Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ποινή, Αναίρεση μερική, Κτίσμα αυθαίρετο.
Περίληψη:
Επάρκεια αιτιολογίας. Ο κατηγορούμενος, ως ιδιοκτήτης κτίσματος, καταδικάστηκε γιατί προέβη στην κατασκευή ισογείων χώρων αντί υπογείων. Από την αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού ότι ελήφθησαν υπόψη μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, προκύπτει χωρίς αμφιβολία, ότι ελήφθη υπόψη και η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου. Δεν ιδρύει λόγω αναιρέσεως η ανάγνωση, χωρίς εναντίωση, εκθέσεως αυτοψίας που ακυρώθηκε. Αναφορικά με τη μορφή της υπαιτιότητας του αναιρεσείοντος ρητή είναι η παραδοχή στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το οποίο επιτρεπτώς συμπληρώνει το αιτιολογικό, ότι η πράξη τελέστηκε από πρόθεση. Η αναφορά στην περί επιμετρήσεως της ποινής αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του μεταξύ άλλων «… το βαθμό της αμέλειας του κατηγορουμένου…» οφείλεται σε πρόδηλη παραδρομή. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την ποινή γιατί δεν περιέχει καμία αιτιολογία ούτε για την αξία του ανεγερθέντος από τον αναιρεσείοντα κτίσματος, ούτε περί του αν το τελευταίο υποβαθμίζει το φυσικό περιβάλλον, όπως απαιτείται ειδικώς από το άρθρο 17 παρ. 8α΄ του Ν. 1337/1983. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2196/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Θεοδώρα Γκοίνη, Ανδρέα Τσόλια (ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λαγουδάκη, περί αναιρέσεως της 621/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σύρου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 134/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την παρ. 8α του άρθρου 17 του ν. 1337/1983, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 2242/1994, οι ιδιοκτήτες ή εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων, οι μηχανικοί που συντάσσουν τη μελέτη ή έχουν την επίβλεψη του έργου και οι εργολάβοι κατασκευής του τιμωρούνται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών ή με χρηματική ποινή από 500.000 μέχρι 5.000.000 δρχ. ανάλογα με την αξία του αυθαίρετου έργου και το βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος. Αν η πιο πάνω πράξη έχει γίνει από αμέλεια, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα χρόνο ή με χρηματική ποινή από 200.000 μέχρι 2.000.000 δρχ. Ως αυθαίρετο έργο, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 1337/1983 νοείται εκείνο που εμπίπτει στην παρ. 2 του άρθρου 118 του ν.δ. 8/1973 "περί ΓΟΚ", όπως ισχύει, και τέτοιο είναι κάθε εργασία δομήσεως που εκτελείται χωρίς άδεια ή καθ' υπέρβαση της αδείας.
Συνεπώς για τη στοιχειοθέτηση του από το άρθρο 17 παρ. 8 του Ν. 1337/1983 προβλεπόμενου πλημμελήματος της ανεγέρσεως από πρόθεση αυθαιρέτου κτίσματος απαιτούνται, εκτός των άλλων α) ιδιότητα του δράστη ως ιδιοκτήτη και ανέγερση απ' αυτόν εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως κτίσματος χωρίς προηγούμενη άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε για τα στοιχεία αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σύρου, που δίκασε ως Εφετείο, δέχτηκε, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων στην απόφασή του αυτή κατ' είδος αποδεικτικών μέσων τα εξής: "Ο κατηγορούμενος, ως ιδιοκτήτης κτίσματος που ανήγειρε στη θέση ....., δυνάμει της ..... οικοδομικής αδείας της Πολεοδομίας Κυκλάδων, την 1-11-2001, προέβη στην κατασκευή ισογείων χώρων αντί υπογείων, που προβλέπονταν από την παραπάνω άδεια, κατά παράβασή της και επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι "στην περιοχή ....., την 1 Νοεμβρίου 2001, επί ακινήτου κειμένου εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, ηθελημένα προέβη στην ανέγερση αυθαιρέτου κτίσματος επ' αυτού και συγκεκριμένα προέβη στην κατασκευή ισογείου χώρου καθ' υπέρβαση της υπ' αριθμό ..... οικοδομικής αδείας, όπου προβλέπονταν υπόγειο, χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Αρχής".
Με τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο διέλαβε στην πληττόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της παραβιάσεως του άρθρου 17 παρ. 1 και 8α του Ν. 1337/1983, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε και τις οποίες έτσι ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε ως προς το κεφάλαιο περί ενοχής. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις-λόγους αναιρέσεως πρώτο, δεύτερο και τρίτο, από την προσβαλλόμενη απόφαση σαφώς προκύπτει ότι το Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο παραβάσεως της ως άνω διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 8α του ν. 1337/1983 από δόλο, αφού στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το οποίο επιτρεπτά συμπληρώνει το αιτιολογικό, διαλαμβάνεται ότι "ηθελημένα προέβη στην ανέγερση αυθαιρέτου κτίσματος...". Η αναφορά στην περί επιμετρήσεως της ποινής αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων, εκτός από το αναγκαίο "το είδος του δόλου" "και το βαθμό της αμελείας του κατηγορουμένου", οφείλεται σε πρόδηλη γραφική παραδρομή. Στο προΐμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται ότι το δικαστήριο συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως μεταξύ των άλλων αναφερομένων σ' αυτήν κατ' είδος αποδεικτικών μέσων και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν. Έτσι, χωρίς αμφιβολία προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη και η αναγνωσθείσα υπ' αριθ. 211/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Ορθώς ελήφθη υπόψη η αναγνωσθείσα από 1-11-2001 έκθεση αυτοψίας, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος ακυρώθηκε. Πράγματι, όπως σαφώς συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 1 ΚΠοινΔ, η ανάγνωση στο ακροατήριο, χωρίς εναντίωση, όπως συνέβη και στην προκείμενη περίπτωση οποιουδήποτε άκυρου εγγράφου, του οποίου δεν αμφισβητείται η γνησιότητα κατά την αποδεικτική διαδικασία, δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως γιατί δεν εμπίπτει σε καμιά από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ περιπτώσεις λόγων αναιρέσεως. Επομένως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, που υποστηρίζουν τα αντίθετα.
Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 17 παρ. 8α του ν. 1337/1983, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 13 του ν. 2242/1994, οι ιδιοκτήτες ή εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων, οι μηχανικοί που συντάσσουν την μελέτη ή έχουν την επίβλεψη του έργου και οι εργολάβοι κατασκευής του τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών ή με χρηματική ποινή από 500.000 μέχρι 5.000.000 δραχμές, ανάλογα με την αξία του αυθαιρέτου έργου και τον βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, και αν η πιο πάνω πράξη έχει γίνει από αμέλεια τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα (1) χρόνο ή με χρηματική ποινή από 200.000 μέχρι 2.000.000 δρχ., κατά δε το άρθρο 22 του ν. 1577/1985, αυθαίρετο είναι το έργο που κατασκευάζεται είτε χωρίς άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Υπηρεσίας, είτε καθ' υπέρβασή της, ή με βάση ανακληθείσα τέτοια άδεια. Από την ανωτέρω διάταξη του ως ισχύει άρθρου 17 παρ. 8α ν. 1337/83 συνάγεται, ότι δράστης της παραβάσεως του α' εδαφίου αυτής μπορεί να είναι μόνον αυτός που από πρόθεση προβαίνει στην κατασκευή αυθαιρέτου έργου, οπότε τιμωρείται με τις στο εδάφιο αυτό απειλούμενες, ως άνω, διαζευκτικές ποινές, ενώ σε αμφότερες τις περιπτώσεις, είτε από δόλο είτε από αμέλεια, υπαίτιος καθίσταται εκείνος που έχει μία από τις παραπάνω ιδιότητες (ιδιοκτήτης, εντολέας.....). Τέλος, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, το δικαστήριο της ουσίας κατά την από αυτό επιμέτρηση κάθε μιας από τις ανωτέρω ποινές, είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την περί επιβολής ποινής διάταξή του προσδιορίζοντας την αξία του αυθαιρέτου έργου και τον τυχόν υπάρχοντα βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο βρίσκεται το αυθαίρετο. Εξάλλου κατά το άρθρο 79 ΠΚ η επιμέτρηση της ποινής ανήκει, σε κάθε περίπτωση στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, τα σχετικά με την ενοχή του, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του και άλλη ειδικότερη αιτιολογία, εκτός αν η τελευταία απαιτείται από διάταξη άλλου νόμου, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, με την προπαρατεθείσα και ως ισχύει τοιαύτη του άρθρου 17 παρ. 8α του ν. 1337/1983, κατά την οποία και με βάση τα προεκτεθέντα, για την επιβολή καθεμιάς από τις απειλούμενες σ' αυτήν διαζευκτικά παραπάνω ποινές, είναι υποχρεωμένο το ουσιαστικό δικαστήριο να αιτιολογήσει τη σχετική περί ποινής διάταξή του, προσδιορίζοντας την αξία του αυθαιρέτου έργου και τον τυχόν υπάρχοντα βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο αυτό βρίσκεται, οπότε, σε ανυπαρξία τέτοιας αιτιολογίας καθίσταται αναιρετέα η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο ως προς το μέρος της που αφορά την επιβλητέα ποινή για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που συνιστά τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την ως άνω πληττόμενη απόφαση ναι μεν αυτή διέλαβε στο περί ποινών τμήμα της τους όρους του άρθρου 79 ΠΚ, πλην όμως δεν περιέχει καμιά αιτιολογία ούτε για την αξία των ανωτέρω και από τον αναιρεσείοντα κατασκευασθέντων ισογείων χώρων, αντί των υπογείων, ούτε περί του αν έτσι ο αναιρεσείων υποβαθμίζει ή όχι και αν ναι σε ποιο βαθμό το φυσικό ή πολιτιστικό περιβάλλον της περιοχής του, με αποτέλεσμα, μόνον κατά την εν λόγω περί ποινής διάταξή της ως προς το αμέσως παραπάνω αδίκημα η πληττόμενη απόφαση να καταστεί κατά τούτο αναιρετέα, κατά τον βάσιμο περί τούτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' τέταρτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως. Επομένως πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση μερικώς και μόνον ως προς το περί ποινής μέρος της και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί κατά ένα μέρος την υπ' αριθμ. 621/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου και μόνο ως προς το περί ποινής μέρος της. Και
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο πιο πάνω μέρος για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ