Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1227 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Φθορά ξένης ιδιοκτησίας, Πλάνη.




Περίληψη:
Φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Πλαστογραφία. Έννοια αυτών. Η διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιτότητας των εγγράφων συναλλαγών. Προς στοιχειοθέτηση της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της ουσίας του περιεχομένου του υποκειμενικώς δε δόλος υπερχειλής. Ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης πρέπει να υποβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1227/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο-Εισηγητή και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Απριλίου 2010, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ...ς που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Χατζημιχάλη, περί αναιρέσεως της 541/2008 αποφάσεως Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1) Ψ1 και 2) Ψ2, κατοίκους .., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Παπαδέλλη. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Δεκεμβρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 79/10.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 381 παρ.1 ΠΚ, όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει πράγμα) ή με άλλο τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται.... Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημοσίας ή ιδιωτικής φύσης. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχτηκε ότι προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 541/2008 απόφασής του, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, από όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος προσδιορίζονται δέχτηκε ανελέγκτως ότι ο κατηγορούμενος (αναιρεσείων), από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν σήμερα στο ακροατήριο, από τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης που αναγνώσθηκαν, από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, όπως όλα τα ανωτέρω αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσης, καθώς και από την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκε ότι: Ο κατηγορούμενος ενώ ήταν στρατιωτικός, δηλαδή ... της 120 ΠΕΑ, στη θέση ... του Δ.Δ. ..., την 26-05-2003, με πρόθεση κατέστρεφε ξένα ολικά κινητά πράγματα και, συγκεκριμένα, στον ως άνω, τόπο και χρόνο κατέστρεψε την σιδερένια πόρτα εισόδου, μήκους 3 περίπου μέτρων καθώς και την περίφραξη (σιδηροπασσάλους και συρματόσχοινο) κτήματος ιδιοκτησίας των εγκαλουσών Ψ1 και Ψ2, συνολικής αξίας περίπου 900 ευρώ. Επίσης στην ..., στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, νόθευσε έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με το γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως δε πραγματοποίησε χρήση αυτού και συγκεκριμένα: Α) Την 1-7-03, κατά τη δικάσιμο της διαδικασίας Ασφαλιστικών Μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας, στην οποία εκδικαζόταν η αίτηση των: α) Ψ1, β) Ψ2 και γ) Ζ κατ' αυτού, με περιεχόμενο την αναγνώρισή τους ως προσωρινές συννομείς κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία ενός αγροτικού τμήματος (ελαιοπεριβόλου) έκτασης 5.286,64 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση ..., προσεκόμισε, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, ενώπιον της δικάζουσας δικαστού μεγενθυμένο φωτοαντίγραφο αποσπάσματος προσωρινού κτηματολογικού διαγράμματος Α' Ανάρτησης της Κοινότητας ... του Εθνικού Κτηματολογίου, το οποίο προηγουμένως είχε νοθεύσει, προεκτείνοντας την ευθεία γραμμή που οριοθετεί το ακίνητο των αιτουσών βορειοανατολικά με το ακίνητο των Ρ και κληρονόμων Ρ κατ' ευθεία γραμμή και από ανατολικά προς τα δυτικά, καθ' όλη τη βόρεια πλευρά του ακινήτου των αιτουσών αλλά και πέραν τούτου και εντός του ακινήτου των κληρονόμων Π, κατά τρόπο ώστε να εμφαίνεται επί του σχεδιαγράμματος ότι, η έτσι απεικονιζόμενη λωρίδα γης τυγχάνει οδός και δη κοινόχρηστη. Στην ανωτέρω πράξη του προέβη με σκοπό να παραπλανήσει τη δικάσασα δικαστή ότι η επίδικη λωρίδα γης δεν αποτελούσε τμήμα του ακίνητου των αιτουσών αλλά τύγχανε κοινόχρηστη οδός, γεγονός που αν γινόταν δεκτό θα οδηγούσε στην απόρριψη της υπό εκδίκαση αίτησης και Β) Την 4-11-04, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) της από 4-9-03 έφεσης του κατά της υπ' αριθμ. 54/03 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας, με την οποία αναγνωρίσθηκαν οι: α) Ψ1, β) Ψ2 και γ) Ζ ως προσωρινές συννομείς κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία ενός αγροτικού τμήματος (ελαιοπεριβόλου) έκτασης 5.286,64 τ.μ, που βρίσκεται στη θέση ..., προσεκόμισε, δια των πληρεξούσιων δικηγόρων του ενώπιον των δικαζόντων δικαστών μεγεθυμένο φωτοαντίγραφο αποσπάσματος προσωρινού κτηματολογικού διαγράμματος Α' Ανάρτησης της Κοινότητας ... του Εθνικού Κτηματολογίου, το οποίο προηγουμένως είχε νοθεύσει, προεκτείνοντας την ευθεία γραμμή που οριοθετεί το ακίνητο των αιτουσών βορειοανατολικά με το ακίνητο των Ρ και κληρονόμων Ρ κατ' ευθεία γραμμή και από ανατολικά προς τα δυτικά, καθ' όλη τη βόρεια πλευρά του ακινήτου των αιτουσών αλλά και πέραν τoύτου και εντός του ακινήτου των κληρονόμων Π, κατά τρόπο ώστε να εμφαίνεται επί του σχεδιαγράμματος ότι η έτσι απεικονιζόμενη λωρίδα γης τυγχάνει οδός και δη κοινόχρηστη. Στην ανωτέρω πράξη του προέβη με σκοπό να παραπλανήσει τους δικάσαντες δικαστές ότι η επίδικη λωρίδα γης δεν αποτελούσε τμήμα του ακινήτου των ανωτέρω καθ' ων η έφεση αλλά τύγχανε κοινόχρηστη οδός, ισχυρισμός ο οποίος, αν γινόταν δεκτός, θα οδηγούσε στην αποδοχή της έφεσής του και στην εξαφάνιση της σε βάρος του υπ' αριθμ. 54/03 απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας.
Ο κατηγορούμενος στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι η πόρτα τοποθετήθηκε από αυτόν το έτος 1986 κατόπιν συνεννοήσεως με τον θείο των πολιτικώς εναγουσών Π και αναφέρει χαρακτηριστικό ότι ήταν συνιδιοκτησία του πεθερού του και του Π. Οι ως άνω ενάγουσες είναι κληρονόμοι του Π και η επίμαχη πόρτα αποτελεί κατά το ήμισυ, σύμφωνα και με τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου περιουσιακό τους στοιχείο. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο κατά πλειοψηφία κρίνει ότι η πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, συγκροτείται τόσο κατά τα αντικειμενικά, όσο και κατά τα υποκειμενικά της στοιχεία, καθώς ο ίδιος ο κατηγορούμενος αποδέχεται ότι αυτός κατέστρεψε τα εν μέρει ξένα κινητά πράγματα για τα οποία κατηγορείται. Κατά την κρατήσασα γνώμη των μελών του Δικαστηρίου όμως αποδείχθηκε πλήρως ότι τα ως άνω κινητά πράγματα ανήκαν αποκλειστικά στις πολιτικώς ενάγουσες, όπως εδέχθησαν και οι δύο ανωτέρω αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που ανεγνώσθησαν. Οι λοιποί ισχυρισμοί του που αναφέρονται στους λόγους για τους οποίους προέβη στην πράξη του δεν απεδείχθησαν και συνεπώς κρίνονται αβάσιμοι, Συνεπώς θα πρέπει για το λόγο αυτό να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη του αυτή.
Δύο μέλη του Δικαστηρίου οι Αναθεωρητές Λ1 και Λ2 μειοψήφησαν έχοντας την άποψη ότι ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κηρυχθεί αθώος της αποδιδομένης πράξεως λόγω αμφιβολιών που τους γεννήθηκαν στη συνδρομή του στοιχείου του δόλου, το οποίο είναι απαραίτητο για την ενοχή του.
Περαιτέρω για την πράξη κατηγορίας της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση (μερικ. πράξεις δύο) από την όλη διαδικασία προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος παραποίησε το εν λόγω έγγραφο χαράζοντας γραμμές πέραν της επίδικης λωρίδας προκειμένου να εξαπατήσει το δικαστήριο στην προσπαθεί του να αμφισβητήσει τα περιουσιακά στοιχεία των εναγουσών. Ο ισχυρισμός του ότι. το συγκεκριμένο έγγραφο το ανέσυρε από το αρχείο του θανόντα πεθερού του προβάλλεται εκ του ασφαλούς καθόσον ο τελευταίος δεν είναι πλέον σε θέση να επιβεβαιώσει ή να αρνηθεί τον ισχυρισμό αυτό.
Συνεπώς θα πρέπει, κατά την πλειοψηφούσα άποψη των μελών του Δικαστηρίου να κριθεί ένοχος και για την πράξη αυτή.
Ένα μέλος του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα ο Αναθεωρητής Γ' Λ2, μειοψήφησε έχοντας την άποψη ότι ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κηρυχθεί αθώος λόγω αμφιβολιών ως προς την τέλεση της πράξεως αυτής καθόσον από κανένα στοιχείο της διαδικασίας δεν προέκυψε ότι χάραξε ιδιοχείρως τα στοιχεία εκείνα τα οποία όντως αλλοίωσαν το υπό κρίση έγγραφο".
Ακολούθως το Δικαστήριο τούτο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των αξιοποίνων πράξεων της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλημάτων αυτών, που προβλέπονται από τις άνω διατάξεις, τις οποίες ορθώς εφήρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Συγκεκριμένα, στο αιτιολογικό της απόφασης γίνεται αναφορά ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο και τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης που αναγνώσθηκαν ως και την απολογία του κατηγορουμένου, από το όλο δε περιεχόμενο της απόφασης συνάγεται σαφώς ότι το Δικαστήριο της ουσίας, προς σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσεως, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ήτοι και την κατάθεση του μάρτυρα ... ως και τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της πολιτικής αγωγής και την απολογία του κατηγορουμένου που περιλαμβάνονται στα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης (274/2007 απόφασης του Πενταμελούς Αεροδικείου Αθηνών). Το ότι το Δικαστήριο της ουσίας απέδωσε διαφορετική αποδεικτική αξία σε αυτές δεν σημαίνει ότι τις αγνόησε.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, και όσον αφορά την πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, που με τους αυτούς λόγους προβάλλεται ότι τα αναφερόμενα για την πράξη αυτή περιστατικά δεν αποδείχτηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, πλήττεται η ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου σε σχέση με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και είναι απαράδεκτοι. Εξάλλου, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του τον περί πραγματικής πλάνης ισχυρισμό του και δεν διέλαβε αιτιολογία για αυτόν είναι αβάσιμη διότι τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός δεν υποβλήθηκε κατά τρόπο ορισμένο και σαφή με επίκληση πραγματικών περιστατικών περί τοιαύτης πλάνης και έτσι το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει ούτε να διαλάβει περί αυτού ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Συνεπώς η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη των παραστασών ως πολιτικώς εναγουσών ως και στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 28-12-2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της 541/2008 απόφασης του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγουσών Ψ2 και Ψ1, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή