 287/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 258 περ. α' ΠΚ, υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι` αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, η οποία κατά την περ. β' επαυξάνεται σε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών όταν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Από την εν λόγω διάταξη, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 υπεξαίρεσης, με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α' του ίδιου Κώδικα, γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι` αυτό. Ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Περαιτέρω, το υπό του άρθρου 258 Π.Κ. προβλεπόμενο έγκλημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, περιλαμβανόμενο στο ΙΒ' κεφάλαιο του ίδιου Κώδικα "περί των εγκλημάτων σχετικά με την υπηρεσία" είναι διάφορο του, από το άρθρο 375 του αυτού Κώδικα, καθοριζομένου εγκλήματος της κοινής υπεξαιρέσεως, που περιλαμβάνεται στο ΚΓ' κεφάλαιο του Π.Κ. "περί των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας". Το δε άρθρο 379 του αυτού Κώδικα, περιλαμβανόμενο στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο και θεσπίζον την εξάλειψη του αξιοποίνου σε περίπτωση αποδόσεως του κλαπέντος ή του ιδιοποιηθέντος πράγματος ή εντελούς ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος, έχει εφαρμογή, κατά την αληθινή έννοιά του, μόνο σε περίπτωση κλοπής ή υπεξαιρέσεως (άρθρα 372 και 375 Π.Κ.) και όχι και σε εκείνη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρθρο 258 Π.Κ.). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 του ίδιου Κώδικα, "υπάλληλος, που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος τη δημόσια, δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείρισή του είναι εμπιστευμένη, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.) ή β) το αντικείμενο της πράξης έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.)". Η διάταξη αυτή έχει ενταχθεί στην κατηγορία των εγκλημάτων των σχετικών με την υπηρεσία, προβλέπει το έγκλημα της απιστίας της σχετικής με την υπηρεσία, το οποίο, λόγω της ιδιότητας του υποκειμένου του, ως υπαλλήλου μόνο κατά την έννοια του άρθρου 13 α και 263 Α Π.Κ., ανάγεται σε ιδιαίτερο έγκλημα και σκοπό έχει την προστασία της χρηστής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος και γενικά της δημόσιας κλπ περιουσίας (έγκλημα κατά της υπηρεσιακής χρηστότητας). Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης αυτής (256 Π.Κ.) προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας περί την υπηρεσία, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικώς: ελάττωση της δημόσιας κλπ περιουσίας, η διαχείριση της οποίας είναι εμπιστευμένη στον υπάλληλο, η ελάττωση να λαμβάνει χώρα κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή κατά τη διαχείριση των φόρων, των δασμών, των τελών ή άλλων φορολογημάτων ή των οιωνδήποτε εσόδων και άμεσος χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος του υπαλλήλου, που συνίσταται στη θέλησή του να ελαττώσει τη δημόσια κλπ. περιουσία και τη γνώση του, ότι με την πράξη ή την παράλειψή του επέρχεται η ελάττωση, ως και σκοπός του να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, ανεξαρτήτως της πραγματοποιήσεώς του (ΑΠ Ολ 2/2009). Εξ' άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, είτε αμέσου είτε ως ενδεχομένου, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρθ.258 Α.Κ.), για το οποίο η περί τούτου (δόλου) κρίση περιέχεται στην παραδοχή της παράνομης ιδιοποίησης. Περαιτέρω λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' ΚΠΔ, συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη (ουσιαστικού δικαίου) που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ' έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα από τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, από την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκε και το δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τις πράξεις: α) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και β) της απιστίας σχετικά με την υπηρεσία, οι οποίες του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών. Ειδικότερα αποδείχθηκαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος υπηρετούσε ως υπάλληλος στο Προξενικό γραφείο της πρεσβείας της ... από το έτος 1992. Από δε το έτος 1999 του είχαν ανατεθεί καθήκοντα ταμία. Μεταξύ των καθηκόντων του ήταν και η είσπραξη του αντιτίμου του καταβαλλομένου χαρτοσήμου για εκδόσεις και ανανεώσεις διαβατηρίων. Κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2002 μέχρι 30-4-2003, με την ως άνω ιδιότητα του, ενώ εισέπραττε κατά τη διαχείριση του προξενικού ενσήμου από κάθε συναλλασσόμενο πολίτη το ποσό των 50 ευρώ για χαρτόσημο επικολλούσε στο διαβατήριο χαρτόσημο των 5 ευρώ. Έτσι χορήγησε θεωρήσεις εισόδων σε αλλοδαπούς με χρέωση κατώτερη του ποσού που έπρεπε να εισπραχθεί, βλάπτοντας ισόποσα την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου.
Με τον τρόπο αυτό δεν επικόλλησε σε διαβατήρια προξενικά ένσημα συνολικής αξίας 10.192,50 Ελβετικών φράγκων, ενώ εισέπραξε από συναλλασσόμενους πολίτες το ποσό αυτό, ελαττώνοντας κατά το ως άνω ποσό κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, τη δημόσια περιουσία, η διαχείριση της οποίας του ήταν εμπιστευμένη, εν γνώσει του και για να ωφεληθεί. Το ως άνω δε ποσό των 10.192,50 Ελβετικών φράγκων, που έλαβε λόγω της ως άνω ιδιότητας του και η διαφορά αξίας μεταξύ σωστής χαρτοσήμανσης, που όφειλε να κάνει σε διαβατήρια, και της ελλιπούς χαρτοσήμανσης του σ' αυτά, δεν το απέδωσε αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα τον Μάϊο του έτους 2003 ενσωματώνοντας το στην περιουσία του, απορριπτομένων των ισχυρισμών του κατηγορουμένου περί αντιθέτου. Τέλος αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος επέστρεψε το ποσό που ιδιοποιήθηκε παράνομα.
Κατ' ακολουθία των παραδοχών αυτών το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της πράξης της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και της απιστίας σχετικά με την υπηρεσία, κατ εξακολούθηση και, αφού του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μετάνοιας (84 παρ. 2 α και δ ΠΚ), του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών για κάθε μια και συνολική εννέα μηνών. Ειδικότερα τον κήρυξε ένοχο του ότι: Στο Προξενικό γραφείο της πρεσβείας της ...: Α) Κατά μήνα Μάιο του 2003 που ήταν υπάλληλος και μάλιστα ταμίας παράνομα ιδιοποιήθηκε χρήματα που έλαβε λόγω αυτής της ιδιότητας του. Ειδικότερα ενώ εισέπραξε από συναλλασσόμενους πολίτες το ποσό των 10.192,50 Ελβετικών φράγκων, το οποίο εξισώνεται με τη διαφορά αξίας μεταξύ σωστής χαρτοσήμανσης που όφειλε να κάνει σε διαβατήρια και της ελλιπούς χαρτοσήμανσης του σ' αυτά, δεν απέδωσε το ποσό αυτό στις προξενικές εισπράξεις αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Β) Από 1-5-2002 μέχρι 30-4-2003 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενώ ήταν υπάλληλος, κατά τη διαχείριση του προξενικού ενσήμου ελάττωσε εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος τη δημόσια περιουσία της οποίας η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη. Ειδικότερα δεν επικόλλησε σε διαβατήρια προξενικά ένσημα συνολικής αξίας 10.192,50 Ελβετικών φράγκων και εισέπραξε από συναλλασσόμενους πολίτες το ποσό αυτό, το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα και χορήγησε θεωρήσεις εισόδων σε αλλοδαπούς με χρέωση κατώτερη του ποσού που έπρεπε να εισπραχθεί, βλάπτοντας ισόποσα την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 84 παρ. 2 α, δ, 94, 98, 256 περ. α', 258 περ. α' του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές τη αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο σκεπτικό και διατακτικό, υπηρετούσε ως υπάλληλος στο Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδος στη ... της Ελβετίας, δηλαδή ότι ήταν δημόσιος υπάλληλος, αφού υπηρετούσε σε Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, ο οποίος ασχολούταν με την διαχείριση των ενσήμων του Ελληνικού Δημοσίου, διαφορετικής κατά κατηγορία αξίας σε Ευρώ βέβαια, που είναι το νόμισμα των Χωρών της Ευρωζώνης, όπως και η Ελλάδα, στην οποία δεν ανήκει η Ελβετία, τα οποία χορηγούνται στις προξενικές αρχές, προκειμένου να επικολλώνται στα διαβατήρια, είτε κατά την έκδοση νέων, είτε κατά την ανανέωση και θεώρηση παλαιών, είτε κατά την χορήγηση αδειών εισόδου (visa) σε αλλοδαπούς υπηκόους. Τα ένσημα αυτά χορηγούσε ο κατηγορούμενος στους συναλλασσόμενους με το Προξενείο εισπράττοντας το ισάξιο τους σε ελβετικά φράγκα, που ήταν το νόμισμα της ανωτέρω Χώρας (Ελβετία) και στη συνέχεια τα επικολλούσε στην οικεία θέση του διαβατηρίου τους. Ενώ λοιπόν εισέπραττε από τους υπηκόους της εν λόγω Χώρας σε ελβετικά φράγκα το ισότιμο ενσήμων αξίας 50 €, τα οποία και έπρεπε να επικολληθούν στο διαβατήριο τους, αυτός επικολλούσε ένσημο των 5 €, την αξία του οποίου και εισήγαγε στο Ταμείο της ως άνω δημόσιας υπηρεσίας, αποστερώντας από το Δημόσιο την διαφορά των 45 € κατά το οποίο και ζημιώθηκε η περιουσία του. Δέχεται περαιτέρω το Δικαστήριο ότι στο χρονικό διάστημα από 1-5-2002 μέχρι 30-4-2003, δηλαδή ενός έτους, που εξακολούθησε να ενεργεί με τον τρόπο αυτό, συγκέντρωσε το ποσό των 10.192,50 ελβετικών φράγκων, το οποίο, όπως ενέλεγκτα δέχθηκε, ιδιοποιήθηκε παράνομα και το ενσωμάτωσε στην περιουσία του κατά τον μήνα Μάϊο του 2003. Δεν προκαλείται δε αντίφαση ούτε ασάφεια από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, το μεν ότι τα ένσημα που έπρεπε να επικολληθούν κάθε φορά, ήταν αξίας 50 €, το ισότιμο της οποίας και εισέπραττε ο αναιρεσείων σε ελβετικά φράγκα, το δε ότι το ποσό, το οποίο ιδιοποιήθηκε παράνομα ο αναιρεσείων και κατά το οποίο ελάττωσε την περιουσία του Δημοσίου, αφού στο Ταμείο της ανωτέρω Δημοσίας Υπηρεσίας εισερχόταν σε ελβετικά φράγκα μόνον το ισότιμο ενσήμου των 5 €, ανήλθε συνολικά σε 10.192,50 ελβετικά φράγκα, αφού το ποσό αυτό προήλθε από την μετατροπή των Ευρώ σε Ελβετικά φράγκα, με την κατά νόμο ισοτιμία Ευρώ - Ελβετικού φράγκου, την οποία δεν απαιτείται, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρει η απόφαση, ούτε έπρεπε να εξειδικεύονται οι κατ ιδίαν περιπτώσεις, στις οποίες ενήργησε κατά τον ανωτέρω τρόπο, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ο οποίος βέβαια δεν ισχυρίζεται ότι αμφισβήτησε τον ως άνω τρόπο και χρονικό διάστημα παρανόμου δράσεως του, ως και το ύψος του ανωτέρω συνολικού ποσού και επικαλέσθηκε άλλο μικρότερο συγκεκριμένο ποσό. Δεν δημιουργείται δε ασάφεια εκ του ότι στην αναιρεσιβαλλομένη τα ένσημα που διαχειρίζονταν ο αναιρεσείων, άλλοτε αναφέρονται ως "προξενικό ένσημο" και άλλοτε ως "χαρτόσημο", αφού, ανενδοιάστως, γίνεται δεκτό ότι πρόκειται για ένσημα του Δημοσίου, το οποίο και υπέστη ζημία. Ούτε δημιουργείται αντίφαση από την παραδοχή ότι την παράνομη δραστηριότητα, που στοιχειοθετεί την πράξη της απιστίας στην Υπηρεσία, ανέπτυξε ο αναιρεσείων, εξακολουθητικά στο χρονικό διάστημα από 1-5-2002 ως 30-4-2003, την δε υπεξαίρεση τέλεσε άπαξ, κατά μήνα Μάϊο 2003, όταν και εκδήλωσε την βούληση να ενσωματώσει το ανωτέρω ποσό στην περιουσία του. Δεν χρειαζόταν δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρει η προσβαλλομένη απόφαση πραγματικά περιστατικά εκδηλώσεως της βουλήσεως του αναιρεσείοντος να ενσωματώσει το ποσό αυτό στην περιουσία του, αφού όπως λέχθηκε, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολόγηση του στοιχείου τούτου, το οποίο άλλωστε προκύπτει ευθέως εκ της μη εισαγωγής από τον τελευταίο του ανωτέρω ποσού στο Ταμείο της Υπηρεσίας, όπως σαφώς δέχεται η προσβαλλομένη. Ούτε περαιτέρω χρειάζεται για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρει το Δικαστήριο με ποιόν τρόπο ανατέθηκαν στον αναιρεσείοντα τα καθήκοντα της διαχειρίσεως των ενσήμων, αφού, όπως λέχθηκε μπορούσε για το αδίκημα της υπεξαιρέσεως στην Υπηρεσία να είναι και αναρμόδιος, για δε το αδίκημα της απιστίας, αρκεί η παραδοχή από το Δικαστήριο ότι η διαχείριση των ενσήμων του ήταν εμπιστευμένη, δεν ισχυρίζεται δε ο αναιρεσείων ότι αμφισβήτησε την ανάθεση σ αυτόν των εν λόγω καθηκόντων και την άσκησή τους από αυτόν. Ούτε χρειάζεται, για τον ίδιο λόγο, να αναφέρει το Δικαστήριο τον ακριβή χρόνο επιστροφής από τον αναιρεσείοντα του ανωτέρω ποσού, η οποία, όπως σαφώς προκύπτει από το σκεπτικό, έλαβε χώρα μετά την παράνομη ιδιοποίηση, αφού εν προκειμένω δε τυγχάνει εφαρμογής, όπως λέχθηκε η διάταξη του άρθρου 379 ΠΚ. Τέλος, ενόψει των ανωτέρω παραδοχών του Δικαστηρίου της ουσίας, κατ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του διατάξεως του άρθρου 258 ΠΚ, έκρινε η προσβαλλομένη απόφαση ότι η πράξη της υπεξαιρέσεως που τέλεσε ο αναιρεσείων έφερε τον χαρακτήρα υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία και όχι της απλής υπεξαιρέσεως, τελεσθείσης σε βάρος των αλλοδαπών υπηκόων που προσέφυγαν στο Προξενείο για αντικατάσταση ή θεώρηση του διαβατηρίου τους ή χορήγηση αδείας εισόδου, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Τούτο δε διότι, κατά τις παραδοχές της, συντρέχουν όλα τα στοιχεία προς στοιχειοθέτηση της υποκειμενικά και αντικειμενικά. Ειδικότερα δέχθηκε ότι αυτός τύγχανε δημόσιος υπάλληλος, το δε χρηματικό ποσό των 10.192,50 €, που ενσωμάτωσε στην περιουσία του, περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητάς του αυτής και επ' ευκαιρία της ασκήσεως των ανωτέρω υπηρεσιακών καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί. Το ποσό αυτό, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ανήκε, όχι στους αλλοδαπούς υπηκόους, οι οποίοι το κατέβαλαν, είχαν εξυπηρετηθεί και επέτυχαν τον σκοπό για τον οποίο είχαν επισκεφθεί το Προξενείο, αλλά στο Δημόσιο, αφού το είχε εισπράξει, για λογαριασμό του τελευταίου, προς εξόφληση της αξίας των ενσήμων που έπρεπε, κατά το νόμο, να επικολληθούν στα διαβατήρια τους και, για το σκοπό αυτό, τους τα είχε διαθέσει και, ενώ έπρεπε να το είχε θέσει στο Ταμείο της υπηρεσίας του και να επικολλήσει στο διαβατήριο αντίστοιχης αξίας ένσημα, αυτός επικόλλησε τα ανωτέρω μικρότερης της κατά νόμο αξίας, θέτοντας στο Ταμείο το ισότιμο αυτών και αποστερώντας έτσι από το Δημόσιο ολόκληρο το πράγματι εισπραχθέν για λογαριασμό του ποσό. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ πρώτος και δεύτερος, αντίστοιχα, συναφείς λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση: α) για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 258 α'ΠΚ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 3-2-2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της με αριθμ. 6908/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ