Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ναρκωτικά, Αλλοδαπού απέλαση, Διερμηνέα διορισμός.
Περίληψη:
Παραβάσεις του ΚΝΝ για Ναρκωτικά. Α) Απορριπτέος ο λόγος αναιρέσεως για αναιτιολόγητη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, που υποβλήθηκε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, μονολεκτικά, να αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 α ΠΚ", ήτοι αορίστως, χωρίς παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, και ορθά απορρίφθηκε από το Εφετείο. Β) Η απόφαση που διατάσσει την απέλαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 17 παρ. 2 του Ν. 1729/1987, έχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρει ότι πρόκειται για αλλοδαπό μη υπήκοο Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ότι αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, και μόνον αν προβληθεί απ' αυτόν, με αυτοτελή ισχυρισμό, η συνδρομή σπουδαίου λόγου που δικαιολογεί την παραμονή του στη Χώρα, απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία της αποφάσεως που απορρίπτει τον ισχυρισμό αυτό. Γ) Η διάταξη του διευθύνοντος, με την οποία διορίζεται ως διερμηνέας πρόσωπο μη περιλαμβανόμενο στον οικείο πίνακα, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου αν περιέχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όχι όμως και όταν διορίζεται διερμηνέας από τον οικείο πίνακα διερμηνέων, που καταρτίζεται με τη διαδικασία και τις εγγυήσεις που ορίζει ο νόμος. Ούτε, ήταν αναγκαίο, στην τελευταία αυτή περίπτωση διορισμού διερμηνέα προσώπου μέσα από τον οικείο πίνακα να ακουσθεί ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθεν. Δ) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 502 του ΚΠΔ, επί εκδικάσεως εφέσεως του κατηγορουμένου, αν ο εκκαλών εμφανισθεί, αρχίζει η συζήτηση και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση και δεν ισχύει η διάταξη του άρθρου 343 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία ο εισαγγελέας απαγγέλλει με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία.
Αριθμός 1092/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αδάμ Στεφανάδη, περί αναιρέσεως της 2595/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1439/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β' και ζ' και παρ. 2 του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993 και κωδικοποιήθηκε με το Ν. 3459/2006, (άρθρο 20 παρ. 1 περ. β, ζ, παρ.2 ΚΝΝ), τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ' αυτό ποινές, όποιος, εκτός άλλων, αγοράζει, κατέχει ή πωλεί ναρκωτικά, αν δε η πράξη έχει τελεστεί με περισσότερους από τους τρόπους αυτούς και αφορά την ίδια ποσότητα ναρκωτικών, επιβάλλεται στον υπαίτιο μία μόνο ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική εγκληματική δράση του. Ως πώληση ναρκωτικών, θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ, μεταβίβαση της κυριότητάς τους στον αγοραστή, που γίνεται με την προς αυτόν παράδοσή τους, αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Για την αιτιολόγηση της τελέσεως των εγκλημάτων της αγοράς, της κατοχής ή της πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ο ακριβής προσδιορισμός του επιτευχθέντος τιμήματος από κάθε μερικότερη πράξη καθώς και της ταυτότητος των πωλητών ή αγοραστών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 του ίδιου νόμου 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε και ήδη κωδικοποιήθηκε ως άνω( 23 ΚΝΝ), ο παραβάτης των άρθρων 5, 6 και 7 του νόμου αυτού, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή ήδη 29.412 έως 588.235 ευρώ, αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ... ή οι περιστάσεις τελέσεως μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Σύμφωνα με το άρθρο 13 εδάφιο στ' του Π.Κ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Δεν απαιτείται να υπάρχουν προηγούμενες καταδίκες. Όταν δεν συντρέχει επανειλημμένη τέλεση, αρκεί για την κατ' επάγγελμα τέλεση να διαπιστώνεται ότι ο δράστης της πράξεως έχει διαμορφώσει υποδομή που προδίδει πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, με σκοπό πορισμού εισοδήματος.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα.
Τέλος, κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2595/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος αγοράς, κατοχής και απόπειρας πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών, ως τοξικομανής με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της τελέσεως κατ' επάγγελμα και από δράστη ιδιαίτερα επικίνδυνο και επιβλήθηκε σε αυτόν ποινή καθείρξεως 7 ετών και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, προκύπτουσα από το συνδυασμό του σκεπτικού και του διατακτικού της, δέχθηκε το Εφετείο ότι από τα μνημονευόμενα, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής: "Κατόπιν πληροφοριών που περιήλθαν στην Υπηρεσία Διώξεως Ναρκωτικών ότι άτομα αφρικανικής καταγωγής διακινούν ναρκωτικά και δη σε μεγάλες ποσότητες στις περιοχές ..., ..., .... Ο πληροφοριοδότης του έδωσε και τον αριθμό κινητού τηλεφώνου στο οποίο γινόντουσαν οι συνεννοήσεις για τις αγοραπωλησίες. Αστυνομικός της υπηρεσίας μετά από κλήσεις, στον αριθμό ... εμφανίσθηκε ως υποψήφιος αγοραστής στο άτομο του απάντησε και συμφώνησαν την πώληση ηρωίνης βάρους 100 γραμ. 3.500 €. Στο ραντεβού που ορίσθηκε στις 21/1/2005 και περί ώρα 23.30 πήγε ο μάρτυρας αστυνομικός ως υποψήφιος αγοραστής στην συμβολή των οδών ... και .... Εκεί προσήλθε ο κατηγορούμενος καταγωγής από την ... και άλλος συμπατριώτης του με τα στοιχεία ..., ο οποίος στεκόταν σε κοντινή απόσταση. Όταν ο αστυνομικός έδειξε στον κατηγορούμενο τα χρήματα ο τελευταίος έβγαλε από την τσέπη του ένα δέμα ηρωίνης και του το έδειξε και τότε επενέβησαν οι συνάδελφοί του και τους συνέλαβαν. Ο συμπατριώτης του κατηγορουμένου, που ήταν κατηγορούμενος στον πρώτο βαθμό και αθωώθηκε αντιλήφθηκε τους αστυνομικούς και προσπάθησε να διαφύγει αλλά τελικά συνελήφθη. Σε σωματική έρευνα που διενεργήθηκε στον κατηγορούμενο βρέθηκε και κατασχέθηκε συσκευασία νάϋλον περιέχουσα ηρωίνη βάρους 97 γραμμαρίων. Στην συνέχεια οι αστυνομικοί διενήργησαν έρευνα σε υπόγειο διαμέρισμα στην οδό ... το οποίο χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος ως αποθηκευτικό χώρο των ναρκωτικών, αφού δεν είχε έπιπλα. Κατά την έρευνα βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 9 αυτοσχέδιες νάϋλον συσκευασίες ηρωίνης συνολικού βάρους 1135 γρ. και μια αυτοσχέδια συσκευασία κοκαΐνης βάρους 11,8 γρ. δύο ηλεκτρονικοί ζυγοί ακριβείας TAIVITA και KERN και υλικά συσκευασίας ναρκωτικών (μονωτικές ταινίες σακούλες). Επίσης επάνω στον κατηγορούμενο βρέθηκε το κινητό τηλέφωνο με τον ανωτέρω αριθμό κλήσεως στον οποίο κάλεσε, ο μάρτυρας και κλείσθηκε το ραντεβού για την πώληση των ναρκωτικών, στο οποίο πήγε ο κατηγορούμενος φέροντας μαζί του ποσότητα 97 γραμ. ηρωίνης. Οι εν λόγω ποσότητες ναρκωτικών αποτελούν μέρος μεγαλύτερης μη διακριβωθείσης ποσότητας που αγόρασε τον προηγούμενο της συλλήψεως του μήνα στην ευρύτερη περιοχή της ... ή των ... από άγνωστο άτομο αντί αγνώστου τμήματος ή άλλου ανταλλάγματος, με σκοπό την περαιτέρω διάθεσή τους, όπως τούτο συνάγεται εκ του ότι επιχείρησε να πωλήσει τις ανωτέρω ποσότητες ηρωϊνης και κοκαΐνης αντί του προαναφερθέντος τιμήματος στον μάρτυρα αστυνομικό, χωρίς τελικά να ολοκληρωθεί η πώληση διότι, επενέβησαν οι συνάδελφοι του και τον συνέλαβαν. Για τον ίδιο σκοπό της περαιτέρω διαθέσεως κατείχε κατά την έννοια του νόμου, τις ανωτέρω ποσότητες, αφού τις είχε υπό την εξουσία του (τα κλειδιά του υπογείου διαμερίσματος της οδού ... τα έφερε αυτός) μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και να τις διαθέσει κατά την βούλησή του, είχε δε στον ίδιο χώρο και τα απαραίτητα προς τούτο σύνεργα (ζυγούς ακριβείας, υλικά συσκευασίας κλπ). Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι τις ποσότητες αυτές κατείχε για λογ/σμό κατονομαζομένου ατόμου και εντολή του οποίου και επιχείρησε να πωλήσει τις ανωτέρω ποσότητες πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται αλλά και καταρρίπτεται από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία και ιδίως την κατάθεση του μάρτυρα, που διενήργησε τις διαπραγματεύσεις. Στοιχειοθετούνται λοιπόν πλήρως οι πράξεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο τις οποίες τέλεσε κατ' επάγγελμα και υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος κατά τα ειδικότερον εκτιθέμενα στο διατακτικό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ως τοξικομανής όπως και πρωτόδικα και να απορριφθεί ο ισχυρισμός του περί αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ προεχόντως διότι προβάλλεται αορίστως αλλά και διότι δεν αποδείχθηκαν, πραγματικά περιστατικά της προηγούμενης ζωής του, που μπορούν να την στοιχειοθετήσουν".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ' , 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 42, 94 του ΠΚ, άρθρων 4 παρ. 1,3, κεφ. Α5,6, 5 παρ. 1β, ζ, παρ.2 .8,13 παρ. 1,4 του Ν. 1729/1987, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων και όπως ήδη κωδικοποιήθηκαν δια του Ν. 3459/2006, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές, ώστε να στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, σε σχέση με τις μερικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, α) το αιτιολογικό δεν αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού, αλλά περιέχει και ίδιες επαρκείς σκέψεις, β) αιτιολογείται επαρκώς η αγορά ναρκωτικών ουσιών αντί αγνώστου τιμήματος ή ανταλλάγματος και δεν ήταν απαραίτητος ο προσδιορισμός του ύψους του καταβληθέντος τιμήματος αγοράς, γ) αιτιολογείται επαρκώς η συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα τελέσεως των ανωτέρω πράξεων λόγω της αναφερόμενης υποδομής που είχε διαμορφώσει (κατοχή υπ' αυτού μεγάλης ποσότητας και ποικιλίας ναρκωτικών ουσιών, κατοχή 2 ζυγαριών ακριβείας και υλικών συσκευασίας, χρήση κινητού τηλεφώνου), με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως και με σκοπό πορισμού εισοδήματος και υπό περιστάσεις, αίτια και προσωπικότητα, που μαρτυρούν δράστη ιδιαίτερα επικίνδυνο και δ) ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου που υποβλήθηκε από το συνήγορο του κατά την επί της ουσίας αγόρευσή του, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, μονολεκτικά, "να αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 α ΠΚ", χωρίς παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, ορθά απορρίφθηκε από το Εφετείο ως αόριστος, διότι πράγματι υποβλήθηκε αορίστως, γι' αυτό και δε χρειαζόταν ειδική αιτιολόγηση για την απόρριψή του, καθόσον το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αιτιολογεί ιδιαίτερα και εμπεριστατωμένα τους ισχυρισμούς που προβάλλονται σε αυτό από τους διαδίκους αορίστως. Επομένως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, αντίθετοι προς τα ανωτέρω, λόγοι αναιρέσεως.
Κατά το άρθρο 17 παρ. 2 του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε και ήδη κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 35 παρ. 2 του ΚΝΝ, ορίζεται ότι για αλλοδαπούς που καταδικάζονται για παράβαση των άρθρων του παρόντος κεφαλαίου σε ποινή καθείρξεως, το δικαστήριο διατάσσει την ισόβια απέλαση τους από τη Χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή τους, οπότε ισχύουν και γι' αυτούς οι ρυθμίσεις της παρ.1". (για την απαγόρευση διαμονής σε ορισμένους τόπους). Για την εκτέλεση της απελάσεως εφαρμόζεται το άρθρο 74 του Π Κ, με επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις οι οποίες έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα. Από τη διάταξη αυτή και το συνδυασμό της με εκείνη του άρθρου 74 του ΠΚ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση καταδίκης αλλοδαπού, υπηκόου Κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, το δικαστήριο που τον καταδίκασε οφείλει να διατάξει την ισόβια απέλαση του από τη Χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή του σε αυτήν. Ενόψει αυτών, η απόφαση που διατάσσει την απέλαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 17 παρ. 2 του Ν. 1729/1987, έχει κατά τούτο την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρει ότι πρόκειται για αλλοδαπό μη υπήκοο Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ότι αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, μόνο δε, αν προβληθεί απ' αυτόν, με αυτοτελή ισχυρισμό, η συνδρομή σπουδαίου λόγου που δικαιολογεί την παραμονή του στη Χώρα, απαιτείται αιτιολογία της αποφάσεως που απορρίπτει τον ισχυρισμό αυτό.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2595/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και τα πρακτικά της, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, καταδικάσθηκε με αυτήν, για αγορά, κατοχή και απόπειρα πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών, πράξεις που τέλεσε υπό την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τελέσεως και υπό δράστη ιδιαίτερα επικίνδυνου και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως 7 ετών, καθώς και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ. Παραλλήλως διατάχθηκε η ισόβια απέλαση του από τη Χώρα, μετά την έκτιση της ποινής, ενώ δεν προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως ότι υποβλήθηκε από τον καταδικασθέντα ή το συνήγορο του αυτοτελής ισχυρισμός ότι συνέτρεχαν πολιτικοί και προσωπικοί ή οικογενειακοί λόγοι που δικαιολογούσαν την παραμονή του καταδικασθέντος στην Ελλάδα, ώστε να διερευνηθούν και να απαιτείται αιτιολόγηση της μη αποδοχής τους. Στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τόσον εκείνη επί της κατηγορίας, όσον και την αυτοτελή περί της απελάσεως, δέχθηκε το Εφετείο ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος είναι αλλοδαπός και δη υπήκοος του κράτους της ..., η οποία δεν είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και πρέπει κατ' εφαρμογή του άρθρου 17 και 19 του Ν. 1729/1987 σε συνδυασμό με το άρθρο 74 ΠΚ, να διαταχθεί η απέλασή του από τη Χώρα. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τη διαταχθείσα απέλαση, ενώ ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 του Ν. 1729/1987, 35 παρ.2 ΚΝΝ και 74 του Π.Κ. Ειδικότερα, με την παραδοχή ότι ο αναιρεσείων είναι αλλοδαπός, υπήκοος χώρας μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σε συνδυασμό με την ως άνω καταδίκη του σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, αιτιολογείται πλήρως η διάταξη περί απελάσεως και δεν παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ για μη απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση των καταδικαζομένων, ούτε η αρχή της αναλογικότητας από την επιβολή του μέτρου της ισόβιας απελάσεως σε σύγκριση με την επιβληθείσα ως άνω ποινή καθείρξεως επτά ετών. Επομένως, οι αντίθετοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Από τις διατάξεις του άρθρου 138 τταρ.2, 3 και αυτές του άρθρου 171 παρ.1 εδ. β' και δ' ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται να εκδίδεται απόφαση ή οποιαδήποτε διάταξη του δικαστή κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, αν προηγουμένως δεν προτείνει ο Εισαγγελέας και ακουσθούν οι παρόντες διάδικοι. Η παράλειψη της προηγούμενης ακροάσεως είτε του Εισαγγελέα είτε ειδικώς του κατηγορουμένου, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 233 παρ.1 και 2 ΚΠοινΔ, όταν πρόκειται να εξετασθεί κατηγορούμενος, αστικώς υπεύθυνος ή μάρτυρας που δεν γνωρίζει επαρκώς την Ελληνική γλώσσα, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση διορίζει διερμηνέα. Ο διορισμός του διερμηνέα γίνεται από πίνακα που καταρτίζεται κάθε χρόνο, όπως αναλυτικά προβλέπει η παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατό να διορισθεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι στο σχετικό πίνακα, μπορεί να διορισθεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται σ' αυτόν. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό προς το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 139 ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι "αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από τον νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε", προκύπτει ότι και η διάταξη του διευθύνοντος, με την οποία διορίζεται ως διερμηνέας πρόσωπο μη περιλαμβανόμενο στον οικείο πίνακα, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου αν περιέχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και το ανωτέρω άρθρο 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όχι όμως και όταν διορίζεται διερμηνέας από τον οικείο πίνακα διερμηνέων. Επίσης, η διάταξη του διευθύνοντος τη συζήτηση, με την οποίαν ορίζεται απλώς διερμηνέας από τον οικείο πίνακα διερμηνέων, που καταρτίζεται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και εγκρίνεται από το Συμβούλιο Εφετών με τη διαδικασία και τις εγγυήσεις που ορίζει ο νόμος, δε συνιστά διάταξη κατά την έννοια του άρθρου 138 ΚΠοινΔ και δε χρειάζεται να δοθεί προηγουμένως ο λόγος στον Εισαγγελέα ή τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του, για να εκφράσουν τις απόψεις τους και ουδεμία ακυρότητα επέρχεται από τη μη ακρόαση του Εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου, πράγμα που συμβαίνει, αντίθετα, όταν διορίζεται διερμηνέας πρόσωπο εκτός του οικείου πίνακα διερμηνέων, κατά το άρθρο 232 παρ.2 του ΚΠοινΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, με λόγο αναιρέσεως, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, α) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ειδικότερα διότι η διάταξη του Προέδρου του δικάσαντος Εφετείου περί διορισμού διερμηνέα εκτός του οικείου πίνακα, δεν περιέχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον δεν δικαιολογεί την ανάγκη διορισμού διερμηνέα εκτός του πίνακα διερμηνέων του Δικαστηρίου και β) για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, με την ειδικότερη αιτίαση ότι η διάταξη του Προέδρου του δικάσαντος Εφετείου, περί διορισμού διερμηνέα, εκδόθηκε χωρίς προηγουμένως να δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα για να εκθέσει τις απόψεις του. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την έναρξη της συζητήσεως, μετά την εκφώνηση του ονόματος του αλλοδαπού κατηγορουμένου και τη μη απόκριση αυτού, σημειώνονται τα εξής: " αφού ο Πρόεδρος βεβαιώθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν γνωρίζει την Ελληνική, αλλά την Αγγλική γλώσσα, διόρισε, αφού δόθηκε ο λόγος και στον Εισαγγελέα που πρότεινε τον διορισμό του κατωτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 233 ΚΠοινΔ, σαν διερμηνέα, τον Αναστάσιο Κοεμτζίδη, Δικηγόρο Καβάλας, λόγω απουσίας της διερμηνέως ... και αδυναμίας εξεύρεσης διερμηνέα, που γνωρίζει την Αγγλική γλώσσα και βρίσκεται στο ακροατήριο". Κατόπιν ο ανωτέρω διερμηνέας, ορκίσθηκε στο Ιερό Ευαγγέλιο, σύμφωνα με το άρθρο 236 ΚΠοινΔ, "ότι θα διερμηνεύσει την απολογία του κατηγορουμένου και αυτά τα οποία θα λεχθούν κατά την παρούσα δίκη, από την Ελληνική στην Αγγλική γλώσσα και αντίστροφα". Από τα πρακτικά αυτά συνεδριάσεως προκύπτει ότι, αφού βεβαιώνεται ότι ο διορισμός τους διερμηνεία έγινε στην αρχή της συνεδριάσεως από το Πρόεδρο του Δικαστηρίου, μετά πρόταση του Εισαγγελέα, "σύμφωνα με το άρθρο 233 ΚΠοινΔ", που ορίζει ότι ο διορισμός του διερμηνέα γίνεται από τον οικείο πίνακα που καταρτίζει κατ' έτος το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών κλπ, έπεται ότι ο άνω διορισμός διερμηνέα έγινε από τον οικείο πίνακα και όχι εκτός πίνακα, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων και ως εκ τούτου δεν ήταν αναγκαία άλλη ειδικότερη αιτιολόγηση της συγκεκριμένης διατάξεως του Προέδρου. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν ήταν αναγκαίο, στην τελευταία αυτή περίπτωση διορισμού διερμηνέα προσώπου μέσα από το οικείο πίνακα διερμηνέων να ακουσθεί ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός τους και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθεν, α) από το ότι πράγματι δεν ακούστηκε προηγουμένως ο αγνοών την Ελληνική γλώσσα κατηγορούμενος, αφού αυτός, στο στάδιο αυτό, δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί όσα συνέβαιναν και να εκθέσει τις απόψεις τους, ή β) από το ότι δε δόθηκε προηγουμένως ο λόγος στο συνήγορο του αλλοδαπού κατηγορουμένου, ο οποίος άλλωστε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ελλείψει διορισμού διερμηνέα δεν είχε ορισθεί ακόμη στο στάδιο αυτό και ορίστηκε από τον κατηγορούμενο αμέσως μετά το διορισμό σε αυτόν του ανωτέρω διερμηνέα.
Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Δ του ΚΠοινΔ, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, με την ειδικότερη αιτίαση ότι η διάταξη του Προέδρου του δικάσαντος Εφετείου, περί διορισμού διερμηνέα, εκδόθηκε χωρίς προηγουμένως να δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα για αν εκθέσει τις απόψεις του και για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της διατάξεως του προέδρου περί διορισμού διερμηνέα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Με τον τελευταίο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων επικαλείται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 εδ. β, δ του ΚΠοινΔ, γιατί ο Εισαγγελέας της έδρας παρέλειψε να απαγγείλει την κατηγορία και αρκέστηκε στην ανάπτυξη της εκθέσεως εφέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι μετά την έναρξη της συζητήσεως, και το διορισμό διερμηνέα και μετά το διορισμό συνηγόρου εκ μέρους του κατηγορουμένου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, δια του διερμηνέα, παράγγειλε στον εκκαλούντα κατηγορούμενο να προσέχει στην κατηγορία και τη συζήτηση, τον πληροφόρησε ότι έχει δικαίωμα να αντιτάξει στην κατηγορία πλήρη έκθεση των ισχυρισμών του και στη συνέχεια ο Εισαγγελέας ανέπτυξε την έκθεση εφέσεως και πρότεινε να γίνει τυπικά δεκτή. Όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 502 του ΚΠοινΔ, επί εκδικάσεως εφέσεως του κατηγορουμένου, αν ο εκκαλών εμφανισθεί, αρχίζει η συζήτηση και ο Εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση και δεν ισχύει η διάταξη του άρθρου 343 ΚΠοινΔ, σύμφωνα με την οποίαν ο Εισαγγελέας απαγγέλει με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία.
Συνεπώς, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε, από τη μη ανάπτυξη της κατηγορίας και ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 6 Απριλίου 2009 αίτηση του ... περί αναιρέσεως της με αριθμό 2595/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαΐου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ