Θέμα
Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε ψευδορκία. Ψευδορκία. Συκοφαντική δυσφήμηση. Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Μέσα αποδείξεως. Δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σχετικό με αυτά, μολονότι από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι εξετάσθηκαν μάρτυρες κατηγορίας και αναγνώσθηκαν έγγραφα και απολογήθηκε ο κατηγορούμενος. Αναιρεί. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για ψευδορκία και για μερικότερες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και παραπέμπει για νέα συζήτηση κατά τα λοιπά.
ΑΡΙΘΜΟΣ 649/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, Χ. Κ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Διαμάντη, περί αναιρέσεως της 274/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Με συγκατηγορούμενη την Α. Γ. του Δ.. Με πολιτικώς ενάγουσα την Θ. Τ. του Β., κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χριστόφορο Σαράκη.
Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Δεκεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 8/13.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί, να παύσει οριστικά λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη σε βάρος του αναιρεσείοντος για τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδορκίας μάρτυρα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για τον σχηματισμό της καταδικαστικής (ή αθωωτικής) κρίσης του, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά κατ' επιλογή, όπως επιβάλλεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κτλ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αρ.274/2012 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, που την εξέδωσε, προκειμένου να στηρίξει την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του για τις αξιόποινες πράξεις της α)ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, β)ψευδορκίας και γ)συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, διέλαβε στο σκεπτικό της εν λόγω απόφασης του,- κατά πιστή μεταφορά- τα εξής: Η εγκαλούσα Θ. Τ., δικηγόρος Αγρινίου, στα πλαίσια της επαγγελματικής της δραστηριότητας, δυνάμει του υπ'αρ.37182/22-12-2004 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου είχε εξουσιοδοτηθεί ρητά από τον πελάτη και εντολέα της Γ. Α., ο οποίος ήταν θείος του δεύτερου κατηγορούμενου να εισπράξει στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα το ποσό της αποζημίωσης που αναλογούσε στο μερίδιο του για ακίνητο της συνιδιοκτησίας του που είχε απαλλοτριωθεί αναγκαστικά λόγω ρυμοτομίας από το Δήμο με την υπ' αρ. 1/2002 Πράξη αναλογισμού του Πολεοδομικού Γραφείου Αγρινίου, υπόθεση την οποία εξ αρχής είχε χειρισθεί ως εντολοδόχος δικηγόρος του. Το ποσό της αποζημίωσης είχε προσδιορισθεί προσωρινά δικαστικώς δυνάμει της υπ' αρ. 120/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου σε 230 Ευρώ ανά μ2, πλην όμως προς επίσπευση των διαδικασιών οι δικαιούχοι, μεταξύ των οποίων και ο ανωτέρω Γ. Α. συμβιβάσθηκαν με το Δήμο και συμφώνησαν να λάβουν το μικρότερο ποσό των 180 Ευρώ ανά μ2. Με βάση δε την τιμή αυτή η οφειλόμενη για το όλο απαλλοτριούμενο ακίνητο της συνιδιοκτησίας, του ανωτέρω Γ. Α. ανήλθε στα 140.742 Ευρώ, ενώ το τελικώς αναλογούν στο μερίδιο αυτού (6/8 αδιαίρετα) ποσό της αποζημίωσης σε (105.556,50) Ευρώ. Η εγκαλούσα δικηγόρος στις 26-12-2004, την προηγούμενη της είσπραξης (για λογαριασμό του) της ανωτέρω αποζημίωσης από το Δήμο Αγρινίου, προσήλθε απογευματινές ώρες στην οικία του ανωτέρω πελάτη της, κατόπιν τηλεφωνικής κλήσης του, για να της εγχειρίσει το βιβλιάριο καταθέσεων του τραπεζικού λογαριασμού που τηρούσε αυτός στην Αγροτική Τράπεζα, προκειμένου να προβεί σε κατάθεση της απ' ευθείας σ' αυτόν και την αστυνομική του ταυτότητα, πράγμα που έγινε και έτσι με τη συναίνεση του το εν λόγω βιβλιάριο του βρέθηκε στην κατοχή της. Παράλληλα δε συμφωνήθηκε προφορικά μεταξύ τους ότι κατά την είσπραξη της αποζημίωσης και πριν την κατάθεση του ποσού της στον ανωτέρω λογαριασμό αυτού, η εγκαλούσα θα παρακρατούσε το αναλογούν στην αμοιβή της ποσό, δεδομένου μάλιστα ότι καθ' όλη τη χρονοβόρα διαδικασία της απαλλοτρίωσης και του καθορισμού της αναλογούσας στο απαλλοτριούμενο του ως άνω πελάτη της αποζημίωσης αυτή δεν είχε λάβει για τις σχετικές ενέργειες της ως εντολοδόχος του καμία άλλη αμοιβή, το οποίο σε προγενέστερο της ανωτέρω συνάντησης τους χρόνο (με το από 18-12-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό) είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους ότι θα ανερχόταν σε ποσοστό 10% επί της εισπραχθησομένης αποζημίωσης και το οποίο αντιστοιχούσε τελικά με βάση την ληφθείσα αποζημίωση σε 10.555,65 Ευρώ. Πράγματι η εγκαλούσα την επομένη, ήτοι στις 27-12-2004, δια του ανωτέρω συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου ανέλαβε για λογαριασμό και στο όνομα του πελάτη της Γ. Α. από το Δήμο Αγρινίου για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των (105.556,50) Ευρώ σε ισόποση επιταγή από τον τηρούμενο στην Εμπορική Τράπεζα όπου κατέθεσε με το βιβλιάριο καταθέσεων του ανωτέρω Γ. Α. και την αστυνομική του ταυτότητα και στο όνομα του, από το ληφθέν ποσό της αποζημίωσης το ποσό των 95.550 Ευρώ, καθώς προηγουμένως κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα παρακράτησε την αναλογούσα στην αποζημίωση αμοιβή της, η οποία κατόπιν στρογγυλοποίησης του ποσοστού 10% ανήλθε στο ποσό των 10.006,5 Ευρώ. Στη συνέχεια η εγκαλούσα μετέβη την ίδια ημέρα της καταθέσεως περί ώρα 12.00 στην οικία του πελάτη της Ανδρεάδη, όπου εκεί βρισκόταν ο δεύτερος κατηγορούμενος ανιψιός του (αναιρεσείων στο παρόν Δικαστήριο), και αφού παρέδωσε στον πελάτη της την αστυνομική του ταυτότητα και το ανωτέρω βιβλιάριο καταθέσεων της ΑΤΕ, τον ενημέρωσε για την γενόμενη κατάθεση καθώς και για την παρακράτηση της αμοιβής της από την ληφθείσα αποζημίωση. Προς απόδειξη δε του ότι είχε συντελεσθεί από την εγκαλούσα για λογαριασμό του ανωτέρω πελάτη της δικαιούχου της αποζημίωσης Γ. Α., η είσπραξη ολόκληρου του ανωτέρω ποσού αυτής από το Δήμο, δηλαδή και των 105.556.50 Ευρώ, αυτή συνέταξε σχετική απόδειξη την οποία υπέγραψε επί τόπου ο ανωτέρω πελάτης της, καθώς και ως μάρτυρας της γενόμενης είσπραξης ο παρευρισκόμενος ανιψιός του και ήδη δεύτερος κατηγορούμενος. Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα ο ανωτέρω πελάτης της εγκαλούσας, ο οποίος λίγο καιρό μετά την είσπραξη του ανωτέρω ποσού βρέθηκε να έχει μεταβάλει κατοικία από το ... όπου, διέμενε στην ... και συγκεκριμένα στην οικία του δευτέρου κατηγορουμένου, υπέβαλε την 21-3-2005 σε βάρος της εγκαλούσας δικηγόρου και του ανωτέρω Συμβολαιογράφου Αγρινίου Α. Π. μήνυση για πλαστογραφία, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε ψευδώς ότι ουδέποτε αυτός είχε υπογράψει οποιοδήποτε έγγραφο ενώπιον του ανωτέρω Συμ/φου και ειδικότερα το προαναφερθέν υπ' αρ. .../2004 πληρεξούσιο συμβόλαιο, ως μάρτυρες δε προς υποστήριξη της μήνυσης του πρότεινε τους δύο κατηγορουμένους. Εξ αυτών ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν αυτός που κινούσε τις διαδικασίες καταμήνυσης της εγκαλούσας, κατά την σχετικώς δοθείσα ένορκη κατάθεση του στα πλαίσια της διενεργηθείσας προανάκρισης στις 11-4-2005 στο Α/Τ Αττικής κατέθεσε σε βάρος της ότι αυτή εξαπάτησε και αυτόν τον ίδιο διότι τον έβαλε και υπέγραψε απόδειξη ποσού 105.556,50 Ευρώ, ενώ ουδέποτε παρέλαβε αυτός αυτά τα χρήματα. Ισχυρισμοί που όμως σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν ήταν ψευδείς, πράγμα το οποίο γνώριζε καλά αυτός, καθόσον μάλιστα δεν ήταν ο ίδιος δικαιούχος του ανωτέρω ποσού, ώστε να παραδοθεί αυτό σ' αυτόν, αλλά αυτός απλώς προσυπέγραψε στην ανωτέρω απόδειξη ως μάρτυρας περί της είσπραξης των ανωτέρω χρημάτων της αποζημίωσης, μέσω της εγκαλούσας, από το δικαιούχο αυτών θείο του. Τα ανωτέρω δε ψευδή περιστατικά που περιλαμβάνονταν στην ένορκη κατάθεση του δεύτερου κατηγορουμένου, των οποίων έλαβαν γνώση οι προανακριτικοί υπάλληλοι που έλαβαν αυτή ήταν δυσφημιστικά, δηλαδή ικανά να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, όπως ρητά κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας στο ακροατήριο, Μ. Ε. και Ι. Μ., δικηγόρος Αγρινίου. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε ο δεύτερος κατηγορούμενος έπεισε με πειθώ και φορτικότητα την πρώτη κατηγορουμένη με την οποία ήταν γνωστοί και γνώριζε η ίδια τις υποθέσεις του Γ. Α. των σχετικών με την είσπραξη των ανωτέρω ποσών από το Δήμο Αγρινίου, αφού πλέον τις χειριζόταν ατύπως για λογαριασμό του αυτός (ανιψιός του) να καταθέσει ενόρκως σε βάρος της εγκαλούσας προς υποστήριξη της κατηγορίας τα κατωτέρω αναφερόμενα ψευδή περιστατικά. Αυτή στις 15-6-2005 κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Πταισματοδίκη Αγρινίου, εν γνώσει της ψέματα και δη ότι ο Α. της γνώρισε ότι κάποιο διάστημα είχε χάσει για αρκετές ημέρες το βιβλιάριο καταθέσεων του πάνω από το τραπέζι και ότι το βρήκε όταν του το παρέδωσε η εγκαλούσα μία ημέρα που τον επισκέφθηκε και του είπε ότι πήρα τα χρήματα της αποζημίωσης που δικαιούταν και του έβαλε στο βιβλιάριο95.000 Ευρώ, όταν δε τη ρώτησε πως πήρε τα χρήματα από το Δήμο χωρίς την υπογραφή του αυτή του απάντησε ότι "έχω τον τρόπο μου εγώ πως τα πήρα". Σύμφωνα όμως με τα παραπάνω αυτό ήταν ψευδές αφού ο ίδιος είχε παραδώσει το βιβλιάριο του στην εγκαλούσα καθώς και την εξουσιοδότηση για είσπραξη της αποζημίωσης, η δε πρώτη κατηγορουμένη λόγω της σχέσης της με τον δεύτερο ήταν σε θέση να γνωρίζει το ψεύδος αυτού, ενώ το Δικαστήριο δεν πείθεται ότι αυτά τα κατέθεσε όπως τάχα της τα είχε μεταφέρει ο Γ. Α. και ότι αυτή δεν θα μπορούσε να γνωρίζει το ψεύδος αυτών, όπως η ίδια ισχυρίσθηκε απολογούμενη. Επίσης, κατόπιν της ανωτέρω προτροπής του δεύτερου κατηγορούμενου, κατέθεσε εν γνώσει της ψευδώς ότι αν και η εγκαλούσα έβαλε τον δεύτερο κατηγορούμενο να υπογράψει ως μάρτυρας ότι ο θείος του πήρε τα χρήματα στα οποία αφορούσε η απόδειξη, αυτή δεν κατέβαλε κανένα ποσό ούτε σε εκείνον ούτε στον θείο του εκείνη τη στιγμή, παρά μόνο πήρε την απόδειξη και έφυγε με το σύζυγο της εσπευσμένα και ότι αυτοί (ο δεύτερος κατηγορούμενος και ο θείος του) δέχθηκαν να υπογράψουν την απόδειξη αυτή, πιστεύοντας πλανημένα ότι τα χρήματα τα είχε μαζί της η εγκαλούσα και θα τους τα έδινε εκείνη τη στιγμή, πράγμα που ουδέποτε συνέβη, εξαπατηθέντες έτσι από αυτήν. Περαιτέρω ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά τον Ιούλιο του 2005 στο ... στο Δημοτικό Μέγαρο ισχυρίσθηκε ενώπιον δημοτικών υπαλλήλων, του δικηγόρου Ι. Μ. και της Μ. Ε. ότι η εγκαλούσα εξαπάτησε το θείο του, του οποίου πλαστογράφησε την υπογραφή του και του έφαγε 100.000 Ευρώ από τα χρήματα της αποζημίωσης που έλαβε από το Δήμο, ότι εξαπάτησε και τον ίδιο και ότι έκλεψε το βιβλιάριο των καταθέσεων του θείου του. Όλα τα ανωτέρω, τα οποία ήταν καθ' ολοκληρία ψευδή και αυτός το γνώριζε, ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, στην οποία πραγματικά επέφεραν κατά το χρόνο εκείνο σοβαρό πλήγμα της τιμής της ως ανθρώπου και της υπόληψης της ως επαγγελματία δικηγόρου καθόσον δημιουργούσαν την εντύπωση ότι μετερχόταν απάτες και πλαστογραφούσε υπογραφές πελατών της, αδικήματα ιδιαιτέρως ατιμωτικά γι' αυτήν". Με βάση τις παραδοχές αυτές,το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο των αξιοποίνων πράξεων της α) ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα,β) ψευδορκίας και γ)συκοφαντικής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση ως προαναφέρθηκε. Του επέβαλε δε συνολική ποινή φυλάκισης 20 μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία. Η αιτιολογία όμως αυτή, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη ως προς τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, αφού δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με αυτά, έστω και κατά το είδος τους, καίτοι από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι εξετάστηκαν στο ακροατήριο εκτός από την πολιτικώς ενάγουσα Θ. Τ., άλλοι τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας, αναγνώσθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με τα πρακτικά της, αναγνώσθηκαν επίσης τρεις (3) εκθέσεις ενόρκων εξετάσεων μαρτύρων και άλλα δέκα (10) έγγραφα απολογήθηκε ο κατηγορούμενος καθώς και η συγκατηγορουμένη του. Η επίκληση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ορισμένων μόνο εγγράφων, καθώς και των καταθέσεων των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας, Μ. Ε. και Ι. Μ., για την επίρρωση της καταδικαστικής κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας, δεν αρκεί να καλύψει την συναγωγή, ότι για την κρίση του αυτή συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα που εισφέρθηκαν ενώπιον του. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης,για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης, όσον αφορά την λήψη υπ όψη των αποδεικτικών μέσων και ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Στο σημείο όμως αυτό, πρέπει να σημειωθεί, ότι όπως προκύπτει και πάλι από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών αυτής,μετά την περί ενοχής απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας, δόθηκε από τον διευθύνοντα τη συζήτηση ο λόγος στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου, να προτείνει επί της ποινής, ο οποίος πρότεινε να επιβληθεί στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ποινή 12 μηνών για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, 12 μηνών για την ψευδορκία, 8 μηνών για τη συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση, και συνολική ποινή 20 μηνών. Στη συνέχεια όμως, δεν δόθηκε ο λόγος απ' αυτόν, στον συνήγορο του κατηγορουμένου είτε στον ίδιο, να προτείνει τουλάχιστον επί των επί μέρους ποινών των πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος. Από την παραβίαση και αυτής της δικονομικής επιταγής επέρχεται ως προς τον κατηγορούμενο απόλυτη ακυρότητα κατά το αρθρ. 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, λόγω μη τηρήσεως των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορούμενου και την άσκηση των δικαιωμάτων που προσήκουν σ' αυτόν και θεσπίζουν εντεύθεν απόλυτη ακυρότητα σε περίπτωση παραβιάσεώς τους και ιδρύουν επίσης τον από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (άρθρο 511 ΚΠΔ). Άρα και εξ αυτού του λόγου είναι αναιρετέα η προσβαλλόμενη απόφαση. Συντρέχει δε μετά ταύτα, περίπτωση επεκτατικού αποτελέσματος, σύμφωνα με το άρθρο 469 ΚΠΔ της παρούσας απόφασης, και για την καταδικασθείσα και μη ασκήσασα το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, συγκατηγορουμένη του αναιρεσείοντος, ήτοι της φερομένης ως φυσικής αυτουργού της αξιοποίνου πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα. Κατά τα άρθρα 111,112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β, 370 εδ. β και 511 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κριθεί τυπικά δεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά φερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι αξιόποινες πράξεις α) της ψευδορκίας μάρτυρα, που φέρεται ότι τελέσθηκε την 11-4-2005 και β) οι μερικότερες πράξεις της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ' εξακολούθηση, που φέρονται ότι τελέσθηκαν τον Μάρτιο, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία και την 11-4-2005, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρα 12, 98, 224 παρ. 2, 362, 363 ΠΚ). Όμως, από τον ανωτέρω χρόνο τέλεσης τους, μέχρι και την συζήτηση της αναίρεσης παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της οκταετίας και έτσι εξαλείφθηκε το αξιόποινο αυτών. Επομένως, αφού η αίτηση αναίρεσης περιέχει παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, οι οποίοι έγιναν δεκτοί ως βάσιμοι, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντα για τις ανωτέρω πράξεις και κατά τα λοιπά δηλαδή για τις μη παραγραφείσες πράξεις, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Αναιρεί την υπ' αρ. 274/ 2-10-2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου, Χ. Κ. του Ε., κατοίκου ..., για τις αξιόποινες πράξεις α) της ψευδορκίας μάρτυρα ήτοι του ότι : Στην ... στις 11-4-2005 εξεταζόμενος ενόρκως, ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και ειδικότερα εξεταζόμενος στον άνω τόπο και χρόνο ενόρκως ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων Υ/Β Κ. Δ. και του Αρχ. (ΠΣ) Π. Α., αναφερόμενος στην εγκαλούσα Θ. Τ., κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα, τα εξής: ... Επίσης η Τ. Θ. εξαπάτησε και εμένα διότι μου έβαλε και υπέγραψα ότι παρέλαβα και απόδειξη 105.556,50 Ευρώ. Τα χρήματα των 105.556,50 Ευρώ ποτέ δεν τα παρέλαβα ...", β) των μερικοτέρων πράξεων της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση που έλαβαν χώρα τον Μάρτιο και την 11-4-2005 στην Αθήνα ήτοι του ότι: "με περισσότερες και μερικότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος ισχυρίσθηκε για άλλον ενώπιον τρίτων ψευδή γεγονότα εν γνώσει της αναληθείας τους, ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη τρίτου προσώπου και ειδικότερα στην Αθήνα ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων και των ανωτέρω αστυνομικών υπαλλήλων για την εγκαλούσα τα υπό στοιχ. α' ψευδή γεγονότα". Και
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα λοιπά, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ